Τιμόθεος ο Άγιος Ιερομάρτυς και οι λοιποί Άγιοι Μάρτυρες έλαβον τον στέφανον του Μαρτυρίου, όταν κατά παραχώρησιν Θεού εβασίλευσεν ο ασεβέστατος Ιουλιανός ο Παραβάτης εν έτει τξα΄ (361). Ούτος ο δυσσεβής μεγάλην μανίαν και οργήν έδειξε κατά των Χριστιανών, διότι πάσαν βουλήν και πάντα τρόπον ο αλιτήριος μετεχειρίζετο ίνα αφανίση από τον κόσμον τους περισσοτέρους Χριστιανούς, τους οποίους Γαλιλαίους ωνόμαζεν ο μιαρός καταφρονητικώς, ίσως δε και διότι εφοβείτο να προφέρη δια στόματος το του Χριστού θείον και υπερένδοξον όνομα, περί του οποίου έμαθεν υπό των διδασκάλων του Μάγων ποίαν μεγάλην δύναμιν έχει και από πόσα διαβολικά έργα αυτούς ημπόδισεν.
Επρόσταξε λοιπόν ούτος τους ηγεμόνας όλων των πόλεων να βασανίζωσι τους Χριστιανούς με όσας τιμωρίας δυνηθώσι. Και λοιπόν ταύτην την προσταγήν μαθών ο της Νικαίας κομενταρήσιος, ήτοι ο άρχων, εκήρυξε εις όλην την Νίκαιαν, ότι όσοι πιστεύουσιν εις τον Εσταυρωμένον, ή να αρνηθώσι την Πίστιν αυτών και να θυσιάζωσι εις τα είδωλα, ή θα δοκιμάσωσιν ανεκδιηγήτους βασάνους. Τούτο δε το κήρυγμα μαθόντες πολλοί Χριστιανοί, ως δι’ ενός στόματος εφώναξαν άπαντες· «Ημείς δεν δυνάμεθα να αρνηθώμεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν και να θυσιάσωμεν εις είδωλα κωφά και αναίσθητα· «θεοί γαρ, οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, κατά τον Προφήτην, απολέσθωσαν» (Ιερεμ. ι: 11). Όθεν άλλοι μεν εξ αυτών, με διαφόρους τιμωρίας βασανισθέντες, απέθανον, άλλοι δε διεσκορπίσθησαν εις όρη και ερημίας, και άλλοι διεσπάρησαν εις διαφόρους πόλεις. Από τους Χριστιανούς δε τούτους ήσαν και οι ανωτέρω Άγιοι, ο Τιμόθεος, ο Κομάσιος, ο Ετιμάσιος και ο Θεόδωρος, οι οποίοι, μη υποφέροντες να βλέπωσι την θρησκείαν των ειδώλων μεγαλυνομένην, αφήκαν την Νίκαιαν και επορεύθησαν εις την Θεσσαλονίκην. Επειδή δε και εκεί έβλεπον, ότι οι πολίται υπήκουον εις τα ασεβή θελήματα του αποστάτου και ύψωνον τον ειδωλολατρισμόν, δια τούτο ανεχώρησαν και επήγαν εις την Τιβεριούπολιν, ήτοι την νυν καλουμένην Στρώμνιτσαν, ήτις κείται προς βορράν της Θεσσαλονίκης και συνορεύει με την Ιλλυρίαν. Και ο μεν Τιμόθεος έγινεν ύστερον Επίσκοπος της αυτής Τιβεριουπόλεως, ο δε Κομάσιος, στρατιώτης ων πρότερον, έγινεν έπειτα Μοναχός και εκήρυττε τον λόγον της αληθείας εις τους κατοίκους της αυτής Τιβεριουπόλεως· ομοίως και ο Ευσέβιος, Μοναχός ων, εκήρυττε και αυτός το του Χριστού Ευαγγέλιον. Ο δε Θεόδωρος, Επίσκοπος γενόμενος, ήτο εις των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων των εν Νικαία συναθροισθέντων, κατά την πρώτην Σύνοδον, την συγκροτηθείσαν εν έτει τκε΄ (325), ο οποίος έδειξε το φως της Ορθοδόξου πίστεως εις τους κατοικούντας εν τη Τιβεριουπόλει. Τούτων δε των ιερών ανδρών την πολιτείαν μαθόντες Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος και Νικηφόρος οι ρηθέντες Ιερείς, ομοίως και Βασίλειος και Θωμάς οι Διάκονοι, και ομού με τούτους Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων και Σωκράτης οι Μοναχοί, πορευθέντες συνήντησαν εις την Στρώμνιτσαν τους ανωτέρω Αγίους, οίτινες όλοι ομού μελετώντες εν τω νόμω Κυρίου πάντοτε, μετεχειρίζοντο μίαν αγγελικήν πολιτείαν, φωτίζοντες μεν τας ψυχάς των ανθρώπων με το φως της θεογνωσίας, ιατρεύοντες δε τα πάθη, τόσον τα της ψυχής όσον και τα του σώματος. Μισθόν δε της ιατρείας εζήτουν από τους ασθενείς το να πιστεύωσιν εις τον Ιησούν Χριστόν. Την φήμην ταύτην ήκουσαν οι εν Θεσσαλονίκη καθήμενοι άρχοντες, Ουάλης και Φίλιππος ονομαζόμενοι, οίτινες ήσαν θερμοί πληρωταί των προσταγμάτων του ασεβούς βασιλέως. Όθεν μετέβησαν εις την Στρώμνιτσαν, και συλλαβόντες τους Αγίους παρέστησαν αυτούς έμπροσθέν των. Τούτους λοιπόν εξετάσαντες επετίμησαν, διότι καταφρονούσι τα βασιλικά προστάγματα και αποστρεφόμενοι τας περί θεών μαρτυρίας, λατρεύουσιν ένα άνθρωπον σταυρωθέντα μετά των ληστών. Οι δε Άγιοι, ανοίξαντες το στόμα, απέδειξαν μεν την των ειδώλων ματαιότητα, ωμολόγησαν δε το μυστήριον της ευσεβούς Θεολογίας και της του Θεού Λόγου οικονομίας. Όθεν οι ανωτέρω άρχοντες, διακόψαντες τον λόγον των Αγίων, τους είπον· «ή ομολογείτε ότι θυσιάζετε εις τους θεούς, είτε θα θανατωθήτε». Οι δε Άγιοι ως δι’ ενός στόματος εφώναξαν· «Μη γένοιτο ποτέ να θυσιάσωμεν εις τους δαίμονας και εις τα είδωλα αυτών ημείς, οι οποίοι ηλευθερώθημεν από της δουλείας των δαιμόνων υπό του αληθινού Θεού ημών». Όθεν επειδή οι ανωτέρω άρχοντες εβιάζοντο να υπάγωσιν εις Θεσσαλονίκην δια δημοσίαν υπηρεσίαν, απεφάσισαν να φονευθώσιν ευθύς όλοι οι Άγιοι δια ξίφους. Πορευόμενοι λοιπόν εις τον τόπον της καταδίκης οι του Χριστού γενναίοι αγωνισταί έχαιρον και ηγάλλοντο με χαράν και αγαλλίασιν ανεκλάλητον· όθεν αποκεφαλισθέντες έλαβον όλοι παρά Κυρίου τους της αθλήσεως αμαράντους στεφάνους. Εις δε εκ των δεκαέξ Αγίων, ο Ιερεύς Πέτρος, ανάψας την καρδίαν από ένθεον ζήλον εφώναξεν· «Ω παραβάται και της αληθείας εχθροί, διατί χύνετε αναιτίως τα αίματα των δικαίων, εις τους οποίους δεν ευρέθη ουδεμία αιτία θανάτου»; Ταύτα ως ήκουσαν οι μιαροί άρχοντες, προσέταξαν να εκδύσωσι τον Άγιον και να απλώσωσιν αυτόν κατά γης, έπειτα να δείρωσιν αυτόν με ραβδία και να κόψωσι τας χείρας του και τελευταίον να τον αποκεφαλίσωσι. Τούτου δε γενομένου, ερρίφθησαν αι ιεραί αυτού χείρες εις τους κύνας δια να τας φάγουν. Γυνή δε τις, τυφλή ούσα εκ γενετής, ευρέθη εκεί, και ενόησεν ότι έπεσε πλησίον εις τους πόδας της η δεξιά χειρ του Μάρτυρος· όθεν ταύτην λαβούσα και τυλίξασα μέσα εις το επανωσκέπασμα της κεφαλής της, υπήγεν εις τον οίκον της. Μη δυναμένη δε άλλως πως να εκδηλώση την χαράν της δια τον τοιούτον θησαυρόν, εφίλει την μαρτυρικήν δεξιάν, ενηγκαλίζετο και προσήγγιζεν αυτήν εις τα όμματά της· και ευθύς, ω των θαυμασίων σου, Κύριε! ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί της. Όθεν βλέπουσα το φως του ηλίου με μεγάλην φωνήν την του Χριστού και των Αγίων εκήρυττε δύναμιν· είτα λαβούσα την δεξιάν επορεύθη εις την Θεσσαλονίκην και απεθησαύρισεν αυτήν εις τον εκείσε Ναόν της καλλινίκου Μάρτυρος Αγίας Αναστασίας. Επειδή δε ευρίσκοντο άταφα και ατίμως ερριμμένα τα των Αγίων Μαρτύρων λείψανα, δια τούτο, όταν οι ρηθέντες άρχοντες έφθασαν εις Θεσσαλονίκην, Χριστιανοί τινές ευρόντες ευκαιρίαν έλαβον αυτά με λαμπάδας και θυμιάματα και τα ενεταφίασαν εντίμως εις την Τιβεριούπολιν, έκαστον εις ιδιαιτέραν θήκην, επιγράψαντες εφ’ εκάστου κιβωτίου και το όνομα του Μάρτυρος και την ζωήν και το αξίωμα. Έκτοτε δε πηγάς θαυμάτων εκχέουσι τα άγια ταύτα λείψανα, όχι μόνον εις τους εκεί επιχωρίους, αλλά και εις τους μακράν κατοικούντας, ώστε πολλοί ειδωλολάτραι παρακινούμενοι από τα θαύματα αυτών επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν, ουδείς δε έμεινεν ούτε εις την Στρώμνιτσαν, ούτε εις τα όρια αυτής, ασεβής τε και ειδωλολάτρης. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου