Ματρώνα η Οσία μήτηρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους των βασιλέων Μαρκιανού 450-457 και Λέοντος Α΄ του μεγάλου του καλουμένου Μακέλλη 457- 474. Αύτη εγεννήθη από γονείς ευγενείς και πλουσίους εις την Πέργην της Παμφιλίας, ήτις είναι χώρα κειμένη μεταξύ των Κιλίκων και Ισαύρων, πλουσία και πολυάνθρωπος, καθότι πάσα φυλή και εθνικότης εις ταύτην ευρίσκεται. Ανατραφείσα λοιπόν η μακαρία Ματρώνα επιμελώς έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον και επειδή ήτο ωραία πολύ και περίβλεπτος, την υπάνδρευσαν οι γονείς της μετά τινος νέου ευγενούς και πλουσίου, ομοίου αυτής Δομετιανού ονομαζομένου. Εκ του γάμου της αυτού απέκτησεν η Οσία και μίαν θυγατέρα, την οποίαν ωνόμασαν Θεοδότην, και τούτο φαίνεται ότι έγινε κατ’ οικονομίαν Θεού, επειδή έμελλε να αφιερωθή εις τον Θεόν μετά καιρόν η αοίδιμος.
Αφού εγέννησεν η μακαρία Ματρώνα το θυγάτριον, διήγε πολιτείαν θαυμάσιον, έχουσα όλον της τον νουν εις τα θεία, τα οποία εμελέτα καθ’ εκάστην, τα δε προσωρινά και επίγεια αγαθά της εφαίνοντο (καθώς είναι κατά αλήθειαν) ως σκιά και ως όνειρον. Εύρε λοιπόν πρόφασιν τινά του ανδρός της, ότι είχεν ανάγκην να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν και ανεχώρησαν ομού, επειδή ο ανήρ της δεν ηθέλησε να την αφήση μόνην, διότι ήτο δεκαπέντε ετών νέα και ωραία. Αφού έφθασεν εις το Βυζάντιον, επήγε και προσεκύνησεν όλας τας ιεράς Εκκλησίας, έχουσα εις την συνοδείαν της γυναίκα τινά ευγενή, Ευγενίαν ονόματι, ήτις ήξευρεν όλα της τα μυστικά και την παρεκίνει εις τον θείον έρωτα περισσότερον. Επήγαιναν λοιπόν εις τας αγρυπνίας των εορτών συχνάκις και εδέετο του Θεού η Ματρώνα να την βοηθή δια να νικά το σκάνδαλον της σαρκός, ότι τον καιρόν εκείνον είχε μεγάλον και άγριον σαρκικόν πόλεμον, δια τον οποίον παρεκάλει πολλάκις τον Κύριον να της δίδη δύναμιν να καταβάλη τον πειράζοντα. Ο δε Δομετιανός βλέπων ότι έλειπεν η Ματρώνα τας περισσοτέρας νύκτας, εσκανδαλίζετο και έβαλλε κακούς λογισμούς, μήπως επήγαινεν εις εργασίαν κακήν και δεν την άφησε πλέον να εξέλθη από τον οίκον των. Όθεν είχε λύπην αμέτρητον, διότι υστερείτο της ιεράς των Χριστιανών συνάξεως και καθ’ ώραν προσηύχετο εις το Θεόν να την λυτρώση από τον άνδρα της, δια να του δουλεύση κατά μόνας, καθώς είχε διάθεσιν. Μετά βίας λοιπόν κατέπεισε τον ομόζυγον και έδωκε θέλημα, να ποιήση εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων αγρυπνίαν ολονύκτιον, έμεινε δε εκεί εις το κελλίον Μοναχής τινός εναρέτου, ήτις εκαλείτο Σωσάννα, και ήτο εις τον Ναόν από μικρά παρθενεύουσα. Έκαμαν λοιπόν ομού την αγρυπνίαν αι τρεις αύται και το πρωϊ εφανέρωσεν η Ματρώνα προς τας άλλας δύο την γνώμην της, ότι είχε πόθον να γίνη Μοναχή και να αφήση τον άνδρα της. Της λέγει η Ευγενία· «Και τι θα γίνη η θυγάτηρ σου»; Η δε απεκρίνατο· «Πρώτον την παραδίδω ως Θεοδότην εις τον Θεόν, και δεύτερον την αφήνω εις τας χείρας της ευλαβούς Σωσάννης, να έχη την φροντίδα ταύτης και έννοιαν». Ταύτα λέγουσα παρεκάλεσεν εξ όλης καρδίας τον Κύριον να την φωτίση και να την ενδυναμώση να ποιήση το συμφερώτερον, την δε ερχομένην νύκτα βλέπει εν οράματι ότι την κατεδίωκεν ο ανήρ της και την εφύλαξαν Μοναχοί τινές εις το Μοναστήριον. Από ταύτην την όρασιν εγνώρισεν ότι ήτο Θεού θέλημα να γίνη Μοναχή όθεν ευθύς έκειρε την κεφαλήν και ενδυθείσα ανδρικήν στολήν εφαίνετο ως ευνούχος κατά το σχήμα και δια να βεβαιωθή, εάν ήτο αυτή η πράξις θεάρεστος, επήγεν εις τον άνωθεν Ναόν των Αγίων Αποστόλων και ανοίξασα το ιερόν Ευαγγέλιον εύρεν ευθύς το ρητόν αυτό· «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Ταύτα ιδούσα εχάρη πολλά και αποχαιρετήσασα την διδάσκαλον αυτής Ευγενίαν απήλθεν εις την Μονήν εναρέτου τινός Γέροντος ονόματι Βασσιανού και είπεν ότι την ωνόμαζον Βαβύλαν· οι δε Μοναχοί την εδέχθησαν και τόσας αρετάς κατώρθωσεν, ώστε ήτο ο στολισμός και η ευπρέπεια των άλλων. Εθαύμαζαν δε όλοι πως ένας ευνούχος ενίκα αυτούς εις τον αγώνα και τους πόνους της ασκήσεως· ποτέ δεν εθυμώθη η μακαρία ούτε άλλον τινά εσκανδάλισεν, αλλά εις όλους υπετάσσετο με θαυμασίαν ταπείνωσιν· όθεν όλοι την είχον εις ευλάβειαν τιμώντες αυτήν ως διδάσκαλον, την πολιτείαν αυτής μιμούμενοι. Ολίγον όμως έλειψε να την γνωρίση ποτέ ότι ήτο γυναίκα Μοναχός τις, με τον οποίον έσκαπτον ομού τον κήπον, ονομαζόμενος Βαρνάβας, όστις ήτο ολίγος καιρός όπου ήλθεν από τα κοσμικά· όθεν ως απαίδευτος εστοχάσθη εις τα ώτα τον Βαβύλαν και βλέπων ότι ήσαν τρυπημένα, τον ηρώτησε την αιτίαν, η δε Οσία πανσόφος του απεκρίνατο λέγουσα· «Έπρεπεν, αδελφέ, να στοχάζεσαι κάτω την γην ως Μοναχός και να μη περιεργάζεσαι άλλο πρόσωπον· αλλά επειδή με ηρώτησες, θα σου ειπώ τούτου το αίτιον· η μήτηρ μου με ηγάπα πολύ και δια να με φιλοτιμήση, της εφάνη καλόν όταν ήμουν μικρός να κρεμάση εις τα ώτα μου χρυσά σκουλαρίκια». Ούτως η μακαρία την υποψίαν του Μοναχού διέλυσε με την γνωστικήν εκείνην απόκρισιν. Έπειτα ενεθυμείτο τα λόγια της Ευγενίας, ότι δύσκολον και ανάρμοστον πράγμα είναι να συναναστρέφεται η γυνή με τους άνδρας και αδύνατον να κρύπτεται μέχρι τέλους, όμως προσηύχετο πολλάκις προς τον Θεόν ταύτα λέγουσα· «Με το θέλημά σου, Κύριε, ενεδύθην το μοναχικόν τούτο σχήμα και προθύμως σου ηκολούθησα, καθώς με επρόσταξες. Λοιπόν μη με παρίδης την δούλην σου, αλλά ενδυνάμωσόν με, να τελειώσω τον πόθον μου καλώς έως τέλους». Ούτω λοιπόν εποίησεν έτη πολλά ανδρικώς αγωνιζομένη κατά του δαίμονος και ουδείς εγίνωσκεν ότι ήτο γυνή, έως ότου ηθέλησεν ο Θεός να το φανερώση εις τον Ηγούμενον, όστις είδεν εις το όραμά του ευπρεπή τινά εις την όψιν και ένθεον και του λέγει τρις· «Γίνωσκε, Βασσιανέ, ότι ο Μοναχός Βαβύλας είναι γυνή και υποκρίνεται τον ευνούχον δια να μη γνωρίζεται». Ομοίως και άλλος περιφανής και ευλαβής Μοναχός την κλήσιν Ακάκιος είδε και αυτός την όρασιν ταύτην. Το πρωϊ ηρώτησεν ο Βασσιανός την Οσίαν, βλέπων αυτήν με βλέμμα άγριον, πως ετόλμησε να κοινοβιάση με τόσους άνδρας, όπερ είναι πράγμα κινδυνώδες και δια τα δύο μέρη και ασυγχώρητον. Η δε απεκρίθη με πολλήν ταπείνωσιν και του είπε καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν. Νουθετήσας λοιπόν ο Ηγούμενος την Οσίαν, της παρήγγειλεν όσα έπρεπε να φυλάξη δια το Αγγελικόν σχήμα, το οποίον ενεδύθη και να έχη υπομονήν έως τέλους, δια να λάβη παρά Θεού τον στέφανον της ασκήσεως· λαβούσα δε η μακαρία από όλους συγχώρησιν ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις την αγαπημένην της Σωσάνναν, παρά της οποίας και έμαθε ότι από καιρόν ανεπαύθη η θυγάτηρ της· η δε μακαρία Ματρώνα ηυχαρίστησε τον Θεόν, διότι ελυτρώθη από την φροντίδα ταύτην δια να του δουλεύη αμέριστα και έμεινεν εκεί με την Σωσάνναν, εναρέτως πολιτευόμεναι. Ο δε Δομετιανός εζήτει την Οσίαν εις διαφόρους χώρας και Μοναστήρια· και επειδή η φήμη την έκαμε πανταχού περιβόητον, έμαθεν ότι εις την Μονήν του Βασσιανού εκρύπτετο και αφού επήγεν εκεί θυμωμένος, ύβριζε τους Μοναχούς με θυμόν άμετρον, ότι εχώριζαν τας γυναίκας από τους άνδρας των και τους έλεγε να του δώσουν την ηγαπημένην του ομόζυγον, οίτινες του εξήγησαν λέγοντες· «Ημείς, αδελφέ, μάρτυς ο Θεός, γυναίκα εδώ δεν έχομεν, επειδή είναι αφορισμός από τους Αγίους Πατέρας, ούτε ηξεύρομεν άλλο τι, ειμή μόνον ότι ήλθεν εδώ ευνούχος τις, Βαβύλας ονόματι, και αφού έκαμε ολίγον καιρόν ανεχώρησεν απ’ εδώ, λέγων ότι υπάγει εις τα Ιεροσόλυμα». Ανεχώρησε λοιπόν ο Δομετιανός πολύ λυπημένος, ότι δεν επέτυχε το ποθούμενον· ο δε Καθηγούμενος είχεν έννοιαν πολλήν δια την Ματρώναν, μήπως την εύρη ο άνδρας της και εμποδίση την σωτηρίαν της. Όθεν λέγει εις τους αδελφούς· «Νομίζω, αδελφοί, ότι μεγάλην αμαρτίαν θα έχωμεν, εάν δεν επιμεληθώμεν αυτήν την Μοναχήν, επειδή, ας είναι και γυνή, έκαμε πολύν καιρόν με ημάς και επιμελώς μας εδούλευσε». Τότε απεκρίθη Διάκονος τις καλούμενος Μάρκελλος και λέγει· «Εις την χώραν μας Έμεσαν είναι Ασκητήριον γυναικών, εις το οποίον έχω και εγώ αδελφήν Μοναχήν και αν θέλης, υπάγω να εύρω την Ματρώναν, να την αναπαύσω εις εκείνο το Μοναστήριον». Τότε ο προεστώς τον εσυγχώρησε και απελθών επήρεν αυτήν εις μίαν λέμβον και την επήγεν εις το ρηθέν Μοναστήριον, το οποίον ήτο εις την Έμεσαν της Συρίας, εις το οποίον τοσούτον επρόκοψε και τόσας αρετάς κατώρθωσεν, ώστε την είχον οι άλλαι αρχέτυπον και από αυτήν ελάμβανον όλαι παράδειγμα. Αλλά όσον εκείνη εταπεινώνετο και έκρυπτε την αρετήν της, τοσούτω μάλλον την εφανέρωνεν ο Κύριος, δια να λάμψη και εις άλλους το φως της και να ωφεληθώσι και έτεροι δια μέσου αυτής. Τον καιρόν εκείνον λοιπόν, ενώ εδούλευε γεωργός τις εις το χωράφιον, είδεν εις τόπον τινά να εξέρχεται από την γην φλόγα μεγάλη, ήτις δεν έσβηνε ποσώς· ο δε γεωργός, μη δυνάμενος να εννοήση την έννοιαν του φαινομένου, ανέφερε τούτο εις τον Επίσκοπον της πόλεως, όστις επήγε με τους κληρικούς και προσευξάμενοι έσκαψαν την γην και εύρον εις στάμνον όχι χρυσίον ή άλλον πρόσκαιρον πλούτον, τον οποίον ποθούν οι φιλάργυροι, αλλά δώρον ουράνιον και πολυτίμητον, την σεβασμίαν, λέγω, του Βαπτιστού κεφαλήν, την κοσμοχαρμόσυνον. Εις ταύτης την εύρεσιν όλοι οι ευλαβείς εσυνάχθησαν άνδρες και γυναίκες, Ιερείς και Μονάζοντες, να την ασπασθούν εις αγιασμόν της ψυχής των. Επήγε λοιπόν και η Ματρώνα με τας άλλας Μοναχάς και πλησιάσασα έλαβεν ολίγον άγιον μύρον με ένα λεπτόν μανδήλιον, όπερ ήγγιζεν εις την τιμίαν Κάραν. Έπειτα, ενώ ήθελε να εξέλθη από τον Ναόν, εις τον οποίον είχον την αγίαν Κάραν, συνωθείτο περί αυτήν ο λαός, και έκαστος εζήτει από την Ματρώναν να του εγγίζη με το μύρον εκείνο, ήσαν δε και άλλοι Ιερείς, οίτινες έλαβον από το μύρον και έχριον δι’ αυτού τον λαόν εις τα μέτωπα χάριν ευλογίας. Ήτο δε τότε τυφλός τις από την κοιλίαν της μητρός του, όστις αφήνων τους Ιερείς επλησίασε την Αγίαν και της λέγει να τον χρίση με το μύρον εκείνο δια τον Κύριον· η δε υπακούσασα, έχρισεν αυτόν εις τους τύπους των οφθαλμών και παρευθύς (ω εξαισίου θαυματουργήματος!) ο πρώην τελείως τυφλός εφωτίσθη και εκήρυττε την Αγίαν μεγαλοφώνως εις άπαντας, ώστε τινές ηννόησαν ότι αύτη ήτο η γυνή εκείνη, ήτις έκαμε τόσους χρόνους εις το των ανδρών Μοναστήριον. Αυτήν την φήμην ακούσας ο Δομετιανός έδραμεν εις την Μονήν των Μοναστριών, να ερευνήση εάν ήτο η γυνή του εκείνη την οποίαν εφήμιζον· αλλ’ επειδή αι Μοναχαί δεν επέτρεπον εις άνδρα να εισέλθη, προσεποιήθη ότι ήτο άλλος τις άνθρωπος και παρήγγειλε δι’ άλλων γυναικών να είπωσι της Ματρώνης να εξέλθη έως την θύραν να τον ευλογήση, επειδή είχεν εις αυτήν, δια την καλήν της φήμην, μεγάλην ευλάβειαν. Η δε μακαρία Ματρώνα εξετάσασα επιμελώς τας γυναίκας δια τα χαρακτηριστικά του ανδρός και την ηλικίαν του και γνωρίσασα ότι ήτο ο άνδρας της, του παρήγγειλε να υπομένη επτά ημέρας έξωθεν και τότε θέλει εξέλθει να ομιλήσωσιν. Ούτω λοιπόν αυτός μεν ανέμενε την διορίαν, ελπίζων να ίδη το ποθούμενον πρόσωπον, η δε μακαρία Ματρώνα έφυγε κρυφίως και απ’ εκεί χωρίς να πάρη άλλο τι, ειμή μόνον ολίγον άρτον και το τρίχινόν της ιμάτιον και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Μαθών τούτο ο Δομετιανός ελυπήθη πολύ και έδραμε πάλιν κατόπιν αυτής, μαθών δε από γυναίκας τινάς που ήτο, επήγε προς αυτήν, ήτις, ως το ήκουσεν, έδραμεν έμφοβος και εκρύβη εις ειδωλείον, όπερ ήτο εις την Βηρυττόν, προκρίνουσα κάλλιον να πέση εις θηρία και δαίμονας, οίτινες μόνον το σώμα έβλαπτον, παρά να την εύρη ο άνδρας της, όπερ έβλαπτε την ψυχήν και την αρετήν της. Έκαμε λοιπόν εις τον βωμόν ημέρας τινάς και ανεγίνωσκε την ακολουθίαν της, ήκουε δε πολλάκις και έψαλλαν μετ’ αυτής οι δαίμονες και έλεγον τους αυτούς ύμνους, τους οποίους εκείνη προσηύχετο· όθεν θαυμάζουσα εις τούτο, έκαμε προς Κύριον δέησιν, να της φανερώση τίνες ήσαν εκείνοι, οίτινες ηκούοντο ψάλλοντες. Τότε τους βλέπει φανερά βαστάζοντας πυρ και φωνάζοντας άτακτα, επιτιμήσασα δε αυτούς ως καπνόν διεσκόρπισεν. Όταν δε ήθελε διψήσει πολύ, εξήρχετο από το ειδωλείον και συνάγουσα χόρτα έτρωγε, να δροσίση ολίγον την γλώσσαν της· αλλά ο Κύριος, όστις έτρεφε με το μάννα τόσους χρόνους τον αχάριστον λαόν εις την έρημον, έδωκε και εις την δούλην του εκεί εις την ερημίαν ποτόν και τράπεζαν αυτοσχέδιον· εύρεν εις τόπον τινά καυσώδη ολίγην υγράν ανάδοσιν, εκεί δε έσκαψε με ένα λίθον οξύν και έκαμε μικρόν λάκκον, τον οποίον εύρε την επομένην γεμάτον ύδωρ γλυκύτατον· ευρίσκουσα δε και χόρτα βρώσιμα έτρωγεν ευχαριστούσα τον Κύριον. Ο δε δόλιος δαίμων, βλέπων την μεγάλην υπομονήν της Οσίας, εφθόνει την ωφέλειαν της ψυχής της και μεταμορφωθείς έγινε γυνή ωραία και εύμορφος και την συνεβούλευε τάχα δια το καλόν της, τοιαύτα λέγουσα· «Διατί, κυρία μου, να κατοικής εις τοιούτον τόπον σκοτεινόν και αφόρητον; Συ είσαι νέα, τρυφερά και ωραία, καλομαθημένη εις την ανάπαυσιν, εδώ δε είναι ερημία μεγάλη και δεν ευρίσκεις να φάγης τι. Όθεν φοβούμαι μήπως ασθενήσης από την πολλήν κακοπάθειαν και μετατραπή εις ακολασίαν η επιθυμία, την οποίαν έχεις τώρα εις την εγκράτειαν, να καταφρονήσης την άσκησιν. Λοιπόν κάμε την βουλήν μου, να σε υπάγω πλησίον εις την χώραν, να εύρης κελλίον ησυχαστικόν, εις το οποίον δύνασαι να αγωνίζεσαι καλλίτερα ευρίσκουσα όσα χρειάζεσαι προς κυβέρνησιν». Η δε Οσία εγνώρισε την επίβουλον ταύτην συμβουλήν ως φρόνιμος και δεν έλαβεν υπ’ όψιν τους λόγους και τα φλυαρήματα του δολίου. Ο πονηρός όμως δαίμων δεν έπαυσεν έως εδώ την κακίαν του, αλλά εσχηματίσθη ως γραία μάντισσα, και εξέβαλλε κατά φαντασίαν πυρ από τα όμματα, φοβερίζων αυτήν και λέγων άπρεπα λόγια· η δε Οσία ουδέ ποσώς τον εκύτταξεν, ούτε τας απειλάς του εσυλλογίζετο, εκείνος δε ηγριώνετο περισσότερον τοιαύτα φωνάζων· «Γνώριζε ότι, εάν και τώρα δεν σε ενίκησα, αλλά εις το γήρας σου θα σου δώσω δυνατώτερον πόλεμον και τόσον άγριον, ώστε να σε καταβάλω· αλλά και τώρα δεν θα σε αφήσω να ησυχάσης τελείως, αλλά θα σε εγκαλέσω εις τους εγχωρίους της Βηρυττού, ότι κατεφρόνησες τον ναόν των να σε διώξωσι». Ταύτα μεν έλεγεν αφρόνως και ματαίως καυχώμενος ο μισάνθρωπος, ο δε φιλάνθρωπος Θεός ενίσχυσε την δούλην του με θείαν οπτασίαν, και με παράκλησιν ηύφρανε την ψυχήν της, κατά τον θεοπάτορα όστις λέγει· «Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93:19). Το εσπέρας λοιπόν, όταν η Ματρώνα προσηύχετο, εφάνησαν εις αυτήν τρεις άνδρες και έψαλλαν ώραν πολλήν κλίνοντες συχνάκις τα γόνατα· η μεν λοιπόν Αγία τούτους ιδούσα εθαύμασε και ηρώτησε τίνες ήσαν· οι δε πράως και γαληνώς με σπλάγχνος απεκρίθησαν λέγοντες· «Εύχου προς τον Θεόν δι’ ημάς» και ούτως οι μεν έγιναν άφαντοι, η δε Οσία μάλλον εφημίζετο εις τα περίχωρα και πολλοί προσήρχοντο να την βλέπωσι και να ακούωσι τα θεία και θαυμάσια λόγια της από τα οποία μεγάλως ωφελούντο. Επήγε δε ποτέ προς την Οσίαν και μία γυνή έντιμος και σωφρονεστάτη, Σωφρόνη εις το όνομα. Πλην ήτο ειδωλολάτρις, ήλθε δε αύτη με άλλας τινάς, δια να συγκατοικήσουν με την Οσίαν και να μιμούνται την πολιτείαν της, αίτινες εις ολίγον καιρόν εβαπτίσθησαν, μεταξύ δε τούτων ήτο και παρθένος τις, των ειδώλων ιέρεια, ήτις, ακούσασα τας αρετάς της Οσίας, κατεφρόνησεν ως φρόνιμος τους ψευδωνύμους θεούς, και διαμοιράζουσα εις τους πτωχούς τον πλούτον της, έγινεν υπήκοος έως θανάτου της Ματρώνης. Όταν δε ήλθεν η ημέρα κατά την οποίαν ήθελαν να θυσιάσουν οι Έλληνες, μη ευρίσκοντες την ιέρειαν, εζήτουν αυτήν εις κάθε τόπον· οι δε γονείς της ερωτώντες έμαθον που ήτο η θυγάτηρ αυτών. Όθεν επήγαν και την ύβρισαν λέγοντες· «Διατί αφήκες την προτέραν σου τιμήν και ήλθες εις ταύτην την καταφρόνησιν, αφρονεστάτη, να φορής μαύρον πένθιμον ένδυμα; Γνώριζε ότι, εάν δεν έλθης το συντομώτερον να προσφέρης θυσίαν εις τους θεούς κατά την συνήθειαν, θα έλθη όλος ο λαός να σε καύσωσιν». Η δε μακαρία Ματρώνα είπε προς αυτούς με πραότητα· «Αφήτε την, διότι αυτή δεν είναι πλέον των θεών σας ιέρεια, αλλά του αληθινού και μόνου Θεού έγινε δούλη και νύμφη αμώμητος». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες, αυτοί μεν ανεχώρησαν, η δε κόρη προσπίπτουσα εις τους πόδας της Οσίας εδέετο να την αξιώση του ιερού Βαπτίσματος· η δε Αγία παρήγγειλε του Επισκόπου και ήλθε μεθ’ ενός Ιερέως και ενός Διακόνου και παρέδωκεν εις αυτόν την ιέρειαν να την βαπτίση, έπειτα δε πάλιν να της την φέρη. Είχε δε η Ματρώνα άλλας οκτώ συνασκητρίας, αίτινες ήλθον δια να την ίδωσι και έμειναν μετ’ αυτής, διότι τόσον ήτο γλυκομίλητος και γεμάτη ευωδίας θείας και Χάριτος, ώστε όστις ήκουε τους λόγους της δεν ηδύνατο να αναχωρήση από αυτήν. Αφού εβαπτίσθη η ιέρεια (την οποίαν Ευχήν επωνόμασαν), ήλθε πάλιν εις την Αγίαν και συνησκήτευον καθ’ εκάστην αγωνιζόμεναι. Είχε δε πόθον η Ματρώνα να εύρη και πάλιν τον Βασσιανόν, όστις ήτο εις την βασιλεύουσαν, αλλά εφοβείτο δια τον άνδρα της, όστις και αυτός εκεί ευρίσκετο, να μη τύχη και την γνωρίση· όθεν ηβουλήθη να υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν ή Αντιόχειαν· και δια να γνωρίση ποίαν γνώμην να προτιμήση από ταύτας τας τρεις, έκαμνε προς Κύριον δέησιν, να της φανερώση το συμφερώτερον. Νύκτα δε τινά είδεν εις το όραμά της, ότι εφιλονικούσαν τρεις άνδρες, τις να την λάβη γυναίκα από τους τρεις· η δε Οσία ηρώτησε τα ονόματά των και είπον ότι ο νεώτερος ωνομάζετο Κωνσυαντίνος, ο άλλος Αλέξανδρος και ο τρίτος Αντίοχος. Εφάνη δε της Οσίας ότι είπε προς αυτούς· «Βάλετε κλήρους και ούτινος τύχη να με λάβη». Ούτω ποιήσαντες εκείνοι έπεσεν ο κλήρος εις τον Κωνσταντίνον, τότε δε εξύπνησεν η Οσία· όθεν από το όραμα ηννόησεν ότι ήτο θέλημα Θεού να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν· συμβουλευθείσα δε και τας άλλας Μοναχάς την ημπόδιζαν από τοιαύτην ποντοπορίαν, δια να μη την υστερηθώσι και κινδυνεύσουν εις ψυχικόν θάνατον· η δε Οσία ανέφερεν εις τον Επίσκοπον την γνώμην της και εκείνος της έστειλε δύο διακόνους γυναίκας εναρέτους, εις τας οποίας παρέδωκε τας Ασκητρίας να έχωσι την φροντίδα και την έννοιαν της ψυχής των, νουθετήσασα δε ταύτας πως να πορεύωνται, τας απεχαιρέτησε, λαβούσα μεθ’ εαυτής μόνον την Σωφρόνην· εισελθούσαι δε εις το πλοίον ανεχώρησαν. Εις ολίγας ημέρας έφθασαν εις το Βυζάντιον, διότι είχον καιρόν επιτήδειον, και εκεί εύρε τον Όσιον Βασσιανόν με τον Διάκονον Μάρκελλον, εις τους οποίους είπε καταέπτώς όσα της συνέβησαν. Ο δε Άγιος της εύρε κελλίον αρμόδιον να ησυχάση εκεί· έγραψε δε και ήλθον από την Βηρυττόν τινές από τας υποτασσομένας εις αυτήν, αίτινες συγκατώκησαν μετ’ αυτής, και όσον ηδύναντο κατά Θεόν ηγωνίζοντο, όχι δε μόνον αύται, αλλά και άλλαι πολλαί από το Βυζάντιον, ακούσασαι την φήμην της Ματρώνης, επήγαιναν εις αυτήν, να ακούωσι τα γλυκύτατα και νεκταρώδη ταύτης διδάγματα, δεν ήρχοντο δε μόνον πτωχαί γυναίκες, αλλά και αυτή η βασίλισσα Βερίνα, η σύζυγος του μεγάλου Λέοντος, το είχεν εις τιμήν της και καύχησιν να την συναντήση· όταν δε επήγε και συνωμίλησαν, λίαν θαυμάζουσα την ευλάβειαν και την αρετήν εκείνης, εδέετο να καταδεχθή δωρεάν από αυτήν, αλλά η μακαρία Ματρώνα δεν ηθέλησεν, έχουσα εις τον Θεόν τας ελπίδας της. Έκαμε δε και πολλά θαυμάσια η Οσία εκεί εις την βασιλεύουσαν ευρισκομένη, από τα οποία να είπωμεν ένα εις πίστωσιν των άλλων δια βραχύτητα. Γυνή τις ευγενής ομόζυγος του Σφωρακίου πατρικίου είχε δεινήν ασθένειαν και δαπανήσασα εις τους ιατρούς άφθονα χρήματα, δεν είδε καμμίαν ωφέλειαν. Τέλος ήκουσε δια την μακαρίαν Ματρώναν, ότι εθεράπευσε πολλούς ασθενείς όχι μόνον από σωματικήν, αλλά και από ψυχικήν ασθένειαν, καθοδηγήσασα τους ασεβείς εις ευσέβειαν. Τότε η Πατρικία έλαβεν εις την συνοδείαν της γυναίκα τινά ονόματι Ευφημίαν, ήτις της είπε ταύτα τα λόγια και ήτις ήτο γυνή του ηγεμόνος Ανθίμου, ηγαπημένη και γνώριμος της Ματρώνης, και απελθούσαι προς αυτήν, συνωμίλησαν ώραν πολλήν κατά την συνήθειαν. Λαβούσα δε η ασθενής την δεξιάν της Αγίας, ήγγισε με αυτήν εις το μέρος εις το οποίον είχε την ανίατον εκείνην ασθένειαν και παρευθύς την ελάφρυνεν η οδύνη και οι πόνοι της έπαυσαν. Τότε διηγήθη προς την Αγίαν καταλεπτώς την υπόθεσιν, εκείνη δε είπε προς την αρχόντισσαν· «Ο Κύριος, κυρία μου, να σε ιατρεύση ως παντοδύναμος, ότι εγώ δεν είμαι αξία να ποιήσω τοιούτον θαυμάσιον». Με τον λόγον τούτον ησθάνετο πάλιν η ασθενής ότι ελάφρυνεν η ασθένειά της· όθεν ηθέλησε να παραμείνη εκεί ημέρας τινάς, έως να θεραπευθή τελείως και προστάσσει να ξεστρώσουν τους ημιόνους, να τους φυλάξουν. Η δε Αγία της είπεν, ότι δεν είχον οίκον δεύτερον δια ζώα, αλλά μόνον εκείνον εις τον οποίον αυταί ανεπαύοντο και δια τον οποίον μάλιστα επλήρωναν και ενοίκιον. Ταύτα ακούσασα η αρχόντισσα εκείνη υπεσχέθη να χαρίση εις την Οσίαν οίκους πολλούς εις τόπον τινά ωραιότατον και όσας άλλας υπηρεσίας χρειάζεται να της κάμη επιμελέστατα· η δε Αγία γνωρίζουσα κατά πνεύμα, πόσαι ψυχαί έμελλε να σωθούν με τον τρόπον αυτόν, έστερξεν εις τούτο και έστειλε τον Διάκονον Μάρκελλον να τα ίδη, εάν ήσαν αρμόδια. Ιδών δε ο Διάκονος τον τόπον και τα κτίρια επήνεσε ταύτα πολύ της Αγίας, ειπών ότι ήσαν ταύτα εις τόπον πολύ ωραιότατον, πλησίον της θαλάσσης κείμενον, απέναντι δε τούτου, εις τα δεξιά μέρη, ήτο το Μοναστήριον του Βασσιανού· εδέχθη λοιπόν τότε την δωρεάν η Αγία, η δε ευλαβής ασθενής αφιέρωσε ταύτα με επίσημα γράμματα και παρευθύς ιατρεύθη τελείως, χωρίς να μείνη ποσώς λείψανον της ασθενείας της. Όθεν πάλιν ύστερα εδαπάνησεν αργύρια πάμπολλα, διορθώσασα τα κτίρια καλλίτερα και κοσμήσασα αυτά επιμελέστατα, έκτισεν δε και Ναόν εις μνημόσυνον της ψυχής της αιώνιον. Μετοικήσασα δε η Αγία εις τον τόπον εκείνον δεν ήλλαξε ποσώς την προτέραν διαγωγήν, αλλά μάλιστα και περισσότερον ηγωνίζετο και πολλάς ψυχάς ωφέλησεν. Ημέραν τινά έτυχε και διήρχοντο από το Μοναστήριον της Αγίας δύο αδελφαί κατά σάρκα, αίτινες επέστρεφον από την εορτήν του Αγίου Λαυρεντίου, ήσαν δε αύται περιφανείς λίαν και πλούσιαι· ως δε ήκουσαν την ψαλμωδίαν, εισήλθον να προσκυνήσωσιν· η μία δε από ταύτας, Αθανασία ονόματι, ηυλαβήθη πολύ την Ηγουμένην από τα ήθη, την ευταξίαν, την ευλάβειαν και τα γλυκύτατα λόγια αυτής και έβαλεν καλόν λογισμόν να γίνη μαθήτρια της Οσίας. Όθεν είπε ταύτα προς την αδελφήν της· «Ύπαγε, αδελφή μου, εις την οικίαν μας, ότι εγώ δεν με μέλει πλέον δια άνδρα και οίκον και συγγενείς, αλλά απαρνούμαι δια τον κτίστην τα κτίσματα και προκρίνω να ευρίσκωμαι εις τον οίκον του Θεού μάλλον ή να έχω εις τον κόσμον ευημερίαν και απόλαυσιν πρόσκαιρον». Η δε αδελφή της την ημπόδιζε λέγουσα, ότι αυτό δεν ήτο γνώσις, αλλά γνώμη παράλογος και νοός ελαφρότης, ήτις μετατρέπεται εις το εναντίον ύστερα. Τότε η Οσία επήνεσε τον σκοπόν της Αθανασίας ως φιλόχριστον, αλλά δεν εδέχθη ούτε αυτή να μείνη τότε αμέσως εις το Μοναστήριον και της λέγει· «Ύπαγε, τέκνον μου, να λάβης από τον άνδρα σου άδειαν, να εγκρατευθής από την μίξιν του αρκετόν χρόνον, να φυλάττης και τας τάξεις της πολιτείας μας πρότερον· και έπειτα, όταν δικιμάσης και ίδης ότι δύνασαι να υποφέρης τα βάρη του σχήματος, τότε να έλθης να σε κείρωμεν». Ταύτα ακούσασα η Αθανασία ελυπήθη, διότι δεν την εκράτησε, πλην δεν παρήλουσε της Οσίας το πρόσταγμα, αλλά διήγε σωφρόνως εγκρατευομένη βρωμάτων και πασών των κοσμικών απολαύσεων· και δια να μη την εμποδίζη ο άνδρας της, ανεχώρησεν εις μετόχιον τι έξω της χώρας, ένθα νηστεύουσα κατά μίμησιν της Ματρώνης προσηύχετο και ετέλει όσα είναι των Ασκητριών αρμόδια. Ο δε άνδρας της ήτο πολύ ακόλαστος, ευρίσκων δε την άδειαν, αφού έλειπεν η γυνή του, επώλει καθ’ εκάστην από τα πράγματά της και τα έτρωγεν· όθεν η Αθανασία ευρήκεν εις τούτο πρόφασιν εύλογον και τον εχωρίσθη, λαβούσα δε όλον το επίλοιπον πράγμα της το έδωκε της Ματρώνης λέγουσα· «Λάβε ταύτα να μου τα φυλάξης εις τον Παράδεισον και κυβέρνησον την ψυχήν μου, να μη κολασθώ η ταλαίπωρος». Η δε Αγία υπεδέχθη την Αθανασίαν, διελογίζετο δε τι να κάμη τα χρήματα και ερωτήσασα τον Βασσιανόν της είπε να τα κρατήση. Όθεν εδαπάνησε μέρος εξ αυτών εις υπηρεσίας της Μονής, κτίσασα γύρωθεν τειχόκαστρον, κελλία, όσα εχρειάζοντο, δευτέραν Εκκλησίαν και άλλα αναγκαία πράγματα, όσα δε αργύρια επερίσσευσαν, τα διεμοίρασεν εις τα γυναικεία Μοναστήρια της Ιερουσαλήμ, την οποίαν υπηρεσίαν έκαμεν επιμελώς ο άνωθεν Μάρκελλος. Ούτω λοιπόν η μακαρία Αθανασία καλώς τον ρέοντα πλούτον διασκορπίσασα, εκληρονόμησεν εις την Βασιλείαν των ουρανών τον αεί διαμένοντα και ζήσασα έτη δέκα πέντε εις την μοναδικήν πολιτείαν, δια της προσκαίρου κακοπαθείας ηξιώθη της ατελευτήτου μακαριότητος. Η δε αοίδιμος Ματρώνα αφού επλάτυνε το Μοναστήριον, εδέχετο και άλλας αδελφάς καθ’ εκάστην και επλήθυνε το λογικόν αυτής ποίμνιον, τας οποίας πολλάκις εδίδασκε και τας ενουθέτει πως να πορεύωνται, μετά την αναχώρησιν αυτής, την οποίαν αναχώρησιν και εγνώρισε πολλάς ημέρας πρωτύτερα·όθεν εκοπίαζεν εις τους αγώνας έτι περισσότερον, αν και ήτο γραία εκατόν ετών, όμως πάλιν δεν ημέλει ποσώς τον κανόνα της, αλλά έσπερνε τους καρπούς των αρετών με πόνον και κόπον προθύμως δια να θερίση πολυπλάσιον απόλαυσιν· ο δε πλουσιόδωρος βραβευτής ηθέλησε να της φανερώση εις έκστασιν προ της αυτής τελειώσεως, ποίαν απόλαυσιν έμελλε να κληρονομήση εις τον Παράδεισον. Είδε λοιπόν εις το όραμά της, ότι ευρίσκετο εις περιβόλιον πολύ ωραιότατον, έχον δένδρα διάφορα και βρύσεις γλυκυτάτων υδάτων, τόσον ώστε όστις έβλεπε τοιούτον τόπον τερπνόν και ευφρόσυνον, ελάμβανε πολλήν αγαλλίασιν. Εις τον τόπον αυτόν ήσαν γυναίκες τινές, των οποίων τα σημεία της αρετής εδεικνύοντο εις τα πρόσωπα, αύται δε της έδειξαν οικίαν με κάλλος και ωραιότητα άρρητον, τα οποία η χειρ ανθρώπου δεν ήτο δυνατόν να ποιήση, ούτε γλώσσα να διηγηθή· λέγουσι δε εις αυτήν αι νεάνιδες· «Αύτη η οικία αφιερώθη εις σε δια κατοικίαν». Όταν λοιπόν εξύπνησεν η Αγία ηννόησε την δήλωσιν της οπτασίας και ετοιμασθείσα, ως έπρεπεν, επήρεν από τας αδελφάς συγχώρησιν δια την αναχώρησιν και τελευταίαν αποδημίαν, και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, ζήσασα έτη εκατόν, από τα οποία μόνον δέκα πέντε επέρασεν εις τον κόσμον, τα δε επίλοιπα εδαπάνησεν εις πνευματικούς αγώνας, κατά δαιμόνων πολεμούσα γενναίως και ανδρικώτατα, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου