Παύλος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών δεν ήτο ούτε ένδοξος και πλούσιος εις τα του κόσμου, αλλ΄ ούτε και πτωχός· οι δε γονείς αυτού έζων με αυτάρκειαν των της παρούσης ζωής αγαθών, όθεν και εξεπαίδευσαν αυτόν εις τα ιερά γράμματα. Όταν δε ούτος έφθασεν εις ηλικίαν, έκρινεν ότι είναι συμφέρον εις αυτόν να αφήση τον κόσμον και να υπάγη εις τι Μοναστήριον της πατρίδος του. Ενδυθείς λοιπόν το θείον και Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών, ηγωνίζετο να πράξη όλας τας αρετάς και εξαιρέτως την μακαρίαν υπακοήν· τοσούτον δε υπερέβαλεν όλους τους εκεί Μοναχούς, δοχείον γενόμενος του Αγίου Πνεύματος, ώστε ετέλεσεν εν παράδοξον και δι΄ αυτού εφάνη εις τους αδελφούς, ότι έχει κεκρυμμένην εις την ψυχήν του μεγάλην τινά και υψηλήν εργασίαν, είναι δε τούτο το παράδοξον το εξής.
Ημέραν τινά αυτός ομού με άλλους τινάς αδελφούς έτυχε να διαλύση πίσσαν εντός χαλκίνου αγγείου και επειδή είδεν αυτήν να φουσκώση, όταν έβραζε και να χύνεται έξω, δεν είχον δε εκεί ούτε ξύλον, ούτε άλλο τι κατάλληλον μέσον, δια να αναμοχλεύση την πίσσαν και να καταπαύση τον βρασμόν αυτής, και μη υποφέρων ο μέγας ούτος την απώλειαν της πίσσης και την ζημίαν του Μοναστηρίου, εξεγύμνωσε την χείρα του και έβαλεν αυτήν εντός του αγγείου. Διαταράξας δε την πίσσαν βράζουσαν, κατέπαυσεν αυτήν· είτα πάλιν εξήγαγε την χείρα του σώαν και αβλαβή, χωρίς να αλλοιωθή ή καν να μαυρίση από την πίσσαν, ούτε αυτή η έξωθεν της χειρός επιφάνεια. Τούτο το θαύμα βλέποντες οι μετ΄ αυτού ευρισκόμενοι αδελφοί εξέστησαν· και άλλοι μεν εξ αυτών τον ενόμιζον Πατέρα Άγιον και Θεοφόρον, άλλοι δε παντελώς δεν επίστευον ότι αυτός έχει τοιαύτην χάριν· εκείνος όμως ο τρισμακάριος ωνόμαζεν εαυτόν γην και σποδόν και σαλόν. Απεστάλη ποτέ ο Όσιος ούτος εις διακονίαν. Εις αυτήν δε απασχολουμένου τούτου και καταγινομένου, ο Προεστώς, συνάξας τους ευλαβεστέρους αδελφούς, προσηύχετο μετ΄ αυτών με σκληραγωγίαν πολλήν εις ωρισμένας ημέρας. Ούτοι λοιπόν προσευχόμενοι προς τον Θεόν έλεγον· «Κύριε, αν και είμεθα ανάξιοι, πλην δείξον εις ημάς, καθ΄ όσον ημίν είναι δυνατόν, εις ποία μέτρα έφθασεν ο αδελφός ημών Παύλος και εις ποίον βαθμόν αρετής κατετάγη!» Ο δε το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιών Κύριος ωκονόμησε κατά τινα νύκτα να κοιμηθώσιν αυτοί και αρπαγέντες να φερθώσιν εις περιβόλιον πολυειδές και πανευφρόσυνον· εκεί δε ευρισκόμενοι, εγέμισαν από τόσην ευωδίαν και ευφροσύνην, όσην αδυνατεί πας τις να διηγηθή. Θαυμάζοντες δε το παράδοξον αυτό θέαμα, ενόμισαν ότι είδον τον Μοναχόν Παύλον, όστις προσπίπτων, εχαιρέτισεν αυτούς. Επειδή δε εκείνοι, θέλοντες να μάθωσιν, ηρώτων αυτόν τι είναι ο κήπος, τον οποίον έβλεπον, ήκουσαν αυτού λέγοντος μετά πολλής ταπεινώσεως· «Το μεν περιβόλιον τούτο είναι του Θεού, αδελφοί, και δι΄ ημάς αυτό έγινεν· επειδή δε δι΄ εμέ ηθελήσατε να έλθητε έως εδώ, δια της προς Θεόν προσευχής σας, ιδού ότι ήλθον και εγώ. Πλην, λάβετε εκ τούτου του περιβολίου ό,τι πράγμα φαίνεται εις έκαστον εξ υμών καλλίτερον και υπερέχον από τα άλλα και υπάγετε εν ειρήνη, να στείλητε δε άλλον αδελφόν εις την διακονίαν, δια την οποίαν εστείλατε εμέ, επειδή άλλοτε δεν θέλετε με ίδει». Όθεν αποχαιρετήσαντες τον Παύλον, έλαβον άλλος μεν άνθος, άλλος δε κλάδον, άλλος φύλλα ευωδέστατα και άλλος βότανα χαριέστατα· και ούτως εξήλθον του κήπου. Εξυπνήσαντες δε όλοι ομού και συνελθόντες, διηγούντο εις αλλήλους όσα είδον εις το περιβόλιον. Και ο μεν εδείκνυε το άνθος, το οποίον εκείθεν έλαβεν, ο δε τον κλάδον, άλλος έλεγεν ότι έλαβε κάτι εκ του περιβολίου, δεν το είχεν όμως δια να το δείξη· έτερος δε εβεβαίωνεν, ότι εις αρκετόν διάστημα χρόνου είχεν εις την όσφρησίν του την ευωδίαν του άνθους εκείνου όπερ έδρεψεν από το περιβόλιον με τας ιδίας του χείρας. Και οι μεν αδελφοί ηυφραίνοντο και εδόξαζον τον Θεόν δια την χάριν, την οποίαν εχάρισεν εις τον δούλον του Παύλον. Ο δε Παύλος, αναχωρήσας από την διακονίαν εκείνην, δια την οποίαν απεστάλη, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα· περιελθών δε όλους τους Ιερούς Τόπους και προσκυνήσας αυτούς, μετέβη εις Κύπρον, ένθα διήνυσεν επί όρους υψηλού έτη τινά. Επειδή δε και εκεί πολλοί συνέδραμον προς αυτόν, διαδοθείσης πανταχού της φήμης αυτού, ανεχώρησε και επήγεν εις τα πλησιόχωρα μέρη της Κωνσταντινουπόλεως. Μείνας δε εκεί και ευαρεστήσας τον Θεόν ήκουσεν άνωθεν φωνήν, ως ο θεόπτης Μωϋσής, ήτις έλεγε προς αυτόν· «Ανάβηθι εις το όρος και τελεύτα». Όθεν αναβάς εις βουνόν υψηλόν, παρά των εγχωρίων ονομαζόμενον Παρηγορίαν, προσεκύνησε τον Θεόν· και ζήσας εις αυτό ολίγον χρόνον, εκοιμήθη εν Κυρίω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου