Πατάπιος ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις τας Θήβας της Αιγύπτου, από γονείς ευσεβείς, και βαπτισθείς ανετράφη και επαιδεύθη επιμελώς τα ιερά γράμματα· και όσον ηύξανεν εις την σωματικήν ηλικίαν και εμάνθανε την φιλοσοφίαν, τοσούτω μάλλον προέκοπτεν εις την αρετήν και εγίνετο εις την ψυχήν φιλοσοφώτερος, γνωρίζων των προσκαίρων πραγμάτων το άστατον. Όθεν πανσόφως απαρνησάμενος πατρίδα, πλούτον και συγγενείς και πάσαν σαρκός ηδυπάθειαν και κοσμικήν ματαιότητα, κατώκησεν εις την έρημον· και τόσον προέκοψεν εις την ησυχίαν, ώστε έλαμψεν εις τας αρετάς ως φωστήρ διαυγέστατος.
Και επειδή δεν ήτο πρέπον ο λύχνος να κρύπτεται υπό τον μόδιον, αλλά να τεθή επί την λυχνίαν, καθώς είπεν ο Κύριος, δια τούτο όσον ο Όσιος έφευγε τον ανθρώπινον έπαινον, τόσον ο Θεός τον εδόξαζε και τον έκαμνε πανταχού περιβόητον και συνηθροίζοντο από τας χώρας και πόλεις πολλοί εις αυτόν χάριν ωφελείας και βλέποντες την άσκησιν αυτού, τα άνθεα κατορθώματα και τα εξαίσια θαυμάσια, εθαύμαζον. Βλέπων ο Όσιος το άμετρον πλήθος, όπερ συνήγετο εκεί και την τιμήν την οποίαν του έδιδον, ανεχώρησεν από την έρημον ησύχως και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν· κατώκησε δε εις τας Βλαχέρνας και ούτως έμεινε ξένος και έρημος, δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον· και λησμονήσας τους προτέρους αγώνας εδίδετο εις περισσοτέραν σκληραγωγίαν και άσκησιν, μη φροντίζων ουδέ ποσώς δια τροφάς και ενδύματα, αλλά εμιμείτο τους ασωμάτους Αγγέλους εν σώματι, προσευχόμενος εις τον Θεόν νοερώς και το άρρητον κάλλος εκείνο διηνεκώς φανταζόμενος. Όθεν έχων την θεωρίαν με την πράξιν συνεζευγμένην έγινεν όλος μετέωρος και ανέβαινεν εις τους ουρανούς με το πνεύμα και έβλεπε νοερώς τας ουρανίους Δυνάμεις, αίτινες υμνούσιν ακαταπαύστως τον Κύριον. Δια τούτο και ο Θεός τον εδόξασε και του έδωκε δύναμιν να κάμνη θαυμάσια, από τα οποία να γράψωμεν ολίγα εις πίστωσιν των άλλων, δια να εννοήσητε πόσα δύναται να κατορθώση όστις φυλάττει τα θεία προστάγματα. Νέος τις πιστός και ευλαβής άνθρωπος ήτο τυφλός εκ γενετής και δεν έβλεπεν ουδόλως· ακούσας δε τας αρετάς του Οσίου και την πολιτείαν αυτού την θαυμάσιον, απήλθεν εις εκείνον χειραγωγούμενος· μιμούμενος δε τον τυφλόν του Ευαγγελίου, εβόησε με πολλήν θερμότητα προς τον Όσιον λέγων· «Ελέησόν με δια τον Κύριον, υιέ του Φωτός και της Χάριτος, και φώτισον τους οφθαλμούς μου, να ίδω και εγώ ο ανάξιος τα ορατά ταύτα πράγματα, όπως υμνήσω δια των κτισμάτων τον Κτίσαντα». Ταύτα λέγοντος του τυφλού, τον ελυπήθη ο Όσιος ως ελεήμων και ευσπλαγχνικώτατος, αλλά δεν ετόλμα, ως ταπεινόφρων, να επιχειρισθή τοιαύτην πράξιν, νομίζων εαυτόν ανάξιον και λέγει προς αυτόν δια να ίδη και την γνώμην του· «Τι θαυμάσιον εγνώρισες εις εμέ και ζητείς παρ΄ εμού πράγμα, το οποίον δεν δύναται άλλος να τελέση ειμή μόνον ο Δημιουργός του κόσμου και παντοδύναμος»; Τότε ο νέος εφώναζεν ελεεινότερα μετά δακρύων δεόμενος και με λόγους ταπεινούς εβεβαίωνε την αναμφίβολον πίστιν αυτού, ότι ηδύνατο ο Όσιος να του δώση την ποθουμένην θεραπείαν, ως του Χριστού δούλος γνήσιος. Τότε ο Όσιος είπε προς αυτόν μετά πίστεως· «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού, όστις φωτίζει τυφλούς και νεκρούς ανιστά, ανάβλεψον». Ταύτα ειπών (ω του μεγίστου θαυματουργήματος!) εφωτίσθη ο πρώην τυφλός και εδόξασε τον Θεόν αγαλλόμενος. Ταύτα βλέποντες οι παρόντες εθαύμαζον και δεικνύοντες τούτον έλεγον· «Αυτός είναι ο εκ γενετής τυφλός, τον οποίον εφώτισεν ο Πατάπιος». Άλλος δε τις άνθρωπος ήτο εις το Βυζάντιον υδρωπικός· όθεν ήτο πολύ εξωγκωμένη η κοιλία του και εξώδευσεν όλην του την περιουσίαν εις ιατρούς· αλλ΄ εκείνους μεν ωφέλησεν ολίγον, εις τον εαυτόν του όμως δεν εγνώρισε ουδεμίαν ωφέλειαν. Όταν λοιπόν είδεν ότι η ανθρωπίνη βοήθεια δεν ηδύνατο να τον θεραπεύση, έδραμε προς τον Όσιον και δεικνύων εις αυτόν το χαλεπόν πάθος, εδέετο να κάμη έλεος εις αυτόν και να παρακαλέση τον Κύριον δι΄ αυτόν. Ο δε Άγιος βλέπων τοιούτον σχήμα ελεεινόν ελυπήθη· διότι δεν ήτο μόνον εις την κοιλίαν το πάθος, αλλά εις όλον το σώμα του, το δε δέρμα του ήτο πρησμένον ως ασκός και του έδιδεν οδύνην απερίγραπτον. Πρώτον λοιπόν εποίησεν ο Άγιος προσευχήν μετά δακρύων προς τον Κύριον, έπειτα εσημείωσε σταυρόν εις την κοιλίαν του πάσχοντος και τον έχρισε με το έλαιον της κανδήλας, λέγων· «Ο Δεσπότης Χριστός, όστις και τον υδρωπικόν ιάτρευσεν, αυτός και σε θέλει σήμερον θεραπεύσει ως εύσπλαγχνος». Ταύτα του Οσίου λέγοντος, οι μεν δεσμοί των υγρών της κοιλίας ελύθησαν, οι δε φυσικοί πόροι εξέβαλον όλα τα ακάθαρτα υγρά και έμεινεν ο ασθενής όλος υγιής εις μίαν στιγμήν, εις υαύμα και έκπληξιν των ορώντων. Άλλος τις νέος είχε δεινόν δαιμόνιον ο ταλαίπωρος και άλλοτε μεν έσχιζε τα ιμάτιά του και έμενεν ολόγυμνος, άλλοτε δε έπιπτεν εις κρημνούς και λάκκους, άλλοτε δε πάλιν έπιπτεν εις τα ύδατα και εκινδύνευε πολλάκις ο άθλιος. Περιπατούντος δε τούτου ποτέ εις την οδόν, τον έσυρεν ο δαίμον και επήγαινε να τον βυθίση εις την θάλασσαν· εκεί δε συνέπεσε να τον ίδη, κατ΄ οικονομίαν Θεού, ο μέγας Πατάπιος, βλέπον δε τούτον το δαιμόνιον ετάραξε τον νέον δυνατά. Έστρεφε τους οφθαλμούς και εξήρχοντο αφροί εκ του στόματος, έτριζε τους οδόντας και εκύτταζε με αγριότητα τον Όσιον· αφού δε εκείνος επλησίασεν, είπε ταύτα ο δαίμων ως οδυρόμενος· «Ω συμφοράν όπου έπαθα! Τι ήθελε πάλιν εδώ ο Πατάπιος; Τι να γίνω; Που να υπάγω, να εύρω τόπον να κατοικήσω; Καν εις πόλιν υπάγω, καν εις έρημον, φθάνεις, ω Ναζωραίε, και με τον τύπον του Σταυρού σου με διώκεις, νικώμενος δε εγώ αφανίζομαι». Ταύτα λέγον το πονηρόν δαιμόνιον εσήκωσεν εις τον αέρα τον νέον και τον ετίνασσεν. Ο δε μέγας του Χριστού αριστεύς ετύπωσεν εις τον αέρα με την χείρα του τον ζωοποιόν Σταυρόν λέγων· «Έξελθε, πνεύμα ακάθαρτον, και ύπαγε μακράν εις την έρημον· ο Χριστός σε προστάσσει, του οποίου και χωρίς να θέλης ωμολόγησες την δύναμιν». Ταύτα λέγοντος του Οσίου, εσπάραξεν ο δαίμων τον άνθρωπον και ρίψας αυτόν κατά γης, εξήλθεν ως καπνός και έφυγεν. Ο δε νέος από την χαράν του εδάκρυσε και δοξάζων τον Θεόν, ηυχαρίστει τον Όσιον. Έφθαναν μόνον αυτά τα θαυμάσια να φανερώσουν του Οσίου την παρρησίαν προς Κύριον· αλλ΄ ας είπωμεν άλλο εν και τότε να τελειώσωμεν την διήγησιν. Γυνή τις είχε την πανώδυνον και φρικτήν ασθένειαν του καρκίνου του στήθους και έκαμνε σκώληκας εις τους μαστούς της· είχε δε όχι μόνον εις το στήθος, αλλά και εις όλον το σώμα μεγάλην βάσανον και έφθαναν οι πόνοι έως την καρδίαν, τόσον ώστε εκινδύνευεν εις θάνατον. Βλέπουσα λοιπόν η ταλαίπωρος, ότι οι μεν ιατροί κατεσπατάλουν την περιουσίαν της ματαίως και ανωφελώς, οι δε σκώληκες εβόσκοντο εις τας σάρκας της, απήλθεν εις τον μέγαν Πατάπιον και πίπτουσα κατά γης εις τους πόδας του εθρήνει ελεεινότατα λέγουσα· «Ιάτρευσόν με, δούλε του Θεού, την ταλαίπωρον· σπλαγχνίσου με την αθλίαν, διότι και προ του τάφου με τρώγουσι σκώληκες και τόσον φρικτούς πόνους μού δίδουσιν, ώστε επιθυμώ τον μισητόν από όλους και αποτρόπαιον θάνατον». Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Εάν έχης πίστιν καθαράν προς τον Κύριον και δεν αμφιβάλλης δια την ίασιν, κατά την πίστιν σου ας σου γίνη και η έκβασις». Η δε εκ βαθέων στενάξασα έλεγε· «Πιστεύω, Κύριε, ότι καθώς γινώσκεις φανερά όλα τα κρύφια και άγνωστα, ούτως είσαι με την θείαν Χάριν και παντοδύναμος. Λοιπόν ως ελεήμων θεράπευσον τας οδύνας μου». Τότε της είπεν ο Όσιος να του δείξη το πάθος της και ιδών αυτό εθαύμασε λέγων· «Χαλεπόν είναι το πάθος σου και δυσίατον, αλλ΄ η πίστις υπερνικά και η ελπίς καρπούται την ίασιν. Ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην και πλέον δεν θέλεις πονέσει». Ταύτα ειπών, έμεινεν η γυνή τεθεραπευμένη και απήλθε χαίρουσα και δοξάζουσα τον Θεόν, εκήρυττε δε πανταχού το θαυμάσιον, φημίζουσα εις όλους τον Όσιον. Από ταύτα τα οποία εγράψαμεν, ας εννοήση έκαστος πόσην χάριν επλούτησεν ο Πατάπιος παρά Κυρίου και δεν είναι ανάγκη να περιεργαζώμεθα περισσότερον, διότι εκ των ονύχων ο λέων γνωρίζεται. Λοιπόν ας έλθωμεν εις την κοίμησιν αυτού, να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Ούτος ο μέγας του Θεού άνθρωπος και της αρετής αληθώς τύπος έμψυχος, εστόλισε την πολιτείαν αυτού με έργα και θαύματα και όταν έμελλε να μετασταθή από την πρόσκαιρον ζωήν ταύτην εις την αιώνιον, συνήχθησαν όλοι οι Ασκηταί και έκλαιον την αναχώρησιν αυτού, νομίζοντες κοινήν ορφανίαν την τούτου υστέρησιν και οδυρόμενοι τον χωρισμόν αυτού έλεγον· «Ω Πάτερ γλυκύτατε και παμπόθητε, διατί εγκαταλείπεις ορφανά τα τέκνα σου και υπάγεις εις άλλην πατρίδα τόσον γρήγορα; Ω! ποίος να καταπαύση την λύπην μας; Ποίος θα θεραπεύη τώρα τα τραύματα των ψυχών μας; Ω της συμφοράς! Και πώς να υπομείνωμεν την υστέρησίν σου οι τάλανες»; Αυτά και έτερα λέγοντες, αυτοί μεν έκλαιον, διεκτραγωδούντες το πάθος και την θλίψιν των. Ο δε Όσιος δεν έδειξε ουδεμίαν δειλίαν ή φιλοζωϊαν έναντι του θανάτου. Αλλ΄ είπε ταύτα προς αυτούς με όμμα ιλαρόν και πασίχαρον· «Μη με αποχαιρετάτε, ηγαπημένα μου τέκνα, με δάκρυα, διότι πολλήν βλάβην δίδετε με αυτά και εις εμέ και εις τον εαυτόν σας. Αλλ΄ είπατε ευχάς προς τον Θεόν και ποιήσατε κοινώς δια την ψυχήν μου παράκλησιν, πράγμα το οποίον σας δίδει πολλήν ωφέλειαν». Ταύτα λέγων κατέπαυσε τους οδυρμούς αυτών και τα δάκρυα· τους έκαμε δε διδαχήν σοφωτάτην περί της αιωνίου μακαριότητος. Έπειτα εποίησε προσευχήν δι΄ αυτούς και ούτως αφήκεν εις χείρας Θεού την μακαρίαν ψυχήν του χαίρουσαν. Το δε ιερόν και πάνσεπτον Λείψανον αυτού ενεταφίασαν εις τον σεβάσμιον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, της μιάς Θεότητος· Ή πρέπει τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου