Ξένης της θαυμασίας ο καινός και ξένος βίος, εις μεν την ποσότητα είναι πολύ ολίγος και βραχύτατος, εις δε την διήγησιν είναι υπερβολικά πλούσιος και ευπρεπέστατος και τόσον κατανυκτικός και γλυκύτατος, ώστε δύναται να δώση εις τους ευλαβείς ακροατάς μεγάλην ωφέλειαν. Ότι αυτή η μακαρία ήτο από γένος επιφανές και ευγενέστατον, το δε βαπτιστικόν της όνομα ήτο Ευσεβία. Οι γονείς της ήσαν φιλόθεοι, πλούσιοι άρχοντες της πρεσβυτέρας Ρώμης και ένδοξοι, εις δε την εν γένει διαγωγήν των επιφανέστεροι.
Φιλαρέτως λοιπόν και χριστιανικώς ανατραφείσα, όταν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, την εζήτησεν ως νύμφην του πλούσιος τις όμοιος αυτής και εις το γένος περιφανέστατος. Και οι μεν γονείς αυτής, μη γνωρίζοντες την γνώμην της, εδέχθησαν δώσαντες τον λόγον αυτών, συνάμα δε και ευτρεπίζοντες τα των γάμων αρμόδια. Η μεγαλόφρων όμως και πάνσεμνος αύτη κόρη είχε τον νουν όλον αφιερωμένον εις τον ουράνιον νυμφίον τον περικαλλή και αθάνατον, εις την αγάπην του οποίου ήτο αιχμαλωτισμένη και είχε την καρδίαν της τετρωμένην και πληγωμένην όλως δι’ όλου εις τον θείον αυτού έρωτα. Τούτους τους λόγους των γάμων η μακαρία ακούσασα και νομίζουσα αυτούς λήρους και φλυαρήματα, απεφάσισε να φύγη κρυφά, ίνα φυλάξη την παρθενίαν της. Ωμολόγησε λοιπόν την σκέψιν της εις δύο γυναίκας από τας δούλας της, τας οποίας εγνώριζεν ότι ήσαν πισταί και δεν θα ωμολογούσαν ποτέ το μυστικόν. Αφού λοιπόν της υπεσχέθησαν ότι δεν θα εξέλθη ποτέ από το στόμα των ό,τι εμπιστευθή εις αυτάς, είπε ταύτα· «Εγώ, αδελφαί μου ηγαπημέναι, εμίσησα τον κόσμον τούτον ως φθαρτόν και ευμάραντον και μόνον τον Σωτήρα μου και Δεσπότην επόθησα και βούλομαι να φύγω κρυφίως από τους γονείς μου δια να μη με υπανδρεύσωσι. Λοιπόν επειδή σας αγαπώ περισσότερον από τας άλλας μας δούλας, σας λέγω την γνώμην μου, εάν θέλετε να με ακολουθήσετε, να σας έχω εις τούτον τον κόσμον ως αδελφάς και μητέρας μου και εις τον μέλλοντα να απολαύσωμεν ομοίαν δόξαν μακαριότητος· και μη φοβηθήτε εις τούτο, ότι δυνατόν να σας τύχη κανένας κίνδυνος· ότι μάρτυρα σας δίδω τον Χριστόν, δεν αλλάσσω την γνώμην μου, καν μυρίους θανάτους αν μου δώσωσι». Ταύτα αι πιστόταται εκείναι και όντως ευγνώμονες δούλαι παρά της Οσίας ακούσασαι έταξαν να μη χωρισθούν απ’ αυτής ουδέποτε και να την ακολουθήσουν προθύμως όπου και αν υπάγη και έως θανάτου να την αγαπώσι και να την φυλάττωσιν. Ούτω λοιπόν και αι τρεις αύται Όσιαι, συντασσόμεναι κοινή γνώμη εις τον κοινόν Δεσπότην, προητοιμάζοντο από την ώραν εκείνην εις την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, δια να είναι συνηθισμέναι ύστερον, ίνα μη έλθη ασθένεια τις εις αυτάς. Εκαρτέρουν λοιπόν καιρόν επιτήδειον, ούτως ώστε να μη εννοήση τις άλλος, ότι φεύγουσιν. Όσα δε στολίδια αργυρά και χρυσά ως και ιμάτια πολύτιμα είχεν η όντως ευσεβής Ευσεβία επήρε κρυφίως από τους γονείς της και τα έστειλε με τας δούλας αυτής εις χήρας και ορφανά, δια να τα εύρη εις αιώνα τον μέλλοντα. Όταν δε επλησίαζαν αι ημέραι των γάμων, ενεδύθησαν ανδρώαν στολήν και εξήλθον νυκτός από την οικίαν κλαίουσαι άμα και χαίρουσαι. Έκλαιον, λέγω, όχι δια λύπην τινά, αλλά από την χαράν των, ότι τας εφώτισεν ο Θεός να απαρνηθούν τον μάταιον κόσμον, να εύρουν την σωτηρίαν των και προσηύχοντο λέγουσαι· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, φώτισον ημάς και προς σωτηρίαν οδήγησον, ότι Σε εξ όλης μας ψυχής εποθήσαμεν». Η δε Οσία ενουθέτει τας άλλας τοιαύτα λέγουσα· «Φυλάττεσθε ακριβώς να μη μεταβάλη γνώμην καμμία από σας, ότι άλλη οδός από την άσκησιν δεν είναι μακαριωτέρα. Ότι πρώτον μεν ελυτρώθημεν από τα λυπηρά του κόσμου και τας μερίμνας του βίου. Δεύτερον, ελπίζομεν να απολαύσωμεν τα μέλλοντα αγαθά, τα αληθινά και αιώνια». Όθεν με τούτους και τους τοιούτους ψυχωφελείς λόγους εστερεώθησαν καλλίτερα. Αφού λοιπόν έφθασαν εις την θάλασσαν, Θεού ευδοκούντος εύρον πλοίον, το οποίον έφευγε την ώραν εκείνην δια την Αλεξάνδρειαν. Όθεν επιβιβασθείσαι αυτού έφθασαν εκεί εντός ολίγων ημερών, διότι έκαμε καιρόν επιτήδειον. Εκείθεν πάλιν με άλλο πλοίον έστρεψαν εις την νήσον Κων, δια να μη δυνηθούν ποτέ να τας εύρωσι, διότι εγνώριζεν ότι έμελλον οι γονείς της να κάμουν μεγάλην εξέτασιν εις πολύν κόσμον και Μοναστήρια δια να την εύρωσι. Δι’ αυτό λοιπόν ανεζήτει τόπον έρημον, είπε δε και εις τας άλλας· «Φυλάττεσθε ακριβώς να μη θαρρεύσετε κανενός το μυστικόν, ούτε την πατρίδα μας καν να ομολογήσητε, ούτε να με λέγητε Ευσεβίαν, καθώς με εβάπτισαν. Αλλά Ξένην να με ονομάζετε και εις τούτο δεν ψεύδεσθε. Επειδή την σήμερον ξένη λογίζομαι, ότι εξωρίσθην από την πατρίδα και τους φιλτάτους γονείς μου και έγινα πτωχή και ξένη δια τον ξενητεύσαντα Κύριον». Αφού λοιπόν έφθασαν εις την νήσον, εύρον οικίαν τινά και πληρώσασαι το ενοίκιον κατώκησαν εις αυτήν. Η δε μακαρία Ξένη είχε πόθον να εύρη πατέρα τινά πνευματικόν έμπειρον, εις τον οποίον να υποτάσσεται δια να μη κάμνη το θέλημά της ουδέποτε. Όθεν κλίνασα τα γόνατα και την καρδίαν προς Κύριον προσηύχετο μετά δακρύων ταύτα λέγουσα· «Θεέ μου, όστις βλέπεις και κυβερνάς τα σύμπαντα, μη εγκαταλείπης ημάς, αίτινες αφήκαμεν πατρίδα και συγγενείς δια την αγάπην σου, αλλά εξαπόστειλόν μας κανένα απλανή σωτήρα και οδηγόν, καθώς εύρεν η Θέκλα τον Παύλον, να τον ακολουθήσωμεν αι ταπειναί, υπ’ αυτού ποιμαινόμεναι, ίνα μη σφάλωμεν εν γνώσει ή εν αγνοία εις τίποτε ενώπιον της μεγαλειότητός σου». Ταύτα της Αγίας προσευξαμένης επήκουσεν ευθύς ο πανάγαθος Θεός εις την ψυχοσωτήριον αυτής αίτησιν. Και βλέπει ερχόμενον προς αυτάς ιεροπρεπή τινα γέροντα, εις το είδος ασκητικόν, την όψιν λαμπρόν και σεβάσμιον και την θέαν αγγελικόν κατ’ αλήθειαν. τούτον ιδούσα η παρθένος ηγαλλιάσατο και δραμούσα έπεσεν εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων λέγουσα· «Δια την αγάπην του Χριστού, μη μας παρίδης τας ξένας, Δέσποτα άγιε, αλλά δίδαξόν μας και προς σωτηρίαν οδήγησον». Ο δε σεβάσμιος εκείνος γέρων ηρώτησε πόθεν ήσαν και πως εις την νήσον ευρέθησαν. Αι δε είπον αυτώ πνευματικά την αλήθειαν και αυτός απεκρίνατο· «Ξένος είμαι και εγώ εις τούτον τον τόπον και έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα, εις τα οποία επήγα χάριν προσκυνήσεως και τώρα επιστρέφω εις την πατρίδα μου». Η δε Οσία ενόμισεν από το σχήμα ότι ήτο Επίσκοπος και τον ηρώτησε να είπη την πατρίδα και το αξίωμά του. Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι από την Μύλασαν, πόλιν της Καρίας, Παύλος ονομαζόμενος, Ηγούμενος εις εν μικρόν Μοναστήριον». Τότε η μακαρία Ξένη, ταύτα εκ του Παύλου ακούσασα, εθαύμασεν ότι της επήκουσεν ο πανάγαθος Κύριος και της έστειλε κατά την δέησιν και τον άνθρωπον. Όθεν εις μεν τον Θεόν απέδωκε μετά δακρύων την πρέπουσαν ευχαριστίαν, τον δε Παύλον παρεκάλει να γίνη κατά πνεύμα πατήρ της και να έχη την φροντίδα αυτών και την μέριμναν. Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Εδώ εις τον ξένον τόπον δεν δύναμαι να σας κυβερνήσω, πρέπει δε και να υπάγω ταχέως εις το Μοναστήριόν μου. Αλλά αν θέλετε να έλθετε μαζί μου εις τον τόπον εκείνον, ημπορώ να σας φροντίζω τα χρειαζόμενα». Ταύτα μετά χαράς δεχθείσαι αι Όσιαι επήγαν εις την Μύλασαν, εκεί δε έδωκεν εις αυτάς ο Παύλος κελλία ησυχαστικά πλησίον εις το Μοναστήριόν του. Έκτισε δε εκεί και η Οσία Ξένη Εκκλησίαν εις το όνομα Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος και με τον καιρόν έγινε Μοναστήριον γυναικών, διότι εσυνάχθησαν και άλλαι πολλαί προς ζήλον αυτής και μίμησιν. Αλλ’ ουδείς εγνώρισεν από που ήτο η Οσία και πως ωνομάζετο, διότι ο μακάριος Παύλος έλεγεν ότι τας έφερεν από την Κων και εις τούτο δεν εψεύδετο. Τον καιρόν εκείνον εκοιμήθη ο Επίσκοπος εκείνης της πόλεως Κύριλλος και εψήφισαν τον προρηθέντα Παύλον, όστις συνεβούλευσε την Ξένην να γίνη Ιεροδιάκονος, καθώς είχον τότε συνήθειαν. Αλλ’ αυτή ως ταπεινόφρων δεν ήθελε να δεχθή ιερωσύνης φορτίον επάνω της. Όμως και παρά την θέλησίν της την εχειροτόνησε. Πόσους δε πόνους και κόπους υπέμεινεν, αφού έλαβε την αξίαν, δεν μας φθάνει η ώρα να διηγούμεθα. Μάλιστα καθ’ όσον ήτο πρότερον καλομαθημένη και συνηθισμένη εις τα εύμορφα φαγητά, ενώ τότε διήρχετο βίον άϋλον όντως και ξένον η Ξένη, των Αγγέλων εφάμιλλον και με τόσην σκληραγωγίαν επέρνα, ώστε οι δαίμονες έφριττον μακρόθεν και δεν ετόλμων να την πλησιάσωσιν, ότι κάθε τρεις ημέρας έτρωγε μίαν φοράν, ότε δεν είχε πόλεμον. Αλλ’ όταν ηγωνίζετο, έτρωγε μόνον κάθε εβδομάδα άρτον ξηρόν. Όμως οίνον, έλαιον, χόρτα, όσπρια ή άλλο πράγμα μαγειρευμένον δεν εδοκίμαζεν, ούτε κανέν είδος οπωρικού παντελώς. Αλλά και εκείνο το ολίγον παξιμάδι, το οποίον έβρεχεν εις το ύδωρ, το εσυγκέρνα με δάκρυα και έβαζε και στάκτην από θυμιατήριον και ούτως ελάμβανεν ολίγην τροφήν με πολλήν κακοπάθειαν, εσθίουσα κατά τον μακάριον Δαβίδ σποδόν ωσεί άρτον και κιρνώσα μετά κλαυθμού το πόμα της. Ταύτα η μακαρία Ξένη ετέλει κρυφίως από τας άλλας όσον ηδύνατο, δια να φύγη τον έπαινον. Μόνον δε αι δύο δούλαι της την εστοχάζοντο πολλάκις και έπασχον να την μιμούνται κατά δύναμιν και την εθαύμαζον, ότι με όλην εκείνην την ασιτίαν πάλιν δεν άφηνε τον κανόνα της, αλλά ηγωνίζετο το περισσότερον της νυκτός με γονυκλισίας και προσευχήν. Πολλάκις δε την είδον να γονατίζη εις προσευχήν από την δύσιν του ηλίου και έμενεν ούτω προσευχομένη μέχρις ότου έκρουε το σήμαντρον του όρθρου. Και άλλας φοράς πάλιν διήρχετο όλην την νύκτα προσευχομένη και κλαίουσα και το θαυμασιώτερον, με όλον ότι ετέλει τοιαύτας αρετάς, είχεν επάνω εις όλα την ταπείνωσιν και δεν έλειψαν ποτέ προσευχομένης τα δάκρυα από τους οφθαλμούς της, ως να ήτο τις φονεύς και πόρνος και κακότροπος άνθρωπος. Είχε δε η Οσία την πραότητα και ποτέ δεν εθυμώθη ούτε ωργίσθη κατά τινος. Επίσης είχε την αγάπην προς πάσας και τας υπηρέτει με πολλήν ευτέλειαν φορούσα πάντοτε άχρηστα και ποταπά ιμάτια, ωσάν εκείνα τα οποία φορούσιν οι επαίται και απλώς ειπείν (δια να μη πολυλογούμεν) όλας τας αρετάς κατώρθωσεν η αοίδιμος και ούτω καλώς αγωνισαμένη, ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον. Ήτο δε η εορτή του Αγίου Εφραίμ, όχι του Σύρου, αλλ’ άλλου τινός, όστις ηγωνίσθη εκεί εις την Μύλασαν, προσεκάλεσαν δε τον Επίσκοπον Παύλον εις εν χωρίον, Λευκήν καλούμενον, εις το οποίον ήτο του ρηθέντος Αγίου Εφραίμ ναός και το άγιον λείψανον. Η δε μακαρία Ξένη συνάξασα τας αδελφάς λέγει εις αυτάς με πολλήν ταπείνωσιν· «Ευχαριστώ σας, αδελφαί και κυρίαι μου, δια την πολλήν αγάπην και ευσπλαγχνίαν, την οποίαν εις εμέ την ξένην εδείξατε, και φιλανθρώπως ως αδελφήν σας γνησίαν εκυβερνήσατε. Αλλά και τώρα σας παρακαλώ και δέομαι περισσότερον, να δείξητε προς με μάλιστα την αγάπην σας, να μη με λησμονήσητε. Αλλά να δέεσθε του Θεού δια την ψυχήν μου, όταν προσεύχεσθε, να μου συγχωρήση της αναξίας δούλης σας, και ούτω δια των αγίων ευχών σας ελπίζω να γίνω αθάνατος μετά θάνατον, ότι σήμερον ήλθε το τέλος της παροικίας μου και έχω εις την καρδίαν οδύνην και φόβον άρρητον, μήπως και εμποδίσουν αι αμαρτίαι μου την προς Κύριον άνοδόν μου, εάν αι ιεραί προσευχαί σας δεν βοηθήσωσι. Λυπούμαι δε πολύ και θλίβομαι, διότι δεν έτυχεν εδώ ο πνευματικός μας πατήρ Παύλος να με βοηθήση εις την ανάγκην μου. Αλλά σεις, όταν έλθη, ειπέτε του να μη ξεχάση της Ξένης, την οποίαν αυτός κατά το λόγιον του Κυρίου και Δεσπότου ημών Ιησού Χριστού συνήγαγε και εις οδόν σωτηρίας απήγαγε». Ταύτα η Οσία ενώ έλεγε, εθρήνουν όλαι απαρηγόρητα, την ορφανίαν τοιαύτης μητρός φιλόπαιδος οδυρόμεναι και μάλιστα αι δύο δούλαι της, αι οποίαι δεν έπαυον τον θρήνον ολότελα, τόσον ώστε έκαμαν και την Αγίαν να κλαύση ως συμπαθεστάτη. Έπειτα τας παρηγόρησε λέγουσα· «Παύσασθε των οδυρμών, αδελφαί. Ζηλώσατε τας φρονίμους παρθένους, φροντίσατε να πληρώσητε τα αγγεία σας ελαίου, ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης έρχεται». Ταύτα ειπούσα εσήκωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και όμματα και προσηύχετο δακρύουσα και λέγουσα: «Θεέ μου, όστις με εκυβέρνας έως τώρα την ξένην φιλανθρωπότατα και έγινες πατήρ και μήτηρ και τροφεύς και γλυκυτάτη παραμυθία μου, Αυτός και νυν αξίωσόν με να έλθω εις την ουράνιον βασιλείαν σου. Μνήσθητι, Κύριε, και ταύτης όλης της αδελφότητος, και λύτρωσαι αυτάς από τας πανουργίας του δαίμονος. Εξαιρέτως δε, ως αγαθός, μνήσθητι τούτων των δύο μου ομοδούλων και καθώς εις την ζωήν ταύτην την πρόσκαιρον, εις την φυγήν, εις τους κόπους και αγώνας μου εκοινώνησαν και δεν εξεχώρισαν από λόγου μου, ούτω και εις την βασιλείαν σου αξίωσόν μας να μείνωμεν αχώριστοι πάντοτε». Ταύτα προσευξαμένη η Οσία επήρεν από όλας συγχώρησιν, και απελθούσα εις τον Ναόν έκλεισε και κλίνουσα τα γόνατα προσηύχετο. Αι δε δύο δούλαι της παρετήρουν από την χαραμάδαν της θύρας και είδαν εις την Ξένην ξένον θαυμάσιον. Εξαίφνης ήλθε φως ουρανόθεν, και ευωδία αρωμάτων ανεκδιήγητος, ήτις δεν ωμοίαζε με μόσχους επιγείους και θυμιάματα, αλλά άλλη τις του Παραδείσου γλυκυτάτη και πάντερπνος. Όθεν ήνοιξαν τας θύρας και εισελθούσαι βλέπουσι την μακαρίαν Ξένην μακαρίως υπνώσασαν. Λοιπόν συνήχθησαν όλαι και έκλαιον ακατάπαυστα. Ο δε Θεός, όστις δοξάζει εκείνους όπου τον δοξάζουσιν, εδόξασε και της Ξένης και ηγαπημένης νύμφης του την αγίαν μετάστασιν, δια να φανερώση εις όλους πόσης παρρησίας ηξιώθη. Ήτο δε τότε ώρα έκτη της ημέρας, ο ουρανός ξάστερος χωρίς σύννεφα, λάμπων φαιδρότατα ο ήλιος και τότε εφάνη εις τον ουρανόν ένας στέφανος από αστέρας, εις το μέσον του οποίου ήτο Σταυρός πάλιν με άστρα λαμπρότατα. Τούτο το θαυμάσιον βλέποντες πάντες εξέστησαν. Το σημείον τούτο ιδών και ο Επίσκοπος Παύλος εις την Λευκήν ευρισκόμενος, εις την οποίαν έκαμναν την πανήγυριν, είπε ταύτα, φωτισθείς υπό θείου πνεύματος· «Η κυρία Ξένη εκοιμήθη, και δι’ αυτό εφάνη τοιούτον σημείον θαυμάσιον». Έδραμον λοιπόν ευθύς όλοι προς το Μοναστήριον της Οσίας χωρίς να φάγωσι τίποτε, διότι την ώραν εκείνην ετελείωσε την λειτουργίαν ο Επίσκοπος, και δεν επήγαν εις την φιλίαν, αλλά εσυνάχθη πλήθος πολύ ανδρών τε και γυναικών δοξάζον μεγαλοφώνως τον Κύριον, και εξόχως αι γυναίκες όλαι της πόλεως, αι οποίαι εβόων προς τον Επίσκοπον· «Μη κρύψης τον μαργαρίτην, Δέσποτα. Μη θάψης τον θησαυρόν. Μη καλύψης τον έπαινον και δόξαν της πόλεως. Αλλά ας βαστάσωμεν και ημείς τον λύχνον αυτόν φανερά, να καταισχυνθούν Ιουδαίοι και ειδωλολάτραι, να γνωρίσουν του Εσταυρωμένου την δύναμιν». Τότε ο Επίσκοπος προσελθών προσεκύνησε την Οσίαν με πολλήν φωτοχυσίαν και θυμιάματα, και την επέρασαν από το μέσον της πόλεως. Ο δε των αστέρων θαυμάσιος στέφανος ηκολούθει και αυτός όπου η κλίνη εφέρετο. Και όταν εσταματούσαν οι βαστάζοντες, να κάμωσιν εις πάσαν Εκκλησίαν λιτανείαν και δέησιν κατά την τάξιν, εστέκετο και ο στέφανος. Όθεν από τοιούτον θαυμάσιον εσυνάχθησαν και από τα περίχωρα τόσον πλήθος ώστε εστενοχωρήθησαν. Όλην λοιπόν την νύκτα εκείνην ηγρύπνησαν ψάλλοντες και πολλοί ασθενείς εθεραπεύθησαν, εγγίζοντες εις το άγιον λείψανον. Ότι όστις είχεν αρρωστίαν τινά πολυχρόνιον, χωρίς να εξοδεύση εις βότανα χρήματα, ή να βασανίζεται ημέρας πολλάς, εις μίαν ώραν, ως ήθελεν ασπασθή μετά πίστεως την κλίνην, ω του θαύματος! ιατρεύετο. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τόπον καλούμενον Σικίνιον προς το νότιον μέρος της πόλεως, την ενεταφίασαν εκεί καθώς η Οσία Ξένη είχε προστάξει και τότε ο κύκλος των αστέρων αφανής εγένετο μετά την του αγίου λειψάνου κατάθεσιν. Ώστε όλοι εγνώρισαν, ότι δια την Οσίαν εφαίνετο και ηκολούθει το λείψανόν της έως ότου την ενεταφίασαν. Τας δε σινδόνας, τας οποίας είχον εις τον κράββατόν της, διεμοίρασεν ο Επίσκοπος εις τον λαόν δι’ ευλάβειαν να έχουν εις την ψυχήν βοήθειαν. Εις ολίγον καιρόν ετελεύτησαν και αι δύο δουλεύτριαι της Αγίας Ξένης και τας ενεταφίασαν με την κυρίαν των καθώς αύτη παρήγγειλεν. Εκείνη δε η οποία εκοιμήθη πρωτύτερα δεν ωμολόγησε δια την Δέσποινα τίποτε. Αλλά η άλλη εφανέρωσεν άπαντα. Διότι της έδωσαν όρκον αι αδελφαί και ο Επίσκοπος επιτίμιον, να το είπη εις δόξαν Θεού. Όθεν δια να μη μείνη εις τον δεσμόν, τους είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ότι ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, θυγάτηρ μεγάλου άρχοντος, και εκαλείτο Ευσεβία το βαπτιστικόν της και κύριον όνομα, ότι απέφυγε τους γάμους δια τον έρωτα του Σωτήρος και ωνομάσθη Ξένη σοφώτατα, ως δια Χριστόν τον εραστήν αυτής ξενητεύσασα και εκουσίως η πλουσία πτωχεύσασα και πολλήν κακοπάθειαν υπομείνασα. Ταύτα ακούσαντες εξεπλήττοντο και ηύξησαν την ευλάβειαν προς την μακαρίαν Ξένην όσοι το έμαθον. Μετά καιρόν ολίγον και ο τρισόλβιος Παύλος, ο αοίδιμος όντως και αξιέπαινος, απήλθε προς Κύριον, καλώς και θεαρέστως ποιμάνας τα λογικά του θρέμματα, οπότε ετέλεσε το λείψανόν του θαυμάσια. Ούτος είναι της μακαρίας Ξένης ο ξένος βίος και η πολιτεία η αξιέπαινος. Ούτως εμίσησε μάταιον πλούτον, ρέουσαν δόξαν και πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον και τώρα αγάλλεται αιωνίως εις τον Παράδεισον. Μνηστήρα επίκηρον κατεφρόνησεν, ηδονάς φθειρομένας εγκαταλείψασα, και τώρα απολαμβάνει του ουρανίου νυμφίου τα άρρητα κάλλη και αισθάνεται αιωνίως την ανέκφραστον ηδονήν εκείνην την ακήρατον και όντως ακόρεστον. Αυτήν μιμηθήτε και σεις, αδελφαί εν Χριστώ, όσαι ηρνήθητε τον κόσμον και εμελανοφορέσατε έξωθεν, δια να έχετε έσωθεν θλίψιν εις την καρδίαν, ενθυμούμεναι το πάθος του Δεσπότου Χριστού και τας αμαρτίας σας, αι οποίαι ήσαν αιτία και εσταυρώθη ο αναμάρτυτος. Όθεν πρέπει πάντοτε να είναι εις τους οφθαλμούς σας τα δάκρυα. Ναι, κατ’ αλήθειαν, καθώς όσαι γυναίκες χηρεύσουσι θρηνούσι καθ’ εκάστην απαρηγόρητα, ενθυμούμεναι την καλήν συνοδείαν, την ευσπλαγχνίαν και άλλας καλωσύνας, τας οποίας είχον οι σύζυγοι αυτών και δια τας οποίας αιτίας δεν υποφέρουσι να υπάγωσιν εις χαράς και παιγνίδια, ούτε να ακούσουν άσματα, αλλά μοιρολογούνται την δυστυχίαν των, διότι υστερήθησαν τοιαύτην συνοδείαν. Τοιουτοτρόπως πρέπει να θρηνώσιν εις την ψυχήν αυτών καθημερινώς όσαι απηρνήθησαν τον κόσμον παρθένοι και χηρευόμεναι και ενυμφεύθησαν τον Δεσπότην Χριστόν, τον ωραίον όντως υπέρ πάντας τους υιούς των ανθρώπων και υπερθαύμαστον. Δια την αγάπην λοιπόν του Χριστού μας δεν πρέπει να έχετε εις τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον άλλην ματαίαν απόλαυσιν, μόνον αυτόν να ποθήτε εξ όλης καρδίας σας και πάσας τας σαρκικάς ηδονάς να μισήσητε. Αυτόν καθ’ ημέραν ως καθρέπτην στοχάζεσθε και αγωνίζεσθε όσον δύνασθε να μιμήσθε την πολιτείαν του και μη φορείτε μαλακά ιμάτια, ούτε να ζητείτε εκλεκτά και διάφορα φαγητά ή ματαίας τιμάς και άλλα ψυχοβλαβέστερα. Ταπεινωθήτε λοιπόν δια την αγάπην αυτού και στενοχωρηθήτε εδώ πρόσκαιρα, δια να δοξασθήτε αιώνια και να έχετε απόλαυσιν ατελεύτητον. Προπάντων δε και εν πάσι και μετά πάντων, φυλάττεσθε ακριβώς και φεύγετε από την συνομιλίαν των ανδρών και να μη συντύχη ποτέ εάν είναι δυνατόν καμμία μοναχή της με άνδρα. Όταν δε άνδρες τινές φέρουσιν εις το Μοναστήριον τα χρειαζόμενα, μόνον η Καθηγουμένη και η θυρωρός ας λαμβάνη ταύτα, αι δε λοιπαί Μοναχαί, όταν είναι νεώτεραι, να μη εξέρχωνται από την κέλλαν των να σινομιλώσι με άνδρας ολότελα, ούτε και με τον εφημέριον αυτόν, όστις σας ιερουργή, μη πολυλογείτε. Μήτε καμμία σας να τον πάρη να τον φιλεύση εις το κελλίον της. Σας συμβουλεύω δε, κατά την ολίγην μου γνώσιν, αυτός να είναι κοσμικός ιερεύς και να έχη γυναίκα. Τας αιτίας δεν γράφω δια βραχύτητα και δια να μη φανώ Ιερομονάχων κατήγορος. Αλλ’ έκαστος ας το συλλογισθή επιμελώς και θέλει επαινέσει την γνώμην μου. Εγώ πολλάς χώρας και πόλεις διήλθον και Μοναστήρια αναρίθμητα και ήκουσα πολλά πράγματα, τα οποία δεν αρμόζει να γράφωμεν. Μόνον τόσον σας λέγω, να φεύγετε οι άνδρες από τας συνομιλίας των Μοναζουσών και αυταί από σας. Ότι καθώς το αναμμένον κάρβουνον, όταν κάμη ώραν πολλήν εις το άχυρον, ανάπτει φλόγα και καθώς όταν το πυρ πλησιάζη εις την πυρίτιδα, αύτη ανάπτει και εκρήγνυται, ούτω και όταν συνομιλώσιν οι άνδρες με τας γυναίκας, εξάπτεται η φλοξ της πορνείας εις την διάνοιάν των και κινδυνεύουσι. Φυλάττεσθε λοιπόν επιμελώς άμωμοι νύμφαι του Χριστού. Τηρήσατε την ψυχήν εις τούτον τον ολίγον χρόνον της παροικίας ημών αμόλυντον. Και κακοπαθήσατε πρόσκαιρα. Σπείρετε δάκρυα, να θερίσετε ευφροσύνην αιώνιον, ίνα συναγάλλεσθε πάντοτε με τον ουράνιον νυμφίον, συν αυτώ βασιλεύουσαι εις αιώνα τον ατελεύτητον. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου