Καρτέριος ο Άγιος Ιερομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του ηγεμόνος της Καισαρείας της Καππαδοκίας Ουρβανού, εν έτει 298, Ιερεύς και διδάσκαλος των Χριστανών. Ούτος λοιπόν κτίσας οίκον ευκτήριον (ήτοι μικράν Εκκλησίαν), συνήθροιζεν εκεί τα πλήθη των Χριστιανών και εδίδασκεν αυτά να σέβονται τον Χριστόν μόνον, ως όντα Θεόν αληθινόν, και άλλον Θεόν να μη γνωρίζωσι πλην αυτού. Δια ταύτα λοιπόν διαβληθείς εις τον ηγεμόνα εκρύβη, ο δε Κύριος φαίνεται εις αυτόν και του λέγει:
«Ύπαγε, ω Καρτέριε, και φανέρωσον σεαυτόν εις εκείνους οίτινες σε ζητούσιν, εγώ δε θα είμαι μετά σου, διότι πρέπει να πάθης πολλά δια το όνομά μου, ότι πολλοί δια σου θα πιστεύσωσιν εις εμέ και θα σωθώσι». Τότε ο Άγιος, πληρωθείς από χαράν και ευχαριστήσας τον Θεόν, επαρρησίασε τον εαυτόν του. Και πρώτον μεν κλείεται εις φυλακήν· έπειτα δε παρασταθείς εις τον ηγεμόνα επροστάχθη να θυσιάση εις τον ψρυδόθεον Σέραπιν, ο δε Άγιος δια προσευχής του τούτον κατεκρήμνισεν, ήτοι το είδωλον αυτού· όθεν εδάρη υπό δεκαέξ στρατιωτών με βούνευρα. Είτα εκρέμασαν αυτόν επάνω εις ξύλον, και με ξυράφια μεν αφαιρούσι τους όνυχας των χειρών και των ποδών του, με σιδηρούς δε όνυχας κατεξέσχισαν όλον το σώμα του· αυτός όμως δια μέσου θείου Αγγέλου έγινεν ανώτερος από τα βάσανα ταύτα και αποκατέστη υγιής. Αλλά πάλιν κατά προσταγήν του ηγεμόνος ετρύπησαν με σίδηρον τους αστραγάλους του Μάρτυρος και υνίον πεπυρωμένον έβαλον εις το στήθος του· μετά ταύτα δε προστάζουσιν αυτόν και κάθεται επάνω εις εν σκαμνίον πεπυρωμένον, και κατόπιν ρίπτουσιν αυτόν και πάλιν εις την φυλακήν. Ότε δε ενύκτωσε, φαίνεται πάλιν ο Κύριος εις αυτόν και τον λύει από τα δεσμά, και υγιά καταστήσας τον εξήγαγεν έξω από τας θύρας της φυλακής· όθεν πολλοί από τους απίστους, βλέποντες αυτόν υγιά, προσέτρεχον και εβαπτίζοντο υπ’ αυτού και ηλευθερώνοντο από τας ασθενείας των. Διο πάλιν ο Άγιος τιμωρίας λαμβάνει, και πάλιν εκρέμασαν από τας χείρας και τους πόδας του πέτρας βαρυτάτας, και με βούνευρα έδειραν αυτόν εις την κοιλίαν και με λαμπάδας ανημμένας κατέκαυσαν αυτόν, ραίνοντες επ’ αυτού θείον και πίσσαν· είτα έρριψαν εντός του στόματος αυτού μόλυβδον βεβρασμένον. Τελευταίον δε έβαλον αυτόν εντός πυράς, αλλ’ αβλαβής διαμείνας, ύμνους και ευχαριστίας ανέπεμπεν εις τον Θεόν· όθεν Εβραίος τις εκεί παριστάμενος εθυμώθη πολύ, και λαβών ο αλιτήριος εν ακόντιον εκτύπησε με αυτό και διεπέρασε την πλευράν του Αγίου. Και πρώτον μεν εξήλθεν ύδωρ από την πλευράν του τόσον πολύ, ώστε έσβυσε το πυρ της καμίνου· ύστερον δε εξήλθε και αίμα και ούτω παρέδωκεν ο γενναίος αγωνιστής την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού τον στέφανον της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου