Γεώργιος ο Όσιος πατήρ ημών ο Χοζεβίτης κατήγετο από εν χωρίον της Κύπρου· οι γονείς αυτού έζων εν ευσεβεία, είχον δε περιουσίαν μετρίαν. Ούτος είχε και αδελφόν μεγαλύτερον ονομαζόμενον Ηρακλείδην, ο οποίος, εν όσω έζων ακόμη οι γονείς αυτών, ήλθεν εις την αγίαν πόλιν Χριστού του Θεού ημών δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, αφού δε κατέβη εις τον Ιορδάνην και προσεκύνησεν, επήγεν εις την λεγομένην Λαύραν του Καλαμώνος και εκεί έγινε Μοναχός.
Ο δε ευλογημένος Γεώργιος παραμείνας μόνος πλησίον των γονέων του, ανετρέφετο διαλάμπων με πάσαν ευσέβειαν και σεμνότητα. Μετά ταύτα απέθανον οι γονείς αυτού και έμεινεν ο νέος ορφανός, παρέλαβε δε αυτόν μετά των πραγμάτων της κληρονομίας του ο θείος αυτού, ο οποίος είχε θυγατέρα μονογενή και εβούλετο να συζεύξη αυτόν μετ’ αυτής. Αλλ’ επειδή ο νέος απεστρέφετο τα κοσμικά και δεν ήθελε να υπανδρευθή, κατέφυγεν εις άλλον του θείον, ο οποίος ήτο Ηγούμενος εις Μοναστήριον, θέλων να ζήση την μοναχικήν πολιτείαν καθώς έπραξε και ο αδελφός αυτού Ηρακλείδης. Αλλ’ όταν έμαθεν ο θείος αυτού, ο οποίος κατείχε τα πράγματα της κληρονομίας του, ότι ευρίσκεται εκεί, ήλθε και εφιλονίκει με τον αδελφόν του δια να του αποδώση τον νέον. Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτόν: «Ούτ’ εγώ τον έφερα ενταύθα, ούτε εγώ τον αποδιώκω. Ηλικίαν έχει, ας εκλέξη αυτός το συμφέρον του». Όταν δε έμαθε ο νέος την μεταξύ των θείων του φιλονικείαν ένεκεν αυτού, εγκατέλειψε τα πάντα και έφυγε κρυφίως εκ της νήσου· και αφού ήλθεν εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ και προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους Χριστού του Θεού ημών, κατέβη εις τον Ιορδάνην και εκεί προσευχηθείς επήγεν εις τον αδελφόν αυτού εις την Λαύραν του Καλαμώνος. Όταν είδεν αυτόν εκείνος πολύ νέον ακόμη και αγένειον, δεν ηθέλησε, συμφώνως προς τας εντολάς των Αγίων Πατέρων, να τον κρατήση εις την Λαύραν, αλλ’ ωδήγησεν αυτόν εις την Μονήν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, την λεγομένην Χοζεβάν, και παρέδωσεν αυτόν εις τον Ηγούμενον, αυτός δε επέστρεψεν εις το κελλίον αυτού. Ο Ηγούμενος, αφού είδε την πολλήν σταθερότητα και μοναχικήν ευλάβειαν αυτού, μετ’ ολίγον καιρόν εκούρευσε και ενέδυσεν αυτόν το μοναχικόν σχήμα· και αφού προσεκάλεσεν ένα Μοναχόν γέροντα προκομμένον εις την άσκησιν, ο οποίος είχε και το διακόνημα του λεγομένου νεοκηπίου, τον παρέδωσεν εις αυτόν ως συμβοηθόν. Ο γέρων κατήγετο εκ Μεσοποταμίας, ήτο δε πολύ σκληρός. Μίαν ημέραν λοιπόν αποστέλλει τον νέον εις τον χείμαρρον δια να φέρη το ύδωρ, ο δε, αφού κατέβη, επέστρεψεν άπρακτος· διότι το ύδωρ ήτο συσσωρευμένον, αυτός δε, καθώς ήτο μετά των ενδυμάτων του, δεν ηδυνήθη από την συμπλοκήν των καλάμων και των ξύλων να φέρη τούτο· ο γέρων διέταξεν αυτόν να εκδυθή το ιμάτιόν του και να περιζωσθή το επανώρρασον και ούτω να υπάγη και φέρη το ύδωρ. Επειδή εβράδυνεν ο παις ειςτην έξοδον του ύδατος, ο γέρων έκρυψε το ιμάτιόν του και επήγεν εις την ώραν της τραπέζης· όταν δε ήλθεν ο παις και δεν εύρε μήτε τον γέροντά του μήτε το ιμάτιον, επήγεν εις την Μονήν χωρίς ζωστικόν· και αφού εκτύπησε την θύραν ήνοιξεν ο ξενοδόχος, ο οποίος όταν είδεν αυτόν γυμνόν ηρώτα την αιτίαν τούτου, ο δε εξήγησεν εις αυτόν το γεγονός· τότε ο ξενοδόχος έφερεν εις αυτόν ιμάτιον και αφού ενεδύθη, τον εισήγαγεν εις το Μοναστήριον. Ενώ δε κατήρχετο ο επιστάτης αυτού από την τράπεζαν του φαγητού, συνήντησεν αυτόν έμπροσθεν των τάφων των αγίων πέντε Πατέρων, οι οποίοι είναι κατατεθειμένοι εκεί· και ιδών αυτόν μετά θυμού και απειλής του έδωκε ράπισμα, λέγων: «Διατί άργησες»; Και παρευθύς εξηράνθη η χειρ αυτού όλη. Πεσών λοιπόν έμπροσθεν του παιδός παρεκάλει, λέγων: «Τέκνον, μη με φανερώσης μηδέ διαπομπεύσης· ήμαρτον, συγχώρησόν μοι και παρακάλεσον τον Κύριον υπέρ εμού ίνα ιατρευθώ». Ο δε είπε προς αυτόν μετά ταπεινώσεως και ευλαβείας: «Ύπαγε, πάτερ, και βάλε μετάνοιαν εις τους τάφους των Αγίων και αυτοί σε θεραπεύουσιν», ο δε επέμενε παρακαλών αυτόν, λέγων: «Εις σε ήμαρτον, συ παρακάλεσον υπέρ εμού». Τότε αφού έλαβεν ο παις την χείρα αυτού, επήγαν ομού εις τους τάφους των Αγίων και αφού έβαλον μετάνοιαν και προσηυχήθησαν, παρευθύς ιατρεύθη. Από τότε ο γέρων έγινε πράος και συγκαταβατικός και πολύ ευλαβής. Επειδή διεφημίσθη τούτο εις την αδελφότητα και πάντες εθαύμαζον και εδόξαζον τον Θεόν δια το γενόμενον παράδοξον θαύμα και μάλιστα υπό νέου και αρχαρίου, εφοβήθη ο παις το άγκιστρον της κενοδοξίας και εξελθών κρυφίως εκ της Μονής κατήλθεν εις την Λαύραν προς τον αδελφόν αυτού, μετά του οποίου και διέμεινεν εις την λεγομένην παλαιάν Εκκλησίαν. Εφύλαττον δε την διαγωγήν και πολιτείαν ταύτην· ουδέποτε εμαγείρευσαν δια τον εαυτόν των φαγητόν εψημένον εις το πυρ, ειμή μόνον εάν ήρχοντο επισκέπται προς αυτούς, αλλά παρήγγειλαν εις τον θυρωρόν του κάστρου να φυλάττη δι’ αυτούς από Κυριακής εις Κυριακήν τα χαλασμένα φαγητά του κάστρου και όσα έφερον εις αυτόν οι Πατέρες· και ταύτα λαμβάνοντες δια τούτων ετρέφοντο, η δε λεκάνη εις την οποίαν εβάλλοντο τα φαγητά ουδέποτε επλύνετο ή εξεκενούτο, αλλά και πλήθος σκωλήκων είχε και δυσωδίαν πολλήν, η οποία ανεδίδετο μακράν, εις ταύτα αρκούμενοι, οίνον δε ουδέποτε έπινον. Ήτο δε γεωργός τις από την Ιεριχώ, ο οποίος πολύ ηγαπάτο υπ’ αυτών. Ούτος είχε μονογενή υιόν νήπιον και τούτο απέθανεν. Έβαλε λοιπόν αυτό ο πατήρ αυτού εντός ζεμπιλίου και επάνωθεν αυτού ως δώρα ολίγους καρπούς εξ όσων εγεωργούσε και αφού εσκέπασεν αυτά με φύλλα αμπέλου, τα εσήκωσε και επήγεν εις την Λαύραν. Όταν εκτύπησε την θύραν του κελλίου, εξήλθεν ο αββάς Γεώργιος και ανοίξας εισήγαγεν αυτόν. Αφού εισήλθεν ο αγαπητός, έβαλε μετάνοιαν εις τον γέροντα και τοποθετήσας το ζεμπίλιον έμπροσθεν αυτών, παρεκάλει να ευλογήσωσι τους καρπούς της γεωργίας του, αυτός δε εξήλθεν έξω. Οι αδελφοί λαμβάνοντες εκ του ζεμπιλίου τους καρπούς, εύρον και το νήπιον νεκρόν· ιδών τούτο ο αββάς Ηρακλείδης εταράχθη και είπεν εις τον αδελφόν αυτού: «Κάλεσον τον άνθρωπον τούτον· πειρασμός ήλθεν εις ημάς σήμερον· διότι εξ όσων βλέπω ήλθον να πειράξωσιν ημάς τους αμαρτωλούς». Τότε ο Γεώργιος, όστις ήτο τότε τεσσαράκοντα περίπου ετών ή και περισσότερον, έβαλεν εις αυτόν μετάνοιαν και είπε: «Μη λυπήσαι, μήτε οργίζεσαι, πάτερ, αλλά ελθέ να παρακαλέσωμεν μετά πίστεως τον πολυεύσπλαγχνον και πανοικτίρμονα Θεόν· και εάν μεν παραβλέψη τας αμαρτίας ημών και ευσπλαγχνισθή και αναστήση το παιδίον, λαμβάνει αυτό ζων κατά την πίστιν αυτού και υπάγει· εάν δε δεν θέλη η αγαθότης αυτού να πράξη τούτο, τότε καλούμεν αυτόν και του λέγομεν ότι ημείς αμαρτωλοί άνθρωποι εις τοιαύτα μέτρα δεν εφθάσαμεν, ούτε έχομεν τοιαύτην παρρησίαν προς τον Θεόν». Ο γέρων επείσθη και εστάθησαν εις προσευχήν μετά δακρύων και συντετριμμένης καρδίας· ο δε παντελεήμων και φιλάνθρωπος Κύριος, όστις ποιεί το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, επήκουσεν αυτών και ανέστησε το παιδίον. Τότε προσεκάλεσαν τον πατέρα αυτού και είπον προς αυτόν: «Ιδού έχεις τον υιόν σου ζώντα δια της ευσπλαγχνίας του Θεού· βλέπε μη είπης παντάπασιν εις κανένα περί τούτου και βάλης ημάς εις κόπους και θλίψεις». Ο δε παραλαβών τον υιόν του ανεχώρησεν ευλογών και δοξάζων τον ευεργέτην και ελεήμονα και ζωοδότην Θεόν. Ούτω λοιπόν διήρχοντο την ζωήν αυτών μετά πάσης ευλαβείας και ειρήνης· ουδέποτε δε ήκουσε τις αυτούς ν’ αντιλέξωσιν ή μικροψυχήσωσι μεταξύ των, αλλ’ ούτε προς άλλον τινά· διότι ο γέρων είχε πολλήν ευλάβειαν και πραότητα, ο δε αββάς Γεώργιος υπακοήν πολλήν και ταπείνωσιν. Εις ηλικίαν εβδομήκοντα περίπου ετών ή και περισσότερον, ο αββάς Ηρακλείδης ετελείωσε τον παρόντα βίον, ανήρ αγαθός και πλήρης πίστεως και εστολισμένος με πάσας τας αρετάς, φημιζόμενος από όλους εις την πεδιάδα του Ιορδάνου, παρθένος, ησύχιος, ακτήμων, ελεήμων, εγκρατής υπέρ πάντα άλλον. Διότι την δίαιταν, την οποίαν προηγουμένως εγράψαμεν, ηκολούθησεν εις όλον τον χρόνον της ζωής αυτού, έτρωγε δε κάθε δύο ή τρεις ημέρας ή και μίαν φοράν την εβδομάδα· εις τοσαύτην δε αρετήν έφθασε με την δίαιταν ταύτην, ώστε εάν κάποτε εγίνετο χάριν αγάπης κοινή τράπεζα υπό των πατέρων και εβίαζον αυτόν, επήγανε μεν αλλ’ εάν δεν ανεμίγνυεν εκ του ιδικού του φαγητού εις το προσφάγιον, δεν ηδύνατο να φάγη. Εις ασθένειαν πάντως περιέπιπτε, διότι και βιαζόμενος πολλάκις τούτο έπασχεν. Είχε δε και την μητέρα των αρετών ήτοι την ταπεινοφροσύνην και δια τούτο ουδέπουε έστεργε να σταθή εις τον χορόν των Αγίων Πατέρων εις την ψαλμωδίαν, κρίνων τον εαυτόν του ανάξιον να σταθή μετ’ αυτών, αλλ’ εστέκετο πάντοτε εις την γωνίαν της Εκκλησίας φορών παλαιόρρασον και κουκούλιον εις την κεφαλήν του και εστιχολόγει τους ψαλμούς έως την ώραν της ακολουθίας μετά πολλών δακρύων, χωρίς να ομιλή ή μετεωρίζηται τελείως· όθεν και πολλά φημίζονται τα θαύματα, τα οποία ο Χριστός δι’ αυτού ετέλεσεν. Αλλ’ ούτος μεν ο αββάς Ηρακλείδης, αφού διέλαμψεν ούτω με σεμνήν και θεάρεστον πολιτείαν, ετελείωσε τον βίον με γήρας καλόν και ετάφη εκεί εις τους τάφους των Οσίων Πατέρων και μετά των χορών των Αγίων πρεσβεύει αδιαλείπτως εν παρρησία προς τον Θεόν υπέρ ημών και παντός του κόσμου. Ο δε αββάς Γεώργιος, αφού εγκαταλείφθη μόνος εις το κελλίον, ελυπείτο και ωδύρετο δια την κοίμησιν του αδελφού του, ηκολούθει δε γενναίως την πολιτείαν και την άσκησιν αυτού, αγαπώμενος υπό πάντων. Πολλάκις δε διηκόνησε τους Πατέρας μετά ειρήνης και ευλαβείας, διότι εδέχθη και την αξίαν της διακονίας, την οποίαν επετέλει μετά φόβου και κατανύξεως, και εστήριζε τους πάντας, λειτουργών πάντοτε και υπηρετών τους πάντας. Μίαν ημέραν εχρειάσθη να εξέλθη δια εργασίαν τινά. Όταν ήνοιξε την θύραν βλέπει λέοντα εξηπλωμένον έμπροσθεν αυτής· έχων δε την καρδίαν άφοβον, έσπρωξε τούτον με τον πόδα του και διέταξεν αυτόν να αφήση τόπον της θύρας δια να εξέλθη εις την κατεπείγουσαν χρείαν· ο λέων εσιγομούγκριζε φιλικώς και έσειε την ουράν, μη θέλων να σηκωθή. Ο αββάς Γεώργιος έσπρωξεν αυτόν δύο και τρεις φοράς με τον πόδα δια να δώση τόπον, επειδή δε αυτός δεν υπήκουεν είπεν ο Άγιος: Καλώς, επειδή δεν έχεις υπακοήν, κατά τον λόγον της Γραφής, «τας μύλας των λεόντων συνέθλασεν ο Κύριος», ευλογητός ο Θεός, άνοιξον το στόμα του δια να ίδωμεν. Ο δε λέων ήνοιξε μεγάλως το στόμα και αφήκεν αυτόν να ψηλαφά καθώς ήθελε· τότε έβαλεν ο Άγιος την χείρα εις το στόμα του θηρίου και αφού εψηλάφησεν, εβεβαίωνε λέγων: «Όπως τις ψηλαφά πάσσαλον σαλευόμενον εις τον τοίχον, ούτως είναι οι οδόντες του λέοντος». Τότε εσηκώθη ο λέων και έφυγεν, ο δε Άγιος εξήλθε και ετελείωσε την εργασίαν αυτού. Όταν απέθανεν ο κατ’ εκείνον τον καιρόν Ηγούμενος, έγινε μεγάλη ταραχή και διχόνοια εις την Λαύραν και εμοιράσθησαν εις δύο μερίδες δια την ανάδειξιν του νέου Ηγουμένου· ήρχισαν δε να χαλώσι τους νόμους του τόπου και τας συνηθείας των Πατέρων αυτών. Δια τούτο ελυπείτο και εστενοχωρείτο ο γέρων και παρακάλει εκτενώς τον Θεόν να τον πληροφορήση που είναι το θέλημά του να μεταβή· και βλέπει εις οπτασίαν δύο μεγάλα όρη φωτεινά, εκ των οποίων το εν ήτο πολύ υψηλότερον και φωτεινότερον του άλλου. Λέγει λοιπόν προς αυτόν εκείνος ο οποίος εδείκνυε την οπτασίαν: «Που επιθυμείς να ανέλθης και κατοικήσης»; Ο δε γέρων παρεκάλει εις το υψηλότερον· και λέγει ο φανείς προς αυτόν: «Ανάβα λοιπόν εις το Μοναστήριόν σου, εις το οποίον εκουρεύθης Μοναχός και κατοίκησε εις τα Κελλία». Παρευθύς δε αφού ανέβη, παρεκάλει τον Ηγούμενον του Χοζεβά να του δώση κατοικίαν εις τα Κελλία. Ήτο δε Ηγούμενος του Μοναστηρίου ο Λεόντιος, ανήρ αγαθός και πολύ ελεήμων και φιλόπτωχος· τοσούτον δε επρόκοψεν εις την αρετήν της ελεημοσύνης, ώστε μετά τον θάνατον αυτού είδεν αυτόν εις των γερόντων να ίσταται όλως ως πυρ έμπροσθεν του θυσιαστηρίου. Ο γέρων λοιπόν, όταν είδε τον μαθητήν του, εχάρη πολύ και παρευθύς έδωκεν εις αυτόν κελλίον, και ανελθών εκατοίκησεν εις τα κελλία του Χοζεβά. Ουδείς ηδυνήθη να μάθη την πολιτείαν αυτού καθ’ όλον τον καιρόν τον οποίον έμεινεν εις το κελλίον, πλην του ότι δεν απέκτησεν ούτε οίνον, ούτε έλαιον, ούτε άρτον, ούτε ένδυμα ειμή μόνον εν κοντόρρασον, το οποίον εφόρει εις την Εκκλησίαν. Περιερχόμενος δε τα δοχεία των απορριμμάτων εσύναζε τα ράκη και αφού συνέρραπτεν αυτά έκαμνε το ένδυμά του, από τα ίδια δε απετελείτο και η στρώσις αυτού. Παρεκάλει δε τους κατά καιρόν κελλαρίτας να φυλάττωσι δι’ αυτόν από Κυριακής εις Κυριακήν τα αποσπογγίσματα των τραπεζών των Πατέρων και των ξένων ό,τι και αν ήσαν, είτε λάχανα είτε όσπρια είτε όστρακα. Αφού ελάμβανε ταύτα, τα εκοπάνιζεν εντός λιθίνου γουδίου και έκαμνε σφαίρας, τας οποίας εξήραινεν εις τον ήλιον και εκ τούτων, αφού τα έβρεχε με ύδωρ, έτρωγε κάθε δύο ή και τρεις ημέρας, εάν και καθόλου εχρειάζετο να φάγη εις το κελλίον. Διότι το εσπέρας του Σαββάτου συνείθιζον οι κελλιώται ν’ ανέρχωνται εις το Κοινόβιον και να συμμετέχωσιν εις την ακολουθίαν και την λειτουργίαν των Αχράντων Μυστηρίων και εις την τράπεζαν μετά των εν τω Μοναστηρίω Πατέρων· και πιστεύσατέ μοι, τίμιοι πατέρες και αδελφοί, ότι εγώ ο ίδιος, όταν μετά την έφοδον των Περσών ανήλθομεν εις το Μοναστήριον, επήγον μετά τινων αδελφών εις τα κελλία και εύρομεν τα περισσεύματα των τοιούτων σφαιρών και πάντες εθαυμάσαμεν πως μετεχειρίζετο αυτάς. Όταν δε έφθασαν οι Πέρσαι έως την Δαμασκόν, ταραχή μεγάλη έγινεν εις την χώραν ταύτην. Ημέραν τινά εκάθητο ο Όσιος εις την πέτραν θερμαινόμενος εις τον ήλιον (διότι ήτο ισχνός από την υπερβολικήν εγκράτειαν), καιόμενος δε όλος από τον πόθον του πνευματικού έρωτος δια την εργασίαν του θείου θελήματος, παρεκάλει μετά συνεχών δακρύων τον φιλάνθρωπον Θεόν όπως ευσπλαγχνισθή τον λαόν αυτού· και ήλθε φωνή προς αυτόν: «Κατάβα εις την Ιεριχώ και βλέπεις τα έργα των ανθρώπων». Τότε εσηκώθη και αφού εύρε τινάς αδελφούς του Κοινοβίου, οι οποίοι κατέβαινον εις Ιεριχώ, κατέβη μετ’ αυτών. Όταν έφθασαν εις τους προ της πόλεως κήπους, εξαίφνης ακούει εις τον αέρα ταραχήν μεγάλην πλήθους ανθρώπων, οι οποίοι επολέμουν μεταξύ των και εκτύπων και εκραύγαζον ως εις μάχην. Υψώσας δε τους οφθαλμούς εις τον αέρα, βλέπει τούτον γεμάτον από Ινδούς, οι οποίοι συνεκρούοντο ως εις πόλεμον, η δε γη εσείετο και έτρεμε κάτωθεν των ποδών των. Τότε οι αδελφοί λέγουσι προς τον Όσιον: «Ελθέ, πάτερ, να εισέλθωμεν εις την πόλιν· διατί εστάθης τόσην ώραν και βλέπεις εις τον αέρα»; Ο δε λέγει προς αυτούς μετά δακρύων και θλίψεως: «Ας φύγωμεν, αδελφοί, και ας επιστρέψωμεν· ή δε βλέπετε και αισθάνεσθε ότι η γη σαλεύεται»; Και ως είπεν αυτά, ιδού εξαίφνης εξήλθον εκ της πόλεως έφιπποι τινές ωπλισμένοι και άλλοι τινές νέοι πεζοί και παίδες, οι οποίοι είχον κρεμασμένα ξίφη και λόγχας εις τας χείρας αυτών και περιέτρεχονεδώ και εκεί· εγνώρισαν λοιπόν οι αδελφοί ότι αύτη ήτο η σάλευσις της γης, την οποίαν έλεγεν ο γέρων, και επέστρεψαν εις το Μοναστήριον με φόβον μεγάλον, διότι διηγήθη εις αυτούς και την οπτασίαν την οποίαν είδεν εις τον αέρα. Ο γέρων, αφού ανήλθεν εις το κελλίον του, έκλαιε και ωδύρετο δια την ανευλάβειαν και κακοτροπίαν του λαού, μάλλον δε αγνωσίαν και ασέβειαν. Την επομένην ημέραν εξελθών εκ του κελλίου εκάθητο εις την πέτραν θερμαινόμενος εις τον ήλιον και παρεκάλει και ικέτευε τον Θεόν, λέγων: «Δέσποτα, ο Θεός των οικτιρμών και Κύριε του ελέους, όστις θέλεις να σωθώσι πάντες και να γνωρίσωσι την αλήθειαν, ύψωσον την ράβδον σου και παίδευσον τον λαόν τούτον, διότι περιπατεί με αγνωσίαν». Και εξαίφνης βλέπει ράβδον πυρός εις τον αέρα, η οποία εξετείνετο από της αγίας πόλεως έως των Βόστρων· και εγνώρισεν ο Άγιος, ότι θέλει παιδευθή βαρέως ο λαός και έκλαιε πάντοτε και ωδύρετο. Όταν λοιπόν έφθασεν η έφοδος των Περσών και περιεκύκλωσαν την αγίαν Πόλιν, τότε εξήλθον και οι αδελφοί του Κοινοβίου και οι κελλιώται, και οι μεν έφυγον εις την Αραβίαν μετά του Ηγουμένου, οι δε εισήλθον εις τα σπήλαια και άλλοι εκρύπτοντο εις τον καλαμώνα, μετά των οποίων ήτο και ο Όσιος ούτος γέρων· διότι πολύ τον παρεκάλεσαν οι αδελφοί και εξελθών εκρύπτετο μετ’ αυτών. Οι Σαρακηνοί ηρεύνων επιμελώς τον χείμαρρον και εξήταζον τους ορεινούς περί των υπαρχόντων αυτών· αφού δεν εύρον τον γέροντα και πολλούς άλλους Πατέρας, τους μετέφερον εις άλλον χείμαρρον· μεταξύ αυτών ήτο ο αββάς Στέφανος ο Σύρος, γέρων περίπου εκατόν και πλέον ετών, Άγιος και περιβόητος πατήρ, τον οποίον και εφόνευσαν εκεί, τους δε άλλους μετέφερον εις την αιχμαλωσίαν. Τον δε Άγιον Γεώργιον, επειδή είδον ακτήμονα και πολύ ισχνόν και ευλαβή, εσεβάσθησαν την πολιτείαν αυτού, μάλλον δε κινηθέντες και από τον Θεόν, αφού έδωσαν εις αυτόν ζεμπίλιον γεμάτον με άρτους και αγγείον με ύδωρ, τον απέλυσαν και είπον προς αυτόν: «Όπου θέλεις σώσε τον εαυτόν σου». Ο δε κατέβη εις τον Ιορδάνην δια νυκτός και περιήρχετο εκεί έως ότου επέρασαν οι Πέρσαι από την Ιεριχώ φεύγοντες εις Δαμασκόν, έχοντες μετ’ αυτών τους αιχμαλώτους της αγίας πόλεως· απ’ εκεί ανήλθεν εις την αγίαν πόλιν, όπου και έμεινεν έως ότου κατέβη πάλιν εις τον Χοζεβάν, και τότε δεν επήγε πλέον εις τα κελλία, αλλ’ έμεινεν εις Μοναστήριον όπου καθημερινώς εδίδασκε και εστερέωνε τους αδελφούς και πλείστα θαύματα επετέλεσε ως ταύτα περιγράφονται εις τον πλατύτερον Βίον του. Αλλ’ επειδή και αυτός άνθρωπος ήτο και έπρεπε να μεταβή προς τον ποθούμενον Κύριον, ησθένησεν ασθένειαν, από την οποίαν και εκοιμήθη. Την δε εσπέραν κατά την οποίαν ετελειώθη ο Όσιος, δια να δειχθή μετά πόσης πεποιθήσεως ανεχώρει προς τον Κύριον, κατ’ οικονομίαν Θεού έφθασε πλήθος ξένων εις την Μονήν και είχον πολύν περισπασμόν εις την υπηρεσίαν μου (λέγει ο συγγραφεύς της παρούσης Βιογραφίας και μαθητής του Οσίου Αντώνιος). Αδελφοί δε τινές εκ των καθημένων πλησίον του γέροντος, ανήλθον πολλάκις και μοι είπον: «Ο γέρων ζητεί σε, λέγων που είναι ο Αντώνιος; Καλέσατέ μοι αυτόν διότι τώρα μέλλω να τελειώσω». Εγώ δε εστενοχωρούμην και εκ των δύο, θέλων και την διακονίαν μου να εκτελέσω και πάλιν να κατέλθω εις τον γέροντα. Εγνώρισε τούτο ο γέρων δια του πνεύματος και μοι εμήνυσε: «Μη λυπήσαι μηδέ ταράσσεσαι, τέκνον, αλλά τελείωσον την διακονίαν σου και σε περιμένω έως ότου έλθης». Επειδή δε όταν εσηκώνοντο οι ξένοι από την τράπεζαν άλλοι έφθαναν, παρετάθη η ώρα σχεδόν μέχρι του μεσονυκτίου και ο γέρων επερίμενεν. Αφού λοιπόν ετελείωσα την διακονίαν μου και απέλυσα όλους τους ξένους, κατέβην προς αυτόν. Και όταν με είδεν, αφού με ενηγκαλίσθη και κατεφίλησε και ηυλόγησεν, εστράφη προς ανατολάς και λέγει: «Έξελθε, ψυχή μου, τώρα εν Κυρίω, έξελθε». Αφού δε είπε τον λόγον τούτον τρεις φοράς, παρέδωκε το πνεύμα εις τον εν αυτώ και μετ’ αυτού αγωνισάμενον Κύριον την καλήν ταύτην και σεμνήν πολιτείαν. Ούτω μετετέθη προς Κύριον, ωσάν να μετατοπίζηται τις βήμα ποδός, λίαν ειρηνικώς και ησύχως· και είναι φανερόν ότι εις χείρας Θεού αφήκε το πνεύμα, καθώς είναι γεγραμμένον: «Δικαίων ψυχαίεν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος», και πάλιν: «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων αυτού». Εγώ δε ως εγνώρισα ότι παρέδωκε το πνεύμα, έπεσον εις το στήθος αυτού και εθρήνουν και έκλαιον την στέρησιν του Οσίου Πατρός. Και αφού εκηδεύσαμεν αυτόν με ψαλμούς και ύμνους και ωδάς πνευματικάς, τον κατεθέσαμεν εις τους τάφους των Οσίων Πατέρων, και τώρα ευρίσκεται μετά των χορών των Αγίων, και πρεσβεύει μετ’ αυτών υπέρ ημών και παντός του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου