Νικόλαος ο νεοφανής και γενναίος Μάρτυς του Χριστού κατήγετο από κάποιο ασήμαντο χωρίον, το οποίον υπό των εντοπίων ωνομάζετο Ψάρι και ευρίσκετο περίπου εις τα όρια της Κορινθίας. Οι γονείς του ωνομάζοντο Ιωάννης και Καλή, ήσαν δε και οι δύο θεοσεβείς και πιστοί εις τον Χριστόν. Ούτοι κατά το δωδέκατον έτος της ηλικίας του Μάρτυρος απήλθον του κόσμου τούτου και άφησαν αυτόν μόνον εις την οικίαν των. Ο δε παις, μη υποφέρων την στέρησιν των γονέων του, έρχεται με μερικούς νέους εις πόλιν λεγομένην Σηλύβριαν, η οποία απέχει από την Κωνσταντινούπολιν πορείαν μιας ημέρας. Εις την πόλιν αυτήν εισήλθεν εις την υπηρεσίαν τινός εκ των επισημοτέρων κατοίκων, φροντίζων δια τα πράγματα του κυρίου του.
Επειδή δε είχεν εις την καρδίαν του τον φόβον του Θεού και εξετέλει πιστώς τας εντολάς του Χριστού, μαζί με την εκτέλεσιν της υπηρεσίας του εφρόντιζε και δια τας αγίας Εκκλησίας όσον ημπορούσεν. Ανατραφείς λοιπόν καλώς και ευσεβώς, όταν έφθασεν εις την νόμιμον ηλικίαν έλαβε νόμιμον γυναίκα και έγινε πατήρ τέκνων, τα οποία ανέτρεφε σύμφωνα με τας ελληνικάς παραδόσεις και την διδασκαλίαν του Χριστού, ώστε εκ του καρπού να γνωρίζεται το δένδρον, αν και συνανεστρέφετο μέσα εις τον κόσμον. Ούτος δηλαδή, πωλών διάφορα τρόφιμα εις τον μεγάλον δρόμον, ουδόλως παρημέλει και την σωτηρίαν της ψυχής του, φροντίζων ιδιαιτέρως δια τους πτωχούς και ευαρεστών τω Θεώ με τας ελεημοσύνας τας οποίας έδιδε και με την συχνήν παρακολούθησιν εις τους Ναούς των ιερών ακολουθιών. Επειδή όμως επεθύμει μεγαλύτερον ακόμη χάρισμα, εννοώ το Μαρτύριον, και τούτου ηξιώθη. Όταν δηλαδή κατά το τριακοστόν τέταρτον έτος της βασιλείας του ο σουλτάνος Σουλεϊμάν εξεστράτευσεν εις την Περσίαν, έφησεν έπαρχον εις την Κωνσταντινούπολιν κάποιον Σινάν ονόματι. Ούτος υπερηφανευόμενος δια την συγγένειαν, την οποίαν είχε με τον σουλτάνον, κατετυράννει τους υπηκόους του, και τίποτε το χρήσιμον μεν δεν είχε να παρουσιάση, τουναντίον δε φουσκωμένος δια το αξίωμα, το οποίον είχε, διέπραξεν εναντίον των Χριστιανών ό,τι φοβερόν και βάρβαρον ημπορεί να φαντασθή κανείς. Διότι άλλους μεν συνελάμβανε και έρριπτεν ως σκλάβους εις τα πειρατικά πλοία, άλλους δε ετρομοκράτει με την απειλήν διαφόρων βασάνων. Τότε λοιπόν και ούτος ο του Χριστού Νεομάρτυς Νικόλαος, φθονηθείς αδίκως υπό των Αγαρηνών, οι οποίοι εγειτόνευον με αυτόν εις τον μεγάλον δρόμον, επειδή επώλει πολύ περισσότερα εμπορεύματα από αυτούς, ωδηγήθη εις την Κωνσταντινούπολιν, διότι δήθεν ύβρισε τον ψευδοπροφήτην Μωάμεθ. Εκεί παρασταθείς εις το κριτήριον του επάρχου και χωρίς ουδόλως κατ’ αλήθειαν να δειλιάση, ωμολόγησε τον εαυτόν του Χριστιανόν και ήλεγξε την θρησκείαν των Αγαρηνών ως ψευδή. Δια τούτο, κατά διαταγήν του επάρχου, εδάρη με ράβδους από κλάδους ροδιάς τόσον σκληρώς, ώστε και από τους όνυχας των ποδών του έτρεχεν άφθονον αίμα, εις την κατάστασιν δε αυτήν ερρίφθη εις την φυλακήν. Ήτο δε τότε το έτος αφνδ΄ (1554). Μετά τέσσαρας ημέρας, εξαγαγών αυτόν ο κριτής από το δεσμωτήριον, προσεπάθει με κολακείας και με υποσχέσεις μεγάλων αξιωμάτων να παρασύρη τούτον, ώστε να αρνηθή την αμώμητον πίστιν του Χριστού, αλλ’ ουδέν κατώρθωσεν ο αλιτήριος. Διότι ο της αληθείας Μάρτυς Νικόλαος ακόμη περισσότερον επέμενεν εις την ευσεβή πίστιν και το όνομα του Χριστού επικαλούμενος ήλεγξεν ακόμη περισσότερον τους ασεβείς δια την απιστίαν των και τον ψρυδοπροφήτην των ωνόμαζεν υιόν του διαβόλου και εχθρόν του Θεού. Δια τούτο έδεσαν αλύσεις εις τον τράχηλόν του και αντί άλλου ενδύματος του εφόρεσαν ψάθαν γύρω από το σώμα του, εις αυτήν δε την κατάστασιν οι δήμιοι τον περιέφεραν εις όλην την πόλιν. Επειδή όμως και αυτή η βάσανος ουδόλως εκλόνισε τον Μάρτυρα από την ευσεβή πίστιν, αλλά μάλλον τον ενεδυνάμωνεν εις αυτήν, κατά διαταγήν του επάρχου ήναψαν εις το ιπποδρόμιον μεγάλην πυράν, όπου ωδήγησαν τον Μάρτυρα οι υπερασπισταί της ασεβείας, δεν έρριψαν όμως αμέσως αυτόν μέσα εις το πυρ, αλλά καίοντες τας σάρκας του ολίγον κατ’ ολίγον εις την φλόγα, έκαμνον σκληροτέραν και βασανιστικωτέραν την τιμωρίαν του. Αφού ο Άγιος υπέστη επί πολλήν ώραν την φρικτήν αυτήν βάσανον, μη δυνάμενος πλέον να σταθή όρθιος, έκλινε προς τα δεξιά, και ο δήμιος, αφού ετέντωσε τας αλύσεις, τας οποίας ο Μάρτυς εξηκολούθει να φέρη εις τον λαιμόν του, απέκοψε δια του ξίφους την τιμίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως ο γενναίος Μάρτυς του Χριστού παρέδωσε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Και το μεν τίμιον αυτού σώμα, κατακαέν εις το πυρ, μετεβλήθη εις στάκτην, μόνη δε η τιμία αυτού κάρα αγορασθείσα από κάποιον πιστόν αντί είκοσι χρυσών νομισμάτων, που έδωσεν εις τον δήμιον, απεστάλη εις την Μονήν του Οσίου Πατρός ημών Αθανασίου, την καλουμένην του Μετεώρου, όπου και μέχρι σήμερον ευρίσκεται αναβλύζουσα πηγάς πολλών θαυμάτων, εις δόξαν Χριστού του αληθινού Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου