Γεώργιος ο Άγιος Νεομάρτυς του Χριστού εγεννήθη εν Κρήτη εις την Επαρχίαν Κυδωνίας, χωρίον Αλικιανού, κατά την 24ην Μαϊου 1846 από γονείς ευσεβείς Νικόλαον Ιερέα Διβόλην επονομαζόμενον, όσις ήτο γέννημα και θρέμμα της νήσου Φολεγάνδρου, και Αικατερίναν Μπουζιανοπούλαν, Κρήσσαν το γένος, εκ της άνωθεν επαρχίας Κυδωνίας από την ευγενεστέραν οικογένειαν του ιστορικού και ηρωϊκού χωρίου Θερίσσου, εις το οποίον μετέβη και ο πατήρ αυτού εφημέριος, όπου και ο μακάριος ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, έμαθε δε και ολίγα γράμματα, αλλά τόσον ολίγα, ώστε μόλις ανεγίνωσκεν, αλλ’ εκείνα τα ολίγα τον ωφέλησαν πάρα πολύ, καθώς θα ίδωμεν κατωτέρω.
Επειδή δε έμεινεν άτεκνος, μετήρχετο την γεωργικήν. Γεωργών δε όλην την ημέραν και φυτεύων αμπελώνα εκάθητο μετά το δείπνον και ανεγίνωσκε τα Συναξάρια των Αγίων και μάλιστα των Μαρτύρων, τα οποία υπερηγάπα. Τούτο εγίνετο καθ’ εκάστην εσπέραν μέχρι του μεσονυκτίου. Έλεγον δε οι γονείς αυτού προς αυτόν· «Τέκνον μου, πρέπει να κοιμηθής, να ξεκουρασθής, διότι αύριον έχεις εργασίαν». Ο μακάριος έλεγεν εις αυτούς· «Δεν αναπαύομαι ούτε κοιμούμαι ευχάριστα, εάν πρότερον δεν χορτάσω από την θείαν ανάγνωσιν». Κατά δε το τέλος του έτους αωξε΄ (1865), αναγνώσας μεγάλου τινός Μάρτυρος τον Βίον και καταθελχθείς την καρδίαν, εστέναξε βαθέως και είπε μετά κατανύξεως· «Χριστέ μου, αξίωσε και εμέ να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην σου». Ο δε αδελφός αυτού Ιωάννης, αόμματος ων, όστις εκάθητο πάντοτε μετ’ αυτού ακροώμενος, επέπληξεν αυτόν και του είπε· «Τι λέγεις εκεί, αδελφέ μου; Δεν ηξεύρεις ότι δια να γίνη αυτό που είπες πρέπει να εγερθή διωγμός κατά των Χριστιανών; Και συ μεν και άλλοι πολλοί θα δυνηθήτε να υποφέρετε τα μαρτύρια και θα ωφεληθήτε, αλλά πόσοι θα αρνηθούν τον Χριστόν και θα απολεσθούν»; Εις ταύτα ο μακάριος ουδέν απεκρίθη, αλλά στενάξας και πάλιν βαθύτατα είπε· ¨Ναι, Χριστέ μου, αν είναι θέλημά σου, αξίωσέ με να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην σου, όπως και συ έχυσες το αίμα σου δια την ιδικήν μου αγάπην». Ο δε αδελφός αυτού δεν είπεν αυτώ μηδέν πλέον, αλλ’ εφύλαξε τους λόγους τούτους μυστικούς. Ακούσατε δε πως συνέβη να εκπληρωθή η επιθυμία αύτη της καρδίας του. Ως γνωστόν, κατά το έτος αωξστ΄ (1866) ηγέρθη εκείνη η τρομερά επανάστασις εν Κρήτη, εις την οποίαν και αυτός υπηρέτει, κομίζων γράμματα εκ του ενός αρχηγού εις τον άλλον, και όπως αλλέως ηδύνατο. Κατά δε την πέμπτην Φεβρουαρίου, ημέραν Κυριακήν, του έτους αωξζ΄ (1867), ευρέθη εις το χωρίον Φουρνέ της αυτής επαρχίας, εις το οποίον ήσαν πλείστοι επαναστάται, οίτινες, ως λέγουν, επροδόθησαν από τινα Χριστιανόν εις τον εκεί πλησίον ευρισκόμενον πασάν, όστις, αποστείλας πολυάριθμον στρατόν, περιεκύκλωσε το άνωθεν χωρίον και συνέλαβε πλείστους εκ διαφόρων χωρίων της αυτής επαρχίας, μεταξύ των οποίων συνελήφθη και ο μακάριος Γεώργιος· αφ’ ου δε τους συνέλαβον, τους απήγαγον εις τας σκηνάς των. Εκεί δε λαβόντες δύο εξ αυτών εκ του χωρίου Φουρνέ εβασάνιζον αυτούς ανηλεώς δια να μαρτυρήσουν από ποίον χωρίον κατάγεται έκαστος. Και τους μεν κατοίκους των ορεινών χωρίων εκράτησεν ο πασάς, τους δε λοιπούς απέστειλεν εις τα Χανιά προς τον Μουσταφά πασάν, όστις παρακληθείς από τον φίλον του Ιωάννην Τσαπάκην ή Γιάννακαν απέστειλεν επιστολήν εις τον συλλαβόντα αυτούς πασάν δια να απολύση όσους εκράτησεν. Αλλ’ αυτός προνοήσας τούτο διέταξε τον σκοπόν να κρατήση τον γραμματοκομιστήν μέχρις ότου εκτελάση τον αιμοβόρον αυτού σκοπόν, διότι την νύκτα της Κυριακής προς την Δευτέραν κατέκοψεν αυτούς. Επειδή δεν τους εφόνευεν απλώς, αλλ’ έκοπτε πρώτον τα ώτα, την μύτην, την γλώσσαν, τας χείρας, τους πόδας, τα απόκρυφα μέλη, εξώρυσσε τους οφθαλμούς και τελευταίον έκοπτε την κεφαλήν. Τούτο δε το τέλος έλαβον όλοι αδιακρίτως. Αφ’ ου δε ήλθε και η σειρά του μακαρίου Γεωργίου, λαβών αυτόν εις αξιωματικός, εκ του άνωθεν χωρίου Αλικιανού, Μουλατζιμπαχρής ονομαζόμενος, όστις εγνώριζεν αυτόν παιδιόθεν, είπεν εις αυτόν· «Έλα, μωρέ Γιωργάκη, να κάμης μια δουλειά όπου θα σου ειπώ, δια να γλυτώσης την ζωήν σου, εάν θέλης, διότι σε γνωρίζω και σε λυπάμαι να αποθάνης». Ο δε είπεν εις αυτόν· «Τι δουλειά είναι αυτή, Μπαχρή Αγά»; Αυτός δε του απεκρίθη· «Να γίνης Τούρκος». Τότε ο μακάριος εγέλασε και του λέγει· «Μη γένοιτο να αλλάξω την πίστιν μου, όχι μόνον αν μου χαρίσετε την ζωήν, αλλά και όλον τον κόσμον». Τότε πάλιν του λέγει· «Εγώ ήθελα να σου κάμω αυτό το καλό, διότι, ότε ήμουν μικρός ακόμη, ενθυμούμαι ότι έσπασε το πόδι του ο αδελφός μου Αρίφ και του το εθεράπευσεν ο πατέρας σου. Αλλά αφού δεν δέχεσαι την συμβουλήν μου, με άλλον τρόπον δεν δύναμαι να σε σώσω και ας είναι η αμαρτία του θανάτου σου ιδική σου και εις τον λαιμόν σου. Αλλ’ αφ’ ου δεν λυπάσαι την ζωήν σου, δεν λυπάσαι τουλάχιστον τους γονείς σου, ή καν την αδελφήν σου και τον τυφλόν αδελφόν σου, οι οποίοι θα μείνουν απροστάτευτοι; Επειδή ο πατήρ σου είναι γέρων και άμα συ αποθάνης με τοιούτον σκληρόν θάνατον, αφεύκτως θα αποθάνη και αυτός από την λύπην του». Τότε ο ευλογημένος Γεώργιος απεκρίθη προς αυτόν μετά θάρρους· «Αν είναι καλό αυτό όπου θέλεις να μου κάνης, έχε το δια τον εαυτόν σου, και εγώ δεν γίνομαι Τούρκος, αλλά Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα αποθάνω. Μάθε δε προς πλειοτέραν βεβαίωσιν της σταθερότητός μου, ότι προ πολλού επεθύμησα το Μαρτύριον και εζήτησα από τον Χριστόν μου να με αξιώση να το απολαύσω. Και τώρα – ας είναι δοξασμένος όπου με ηξίωσε του ποθουμένου – να φανώ τόσον άφρων, να καταφρονήσω της θείας του δωρεάς; Μη γένοιτο να πράξω το τοιούτον ουδέποτε, και τώρα μάλιστα αν θέλης να σου ειπώ, και τούτο δια το καλόν της ψυχής σου, συ έπρεπε να γίνης Χριστιανός όπου είσαι γεννημένος από μητέρα Χριστιανήν και ηξεύρεις από αυτήν πολύ καλά τα της αγίας ημών πίστεως, δια δε τους γονείς, τον αδελφόν και την αδελφήν μου μη σε μέλει, διότι, ίσα – ίσα, άμα αποθάνω δια την αγάπην του Χριστού μου, θα έχω παρρησίαν εις αυτόν και θα τους προστατεύσω χιλιάκις περισσότερον και καλλίτερον». Ταύτα και άλλα πολλά τοιαύτα ακούσας ο Μπαχρής και αισχυνθείς και απελπισθείς άμα αφήκεν αυτόν. Τότε παραλαβών τον Άγιον κατ’ ιδίαν εις Χριστιανός αξιωματικός, Χατζηεμμανουήλ Φουγλανάκης ονομαζόμενος, λέγει εις αυτόν· «Βρε Γιωργάκη, κάνε αυτό που σου λέγει ο Μπαχρής Αγάς, δια να τον απατήσης, να γλυτώσης την ζωή σου, και όταν υπάγης εις το σπίτι σου, πάλιν είσαι Χριστιανός και ο Θεός σε συγχωρεί, διότι βλέπει την ανάγκην». Τότε λέγει εις αυτόν ο Γεώργιος· «Δεν φοβείσαι τον Θεόν, Καπετάν Μανώλη, να μου λέγης αυτά τα διαβολικά λόγια; Αν και δεν τα λέγης από κακία, αλλ’ από πλάνην, δεν ηξεύρεις τι λέγει το Ευαγγέλιον δια τας τοιαύτας περιστάσεις; Άκουσε τι λέγει ο Χριστός· «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς. Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς» (Ματθ. ι: 32). Λοιπόν, εάν πράξω αυτό που μου λέγεις, πρέπει ύστερα να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην του Χριστού, όπως αποπλύνω την άρνησιν και μάλιστα εάν πράξω αυτό τώρα, εξ άπαντος θα με οργισθή ο Χριστός και θα με καταστρέψη ως καταφρονητήν της μεγάλης του ταύτης προς εμέ Χάριτος, την οποίαν μοι έδωσε καθώς του εζήτησα. Λοιπόν ας μην έχη ελπίδα ουδεμίαν ο Μπαχρής Αγάς, ότι θα γίνη το θέλημά του». Τότε παραλαβόντες αυτόν οι στρατιώται τον έφεραν πάλιν εις τον Μπαχρήν, όστις και πάλιν του λέγει· «Αι, τι απεφάσισες»; Ο δε μακάριος Γεώργιος του λέγει με μεγάλην χαράν και με πολύ θάρρος· «Ό,τι σου είπα και πριν, αυτό σου λέγω και τώρα και αυτό θα λέγω και μέχρι τελευταίας μου αναπνοής. Δηλαδή ότι Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου, δεν γίνομαι Τούρκος, δεν αφήνω την υπέρλαμπρον πίστιν μου δια να πιστεύσω εις την ζωωδεστάτην και σκοτεινοτάτην ιδικήν σας σατανικήν πλάνην». Απελπισθείς τότε παντελώς ο Μπαχρής παρέδωκε τον Άγιον εις τους δημίους, οι οποίοι τον παρεκίνουν να πίη ρούμι μίαν φιάλην, αλλ’ αυτός εγέλασε και τους λέγει· «Σας ευχαριστώ, δεν θέλω ρούμι να πιώ, διότι έχω να βαδίσω μεγάλον δρόμον και πρέπει να έχω σώας τας φρένας». Τότε ήρχισαν να τον κακοποιούν, καθώς και τους άλλους. Αλλ’ εν ω αυτού κακοποιουμένου έκλαιον και εθρήνουν οι Χριστιανοί ο εις την ζωήν του, ο άλλος την γυναίκα του και τα τέκνα του, αυτός ο ευλογημένος ίστατο ως λίθος πελεκημένος και ουχί μόνον δεν εφώναζεν, αλλ’ ουδέ ποσώς εδάκρυζεν ή εστέναζεν, αλλά έχαιρεν ως να εστέκετο γαμβρός, εν ώρα στέψεως, και εδόξαζε και ηυχαρίστει τον Θεόν, ότι τον ηξίωσε να έλθη εις τοιαύτην πανευφρόσυνον ώραν, γελών δε ηυχαρίστει και τους δημίους λέγων εις αυτούς· «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, διότι μου επροξενήσατε μεγάλην δόξαν και χαράν με αυτούς τους ολίγους πόνους και σας παρακαλώ να με κάμετε περισσότερα κομμάτια από τους άλλους, διότι όσον περισσότερον με βασανίσετε, τόσον περισσότερον θα με δοξάση ο Χριστός μου εις τους ουρανούς». Αφού λοιπόν έκοψαν τας χείρας, τα ώτα, την ρίνα, τα απόκρυφα μέλη, την γλώσσαν και τους πόδας του Μάρτυρος, εξώρυξαν τους οφθαλμούς, έκοψαν τελευταίον και την τιμίαν αυτού κεφαλήν και ούτως έλαβε το μακάριον τέλος του Μαρτυρίου ως επόθει και ανέβη στεφανηφόρος εις τα ουράνια, ίνα λάβη εντελώς τα βραβεία της λαμπράς νίκης, ομολογίας και σταθεράς αθλήσεως παρά Χριστού του Θεού και αγωνοθέτου. Το δε τίμιον αυτού και άγιον λείψανον ενώσαντες οι Αγαρηνοί μετά των λειψάνων των προ αυτού φονευθέντων Χριστιανών, ως είπομεν ανωτέρω, έρριψαν αυτά εις τόπον απόκρυφον και άγνωστον μέχρι σήμερον. Τούτο είναι, αδελφοί Χριστιανοί, το Μαρτύριον του Αγίου τούτου νέου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Κρητός και ας μη διστάση και ας μη αμφιβάλλη ουδείς, διότι εγράφη πιστώς και ακριβώς όπως το διηγούνται μεγαλοφώνως οι ανωτέρω αυτόπται και αυτήκοοι αξιόπιστοι μάρτυρες. Ταύτα δε κατορθώνει η πίστις εις την ψυχήν εκείνων, οι οποίοι θα προσκολληθώσιν εις αυτήν και δια τελείας αγάπης ενωθώσι μετά του Χριστού. Τα πάντα ούτοι θυσιάζουν και αυτήν την ζωήν των υπέρ της ομολογίας του αγαπημένου Χριστού, ελπίζοντες ότι θα τύχωσιν αιωνίου μακαριότητος, ης είθε να τύχωσι πάντες οι Χριστιανοί. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου