Λουκάς ο θείος Πατήρ ημών ήτο βλαστός, ή μάλλον ειπείν, στολισμός της Ελλάδος· οι γονείς του Οσίου κατήγοντο από την νήσον Αίγιναν, μη υποφέροντες δε ούτοι τας συχνάς επιδρομάς των Αγαρηνών, άφησαν την πατρίδα των και μετώκησαν εις τα μέρη της Φωκίδος, εις το παρά τον Σάλωνα χωρίον Καστόριον· εις το χωρίον τούτο εγεννήθη ο μακάριος Λουκάς εν έτει 896 από Χριστού, και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Στέφανος, η δε μήτηρ του Ευφροσύνη. Ευρισκόμενος ο Όσιος εις την παιδικήν του ηλικίαν, δεν ήτο ωσάν τα άλλα παιδία, τα οποία αγαπούν να παίζουν και να γελούν και να τρέχουν άτακτα, αλλ’ ήτο ήσυχος, εύτακτος και εις όλας του τας εκδηλώσεις είχε φρόνημα στερεόν και γεροντικόν.
Όθεν, κοντά εις τα άλλα, τόσον πολύ ηγάπησε την εγκράτειαν, ώστε από μικρόν παιδίον ακόμη εγκατέλειψε τα λιπαρά και δεν έτρωγεν ούτε κρέας, ούτε τυρόν, ούτε αυγά, ούτε κάθε άλλο ηδονικόν και παχύ φαγητόν, ούτε κανένα οπωρικόν, αλλά εζούσε με κρίθινον μόνον άρτον και ύδωρ και με χόρτα και όσπρια, την δε Τετάρτην και Παρασκευήν έμενε νηστικός έως της δύσεως του ηλίου. Το θαυμαστότερον δε είναι ότι ούτε εδιδάχθη από άλλον τινά να νηστεύη ταύτα και να ζη τοιαύτην ασκητικήν ζωήν, αλλά αφ’ εαυτού του κινούμενος απεστρέφετο κάθε φαγητόν, το οποίον γλυκαίνει τον λάρυγγα και αγαπούσε την πείναν, τους κόπους και ό,τι άλλο πράγμα είναι πικρόν εις την σάρκα. Κάποτε μάλιστα, όταν ο θείος Λουκάς έτρωγε μαζί με τους γονείς του, νομίζοντες εκείνοι ότι απέχει από τα φαγητά όχι κατά Θεόν και από ορθόν λογισμόν, αλλά από κουφότητα και παιδικήν αγνωσίαν, τον εδοκίμασαν με τον εξής τρόπον· εμαγείρευσαν εις ένα δοχείον κρέας μαζί με οψάριον και τα έβαλαν εις την τράπεζαν, ο δε Λουκάς μη ηξεύρων το γενόμενον, επειδή ο πατήρ του τού έδωκε το οψάριον, το επήρε και τρώγων αυτό ησθάνθη την ποιότητα του κρέατος και το τέχνασμα το οποίον του έκαμαν οι γονείς του και λυπούμενος εις τούτο πολύ εξήμεσεν εκείνο το οποίον έφαγε και εις απόδειξιν της μακροθυμίας του έμεινε νηστικός τρεις ημέρας, κλαίων ωσάν να είχε κάμει θεληματικώς κανένα άτοπον. Αφού λοιπόν οι γονείς του ηννόησαν τον σκοπόν του, ότι δεν ήτο ανθρώπινος, αλλά θεϊκός, τον άφησαν να πορεύηται καθώς θέλει. Παρ’ όλον δε ότι είχεν ο Όσιος τοιαύτην ακριβή πολιτείαν, ενώ ήτο ακόμη παιδίον, δεν αμελούσεν όμως και το πρέπον σέβας εις τους γονείς του, αλλ’ υπετάσσετο εις αυτούς και έβοσκε τα ζώα των, κατά μίμησιν του Άβελ, του Ιακώβ και του Μωϋσέως. Είχε δε ο μακάριος τόσην ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν εις τους πτωχούς, ώστε όσους επαίνους και αν είπη κανείς, δεν ημπορεί να τον επαινέση καθώς πρέπει· διότι αυτός, ωσάν να ήτο όλως διόλου δοσμένος εις την αγάπην του πλησίον, δεν είχε καμμίαν φροντίδα δια τον εαυτόν του. Όταν τον έστελλαν οι γονείς του εις τας συνηθισμένας υπηρεσίας και εύρισκεν εις τους δρόμους πτωχούς, τους έδιδε την αναγκαίαν τροφήν, την οποίαν είχε μαζί του, αυτός δε διήρχετο νήστις, έχων δια ιδικήν του τροφήν το να τρέφη τους πεινασμένους αδελφούς του· ομοίως έκαμνε και εις τα ενδύματα· εάν εύρισκεν εις τον δρόμον γυμνους, εξεδύετο τα ενδύματά του και τα έδιδεν· όθεν επιστρέφων πολλάκις εις τον οίκον του πατρός του γυμνός, δεν τον έμελλε παντελώς ούτε δια το ψύχος, το οποίον εδοκίμαζεν, ούτε δια την εντροπήν, ούτε δια τας κατηγορίας και ονειδισμούς, τας οποίας του έκαμνον οι συγγενείς του· δια τούτο ενίοτε τον εξύλιζον οι γονείς του, αλλ’ εκείνος ο τρισμακάριος ουδέ εις τον νουν του το έβαζε, και όταν εξυλίζετο δια τους πτωχούς, ενόμιζεν ότι ελάμβανε τιμάς και στεφάνους και χαρίσματα. Πολλάκις τον άφηναν γυμνόν επί πολύν καιρόν και δεν του έκαμναν φορέματα, δια να αφήση την μακαρίαν καλωσύνην και φιλανθρωπίαν, την οποίαν είχεν εις τους πτωχούς· ο δε ευλογημένος Λουκάς τας τιμωρίας αυτάς τας ενόμιζεν ανταμοιβάς ουρανίων αγαθών· διότι όταν η ψυχή πιασθή από τα δεσμά του θείου έρωτος, δεν νομίζει τίποτε το να πάσχη δια τον αγαπητόν της Θεόν, αλλά χαίρεται εις τα λυπηρά και ανανεώνει εις την κακοπάθειαν· και όταν δεν πάσχη δια τον αγαπητόν της κανένα λυπηρόν, τότε αισθάνεται, ότι περισσότερον πάσχει και φεύγει την ανάπαυσιν και την καλοπάθειαν, ωσάν καμμίαν κόλασιν· σημείον δε της φιλανθρωπίας του Οσίου φανερόν είναι και το εξής· όταν επήγαινεν εις τους αγρούς του πατρός του δια να σπείρη, έσπειρε τον μισόν σπόρον, τον δε περισσότερον τον εμοίραζεν εις τους πτωχούς. Ακολουθούσεν όμως η ανταμοιβή παρά Θεού της ελεημοσύνης ταύτης χαριεστάτη· διότι όσον ολιγώτερος σπόρος εσπείρετο εις την γην, τόσον περισσότερον εκαρποφορούσεν, δια την ελεημοσύνην η οποία εδίδετο εις τους πτωχούς. Μετ’ ολίγον καιρόν, ο μεν πατήρ του Οσίου τελευτήσας απήλθε προς Κύριον, ο δε μακάριος Λουκάς αφιέρωσε τον εαυτόν του προς τον ουράνιον Πατέρα και αφήνων την φροντίδα των ζώων και των αγρών, κατεγίνετο εις μόνην την προσευχήν και την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Ότι δε ο Όσιος επρόκοψεν εις την θείαν προσευχήν, το μαρτυρούν και άλλοι πολλοί και μάλιστα η μητέρα του, η οποία τον παρηκολούθησε προς τούτο και το αποτέλεσμα της παρακολουθήσεως αυτής δεν είναι μικρόν, αλλ’ εκπλήττει την διάνοιαν των ακουόντων. Θέλουσα εκείνη να ίδη με τους ιδίους οφθαλμούς της τας νυκτερινάς προσευχάς του υιού της, επήγε νύκτα τινά εκεί κοντά, όπου εκάθητο ο Όσιος και εκρύφθη με τρόπον επιτήδειον, ώστε αυτή να βλέπη χωρίς να βλέπεται από άλλον. Εκεί είδε το φοβερόν θέαμα, καθώς αυτή η ιδία το εβεβαίωνε μεθ’ όρκου· είδε τον υιόν της, όταν προσηύχετο εις τον Θεόν, να παρίσταται με πολλήν ευλάβειαν και συγκέντρωσιν του νοός του, οι δε πόδες του δεν ήγγιζαν τελείως εις την γην, αλλ’ ήσαν υψηλά από αυτήν, έως ένα πήχυν, και τρόπον τινά ανέβαινε προς τον Θεόν· τούτο το φρικώδες θέαμα είδεν η μήτηρ του, όχι μίαν φοράν, ουδέ δύο, αλλά τρείς φοράς· είναι δε και άλλοι του θαύματος τούτου μάρτυρες, οι οποίοι με τους ιδίους των οφθαλμούς είδον τον Όσιον τοιουτοτρόπως προσευχόμενον και το ανήγγειλαν εις πολλούς. Επειδή δε ο Άγιος επεθύμει από πολλού να ζήση την ήσυχον ζωήν των Μοναχών, ευρίσκων καιρόν επιτήδειον, εκίνησε δια να υπάγη εις την Θεσσαλίαν· καθ’ οδόν όμως τον συνέλαβον οι στρατιώται, οίτινες ήσαν διωρισμένοι να φυλάττουν, δια να πιάνουν τους δούλους εκείνους, οι οποίοι φεύγουν από τους αυθέντας των, και να τους βάζουν εις τας φυλακάς. Αυτοί λοιπόν βλέποντες τον Άγιον ότι δεν διέφερε σχεδόν εις τίποτε από τους φυγάδας δούλους, δια τα ευτελή και ημελημένα ενδύματα και κινήματά του, τον ερωτούσαν τίνος δούλος είναι, πόθεν έρχεται και που υπάγει· ο δε Άγιος τους έλεγεν, ότι είναι δούλος του Χριστού και πηγαίνει εκεί όπου έχει υποσχεθή εις τον Θεόν· εκείνοι νομίζοντες ότι κρύπτει το ότι είναι δούλος και προσπαθεί να τους εξαπατήση, τον ερράβδιζαν δυνατά δια να ειπή τίνος δούλος είναι. Εκείνος όμως, επειδή ήτο φιλαλήθης και αληθινά μεγαλόψυχος, εσκέφθη, ότι είναι έργον μικροψυχίας το να ειπή ψεύματα, ότι είναι δούλος τινός, δια να μη τον ραβδίσουν· όθεν μετά τον ραβδισμόν τον έβαλον εις την φυλακήν. Δια του τρόπου τούτου ενόμιζεν ο διάβολος, ότι έκαμεν εκδίκησιν και ετιμώρησε δήθεν τον Όσιον, διότι ενώ εκείνος ο μιαρός τον επολέμει με μεγάλην αυθάδειαν δια μέσου των λογισμών και των παθών, ο Όσιος αντεπολέμει αυτόν δυνατά και τον ενίκα. Επειδή δε εγνωρίσθη από μερικούς, οι οποίοι τον εγνώριζον καλώς και εμαρτυρήθη τις ήτο, ελυτρώθη από την φυλακήν και επέστρεψεν οπίσω εις τους συγγενείς του. Έλαβεν όμως από εκείνους πολλούς ονειδισμούς και κατηγορίας, οι οποίοι ήσαν πολύ βαρύτεροι από τους ραβδισμούς των στρατιωτών. Γνωρίζουν όμως ότι ο διάβολος ήτο εκείνος, ο οποίος ημπόδιζε τα προς Θεόν διαβήματά του, δεν έπαυεν από το να παρακαλή τους οικτιρμούς του Θεού, δια να τελειώση τον πόθον της ψυχής του, καθώς και τον ετελείωσε με τούτον τον τρόπον. Δύο Μοναχοί, ερχόμενοι από την Ρώμην, κατέλυσαν εις την οικίαν της μητρός του και εφιλοξενήθησαν από αυτήν. Βλέπων αυτούς ο Όσιος ήναψεν όλος από θείον έρωτα και επόθει πάλιν την μοναδικήν πολιτείαν· όθεν συνομιλήσας με αυτούς, τους παρεκάλει να τον πάρουν μαζί των, δια να λάβη το Αγγελικόν σχήμα των Μοναχών. Εκείνοι όμως δεν εδέχοντο, διότι ήτο νέος και άπειρος και εάν εφανερώνετο το πράγμα εις τους γονείς του, θα επαιδεύοντο αυτοί. Αφ’ ου όμως ο Όσιος τους επληροφόρησεν, ότι είναι ξένος και δεν έχει να τον ζητήση κανείς, όντως κατεπείσθησαν και τον επήραν μαζί των. Εξελθόντες λοιπόν κρυφίως από το χωρίον του, ήλθον εις τας Αθήνας και παρέμειναν εις εν από τα Μοναστήρια των Αθηνών. Αφ’ ου δε εισήλθον εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου και προσηυχήθησαν, τον μεν Λουκάν παρέδωσαν εις τον Ηγούμενον της Μονής δια να τον κάμη Μοναχόν μετ’ ολίγον καιρόν και να τον συναριθμήση με την λοιπήν αδελφότητα, αυτοί δε εκίνησαν δια να υπάγουν εις τα Ιεροσόλυμα. Ο δε Ηγούμενος του Μοναστηρίου τούτου, αφού ηρώτησε πολλάκις τον Λουκάν, δια να του φανερώση πόθεν είναι και ποίοι είναι οι γονείς του και δεν ηδυνήθη να τον καταπείση εις τούτο, τον ενέδυσε το μικρόν καλούμενον σχήμα των Μοναχών. Η μήτηρ όμως του Οσίου, μη υποφέρουσα την στέρησιν του φιλτάτου υιού της, ελυπείτο και έκλαιε πικρώς και από την πολλήν λύπην της παρεπονείτο και προς αυτόν τον Δεσπότην των απάντων Θεόν και έλεγε· «Αλλοίμονον εις εμέ, Κύριε, ο Μάρτυς της ιδικής μου χηρείας και ερημίας· συ πρότερον εθανάτωσες τον άνδρα, τον οποίον μου έδωκες και με κατέστησες χήραν, πράγμα το οποίον δια γυναίκα είναι βαρύτερον και αυτού του θανάτου· τώρα πάλιν επήρες από τους οφθαλμούς μου εκείνον τον οποίον είχον παρηγορίαν του τοσούτου κακού και δεν βλέπω πλέον το αληθινόν φως ταύτης της αθλίας μου ζωής. Αλλά ποίον είναι το αίτιον, δια το οποίον εμάκρυνες από εμέ τον φίλτατόν μου υιόν; Μήπως τον ημπόδιζον από του να σχολάζη και να καταγίνεται εις την μετά Σου συνομιλίαν και προσευχήν; Μήπως τον ηνάγκαζον να αμελή την ιδικήν σου θεραπείαν, δια να επιμελήται την ιδικήν μου υπηρεσίαν; Μήπως τον εδίδασκον να προτιμά τα υλικά καλλίτερα από τα άϋλα και τα πρόσκαιρα από τα αιώνια; Και πως ήτο δυνατόν να το κάμω εγώ, όπου εδιδάχθην καλώς από τους γονείς μου να μη είμαι μόνον μήτηρ του σώματος, αλλά και της ψυχής των τέκνων μου; Πώς να έκαμνα τούτο εγώ, όπου προσηυχόμην να αγαπά ο υιός μου την ψυχήν του περισσότερον από το σώμα του; τούτο μόνον εποθούσα: να βλέπω τον φίλτατόν μου υιόν πάντοτε, ει δε μη, καν να τον βλέπω εις κάθε τόσον χρονικόν διάστημα, μίαν φοράν· αλλά και τούτο μόνον αρκετόν ήτο εις εμέ, αν ίσως και ήκουον από πλησίον τα καλά του έργα, δια να ευφραίνεται η ψυχή μου και να παρακινούμαι και εγώ εις την επιμέλειάν της. Μη λοιπόν, Βασιλεύ των απάντων, μη παραβλέψης τα δάκρυά μου, αλλά βάλε αυτά έμπροσθέν σου, ως λέγει ο θείος Δαυϊδ, και διάλυσε το σκότος της λύπης μου, το οποίον θέλεις διαλύσει, εάν αποδώσης πάλιν εις τους οφθαλμούς μου τον υιόν μου· και εξ άπαντος θέλω συγκαλέσει όλους εις την ανεύρεσιν του υιού μου και θέλω δοξολογήσει την μεγαλωσύνην σου και θέλω σε αινέσει όλας τας ημέρας της ζωής μου». Τοιουτοτρόπως προσευχομένη η μήτηρ του Οσίου κλίνει τον φιλάνθρωπον Θεόν εις έλεος και συμπάθειαν. Και τι γίνεται; Ο Θεός, όστις τα πάντα ποιεί με μόνον το νεύμα του, έκαμε και τούτο· εφάνη δηλαδή η μήτηρ του Λουκά εις τον ύπνον του Ηγουμένου, όστις είχε τον υιόν της και τον κατηγορούσε πολύ, λέγουσα· «Διατί, Πάτερ ετυράννησες εμέ την χήραν τόσον πολύ; Διατί προσέθεσες πληγήν επάνω εις την πληγήν μου; Διατί, άσπλαγχνε, εστέρησας από εμέ την μόνην παρηγορίαν της χηρείας μου; Διατί ήρπασας τον ιδικόν μου υιόν και γηροκόμον μου; Δος μου τον οπίσω γρήγορα· δος μου οπίσω το φως μου και την μόνην ελπίδα μου, ει δε μη, δεν θέλω παύσει από του να προστρέχω εις τον Θεόν, των πάντων Βασιλέα και να σε εγκαλώ, διότι είμαι πολύ ηδικημένη από μέρους σου». Τα τοιαύτα όνειρα κατετάραξαν τον Ηγούμενον· όμως κατ’ αρχάς ενόμισε ότι ταύτα ήσαν φαντασία και πείραξις του εχθρού· αλλ’ επειδή είδε τα ίδια δις και τρις και έβλεπε την γυναίκα να τον ονειδίζη και να μάχεται κατ’ αυτού σκληρά, εσκέφθη ότι ταύτα προήρχοντο εκ θείας θελήσεως και επομένως δεν έπρεπε νατα παραβλέψη. Όταν λοιπόν εξημέρωσε, καλεί τον νέον ο Ηγούμενος και με βαρύ σχήμα και λόγον του λέγει· «Διατί δεν ηθέλησες να μου φανερώσης τα κατά σε, με όλον ότι εγώ πρότερον σε ηρώτησα; Ειπέ μου, διατί ηρνήθης ότι έχεις γονείς και συγγενείς; Και πως ετόλμησες να λάβης τούτο το Άγιον σχήμα των Μοναχών, ενώ είσαι γεμάτος από δολιότητα και υποκρισίαν, καθώς μαρτυρούν αυτά τα πράγματα; Διότι, εάν συ εφανέρωνες απ’ αρχής τα κατά σε, ουδόλως αληθώς ήθελαν φανερωθή τώρα ταύτα και χωρίς συ να θέλης· φύγε λοιπόν από ημάς και από όλα τα περίχωρα των Αθηνών και ύπαγε οπίσω εις την μητέρα σου, από την οποίαν έχω τώρα τρεις νύκτας, όπου δοκιμάζω πολλήν ενόχλησιν». Ταύτα έλεγεν ο Ηγούμενος, ο δε μακάριος Λουκάς ίστατο έμφοβος και κάτω νεύων τους οφθαλμούς και δια του στόματος μεν δεν έλεγε τίποτε, με τα δάκρυα όμως και με τα σχήματα εδείκνυεν ότι λυπείται, διότι τον αποχωρίζει από το Μοναστήριον και από τους αδελφούς. Ο δε Ηγούμενος, ταύτα βλέπων, κατεπράϋνε τον θυμόν, παρακινούμενος από την πολλήν ταπεινοφροσύνην του θείου Λουκά, και του είπε· “Kατά το παρόν είναι αδύνατον να μη επιστρέψης οπίσω εις την μητέρα σου· αλλά αφ’ ου κάμης τούτο, δεν είναι κανείς όστις να σε εμποδίση από του να φροντίσης δια την σωτηρίαν της ψυχής σου, εις όποιον τόπον ήσυχον θέλεις· διότι, ως φαίνεται, η προσευχή της μητρός σου είναι πολύ θεοπειθής και νικά την ιδικήν σου προσευχήν». Ταύτα ως ήκουσεν ο θείος Λουκάς, δεν αντείπε τελείως, επειδή ήτο πολύ συνεσταλμένος και εσέβετο πάντας από ευλάβειαν. Έλαβε λοιπόν μετάνοιαν και ζητήσας την ευχήν του Ηγουμένου εξήλθε, χωρίς να θέλη, από το Μοναστήριον και εκίνησε να υπάγη εις την μητέρα του. Όταν εισήλθεν εις την οικίαν των, εύρε την μητέρα του επάνω εις στάκτην καθημένην, ήτο δε στυγνή και πολύ λυπημένη. Καθώς δε τον είδεν εκείνη, ενεπλήσθη θαυμασμού και χαράς και εσηκώθη επάνω· πλην όμως προσέξατε εδώ γυναικός αρετήν – δια να είπητε, ότι αρμόδιον ήτο εις τοιούτον δένδρον και μητέρα να κάμη τοιούτον καρπόν και υιόν. Αύτη η ευλογημένη, καθώς είδεν έξαφνα τον υιόν της, δεν έτρεξεν ευθύς να τον εναγκαλισθή, ως τέκνον της, ουδέ εδόθη όλη εις την θεωρίαν του, αλλ’ όλα αυτά δεύτερα λογιζομένη, πρώτον έστρεψε τους οφθαλμούς της προς τον Θεόν και υψώσασα τας χείρας της ωμολόγη την χάριν ταύτην εις Αυτόν, δια μέσου του οποίου εύρε πάλιν τον υιόν τον οποίον είχε χάσει και έλαβεν εις χείρας της τον ποθούμενον, λέγουσα· «Ευλογητός ο Θεός, ος ουκ απέστησε την προσευχήν μου και το έλεος αυτού απ’ εμού». Με τοιούτον τρόπον αποδοθείς ο μακάριος Λουκάς εις την μητέρα του, την υπηρέτη και της προσέφερε την τιμήν και την υπακοήν οίας χρεωστεί ο υιός προς την μητέρα. Αλλ’ έπειτα από τέσσαρας μήνας εκυρίευσε πάλιν τον ευλογημένον Λουκάν ο πόθος του Θεού και της ησυχίας και τον έκαμε να λησμονήση όλα τα άλλα και να οικειοποιηθή με μόνον και μόνον τον Θεόν. Τότε όμως ουδέ η μήτηρ αυτού ηναντιώθη εις τούτο, ουδέ το ενόμισε καταφρόνησιν, διότι ήξευρεν, ότι κάθε υιός πρέπει να προτιμά τους γονείς του από όλα τα άλλα, τον Θεόν όμως πρέπει να προτιμά και από αυτούς τους γονείς του. Παίρνων λοιπόν ο θείος Λουκάς την ευχήν της μητρός του και έχων αυτήν οδηγόν εις τον δρόμον του, επήγεν εις ένα βουνόν, το οποίον καλείται Ιωάννιτρα και περιπατών το μέρος του βουνού, το οποίον κλίνει προς την θάλασσαν, εύρε Ναόν των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού και εκεί έπηξε την ασκητικήν αυτού καλύβην· πόσους δε αγώνας και πολέμους έκαμεν εκεί ο Όσιος, μαχόμενος με την κοιλίαν, με τον ύπνον και με τους απανθρώπους δαίμονας, οι οποίοι δια μέσου αυτών μας πολεμούν, ούτε είναι δυνατόν να τους περιγράψη κανείς, αλλά και μετά δυσκολίας να τους πιστεύση, εάν άλλος τους διηγήται, δια την υπερβολήν του πράγματος. Εάν όμως πρέπει να δείξη τις τον Όσιον από ολίγα σημεία, ως τον λέοντα από τους όνυχας και την πηγήν όλην από την ολίγην γεύσιν του ύδατός της, δεν είναι άτοπον, πλησίον εις την διήγησιν των αρετών του, να προσθέσωμεν και τα εξής: Μαθητής τις του Οσίου είχεν απιστίαν και υποψίαν, ότι ο Όσιος υποκρίνεται, ότι καταγίνεται εις την προσευχήν και την αγρυπνίαν και εξοδεύει τον περισσότερον καιρόν της νυκτός εις τον ύπνον· ταύτην δε την υποψίαν έλαβεν ο μαθητής, διότι ο Όσιος δεν κατεγίνετο την νύκτα εις την μάθησιν των γραμμάτων, ούτε ηδύνατο ναδιαβάζη τα βιβλία των θείων Γραφών, και ήτο πολύ αμαθής. Ταύτα, λέγω, υποπτευόμενος εκείνος δια τον Όσιον και θέλων να δοκιμάση το πράγμα, όταν ενύκτωσε και η θύρα της καλύβης του Αγίου εκλείσθη, επήγε κοντά εις την θύραν, προσέπεσεν έμπροσθεν αυτής, ακούμβησε την κεφαλήν του εις την χαραμάδα της θύρας και επρόσεχε να ίδη και να ακούση τι λέγει ο Όσιος. Αφ’ ου λοιπόν εστάθη εκεί έως τον όρθρον, ύστερον επέστρεψεν εις το κελλίον του γεμάτος από θαυμασμόν και ελευθερωμένος από τους προτέρους λογισμούς της απιστίας, οίτινες τον επείραζον. Εκείνα δε τα οποία έμαθεν, όταν ευρίσκετο εκεί εις την θύραν του Οσίου, ήσαν τα εξής, καθώς μόνος διηγείτο ταύτα μετά την τελείωσιν του Οσίου. «Έμαθον (έλεγεν) εκεί, ότι ο Όσιος έκαμνε γονυκλιτάς μετανοίας και εγγίζων το πρόσωπόν του εις την γην, έλεγεν εις κάθε μίαν μετάνοιαν το «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»· έπειτα, όταν εθερμαίνετο περισσότερον, έβαλλε και περισσοτέρας μετανοίας, έως ότου εξωδεύετο όλη η δύναμις του σώματός του με το να μη ηδύνατο να ακολουθή εις την προθυμίαν του πνεύματος και ούτως έπιπτεν ύπτιος (ανάσκελα) εις την γην και έμενεν ώραν πολλήν ακίνητος· αλλά και εκεί, χαμαί κειτόμενος, δεν έστεκεν αργός, ούτε αμελούσε ή εκοιμάτο, αλλά εσήκωνε τας χείρας του ομού και τους οφθαλμούς και τον νουν του εις τον ουρανόν και εβόα εκτενώς το «Κύριε, ελέησον»· αφ’ ου δε εξεκουράζετο ολίγον το σώμα του, εσηκώνετο πάλιν όρθιος και προσηύχετο, έως ότου εξημέρωνεν». Αυτά είναι απόδειξις των κρυφίων αγώνων του Οσίου και του θερμού έρωτος, τον οποίον είχεν εις την ησυχίαν. Μίαν φοράν επήγεν ο Όσιος εις φίλον του τινά ενάρετον, ο οποίος ήτο Καθηγούμενος θεοφιλών Μοναχών, αφ’ ου δε εκάθησεν εκεί τρεις ημέρας, του ήλθε πόθος της ησυχίας και της καλύβης του και εζήτησεν ευλογίαν να αναχωρήση. Ο Ηγούμενος όμως δεν τον άφησε, διότι και εκείνος επόθει τον Όσιον και δεν υπέφερε τον χωρισμόν του, ότι οι πόθοι των κατά Θεόν φίλων είναι ισχυροί και δυνατώτεροι από τους πόθους της φύσεως. Και ο μεν Όσιος δεν εδέχετο να παραμείνη, αλλά ήθελε να υπάγη εις την καλύβην του, ο δε Ηγούμενος, ευρίσκων αφορμήν, ότι ήτο τότε πλησίον μεγάλη τις εορτή και αναγκαζόμενος από τον πόθον, τον οποίον είχεν εις τον Όσιον, του λέγει· «Έως πότε θα εναντιώνεσαι και θα προτιμάς περισσότερον την ερημίαν από την Εκκλησιαστικήν σύναξιν και μάλιστα τώρα όπου πλησιάζει εορτή πάνδημος, της οποίας, εάν δεν ακούσης τα ιερά λόγια και άσματα, θέλεις προξενήσει εις τον εαυτόν σου μεγαλωτάτην ζημίαν»; Εις τους λόγους τούτους ο θεοφόρος Λουκάς με την συνηθισμένην του απλότητα απεκρίθη αυτολεξεί ταύτα· «Διδάσκαλε, ποιμήν ευλογημένε, καλώς προστάζεις· όμως οι Κανόνες και αι αναγνώσεις και όλη η Εκκλησιαστική Ακολουθία προς ποίον καλόν φέρουσι τον άνθρωπον και ποίος είναι ο σκοπός τούτων»; Ταύτα ακούσας ο Ηγούμενος ηπόρησε και δεν είχε τι να απολογηθή. Ο δε Όσιος, λύων την απορίαν του, είπε πάλιν με την ομοίαν του απλότητα· «Διδάσκαλε αγαθέ, ποιμήν ευλογημένε, αι ψαλμωδίαι και αναγνώσεις και κάθε άλλη Ακολουθία οδηγούν και φέρουν τους εναρέτους εις τον φόβον του Θεού, καθώς συ διδάσκεις· λοιπόν, όποιος σπουδάζει να έχη εις την καρδίαν του τον φόβον αυτόν του Θεού, άραγε έχει ανάγκην τινά από αυτά όπου λέγεις»; Ως ήκουσε ταύτα ο προεστώς εθαύμασε μεγάλως, και πλέον δεν ηθέλησε να τον κρατήση, αλλά τον άφησε και επήγεν εις την καλύβην του. Ο Όσιος εφιλοπόνησε μικρόν περιβόλιον δια να κοπιάζη το σώμα του και δια να δίδη τα χρειώδη εις τους αδελφούς. Τούτο είχε φυτευμένον με κάθε δένδρον και είδος λαχάνων και καθημερινώς τα εμοίραζεν εις εκείνους οι οποίοι επήγαιναν εις αυτόν· ενίοτε δε, παίρνων από τους καρπούς του περιβολίου του ο ίδιος, ή φορτώνων αυτούς εις ζώον, τους επήγαινεν εις τα πλησιόχωρα μέρη, τους εξεφόρτωνε κρυφίως και τους άφηνεν εις το μέσον της πολιτείας, έπειτα δε επέστρεφεν εις την καλύβην του και τοιουτοτρόπως εχάριζεν εις τους άλλους, πλουσιοπάροχα, τους ιδικούς του κόπους. Εις το περιβόλιον τούτο του Οσίου ερχόμεναι έλαφοι από το βουνόν, το έφθειρον και το καταπατούσαν, ο δε Όσιος τας εδίωκε πότε με πέτρας και πότε με φωνάς, αυταί όμως πάλιν επήγαιναν και κατέφθειραν τα φυτά του περιβολίου του. Μίαν φοράν, βλέπων ο Όσιος μίαν έλαφον μεγαλυτέραν από τας άλλας, της ωμίλησεν ήσυχα, ωσάν να ωμιλούσε με λογικόν άνθρωπον και λέγει προς αυτήν· «Διατί σεις με αδικείτε και καταστρέφετε τους κόπους μου, ενώ εγώ δεν σας αδικώ εις τίποτε; Εγώ και σεις είμεθα δούλοι ενός αυθέντου και ποιήματα ενός Θεού, αφήνω δε το ότι εγώ με το να έγινα κατ’ εικόνα Θεού, έχω την εξουσίαν εις όλα τα ποιήματα αυτού· λοιπόν, ιδού όπου σε προστάζει ο Θεός να μη μετασαλεύσης από εκεί, όπου στέκεσαι, αλλά εκεί να λάβης την πρέπουσαν καταδίκην». Παρευθύς τότε έπεσε κατά γης η έλαφος και έμεινεν ακίνητος. Τότε έτυχον εκεί μερικοί κυνηγοί, οίτινες βλέποντες ακίνητον την έλαφον έτρεχον προς αυτήν, ωσάν να εύρον κανέν εύρημα και την έσυρον δια να την σφάξωσι. Τούτο όμως δεν εκαλοφάνη εις τον Όσιον, αλλά εσυνεπόνεσε την αθλίαν έλαφον και πηγαίνων εις τους κυνηγούς, τους ημπόδιζεν από την σφαγήν, λέγων προς αυτούς με πραότητα· «Αδελφοί, δεν έχετε δίκαιον να σφάξετε την έλαφον ταύτην,διότι ούτε ετρέξατε, ούτε εκοπιάσατε δι’ αυτήν· λοιπόν είναι φανερόν, ότι τούτο το δυστυχές ζώον, όπου κατέπεσε, χρειάζεται έλεος περισσότερον και βοήθειαν». Με τούτους τους λόγους κατέπεισε τους κυνηγούς και όχι μόνον άφησαν την έλαφον, αλλά και εβοήθησαν τον Όσιον, όστις, αφού την εσήκωσεν επάνω, την απέλυσεν, οι δε κυνηγοί εθαύμασαν την πολλήν συμπάθειαν και ημερότητα του Οσίου. Αλλά δεν πρέπει να παραδράμωμεν και τούτο· ότι με όλον ότι εταλαιπώρει το σώμα του ο Όσιος με τόσους κόπους, με παντοτεινάς αγρυπνίας, με αναριθμήτους γονυκλισίας, με ένδειαν φαγητών και τόσας άλλας ασκήσεις, ψωμί μόνον κρίθινον έτρωγε και ύδωρ, αλλά και αυτά με πολλήν εγκράτειαν, ενίοτε δε έτρωγε και λάχανα ή τα παρατυχόντα όσπρια. Παρ’ όλον δε ότι επάγωνεν από την ψύχραν του χειμώνος και εκαίετο από το καύμα του θέρους και κατετρώγετο από τας πολλάς ψείρας, δια να αφήσω όλας τας άλλας κακοπαθείας, τας οποίας εδοκίμαζεν, ήτοι την ολονύκτιον στάσιν, την ακατάπαυστον προσευχήν, την μοναξίαν, την ερημίαν, η οποία συνηθίζει να τραχύνη τον άνθρωπον και να σκληρύνη το ήθος της ψυχής του, παρ’ όλα ταύτα, λέγω, αν και εστενοχώρει δι’ όλων τούτων το σώμα ο Όσιος και εσκληρύνετο, όμως δεν εφάνη ποτέ σκληρός και πικρός και λυπηρός εις κανένα, αλλ’ ήτο χαριέστατος εις το πρόσωπον και εφαίνετο ιλαρός και ήμερος εις εκείνους οι οποίοι επήγαιναν προς αυτόν, φιλεύων αυτούς δια σωμετικών και πνευματικών τροφών, έως ότου εχόρταιναν, χωρίς να ολιγοστεύη το φαγητόν το οποίον είχε. Τούτο δε έπραττε και όταν ακόμη δεν είχεν άλλο τίποτε, ούτε ήλπιζε να λάβη, διότι εγνώριζεν ότι ο Θεός, όστις τρέφει τα κτήνη και τα πετεινά και τους κόρακας, δεν θέλει αφήσει απρονοήτους εκείνους, οι οποίοι εν αληθεία και ακαταπαύστως επικαλούνται το θείον του Όνομα. Επειδή δε εποθούσε πολύ ο Όσιος να λάβη το μέγα και Αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, ηξιώθη και τούτου με θείαν Πρόνοιαν και έγινε μεγαλόσχημος, τοιουτοτρόπως: Δύο γέροντες Μοναχοί σεμνοπρεπείς και ενάρετοι, θέλοντες να υπάγουν εις την Ρώμην, επέρασαν από τον Όσιον, ωσάν να τους εξαπέστειλε κανείς προς αυτόν. Αφ’ ου δε τους εφιλοξένησε με πολλήν φιλοφροσύνην ο Όσιος, τους εφανέρωσε τον πόθον τον οποίον είχε να γίνη μεγαλόσχημος και τους παρεκάλεσε περί τούτου θερμώς. Οι Μοναχοί βλέποντες τον Όσιον, ότι ήτο σκεύος άξιον του τοιούτου σχήματος, δεν αργοπόρησαν ουδόλως, αλλά αναγνώσαντες τας συνήθεις ιερολογίας, τον ενέδυσαν το Αγγελικόν σχήμα και τα σημεία της στενής και τεθλιμμένης οδού, της φερούσης εις την ζωήν, ήτοι τον έκαμαν μεγαλόσχημον, όλοι δε εχάρησαν εις τούτο και ο Θεός και οι Άγγελοι και οι άνθρωποι. Ένας μόνον ελυπήθη πολύ και εφοβήθη, ο διάβολος. Διότι έβλεπε νέον στρατιώτην του Χριστού και αληθινόν πολεμιστήν, ο οποίος ενεδύθη τα άρματα του Αγίου Πνεύματος και έπνεεν ανδρικόν και γενναίον φρόνημα, ετοιμαζόμενος να πολεμήση τότε κατ’ αυτού πλέον θερμότερον από το πρώτον. Αλλά καιρός είναι να είπω και εκείνο το θαύμα, το οποίον έγινεν εις τους σεμνοπρεπείς εκείνους Μοναχούς, διότι ο Όσιος τους εφιλοξένει δια των αναγκαίων μόνον φαγητών, δεν είχε δε να τους φιλεύση και άλλο κανέν φαγητόν, άξιον της ιδικής του φιλοτίμου προαιρέσεως και μάλιστα αυτούς, οι οποίοι του επροξένησαν τόσον μεγάλον καλόν, όθεν ελυπείτο δια τούτο. Τι λοιπόν εθαυματούργησεν ο Θεός, ο ανοίγων την πλουσίαν αυτού δεξιάν και χορταίνων παν ζώον από αγαθωσύνην; Οι μεν Μοναχοί εκάθηντο πλησίον εις τον αιγιαλόν, όταν ανέτειλεν ο ήλιος καθαρός και ετέρποντο παρατηρούντες τα κύματα της θαλάσσης, τα οποία εφέροντο ήσυχα· ένα οψάριον δε μεγάλον επήδησεν έξαφνα από την θάλασσαν και έπεσεν εμπρός εις τους πόδας των και εσπάραττεν ήσυχα και, τρόπον τινά, ωσάν να τους προσεκάλει να το πάρουν. Βλέποντες αυτό οι Μοναχοί εθαύμαζον την Πρόνοιαν του Θεού και τον ηυχαρίστουν· αλλ’ ο μεγαλόδωρος Κύριος, ωσάν να μη ήτο αρκετόν το ένα οψάριον εκείνο, τους στέλλει και δεύτερον κοντά εις το πρώτον, παρευθύς δε και τρίτον οψάριον, ωσάν τα πρώτα, τα οποία όλα επήδησαν εις την γην εμπρός των και τρόπον τινά τους εκάλουν να τα πάρουν, και να ευχαριστούν τον Θεόν περισσότερον. Δια τοιούτου τρόπου εφανέρωσεν ο Θεός εις τους Μοναχούς εκείνους οποίος ήτο ο Μέγας Λουκάς και ούτως ωφεληθέντες περισσότερον παρά ό,τι ωφέλησαν, ανεχώρησαν. Λαβών ο Όσιος τα πνευματικά άρματα του μεγάλου και Αγγελικού σχήματος και στοχαζόμενος, ότι τότε πρώτον εγράφη στρατιώτης του Χριστού, δια να πολεμή τον διάβολον και ότι έκτοτε εχρεώστει να κάμη περισσοτέρους αγώνας από τους προηγουμένους, επρόσθετε νηστείαν επάνω εις την νηστείαν, δάκρυα επάνω εις τα δάκρυα, ησυχίαν περισσοτέραν και προσευχήν θερμοτέραν και μακροτέραν, δια τα οποία έλαβε παρά Θεού πολλήν βοήθειαν και Χάριν των ιαμάτων, αλλά και την γνώσιν των παρελθόντων και των μελλόντων και των κρυφίων και ενεστώτων. Όθεν και τους Βουλγάρους, όλους σχεδόν, ότε ηχμαλώτισαν την Ήπειρον, τους παρέδωκε με τας προσευχάς του εις αφανισμόν και προ πολλών ημερών προείπε δι’ αυτούς, ότι έχουν να κάμουν πολλά κακά, δεν είπεν όμως τούτο καθαρά, δια να μη δοξασθή από τους ανθρώπους, ως προορατικός· τον ήκουσαν όμως μερικοί, όπου είπε ταύτα τα προμηνύματα· «Ελλάς ελαθήσεται, και Πελοπόννησος πολεμηθήσεται». Αλλά και αυτή η καλύβη του Οσίου δεν ήτο επιτηδείως κατεσκευασμένη δια να τον φυλάττη και να αποθέτη εις αυτήν κανένα πράγμα (διότι αυτός εκτός από το σώμα του, τίποτε άλλο δεν είχε), αλλά μόνον δια να κρύπτη τους ασκητικούς αγώνας, τους οποίους δεν ήθελε να γνωρίζη κανείς άλλος, παρά μόνος ο Θεός. Δια να ενθυμήται δε πάντοτε τον θάνατον, έσκαψεν εις την καλύβην του λάκκον μακρύν και έμβαινε μέσα εις αυτόν, ωσάν εις τάφον, και αρπάζων ολίγον ύπνον, ευθύς εσηκώνετο επάνω και έλεγε το του Δαβίδ· «Προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον του μελετάν τα λόγια σου». (Ψαλμ. ριη: 148). Πως δε να διηγηθή κανείς την μεγάλην συμπάθειαν και καλωσύνην του Οσίου τούτου; Αν και εφανέρωσεν ο λόγος πρωτύτερα μερικά σημεία των αρετών του τούτων, όμως δεν πρέπει να παραλείψωμεν και ότι αυτός ο ευλογημένος ευσπλαγχνίζετο και ευεργετούσεν όχι μόνον τους ανθρώπους και τα κτήνη και τα πετεινά, αλλά και αυτά ακόμη τα φαρμακερά ερπετά, επειδή είχε δύο όφεις και τους έτρεφε πολύν καιρόν ο αοίδιμος, εννοών ίσως απλούστερα την εντολήν του Κυρίου, την λέγουσαν· «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους ημάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς» (Ματθ. ε: 44), αν και ο Άγιος δεν έλαβεν από τους όφεις εκείνους ουδέν κακόν· πολλάς δε φοράς έδιδε και εις τα μικρά πτηνά του αγρού τροφάς· τόσον εύσπλαγχνος ήτο ο ευλογημένος, «οικτίρω» πάντοτε «και κιχρών» ως λέγει ο θείος Δαβίδ (Ψαλμ. ρια: 5). Επειδή δε η φήμη του Αγίου διεδόθη εις όλα τα μέρη, δύο αδελφοί επήγαν εις τον Όσιον και αφ’ ου εφιλοξενήθησαν υπ’ αυτού και απήλαυσαν την γλυκείαν του ομιλίαν, του είπαν, ότι ο πατήρ αυτών, όταν απέθνησκεν, έσκαψε λάκκον εις την γην και έκρυψε το χρυσίον το οποίον είχεν, επειδή δε δεν εγνώριζαν εκείνοι εις ποίον τόπον το έκρυψε, παρεκάλουν τον Όσιον να τους φανερώση τον τόπον με το φως της θείας Χάριτος όπου έχει, διότι ήσαν πτωχοί και εστερημένοι των αναγκαίων, το δε χειρότερον, ότι εξ αιτίας του χρυσίου εκείνου εμάχοντο μεταξύ των, λέγοντες ο εις κατά του άλλου, ότι έκλεψε το χρυσίον του πατρός των. Ακούσας ο Όσιος ταύτα, εστοχάσθη από ταπεινοφροσύνη ότι ουδέ απόκρισιν χρειάζονται οι λόγοι των, όθεν παρευθύς έφυγεν. Εκείνοι όμως, έχοντες καλάς ελπίδας περί τούτου και ωσάν να προέβλεπον καλώς εκείνο το οποίον έμελλε να γίνη, επήγαν εις τον Όσιον δια δευτέραν φοράν και τον παρεκάλουν· ο δε Όσιος πάλιν παρητείτο λέγων, ότι είναι ανάξιος τοιαύτης θείας Χάριτος· αλλ’ επειδή εκείνοι τον παρεκάλουν ώραν πολλήν και έλεγον, ότι εάν δεν εισακούση την παράκλησίν των, δεν αναχωρούν, μόλις και μετά βίας, επί τέλους, αλλά και τότε με τρόπον επιτήδειον, που εφαίνετο ωσάν να μη εγνώριζεν, είπε προς αυτούς· «Σεις από το τάδε και το τάδε σημείον γνωρίζετε τον τόπον εις τον οποίον έκρυψεν ο πατήρ σας το χρυσίον, διατί λοιπόν θέλετε ματαίως να ενοχλήτε εμέ»; Καθώς ήκουσαν εκείνοι ταύτα δεν ηπίστησαν, αλλά επήγαν παρευθύς εκεί όπου τους είπεν ο Όσιος και σκάπτοντες ευρήκαν έργον τον λόγον του και παίρνοντες το χρυσίον το εμοίρασαν μεταξύ των, το δε θαύμα διεφήμισαν εις όλους σχεδόν τους εκεί ευρισκομένους ανθρώπους. Μίαν φοράν, κατά την οποίαν ήσαν εις τον Όσιον και άλλοι άνθρωποι, είπεν εις επήκοον πάντων ο Όσιος· «Εις άνθρωπος έρχεται προς ημάς σηκώνων μεγάλον φορτίον και δοκιμάζει κόπον πολύν», ταύτα δε ειπών ανεχώρησεν από αυτούς και επήγεν εις το όρος. Ακούσαντες δε εκείνοι εστοχάζοντο ποίος να είναι εκείνος, όστις ήρχετο βαρυφορτωμένος και ποίον να ήτο το φορτίον. Τότε ιδού και ο άνθρωπος, περί του οποίου προείπεν ο Όσιος, έρχεται εις αυτούς χωρίς να βαστάζη κανένα φορτίον επάνω του και εζήτει τον Όσιον εξ ονόματος, έλεγε δε ότι χρειάζεται την βοήθειάν του. εκείνοι τότε του είπον να περιμένη, διότι προ ολίγου ανεχώρησεν από αυτούς, ο δε άνθρωπος ανέμενε τον Όσιον λέγων, ότι αν δεν τον συναντήσω, δεν είναι δυνατόν να αναχωρήσω. Παρήλθον, εν τω μεταξύ, επτά ημέραι και μόλις και μετά βίας εξήλθεν ο Όσιος από εκεί όπου ήτο κεκρυμμένος επάνω εις το όρος και καθώς είδε τον άνθρωπον, ευθύς με άγριον βλέμμα και με φωνήν αυστηράν, ασύμφωνον εις την συνηθισμένην του πραότητα, λέγει προς αυτόν· «Τι ζητείς, άνθρωπε, και έρχεσαι εις την έρημον; Διατί άφησες τας πολιτείας και ήλθες εδώ εις τα βουνά; Διατί άφησες Αρχιερείς και διδασκάλους και πνευματικούς και ζητείς ανθρώπους αμαθείς και ερημίτας; Και πως δεν εφοβήθης την θείαν καταδίκην, ων υπόδικος εις τοιαύτα αμαρτήματα»; Εκείνος ταύτα ακούσας ετρομοκρατήθη, από δε τον φόβον του εδέθη η γλώσσα του και δεν ηδύνατο να ομιλήση και μόνον έκλαιεν. Ο δε Άγιος του είπεν· «Έως πότε θα σιωπάς και δεν εξομολογείσαι έμπροσθεν εις όλους την αμαρτίαν, φανερώνων τον άδικον φόνον τον οποίον έκαμες και κατηγορών τον εαυτόν σου να εξιλεώσης ολίγον τον Θεόν»; Τότε ο φονεύς εκείνος, βιάζων τον εαυτόν του και με συχνόν και κομμένον ανασασμόν, μόλις ηδυνήθη και είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, τι θέλεις να μάθης από εμέ εκείνα τα οποία προ του να τα ειπώ εγώ, έμαθες συ από την Χάριν η οποία κατοικεί εις σε; Όμως ιδού, υπακούω εις την προσταγήν σου και εκθέτω το κακόν το οποίον έκαμα και όλους τους παρόντας βάλω μάρτυρας της κρυφής μου αμαρτίας». Ταύτα ειπών εξωμολογήθη παρρησία την αμαρτίαν του, διηγούμενος λεπτομερώς όλα τα περιστατικά του τόπου και του τρόπου και την αιτίαν, δια την οποίαν εφόνευσε τον σύντροφόν του, καταισχύνας ούτω τον εαυτόν του, συγκαταισχύνας δε και τον σπορέα της αμαρτίας και αίτιον παντός κακού. Έπειτα προσπίπτει εις τους πόδας του Οσίου και τον παρακαλεί να τον διορθώση και να τον λυτρώση από τους βρόχους του εχθρού· ο δε Όσιος τον συνεπόνεσε και εγείρων αυτόν από της γης τον παρηγόρησε και συμβουλεύσας αυτόν του έδωκε κανόνα να κάμη εκείνο το οποίον ηδύνατο· κοντά δε εις τα άλλα του είπε να υπάγη εις τον τόπον του φονευθέντος και να χύση πολλά δάκρυα, να κάμη τρεις χιλιάδας μετανοίας, να εκτελέση πλουσιοπάροχα τα νενομισμένα μνημόσυνα αυτού και εις όλην του την ζωήν να κλαίη την αμαρτίαν του, έχων αυτήν έμπροσθέν του τυπωμένην εις τον χάρτην της ενθυμήσεως. Ταύτα και άλλα παρόμοια νουθετών αυτόν, ενεφύτευσε μέσα εις τον νουν του την κατάγνωσιν της αμαρτίας και του παρήγγειλε να έχη εις το εξής πολλήν μετάνοιαν και να εξομολογήται εις Πνευματικόν Πατέρα τας αμαρτίας του, δια να λαμβάνη από αυτόν την συγχώρησιν. Ναύκληρός τις ονόματι Δημήτριος, φίλος του Οσίου, ψαρεύων μίαν φοράν, κοντά εις το μέρος όπου ήτο ο Όσιος, εσκέφθη να του υπάγη κανέν οψάριον· παρ’ όλον όμως ότι εκοπίασε πολύ, δεν έπιασε τίποτε. Ύστερα έρριψε το άγκιστρον εις την θάλασσαν, επικαλούμενος το όνομα του Οσίου και, ω του θαύματος! παρευθύς ένα μεγάλο οψάριον, ωσάν να το ετραβούσε κανείς, τρέχει με μεγάλην ορμήν και πιάνεται εις το άγκιστρον. Τούτο ιδών ο ναύκληρος εθαύμασε, ότι και με μόνην την επίκλησιν του ονόματός του θαυματουργεί ο Άγιος. Δοκιμάζει λοιπόν και πάλιν εις το όνομα του Οσίου και ρίψας το άγκιστρον πιάνει και άλλο οψάριον με μεγάλην ευκολίαν, αλλ’ όμως ολίγον μικρότερον του πρώτου. Ο δε πατήρ του φθόνου διάβολος ενεργεί και εις τον ναύκληρον παρόμοιον τι πράγμα με εκείνο του Κάϊν και τον καταπείθει να κρατήση δι’ εαυτόν το μεγαλύτερον οψάριον, το δε μικρότερον να προσφέρη εις τον Όσιον. Τούτου γενομένου εδέχθη αυτό ο Όσιος μετ’ ευχαριστίας και ευχής, προσποιούμενος, ότι δεν εγνώριζε την δολιότητα, την οποίαν έκαμεν εις την διανομήν. Μετά ταύτα όμως, δια να μη μείνη ο ναύκληρος αδιόρθωτος και δια να προσφέρη τα δώρα του με διάκρισιν εις τον Θεόν (διότι εκείνο το οποίον προσέφερεν εις τον Όσιον, ενόμιζεν ότι το προσέφερεν εις τον Θεόν), λέγει προς αυτόν με ιλαρότητα· «Διατί ημείς οι άνθρωποι θεληματικώς αμαρτάνομεν και παροργίζομεν τον Θεόν απερίσκεπτα, καθώς έκαμεν ο Κάϊν πρότερον και ο Ανανίας και η γυνή του η Σαπφείρα ύστερον; Και ο μεν Κάϊν επροτίμησε την ιδικήν του απόλαυσιν περισσότερον από τον Θεόν, ο δε Ανανίας και η γυνή του έκλεψαν τα χρήματα εκείνα, τα οποία αφιέρωσαν εις τον Θεόν· ένα τοιούτον ίσως έγινε και εις το οψάριον αυτό, διότι η ανθρωπίνη υπηρεσία επροτιμήθη περισσότερον από το Θεόν». Από τους λόγους τούτους του Οσίου ηννόησεν ο ναύκληρος, ότι είχεν προορατικόν ο Όσιος και εγνώρισε την αμαρτίαν την οποίαν έκαμε και μετενόησεν ευθύς δια την αξιοκατάκριτον διανομήν των οψαρίων, την οποίαν έκαμε, και ζητών συγχώρησιν υπεσχέθη να μη κάμη εις το εξής παρόμοιον· λαβών δε την συγχώρησιν από τον Όσιον έστρεψεν εις τον οίκον του. Ο δε μαθητής του Οσίου, μαγειρεύσας το οψάριον, το προσέφερεν εις τον Όσιον ωσάν φαγητόν παμπόθητον· ο δε Θεός, όστις εγνώριζεν ότι απόλαυσις και τρυφή του Οσίου είναι η περιποίησις του πλησίον, εξαπέστειλεν εκείνην την ώραν εις τον Όσιον Χριστιανούς τινας, τους οποίους βλέπων, είπεν εις τον μαθητήν του· «Το οψάριον τούτο είναι διωρισμένον από τον Θεόν να το φάγουν αυτοί οι αδελφοί και όχι εγώ· όθεν πρόσφερέ το εις αυτούς» και ούτως εκείνοι μεν έτρωγαν το οψάριον, ο δε Όσιος ετρέφετο με την προς αυτούς αγάπην. Αφ’ ου ο Όσιος διήλθεν εις το όρος εκείνο το λεγόμενον Ιωάννιτρα επτά χρόνους, ενεχώρησεν αν και μη θέλων· διότι ο άρχων των Βουλγάρων Συμεών, αθετών την συμφωνίαν την οποίαν είχε με τους Βυζαντινούς βασιλείς, εκίνησε πόλεμον κατά της Ηπείρου και άλλους μεν εφόνευεν, άλλους δε ηχμαλώτιζεν. Από τον φόβον λοιπόν των Βουλγάρων άλλοι εκλείοντο μέσα εις τα κάστρα και άλλοι επήγαινον εις την Εύβοιαν και εις την Πελοπόννησον δια να σωθούν. Οι δε χωρικοί γείτονες του Οσίου διεπεραιούντοεις τας νήσους, αι οποίαι ήσαν εκεί πλησίον, αν και ο φθόνος του εχθρού και εκεί τους έφερε εις κίνδυνον· διότι ενώ αυτοί ενόμιζον ότι είναι ασφαλείς, ευρισκόμενοι μέσα εις πλοιάριον, ιδόντες αυτούς οι Βούλγαροι ήλθον έξαφνα κατ’ αυτών, και σχεδόν εθανάτωσαν όλους εκτός ολίγων, οίτινες εσώθησαν κολυμβώντες. Μετ’ αυτών ήτο και ο Όσιος Λουκάς, ο οποίος ευρών πλοιάριον επήρεν όλους τους συγγενείς και γνωρίμους και επήγεν εις την Κόρινθον. Εκεί ευρισκόμενος επόθησε να διδαχθή μαθήματα δια την ανάγνωσιν των ιερών λόγων και επήγεν εις το σχολείον, αλλ’ όμως ολίγον ωφελήθη, διότι βλέπων, ότι ατακτούσαν τα παιδία, ανεχώρησεν από το σχολείον, προτιμών καλλίτερα να είναι πτωχός από γνώσιν, παρά να πλουτίση από κακίαν· ακούσας δε, ότι εις εκείνα τα μέρη ήτο Στυλίτης τις Όσιος, έχων πολιτείαν υψηλήν, επόθησε να υπάγη προς συνάντησίν του. Όταν λοιπόν συνέλαβε την σκέψιν αυτήν ο Όσιος, έστειλεν ο Στυλίτης, όστις ευρίσκετο εις τον Ζεμενόν, άνθρωπον, επί τούτω, εις τον Όσιον, παρακαλών αυτόν να υπάγη προς αυτόν, δια να τον έχη συγκάτοικον και αν του είναι δυνατόν να τον υπηρετή. Ο Όσιος, δεξάμενος τον λόγον τούτον μετά χαράς, επειδή αγαπούσε περισσότερον να υποτάσσεται παρά να υποτάσση, διότι τούτο εις τους νέους είναι ωφελιμώτερον και μάλιστα διότι ήξευρε πόσον είναι το κέρδος το οποίον προέρχεται από την υποταγήν και την ταπείνωσιν, επήγεν εις τον Στυλίτην δια να τον υπηρετή και από τότε εφρόντιζεν ο τρισμακάριστος να του προσφέρη πάσαν υπηρεσίαν, διότι ενόμιζε μεγάλην ατιμίαν και ζημίαν το να αφήση άλλον να τον υπηρετή· δια τούτο και ξύλα έφερε και ύδωρ και την τράπεζαν επεμελείτο και το μαγειρείον και τα δίκτυα συνέρραφε και ηλίευε και όλα τα έκαμνεν, όχι ένα χρόνον και δύο και τρεις, αλλά δέκα ολοκλήρους χρόνους, μιμούμενος την ταπείνωσιν του Ιησού Χριστού, ο οποίος ήλθε, καθώς λέγει μόνος, δια να διακονήση και όχι να διακονηθή· όχι δε μόνον τοιαύτην υποταγήν εδείκνυε εις τον Στυλίτην ο Όσιος, αλλά και τόσην αγάπην είχε προς αυτόν, ώστε υπερέβαινε την αγάπην σαρκικού υιού προς πατέρα. Όθεν μίαν φοράν, ακούσας φιλοκατήγορόν τινα, όστις ύβριζε και κατηγόρει τον Γέροντά του, τόσον ελυπήθη και προς τόσον ζήλον εθερμάνθη, ώστε ωσάν να ελησμόνησε το σιωπηλόν και κόσμιον και την πολλήν εκείνην εντροπήν και ημερότητα, την οποίαν είχε, μετεχειρίσθη λόγους σκληρούς εναντίον του φιλοκατηγόρου και αναισχύντου εκείνου δια της ευπαιδεύτου και ευκαίρως κινηθείσης γλώσσης του, ίνα σωφρονίση την αυθάδη και διαβολικήν γλώσσαν εκείνου. Αλλά επειδή εκείνος ήτο απάνθρωπος και σκληρός και είχε πάθη όχι μικρά και ευκολοϊάτρευτα, εχρειάζετο να λάβη και άλλην περισσοτέραν παίδευσιν και ακούσατε: Μη υποφέρων ούτος τους ελέγχους τους οποίους του έκαμεν ο Όσιος, ερράπισε με την μικράν χείραν του τον ηγιασμένον, παρευθύς όμως τότε ερραπίσθη και αυτός από τον δαίμονα και πεσών κατά γης εσπαράττετο και ήφριζε, το δε φοβερώτερον και πολλών δακρύων άξιον και αρκετόν να φοβίση εκείνους, οι οποίοι δεν κρατούν την γλώσσαν των, ήτο ότι έμεινεν ο άθλιος εκείνος έως τέλους της ζωής του δαιμονιζόμενος και υπό του σατανά παιδευόμενος εις όλεθρον της σαρκός, ως λέγει ο θείος Παύλος, δια να σωθή η ψυχή του. και το αίτιον ήτο ότι αυτός ενώ έπρεπε να είναι διδάσκαλος των άλλων και σωφρονιστής (διότι ήτο Ιερεύς) και να συμβουλεύη τους άλλους με τον λόγον και την ζωήν του, εκείνος ήτο τόσον ασύνετος, ώστε έγινε και εις τους άλλους παράδειγμα ψυχικής βλάβης και καταισχύνη φανερά του ιερού αξιώματος. Αλλά μη υποφέρων ο μισόκαλος να βλέπη τον θείον Λουκάν να μένη έως τέλους εις την υποταγήν του Στυλίτου και να συνάγη εκ τούτου πολύ κέρδος εις την ψυχήν του, εκίνησε κάθε μηχανήν, έως ότου τον εξέβαλεν από την υποταγήν του εκ της εξής αιτίας: Ο επιστάτης των λιμένων, όστις ήτο εκεί δια να απαγορεύη εις τα πλοία να περνούν εις τα μέρη της Ελλάδος, ένεκα των εχθρικών επιδρομών, έτυχε να εύρη τον Όσιον εντός πλοίου, το οποίον ήθελε να περάση, μη γνωρίζων την απαγόρευσιν· όθεν δια τούτο τον ερράβδισε ραβδισμόν ανυπόφορον. Από τότε πλέον έκρινε να είναι μόνος και επήγεν εις το Μοναστήριον του Αγίου Προδρόμου και ησύχαζεν. Επειδή δε βροχή μεγάλη γενομένη κατέστρεψε το μικρόν κελλίον εις το οποίον κατώκει, τον έκαμε και μη θέλοντα να αναχωρήση. Ίσως δε και ο Θεός να ωκονόμησε τούτο δια να μη υστερή την πατρίδα του της παρουσίας του πολλούς χρόνους, παραμένων εις Πελοπόννησον· διότι δεν παρήλθε πολύς καιρός και ο αλιτήριος Βούλγαρος Συμεών απέθανε και έλαβε την εξουσίαν ο υιός του Πέτρος, ο οποίος, μισών τους πολέμους και τα αιματοχυσίας, συνήψεν ειρήνην με τους Βυζαντινούς και ούτως όλοι οι απομακρυνθέντες ένεκα του κινδύνου, τον οποίον διέτρεχον, επέστρεψαν εις την πατρίδα των. Επέστρεψε λοιπόν και ο θείος Λουκάς εις την ποθητήν ησυχίαν του όρους Ιωάννιτρα, εξακολουθών τους αυτούς αγώνας ή και μεγαλυτέρους κόπους της αρετής και επιμελούμενος με αυτούς να λύη τους πόνους των οδοιπόρων, δια μέσου της φιλανθρώπου φιλοξενίας του. Καιρόν δε τινα ο Αρχιερεύς της Κορίνθου, πηγαίνων εις την Κωνσταντινούπολιν, παρέμεινεν εκεί πλησίον δια να αναπαυθή ολίγον. Επήγε λοιπόν εις αυτόν ο Όσιος φέρων λάχανα πολλών ειδών, από τα καλλίτερα τα οποία είχεν εις το μικρόν περιβόλιόν του. Ο δε Κορίνθου, μαθών ποίος είναι και που ευρίσκεται και ποίαν ζωήν ζη, ηθέλησε να υπάγη μόνος του να ιδή την καλύβην του· βλέπων δε την θεληματικήν και υπερβολικήν του Οσίου πτωχείαν, εθαύμασε και επρόσταξε τον οικειότερον από τους ανθρώπους του να του δώση χρυσίον και με αυτό να τον δεξιωθή. Ο Όσιος όμως δεν εδέχετο τούτο λέγων· «Ευχάς και διδασκαλίαν θέλω να λάβω, Δέσποτα, και όχι χρυσίον· διότι τι χρησιμεύει αυτό εις εμέ, όστις πολιτεύομαι τοιαύτην πτωχικήν ζωήν; Δος μοι λοιπόν εκείνο το οποίον διψώ πολύ και εκείνο το οποίον χρειάζομαι, διδάσκων εμέ τον αμαθή και αγροίκον πώς να σωθώ». Ελυπήθη ο Αρχιερεύς, διότι δεν εδέχθη το δώρον του, νομίζων ότι τον κατεφρόνησε και ότι δεν τον έλαβεν, όχι διότι δεν χρειάζεται, αλλά διότι δεν ευαρεστείται εις αυτό. Όθεν με πόνον της καρδίας του είπε προς αυτόν· «Διατί τοιουτοτρόπως απεστράφης εμέ και το δώρον μου; Και εγώ Χριστιανός είμαι, αν και αμαρτωλός, και Επίσκοπος, αν και ανάξιος· πως λοιπόν συ, όστις είσαι μιμητής εις πάντα του Ιησού, δεν ηκολούθησες εις τούτο την μίμησιν Εκείνου; Διότι αυτός εδέχετο τας προαιρέσεις και δωρεάς εκείνων, οίτινες ήθελαν να τον δεξιωθούν και μάρτυς τούτων το γλωσσόκομον· εάν δε συ δεν χρειάζεσαι το δώρον μου, δος το εις άλλον όστις το χρειάζεται· τώρα δε, κατά την γνώμην σου, φαίνεται ότι η εντολή της ελεημοσύνης είναι μάταιον και άλογον πράγμα και με τοιούτον τρόπον βλάπτεις την φιλόθεον και φιλάνθρωπον γνώμην και δια να μη πολυλογώ, ανατρέπεις μίαν ευγενή πράξιν, ήτις δύναται εις τον αυτόν καιρόν να παρηγορή την πτωχείαν και να γίνεται εις πολλούς οδός σωτηρίας». Ταύτα ως ήκουσεν ο Όσιος, δεν ηναντιώθη πλέον δια να μη λογισθή ως υπερήφανος και δια να μη προξενήση λύπην εις τον Αρχιερέα, αλλά έλαβε το δώρον το οποίον του έδωκεν, εις ανταπόδοσιν δε του έδωκε τον πλούτον των ευχών του· έπειτα ηρώτησεν αυτόν με πολλήν ταπεινοφροσύνην· «Ειπέ μοι, Δέσποτα, με ποίον τρόπον να μεταλαμβάνωμεν τα θεία Μυστήρια ημείς, οι οποίοι δια τας αμαρτίας μας ευρισκόμεθα εις τα βουνά και εις τας ερημίας; Διότι είμεθα εστερημένοι όχι μόνον από θείαν ιερουργίαν, αλλά και από Ιερέα». Ο δε Αρχιερεύς, επαινών τον Όσιον δια την ερώτησιν ταύτην, είπεν· «Ω Πάτερ, καλώς και δια καλόν και καλώτατον πράγμα ηρώτησας· ότι το καλόν δεν είναι καλόν, εάν μη καλώς γένηται· πρέπει λοιπόν κυρίως μεν να υπάρχη Ιερεύς, δια να σου μεταδώση τα Άχραντα Μυστήρια. Εάν όμως δεν υπάρχη Ιερεύς, κατ’ ανάγκην πρέπει να βάλης επάνω εις την Αγίαν Τράπεζαν το αρτοφόριον, το οποίον έχει μέσα τα προηγιασμένα Μυστήρια, εάν είναι Εκκλησία· εάν δε είναι κελλίον, να το βάλης επάνω εις τραπέζιον καθαρώτατον, απλώνων μικρόν κάλυμμα και επάνω εις αυτό να προτίθενται αι μερίδες των Αχράντων Μυστηρίων· έπειτα να θυμιάσης και να είπης τους ψαλμούς των Τυπικών, το Τρισάγιον και το Πιστεύω και να κάμης τρεις μετανοίας και στραυρώνων τας χείρας σου, να μεταλάβης τα θεία Μυστήρια με το στόμα σου, λέγων το Αμήν· αντί νάματος να πίνης ολίγον οίνον, πλην όμως το ποτήριον το οποίον θα χρησιμοποιήσης να μη μεταχειρίζεσαι εις χρήσιν άλλου τινός πράγματος· τας δε λοιπάς μερίδας να συμμαζέψης με το κάλυμμα μέσα εις το αρτοφόριον, προσέχων καλώς να μη πέση κάτω Μαργαρίτης τις και πατηθή». Ακούσας ταύτα ο Όσιος ηυχαρίστησε μεγάλως τον Αρχιερέα. Συνήθειαν είχεν ο Όσιος εις την εορτήν των Βαϊων να παίρνη το θείον όπλον του Τιμίου Σταυρού εις τας χείρας του και να αναβαίνη την πρωϊαν επάνω εις την κορυφήν του όρους, φωνάζων εις όλον τον δρόμον το «Κύριε, ελέησον». Αναβαίνων λοιπόν μίαν φοράν ο Όσιος,εφθόνησεν ο μισόκαλος και θέλων να εμποδίση το καλόν αυτό, υπεκίνησε μίαν έχιδναν να εξέλθη από την φωλεάν της και να δαγκάση τον Άγιον εις τον δάκτυλον του ποδός του. Ο δε Όσιος, ως αγαθός και θεοφιλής, έσκυψεν ευθύς και πιάνων τον πόδα του ομού με την έχιδναν είπε· «Μήτε συ να αδικήσης εμέ, μήτε εγώ σε, αλλά και οι δύο ας υπάγωμεν ο καθείς εις τον ιδικόν του δρόμον· διότι είμεθα ποιήματα ενός και του αυτού Ποιητού, ο οποίος, όταν δεν θέλη κανέν πράγμα, μόνοι ημείς δεν ημπορούμεν να το κάμωμεν». Ταύτα ειπών απέλυσε την έχιδναν και εκείνη μεν επήγεν ευθύς εις την φωλεάν της, ο δε Όσιος έμεινεν αβλαβής χωρίς να πάθη κανέν κακόν από το δάγκωμα. Εστάλη άνθρωπος βασιλικός από τον τότε βασιλέα εις τα μέρη της Γαλλίας δι’ υπηρεσίαν· αλλ’ όταν έφθασεν εις την Κόρινθον, τα χρήματα τα οποία είχε μαζί του δια να εξοδεύη εις τας βασιλικάς υπηρεσίας, εκλάπησαν κρυφίως, χωρίς να γνωρίζη κανείς ποίος τα έκλεψεν. Όθεν έστειλε παντού ανθρώπους και ηρεύνων δια να τα εύρουν, όλους δε εκείνους οίτινες ήσαν ύποπτοι τους έβαλεν εις εξέτασιν και παίδευσιν· αλλ’ όλα αυτά ήσαν μάταια και δεν υπήρχεν ελπίς να ευρεθούν τα χρήματα. Όθεν ελυπείτο πολύ ο βασιλικός άνθρωπος και εκινδύνευε να αποθάνη από την θλίψιν του. Οι δε άρχοντες της πολιτείας επαρηγόρουν αυτόν δια διαφόρων τρόπων, μεταξύ δε άλλων του έλεγον να ελπίζη εις τον Θεόν, ο οποίος πολλάς φοράς δίδει διέξοδον εις τα απορούμενα, δια τούτων δε ηγωνίζοντο να τον συνεφέρουν από την άμετρον θλίψιν εκ της οποίας εκινδύνευεν, ως είπομεν, να αποθάνη. Εις δε από εκείνους εσηκώθη εις το μέσον και λέγει· «Αυτήν την κλοπήν άλλος δεν δύναται να φανερώση, παρά μόνον ο θείος Λουκάς, ο οποίος λάμπει εις τους καιρούς μας με πολλά θαύματα». Τότε όλοι οι άλλοι Κορίνθιοι εβεβαίωσαν τον λόγον του και με πολλούς επαίνους εγκωμίαζαν τον Όσιον. Ταύτα ακούσας ο βασιλικός άνθρωπος έλαβε καλάς ελπίδας και ήρχισε να λαμβάνη αναψυχήν και παρευθύς στέλλει εις τον Όσιον ανθρώπους, δια να τον παρακαλέσουν να έλθη προς αυτόν. Ο δε Όσιος φεύγων την δόξαν των ανθρώπων δεν ήθελε να υπάγη, ακούσας όμως την υπερβολικήν θλίψιν του βασιλικού ανθρώπου και συμπονών αυτόν επήγε μαζί με τους απεσταλμένους. Όταν λοιπόν εισήλθεν εις τον οίκον, τον προϋπήντησεν ο βασιλικός άνθρωπος και προσφέρων εις αυτόν την πρέπουσαν τιμήν, του είπεν, ότι αυτός έπρεπε να υπάγη προς τον Όσιον, αλλά από την μεγάλην του λύπην δεν ηδυνήθη· ύστερα του διηγήθη την κλοπήν των χρημάτων του. Ο δε θείος Λουκάς, δια να καταπαύση ολίγον την λύπην της ψυχής του και δια να δώση καλάς αρχάς χαράς εις αυτόν, είπεν· «Ας δώσωμεν κατά το παρόν το οφειλόμενον εις την κοιλίαν χρέος να συνευφρανθώμεν μεταξύ μας και δυνατός είναι ο Θεός, ο οποίος μας επότισεν οίνον κατανύξεως και λύπης, να μας ποτίση και οίνον ευφροσύνης». Εδέχθη τον λόγον μετά χαράς ο βασιλικός άνθρωπος και επρόσταξε τους δούλους του και ητοίμασαν τράπεζαν «εξ εναντίας των θλιβόντων» αυτόν κατά τον θείον Δαβίδ (Ψαλμ. κβ: 5). Αφού λοιπόν έφαγον αρκετά, συγχρόνως δε ενετρύφων και εις την ενθύμησιν του Θεού, εσήκωσεν έξαφνα τους οφθαλμούς του ο Όσιος και παρατηρών ένα εκ των δούλων, οι οποίοι παρεστέκοντο, τον εφώναξεν εξ ονόματος,προσκαλών αυτόν να υπάγη πλησίον του. Αφού δε εκείνος επλησίασεν εις τον Όσιον, του είπε· «Διατί ηθέλησες να προξενήσης θάνατον εις τον εαυτόν σου και κίνδυνον εις τον αυθέντην σου και ετόλμησες να κλέψης χρήματα βασιλικά; Πήγαινε γρήγορα να τα φέρης, αν θέλης να λάβης έλεος και συγχώρησιν». Καθώς ήκουσεν εκείνος ταύτα έμεινεν άφωνος, διότι τον ήλεγχε και η συνείδησίς του και προσπίπτων παρευθύς εις τους πόδας του Οσίου, εξωμολογήθη την αμαρτίαν του και εζήτησε συγχώρησιν, την οποίαν λαβών επήγεν ευθύς και έφερε τα χρήματα όλα παρουσία όλων των παρόντων. Τώρα εννόησον, αγαπητέ, πόσα καλά ηκολούθησαν εις ένα και το αυτό θαύμα του Οσίου· ο λυπημένος εχαροποιήθη· ο αμαρτήσας διωρθώθη· το έργον του σκότους εφανερώθη και επροξένησεν εις το εξής εκκοπήν του κακού· ο διάβολος, ο αίτιος παντός κακού, κατησχύνθη και ο Χριστός δια του ιδικού του θεράποντος εδοξάσθη. Επήγε μίαν φοράν ο Όσιος εις τον θεοφιλή Αντώνιον, ο οποίος ήτο Ηγούμενος του Μοναστηρίου, το οποίον είναι έμπροσθεν της πόλεως των Θηβών (διότι συνήθιζεν ο Όσιος να πηγαίνη εις άνδρας θεοφοβουμένους και ευλαβείς). Έτυχε δε τότε να είναι ασθενής υιός τις του πρώτου άρχοντος της χώρας εκείνης από ασθένειαν θανατηφόρον και δεν υπήρχεν ελπίς να ζήση. Παρεστέκοντο λοιπόν οι γονείς του και όλοι οι συγγενείς και φίλοι λυπημένοι και ανέμενον μετ’ ολίγον τον θάνατον αυτού. Εις δε από εκείνους ανέφερε δια τον Όσιον, ότι εάν προσκληθή αυτός και επισκεφθή τον ασθενή, θα τον ελευθερώση από την ασθένειάν του. Τρέχει παρευθύς ο πατήρ του ασθενούς εις τον Όσιον, όστις ευρίσκετο εις το Μοναστήριον, προσπίπτει εις τους πόδας του και μετά θερμών δακρύων τον παρακαλεί να υπάγη να επισκεφθή τον ασθενή, επειδή όμως δεν ηδύνατο μόνος να καταπείση τον Όσιον, έκαμε νεύμα εις τον Ηγούμενον, να μεσιτεύση και αυτός υπέρ τούτου· όθεν τον παρεκάλεσε θερμώς και ο Ηγούμενος να υπάγη, αλλ’ εκείνος δεν εδέχετο τελείως εις τούτο, λέγων· «Τις είμαι εγώ; Απατάσθε. Εις Θεός μόνος είναι δυνατός να ελευθερώνη και από τον θάνατον· άνθρωπος όμως φθαρτός και υποκείμενος εις αμαρτίας δεν δύναται να κάμη τοιούτον θαυμάσιον». Ταύτα ως ήκουσεν ο πατήρ του ασθενούς επέστρεψεν οπίσω λυπημένος και απηλπισμένος. Όταν δε ήλθεν η εσπέρα, συνομιλών ο Αντώνιος με τον Όσιον, είπε· «Νομίζω, Πάτερ τίμιε, ότι δεν επράξαμεν καλώς, ούτε σύμφωνα με τας θείας εντολάς, να μη επισκεφθώμεν τον ασθενή και μάλιστα εφ’ όσον παρεκλήθημεν προς τούτο και με πολλά δάκρυα· όθεν με κάθε δίκαιον έχομεν να ακούσωμεν το «ασθενής ήμην και ουκ επεσκέψασθέ με» (Ματθ. κα: 43), διότι μήπως και ημείς σπρώχνομεν τον εαυτόν μας εις τούτο δια επίδειξιν;Εις πόσην δε λύπην έπεσαν οι γονείς του ασθενούς και συγγενείς; Ώστε, κατά την ιδικήν μου γνώμην, η παραίτησις αυτή, την οποίαν εκάμαμεν, είναι κατά πολύ άσπλαγχνος και μακράν από κάθε φιλανθρωπίαν». Εις αυτά απεκρίθη ο θείος Λουκάς· «Η θεραπεία των ασθενών είναι ίδιον μόνου του Θεού και των αξίων της Αυτού Χάριτος και το να παρηγορή κανείς τους λυπημένους είναι ίδιον εκείνων, οι οποίοι έχουν αρκετόν λόγον και φρόνησιν· αλλ’ εγώ είμαι και από τα δύο εστερημένος. Εις τι λοιπόν θα ωφελήσω εκείνους, οι οποίοι ζητούν, εάν υπάγω; Όμως, εάν συ, Πάτερ, νομίζης τούτο καλόν και ευάρεστον εις τον Θεόν, πήγαινε εμπρός και εγώ κατόπιν σε ακολουθώ». Επορεύθησαν λοιπόν προς τον ασθενή και όταν έφθασαν εις τον οίκον αυτού ήτο βαθεία εσπέρα, εύρον δε αυτόν χωρίς φωνήν και χωρίς αίσθησιν, μόνον από την αναπνοήν εγνωρίζετο ότι δεν ήτο νεκρός. Όσοι λοιπόν ήσαν εκεί έκλαιον ησύχως, μόνον δε ο πατήρ του ασθενούς είπε προς τον Όσιον, όστις παρεκάθησε πλησίον της κλίνης· «Εύξαι, Πάτερ τίμιε, δια τον δούλον σου, τον υιόν μου, και κάμε εις αυτόν σημείον εις αγαθόν, να τον ίδω καθώς αγαπώ και καθώς αι ιδικαί σου ευχαί έχουν δύναμιν». Λέγων δε ο Όσιος, ότι δεν δύναται να κάμη τοιαύτα θαύματα, ο πατήρ του ασθενούς πάλιν τον παρεκάλει, έχων συμβοηθόν του εις την παράκλησιν τον Ηγούμενον· όθεν μόλις και μετά βίας κατεπείσθη ο Όσιος και σηκωθείς ύψωσε τας χείρας του και εις επήκοον πάντων προσηύξατο υπέρ του ασθενούς, μετά δε την ευχήν επήγαν και οι δύο εις το Μοναστήριον. Το πρωϊ ανεχώρησεν ο Όσιος δια το όρος φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, διότι προεγνώριζεν εκείνο το οποίον έμελλε να κατορθώση η ευχή του. Ο δε Ηγούμενος, θέλων να μάθη εάν ωφελήθη ο ασθενής από την ευχήν του Οσίου, έστειλεν άνθρωπον δια να ερωτήση και ο σταλείς, επιστρέψας, είπεν εκείνα τα οποία και να τα είπη κανείς είναι φοβερόν και πάλιν να τα σιωπήση είναι φθονερόν και κακότροπον, διότι εύρε τον προ ολίγου μετά των νεκρών λογισθέντα να εξέρχεται από τον οίκον του έφιππος και να πηγαίνη εις το λουτρόν υγιέστατος. Άλλην φοράν, ψάλλων τον Όρθρον ο Όσιος με τους παρευρισκομένους μετ’ αυτού αδελφούς, όταν έφθασε πλησίον εις το τέλος, είπεν εις τον τραπεζάρην· «Επιμελήσου, τέκνον, να μαγειρεύσης φαγητόν και να το ετοιμάσης δια τους αδελφούς, οι οποίοι μας έρχονται». Ο δε τραπεζάρης ήναψε φωτιάν, έχων όμως απορίαν, ποίοι άρα γε επρόκειτο να έλθουν, επήγεν εις τον Όσιον και του είπε· «Διατί με επρόσταξες να ετοιμάσω τράπεζαν χωρίς να είναι κανείς; Και ποίος ήλθε και σου είπεν, ότι έρχονται αδελφοί και ποίοι είναι αυτοί»; Ο δε Όσιος προσεποιήθη, ότι δεν γνωρίζει και του είπε· «Συγχώρησόν μοι, τέκνον, ότι επλανήθην από τους δαίμονας και σου το είπον». Ταύτα ακούσας ο Μοναχός ημέλησε και δεν ητοίμασε τίποτε. Όταν εξημέρωσεν, ήλθον εκείνοι οι αδελφοί, δια τους οποίους προείπεν ο Όσιος· βλέπων δε αυτούς ο Μοναχός κατηγόρησε τον εαυτόν του ως άπιστον και εθαύμασε τον Όσιον δια το προορατικόν το οποίον είχεν· ως τόσον εμαγείρευσε φαγητόν δια τους ξένους, εκράτησεν όμως κρυφίως και δια τον εαυτόν του μέρος τι, αλλά δεν διέλαθε τον Όσιον, ο οποίος αποστείλας αυτόν να φέρη ύδωρ, έλαβε το φαγητόν και το έβαλεν εις την τράπεζαν μαζί με το άλλο και το έφαγαν οι ξένοι αδελφοί και ευφρανθέντες ανεχώρησαν. Όταν δε ο τραπεζάρης ηθέλησε να φάγη, επειδή δεν εύρε το φαγητόν, το οποίον εφύλαξε δια τον εαυτόν του, αδημονούσε πολύ και κατηγόρει τον Όσιον, ότι τον ηδίκησε, λέγων· «Δεν είμαι και εγώ άξιος δι’ ολίγον φαγητόν καθώς και οι ξένοι; Και εάν συ δεν χρειάζεσαι να φάγης προσφάγιον, διατί το υστερείς και από ημάς οι οποίοι το χρειαζόμεθα»; Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν με ιλαρότητα· «Αδελφέ, πρέπει να λέγης καλά λόγια και να τρώγης καθώς έφαγες και χθες· διότι εκείνο το προσφάγι το ητοίμασεν ο Θεός δια τους ξένους αδελφούς και όχι δι’ ημάς· βέβαια, δεν είναι αδύνατον εις τον Θεόν να θρέψη και ημάς με τοιαύτα φαγητά, θα έπραττε δε τούτο αν ήτο συμφέρον εις ημάς». Ταύτα εκείνος ακούσας μετενόησε δια τα ενάντια λόγια, τα οποία είπε, και προσπεσών εις τους πόδας του Οσίου εζήτησε και έλαβε συγχώρησιν. Επειδή δε εκεί όπου κατώκει ο Όσιος είχε πολλήν ενόχλησιν, διότι καθ’ εκάστην επήγαιναν εις αυτόν πολλοί και ετάρασσον την ησυχίαν του, ηθέλησε να αναχωρήση και να υπάγη εις άλλον τόπον ερημικώτερον. Αλλ’ όμως δεν ήθελε να κάμη το ιδικόν του θέλημα, δια τούτο έστειλε τον μαθητήν του Γερμανόν εις την Κόρινθον, προς τον τότε περιβόητον δια την αρετήν του και σοφόν διδάσκαλον Θεοφύλακτον, δια να τον ερωτήση τι να κάμη, εκείνος δε του εμήνυσεν, ότι πρέπει να κρατή το παράδειγμα του Αγίου Αρσενίου, εις τον οποίον είπεν ο Θεός· «Αρσένιε, φεύγε και σώζου» και πάλιν· «Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Ταύτα μαθών ο θείος Λουκάς ανεχώρησεν από το όρος Ιωάννιτρα και επήγεν εις άλλον ήσυχον και υγιεινόν τόπον, Καλάμιον καλούμενον, έχων δε εκεί ησυχίαν πολλήν και αγωνιζόμενος, καθώς επόθει, έχαιρε και ηγάλλετο τω πνεύματι. Αφ’ ου δε ο Όσιος διήλθεν εις τον τόπον εκείνον τρεις χρόνους, επέδραμε κατά της Ελλάδος το γένος των Αγαρηνών· δια τούτο ο Όσιος, μαζί με τους άλλους εγχωρίους, επήγαν εις το νησίον το οποίον ήτο εκεί κοντά, το ονομαζόμενον Αμπελών και το οποίον με το να ήτο άνυδρον και κατάξηρον έγινεν εις τον Όσιον γυμνάσιον αρετής και του επροξένησε καρπούς αγαθούς, διότι επήγαινε με πλοιάριον και έφερεν ύδωρ, το οποίον διένεμεν εις τον λαόν· όταν είχεν οίνον και φαγητά τα έδιδεν εις τους άλλους, ενίοτε δε εψάρευε και εμοίραζε τα οψάρια εις αυτούς. Επειδή δε εκείνοι δεν ήλπιζον να ελευθερωθή πλέον η Ελλάς από τους Αγαρηνούς, εζητούσαν να περάσουν εις την Πελοπόννησον, αλλ’ ο Όσιος τους ημπόδισε λέγων· «Νέφος της ανοίξεως είναι αυτό, αδελφοί, και μετ’ ολίγον θα διαλυθή και θα λάμψη πάλιν εις ημάς η ειρήνη». Πράγματι δε ούτω και εγένετο ύστερον από ολίγον καιρόν και ηλευθερώθη η Ελλάς από τους Αγαρηνούς, επέστρεψαν δε οι άνθρωποι εις την πατρίδα των. Έκαμε δε ο Όσιος εις το νησίον αυτό τρεις χρόνους και πολλάκις δεν είχεν ούτε άρτον να φάγη, ούτε ύδωρ να πίη· διότι όταν εφυσούσαν άνεμοι σφοδροί, δεν ηδύνατο κανέν πλοιάριον να πλεύση προς την Στερεάν, όθεν έμενεν από την δίψαν καταφλεγόμενος. Ως να μη ήρκουν όμως αι άλλαι δοκιμασίαι, έφερεν εις τον Όσιον ο εχθρός και ασθένειαν, η οποία ήτο κνησμός και φαγούρα εις τα παιδογόνα μόρια, τόσον δεινή και ανυπόφορος, ώστε διελογίζετο να αποκόψη αυτά. Όθεν παρεκάλει τον Θεόν και τον Άγιον, του οποίου ευρίσκετο εκεί το ιερόν λείψανον, να τον θεραπεύσουν. Βλέπει λοιπόν νύκτα τινά εις το όραμά του τον Άγιον εκείνον και του εδείκνυεν ένα βότανον, λέγων· «Με αυτό θέλεις εύρει την ιατρείαν· γνώριζε όμως, ότι θέλεις υστερηθή τον μισθόν της υπομονής»· αφού δε εξύπνησεν ο Όσιος, επροτίμησε να πάσχη πρόσκαιρα από το πάθος, παρά να χάση τον αιώνιον μισθόν, έως ότου ο Θεός, βλέπων την άκραν του υπομονήν, τον ιάτρευσεν ως εκείνος εγνώριζεν. Η αδελφή του Οσίου, Μοναχή ούσα, έφερε ποτε άρτους εις αυτόν, όστις εταλαιπωρείτο εκεί εις το νησίον· λαβών δε αυτούς ο Όσιος επήνεσε την καλήν της προαίρεσιν και είπεν· «Εγώ δεν πρέπει να φάγω κανένα απ’ αυτούς, διότι ο Θεός δεν τους ητοίμασε δια την ιδικήν μου ανάγκην, αλλά δια τας ανάγκας άλλων αδελφών, τους οποίους μετ’ ολίγον θέλεις ιδεί και θέλεις θαυμάσει δια το αναγκαίον και χρήσιμον των άρτων». Απορούσε δε εκείνη και ανέμενε να ίδη τους αδελφούς περί των οποίων είπεν. Ο δε Όσιος μετ’ ολίγην ώραν ευρίσκετο εις αγωνίαν και εφαίνετο ότι συλλυπείται και συμπάσχει με αδελφούς τινας οι οποίοι εκινδύνευαν· έπειτα εφαίνετο, ότι προσήλωνε την ακοήν του δια να ακούση φωνήν, η οποία ήρχετο προς αυτόν από κάποιον μέρος, επί τέλους δε εφάνη, ότι έλαβε θάρρος, εχάρη πολύ και ευχαριστούσε τον πανάγαθον Θεόν. Αιτία δια την οποίαν έκαμνεν ο Όσιος τα κινήματα ταύτα ήτο η εξής: Πλοίον τι ερχόμενον από την Γαλλίαν εύρε καθ’ οδόν θαλασσοταραχήν και εκινδύνευε να πνιγή, διεσώθη δε τούτο από τον κίνδυνον δια πρεσβειών του Οσίου και ήλθεν εις το νησίον εκείνο και προσωρμίσθη. Επειδή δε οι ναύται εγνώριζον ότι ευρίσκετο εκεί ο Όσιος, επήγαν προς αυτόν, και διηγήθησαν τον κίνδυνον όστις τους συνέβη ως και το ανέλπιστον της σωτηρίας των, μη γνωρίζοντες ότι έλεγον ταύτα εις εκείνον, ο οποίος και τον κίνδυνον αυτών εγνώρισε και δια πρεσβειών του από αυτόν τους ελύτρωσεν. Ο Όσιος λοιπόν, ως φιλανθρωπότατος όπου ήτο, εφίλευσεν αυτούς με τους άρτους της αδελφής και με κάθε φιλοφροσύνην τους επεριποιείτο, παρηγορών αυτούς δια λόγου και έργου και έχων προθυμίαν, εάν ήτο δυνατόν, να ανοίξη τα σπλάγχνα του και να τους βάλη μέσα από την άκραν φιλανθρωπίαν του. Αυτό είναι το να δίδη κανείς με ιλαρότητα και να έχη Αβραμιαίαν ψυχήν, όταν ξενοδοχή, χωρίς να δεικνύη ουδένα λυπηρόν, ή να φειδωλεύεται, αλλά με περισσοτέραν προθυμίαν να δίδη αυτός, παρά να λαμβάνουν εκείνοι και να νικά την εντροπήν των εχόντων ανάγκην δια της πλουσιοπαρόχου μεταδόσεως. Καιρός είναι να είπωμεν πως ο Όσιος ανεχώρησεν από το νησίον και κατώκησεν εις το όρος Στείριον, εις το οποίον ευρίσκεται τώρα το ιερόν του λείψανον. Οι Χριστιανοί, οίτινες κατέφυγον εις το νησίον μαζί με τον Άγιον, αφ’ ου επέστρεψαν εις την πατρίδα των, ενθυμούμενοι τας ευεργεσίας τας οποίας τους έκαμεν ο Άγιος και γνωρίζοντες πόσον μέγας ήτο εις την αρετήν, επόθησαν να τον έχουν πλησίον των. Όθεν μεταβάντες εις το νησίον, τον παρεκίνησαν με κάθε τρόπον και τον επήραν εις τον τόπον τους, δια να ίδη μόνον αυτόν και αν δεν του αρέση να επιστρέψη και πάλιν εις το νησίον. Βλέπων δε ο Όσιος τον τόπον, ότι ήτο ήσυχος, ευκραής, χαροποιός, ανενόχλητος από ανθρώπους και πλούσιος από ύδατα, προέκρινε να κατοικήση εις αυτόν. Καθαρίζει λοιπόν το γύρωθεν μέρος της πηγής από τους θάμνους και καλλιεργών τον τόπον, εφύτευσε διάφορα δένδρα και έκαμεν αυτόν ωραιότατον και χαριέστατον ως κήπον. Το καλλίον του όμως δεν το έκτισεν εκεί πλησίον, αλλά μακράν, δια να μη είναι φανερόν εις τους πολλούς· και ο σκοπός του ήτο να αποκόπτη πάντοτε την κενήν δόξαν και να είναι δια τους ανθρώπους ως νεκρός και όχι ως ζων. Ο δε φθονερός διάβολος δεν έπαυε από του να πολεμή καθ’ εκάστην τον Όσιον, πότε με λογισμούς, πότε με πειρασμούς πονηρών ανθρώπων και πότε με σχήματα αισθητά και φαντάσματα. Μίαν φοράν εφάνη εμπρός εις την θύραν του κελλίου του εις σχήμα μαύρου ανθρωπαρίου μικρού και του είπε· «Με έκαυσες, καλόγηρε, πλην ανάμεινον ολίγον και θέλεις γνωρίσει φανερά, ποίος γνωρίζει να καίη δυνατώτερα». Ο δε Όσιος, κάμνων το σημείον του Τιμίου Σταυρού, είπε· «Καταργήσαι σε Κύριος», ευθύς δε εκείνος έγινεν άφαντος. Κατόπιν αυτού επήγεν εις τον Όσιον ο Μοναχός Γρηγόριος, ο φίλος και γνωστός του Αγίου, και είπε προς αυτόν ο Όσιος· «Σε συνήντησε καθ’ οδόν ο Κονιδάριος» (με το όνομα τούτο συνήθιζεν ο Όσιος να ονομάζη περιπαικτικώς τον διάβολον) · ο δε Γρηγόριος απορών είπε· «Ποίος είναι αυτός ο Κονιδάριος»; Απεκρίθη ο Όσιος· «Ένας κοντός αράπης ήλθε και απειλήσας, ότι μετ’ ολίγον έχει να με καύση, ανεχώρησε». Τότε ηννόησεν ο Γρηγόριος δια ποίον λέγει και είπε προς τον Όσιον· «Ο Θεός, Πάτερ, να ελευθερώνη ημάς από τας παγίδας του, δια των αγίων σου ευχών· διότι εις σε δεν ημπορεί να κάμη τίποτε, αφ’ ου σε φυλάττει ο Θεός». Διερχόμενος δε ο Γρηγόριος ούτος τας Αγίας ημέρας της Τεσσαρακοστής μαζί με τον Όσιον, δεν έλειπεν από του να τον παρακαλή, να κάμη δέησιν εις τον Θεόν να ελευθερωθή από την ασθένειαν, την οποίαν είχε, διότι ήτο αρκετά ασθενής και υπέφερε πολύ από τον στόμαχόν του. Επειδή δε ο Όσιος του έλεγεν, ότι το ζήτημα αυτό είναι υπέρ την δύναμίν του, ο Γρηγόριος και πονών και ελπίζων, διότι εγνώριζε πόσην παρρησίαν έχει προς τον Θεόν ο Άγιος, δεν έπαυεν, αλλ’ επέμενε παρακαλών, έως ότου ο Όσιος, μη δυνάμενος πλέον να τον εμποδίση, του λέγει· «Ταπεινέ Γρηγόριε, δια σε με εγέλασαν αυτήν την νύκτα οι δαίμονες και δεν γνωρίζω τι να σου ειπώ». Ο δε Γρηγόριος, πιστεύων ότι θείαν τινά οπτασίαν είδεν ο Όσιος και όχι δαιμονικήν, τον παρεκάλει να την φανερώση και ο Όσιος του είπεν· «Μοι εφαίνετο, ότι έβλεπα άνδρα τινά φοβερόν, ο οποίος ίστατο πλησίον μου και ήτο στολισμένος με χρυσά και λαμπερά ενδύματα, συ δε ίστασο παράμερα και είχες τους οφθαλμούς σου προσηλωμένους εις εμέ εγώ δε είπον προς τον φανέντα δεικνύων σε· «Επειδή εκείνος με ενοχλεί, σπλαγχνίσου αυτόν παρακαλώ και ελευθέρωσον και εμέ από την ενόχλησιν, την οποίαν μου προξενεί». Ο δε φανείς είπεν· «Άφησε αυτόν, διότι θέλει να γίνη Μοναχός». Εγώ δε του είπον· «Αυτός, καθώς βλέπεις, έγινε Μοναχός». Τούτο λέγων εγώ, του εδείκνυον με τον δάκτυλόν μου το σχήμα σου. Τότε δε λέγει εκείνος· «Εγώ σου λέγω το μέτρον της Μοναδικής τελειότητος και όχι το σχήμα» · τούτο δε είπε, διότι το αληθινόν σημείον του Μοναχού δεν δεικνύεται από τα σχήματα και ενδύματα, αλλά από τα πράγματα περισσότερον και από την προκοπήν της αρετής. Εάν λοιπόν και η σταύρωσις και το να νεκρωθή κανείς εις τον κόσμον είναι σημείον καθαρόν της προς την αρετήν τελειότητος, φανερόν είναι, ότι και η ασθένεια του σώματος φέρει τον άνθρωπον εις την τελειότητα και είναι γυμνάσιον τελειότατον της αρετής· ώστε η σωματική ασθένεια ωφελεί πολύ εις το να καλλιεργή κανείς την θέλησιν να γίνη αληθινός Μοναχός, τούτο δε είναι εκείνο το οποίον εδήλωσεν ο φανείς, ειπών· «Άφησε αυτόν, διότι θέλει να γίνη Μοναχός». Όθεν ο Γρηγόριος μετά ταύτα δεν είπεν άλλο τι, παρά μόνον έψαλλε τον τριακοστόν ένατον ψαλμόν, ήτοι το «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου»! Όμως δεν τον παρέβλεψεν έως τέλους ο Άγιος, αλλ’ εφάνη εις τον ύπνον του εις σχήμα ιατρού και προσεποιήθη ότι βάζει καυτήριον εις τον στόμαχόν του και του είπε· «Πήγαινε, ταπεινέ Γρηγόριε, υγίαινε και άλλην φοράν δεν θέλει σε πονέσει ο στόμαχός σου από τα φαγητά». Τούτο δε έγινε και έργον, τη αληθεία, καθώς ο ίδιος ο Γρηγόριος το εμαρτύρησε. Κατ’ εκείνον τον καιρόν εμελετήθη να γίνη επανάστασις κατά του βασιλέως Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου και δια τούτο συνήθροιζον εις την Κωνσταντινούπολιν εκείνους, οι οποίοι εθεωρούντο ύποπτοι ότι θα έκαμνον την επανάστασιν ταύτην. Τον ίδιον καιρόν εκλήθη και ο στρατηγός της Ελλάδος, Πόθος ονομαζόμενος, με γράμματα της γυναικός του, τα οποία έγραφον να υπάγη εις την Βασιλεύουσαν το ταχύτερον, διότι ο βασιλεύς ποθεί πολύ την παρουσίαν του, μάλιστα δε διότι εκινδύνευε να αποθάνη και το τέκνον των. Εκ τούτων έγινε περίλυπος ο στρατηγός και δεν εγνώριζε τι να κάμη· αφ’ ενός ο κίνδυνος του τέκνου του τον εβίαζε να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, αφ’ ετέρου η ταραχή του καιρού τον εφόβιζε να υπάγη, δια να μη κινδυνεύση και μάλιστα είχεν υποψίαν, επειδή του έγραφεν η γυνή του να υπάγη και όχι ο βασιλεύς. Εν ω λοιπόν ευρίσκετο ο στρατηγός εις τοιαύτας αμφιβολίας, άρχων τις του είπεν· «Εάν φανερώσης τας υποθέσεις σου εις τον θείον Λουκά, δεν θέλει σου μείνει καμμία αμφιβολία εις το τι πρέπει να κάμης, αλλά θέλεις μάθει φανερά εκείνο το οποίον είναι συμφέρον σου». Ταύτα ως ήκουσεν ο στρατηγός, ευθύς επεμελήθη, και συνηντήσας τον Όσιον ήκουσεν από αυτόν το συμφέρον του· διότι του είπεν ο Όσιος ούτως απλώς· «Ύπαγε, Κύρη στρατηγέ, εις Κωνσταντινούπολιν άνευ λύπης ή φόβου και όλα τα στρεβλά και δύσκολα θέλει μετατρέψει ο Θεός εις λεία και εύκολα· διότι και Βασιλεύς θέλει σε ιδεί με ιλαρόν όμμα και προς τούτοις θέλει σου δώσει και μεγαλυτέραν τιμήν· και το τέκνον σου θέλεις ιδεί ελεύθερον από παντός πάθους». Ο στρατηγός ταύτα ακούσας εκίνησεν ευθύς δια την Κωνσταντινούπολιν, χωρίς να διστάση τελείως εις τα λόγια του Οσίου. Βλέπων δε ότι έγιναν όλα καθώς του προείπεν ο Όσιος, εθαύμασε και το εκήρυττεν εις όλους. Άλλος περίφημος άρχων Κρηνίτης καλούμενος, πηγαίνων εξουσιαστής της Ελλάδος, όταν έφθασεν εις την Λάρισσαν, ήκουσε τα κατορθώματα του Οσίου και επόθησε να τον ίδη και να συνομιλήση μετ’ αυτού. Όταν λοιπόν έφθασεν εις τας Θήβας, έστειλεν ανθρώπους και προσεκάλεσε τον Όσιον να υπάγη προς αυτόν. Παρευθύς τότε ηκολούθησεν ο Όσιος τους απεσταλμένους και πηγαίνων εύρε τον άρχοντα καθήμενον εις την τράπεζαν, διότι ήτο ώρα του γεύματος, εκάθισε δε εις την τράπεζαν και ο Όσιος. Όταν ηγέρθησαν από την τράπεζαν ηγέρθη και ο Όσιος και ανεχώρησε, χωρίς να αξιωθή να ακούση ούτε ψιλόν λόγον από τον άρχοντα, όστις τόσον θερμώς τον είχε προσκαλέσει. Η στάσις αύτη του άρχοντος ελύπησε τον Όσιον, όχι δια τον εαυτόν του, διότι ποίος άλλος αγαπούσε την ταπείνωσιν όσον αυτός; Αλλά δι’ εκείνον όστις κατεφρόνησε τόσον το σεβάσμιον σχήμα και όνομα των Μοναχών· αναχωρών δε είπεν εις ένα υπηρέτην του άρχοντος· «Να απολαύσης, αδελφέ, ζωήν και σωτηρίαν, να ειπής εις τον αυθέντην σου, χωρίς να συσταλής, εκ μέρους μου ταύτα: Διατί με έκαμε να αφήσω το κελλίον μου και να έλθω εδώ; Και διατί έγινεν αίτιος να λάβω τόσους κόπους ματαίους, διότι ηνάγκασε τον φιλέρημον να έλθη εις την πολιτείαν και δεν με ηξίωσεν ουδέ λόγου απλού ουδέ χαιρετισμού, ούτε άλλο τι έπραξεν, από όσα πρέπει να πράξη ένας φιλάρετος και ολίγον ευλαβής άνθρωπος; Ή τάχα δια τούτο μόνον με εκάλεσε, διότι ενόμισεν ότι αγαπώ την απόλαυσιν της τραπέζης του; Με ποία δε πνευματικά λόγια, ή με ποίας ωφελίμους αναγνώσεις μάς ηύφρανεν εις την τράπεζάν του, παρά μας εγέμισεν από γέλωτας και διεφθαρμένους λόγους; Και τι είδους έδειξε τον εαυτόν του εις τους φιλευομένους; Διατί δεν εκάθητο εις κάθισμα με ευσχημοσύνην και ευταξίαν, αλλά ήτο ύπτιος (ανάσκελα) επάνω εις το στρώμα και ούτε ζώνην εφόρει εις την μέσην, αλλά την είχεν ερριμμένην μακράν και δεν διέφερε τίποτε από τους εθνικούς; Άραγε αυτά όλα είναι ίδια των Χριστιανών εκείνων, οίτινες έχουν εις τον νουν των τον Θεόν, και αγαπούν την σωτηρίαν της ψυχής των»; Ταύτα είπεν ο Όσιος εις τον υπηρέτην, δια να τα είπη όλα εις τον άρχοντα, αυτός δε επήγεν εις το Μοναστήριον, το οποίον είναι έμπροσθεν της πόλεως, προς τον προρρηθέντα Αντώνιον· ο δε υπηρέτης είπε ταύτα πάντα εις τον στρατηγόν και παρευθύς εκείνος αντελήφθη ότι δεν εφέρθη εις τον Όσιον καθώς έπρεπε και κατηγόρει τον εαυτόν του ότι ήτο αμελής εις εκείνα, τα οποία είναι σπουδής άξια, επειδή ήτο τη αληθεία άνθρωπος ταπεινός και ήμερος· όθεν ιππεύσας τον ίππον του επήγεν εις τον Όσιον χωρίς να πάρη μαζί του υπηρέτας, και πρώτον μεν ωμολόγησε με θερμότητα και πόνον της καρδίας του το σφάλμα, το οποίον έκαμε, ζητήσας και λαβών την συγχώρησιν από τον Όσιον, είπε δε εις τους παρευρεθέντας να εξέλθουν του κελλίου. Αφού δε συνωμίλησε με τον Όσιον έως το εσπέρας τόσον θερμώς και αγαπητικώς οικειοποιήθη μαζί του, ώστε εκολλήθη η ψυχή του οπίσω του, δια να ειπώ τον λόγον του Δαβίδ, και δεν ήθελε να μείνη μακράν από τον Όσιον ούτε ολίγην ώραν· δια τούτο και εις εκάστην ανάγκην του Οσίου τον εβοήθει προθυμότατα· και εις την οικοδομήν του Ναού της Αγίας Βαρβάρας συνήργησε και εξώδευσεν· όταν δε ετελείωσεν ο καιρός της εξουσίας του επήγεν εις τον Όσιον και εζήτησε τας ευχάς του, τον παρεκάλεσε δε να μη τον λησμονή. Ο δε Όσιος του είπεν, ότι κατά το παρόν δεν ήθελεν ίδει την Βασιλεύουσαν, διότι ο Θεός θέλει να ευρίσκεται ακόμη εξουσιαστής των δυτικών μερών, το οποίον και έγινε· διότι αναχωρών δια την Κωνσταντινούπολιν, όταν έφθασεν εις την Λάρισαν, εβεβαιώθη η πρόρρησις του Οσίου και επέστρεψεν οπίσω, διότι έλαβε γράμματα του βασιλέως, δια των οποίων τον κατέστησεν εξουσιαστήν της Πελοποννήσου. Όλαι αι προρρήσεις του Οσίου είναι αξιοθαύμαστοι· η πρόρρησις όμως την οποίαν είπε δια την Κρήτην είναι σχεδόν απίστευτος, παρ’ όλον ότι απεδείχθη εκ των πραγμάτων αληθεστάτη· διότι είκοσι έτη ενωρίτερα προείπε δι’ αυτήν, ότι έχει να απελευθερωθή και εις ποίου βασιλέως καιρόν· διότι είπε καθαρά ότι ο βασιλεύς Ρωμανός θα απελευθερώση την Κρήτην· αλλ’ επειδή εβασίλευεν ο γέρων Ρωμανόςο και Λεκαπηνός λεγόμενος, ότε ταύτα προείπεν ο Όσιος, τον ηρώτησε κάποιος εκ των παρευρισκομένων εάν περί τούτου του Ρωμανού πρόκειται, όστις βασιλεύει τώρα, ο δε Άγιος απήντησεν ότι δεν πρόκειται περί τούτου αλλά περί άλλου Ρωμανού, του εγγόνου δηλαδή του γέροντος Ρωμανού. Πλουσία τις και ονομαστή γυνή από τας Θήβας περιέπεσεν εις βαρυτάτην ασθένειαν, ο δε ανήρ αυτής εξοδεύσας πολλά χρήματα εις τους ιατρούς δεν ηδυνήθη να ωφελήση την ασθενή· όθεν τελευταία αυτών ελπίς απέμεινεν ο θείος Λουκάς, ο οποίος συμπονών τον άνδρα, όστις ελυπείτο και τον παρεκάλει θερμώς, εκάλεσε μαθητήν του τινά, Παγκράτιον το όνομα, και του είπε· «Λάβε τούτο το δοχείον το οποίον είναι γεμάτον έλαιον, ύπαγε εις την ασθενή και άλειψον όλον της το σώμα με αυτό». Ο δε Μοναχός χωρίς να διακριθή, διότι ήτο εστολισμένος με απλότητα και με τα χρηστά ήθη του Γέροντός του, επήγεν εις την γυναίκα. Και πρώτον μεν εκείνη, νομίζουσα το πράγμα άπρεπον, δεν εδέχετο να την αλείψη· έπειτα διαλογιζομένη αυτή και ο ανήρ της ποίος Άγιος ήτο εκείνος όστις τον έστειλε και βιαζόμενοι από την ανάγκην, εδέχθησαν και την έχρισεν ο Παγκράτιος από κεφαλής έως ποδών, ως υιός της υπακοής όπου ήτο, πειθόμενος εις την εντολήν του Γέροντός του. Σκεφθήτε δε τι καρπόν έλαβεν από την υπακοήν· διότι ούτε καν εβλάβη με αισχρόν λογισμόν, από την θεωρίαν του σώματος της γυναικός· σκεφθήτε επίσης και την δύναμιν της πίστεως εκείνων, οι οποίοι παρεκάλεσαν τον Όσιον· διότι ευθύς ως εχρίσθη η ασθενής έλαβε την υγείαν της και εδόξασε τον Θεόν. Ο αυτός υποτακτικός του Οσίου Παγκράτιος έλεγεν, ότι εις καιρόν κατά τον οποίον κατέτρεχαν τα έθνη τους τόπους εκείνους, εφύγαμεν εγώ μετά του Πνευματικού μου Πατρός και εκρύφθημεν και οι δύο εντός σπηλαίου· δύο δε γυναίκες φεύγουσαι ήλθον προς ημάς, όταν έδυεν ο ήλιος· λυπούμενος δε ο Όσιος αυτάς δια την φυγήν και το ψύχος του χειμώνος όπου ήτο, τας εδέχθη και τας επεριποιήθη κατά το δυνατόν. Όταν δε ήτο η ώρα του ύπνου, επρόσταξεν εμέ να κοιμηθώ εις την μίαν άκραν του σπηλαίου, αυτός δε εκοιμήθη εις την άλλην, εκείνας δε επρόσταξε να κοιμηθούν εις το μέσον. Καθώς δε το παιδίον εγγίζει εις την μητέρα του, ή όπως εγγίζει κανείς εις πέτρας, ή ξύλα, χωρίς να του έλθη κανένας λογισμός σαρκικός, το ίδιον ευρίσκετο και εκείνος εις τας αγκάλας της απλότητος και της απαθείας. Άλλος μαθητής του Οσίου, Θεοδόσιος ονομαζόμενος, είχεν αδελφόν κοσμικόν, σπαθάριον εις το αξίωμα, Φίλιππον ονόματι, ο οποίος επήγαινε συχνά εις τον Όσιον. Μίαν δε φοράν κατά την οποίαν εκίνησεν ο Φίλιππος προς επίσκεψίν των κατά το σύνηθες, είπεν ο Άγιος προς τον Θεοδόσιον· «Ετοίμασον τα προς υποδοχήν, διότι έρχεται ο αδελφός σου να δειπνήση μεθ’ ημών». Ο Θεοδόσιος ακούσας τούτο εχάρη ομού και εθαύμασε δια το προορατικόν του Οσίου, αναμένων δε τον αδελφόν του έβλεπε τους δρόμους. Όταν ήλθεν η εσπέρα, έφθασε και ο Φίλιππος, φέρων μαζί του πολλήν ετοιμασίαν των αναγκαίων. Ητοιμάσθη λοιπόν η τράπεζα και εκάθησαν όλοι εις αυτήν ομού με τον Όσιον και έφαγαν από όλα τα φαγητά, τα οποία ήσαν, όλοι ομοίως, δια την κοινήν αγάπην, αφ’ ου δε έφαγαν και ανέγνωσαν το απόδειπνον, επήγαν να κοιμηθούν. Έπειτα από ολίγην ώραν τους εξύπνησεν ο Όσιος δια τον Όρθρον και οι μεν άλλοι ανεγίνωσκον τον Όρθρον, ο δε Θεοδόσιος γνωρίζων ότι ο αδελφός του ήτο ασυνήθιστος εις την αγρυπνίαν και την ορθοστασίαν, τον άφησε να κοιμηθή έως ότου να τελειώσουν οι ύμνοι του Όρθρου και η ανάγνωσις του Ψαλτηρίου. Αλλ’ ο Φίλιππος δεν ηδύνατο να κοιμηθή από τους λογισμούς, διότι ήρχισε να υπολαμβάνη, ότι ο Όσιος είναι φάγος και οινοπότης και υποκρίνεται, ότι είναι ευλαβής, δια να πλανά τους ανθρώπους· οι λογισμοί δε αυτοί ήσαν κυρίως εκ συνεργείας του διαβόλου, όστις σπείρει τα πονηρά ζιζάνια εις τας ψυχάς μας· ήσαν όμως και από την μικροπρεπή και άνανδρον διάνοιαν εκείνου, η οποία έκρινε τα πάντα από μόνα απλώς τα φαινόμενα και δεν ηδύνατο να συλλογισθή και κανένα άλλο μεγαλύτερον και υψηλότερον ούτε να σκεφθή, ότι η συμμετοχή του Οσίου εις το φαγητόν δεν ήτο σημείον γαστριμαργίας, αλλά μεγαλυτέρας τινός οικονομίας την οποίαν μετεχειρίσθη ο Όσιος αφ’ ενός μεν δια την υπερβολήν της αγάπης, με το να κατεφρονήθη το μικρότερον δια το κέρδος του μεγαλυτέρου, επειδή ποίαν αξίαν έχει η αποχή των φαγητών κοντά εις την αγάπην; Βεβαίως η νηστεία είναι ευτελεστέρα της αγάπης, και αφ’ ετέρου δε, δια να φανή ο Όσιος περισσότερον φάγος εις τους ανθρώπους δια την άκραν του ταπεινοφροσύνην, καθώς τον υπέλαβε και εκείνος, από την πολλήν παχύτητα του νοός του. Και ότι αυτά ήσαν τοιαύτα τη αληθεία και ότι ο Φίλιππος ήτο ηπατημένος εις τους λογισμούς του και έσφαλεν από την αλήθειαν, το έδειξαν μόνα των αυτά ταύτα τα πράγματα και μαρτυρία εκ του ουρανού πιστή, την οποίαν ακούσατε. Περιστρεφόμενος ο Φίλιππος άγρυπνος επάνω εις την κλίνην τον ήρπασεν ο ύπνος και βλέπει εις το όραμά του δύο νέους ωραιοτάτους και κατά πολλά λαμπρούς, οι οποίοι παρατηρούντες αυτόν άγρια και εχθρικά του είπαν· «Διατί ταράσσεις τον εαυτόν σου με τοιούτους λογισμούς; Διατί κατακρίνεις τον αθώον; Σήκωσε υψηλά τους οφθαλμούς σου, συ όστις βλέπεις τα κάτω και χαμηλά και ιδέ ποίαν δόξαν ηξιώθη από τον Θεόν εκείνος, όστις από σε νομίζεται πλάνος και υποκριτής και εμπαίκτης του Μοναχικού σχήματος». Προσηλώσας δε εκείνος τους οφθαλμούς του εις τον τόπον τον οποίον του εδείκνυον εκείνοι, βλέπει μίαν υπέρτιμον πορφύραν απλωμένην επάνω εις την γην, επάνω δε από την πορφύραν ίστατο ο Όσιος, από δε το πρόσωπόν του και τα ενδύματά του ήστραπτε θαυμάσιον και άρρητον φως και εφαίνετο όλος αυτόχρημα φως. Ταύτα βλέπων εις το όραμά του ο Φίλιππος εξύπνησε περίτρομος και με φόβον πολύν επήγεν εκεί όπου ήσαν συνηγμένοι οι Πατέρες και εδοξολόγουν τον Θεόν και φανερώσας εις τον Όσιον όλα όσα διελογίζετο αυτός, εν ω ήτο έξυπνος επάνω εις την κλίνην, εναντίον του Οσίου και όσα είδεν υπερφυώς εις τον ύπνον του, εζήτησε και έλαβε παρ’ αυτού συγχώρησιν. Αφ’ ου έκαμεν ο Όσιος εις το όρος του Στειρίου έτη επτά, προεγνώρισε ότι επλησίαζε το τέλος του, δεν το εφανέρωσεν όμως εις ουδένα· αλλ’ εξελθών από το κελλίον του επήγεν εις όλους τους φίλους και γείτονας και τους απεχαιρέτησεν ασπαζόμενος ενός εκάστου τα χείλη, τους οφθαλμούς και το πρόσωπον και λέγων· «Εύχεσθε, αδελφοί, υπέρ εμού, εύχεσθε, διότι δεν γνωρίζομεν εάν επανίδωμεν εις το εξής ο εις τον άλλον». Επανελθών έπειτα εις το κελλίον του έζησε τρεις μήνας και μετ’ ολίγον ησθένησεν, ολίγον κατ’ αρχάς, ύστερον δε του ηκολούθησε σφοδρότερος παροξυσμός και μετά οκτώ ημέρας εγένετο από όλους αντιληπτόν, ότι έχει να υπάγη προς τον Θεόν, τον οποίον ηγάπησε. Τούτο, ότε έμαθον όλοι οι Χριστιανοί, οίτινες κατώκουν εις τα περίχωρα και με όλον ότι ήτο χειμών και είχε πέσει χιών τόσον πολλή, ώστε έκλεισαν οι δρόμοι, εν τούτοις δεν ηδυνήθη να εμποδίση τίποτε εκείνους από αυτά, αλλ’ έτρεχον όλοι προς τον Όσιον και ίσταντο πλησίον του έως την ενάτην ώραν και ούτε να φάγουν ενεθυμήθησαν, ούτε να επιστρέψωσιν εις τας οικίας των, αλλ’ επρόσεχαν εις τον Άγιον παρατηρούντες το ιλαρόν πρόσωπόν του και ακούοντες την γλυκυτάτην του φωνήν και τα τελευταία του λόγια και δεν ήθελον να χωρισθούν από πλησίον του. Από τούτο ας σκεφθή έκαστος πόσην λύπην είχον δια τον μετά θάνατον χωρισμόν του και έτρεχαν ωσάν ποταμούς τα δάκρυα από τους οφθαλμούς των, έως ότου τους απεχαιρέτησεν όλους και τους ηυχήθη κάθε αγαθόν και ούτως ανεχώρησαν βαρέως αναστενάζοντες. Τότε ο Όσιος, ερωτήσας τον Πρεσβύτερον Γρηγόριον, όστις παρίστατο προς αυτόν, τι ώρα είναι και ακούσας ότι πλησιάζει να δύση ο ήλιος, εγνώρισεν ότι και αυτός έμελλε να δύση ως λαμπρός αστήρ και λέγει εις τον Γρηγόριον να αναγνώση γρήγορα τον εσπερινόν. Μετά τον εσπερινόν τον ηρώτησεν ο Γρηγόριος που θέλει να τον ενταφιάσωσι και ο Όσιος του λέγει· «Δεν εντρέπεσαι να με ερωτάς περί τούτου τι να κάμης; Και δεν γνωρίζεις, ότι πρέπει να με δέσης με σχοινίον από τους πόδας και να με ρίψης εις το δάσος, δια να με φάγουν τα θηρία»; Αλλ’ ο Γρηγόριος, χωρίς να συσταλή, τον επαρακαλούσε θερμώς και μετά δακρύων να είπη που θέλει να τον ενταφιάσουν, επειδή ήθελε να μη κάμη τίπουε παρά την γνώμην του. Τότε του είπεν ο Όσιος· «Εις τον τόπον τούτον όπου κείτομαι σκάψον και θέλεις εύρει τούβλα και σηκώνων αυτά απόδος το χώμα εις το χώμα και θάψον με, έπειτα βάλε από επάνω πάλιν τα τούβλα, διότι ο Θεός, οις οίδεν κρίμασιν, έχει να δοξάση τον τόπον τούτον, έως της συντελείας του κόσμου, διότι μέλλει να συνάγωνται εδώ πλήθος Χριστιανών, να δοξάζωσι το όνομά του το Άγιον». Ταύτα ειπών και ασπασθείς τον Πρεσβύτερον και τους συν αυτώ, ύψωσε τους οφθαλμούς και ειπών, «Εις χείρας σου, Κύριε, παρατίθημι το πνεύμα μου», παρέδωκε την μακαρίαν του ψυχήν. Κατά δε την πρωϊαν της επομένης καλέσας ο Γρηγόριος τους πλησιοχώρους Χριστιανούς έσκαψε τον τόπον εκείνον και ευρών τα τούβλα, περί των οποίων προείπεν ο Άγιος, ηυτρέπισε τον τάφον όσον ηδύνατο, αφού δε ανέγνωσε τα συνηθισμένα επιτάφια, ενεταφίασε το ιερόν λείψανον, όχι δια να μείνη εκεί κεκρυμμένος θησαυρός μόνον, αλλά και δια να είναι εις όλους τους φιλοχρίστους κοινή απόλαυσις· έπειτα έστρωσεν επάνω του τάφου τα τούβλα και τον άφησεν. Αφ’ ου παρήλθον εξ μήνες από την μακαρίαν του Αγίου κοίμησιν, Μοναχός τις ευνούχος, καταγόμενος από την χώραν των Παφλαγόνων, Κοσμάς καλούμενος, θέλων να υπάγη εις την Γαλλίαν, διήλθεν από τα μέρη εκείνα και σταθείς εκεί δια να αναπαυθή ολίγον, είδεν εις τον ύπνον του όραμα, το οποίον διηγούμενος εις τους εντοπίους, ήκουσεν από εκείνους, ότι εκεί ήτο θέλημα Θεού να μείνη και δια τούτο οικονόμησεν ο Θεός να διέλθη εκείθεν. Ο Μοναχός χωρίς να διστάση τελείως, επήγεν εις το κελλίον του Οσίου, ωσάν να τον ωδήγει αόρατος χειρ και βλέπων το ήσυχον και χαριέστατον του τόπου, υπεσχέθη εις τον Θεόν να κατοικήση εκεί. Παρευθύς ήρχισε να επιμελήται τον τάφον του Οσίου και υψώσας αυτόν από την γην τον ηυτρέπισε με πλάκας, πέριξ δε αυτού κατεσκεύασε κικλίδωμα (κάγκελλα) δια να μη καταπατήται από τους διερχομένους, εκτός εκείνων μόνον οι οποίοι θέλουν να πλησιάσουν εις αυτόν χάριν ευλαβείας. Μετά παρέλευσιν δύο ετών μαθηταί τινες του Οσίου, βλέποντες τας ιατρείας και τα θαύματα, τα οποία ανέβλυζον από τον τάφον του Οσίου καθ’ εκάστην και κρίνοντες τον εαυτόν των, ότι δεν είναι τέκνα καλά πατρός καλού, εάν δεν αποδώσουν εις αυτόν και μετά το τέλος το χρέος, το οποίον πρέπει εις τον Πνευματικόν των Πατέρα, προθυμοποιούνται εις το να κτίσουν Ναόν και κελλία· και πρώτον μεν επεράτωσαν την οικοδομήν του Ναού της Αγίας Βαρβάρας, όστις ήτο ημιτελής και ηυτρέπισαν αυτόν κατά δύναμιν· έπειτα έκτισαν και κελλία και οίκους αρκετούς και διαφόρους προς χρήσιν του κοινού και προς υποδοχήν των ξένων. Μετά ταύτα μετέβαλαν εις άλλο σχήμα το κελλίον, εις το οποίον ήτο ο τάφος του Οσίου και το κατεσκεύασαν ευκτήριον ωραιότατον εις σχήμα Σταυρού, ώστε εξεπληρώθη η πρόρρησις του Οσίου, την οποίαν είπε δια τον τόπον εκείνον και δια τους Χριστιανούς, οι οποίοι θα προσέτρεχον εις αυτόν, ένεκα των θαυμάτων τα οποία θα εγίνοντο εκεί καθ’ εκάστην ημέραν. Εκ των θαυμάτων τούτων πρέπον είναι να διηγηθώμεν ολίγα εις δόξαν Θεού και του Οσίου. Γυνή τις είχεν ακινήτους και παραλύτους τας χείρας και τους πόδας της και δεν ηδύνατο να τα σαλεύση τελείως, το πλέον δε βαρύτερον εις αυτήν ήτο ότι ο υιός της, τον οποίον έμελλε να έχη παρηγορίαν εις την ασθένειάν της, έπασχε και αυτός από δαιμόνιον, συχνάκις δε εσπαράττετο κατά γης από τον μισόκαλον. Συμπονούντες λοιπόν αυτήν οι συγγενείς της την εφόρτωσαν εις ζώον και βαστάζοντες αυτήν την έφεραν εις τον τάφον του Οσίου, την άφησαν δε εκεί ομού μετά του υιού της και ανεχώρησαν. Αλλά, θαυμαστά είναι τα κρίματα του Κυρίου! Παρέβλεψεν αυτήν ο Όσιος κατ’ οικονομίαν και την άφησεν αθεράπευτον πολύν καιρόν· όθεν απέκαμεν από την πολυκαιρίαν και απελπισθείσα της ιατρείας ήθελε να αναχωρήση. Αλλ’ ω της ανεκδιηγήτου χρηστότητός σου, Κύριε! Επειδή προ ολίγου είχεν αναβλύσει από τον τάφον του Οσίου μύρον ευώδες, ο νεωκόρος παίρνων αυτό το έβαλεν εις κανδήλαν και την εκρέμασεν επάνω εις τον τάφον του Οσίου. Ο δε υιός της παραλύτου, φυλάττων εις καιρόν, όπου δεν ήτο εκεί άλλος ουδείς, παρά μόνον η μήτηρ του, της λέγει· «Εγώ θέλω να πίω το μύρον, το οποίον είναι εις την κανδήλαν». Εκείνη τον ημπόδιζε λέγουσα· «Μη, τέκνον, διότι ο κανδηλανάπτης είναι οξύθυμος και ίσως μας ξυλίση και μας διώξη απ’ εδώ». Αλλ’ εκείνος πάλιν λέγει· «Εγώ θέλω να το πίω». Ευθύς τότε σηκώνεται και παίρνων την κανδήλαν έπιε το μύρον. Παρευθύς τότε έπεσε κατά γης και εκυλίετο και ήφριζεν, η δε μήτηρ του βλέπουσα αυτόν ελυπήθη πολύ και θέλουσα να τον βοηθήση, ω του θαύματος! έτρεξε με τους πόδας της και εσήκωσε με τας χείρας της τον υιόν της, ο οποίος εσηκώθη σωφρονισμένος και ελεύθερος από την ενέργειαν του δαίμονος. Όθεν θαυμάζουσα η γυνή εις την διπλήν θαυματουργίαν ταύτην εδόξαζε τον Θεόν και τον Όσιον και προσπίπτουσα εις τον τάφον του Οσίου ευλαβώς και μετά πολλών δακρύων τον ησπάζετο, ψάλλουσα τα ευχαριστήρια και κηρύττουσα εις όλους το διπλούν τούτο θαύμα του Αγίου. Και άλλη γυνή είχε δύο τέκνα, άρσεν και θήλυ, ήσαν δε και τα δύο ανάπηρα κατά τους πόδας και δεν ηδύναντο να περιπατήσουν ουδόλως· δια τούτο ελυπείτο πολύ και έκλαιε, μη γνωρίζουσα τι να κάμη. Ακούσασα δε τα θαύματα του Οσίου, έβαλεν εις ζώα τα τέκνα της και τα επήγεν εις τον τάφον του και εκεί μετά θερμών δακρύων τον παρεκάλει εις έλεος και βοήθειαν, αναμένουσα την ιατρείαν αυτών. Αφού όμως παρήλθον οκτώ πλήρεις ημέραι και τα τέκνα της δεν είχον θεραπευθή, εμικροψύχησεν η γυνή και απελπισθείσα ανεχώρησε με λύπην μεγάλην επιστρέφουσα εις τον οίκον της· έλεγεν όμως από την πολλήν ταπείνωσίν της, ότι δια τας πολλάς αμαρτίας της δεν ήτο αξία να την εισακούση ο Όσιος και να θεραπεύση τα τέκνα της. Δια τούτο και παραδόξως απήλαυσε την ευεργεσίαν του Αγίου και ευθύς μόλις εισήρχετο εις τον οίκον της, ω του θαύματος! είδε και τα δύο τέκνα της υγιά και εβάδιζον με τους πόδας των πολύ καλά. Τούτο το θαυμάσιον εις μεν τους άλλους επροξένησε θαυμασμόν, την δε μητέρα ενέπλησε χαράς αμέτρου και με θερμά δάκρυα ευχαριστούσε τον Άγιον, συγκαλέσασα δε συγγενείς και φίλους, ανύμνει τον Κύριον με κοινάς δοξολογίας και αίνους. Και άλλη Τρίτη γυνή είχεν εις το πρόσωπόν της πάθος αθεράπευτον ήτοι καρκίνον, ο οποίος της προεκάλει πόνους αφορήτους και πολλήν ασχημίαν. Αφού λοιπόν έλαβεν από τους ιατρούς πολλάφάρμακα και όχι μόνον δεν ωφελήθη ποσώς, αλλά και τον καιρόν έχασε και τον πλούτον της εδαπάνησε, προσέτρεξεν εις τον τάφον του Οσίου και με πολλά δάκρυα τον παρεκάλεσε να της δώση την θεραπείαν, αλείψασα δε το ασθενές μέρος με το έλαιον της κανδήλας του τάφου του Οσίου ηλευθερώθη από το πάθος χωρίς να μείνη εις το πρόσωπόν της ουδέν σημείον της ασθενείας. Και άλλη γυνή γερόντισσα κατά την ηλικίαν, πλουσία και ένδοξος, από την Βοιωτίαν, είχε πάθος εις τον οφθαλμόν της, το οποίον όχι μόνον της επροξένει πόνους δριμείς και πολλούς, αλλά της έκαμε και τον οφθαλμόν σκοτεινόν και έρρεεν ακαταπαύστως από αυτόν πυώδες υγρόν, ωσάν από πηγήν πονηράν. Αφού δε έκαμεν ιατρικά πολλά και δεν είδε κανέν όφελος, επήγεν εις το Μοναστήριον του Οσίου και προσέπεσεν εις τον τάφον του μετά θερμής πίστεως και χρίσασα τον οφθαλμόν της με έλαιον της κανδήλας, αναμεμιγμένον με υγρασίαν του τάφου, εις ολίγας ημέρας εφωτίσθη και εκαθαρίσθη και ούτε σημείον καν του πάθους έμεινεν, αλλ’ έλαβε τελείαν την υγείαν, καθώς ήτο υγιής και ο άλλος οφθαλμός της. Άνθρωπός τις ονόματι Νικόλαος, πάσχων από το αθεράπευτον πάθος της λώβης, ήτο πληγωμένος από κεφαλής έως ποδών και έρρεεν από τας πληγάς του πύον δυσώδες, ώστε όλοι τον εσιχαίνοντο· όθεν απελπισθείς από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν προστρέχει εις τον τάφον του Οσίου μετά πίστεως και μεταχειρίζεται ιατρικόν το έλαιον της κανδήλας του Αγίου και την υγρασίαν του τάφου του. Μίαν ημέραν, καθήμενος πλησίον εις την δεξαμενήν, ήτις ήτο γεμάτη από το θείον μύρον του και προσέχων με χαράν εις το μύρον, το οποίον έρρεεν, έπεσεν εντός αυτής χωρίς να θέλη, όχι όμως και χωρίς θείαν βούλησιν· ευθύς δε ως έπεσεν, ω! και τις να μη χαρή ή τις να μη θαυμάση εις το καινόν αυτό θαύμα! Ευθύς ηλευθερώθη και εκαθαρίσθη από το πάθος της λώβης με τόσην ευκολίαν, ωσάν να εκαθαρίσθη από ρύπον του σώματος. Και άλλος όστις έπασχεν από δαιμόνιον χρόνους πολλούς και εβασανίζετο με πολλά και δεινά βάσανα, κρημνιζόμενος και σπαραττόμενος πολλάκις, επήγεν εις τον τάφον του Οσίου και επρόσμεινεν ημέρας πολλάς. Βλέπων δε ότι ο Άγιος αργοπορούσε να του δώση την ιατρείαν, τι εστοχάσθη ο θεοσεβής και φιλόθεος; Επέστρεψεν εις τον οίκον του, δεν απηλπίσθη όμως δια την ιατρείαν του, αλλά πάλιν επήγαινε συχνά και παρεκάλει τον Όσιον και παραμένων τρεις ή περισσοτέρας ημέρας, πάλιν επέστρεφε. Μίαν φοράν από τας πολλάς επήγε και παρεκάλεσε τον Όσιον μαζί με τους Πατέρας του Μοναστηρίου, τότε δε εφάνη εις τον ύπνον του ο Άγιος και καλών αυτόν εξ ονόματος του λέγει· «Άνοιξε το στόμα σου». Αφού το ήνοιξε, εφύσησεν ο Άγιος μέσα εις αυτό και του είπεν· «Ύπαγε υγιής και διηγού εις όλους τα θαυμάσια του Θεού». Εξυπνήσας ο ασθενής είδεν ότι το όραμα ήτο πραγματικότης και ότι ηλευθερώθη από το δαιμόνιον και διηγούμενος εις όλους τα θαύμα, τους παρεκίνει να δοξάζουν τον Θεόν και τον αυτού θεράποντα. Άλλος, Ιωάννης ονομαζόμενος, έπασχεν έτη πολλά από δαιμόνιον ζοφερόν και καταφεύγων και αυτός εις τον τάφον του θείου Λουκά μετεχειρίσθη τα ίδια ιατρικά, ήτοι το έλαιον της κανδήλας και το μύρον, το οποίον ανέβλυζεν από τον τάφον του Οσίου, με τα οποία τον έχρισεν ο προρρηθείς Μοναχός Παγκράτιος· διότι αυτός ήτο όστις συνεπόνει τους πάσχοντας και τους έχριεν. Αλλά αν και επέρασαν εν τω μεταξύ πολλαί ημέραι και δεν ιατρεύθη, εδείκνυε μεγάλην υπομονήν και ούτε εδίστασε τελείως, ούτε λογισμοί απιστίας και μικροψυχίας του ήλθον, αλλά παρέμεινεν εξ μήνας, έως ότου εφάνη εις τον ύπνον του ο Όσιος και εδίωξεν από αυτόν το ακάθαρτον και πονηρόν πνεύμα και φανερώσας εις αυτόν απορρήτους τινάς λόγους, του παρήγγειλε να μη τους ειπή εις κανένα έως του θανάτου του. Και άλλος ακόμη, Ιωάννης και αυτός καλούμενος, πάσχων ομοίως και αυτός από δαιμονικήν ενέργειαν και βασανιζόμενος έτη πολλά, προσέπεσεν εις τον τάφον του Οσίου και τον επεκαλέσθη μετά δακρύων· κατά δε την νύκτα εφάνη εις τον ύπνον του ο Όσιος, όστις κρατήσας αυτόν από της κεφαλής ήνοιξε το στόμα του και βάζων μέσα εις αυτό άγκιστρον, το κατέβασεν έως εις τον λάρυγγα, έπειτα πάλιν ανασύρας αυτό το έβγαλεν. Μετά ταύτα του είπεν· «Ιδού έλαβες την ιατρείαν από την πίστιν σου και ηλευθερώθης από το πονηρόν πνεύμα· ύπαγε εις ειρήνην». Ευθύς τότε ο λόγος του Οσίου έγινεν έργον, διότι καθώς εξύπνησεν ευρέθη ελεύθερος από το δαιμόνιον και ευχαριστών τον Όσιον επέστρεψεν χαίρων εις τον οίκον του. Άλλος τις φιλόχριστος ήτο τυφλός και κατά τους δύο οφθαλμούς και καταφυγών εις τον Άγιον εισήλθεν εις τον Ναόν του και τον παρεκάλει θερμώς, λέγων· «Διάλυσόν μου το σκότος των οφθαλμών, Άγιε του Θεού, ο παραστάτης και κληρονόμος του αληθινού φωτός· λύτρωσέ με από ταύτην την σκοτεινήν νύκτα, δια να ίδω και εγώ την αγίαν σου εικόνα και τον ιερόν σου τάφον, να απολαύσω την ωραιότητα του θείου σου οίκου, να γεμίση από χαράν το στόμα και η γλώσσα μου από αγαλλίασιν και να κηρύξω εις όλους τα θαυμάσιά σου». Αλλά παρακαλών τοιουτοτρόπως τον Άγιον και μη λαμβάνων ευθύς την θεραπείαν εμικροψύχησε και εκίνησε να υπάγη εις την κατοικίαν του. Ο θείος όμως Λουκάς, ο ετοιμότατος προς συμπάθειαν, δεν τον παρέβλεψεν, αλλά καθώς εβάδιζεν εις την οδόν του εχάρισε το φως των οφθαλμών του· πλην όμως δεν του έδωκεν ευθύς όλον ομού το φως, αλλ’ ολίγον κατ’ ολίγον εγίνετο τούτο καθαρώτερον, το δε σκότος εχάνετο. Όθεν κατ’ αρχάς δεν επίστευεν εκείνος ότι αληθές είναι τούτο, αλλ’ ύστερον, όταν έβλεπε καθαρά όλα τα πάντα ωσάν τους άλλους ανθρώπους, εγέμισεν όλος από χαράν και θαυμασμόν και ηυχαρίστει πολύ τον Θεόν και τον Όσιον. Έτερος Ιωάννης από το νησίον της Τερβενίας έπασχε κακώς κατά τους πόδας και εκείτετο ελεεινώς από τους πόνους· ακούων δε τας θαυματουργίας του Μεγάλου Λουκά, εποθούσε να υπάγη εις τον τάφον του και να προσπέση εις αυτόν, αλλά δεν ηδύνατο κατ’ ουδένα τρόπον να μετακινηθή· τι κάμνει λοιπόν; Πηγαίνει εις το Μοναστήριον δια του νοός του και περνά τόσην οδόν με τα πτερά της πίστεως, προσεγγίζει νοερώς με τα χείλη του τον θαυματουργόν τάφον και επικαλείται από μακρόθεν τον Όσιον, όστις ηδύνατο να είναι παρών δια της θείας Χάριτος, φωνάζων κατά τον θείον Προφητάνακτα· «Εγγισάτω η δέησίς μου ενώπιόν σου… εισέλθοι το αξίωμά μου ενώπιόν σου» (Ψαλμ. ριη: 169-170). Εάν μου δώσης την ιατρείαν, με την δύναμιν την οποίαν έλαβες από τον Θεόν, θέλω έλθει με τους πόδας μου να σε ευχαριστήσω και να προσκυνήσω τον άγιον τάφον σου». Ταύτην την παράκλησιν προσέφερεν ο ασθενής εις τον Όσιον, όχι επί πολλάς ημέρας, διότι ο Όσιος ταχέως τον εθεράπευσεν, ελαφρύνας αυτόν από τους πόνους και ελευθερώσας από την παράλυσιν των ποδών, δείξας αυτόν όλον υγιά, ώστε μετ’ ολίγον επήγεν εις το Μοναστήριον πεζή και προσέπεσεν εις τον θαυματουργόν τάφον του Οσίου λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε του Θεού, ότι ερρύσω τους οφθαλμούς μου από δακρύων και τους πόδας μου από ολισθήματος» (Ψαλμ. νε: 14). Έπειτα, διηγούμενος εις τους Πατέρας του Μοναστηρίου τα περί της ασθενείας του και ότι ταχέως ο Όσιος τον εθεράπευσε, χαίρων επέστρεψεν εις τον οίκον του δοξάζων τον Θεόν και τον Όσιον. Δημήτριος ο επονομαζόμενος Κολωνάς, νέος εις την ηλικίαν και ανδρείος εις το σώμα, έσκαπτεν εις τον οίκον του λάκκον, δια να βάλη σίτον και σκάπτων βαθέως εύρε πέτραν μεγάλην, την οποίαν, αφού ήγειρε με τας δύο χείρας του, προσεπάθησε να την ανεβάση επάνω από τον λάκκον. Επειδή όμως η πέτρα ήτο πολύ μεγάλη και το εγχείρημα υπέρ την δύναμίν του, κατέβηκαν τα εντόσθιά του από το βάρος και εγέμισαν τα δίδυμά του από φορτίον βαρύτατον, όθεν έμεινεν ο δυστυχής μέσα εις τον λάκκον οδυνώμενος και μη δυνάμενος να κινηθή, μετά βίας δε τον ανέβασαν οι συγγενείς του και τον έβαλαν εις τον κράββατον αποκαμωμένον από τους πόνους. Ούτω βασανιζόμενος και μη δυνάμενος να λάβη καμμίαν παρηγορίαν από τινα, εξαπέστειλεν ο Θεός το έλεός του εις αυτόν με την του Αγίου συμπάθειαν και εύρεν ως εξής την θεραπείαν χωρίς μεγάλην προσπάθειαν. Γνώριμός του τις, ερχόμενος τυχαίως από το Στείριον όρος και έχων μαζί του μύρον από τον τάφον του Οσίου, το έδωκεν εις τον πάσχοντα, όστις αλείψας με αυτό τα πονεμένα μέρη, μετά τρεις ημέρας ηλευθερώθη από τους πόνους και από το πάθος και απολαβών καθαράν την υγείαν εδόξαζε τον Θεόν και τον Όσιον και εκήρυττεν εις όλους τα τούτου θαυμάσια. Έτερος Κωνσταντίνος ονόματι, καταγόμενος από τας Θερμοπύλας, ηνωχλείτο από δαιμόνιον, το οποίον όχι μόνον τον εκρήμνιζε και τον εσπάραττεν, αλλά και την ψυχήν του εγέμιζεν από σκότος και φόβητρα και με κάθε τρόπον τον επείραζε· τι λοιπόν μετεχειρίσθη αυτός; Καταφρονών κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν κατέφυγεν εις τον Θεόν και εις τον θείον Λουκάν, τον του Θεού θεράποντα· και πηγαίνων εις τον Ναόν του προσέπεσεν εις τον τάφον του, λούων αυτόν με θερμά δάκρυα· έπειτα μετεχειρίσθη και αυτός το μύρον, το ιατρικόν παντός πάθους· και άλλο έργον δεν έκαμνεν ημέραν και νύκτα, παρά προσηύχετο, έκαμνε μετανοίας, έκλαιε και εχρίετο με το μύρον, αναμεμιγμένον με τα θερμά του δάκρυα, περιμένων την φιλανθρωπίαν του Θεού. Η του Θεού όμως φιλανθρωπία αργοπορούσε και δεν έκαμνε την ευεργεσίαν, όχι απλώς και ως έτυχεν, αλλά δια χρήσιμόν τινα και σωτήριον σκοπόν βέβαια, εις την ψυχήν εκείνου· διότι ουδέν πράγμα γίνεται εκ Θεού εις ημάς, το οποίον να μη αποβλέπη εις την ιδικήν μας ωφέλειαν. Όθεν και ο καλός Κωνσταντίνος, μεταχειριζόμενος καθώς έπρεπε ταύτην την αργοπορίαν του Θεού, δεν εδίστασε, δεν εψύχρανε την θερμότητα της ψυχής του ούτε απέβαλε την πίστιν και ελπίδα του, ούτε ενεθυμείτο να επιστρέψη εις τον οίκον του. Αλλ’ η αργοπορία της θεραπείας του Κωνσταντίνου διήρκεσεν εξ ολοκλήρους μήνας, κατά το πλάτος όπου είχεν η καρδία του εις το να υπομείνη· και τούτο έγινεν εις αυτόν δια να μη ελευθερωθή μόνον από το δαιμόνιον, αλλά δια να αξιωθή και την σωτηρίαν της ψυχής του, το οποίον έγινε και με το έργον· διότι τότε μεν ηλευθερώθη από την τυραννίαν του πονηρού, τους δε μισθούς της υπομονής του και πίστεως θέλει λάβει εις αιώνα τον μέλοντα. Και άλλος τις, καταγόμενος από τον Εύριπον, εις όμοιον κακόν περιέπεσε και ηνωχλείτο από πικρότατον δαίμονα· όθεν κατέφυγε παρομοίως και αυτός εις τον θαυματουργόν τάφον του Οσίου. Εις δε από εκείνους, οι οποίοι είχαν την υπηρεσίαν του κοινού, τον οποίον συνήθως αποκαλούν Κομερκιάριον, Χριστοφόρος ονόματι, επήγεν εις τον Ναόν του Οσίου χάριν ευλαβείας και προσκυνήσας τον τίμιον τάφον του, παρεκάλεσε τους Πατέρας να τον αφήσουν να κοιμηθή πλησίον του τάφου. Οι Πατέρες του έδωσαν την άδειαν να κοιμηθή λέγοντες, ότι τώρα άλλος δεν είναι να κοιμηθή εκεί παρά μόνον ο δαιμονιζόμενος· εκείνος δε είπεν· «Αυτήν την νύκτα ας κοιμηθή εις άλλο μέρος ο πάσχων, διότι εγώ θέλω μόνος να κοιμηθώ πλησίον εις τον τάφον». Εσυγχωρήθη λοιπόν από τους Πατέρας και τούτο· και ο μεν Χριστοφόρος έμεινε μόνος εις τον ιερόν τάφον, ο δε πάσχων διορισθείς να κοιμηθή εις άλλο μέρος ελυπήθη πολύ, νομίζων το πράγμα ατιμίαν του και παράβλεψιν και ότι αυτός δια να μη απολαύση της χάριτος του Αγίου, εδιώχθη από τον τάφον του. Αλλ’ ο Κύριος, όστις παρηγορεί τας λυπημένας ψυχάς, όχι μόνον παρηγόρησεν αυτόν, όστις ελυπείτο, αλλά και από το πονηρόν δαιμόνιον τον ηλευθέρωσεν παραδόξως· διότι εφάνη εις τον ύπνον του ο Όσιος λαμπρός και χαριέστατος και τον εκύτταξε με πολύ ιλαρόν και γλυκύτατον όμμα, καλέσας δε αυτόν εξ ονόματος, του είπε να ανοίξη το στόμα του, βάλων δε εις αυτό τα δάκτυλά του, εφάνη εις τον ασθενή ότι εξέβαλε τρίχα μαύρην, από την οποίαν ήτο κρεμασμένος εις κάνθαρος, τον οποίον δεικνύων εις αυτόν ο Όσιος του είπε με ιλαρότητα· «Βλέπεις τον εχθρόν σου; Λοιπόν, ιδού ότι ηλευθερώθης από εκείνον ο οποίος σε ετυραννούσε». Με τούτον τον τρόπον ο Άγιος και την φιλανθρωπίαν έδειξεν εις αυτόν φιλανθρώπως και τον δαίμονα παρέστησεν αρμοδίως δια της εικόνος· διότι με τον κάνθαρον εφανέρωνε το σιχαμερόν του δαίμονος και με την τρίχα την αδυναμίαν του. Απολαύσας λοιπόν ο άνθρωπος τελείαν την υγείαν του, επήγεν εις τον τόπον του χαίρων και εκήρυττεν εις όλους τα θαύματα του Οσίου. Και Κληρικός τις από την Δαύλειαν, Νικόλαος το όνομα, ασθενήσας από το πάθος της υδρωπικίας, εξώδευσε πολλά εις τους ιατρούς και καμμίαν θεραπείαν δεν είδεν, αλλ’ ηυξάνετο το πάθος του περισσότερον και εκινδύνευσεν εις θάνατον. Όθεν αφήνων και ιατρούς και ιατρικά προσέτρεξεν εις το κοινόν καλόν της Ελλάδος, εις την άμισθον και αψευδή ιατρείαν, εις τον θαυματουργόν τάφον του Αγίου. Ο Μοναχός Παγκράτιος, όστις ήτο εκεί, βλέπων αυτόν αναμένοντα εις τον τάφον, όχι μόνον τον ευσπλαγχνίσθη και τον συνεπόνεσεν, αλλά επεχείρισε να του κάμη και καμμίαν θεραπείαν και βρέχων εις ύδωρ ένα σφουγγάριον, απεσφόγγισε τον ιερόν τάφον και με αυτό έχρισε τον ασθενή από κεφαλής έως ποδών και, ω του θαύματος! εξήλειψεν ως κονιορτόν την ασθένειαν από αυτόν και τον έκαμεν υγιή. Προς τούτοις και άλλος Νικόλαος, όστις κατήγετο από χωρίον τι ευρισκόμενον εις την Κορώνειαν, δεν γνωρίζομεν από τι αίτιον (πιθανώς ευλογίαν) εγέμισεν όλο το πρόσωπόν του από φλυκταίνας (φουσκαλίδας), αι οποίαι ήσαν παρόμοιαι με ανημμένους άνθρακας και από το πύον το οποίον έτρεχεν από αυτάς όχι μόνον εμολύνετο το πρόσωπόν του, αλλά και εκαίετο ωσάν από πυρ. Όθεν, εξοδεύων και αυτός εις τους ιατρούς πολλά χρήματα, καμμίαν ωφέλειαν δεν ελάμβανε· διότι έως ότου έδιδε χρήματα εις τους ιατρούς, του έλεγαν, ότι έχει να θεραπευθή· και εάν τους έδιδε και άλλα, ήκουεν από αυτούς, ότι ολίγον ακόμη και θα αφανισθή η ασθένεια απολαμβάνων την υγείαν του με τελειότητα. Αφ΄ου δε του κατέφαγαν σχεδόν όλα τα χρήματά του και έπαυσε πλέον από του να εξοδεύη ματαίως, τότε και οι ιατροί είπον την αλήθειαν και εκείνοι, οι οποίοι πρωτύτερα είχον το ψεύδος κέρδους υπόθεσιν, τότε, χωρίς να ελέγχωνται από κανένα, έλεγαν εις αυτόν, ότι η ασθένειά του είναι αθεράπευτος και ανωτέρα από κάθε ανθρωπίνην τέχνην και ότι μόνον τον Θεόν εχρειάζετο, εις τον οποίον είναι δυνατά τα παρά ανθρώποις αδύνατα. Ακούων ταύτα εκείνος ο δυστυχής, κατηγόρησε τον εαυτόν του ως άφρονα και ελυπείτο πολύ, διότι μαζί με τα χρήματα έχασε και τας καλάς ελπίδας της υγείας του. Ενώ λοιπόν ευρίσκετο εις τοιαύτην λύπην και απορίαν, συνήντησε γνώριμόν τινα και φίλον του, ο οποίος είχε φέρει τότε κοντά έλαιον από την κανδήλαν του τάφου του Αγίου Λουκά και γνωρίζων την θείαν δύναμιν, ήτις ήτο εις αυτό, διηγήθη εις αυτόν τα πάθη και τας ασθενείας, τας οποίας εθεράπευσε, και δραμών έφερε τούτο από τον οίκον του και ήλειψε το πρόσωπον του ασθενούς με πίστιν πολλήν αμφοτέρων, και του αλείφοντος και του πάσχοντος, οι οποίοι κατά την διάρκειαν της αλείψεως επεκαλούντο εις βοήθειαν το όνομα του θείου Λουκά· τι δε ηκολούθησεν από τούτο; Μετ’ ολίγας ημέρας αδυνάτισεν η φλογώδης εκείνη δύναμις των φλυκταινών και η φθοροποιός ροή των πληγών με όλον το πύον και ηφανίσθη τόσον καθαρώς και τελείως, ώστε ούτε ίχνος ούτε τόπος ή σημείον των πληγών έμεινεν εις το πρόσωπόν του. Αλλά καθώς είναι αδύνατον να αριθμήση κανείς την άμμον της θαλάσσης, τοιουτοτρόπως είναι αδύνατον και να διηγηθή κατ’ ακρίβειαν τα αμέτρητα θαύματα του Οσίου, ο οποίος ούτε έως τώρα παύει ή θέλει παύσει εις το να ενεργή τοιαύτα θαύματα· δια τούτο εκ των πολλών είπομεν ολίγα θαυμάσια, εις απόδειξιν της αγιότητος και της παρρησίας του Αγίου, την οποίαν έχει προς τον Θεόν. Τα μεν λοιπόν έτη της ζωής του θείου Λουκά ήσαν πεντήκοντα επτά, διότι εις τα δεκατέσσαρα έτη της ηλικίας του ανεχώρησεν από τον κόσμον και έγινε Μοναχός· διέτριψεν εις το όρος Ιωάννιτρα πρότερον έτη επτά και ύστερον, αφ’ ου επέστρεψεν από την Πελοπόννησον, δεκατρία· υπηρέτησε τον Στυλίτην του Ζεμενού έτη δέκα· έκαμε και εις τον Κάλαμον τρία, εις το νησίον άλλα τρία και επτά εις το Στείριον όρος. Έλαβε δε τέλος της προσκαίρου ταύτης ζωής την εβδόμην του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 953 και απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου