Γρηγόριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών κατήγετο από την νήσον Μυτιλήνην, εκ χωρίου τινός ευρισκομένου προς την Ιεράν, ονομαζομένου Ακόρνη. Είχε δε γονείς ευσεβείς και εναρέτους, Γεώργιον και Μαρίαν καλουμένους, οίτινες παρεκάλουν τον Θεόν μετά δακρύων να τους δώση τέκνον. Εισακούσας λοιπόν ο Θεός την δέησίν των, εχάρισεν εις αυτούς τούτον τον θείον Γρηγόριον, τον οποίον βαπτίσαντες ωνόμασαν Γεώργιον, καθώς και τον πατέρα του, τον ανέτρεφον δε με μεγάλην επιμέλειαν μανθάνοντες εις αυτόν τα θεία και ιερά γράμματα.
Επειδή όμως κατ’ εκείνον τον καιρόν υπήρχε προσταγή βασιλική, όπως τα τέκνα των αρχόντων της νήσου αποστέλλωνται εις τα βασίλεια, εις τα οποία και θα παραμένουν επί τρία έτη, υπό φύλαξιν, ως όμηροι δια την πιστήν εκτέλεσιν των βασιλικών προσταγμάτων υπό των γονέων των, κατόπιν δε, όταν επιστρέφουν αυτά εις την πατρίδα των, να στέλλωνται αντ’ αυτών άλλα, δια τούτο και ο καλός ούτος Γεώργιος, δεκατεσσάρων ετών τότε, εστάλη ομού μετά των άλλων παιδίων εις τα βασίλεια. Ήτο δε τότε βασιλεύς ο Μανουήλ Α΄ ο Κομνηνός (1143 – 1180). Ευρισκόμενος λοιπόν εκεί ο νέος Γεώργιος, κατά τους τρεις χρόνους εκείνους, δεν επεδόθη εις μάταια πράγματα, ως τα άλλα παιδία, ούτε εις παιγνίδια απρεπή και εις σαρκικάς απολαύσεις, ως ψυχοβλαβεις, ούτε το σώμα του ανέπαυε παντελώς ο μακάριος, αλλά εδουλαγώγει και εταλαιπώρει αυτό με νηστείας και σκληραγωγίας, κατεγίνετο δε εις την μάθησιν των επιστημών. Με την επιμέλειαν λοιπόν και την πολλήν σπουδήν του εκαρπώθη αρκετά από όλας τας επιστήμας, έχων διδάσκαλον τον μέγαν και αγιώτατον Αγάθωνα. Όχι δε μόνον επεδίδετο εις τα μαθήματα, αλλά περισσότερον επεμελείτο να αποκτήση όλας τας αρετάς. Ακόμη και αυτό το σιτηρέσιον, το οποίον έπαιρνε καθ’ εκάστην εβδομάδα προς διατροφήν, το εμοίραζεν εις τους πτωχούς, αυτός δε έτρωγε μόνον όσον εχρειάζετο δια να διατηρήται η ψυχή εις το σώμα. Όταν λοιπόν έφθασεν ο ωρισμένος καιρός, κατά τον οποίον έπρεπε να επιστρέψουν τα παιδία εις την πατρίδα των, τα μεν άλλα ητοιμάζοντο να επιστρέψουν εις τους γονείς των, ο δε αξιέπαινος Γεώργιος, αναλογιζόμενος το ακατάστατον του κόσμου, την ματαιότητα των προσκαίρων πραγμάτων και τας ταραχάς και φροντίδας των, επροτίμησε πανσόφως την ήσυχον και ατάραχον ζωήν, δια να είναι ελεύθερος από τας μερίμνας του κόσμου και να προσέχη όλως δι όλου εις τα ουράνια αγαθά, τα οποία είναι αιώνια και παντοτεινά και εκείνα μόνον να συλλογίζεται καθ’ εκάστην ημέραν, εκείνα μόνον να μελετά ανά πάσαν ώραν και εκείνα μόνον να επιθυμή να απολαύση. Τούτο δε το ουράνιον πολίτευμα δεν κατορθώνεται με άλλον τρόπον, παρά μόνον με την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της μοναδικής ζωής. Όθεν απαρνησάμενος πατρίδα, γονείς, πλούτον, κοσμικήν ματαιότητα και πάσαν σαρκός ηδυπάθειαν, αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολιν μαζί με τον διδάσκαλόν του, τον θαυμαστόν Αγάθωνα, και πηγαίνει χαίρων και αγαλλόμενος εις την Ανατολήν, εις το Ιερόν Μοναστήριον, το οποίον είχεν εκεί οικοδομημένον εκ θεμελίων ο θείος Αγάθων. Εκεί λοιπόν γενόμενος δόκιμος ο Όσιος, κατά τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας, κατώκησεν εις το όρος, το οποίον είναι πλησίον του Μοναστηρίου και κάμνων εκεί τους τρεις χρόνους της δοκιμής, ήσκει με ακρίβειαν κάθε είδους αρετήν. Καταφλεγόμενος όμως την καρδίαν ο Όσιος από θείον έρωτα, εστοχάσθη να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους και να απολαύση πνευματικούς και εναρέτους άνδρας, δια να διδαχθή από αυτούς ακριβέστερον τα της μοναδικής πολιτείας και να ενδυθή το Άγιον και Αγγελικόν Σχήμα. Κοινολογήσας λοιπόν τον σκοπόν του εις τον Όσιον Αγάθωνα, εύρε και αυτόν σύμφωνον εις την γνώμην του. όθεν χωρίς αναβολήν, εξεκίνησε με μεγάλον πόθον δια τα Ιεροσόλυμα και φθάσας εκεί, συν Θεώ, προσεκύνησεν ευλαβώς τον Άγιον Τάφον του Κυρίου και τα λοιπά σεβάσμια προσκυνήματα. Έπειτα επήγεν εις την έρημον του Ιορδάνου και ευρίσκων εκεί Ασκητάς θαυμαστούς και συνομιλών και αναστρεφόμενος μετ’ αυτών ικανώς, είδε τους υπέρ άνθρωπον αγώνας των, θαυμάζων δε εδειλίασε και εστοχάσθη να μη αφοσιωθή παντελώς εις την τοιαύτην πολιτείαν. Μεταβάς λοιπόν εις τινα εναρετώτερον και εμπειρότερον από τους άλλους Πατέρας εφανέρωσεν εις αυτόν όλους τους λογισμούς του, ακούσας δε από εκείνον τα δέοντα, απέρριψεν εκ της καρδίας του κάθε δειλίαν. Έχων λοιπόν τας ελπίδας του εις τον Κύριον παρέδωκε τον εαυτόν του εις τον ρηθέντα Γέροντα και γενόμενος υποτακτικός του ενεδύθη από αυτόν το Αγγελικόν Σχήμα μετονομασθείς Γρηγόριος και έμενε μαζί του, τρεφόμενος από τα χόρτα της ερήμου εκείνης. Τους κόπους δε τους ασκητικούς και τους αγώνας τους οποίους υπέμεινεν εκεί ο μακάριος, τις είναι ικανός να διηγηθή; Αλλά και οι δαίμονες, βλέποντες τον Άγιον τούτον Γρηγόριον αγωνιζόμενον τοιουτοτρόπως, ως μισόκαλοι και φθονεροί, εκίνησαν εναντίον του πόλεμον σφοδρόν με διαφόρους μηχανάς· όμως εις μάτην εκοπίασαν, διότι ο θείος Γρηγόριος αγωνιζόμενος περισσότερον και παρακαλών ακαταπαύστως τον Κύριον μετά πίστεως και δακρύων, με την Χάριν του Θεού όλας τας προσβολάς των δαιμόνων απεδίωξε και ανενεργούς απέδειξεν. Όθεν, ως νικητής αναφανείς των πονηρών δαιμόνων, ενεδύθη τον χιτώνα της ευφροσύνης και έγινε μετάρσιος τω πνεύματι, αποκτήσας τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, όπως λέγει ο θείος Παύλος. Αφού λοιπόν έμεινεν εκεί εις την έρημον δεκαπέντε χρόνους, ενεθυμήθη πάλιν τον θείον Αγάθωνα και αναχωρήσας εκείθεν επήγεν εις το προρρηθέν Μοναστήριον και απολαύσας αυτόν κατώκησε πάλιν εις το πρώτον του κελλίον, όπερ είχεν εις το όρος και ηγωνίζετο τους υπερανθρώπους εκείνους αγώνας της ασκήσεως, δια μέσου των οποίων έλαμπεν εις όλους ως αστήρ λαμπρότατος και εφώτιζε πάντας με πράξιν και θεωρίαν. Όθεν έτρεχον προς αυτόν Μοναχοί και κοσμικοί, δια να ακούσουν τας σωτηρίους και ψυχωφελείς διδασκαλίας του. Ο δε θείος Αγάθων, βλέπων και ακούων τα κατορθώματα του ιερού Γρηγορίου, εχαίρετο πνευματικώς, δοξάζων τον Παντοκράτορα Θεόν, τον αρχηγόν και τελειωτήν παντός αγαθού, ομολογών εις όλους, ότι ο Γρηγόριος έφθασε πλέον εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού και έγινε τέλειος εις την αρετήν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν εχήρευσεν Επισκοπή τις της Ανατολής καλουμένη της Άσσου, οι δε Κληρικοί και οι άρχοντες της Επισκοπής ταύτης εζήτουν από την Μεγάλην Εκκλησίαν να τους αποστείλη Ποιμένα τινά άξιον. Εξετάζοντες δε ο Πατριάρχης και οι Αρχιερείς δια να εύρουν τον κατάλληλον δια το αξίωμα τούτο, ηρώτησαν τον ιερόν Αγάθωνα, όστις ευρίσκετο τότε εις την Βασιλεύουσαν και ήτο γνώριμος του Πατριάρχου και όλης της Ιεράς Συνόδου, ούτος δε απεκάλυψεν εις αυτούς τα περί του θείου Γρηγορίου. Όθεν, δια γραμμάτων βασιλικών και Πατριαρχικών προσκαλείται εις την Κωνσταντινούπολιν ο μέγας Γρηγόριος, μη γνωρίζων την αιτίαν δια την οποίαν προσεκαλείτο, ελθών δε και μη θέλων εχειροτονήθη Επίσκοπος Άσσου από τον Μητροπολίτην της Εφέσου, επειδή η Άσσος ήτο Επισκοπή της Μητροπόλεως Εφέσου και απεστάλη μετά μεγάλης τιμής υπό του βασιλέως και της μεγάλης Εκκλησίας εις τον θρόνον του. Λαβών λοιπόν ο Άγιος το μέγα τούτο φορτίον της Αρχιερωσύνης, έδωκε τον εαυτόν του εις περισσοτέρους αγώνας και εποίμαινεν, ως αληθινός Ποιμήν, το ποίμνιόν του θεαρέστως, έχων έργον απαραίτητον το να διδάσκη καθ’ εκάστην τον λόγον του Θεού, παραγγέλλων εις όλους να φυλάττουν τας εντολάς Του και να απέχουν από παντός είδους πονηρού. Τι δε να λέγω τα κατά μέρος; Ποταμοί ύδατος ζώντος έρεεον εκ της κοιλίας αυτού, κατά τον θείον Ευαγγελιστήν Ιωάννην (ζ:38). Διότι μίαν φροντίδα είχε, μίαν μέριμναν· πως να κερδήση ψυχάς και να τας προσφέρη εις τον Θεόν. Ενίοτε μετεχειρίζετο και αυστηρότητα και διάκρισιν πνευματικήν, εκτελών την παραγγελίαν του Αποστόλου λέγοντος, ότι ο οικονόμος των ψυχών πρέπει να γνωρίζη την διάθεσιν του καθ’ ενός και άλλον μεν να παρηγορή, άλλον δε να επιπλήττη και να ελέγχη ευκαίρως και ακαίρως (Τιτ. α: 7-9, β΄ Τιμ. δ :2). Όθεν όλην του την ποιμαντικήν διοίκησιν την έκαμνε με μεγάλην επιμέλειαν, χειροτονίας δε χωρίς δοκιμήν και ακριβή εξέτασιν δεν έκαμνε, δια να μη γίνη κοινωνός εις ξένας αμαρτίας. Τοιουτοτρόπως τιμών και φυλάττων ο Άγιος την ιερωσύνην και αποδεικνύων πόσον μέγα είναι το αξίωμά της και οποίος πρέπει να είναι ο Ιερεύς, επολλαπλασίαζε το τάλαντον, όπερ έλαβεν από τον Θεόν. Όχι δε μόνον με τον λόγον εδίδασκε τας αρετάς, αλλά μάλιστα με τα έργα, γινόμενος ο ίδιος εις όλους τύπος και καλόν παράδειγμα όλων των αρετών. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, βλέπων τα τοιαύτα κατορθώματα του Αγίου, δεν υπέφερεν έως τέλους, αλλά διήγειρεν εναντίον του Κληρικούς τινάς ταραχώδεις και οκνηρούς. Ο Πρωτοπρεσβύτερος της Επισκοπής, έχων υιόν Λέοντα καλούμενον, τον παρέδωκεν εις τον θείον Γρηγόριον ζητών, όπως παρουσιάση αυτόν εν τη ημέρα της Κρίσεως μεταξύ των σωζομένων. Ο δε Άγιος λαβών αυτόν υπό την προστασίαν του, τον εδίδασκε καθ’ εκάστην εις τον φόβον του Θεού· αυτός δε, φρόνιμος υπάρχων, εφάνη πιστός και δόκιμος κατά πάντα. Επειδή δε έζη εναρέτως, ο Άγιος ενεπιστεύθη εις αυτόν την διοίκησιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Δια τούτο φθόνω φερόμενοι οι ρηθέντες Κληρικοί, έγραψαν αναφοράν κατά του Αγίου γέμουσαν ψευδών και συκοφαντιών και ελθόντες εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, έδωκαν την αναφοράν εις την Σύνοδον των Αγίων Αρχιερέων, κατηγορούντες τον Άγιον. Ουδείς όμως εκ των Αγίων Συνοδικών επίστευσεν εις όσα ανέφερον, γνωρίζοντες άπαντες την ενάρετον πολιτείαν του. Εν τω μεταξύ έφθασεν εκεί και ο θείος Γρηγόριος, ευθύς δε ως παρουσιάσθη εις αυτούς ο Άγιος, διελύθησαν όλαι αι τέχναι των ως αράχνης υφάσματα· διότι οι κατήγοροι, ελεγχόμενοι από την ιδίαν των συνείδησιν, μετενόησαν και προσπίπτοντες εις τον Άγιον εζήτουν συγχώρησιν δι’ όσα αδίκως τον κατηγόρησαν. Ο δε δίκαιος, ως γνήσιος μαθητής του Χριστού, συγχωρήσας αυτούς, επέστρεψεν εν ειρήνη εις την επαρχίαν του, ομού με τους προρρηθέντας εναντίους, οι οποίοι ακολουθούντες τας παραγγελίας του, υπετάσσοντο καλώς εις αυτόν επί μακρόν. Αλλ’ ο πονηρός διάβολος όπου έφυγεν από αυτούς δια της μετανοίας, πορευθείς δια μέσου ανύδρων τόπων και μη ευρών ανάπαυσιν, επέστρεψε πάλιν εις τους ιδίους και ευρίσκων αυτούς διάγοντας εν αμελεία, εισήλθεν εντός αυτών μαζί με επτά άλλα πονηρότερα πνεύματα και δια μέσου αυτών εκίνησε πάλιν μεγαλύτερον πόλεμον κατά του Αγίου. Όθεν οι ως άνω Κληρικοί, παραδίδοντες όλως δι’ όλου τον εαυτόν των εις τον σατανάν, έγραψαν πάλιν αναφοράν κατά του Αγίου με κατηγορίας περισσοτέρας από τας πρώτας και επήγαν πάλιν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν. Υποβάλλοντες δε την αναφοράν εφώναζον κατά του Αγίου. Ο Πατριάρχης όμως και οι Αρχιερείς, ονειδίσαντες αυτούς ως ψεύστας φανερούς και συκοφάντας, τους απεδίωξαν. Ο θείος όμως Γρηγόριος, ως καλός αγωνιστής, μη γνωρίζων να μάχεται και να πολεμά κατά των ανθρώπων, αλλά κατά του διαβόλου, τι κάμνει; Προστάζει τον μαθητήν του Λέοντα να πάρη το ράσον του και το βιβλίον μόνον και να τον ακολουθήση· και αναχωρήσας την νύκτα από την Επισκοπήν, εισήλθεν εις πλοίον και διεπέρασεν εις την Τένεδον, εις την οποίαν ήτο Μοναστήριον κάλλιστον και πολυάνθρωπον, εις αυτό δε ησύχασεν ολίγον καιρόν, όπου και τον μαθητήν του εκούρευσε Μοναχόν, μετονομάσας αυτόν Λεόντιον. Έπειτα έπλευσεν εις την Μυτιλήνην και ανέβη εις το όρος του Λιβάνου, εκείθεν δε, θέλων να ίδη τους γονείς του, επήγεν εις την Ακόρνην, το χωρίον του. Πορευόμενος δε εις την οδόν συνήντησε τυχαίως την μητέρα του, ήτις μετέβαινεν εις το λουτρόν, μη γνωρίζουσα δε εκείνη ποίος είναι, τον εχαιρέτησε ζητούσα την ευλογίαν του. Ο δε Άγιος είπεν εις αυτήν· «Ο Θεός να σε ευλογήση και να σε αξιώση να ιδής, εάν έχης τινά, εις την ξενητείαν». Πληρώσας λοιπόν τον πόθον του ο Άγιος ανεχώρησεν εκείθεν ευθύς και ανελθών εις το όρος του Πρίαντος, ησύχασεν εκεί ομού με τον Λεόντιον. Ευρών δε εις αυτό τόπον τινά δύσβατον και δενδρώδη, μικρόν, Πευκοπέδι καλούμενον, από Θεού κινηθείς, επήγεν εις τους ιδιοκτήτας του τόπου εκείνου και τον εζήτησε, δια να τον καθαρίση και να οικοδομήση Μοναστήριον. Εκείνοι ακούσαντες ταύτα εχάρησαν πολύ και έδωσαν τον τόπον εγγράφως, καθότι δεν εχρησίμευε παντελώς εις αυτούς, επειδή μάλιστα εθεώρουν τούτον πλήρη δαιμόνων. Αφού όμως προσηυχήθη ο Άγιος και ήρχισε το έργον, ηγέρθησαν κατ’ επάνω του οι δαίμονες, προξενούντες μεγάλην ταραχήν και φωνάζοντες· «Αδικείς ημάς, Γρηγόριε, φύγε από το κατοικητήριόν μας». Ο δε Άγιος, ανυψώσας τα όμματα και τον νουν εις τον ουρανόν, εδέετο του Υψίστου Θεού κατά των πονηρών πνευμάτων και λαβών παρ’ Αυτού την εξουσίαν κατ’ αυτών τους εδίωξεν εκείθεν με την προσευχήν του. Αναχωρήσαντες εκείθεν οι κατάρατοι εκείνοι, επήγαν εις τους ιδιοκτήτας του τόπου και τους υπεκίνησαν κατά του Αγίου. Βλέποντες δε εκείνοι τον τόπον καθαρισμένον με πολλήν επιμέλειαν και ευτρεπισμένον, μετενόησαν διότι τον έδωσαν με ομολογίαν και εδίωκαν εκείθεν τον Άγιον, αν και εκοπίασε και έπαθε πολλά, έως ότου τον καθαρίση. Τινές δε εκ τούτων, κακόδοξοι όντες και αιρετικοί, ακούοντες τον Άγιον κηρύττοντα την Ορθοδοξίαν, εφέροντο κατ’ αυτού εχθρικώς και ορμήσαντες μετά ράβδων και πετρών, εκτύπησαν ασυμπαθώς τον Άγιον, έως ότου τον άφησαν ημιθανή. Έπειτα σύραντες αυτόν από τους πόδας, τον έρριψαν από υψηλόν μέρος του όρους· και, ω των θαυμασίων σου, Κύριε! ο τόπος εκείνος, εις τον οποίον έπεσε, δεν εβλάστησε τελείως αλλ’ έως σήμερον φαίνεται κεκαυμένος. Ο δε θείος Γρηγόριος, θεραπευθείς παραδόξως παρά Κυρίου, ηγέρθη εκείθεν υγιής και εδόξασε τον Θεόν. Εισελθών είτα εις κήπον τινά ο Άγιος ομού με τον μαθητήν του και πήξας εν τη γη την καρυδένιαν ράβδον του, εις την οποίαν ακουμβούσε δώδεκα χρόνους, είπεν· «Αδελφέ Λεόντιε, εάν μέλλη να μας χαρίση ο Θεός την ουράνιον Βασιλείαν του, να βλαστήση η ράβδος και να γίνη δένδρον, να καρποφορή, ωσάν τα λοιπά δένδρα». Ήτο δε τότε ο μην Σεπτέμβριος, όταν ο Άγιος εφύτευσε την ράβδον και όλον τον χειμώνα ήτο ξηρά. Κατά δε τας αρχάς του Μαρτίου, ω των θαυμασίων σου Κύριε! εβλάστησεν η ράβδος και ηυξήθη και τα φύλλα αυτής εθεράπευον και θεραπεύουν παντός είδους ασθένειαν εις δόξαν του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού και τιμήν του Αγίου. Αφρονέστατος δε τις Μιχαήλ ονόματι έλεγεν, ότι είναι μαγεία το ορώμενον και όχι θαύμα και τρέξας με αυθάδειαν έκοψε τους κλάδους της ράβδου· αλλ’ ω του θαύματος! ενεκρώθησαν παρευθύς όλα αυτού τα μέλη και πίπτων κατά γης εγένετο θέαμα ελεεινόν εις τους ορώντας. Λαβόντες τότε αυτόν οι συγγενείς του τον έφερον εις την οικίαν του όπου έπεσε κατάκοιτος παιδευόμενος από την ασθένειαν δια την απιστίαν και την αυθάδειάν του, έως ότου έζη ο Άγιος. Ύστερον δε από την ταφήν του Αγίου, επειδή πολλοί ασθενείς προσέτρεχον μετά πίστεως εις τον τάφον του, όπου ανέβλυζεν ύδωρ ευλογίας και πίνοντες από αυτό εθεραπεύοντο, βασταζόμενος και αυτός από τους συγγενείς του επήγε και έπεσεν εις τον τάφον του Αγίου, ον επικαλούμενος μετά πίστεως και θερμών δακρύων, ω του θαύματος! καθώς έπιεν από τα αγίασμα εκείνο, ευθύς έγινεν υγιής δοξάζων και ευλογών τον Θεόν και τον Άγιον και κηρύττων εις όλους τα θαύματα όπου έγιναν εις αυτόν. Αλλ’ ας επανέλθωμεν επί το προκείμενον. Βλέποντες οι κύριοι του τόπου εκείνου την άκραν υπομονήν του Αγίου και την παράδοξον θεραπείαν όπου έλαβε παρά Κυρίου μετέβαλον την αγριότητά των εις ημερότητα ή, καλλίτερον να ειπώ, ο των θαυμασίων Θεός μετέβαλε την γνώμην των και μετανοήσαντες δι’ εκείνα, τα οποία έκαμαν, προσέπεσαν εις τους πόδας του Αγίου και εζήτουν συγχώρησιν, την οποίαν έλαβον ευθύς και εις το εξής άφησαν ανανόχλητον τον Άγιον να κάμη εις τον τόπον εκείνον ει τι θέλει και βούλεται. Επιθυμών δε ο Άγιος να κτίση την Εκκλησίαν της Θεοτόκου και μη έχων ζώα δια να συνάξη τα προς οικοδομήν αναγκαία, διεπέρασεν από το στενόν εις την Ανατολήν και ευρών γυναίκα τινά χήραν, της ανήγγειλε την ανάγκην του, δίδων εις αυτήν και τρία φλωρία, τα οποία είχε, χάριν ευλογίας. Η δε γυνή εκείνη ευλαβηθείσα τον Άγιον είπεν· «Έχω, Πάτερ, ζώα πολλά, αλλ’ όμως είναι άγρια· όθεν, εάν δύνασαι, σύναξε όλην την αγέλην και ας είναι αφιερωμένη εις την αγιωσύνην σου». Ποιήσας τότε ο Άγιος ευχήν, επρόσταξε τον υπηρέτην του και ανέβη εις το όρος όπου ήσαν τα ζώα εκείνα και εξέλεξε δύο, τα πλέον καλλίτερα, τα οποία με τον λόγον και μόνον του Αγίου ευθύς ημέρωσαν και ηκολούθησαν τον υπηρέτην. Συνάξας δε ο Άγιος δι’ αυτών την ύλην, ωκοδόμησε Ναόν κάλλιστον τιμώμενον επ’ ονόματι της Θεοτόκου. Έπειτα κτίσας και κελλία συνέστησε Μοναστήριον, εις το οποίον συνήχθησαν αρκετοί δια την φήμην του Αγίου και έγιναν Μοναχοί, υποτασσόμενοι εις αυτόν, όστις ήτο Ποιμήν άγρυπνος και κυβερνήτης κατά πάντα σοφώτατος· αλλά επειδή δεν είχεν ο τόπος εκείνος ύδωρ ελυπούντο οι Μοναχοί και είχον μεγάλην στενοχωρίαν. Όθεν υψώσας ο Άγιος χείρας και νουν εις τον ουρανόν, εδέετο του εν Υψίστοις Θεού μετά πίστεως και δακρύων, δια να τους δώση ύδωρ προς αναψυχήν. Άγγελος δε Κυρίου καταβάς εξ ουρανού ήλθε προς αυτόν και του εφανέρωσε την μετάστασιν αυτού και δείξας τον τόπον της ταφής του είπεν, ότι από αυτόν θέλει αναβλύσει ύδωρ γλυκύτατον. Ταύτα αφού είπεν ο Άγγελος ανέβη εις τους ουρανούς. Τότε ο θείος Γρηγόριος, καλέσας τον μαθητήν αυτού Λεόντιον και τους λοιπούς αδελφούς και αναγγείλας εις αυτούς όσα ήκουσε παρά του Αγγέλου, τους εδίδαξεν ικανώς, διατάσσων εις αυτούς όσα αρμόζουν εις την μοναδικήν πολιτείαν. Έπειτα εδόθη όλος εις προσευχήν και ούτω προσευχόμενος απήλθε προς Κύριον. Το δε ιερόν και πάνσεπτον αυτού Λείψανον ετάφη εις τον τόπον εκείνον, τον οποίον διώρισεν ο θείος Άγγελος και εις τον οποίον ωκοδομήθη ύστερον και Ναός επ’ ονόματι του Αγίου εις το μέσον του οποίου ευρίσκεται ο τάφος του, εξ ου αναβλύζει ύδωρ ικανόν και γλυκύτατον και θεραπεύει πάσαν ασθένειαν εις τους μετά πίστεως προσερχομένους μέχρι της σήμερον, εις δόξαν Θεού και του Αγίου, ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς από παντός κακού και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου