Κόνων ο Άγιος Οσιομάρτυς ήλμασε κατά τους χρόνους των Αγίων Αποστόλων καταγόμενος εκ κώμης τινός ονομαζομένης Βυδανής, ήτις απείχε της Μητροπόλεως των Ισαύρων δεκαοκτώ στάδια, ήτοι τρία και πλέον χιλιόμετρα, υιός υπάρχων γονέων, Νέστορος και Νάδας καλουμένων. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν, παρακινηθείς υπό των γονέων του έλαβε δια γάμου γυναίκα ονόματι Άνναν, ούτος όμως έπεισε και την μακαρίαν εκείνην να προτιμήση την παρθενίαν μάλλον από τον γάμον. Όθεν συνέζων αμφότεροι όχι ως σύζυγοι, αλλ’ ως αδελφοί εργάται της παρθενίας και της καθαρότητος.
Διότι ούτω ωδηγήθη ο Άγιος υπό του Αρχαγγέλου και Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, όστις, καθώς λέγεται, εμφανισθείς εις αυτόν με λαμπρόν ένδυμα τον εδίδαξε την εις Χριστόν Πίστιν και βαπτίσας αυτόν εις το όνομα της Αγίας και Ζωαρχικής Τριάδος τον εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια. Αλλά και μέχρι τέλους της ζωής τού Αγίου δεν έπαυσεν ο Αρχάγγελος από του να συμπαρίσταται εις αυτόν αοράτως και να του χαρίζη την ενέργειαν των παραδόξων θαυμάτων, δια των οποίων ο Άγιος και την σύζυγόν του Άνναν έπεισε να παρθενεύη και τους γονείς του επέστρεψεν εις την Πίστιν του Χριστού. Λέγεται δε, ότι ο Νέστωρ, ο πατήρ του Αγίου τούτου, εκρατήθη υπό των ειδωλολατρών, διότι ωμολόγει Θεόν τον Χριστόν και ηξιώθη μαρτυρικού τέλους. Επειδή δε έλαβε χώραν συζήτησις και φιλονεικία μεταξύ του Αγίου Κόνωνος και των ειδωλολατρών, περί του ποίος Θεός είναι μεγαλύτερος, ο υπό του Αγίου δηλαδή δοξαζόμενος αληθής Θεός ή οι υπό των ειδωλολατρών πιστευόμενοι και επειδή οι ειδωλολάτραι έμελλον να υπάγωσι μακράν εις σκοτεινόν τι σπήλαιον δια να εορτάσωσιν εκεί ένα από τους ψευδωνύμους θεούς των, συνεφώνησον ότι εκείνος που θα φθάση πρώτος εις το σπήλαιον, εκείνου ο Θεός θα είναι μεγαλύτερος. Και οι μεν ειδωλολάτραι έτρεχον έφιπποι ίνα φθάσωσιν, ο δε Άγιος επορεύετο πεζός. Παρά ταύτα όμως έφθασε πρώτος ο Άγιος· τόσον δε τους υπερέβαλεν εις τον δρόμον, ώστε όταν ούτος επανήρχετο εκ του σπηλαίου, τότε συνήντησεν εκείνους, οίτινες έτρεχον κάθιδροι και ασθμαίνοντες. Το παράδοξον τούτο ιδόντες οι ειδωλολάτραι εθαύμασαν μεν δι’ αυτό, σκληροί όμως και πάλιν μένοντες, εζήτησαν να μάθωσι και εξ αυτού του ειδώλου του δαίμονος, ποίος θεός είναι μεγαλύτερος. Τότε ο Άγιος διέταξε το είδωλον να καταβή κάτω ομού μετά του εν τω ειδώλω δαιμονίου· κατέβη δε το δαιμόνιον και πλησιάσαν εις τους πόδας του Αγίου εφώναζεν· «Εις είναι ο Θεός, ο υπό σου κηρυττόμενος Χριστός». Τότε οι ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εφώναξαν και αυτοί· «Εις είναι Θεός αληθινός, ο Θεός του Κόνωνος. Ο Θεός του Κόνωνος ενίκησεν». Όθεν αι τοιαύται φωναί εκηρύττοντο μεγαλοφώνως υπό των Ισαύρων οσάκις ετελείτο η μνήμη του Αγίου τούτου Κόνωνος. Λέγεται δε, ότι ο θείος Κόνων τοιαύτην δύναμιν και εξουσίαν έλαβε παρά Θεού κατά των δαιμόνων, ώστε άλλους μεν δαίμονας απέστελλεν ίνα καλλιεργούν την γην, άλλους δε προς φύλαξιν των καρπών και άλλους έκλεισεν εντός πηλίνων αγγείων, τα οποία σφραγίσας έκρυψε και κατέχωσεν εις τα θεμέλια του οίκου του. Ο δε τρόπος του Μαρτυρίου αυτού ούτως εγένετο. Όταν ο ηγεμών Μάγνος έχων βασιλικάς προσταγάς επήγεν εις την Ισαυρίαν, τότε και ο Άγιος Κόνων συνελήφθη και ωδηγήθη προς αυτόν. Όθεν ομολογήσας τον Χριστόν και μη πεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εδάρη δυνατά και εδέθη. Τούτο δε μαθόν το πλήθος του λαού, έτρεξεν όπως διασώση μεν αυτόν, φονεύση δε τον ηγεμόνα, επειδή όλοι είχον φωτισθή υπό του Αγίου και έλαβον την επίγνωσιν της αληθείας, πιστεύσαντες εις τον Ιησούν Χριστόν. Αλλ’ ο μεν ηγεμών, τούτο μαθών έφυγε, τον δε Άγιον λύσαντες εκ των δεσμών και σπογγίσαντες το αίμοστάζον σώμα του τον μετέφεραν εις τον ολικον του, ένθα ο Άγιος ζήσας δύο έτη απήλθε προς Κύριον. Λέγεται δε και τούτο ότι, αφ’ ου ο Άγιος ετελεύτησεν, ηθέλησαν οι Χριστιανοί να μετατρέψωσιν εις Εκκλησίαν τον οίκον του και σκάπτοντες εύρον τα πήλινα εκείνα αγγεία, εις τα οποία ήσαν κεκλεισμένα τα πονηρά πνεύματα. Επειδή δε ηνοίχθη εν εξ εκείνων, καθ’ όσον εκ του βάρους ενόμισαν οι κατασκευάζοντες την Εκκλησίαν, ότι αυτό περιείχε χρυσόν, τα δαιμόνια εξήλθον εν είδει πυρός και οι μεν κτίζοντες την Εκκλησίαν έπεσαν κατά γην, το κτίριον της Εκκλησίας εκρημνίσθη, τα δε ξύλα και τα σχοινία εκάησαν και ουδείς ηδύνατο να πλησιάση εις τον τόπον εκείνον μετά την του ηλίου δύσιν. Πλην, μετ’ ολίγον καιρόν απηλλάγη ο τόπος εκείνος της ενοχλήσεως των δαιμόνων δια πρεσβειών του Αγίου και δια νηστείας και προσευχής των εκεί Χριστιανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου