Αθανασία η Οσία Μήτηρ ημών, η Θαυματουργός, η της αθανασίας επώνυμος, εγεννήθη εις την νήσον Αίγιναν υπό γονέων ευσεβών και ευγενών, υπό των οποίων και ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Αφού δε η μακαρία εξέμαθε καλώς το Ψαλτήριον και πάσαν την Εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν, εσπούδαζε να αφιερώση εαυτήν εις τον Θεόν. Οι γονείς της όμως την υπάνδρευσαν και μη θέλουσαν, αλλά δεκαέξ ημέρας μετά τον γάμον εισέβαλον βάρβαροι εις την Αίγιναν, οίτινες ευρόντες τον σύζυγόν της εις εξωτερικήν υπηρεσίαν κατέσφαξαν αυτόν. Τότε η Οσία ευρούσα ευκαιρίαν επέστρεψεν εις τον πρώτον σκοπόν και λογισμόν της του να γίνη Μοναχή, εφοβείτο όμως και διελογίζετο, πως θα ηδύνατο να απομακρυνθή από των γονέων της χωρίς να την αντιληφθώσιν. Ενώ λοιπόν ταύτα διελογίζετο, ιδού δια βασιλικής προσταγής διετάσσοντο όλαι αι παρθένοι και αι χήραι, αι εν Αιγίνη, να νυμφευθώσιν άνδρας εθνικούς.
Διο η Οσία, πάλιν ακουσίως, έλαβε δεύτερον άνδρα. Επεδή δε εφρόντιζε πάντοτε και εμελέτα την σωτηρίαν της, δια τούτο κατεγίνετο εις προσευχάς και δεήσεις και διένεμε τον πλούτον της αφθονοπαρόχως εις πτωχούς και δεομένους, μετά τινα δε χρόνον έπεισε τον σύζυγόν της να γίνη και αυτός Μοναχός, αν και ήτο βάρβαρος. Προκόψας δε ούτος οσίως εις τας αρετάς, απήλθεν μετ’ ολίγον προς Κύριον. Όθεν λαβούσα έκτοτε ελευθερίαν η μακαρία Αθανασία, διένειμεν εις τους πτωχούς όλον τον πλούτον αυτής, συμπαραλαβούσα δε και άλλας γυναίκας απεχώρησεν εις Ασκητήριον και Παρθενώνα, όπου, γενομένη Μοναχή, ηγωνίζετο πολύ μετά των εκεί Μοναζουσών και των γυναικών, αίτινες την ηκολούθησαν. Τόσον δε σκληρώς ηγωνίζετο η μακαρία, ώστε ουδέποτε άλλοτε έφαγεν ιχθύς ή τυρόν, ει μη μόνον κατά το Άγιον Πάσχα και κατά τας ημέρας του Δωδεκαημέρου. Αλλά και τότε εγεύετο μόνον τυρού και ιχθύος, χωρίς όμως να χορταίνη εξ αυτών. Κατά δε τας άλλας ημέρας δεν έτρωγεν ει μη ολίγον μόνον άρτον και δεν έπινεν ει μη ολίγον ύδωρ, μετά την ενάτην ώραν της ημέρας και ταύτα με μεγίστην εγκράτειαν. Κατά δε τας αγίας Τεσσαρακοστάς, ούτε άρτον έτρωγεν, ούτε ύδωρ έπινεν, ει μη μόνον ανά δύο ημέρας γευομένη ολίγα λεπτά λάχανα. Αφού δε παρήλθον τέσσαρα έτη, έγινεν η Οσία Ηγουμένη του Ασκητηρίου εκείνου, έκτοτε δε απεφάσισε να κάμνη την πλέον ευτελεστέραν και ταπεινοτέραν ζωήν από όλας τας Μοναχάς και μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε εκ της ταπεινώσεώς της δεν εγνωρίζετο ότι είναι Ηγουμένη και Προεστώσα. Όταν δε εκοιμάτο η Οσία δεν είχε προσκεφάλαιον, αλλά έκλινε την κεφαλήν της επί λίθου, επιτηδείως ευτρεπισμένου δια να μη γνωρίζετε, ούτω δε εκοιμάτο ελάχιστα. Μετά παρέλευσιν τεσσάρων ετών ετρώθη η αοίδιμος υπό της επιθυμίας της ησυχίας, τον αυτόν δε πόθον είχον και αι συνακολουθήσασαι αυτήν γυναίκες, τας οποίας, ως είπομεν, απέσυρεν εκ του κόσμου και ωδήγησεν εις το Ασκητήριον. Επικαλεσθείσα λοιπόν ως συνεργόν ιεροπρεπή τινα άνδρα, Ματθαίον καλούμενον, απήλθεν εις τόπον ησυχαστικόν μετά των λοιπών αδελφών, όπου ετρύγησεν αφθόνους τους καρπούς της ησυχίας. Εκεί ο προρρηθείς Ματθαίος έφερεν εις τας Οσίας τα προς το ζην αναγκαία, τα οποία επρομηθεύετο εκ του εργοχείρου των ιδίων χειρών του. Μετά ταύτα, επειδή παρέστη ανάγκη, μετέβη η Οσία εις το Βυζάντιον, έχουσα ως συνεργόν Πρεσβύτερον τινά, ευνούχον εκ φύσεως, Ιγνάτιον ονομαζόμενον, ο οποίος ήτο εστολισμένος με πάσαν αρετήν. Διότι ο προρρηθείς Μοναχός Ματθαίος προς Κύριον εξεδήμησεν, αφού πρότερον διέλαμψε με σημεία και θαύματα εις έρημον και ήσυχον τόπον. Παρέμεινε δε η Οσία εις τι Ασκητήριον της Κωνσταντινουπόλεως επί επτά έτη, θλιβομένη πάντοτε και φροντίζουσα δια το ιδικόν της Ασκητήριον, το οποίον είχεν εγκαταλείψει. Επειδή δε είδεν οπτασίαν, αποκαλύπτουσαν εις αυτήν, ότι πρέπει να επιστρέψη εις τούτο, ευθύς ανεχώρησεν· εκεί δε φθάσασα μετά του ρηθέντος Πρεσβυτέρου Ιγνατίου, προσηγόρευσε και εχαιρέτησεν όλας τας αδελφάς, έκτοτε δε συνέχαιρε μετ’ αυτών νουθετούσα και διδάσκουσα αυτάς πως να αποκτήσωσι τας κατά Θεόν αρετάς και πως να τηρήσωσιν όλας τας εντολάς του Θεού. Ούτω λοιπόν οσίως αγωνιζομένη η αοίδιμος έφθασε και εις το μακάριον τέλος. Προγνωρίσασα δε την προς Θεόν εκδημίαν αυτής δώδεκα ημέρας προ της κοιμήσεώς της, ανέφερε τούτο εις τας αδελφάς. Όθεν αφού ηυχαρίστησε τον Κύριον, εσύναξεν όλας τας Μοναχάς και προεχείρησεν την μέλλουσαν να ηγουμενεύη επ’ αυτών. Κατά δε την εσχάτην ημέραν, κατά την οποίαν έμελλε να απέλθη προς Κύριον, επρόσμενον η μακαρία εις την ψαλμωδίαν του Ψαλτηρίου, ομού με τας αδελφάς. Επειδή όμως δεν ηδυνήθη να τελειώση όλον το Ψαλτήριον, αφήκε να ψάλλωσιν αι αδελφαί το υπόλοιπον μέρος αυτού, αύτη δε προσευχηθείσα προς Κύριον εξεδήμησεν. Εν καιρώ δε του ενταφιασμού της πολλοί πάσχοντες υπό δαιμονίων και διαφόρων άλλων ασθενειών ιατρεύθησαν. Αλλά και μετά τούτον πολλοί τυφλοί επανείδον το φως των. Προείπε δε εις τας αδελφάς η Αγία, ότι εκείνην την κληρονομίαν και την δόξαν, την οποίαν μέλλω να λάβω παρά Θεού εν ουρανοίς, θέλω την λάβει μετά τεσσαράκοντα ημέρας από της αποβιώσεώς μου. Πράγματι δε, αφού παρήλθον αι τεσσαράκοντα ημέραι, δύο Μοναχαί είδον φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Είδον δηλαδή δύο άνδρας αστραποβόλους, οι οποίοι ίσταντο εκατέρωθεν της Αγίας, έξω των αγίων θυρών του αγίου Βήματος, εκράτουν δε ούτοι εις τας χείρας των ένδυμα πορφυρούν, βασιλικόν, υφασμένον με χρυσόν, μαργαρίτας και λίθους τιμίους και ενέδυον δια τούτου την Αγίαν. Τούτο ιδούσαι αι δύο Μοναχαί ενεθυμήθησαν την πρόρρησιν, την οποίαν είπεν εις αυτάς η Αγία. Όθεν χαίρουσαι δια την αισίαν αυτής έκβασιν ηυχαρίστησαν τον Θεόν, όστις δοξάζει τους αγαπώντας και δοξάζοντας Αυτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου