Νικηφόρος ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών εγεννήθη το έτος 1750 εις τα Καρδάμυλα της Χίου εξ ευσεβών γονέων, βαπτισθείς δε δια του Αγίου Βαπτίσματος ωνομάσθη Γεώργιος. Ασθενήσας κατά την παιδικήν αυτού ηλικίαν υπό λοιμικής ασθενείας, ήλθεν εις κίνδυνον θανάτου, ιδόντες δε τούτο οι γονείς του προσέτρεξαν μετά δακρύων και πίστεως εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον παρακαλούντες να θεραπεύση τον υιόν των και να τον αφιερώσωσιν εις την Ιεράν Μονήν της Παναγίας την επιλεγομένην Νεαμονήτισσαν, όπως υπηρετή ταύτην. Αφού λοιπόν ιατρεύθη, τον έφεραν εις την Μονήν και υπηρέτησε πρώτον εις τον σεβάσμιον και θαυμαστόν Γέροντα Άνθιμον τον Αγιοπατερείτην. Κατόπιν εστάλη εις Χώραν όπως μαθητεύση εις τα εκεί σχολεία, όπου εδίδασκεν ο ονομαστός Ιεροδιδάσκαλος Γαβριήλ ο Αστρακάρης, όστις ήτο Εφημέριος του εις το Βουνάκιον Ναού του Αγίου Ευστρατίου, ανήκοντος εις την Νέαν Μονήν.
Πλησίον λοιπόν του Γέροντος αυτού έμεινε καθ’ όλον το διάστημα της εις την Χώραν παιδείας του ο Άγιος και εμορφώθη κατά την ψυχήν και κατά τον νουν τόσον, ώστε ν’ αγαπά και να σέβεται τον Θεόν, τα ιερά γράμματα και τους ταύτα διδάσκοντας, δείγμα τούτο παιδός χρηστού, το οποίον προέλεγε την αργότερον χρηστοτέραν αυτού πολιτείαν. Εις όλον δε τον κατόπιν βίον του εφάνη ο προς την Εκκλησίαν και τους διδασκάλους σεβασμός και η αγάπη προς τα ιερά γράμματα, αρεταί αι οποίαι τον ωδήγησαν κατόπιν προς τον μέγαν διδάσκαλον Αθανάσιον τον Πάριον, ο δε προς την Χριστανικήν Πίστιν θερμός πόθος αυτού έφερον τούτον προς τον Άγιον Μακάριον τον Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου, εφησυχάζοντα τότε εν Χίω. Ούτοι οι δύο άγιοι άνδρες ήσαν κατά την εποχήν εκείνην οι στύλοι της Εκκλησίας και της παιδείας. Περατώσας τας σπουδάς του επανήλθεν εις την Μονήν και εκεί εχειροτονήθη Διάκονος και είτα Ιερεύς, κατόπιν δε δια την μάθησίν του διωρίσθη και διδάσκαλος εις τα σχολεία της Χώρας, διδάσκων και εμπνέων καθημερινώς εις τους μαθητάς του τον φόβον του Θεού. Ήτο δε συγχρόνως κα ιεροκήρυξ, κηρύττων ανελλιπώς τον λόγον του Θεού, προτρέπων τους Χριστιανούς εις την τήρησιν των εντολών του Χριστού, την αγάπην, την ελεημοσύνην, την δικαιοσύνην και όλα τα καλά έργα, παρέχων δε πρότυπον την ιδικήν του ενάρετον πολιτείαν. Δια τας αρετάς τουταύτας εκλήθη ο Όσιος Νικηφόρος εις την ηγουμενίαν της Μονής, περίτο 1802 έτος, ως ακτήμων ασκητικός και πάσης εμπιστοσύνης άξιος, να ποιμάνη τα λογικά του Χριστού πρόβατα εις νομάς σωτηρίους. Η ηγουμενία τότε δεν ήτο ευχερές τι διακόνημα, μάλιστα δι’ άνθρωπον ταπεινόν, ως ήτο ο Νικηφόρος, και μη οικείον προς τοιαύτας ασχολίας, φιλερημότατον δε και μελετηρότατον. Όμως επεμελήθη μετά ζήλου τα συμφέροντα της Μονής δια της μετριόφρονος και λελογισμένης του κρίσεως. Το δε σπουδαιότερον, προσέφερε την όχι ολιγώτερον αναγκαίαν εις την Μονήν υπηρεσίαν, της ενισχύσεως του ασκητικού φρονήματος των εν αυτή ασκουμένων Μοναχών, παρέχων αυτός πρώτος το ζηλευτόν παράδειγμα. Επεμελήθη δε ο Όσιος της τακτικής διδασκαλίας των Μοναχών διδάσκων εις τούτους τα της αρετής και δικαιοσύνης έργα, άτινα και ούτος έπραττε και ετελειοποίει, ως μαρτυρεί ο όλος αυτού βίος. Μοχθών όμως και εγκαρτερών εις ξένας προς αυτόν ασχολίας, καταβληθείς δε προ πάντων υπό της αγνωμοσύνης των περί αυτόν και των υπ’ αυτόν απέκαμε και απεσύρθη εκ της ηγουμενίας και ανεχώρησεν εις τόπον ήσυχον, Ρεστά καλούμενον. Διότι ο Όσιος Πατήρ ημών Νικηφόρος ήτο τελείως ξένος προς τας πανουργίας και τας φιλονικίας και άτρωτος υπ’ αυτών, αληθής δε εν Χριστώ φιλόσοφος, ολίγον ενδιαφερόμενος δια τα εγκόσμια. Μη δυνάμενος όμως να διοικήση εντός θυέλλης παθών το πλοίον της ιδίας αυτού αρετής, κατέφυγε πάλιν πλησίστιος εις την ευλίμενον αρετήν, «ως γνώριμος και ζηλωτής του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, ως μαθητής και μιμητής και οπαδός του φιλοχρίστου διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου και τούτων ομόζηλος, καταφρονών δε ως μάταια και πρόσκαιρα τα εγκόσμια, μικρόν φροντίζων περί της τούτων τοιαύτης ή τοιαύτης φοράς, διάγων βίον λιτόν και απράγμονα, ουδ’ αγρόν, ή υποζύγιον ίδιον κεκτημένος. Ήτο λοιπόν στάδιον διακρίσεως δια τον Όσιον Νικηφόρον η ηγουμενία ή η εκ ταύτης αποχώρησις; Βεβαίως η εκ ταύτης αποχώρησις, αφού, ως λέγει και ο ίδιος, ήτο «ζηλωτής των λογίων» και αποτυχών εις το να διοική Μοναχούς, δεν απέτυχεν, αλλά και μάλιστα ηρίστευσεν εις τον ίδιον αυτού βίον και εις το να χειραγωγή εις αρετήν πλείστας ψυχάς ακόμη και μετά θάνατον. Ολίγον αν ανατρέξωμεν την ιστορίαν θα εύρωμεν ταύτην πλουσίαν εις τοιαύτα παραδείγματα. Τοιούτον, ως τον του Οσίου Νικηφόρου, χαρακτήρα θα είχε προ οφθαλμών ο μέγας Χρυσόστομος, όταν εβροντοφώνει τα αθάνατα εκείνα· «Το καταφρονείν των παρόντων, το μέγα νομίζειν την αρετήν, το μη άθλα εν ταύθα ζητείν, αλλά περαιτέρω προϊέναι ταις ελπίσι και ψυχήν ούτως έντονον έχει και πιστήν, ως μηδενί των παρόντων δεινών προς τας μελλούσας παρεμποδίζεσθαι ελπίδας, πόσης αν είη φιλοσοφίας»; Τούτους τους θείους λόγους ακολουθών ο χρηστός Νικηφόρος και έχων ως παράδειγμα τους προ αυτού και τους συγχρόνους μετ’ αυτού ακμάσαντας εν Χίω μεγάλους λογίους Πατέρας, αόκνως μοχθών δια παντός τρόπου, ήνοιξε δι’ εαυτόν δρόμον, ενόσω ευρίσκετο εις τον κόσμον, βαδίσας επ’ αυτού σταθερώς προς την αθανασίαν. Δείγμα της ευλαβούς του επιμελείας είναι η σύνταξις και έκδοσις της Ακολουθίας των Αγίων Πατέρων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ, μεθ’ ης συνάπτεται και η ιστορία της Νέας Μονής και η καλή του Ναού της περιγραφή. Εις τον πρόλογον του βιβλίου τούτου λέγει, ότι καθ’ ον χρόνον εμαθήτευε παρά τω Γαβριήλ εν τη Χώρα (Χώρα ονομάζεται η πρωτεύουσα της νήσου Χίου) είχεν είπει προς αυτόν ο διδάσκαλός του· «Και εγώ επεθύμουν να κάμω ένα τοιούτον πόνημα, όμως δεν μου εσυγχωρούσαν τα περιστατικά μου και η σύνοικός μου ασθένεια, δηλονότι και το έργον του σχολείου και του έμβωνος και άλλαι καθημεριναί φροντίδες, έμεινε όμως εις την μνήμην μου πάντοτε και πολλάκις η συνείδησίς μου με ήλεγχε, πως δεν εβίασα τον εαυτόν μου, όταν ήμουν νεώτερος να κάμω ένα τοιούτον καλόν. Εάν ο Θεός σου χαρίση ζωήν και λάβης προκοπήν μαθημάτων, μη αμελήσης να τελειώσης εκείνο που εγώ δεν ηυτύχησα να κάμω». Το ιερόν παράγγελμα ήκουσεν ο Όσιος Πατήρ ημών Νικηφόρος και εξετέλεσεν, ως ηδυνήθη. Οπόσον χρήσιμος δε εστάθη η φιλοπονία του αύτη είναι φανερόν, διότι, αν δεν υπήρχεν ο ανεκτίμητος Νικηφόρος να συνάξη τα της Νέας Μονής, σώζων τα κειμήλια αυτής, μεταξύ των οποίων απαστράπτουσιν, ως πολύτιμοι λίθοι, τα πλείστα χρυσόβουλλα των προικισάντων αυτήν Αυτοκρατόρων, δεν θα εγνωρίζαμεν ημείς άπαντες όσα τώρα περί αυτής γνωρίζομεν, απολεσθέντων απάντων των πολυτίμων τεκμηρίων μικρόν μετά τον θάνατόν του. Η προς τους Αγίους Πατέρας Ακολουθία του είναι πλήρης και ωραία· επίσης και διάφοροι άλλαι Ακολουθίαι του και άλλα ιδιόμελα εκκλησιαστικά άσματα, τα οποία έχει εις διαφόρους περιστάσεις συνθέσει ως και χαιρετισμούς ανεκδότους εις την Αγίαν Ματρώναν την Χιοπολίτιδα, άπαντα θρησκευτικού ενθουσιασμού και ποιήσεως μέτοχα και εκ της οποίας ικανώς ενεπνέετο το ισχυρόν και ζωηρόν αυτού πνεύμα. Αναχωρήσας ο Όσιος Νικηφόρος εκ της Νέας Μονής μετέβη, ως είπομεν, εις Ρεστά προς τον εκεί μονάζοντα φίλον του ιεροδιδάσκαλον Ιωσήφ, όστις έζη πλησίον του Αγίου Μακαρίου, μετά του οποίου ήτο και πρότερον εις συχνοτάτην επικοινωνίαν. Ο Νικηφόρος δε και ο Ιωσήφ μετά του Χίου Νείλου Καλογνώμου, του Αγιορείτη, φιλτάτου του Αγίου Μακαρίου συμμοναστού έζησαν τότε εκεί υπό την φροντίδα και την αγίαν επίδρασιν του τελευταίου κατά τα έσχατα της προσκαίρου ζωής του έτη, πλησίον δε τούτων έμειναν και εδιδάχθησαν την εις την Χριστιανικήν Πίστιν πεποίθησιν τινές των Νεομαρτύρων, ως ο Άγιος Δημήτριος ο Πελοποννήσιος ο μαρτυρήσας τω 1803 εν Τριπόλει της Αρκαδίας, τον οποίον εξωμολόγησεν ο Όσιος Νικηφόρος. Ο Άγιος Μάρκος ο Νέος ηυλίσθη επίσης μετ’ αυτών ημέρας τινάς, έως να τύχη πλοίον δια την Νέαν Έφεσον. Ο Άγιος Αγγελής συχνάκις μετέβαινε προ του Μαρτυρίου του εις τον Όσιον Νικηφόρον και τους άλλους εκεί Πατέρας ως και εις τον τάφον του Αγίου Μακαρίου. Πλησίον δε του Οσίου Νικηφόρου, διαμένοντος έκτοτε εις Ρεστά, διήνυσε το βραχύ υπόλοιπον του βίου του ο προσφιλής του διδάσκαλος αοίδιμος Αθανάσιος ο Πάριος, αποχωρήσας τω 1812 λόγω γήρατος εκ της διευθύνσεως των σχολείων της Χίου. Εκεί λοιπόν διατρίβων ο Νικηφόρος και εννοών πλήρως τας εαυτού πνευματικάς και ηθικάς δυνάμεις προσέφυγεν εις το ήσυχον και πάσης κοσμικής τύρβης απηλλαγμένον μικρόν τότε δάσος, συνοδευόμενος τόσον από την υψηλήν του Αγίου Μακαρίου πίστιν όσον και από την του Αθανασίου σεμνήν χριστιανικήν παιδείαν. Εις το ερημικώτερον μέρος του τόπου τούτου έστησεν ο Αθανάσιος την παλαίστραν των ασκητικών αυτού αγώνων μετά του Ιωσήφ και του Οσίου Νικηφόρου αφού εγήρασε και εγκατέλειψε την διδασκαλίαν, εκεί όπου οι βυρσοδέψαι της Χίου τιμώσι μεγαλοπρεπώς τον Άγιον Γεώργιον των Ρεστών. Εις τον τόπον αυτόν τον καλούμενον Ρεστά ο Όσιος έμεινεν έως είκοσι χρόνους, υπερανθρώπως αγωνιζόμενος· οπόσους δε κόπους και αγώνας κατέβαλε νηστεύων, αγρυπνών και προσευχόμενος, μόνος ο κρυφιογνώστης Θεός οίδε· τούτο δε μόνον ημείς γνωρίζομεν, ότι δια να ταλαιπωρή την σάρκα του και δια να ωφελήση τους Χριστιανούς, γενόμενος παράδειγμα εργατικότητος και φιλοπονίας εις αυτούς, εφύτευσε δια πευκών τους δεξιόθεν και αριστερόθεν λοφίσκους. Πλείστα δε άλλα δένδρα εφύτευσεν εκεί, ως ελαίας και συκάς και κυπαρίσσους, συνέστησε δε και φυτώριον και εκ τούτου διένεμεν αφθόνως δενδρύλλια εις πάντας. Επώλησε δε και τα πατρικά του κτήματα, τα δε εκ τούτων χρήματα διένειμεν εις τους πτωχούς και εις τους φυτεύοντας πολλάς ελαίας προς έπαινον της εργασίας, ιδίως εις την πατρίδα του Καρδάμυλα. Τόσον εσέβοντο τον Άγιον οι χωρικοί, ιδία οι Καρδαμύλιοι, οίτινες και σήμερον τελούσι μετά ιδιαιτέρας τιμής την μνήμην αυτού, ώστε εν καιρώ ανομβρίας παρεκάλουν τούτον να μεσιτεύση προς Κύριον. Η δε καλή μεσιτεία αυτού σχεδόν πάντοτε εγένετο προθύμως δεκτή και έχαιρον και ηγάλλοντο οι άνθρωποι, αφ’ ενός βλέποντες τον σεβάσμιον εκείνον γέροντα μη αποκάμνοντα να ευεργετή τούτους και αφ’ ετέρου διότι έβλεπον καταφθάνουσαν την τόσον ωφέλιμον βροχήν, δια των δεήσεων του Οσίου τούτου Πατρός. Συχνότατα δε απήρχετο ο Όσιος εις την πόλιν και τα χωρία, τους ασθενείς επισκεπτόμενος, και τον λόγον του Θεού κηρύττων μετά σαφηνείας και απλότητος προς κοινήν και πραγματικήν ωφέλειαν όλων ή παρακινών εις δενδροφύτευσιν. Γέρων δε πλέον έσπευδε μετά προθυμίας προς του έχοντας την ανάγκην του. Ούτω εν τω Βίω του Αγίου Μακαρίου αναφέρεται, ότι εζητείτο ποτέ παρά γυναικός ασθενούσης εκ Καλλιμασιάς, αλλά δεν ευρέθη εις το εν τη Χώρα κατάλυμά του, όπου συνήθως διενυκτέρευεν, αποδημών εις Νένητα. Έσπευσαν τότε εκεί και συνήντησαν αυτόν επανερχόμενον εις Χώραν. Ως δε του είπον το αίτιον, πάραυτα έστρεψε και επορεύθη προς την πάσχουσαν, αν και ήτο κατάκοπος και η ώρα ήτο 9η της νυκτός. Παραχρήμα δε εθεράπευσε την πάσχουσαν δι’ επιθέσεως επ’ αυτής Λειψάνου του Αγίου Μακαρίου, το οποίον πάντοτε έφερε μεθ’ εαυτού και δια του οποίου εις πολλούς θαύματα εποίησεν. Αλλά και αυτός ούτος ο Όσιος Νικηφόρος πλείστα θαύματα εποίησε δια της θείας Χάριτος, εκ των οποίων ολίγων μόνον η διήγησις απέμεινε μέχρις ημών. Ούτω κόρην πάσχουσαν τας φρένας εν Καλλιμασιά και έτερον εκ μανίας πάσχοντα τελείως εθεράπευσεν. Άλλοτε δε έπιπτον πυρωμένα λιθάρια (αερόλιθοι) και εκλήθη ο Όσιος ίνα τελέση αγιασμόν προς κατάπαυσιν του κακού εις την ενορίαν Αγίου Γεωργίου Βροντάδου. Τελουμένου δε του αγιασμού, ω των θαυμασίων Σου, Χριστέ βασιλεύ! Έπεσεν εις των λίθων τούτων εντός του αγίου ύδατος, όστις και παραχρήμα εσβέσθη! Ούτος δε ήτο και ο τελευταίος πεσών. Άλλοτε πάλιν, ενώ ο Όσιος ευρίσκετο εις περιοδείαν, έκλεψαντην μόνην αίγα την οποίαν είχεν. Ως δε επανήλθεν, εύρε τον υποτακτικόν του εν στενοχωρία και οργή δια την κλοπήν. Ο Όσιος όμως καθησύχασεν αυτόν ειπών· «Μη οργίζου· διότι ο κλέψας ήτο πτωχός. Αρκετόν καιρόν την είχομεν ημείς· ας την έχη τώρα και άλλος». Ως δε είπε τους λόγους τούτους κατέφθασε κλαίων ο κλέπτης, όστις εξωμολογήθη την άτοπον πράξιν του προσθέσας, ότι έσφαξε την αίγα, αλλ’ εστάθη αδύνατον να πωλήση το κρέας. Τότε ο Όσιος Νικηφόρος προθύμως συνεχώρησεν αυτόν, ειπών· «Πήγαινε τώρα και θα πωλήσης το κρέας». Ως δε έφθασεν ο άνθρωπος ούτος εις την οικίαν του, έμαθε παρά της γυναικός του, ότι, κατά την απουσίαν του, όλον το κρέας επωλήθη. Λέγεται δε, ότι προείδε και προείπε τα συντόμως μέλλοντα να συμβώσι δεινά και ότι θαυμαστή υπήρξεν η καλοκαγαθία και η ευσπλαγχνία του. Διότι όσα χρήματα είχε κατά καιρούς, διέθετε ταύτα βοηθών τους πτωχούς, αυτός μένων ενδεής. Την ελεημοσύνην αυτού ουδέποτε έδιδεν ο ίδιος, αλλά δια παιδίου εμπίστου, εις το οποίον παρήγγελλε να αφήνη την βοήθειαν εις την πάσχουσαν οικογένειαν και να φεύγει αμέσως, εφαρμόζων το του Ευαγγελίου· «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ:3). Εις δε το ερημητήριον των Ρεστών, του οποίου την Εκκλησίαν επεσκεύασε και επεξέτεινε τα καλλία, εγένετο τόπος προσκυνητών, οίτινες αθρόοι προσήρχοντο, ίνα τιμήσουν την αγιότητα και την φιλευσπλαγχνίαν του Οσίου. Ήρχοντο δε προς αυτόν, ίνα εξομολογηθώσι και παρηγορηθώσιν, έκαστος δε κατά την ιδίαν αυτού ψυχικήν ανάγκην να ακούσωσι τους λόγους του Θεού. Είχε δε πλησίον του και μαθητάς υποτακτικούς, εξ ων τριών μόνον τα ονόματα γνωρίζομεν· το του Μακαρίου Γαρή εκ Βροντάδου, όστις, εκπαιδευθείς υπ’ αυτού, προσελήφθη Αρχιδιάκονος του εν έτει 1817 ελθόντος Μητροπολίτου Πλάτωνος, ακολουθήσας αυτόν έως τέλους· το του Κυρίλλου Βαβύλα, γενομένου κατόπιν Ιεροκήρυκος εις την Χώραν και το του Μιχαήλ Λαζούτη, ομοίως και τούτου εκ Βροντάδου, όστις και ως μουσικοδιδάσκαλος αναφέρεται. Ο δε Νικόλαος Λόδης, εκ Βροντάδου καταγόμενος, πάσχων δεινώς, επεκαλείτο συχνάκις τον Όσιον. Μίαν δε νύκτα είδεν αυτόν καθ’ ύπνον παραγγέλλοντα να μεταβή και να λάβη χώμα εκ του τάφου του. Ήσαν δε τότε αι ημέραι της ανακομιδής του σεπτού Λειψάνου του Αγίου. Πράγματι, την επομένην, ο ασθενής μετεφέρθη παρά τον τάφον και έλαβε χώμα εξ αυτού. Τελέσας δε και αγιασμόν, ιάθη τελείως. Χαίρων τότε δια την ίασίν του αλλά και ευγνωμονών προς τον Άγιον ανέθηκεν εις ζωγράφον να ιστορήση την εικόνα του Οσίου, καθώς είδε τούτον εις τον ύπνον του. Οι δε ιδόντες τον Όσιον, ότε ευρίσκετο εν ζωή, ανεγνώρισαν αυτόν πάραυτα. Αύτη δε η εικών εχρησίμευσεν ίνα αναπαρασταθή η δια τον Ναόν ιστορηθείσα μεγάλη τοιαύτη. Ήτο δε ο Όσιος, ως η παράδοσις αναφέρει, μέτριος κατά το ανάστημα, εύσωμος, καλός και μάλλον ωχρός την όψιν, μειλίχιος και ωραίους οφθαλμούς έχων, τρέφων πλούσιον μελανόν γένειον, το οποίον εκάλυπτεν εντός του ενδύματός του, ως αποστρεφόμενος την επίδειξιν. Ετελειώθη δε εν Κυρίω εις την Χώραν κατά το θέρος του 1821, ως ο ίδιος προείπεν, εις τινα οικίαν πλησίον της Αγίας Παρασκευής, εις την οποίαν διενυκτέρευεν όταν εκ του γήρατος ημποδίζετο να μεταβή εις Ρεστά. Εκεί ευρέθη η σφραγίς του, φέρουσα ολόγραφον «Νικηφόρος» κατ’ άλλους δε «Νικηφόρος ο Χίος» φέρει δε αύτη τα σύμφωνα όλα του ονόματός του μόνα εν συμπλέγματι. Το δε τίμιον αυτού Λείψανον μετεκομίσθη εκ της Χώρας εις Ρεστά και απετέθη εις τον τάφον εις τον οποίον έκειτο ο Αθανάσιος ο Πάριος, προ δε τούτου ο Χίος Αγιορείτης Νείλος Καλόγνωμος, τον οποίον ενεταφίασεν εκεί ο Όσιος Νικηφόρος. Ανευρέθησαν δε τα άγια Λείψανα αυτού τω 1845 υπό του εκεί Μοναχού Αγαθαγγέλου του Υδραίου, όστις είδε κατ’ όναρ τον τόπον της ταφής και ανασκάψας ανεκάλυψε ταύτα μετά του επιτραχηλίου και του επιγονατίου, ο δε Μητροπολίτης Χίου Σωφρόνιος, ο κατόπιν Πατριάρχης Αλεξανδρείας, μετέφερε ταύτα εις την Μητρόπολιν της Χώρας εις την οποίαν φυλάττονται εν κλειστώ κιβωτίω. Μετά παρέλευσιν χρόνων εζήτησε και παρέλαβε ταύτα η συντεχνία των βυρσοδεψών Χίου, εις τους οποίους ανήκει νυν η Εκκλησία και το κτήμα των Ρεστών, κατέθεσαν δε ταύτα εντός του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου εις πολυτελές κιβώτιον, ένθα ευλαβώς προσκυνούνται υπό των μετά πίστεως προσερχομένων. Τον δε παρά τον Ι. Ναόν ιερόν χώρον, εις τον οποίον ετέθη το τίμιον σκήνος του Οσίου Νικηφόρου, περιέφραξαν δια κιγκλίδων, αίτινες περιβάλλουσιν ωραίαν έγγλυφον μαρμαρίνην λάρνακα. Νυν δε η συντεχνία των βυρσοδεψών σεβομένη και τιμώσα την αγίαν μνήμην αυτού έστησεν εις τον Ιερόν Ναόν ωραίαν εικόνα του Οσίου Νικηφόρου. Αυτός, ευσεβείς ακροαταί, είναι ο Βίος του Οσίου τούτου ανδρός, όστις όχι μόνον κατά την έξω παιδείαν εμορφώθη, αλλά και τα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού θεία διδάγματα εκαλλιέργησεν εν εαυτώ, εφαρμόσας ταύτα πιστώς και απαραβάτως καθ’ όλον αυτού τον βίον. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και παράδειγμα κατεστάθη δια τους άλλους, οίτινες ετέρποντο και ωφελούντο τα μέγιστα εκ της προς αυτόν συναναστροφής και εσέβοντο και ηγάπων αυτόν κατά πολύ, διότι δια των λόγων και των τρόπων του εφώτιζε την ευθείαν οδόν της του Κυρίου ορθής διδασκαλίας. Ούτω κατέστη πολυσέβαστος μεν και ευλογημένος μεταξύ των ανθρώπων, κόσμημα δε της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου