Νικόλαος ο γενναίος Μάρτυς του Χριστού κατώκει μετά του πατρός αυτού, Χατζή Κανέλλου ονομαζομένου, εις την κωμόπολιν την τουρκιστί καλουμένην Γιαγιά Κιοϊ, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν και καθέδραν του ο περίφημος κατά την εποχήν εκείνην αγάς Καρά Οσμάνογλους. Επειδή δε ο πατήρ του Αγίου ήτο επιστάτης και διοικητής εις τα ποίμνια και προάστια, ήτοι τα αγροκτήματα, του αγά τούτου, είχεν επομένως και μεγάλην επιρροήν και εκτίμησιν από τους εκεί Τούρκους.
Ευρισκόμενος λοιπόν ο Άγιος εις την υπακοήν του πατρός του, ων ευπειθέστατος κατά πάντα και με την άδειαν τούτου, ηρραβωνίσθη μετά γυναικός σεμνής και τιμίας. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν είκοσι δύο ετών, ητοίμασε τα προς τον γάμον επιτήδεια και εμελέτα να στεφανωθή κατά την νέαν Κυριακήν του Θωμά. Επειδή δε είχε ανάγκην ο νέος να μεταβή εις την πόλιν της Μαγνησίας, λαβών την άδειαν του πατρός του, μάλιστα δε και του προρρηθέντος αγά, εις του οποίου την υπηρεσίαν ευρίσκοντο, ανεχώρησε δια την Μαγνησίαν. Ως άνθρωπος δε μεγάλου εξουσιαστού, ξεθαρρεύσας εφόρει εις μεν τους πόδας υποδήματα τουρκικά, εις δε την κεφαλήν κόκκινον φέσι, το οποίον δεν επέτρεπον οι Τούρκοι να φορούν οι Χριστιανοί εις τα μέρη της Ανατολής, αλλά μόνον λευκόν. Βλέποντες λοιπόν οι υπηρέται του δικαστού της Μαγνησίας ούτω ενδεδυμένον τον νέον, αν και εγνώριζον τίνος μεγάλου αγά ήτο υπηρέτης και αυτός και ο πατήρ του, χωρίς να συσταλούν, τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις τον δικαστήν. Oύτος λοιπόν, προσποιούμενος ότι δεν τον γνωρίζει, τον ηρώτησεν· «Αυτό το είδος του ενδύματος, το οποίον φορείς, είναι τουρκικόν και δεν δύναται να το φορέση άνθρωπος άλλης θρησκείας. Όθεν, ειπέ μου, μήπως ηννόησες ότι είναι καλή η πίστις μας και ήλθες με τοιούτον σχήμα δια να γίνης Τούρκος;» Ο δε νέος, ως φρόνιμος και συνετός, εννοήσας την πανουργίαν του κριτού, χωρίς ουδόλως να δειλιάση, απεκρίθη με γενναιότητα ψυχής· «Ο Θεός να με φυλάξη και μη μοι γένοιτο ποτέ να αρνηθώ την Πίστιν μου. Εγώ ταύτα τα ενδύματα τα φορώ με την ιδικήν σας άδειαν, διότι ο πατήρ μου εργάζεται εις την ιδικήν σας υπηρεσίαν». Ταύτα ακούσας ο κριτής προστάζει τους υπηρέτας να δείρουν τον Μάρτυρα, όχι όμως με δυνατούς και πολλούς ραβδισμούς, αλλά με ολίγους και ελαφρούς, ίσως δια να δείξη με τούτο ο πολυμήχανος, ότι λυπείται δήθεν τον Άγιον και δια της δήθεν συμπαθείας του ταύτης δυνηθή να τον ελκύση εις την θρησκείαν του. Ο δε του Χριστού Μάρτυς, γνωρίζων τας μηχανάς και τα διανοήματα του τυράννου, με την σοφίαν εκείνην την οποίαν υπεσχέθη να δίδη ο Κύριος εις εκείνους, οίτινες ομολογούν ενώπιον των τυράννων το όνομά Του, ίστατο στερεός και ακίνητος εις την Πίστιν του, δεχόμενος μετ’ ευχαριστήσεως τους ραβδισμούς. Τον ηρώτησε τότε δια δευτέραν φοράν ο κριτής με ημερότητα και τον παρεκίνει να τουρκεύση, εάν θέλη να τον ελευθερώση από τας βασάνους. Ο δε της αληθείας αγωνιστής με μεγαλυτέραν γενναιότητα ή πρότερον απεκρίθη· «Γνώριζε, ότι εγώ δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ την Πίστιν εις την οποίαν πιστεύω, όχι μόνον με ραβδισμούς, αλλά έστω και αν μοι δώσης τον πλέον επώδυνον θάνατον». Θυμωθείς τότε ο κριτής προστάσσει να τον δείρωσι δυνατώτερα· έπειτα, ιδών ότι δεν ηδυνήθη να μεταβάλη ουδέ κατ’ ελάχιστον την γνώμην του Μάρτυρος, υπεκίνει άλλους ομοφύλους του να προσπαθήσουν και αυτοί να τον πείσουν να μεταβάλη γνώμην. Υπέσχετο δε να δώση εις αυτόν, εάν αρνηθή τον Χριστόν, πολλά και μεγάλα αξιώματα και δώρα. Διότι εγνώριζεν ο μιαρός πόσον αυταί αι υποσχέσεις δύνανται να ελκύσουν τας των νέων και φιλοσάρκων ψυχάς. Αλλ’ ο του Χριστού Μάρτυς ουδόλως ηπατήθη από τους απατηλούς αυτούς λόγους, ουδέ συνεπάθησε προς την τρυφεράν φύσιν του. Δεν εσυλλογίσθη ότι μέλλει να στερηθή γονείς και αδελφούς, εξαιρέτως δε την ποθητήν μνηστήν, ούτε ελυπήθη το νεαρόν της ηλικίας, αλλ’ ως να υψώθη υπεράνω σαρκός και αίματος, ούτως ίστατο ανδρείως, τα πάντα καταφρονών και φωνάζων μετά παρρησίας· «Εγώ προ οφθαλμών μου έχω τον θάνατόν μου, ω δικαστά, και δεν υπάρχει τρόπος που θα με πείση να αρνηθώ ποτέ την Πίστιν μου». Ταύτα ακούσας ο δικαστής προστάσσει δια τρίτην φοράν να δείρωσι τον Μάρτυρα με μεγάλην σκληρότητα. Έπειτα πάλιν τον ηρώτα και τον παρεκίνει με όσους τρόπους και μηχανάς ηδύνατο, δια να τον τουρκεύση. Αλλ’ ο Μάρτυς πολύ περισσότερον έλεγε με σταθεράν φωνήν· «Το να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου είναι πράγμα αδύνατον». Βλέπων τέλος ο θηριογνώμων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, προστάσσει και δια τετάρτην φοράν να τον δείρουν σκληρότατα εις τα πλευρά. Έπειτα τον έστρεψαν πάλιν και τον έδερον και εις την κοιλίαν τόσον απανθρώπως, ώστε αφήκαν τον ευλογημένον ημιθανή και ακολούθως τον έρριψαν ως νεκρόν εις την φυλακήν. Εντός δε της φυλακής ευρισκόμενος ο τρισμακάριος Μάρτυς ηυχαρίστει ολοψύχως τον Κύριον, διότι ηξιώθη να πάθη δια το όνομά Του. Μετά δε τρεις ημέρας παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε τον αμάραντον και λαμπρόν του Μαρτυρίου και της αθλήσεως στέφανον, συναγαλλόμενος νυν με τον χορόν όλων των Αθλητών και συμμαρτύρων Αυτού. Συνέβη και εις αυτόν ό,τι και εις τον βασιλέα Σαούλ, όστις ζητών τας όνους του πατρός του, εύρεν ως πάρεργον την βασιλείαν. Ομοίως και ούτος ο Αθλητής, ετοιμαζόμενος και ζητών να λάβη νύμφην επίγειον, να απολαύση νυμφώνα φθαρτόν και να τελέση γάμους πρόσκαιρους, ηξιώθη να ενωθή παρθένος εις τον άφθαρτον Νυμφώνα των Παρθένων, ίνα απολαύση την χαράν και την ηδονήν των αμιάντων γάμων του Αμνού. Και, απλώς ειπείν, ζητών σαρκικά και γήϊνα πράγματα, εύρε την άϋλον και αϊδιον των ουρανών Βασιλείαν· ης και ημείς ταις αυτού πρεσβείαις αξιωθείημεν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου