Θεοδόσιος ο τρισόλβιος πατήρ ημών είχε πατρίδα τας περιφήμους Αθήνας,
κατά το ωξβ΄ (862) έτος από Χριστού γεννηθείς από γονείς ευγενείς και
θεοσεβείς. Ανετράφη δε υπ’ αυτών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, και εδόθη εις
σχολείον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα, τα οποία εις ολίγον καιρόν έμαθε, διότι
έτυχε δεξιάς φύσεως. Είχε δε ο ευλογημένος πολλήν ευλάβειαν εις τα θεία και
έτρεχεν εις τας ιεράς ακολουθίας της Εκκλησίας, ακούων δε τους αγώνας των Αγίων
εθαύμαζε την προθυμίαν και καρτεροψυχίαν την οποίαν είχον. Όθεν όπου εύρισκε
τους Βίους των Οσίων τους ανεγίγνωσκε με μεγάλην προσοχήν, επόθει δε μεγάλως να
τους μιμηθή εις τους αγώνας των και να κατορθώση και αυτός τας αρετάς, τας
οποίας κατώρθωσαν εκείνοι, καθώς και έγινε· διότι, αφ’ ου παρήλθεν ολίγος
καιρός, οι γονείς του επλήρωσαν το κοινόν χρέος, ευρίσκων δε ευκαιρίαν ο
μακάριος Θεοδόσιος, δια να πληρώση τον πόθον του, χωρίς αναβολήν καιρού
διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλα τα υπάρχοντα και αρνηθείς τον κόσμον και τα εν
κόσμω ανεχώρησεν από την πατρίδα του.
Επήγε λοιπόν εις ένα ενάρετον πνευματικόν γέροντα και δοκιμασθείς υπ’ αυτού έλαβε το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, δοθείς όλως διόλου εις τους ασκητικούς αγώνας, τόσον δε επρόκοψεν εις την κατά Χριστόν πολιτείαν, ώστε εις ολίγον καιρόν ήναψεν ο θείος πόθος εις την καρδίαν του και επόθησε να ησυχάση κατά μόνας, δια να συνομιλή μόνος με μόνον τον Θεόν, δια μέσου της νοεράς προσευχής. Όθεν και περιερχόμενος από τόπου εις τόπον και ζητών μέρος ήσυχον, ήλθεν εις Πελοπόννησον· ευρών δε εις τα όρια της επαρχίας του Άργους τόπον ερημικόν και αρμόδιον εις ησυχίαν, έμεινεν εκεί. Παρευθύς ο καλός εκείνος εργάτης επρόσθεσε κόπους επάνω εις τους κόπους και αγώνας επάνω εις τους αγώνας, πολιτευόμενος ζωήν άϋλον σχεδόν και ασώματον· διότι μετεχειρίζετο την περιεκτικήν εγκράτειαν, την εκτεταμένην νηστείαν, τας ολονυκτίους αγρυπνίας, γονυκλισίας, χαμαικοιτίας, το ανένδοτον εις τας προσευχάς, εις τας οποίας εστέκετο ως στύλος ακλόνητος, το πένθος το παντοτεινόν, την υπέρ άνθρωπον ακτημοσύνην, την υψοποιόν ταπείνωσιν, την πραότητα, την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, την πίστιν την ακλινή, την κραταιάν ελπίδα, την κορωνίδα των αρετών αγάπην, και συντόμως ειπείν όλας τας αρετάς· ήτο δε ξένος του κόσμου τούτου και των εν τω κόσμω, και όλως ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος. Δια τούτο και ηξιώθη να ίδη και θείαν οπτασίαν. Μίαν νύκτα εφάνη εις αυτόν ο θείος Πρόδρομος, και ασπασάμενος αυτόν τον παρεθάρρυνεν εις τους πνευματικούς αγώνας, ειπών εις αυτόν να οικοδομήση Εκκλησίαν εις το όνομά του, υποσχόμενος, ότι θέλει είναι βοηθός του και παντοτεινός συνοδοιπόρος εις όλην του την ζωήν. Ο δε Όσιος, αισθανόμενος τον εαυτόν του όλον πλήρη από πνευματικήν αγαλλίασιν, εδόξασεν εξ όλης ψυχής του τον Θεόν και ηυχαρίστησε τον Τίμιον Πρόδρομον, έλαβε δε θάρρος μεγάλον εις τον προκείμενον εις αυτόν αγώνα της ασκήσεως. Ήρχισε λοιπόν το έργον και θεία βοηθεία ωκοδόμησεν ιερόν Ναόν επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος σώζεται έως την σήμερον, χάριτι θεία, εις εκείνον τον τόπον, αποπνέων πνευματικήν ευωδίαν και γινόμενος αίτιος κατανύξεως εις εκείνους, όσοι πηγαίνουν εις αυτόν μετά πίστεως. Συσταίνων δε το ασκητικόν γυμνάσιον, έκαμνε τον πόλεμον, όχι προς αίμα και σάρκα, ήτοι προς ομοιοπαθείς ανθρώπους, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, προς τους πονηρούς δηλαδή δαίμονας· όθεν αν και εγώ δεν πλατύνω τον λόγον δια συντομίαν, όμως είναι εύκολον εις κάθε ένα να καταλάβη τι είδους αγώνας και πολέμους είχεν ο γενναιόφρων Θεοδόσιος, με τοιούτους φοβερούς και κακομηχάνους εχθρούς, και με πόσην κακουχίαν και σκληραγωγίαν εβασάνιζε τον εαυτόν του εις όλην του την ζωήν, δια να υποτάξη το χείρον τω κρείττονι, ήτοι το σώμα εις την ψυχήν, και να δουλώση την σάρκα τω πνεύματι· κατ’ αλήθειαν δε, δεν απέτυχε του σκοπού, αλλά θεία χάριτι και τους δαίμονας ενίκησε, και το σώμα υπέταξε· και γενόμενος όλως πνευματικός, όλως ένθεος, ηξιώθη να λάβη πλουσίως από τον μεγαλόδωρον Θεόν και αρραβώνα των μελλόντων αγαθών, την χάριν των θαυμάτων και ιαμάτων, από τα οποία έλαβε και την επωνυμίαν, και ωνομάζετο θαυματουργός και ιαματικός, διότι η ενάρετος πολιτεία του ηκούσθη εις όλα τα μέρη, και η φήμη των θαυμάτων του διεδόθη πανταχού, επειδή ο Θεός ηθέλησε να φανερώση εις όλους τον δούλον του, και να τον δοξάση, καθώς λέγει ο ίδιος· «ζω εγώ, τους εμέ δοξάζοντας δοξάσω». Όσον δε ο Άγιος απέφευγε τον κόσμον και την δόξαν, τόσον περισσότερον ο Θεός τον εδείκνυε θαυμαστόν και σεβάσμιον· διότι από όλα τα μέρη προσέτρεχον εις αυτόν όσοι εβασανίζοντο από διαφόρους ασθενείας, λαμβάνοντες ταχέως την ιατρείαν. Και άλλοι μεν από εκείνους που ιατρεύοντο, ακούοντες από τον Όσιον και πνευματικήν νουθεσίαν, η οποία ιατρεύει τας ασθενείας της ψυχής, ήτοι τας αμαρτίας (από αυτάς συμβαίνουν τας περισσοτέρας φοράς και αι ασθένειαι του σώματος), επεμελούντο δια να θεραπεύσουν και τας ασθενείας της ψυχής των, λαμβάνοντες διπλήν την ιατρείαν και της ψυχής και του σώματος, και ηυχαρίστουν μεγάλως τον Θεόν· επιστρέφοντες δε εις τους οίκους των, εκήρυττον λαμπρώς την θείαν χάριν και την παρρησίαν όπου είχεν ο Άγιος εις τον Θεόν. Άλλοι δε πάλιν από εκείνους, παρακινούμενοι από τας νουθεσίας του Αγίου, ομού με την σωματικήν ασθένειαν, απέβαλλον και την ηδυπάθειαν της σαρκός, και αρνούμενοι τον κόσμον και τα εν κόσμω εγίνοντο Μοναχοί, μεταχειριζόμενοι δε την πολιτείαν του Οσίου ως πρωτότυπον, περιεπάτουν προθύμως την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, υπακούοντες εις τας ψυχωφελείς νουθεσίας του, και μιμούμενοι τας ενθέους αρετάς του· τοιουτοτρόπως, δια μέσου της οδηγίας του Αγίου, συνεστήθη εκεί, με την χάριν του Χριστού, μάνδρα λογικών προβάτων. Αλλ’ ο αρχέκακος και φθονερός διάβολος, ο εχθρός της σωτηρίας ημών, δεν υπέφερε να βλέπη ταύτα. Μεταχειριζόμενος όθεν όργανα της κακίας του υποκριτάς τινας, οι οποίοι εφαίνοντο κατά το σχήμα, ότι είναι ευλαβείς και καλόγνωνοι, κατά την πράξιν όμως φθονεροί και κακότροποι, τους κατέπεισε και μετέβησαν εις τον τότε Αρχιερέα του Άργους (ο οποίος ήτο ο αγιώτατος Πέτρος ο σημειοφόρος, ο εορταζόμενος τη Τρίτη ημέρα του Μαϊου μηνός) και εσυκοφάντησαν τον Όσιον Θεοδόσιον, ότι είναι μάγος και πλάνος και με τας μαγείας του απατά τους ανθρώπους, οίτινες τον έχουν εις ευλάβειαν και γίνεται εις πολλούς αίτιος απωλείας. Ακούσας ο Αρχιερεύς ταύτα και άλλα παρόμοια κατά του Οσίου, και συναρπασθείς από τα απατηλά των φθονερών εκείνων λόγια, απεφάσισε να τον διώξη από την επαρχίαν του· αλλ’ εις τον ίδιον καιρόν έλαβε γράμματα πατριαρχικά από την Κωνσταντινούπολιν, όπου τον προσεκάλουν να υπάγη το ταχύτερον, διότι είχον να κάμουν Σύνοδον δια μίαν εκκλησιαστικήν υπόθεσιν αναγκαίαν, ούτω δε ημποδίσθη τότε η εξορία του Οσίου κατά θείαν οικονομίαν, επειδή ο θείος Πέτρος εκίνησε παρευθύς δια την Κωνσταντινούπολιν· είχεν όμως απόφασιν, ευθύς ως επιστρέψη εις την επαρχίαν του, να εξορίση τον Όσιον. Ο Θεός όμως, καθώς τότε τον ημπόδισε δια μέσου των πατριαρχικών γραμμάτων, τοιουτοτρόπως και ύστερον δια μέσου θείας οπτασίας όχι μόνον ημπόδισε τον θείον Πέτρον από την εξορίαν του Οσίου, αλλά και ωκονόμησε να φανερωθή καλλίτερα η αρετή του δούλου του Θεοδοσίου και η προς αυτόν παρρησία του, και να δοξασθή περισσότερον. Διότι πηγαίνων ο μακάριος Πέτρος εις την Κωνσταντινούπολιν, και θεωρών ομού με τον Πατριάρχην και την Ιεράν Σύνοδον την εκκλησιαστικήν εκείνην υπόθεσιν, όταν ητοιμάζετο να επιστρέψη εις την επαρχίαν του, εφάνη εις το όραμά του ο Όσιος Θεοδόσιος και του είπε· «Διατί, Δέσποτα, εκινήθης αδίκως εναντίον μου, και θέλεις να με εξορίσης από την επαρχίαν σου, χωρίς να κάμω κανέν κακόν, ούτε εις την αρχιερωσύνην σου, ούτε εις άλλον τινά; Ήξευρε όμως, ότι, εάν με εξορίσης από την επαρχίαν σου, δεν θέλεις κάμει κανένα κακόν εις εμέ, αλλά η αρχιερωσύνη σου θέλεις περιπέσει εις έγκλημα αμαρτίας, εις δε τους αιτίους της τοιαύτης επιβουλής θέλεις προξενήσει απώλειαν, αλλά και εις εκείνους όπου σώζονται, με την χάριν του Θεού, βλάβην μεγάλην. Όθεν παύσον από το τοιούτον παράνομον επιχείρημα· διότι οι δεινοί εκείνοι συκοφάνται, φθόνω κινούμενοι, είπον κατ’ εμού την ψευδή εκείνην κατηγορίαν· συ όμως μη κινηθής έτσι αδίκως εναντίον μου· διότι και εγώ δούλος είμαι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αυτόν μόνον λατρεύω, εις αυτόν δε έχω παιδιόθεν όλην την ελπίδα της σωτηρίας μου. Και ει μεν παύσης εις το εξής από ταύτην την άτοπον ορμήν, καλώς έχει· ει δε και δεν παύσης, ο Κύριός μου θέλει κάμει εις σε την εκδίκησιν». Ο δε Αρχιερεύς, ακούσας ταύτα, τον ηρώτησε· «Τις είσαι συ όπου διαφέρεσαι τοιουτοτρόπως με εμέ»; Και εκείνος του είπεν· «Εγώ είμαι ο δούλος του Χριστού Θεοδόσιος, όστις παροικώ εντός των ορίων της επαρχίας σου». Εξυπνήσας ο μακάριος Πέτρος έντρομος, και διαλογιζόμενος εκείνα τα οποία είδεν εις το όραμά του, μετενόησε δια την απόφασιν, την οποίαν έλαβε, να εξορίση τον Όσιον. Ενώ δε διελογίζετο ταύτα, ήλθεν εις αυτόν εις υπηρέτης του Πατριάρχου, και τον προσεκάλεσε να υπάγη εις αυτόν· διότι την ιδίαν ώραν όπου έβλεπεν ο θείος Πέτρος εις το όραμά του ταύτα, εφάνη ο Όσιος Θεοδόσιος και εις το όραμα του Πατριάρχου, και του εφανέρωσεν όλην την υπόθεσιν, ειπών εις αυτόν να παραγγείλη να μη κινήται αδίκως εναντίον του ο Μητροπολίτης, δια να μη παροργίση τον Θεόν και γίνη αίτιος βλάβης εις πολλούς Χριστιανούς. Ερωτήσας δε αυτόν ο Πατριάρχης, ποίος είναι, του είπεν, ότι είναι ο δούλος του Χριστού Θεοδόσιος, όστις ευρίσκεται εις τα όρια της επαρχίας του Άργους. Έξυπνος γενόμενος ο Πατριάρχης προσεκάλεσεν ευθύς τον Πέτρον· ο οποίος πηγαίνων εις τον Πατριάρχην, και ερωτηθείς από αυτόν, εάν ευρίσκεται εις την επαρχίαν του τις, Θεοδόσιος καλούμενος, και εάν έδειξεν εις αυτόν κανέν λυπηρόν, του απεκρίθη· «Ναι, αγιώτατε Δέσποτα, εις την επαρχίαν μου είναι ο δούλος του Θεού Θεοδόσιος». Του διηγήθη τότε λεπτομερώς όλην την υπόθεσιν, λέγων εις αυτόν ακόμη και εκείνα όπου είδε προ ολίγου εις το όραμά του· τότε και ο Πατριάρχης εφανέρωσεν εις τον Πέτρον εκείνα όπου είδε και εκείνος εις το όραμά του· ούτω δε επληροφορήθησαν και οι δύο, ότι είναι Άγιος ο Θεοδόσιος, και ότι έχει μεγάλην παρρησίαν προς τον Θεόν. Όθεν εδόξασαν τον Θεόν τον αξίως δοξάζοντα τους αυτόν δοξάζοντας· έπειτα παρήγγειλε ο Πατριάρχης εις τον θείον Πέτρον, ότι, όταν υπάγη εις την επαρχίαν του, να προσφέρη εκ μέρους του ευλαβώς μετάνοιαν εις τον Άγιον, και να του είπη να πρεσβεύη υπέρ αυτού προς Κύριον. Πάλιν δε την ημέραν όπου επρόκειτο να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν ο μακάριος Πέτρος, του παρήγγειλεν εκ δευτέρου ο Πατριάρχης τα ίδια. Όθεν πηγαίνων ο θείος Πέτρος εις την Πελοπόννησον, δεν ηθέλησε να υπάγη εις άλλο μέρος, προ του να υπάγη εις τον Όσιον Θεοδόσιον, και δια να πληρώση την παραγγελίαν του Πατριάρχου,και δια να ζητήση συγχώρησιν από τον Άγιον δια την εξορίαν, την οποίαν εμελέτησε να του επιβάλη εξ απάτης. Ο δε Όσιος προεγνώρισε τον ερχομόν του Αρχιερέως (διότι ηξιώθη να λάβη εκ Θεού προς τοις άλλοις και προορατικόν χάρισμα) και θέτων ανημμένους άνθρακας εις το κουκούλιόν του, και λαμβάνων θυμίαμα εις την χείρα του, εξήλθεν εις προϋπάντησιν του Αρχιερέως, πλησιάσας δε αυτόν, έθεσε το θυμίαμα επάνω εις τους άνθρακας, και εξήλθεν ευωδία άρρητος, το δε κουκούλιον, ω του θαύματος! Δεν εκάη παντελώς, αλλά με αυτό εθυμίαζε τον Αρχιερέα, ο οποίος βλέπων το παράδοξον του θαύματος, και θαυμάσας, ηννόησεν ότι είναι ο Όσιος, καταβαίνων δε ευθύς από τον ίππον έδραμεν εις ασπασμόν του Οσίου, όστις αφίνων το κουκούλιον από την χείρα του, επρόσπεσεν εις τον Αρχιερέα του Θεού και τον υπεδέχθη ευλαβώς. Τότε ο θείος Πέτρος, δοξάζων τον Θεόν, εζήτει συγχώρησιν από τον Όσιον δια τα προλαβόντα, και προσφέρων και από μέρους του Πατριάρχου μετάνοιαν εις αυτόν του ανήγγειλεν όσα του παρήγγειλεν ο Πατριάρχης. Ο δε Όσιος, ανταποκρινόμενος εις αυτόν με μεγάλην ταπεινοφροσύνην και δια λόγου και δια σχήματος και δια πράγματος, ήναψε περισσότερον την κατά Θεόν προς αυτόν αγάπην του Αρχιερέως. Όθεν και χωρίς αναβολήν καιρού τον εχειροτόνησε κατά τάξιν Διάκονον, και έπειτα Ιερέα, μολονότι ο Όσιος δια την άκραν του ταπεινοφροσύνην, παρητείτο ευλαβώς από την χειροτονίαν. Από τότε και εις το εξής ο σοφός εκείνος Αρχιερεύς είχε τον Όσιον κανόνα και τύπον αρετής και εις τον εαυτόν του και εις τους ακολούθους του, διότι εγνώρισε πραγματικώς πόσον είναι πιστότεροι οι οφθαλμοί από τα ώτα. Επειδή δε και η φήμη του Οσίου διεδόθη περισσότερον εις τον κόσμον, και διότι εκείνοι όπου εθεραπεύοντο από διαφόρους ασθενείας εκήρυττον πανταχού τας ιατρείας, και διότι ο θείος Πέτρος, και αυτός ακόμη ο οικουμενικός Πατριάρχης, ευφήμιζον λαμπρώς την αγιότητα του Οσίου και την προς Θεόν παρρησίαν του, δια τούτο δεν ήτο κανείς ασθενής, όστις να μη επεκαλείτο μετά πίστεως τον Όσιον εις βοήθειαν, και να μη ελάμβανε ταχέως την θεραπείαν, εις τρόπον ώστε έγινεν ο Όσιος φανερός τοις πάσι και ποθητός. Όθεν αναφανείς εις όλους ετοιμότατος βοηθός εις τας ασθενείας και ανάγκας των, επροξενούσεν εις αυτούς και ψυχικήν σωτηρίαν. Αλλ’ έφθασεν ο Όσιος εις γήρας βαθύ και έπρεπε και αυτός ως άνθρωπος να πληρώση το κοινόν χρέος, και να απολαύση την αντιμισθίαν των πολλών ιδρώτων και αγώνων του. Τρεις ημέρας προ της οσίας τελειώσεώς του, του αποκαλύπτει ο Θεός την μετάστασίν του· όθεν προσκαλέσας τους μαθητάς του, τους έκαμε πολλάς νουθεσίας περί της κατά Θεόν πολιτείας, φανερώσας δε εις αυτούς τον θάνατόν του, τους παρηγόρησε δια τον χωρισμόν του, υποσχόμενος ότι θα είναι πάντοτε ηνωμένος πνευματικώς με αυτούς· εκείνοι δε έκλαιον και ωδύροντο πολλά δια την στέρησιν της αγγελικής του συνομιλίας· αλλ’ επειδή έφθασεν η Τρίτη ημέρα, ασπασάμενος αυτούς, και ευχαριστών και δοξάζων τον Θεόν, ύψωσε τας χείρας του εις Θεόν και λέγων το «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου» παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη εβδόμη του Αυγούστου μηνός. Μαθών ο θείος Πέτρος τον θάνατόν του, συνέδραμεν ομού με όλους τους Κληρικούς και πλήθος πολύ του λαού, ετοιμάσαντες δε όλα τα προς ταφήν αρμόδια, έθαψαν ευλαβώς το τρισόσιον αυτού λείψανον, ολίγον εμπρός από τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου. Όσοι δε ασθενείς προσέτρεχον μετ’ ευλαβείας εις τον τάφον του Οσίου και τον επεκαλούντο μετά πίστεως εις βοήθειαν, κατακλινόμενοι επάνω εις τον τάφον του ηγείροντο εκείθεν υγιείς, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Όσιον· όθεν ωκοδόμησαν εκεί θείον Ναόν εις το όνομά του· από τότε δε έως την σήμερον, εκείνος ο θείος Ναός είναι παντοτεινός ποταμός θαυμάτων και ιαμάτων, από τα οποία θέλω διηγηθή ολίγα τινά προς πνευματικήν ευφροσύνην των φιλαρέτων. Αφού παρήλθεν ικανός καιρός, οι δε Μοναχοί οι οποίοι ησύχαζον εκεί ολίγον κατ’ ολίγον ωλιγόστευον, επειδή οι μαθηταί του Οσίου απήλθον προς Κύριον και άλλοι δεν επήγαιναν να κατοικήσουν εκεί, διότι δεν ευρίσκετο εις εκείνον τον τόπον κανέν από τα χρειώδη του σώματος, έμεινεν ο ασκητικός εκείνος τόπος έρημος από Μοναχούς. Όμως οι Χριστιανοί, όσοι εκατοικούσαν εκεί πλησίον, και μάλιστα οι Ναυπλιείς, έχοντες πόθον πνευματικόν πολύν προς τον Όσιον, δεν απέλειπον από του να προστρέχουν εκεί κάθε ημέραν, δια να δοξάζουν τον Κύριον και τον Όσιον αυτού με ύμνους και ψαλμούς και ωδάς πνευματικάς, και να επιτελούν την θείαν ιερουργίαν. Όθεν μίαν φοράν ευλαβείς Χριστιανοί από το Ναύπλιον, παραλαμβάνοντες ένα Ιερέα και όλα τα χρειώδη, εκίνησαν λίαν πρωϊ δια να υπάγουν εις τον Ναόν του Οσίου· προβαίνοντες δε εις τον Ναόν είδον ένα ιεροπρεπή γηραλέον, όστις έστεκεν εις την είσοδον της Εκκλησίας και εκράτει ράβδον εις τας χείρας του, ενόμισαν δε ότι εδιάβαζε την ακολουθίαν των Ωρών και ήθελε να ιερουργήση. Όθεν ελυπήθησαν ότι επρόλαβεν αυτός δια να ιερουργήση και εκείνοι δεν επέτυχαν τον σκοπόν των· πηγαίνοντες δε εκεί, δεν εύρον κανένα και εστοχάσθησαν, ότι ήτο θεία οπτασία, διότι ο Ναός ήτο γεμάτος από ευωδίαν άρρητον· διο και ευχαριστούντες τον Θεόν και τον Όσιον εχάρησαν πολλά· αλλ’ έως να ετοιμασθή ο Ιερεύς, έφθασαν άλλοι Χριστιανοί περισσότεροι από τους πρώτους, οι οποίοι ήθελον να ιερουργήση ο ιδικός των ιερεύς· οι δε πρότερον ελθόντες, κινούμενοι από τον ζήλον του Οσίου, μάλιστα δε θερμανθέντες από την οπτασίαν όπου είδον, ηναντιώθησαν εις αυτούς, θέλοντες να ιερουργήση ο ιδικός των ιερεύς. Διαφερόμενοι όθεν ώραν πολλήν το ένα μέρος και το άλλο, έξω εις τα προαύλια του Ναού, δύο νέοι, ο εις από την μίαν συνοδείαν και ο άλλος από την άλλην, φιλονικούντες δριμύτερα, έσυραν τα ξίφη των, και καταβιβάζοντες αυτά με μεγάλην ορμήν, δια να φονεύση ο εις τον άλλον, θεία βοηθεία και χάριτι του Οσίου, επέταξε μία περιστερά εις το μέσον των δύο ξιφών, ως να την έρριψέ τις επί τούτω και εδέχθη την πληγήν των ξιφών, έπεσε δε εις δύο κομμάτια εν τω μέσω των δύο νέων, χωρίς να βλαβούν τελείως οι νέοι· βλέποντες δε αυτοί το θαύμα και στοχαζόμενοι την επίσκεψιν όπου έκαμεν εις αυτούς ο Όσιος, έρριψαν τα φονικά όπλα κατά γης και εναγκαλισθέντες ο εις τον άλλον ησπάσθησαν μεταξύ των, δοξάσαντες τον Όσιον, όστις τους ελύτρωσε παραδόξως από τον τοιούτον κίνδυνον· ομοίως και οι λοιποί από τα δύο μέρη Ιερείς και λαϊκοί κατενύγησαν και μετά θερμών δακρύων ευχαριστούντες τον Θεόν συνεφώνησαν, και με βουλήν κοινήν, ο μεν εις Ιερεύς ελειτούργησεν εις τον Ναόν του Οσίου, ο δε άλλος εις τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου· ούτω δε με ομόνοιαν και αγάπην και κοινήν προς τον Θεόν ευχαριστίαν επέστρεψαν εις τας κατοικίας των. Το παράδοξον τούτο θαύμα έγινεν εις τους μετέπειτα ως τύπος, και εάν επήγαιναν εις το εξής δύο συνοδείαι με δύο Ιερείς, δεν εφιλονικούσαν πλέον μεταξύ των, αλλά ο εις Ιερεύς ιερουργούσεν εις τον ένα Ναόν, και ο άλλος εις τον άλλον με αγάπην και ομόνοιαν. Ευγενής τις από το Ναύπλιον, Νικόλαος ονόματι, εν μια των ημερών, περί την μεσημβρίαν, στέκων εις το μέσον της οικίας του έξαφνα έγινεν ημίξηρος, και το ήμισυ μέρος της κεφαλής του ομού με τον ένα οφθαλμόν και το ους, με τον ένα ώμον και την χείρα του, και με το ένα πλευρόν και τον πόδα του, έμειναν παντελώς αναίσθητα και ανενέργητα, παρουσιάζων θέαμα ελεεινόν. Όθεν η σύζυγός του, ο αδελφός του και οι άλλοι συγγενείς του, συλλυπούμενοι και συμπονούντες, προσεκάλεσαν τους πλέον εξαιρέτους ιατρούς και εζήτουν βοήθειαν. Όμως με όσα και αν έκαμαν οι ιατροί δεν ηδυνήθησαν να του κάμουν καμμίαν θεραπείαν. Τέλος πάντων, συμβουλευθέντες ευλαβείς και εναρέτους άνδρας, απεφάσισαν να προστρέξουν εις τον ιαματικόν Θεοδόσιον, ετοιμάσαντες δε κράββατον έβαλαν επάνω τον ασθενή και τον έφεραν εις τον Ναόν του Οσίου, ένθα τελέσαντες ολονύκτιον προσευχήν και δοξολογίαν και το πρωϊ την θείαν ιερουργίαν, επεκαλέσθησαν μετά πίστεως τον Όσιον εις βοήθειαν. Μετά δε το δειλινόν, σηκώσαντες αυτόν με τον κράββατον, τον έφεραν κοντά εις το κάστρον του Ναυπλίου και τον άφησαν εκεί, δια να αναπαυθούν ολίγον. Έπειτα, όταν εδοκίμασαν να τον σηκώσουν πάλιν, ευθύς ηγέρθη εκείνος μόνος από τον κράββατον, λέγων· «Άγιε του Θεού Θεοδόσιε, βοήθει μοι», και εστάθη εις τους πόδας του ορθός. Και αμέσως, ω θαύμα! Εγνώρισε τον εαυτόν του όλον υγιά και δεν είχε πλέον κανέν σημείον από το πάθος εκείνο, ούτω δε περιπατών με τους πόδας του εισήλθεν εις το Ναύπλιον, δοξάζων τον Θεόν και τον Όσιον και έμεινεν υγιής έως τέλους, κάμνων πολλάς οδοιπορίας δια ξηράς και δια θαλάσσης εις διαφόρους τόπους, κηρύττων εις όλους το παράδοξον θαύμα, όπου έκαμεν εις αυτόν ο μέγας Θεοδόσιος. Εις ευλαβής Ιερεύς από το Ναύπλιον, Αντώνιος καλούμενος, ησθένησε βαρέως και ήτο κλινήρης πολύν καιρόν. Εκεί δε όπου ήτο κατάκοιτος παρουσίασε φοβεράν πληγήν εις το υπογάστριον, το οποίον επρήσθη πολύ και του επροξένει πόνους σφοδρούς. Από το αθεράπευτον εκείνο πάθος συνεστάλη το ένα πόδι του και έμεινε χωλός. Απελπισθείς από ανθρωπίνην βοήθειαν, κατέφυγεν εις τον Όσιον, μη δυνηθείς δε να υπάγη με τους πόδας του, ωδηγήθη και αυτός φορτωμένος εις τον Ναόν του Οσίου. Αφού δε έγινεν η συνηθισμένη αγρυπνία και η θεία Λειτουργία, ητοιμάσθησαν οι συγγενείς του να τον φορτώσουν πάλιν επάνω εις το ζώον δια να τον επαναφέρουν εις τον οίκον του· αλλ’ ο ασθενής αισθανόμενος κάποιαν δύναμιν και θαρρών εις την χάριν του Οσίου δεν ηθέλησεν, αλλά ήρχισε κατ’ ολίγον να περιπατή, ενδυναμωθείς δε με την προς τον Όσιον πίστιν, επήγε με τους πόδας του έως κοντά εις το Ναύπλιον, όσον δε επεριπάτει, τόσον εδυνάμωνε περισσότερον, έως ότου ησθάνθη τελείαν την υγείαν του και την δύναμιν· όθεν ο προ μικρού ακίνητος επεριπάτησεν ανεμποδίστως το διάστημα των εξ μιλίων και πλέον, όση είναι η απόστασις από τον Ναόν του Οσίου έως το Ναύπλιον και μετέβη με τους πόδας του, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Και άλλος τις από το Ναύπλιον, ευσεβής και φιλόθεος, Μιχαήλ καλούμενος, εν μια των ημερών, καθήμενος εις την τράπεζαν ομού με την γυναίκα του και τα παιδιά του, εκεί όπου έτρωγον, βλέπει τον οφθαλμόν της γυναικός του όλον κατακόκκινον από μέσα, το δε άνωθεν βλέφαρον πρησμένον, και της λέγει· «Τι έπαθες»; Εκείνη του απεκρίθη· «Δεν ηξεύρω τι μου συνέβη έξαφνα και πάσχω κακώς». Ολίγον δε κατ’ ολίγον επρήσθη ο οφθαλμός και προέβαλεν έξω από την κόγχην, ως μία μεγάλη ρώγα σταφυλής ερυθρά και ημπόδιζε την όρασιν. Όθεν προσκαλέσας τους πλέον εμπείρους ιατρούς, απελπισθείς δε από αυτούς, προσέτρεξεν εις τον Ναόν του ιαματικού Θεοδοσίου, αυτός ομού με την γυναίκα του και άλλους πολλούς Ιερείς και λαϊκούς, τελέσαντες δε ολονύκτιον δέησιν και την θείαν ιερουργίαν, υπέστρεψαν εις την οικίαν των. Την δε νύκτα εκείνην, πίπτοντες εις την κλίνην των δια να κοιμηθούν, ο μεν ανήρ αυτής από την λύπην του και από τον κόπον της οδοιπορίας απεκοιμήθη ευθύς· η δε γυνή στραφείσα εκύτταξε την εικόνα του Οσίου, η οποία ήτο αντίκτυ αυτής, και τον επεκαλέσθη εξ όλης της ψυχής να την θεραπεύση. Ευθύς τότε ο ταχύς εις βοήθειαν και θαυματουργός Θεοδόσιος εφάνη εις αυτήν, ως να εξήλθεν από την εικόνα κρατών ράβδον εις την χείρα του, επλησίασε δε προς αυτήν και σπογγίζων με την άκραν του κουκουλίου του την πληγήν του οφθαλμού της, είπε· «Γύναι, συ μεν ομού με τον άνδρα σου ήλθετε ειςτον Ναόν μου, παρακαλούντες μετά πίστεως να τύχητε βοηθείας. Ιδού λοιπόν ότι ήλθον και εγώ εις τον οίκον σας, δια να σου δώσω την υγείαν». Και τούτο ειπών έγινεν άφαντος. Εκείνη δε παρευθύς ησθάνθη τον οφθαλμόν της ελεύθερον από το πάθος, βάλλουσα δε την χείρα της εις αυτόν και ευρίσκουσα αυτόν τελείως υγιά, εφώναξε τον άνδρα της· και εκείνος έξαφνα ηρώτα αυτήν τι έπαθε. Του είπεν εκείνη, ότι ο μέγας Θεοδόσιος εφάνη τώρα εις εμέ και με ιάτρευσε· πηδήσας δε εκείνος ευθύς από την κλίνην και ανάψας φως, και ιδών το θαύμα όπου έκαμεν ο Άγιος εις την γυναίκα του, έσπευσεν εις τον εφημέριον της εκκλησίας των. Διηγούμενος δε εις αυτόν το θαύμα του Οσίου, του είπε να ανοίξη την εκκλησίαν, προσκαλέσας δε τον πρωθιερέα ομού με άλλους Ιερείς και λαϊκούς, και κομίσας κηρία, έλαιον και θυμιάματα, απέδωκαν εις τον Όσιον ολονύκτιον την ευχαριστίαν. Το πρωϊ, αφ’ ου ετελείωσεν η θεία λειτουργία, επήρε τους συναχθέντας εις την οικίαν του και τους εφίλευσε πλουσιοπάροχα, έδωκε δε και ικανήν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, κηρύττων εις όλους την θαυματουργίαν του Οσίου και δοξάζων τον Θεόν. Άλλος τις, Αλβανός το γένος, πάσχων κακώς από το πάθος της δυσουρίας, επρήσθη και είχε πόνους δεινούς εις την κύστιν. Μεταχειριζόμενος δε διάφορα ιατρικά, δεν έλαβε καμμίαν ωφέλειαν, αλλ’ όσον παρήρχετο ο καιρός, τόσον σφοδροτέρους πόνους ησθάνετο. Όθεν προσέτρεξε και αυτός εις τον Ναόν του Αγίου, παραμείνας δε εκεί τρεις ημέρας και τρεις νύκτας εδέετο του Οσίου μετά θερμών δακρύων, δια να τον θεραπεύση. Κατά δε την τρίτην νύκτα εφάνη εις το όραμά του ο θαυματουργός Θεοδόσιος, και εγγίζων εις το πάθος με την ράβδον του, είπε προς αυτόν·»Έξελθε ταχέως από τον Ναόν μου, δια να ουρήσης». Εξυπνήσας έντρομος ο ασθενής εξήλθε τρέχων από τον Ναόν, και εστάθη ώραν πολλήν ουρών, ούτω δε εξεπρήσθη και οι πόνοι έπαυσαν, επήγε δε εις την κατοικίαν του υγιής, ευχαριστών τον Θεόν και τον Άγιον. Kαι έτερος, καταγόμενος από τα μέρη της Δύσεως, ησθένησεν εις τους πόδας του από πάθος ανίατον, μένων δε ακίνητος πολύν καιρόν ήλθεν εις τον Ναόν του Αγίου και επικαλεσάμενος αυτόν μετά πίστεως έλαβε ταχέως την θεραπείαν, επιστρέψας δε με τους πόδας του εις την κατοικίαν του, κατεσκεύασεν από άργυρον δύο πόδας ίσους εις το μάκρος με τους ιδικούς του και τους αφιέρωσεν εις τον Ναόν του Οσίου προς ευχαριστίαν και ενθύμησιν παντοτεινήν του θαύματος. Και άλλος ευγενής από την Βενετίαν, ερχόμενος εις το Ναύπλιον εξουσιαστής προς καιρόν, κατά την συνήθειαν, έχων γυναίκα στείραν και λυπούμενος πολλά δια την ατεκνίαν, ως ήκουσε τα πολλά και διάφορα θαύματα του Αγίου, επήγε και αυτός ομού με την γυναίκα του εις τον Ναόν του και παρεκάλεσαν τον Άγιον και οι δύο μετά πίστεως, δια να τους δώση τέκνον, υποσχόμενοι να το ονομάσουν Θεοδόσιον· εισακούσας δε την δέησίν των ο Όσιος, τους έδωκε τέκνον και το ωνόμασαν Θεοδόσιον, το οποιον πολιτευόμενον εν μέσω των λοιπών ευγενών της Βενετίας, αυτό μόνον εκαλείτο Θεοδόσιος, εις δόξαν Θεού του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού. Αλλά και εις τας ημέρας ημών (λέγει ο συγγραφεύς) ένας ευγενής από το Ναύπλιον, Γεώργιος το όνομα, από τον οίκον των Ποζικίων, ανδρείος πολλά και επιδέξιος εις τους πολέμους, δια τούτο δε φοβερός μεν εις τους εχθρούς, ηγαπημένος δε από την αριστοκρατίαν της Βενετίας και δια τας πολλάς του ανδραγαθίας τιμηθείς με το αξίωμα του στρατηγού, εις τον καιρόν όπου είχον πόλεμον οι Βενετοί με τους λοιπούς βασιλείς της Δύσεως, έλαβε μεγάλην φήμην και δόξαν δια τας θαυμαστάς και μεγάλας νίκας όπου έκαμεν. Ημέραν δε τινά, την ώραν του γεύματος, όταν έπαυσαν από τον πόλεμον και τα δύο στρατεύματα και ησύχαζον μέσα εις τας σκηνάς των, ένας στρατηγός και αυτός από το μέρος των εχθρών, Γερμανός κατά το γένος, μεγαλόσωμος και ανδρείος πολλά, γεμάτος από φθόνον και κακίαν εναντίον του Ποζίκη, οπλισθείς και ιππεύων ένα καλόν ίππον, επήγεν εις τας σκηνάς του στρατεύματος των Βενετών και εφώναζε: «Που είναι ο Γεώργιος Ποζίκης; Ας εξέλθη να πολεμήσωμεν οι δύο». Ως ήκουσε ταύτα ο Γεώργιος, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Όσιον Θεοδόσιον, εσηκώθη παρευθύς όρθιος και αφαιρών την περικεφαλαίαν εσφράγισε τον εαυτόν του με το σημείον του Τιμίου Σταυρού τρεις φοράς, ειπών εξ όλης του της ψυχής· «Μεγάλε μου Θεοδόσιε, έλα την ώραν ταύτην από το Ναύπλιον και βοήθησόν με τον δούλον σου». Έπειτα οπλισθείς και αυτός, και ιππεύων τον ίππον του, εξήλθεν εις τον πόλεμον. Όμως ο Γερμανός ησφάλισε την περικεφαλαίαν του και από το μέρος του προσώπου του, ο δε Ποζίκης δεν κατεδέχθη να την κλείση, αλλά την άφησεν ανοικτήν· καθώς λοιπόν ώρμησαν και οι δύο, ο εις εναντίον του άλλου, βλέπων ο Γερμανός το μέτωπον του Ποζίκη γυμνόν, τον εκτύπησεν εκεί με το ακόντιόν του και έσχισε μεν το δέρμα του μετώπου του και επλήγωσεν ολίγον και το κόκκαλον, αλλά δεν τον εσάλευσε παντελώς από εκεί όπου εκάθητο επάνω εις τον ίππον. Όθεν φωνάζων ο Ποζίκης «Ο Θεός του Θεοδοσίου βοήθει μοι», εκτύπησε με το δόρυ του τον Γερμανόν εις το στήθος και ευθύς τον έρριψεν οπίσω από τον ίππον του κατά γης ύπτιον, καταβαίνων δε από τον ίππον του έκοψε την κεφαλήν του, και δένων τους πόδας του εις τον ίππον του τον έδωσεν εις τον δούλον του, δια να τον σύρη κατά γης εμπρός από τας σκηνάς των δύο στρατευμάτων· αυτός δε ιππεύσας πάλιν τον ίππον του και κρατών εις την χείρα του το μέρος όπου απέμεινε από το δόρυ του, το οποίον συνετρίβη εις το στήθος του Γερμανού, και περιτριγυρίζων τας σκηνάς όπου εσύρετο ο εχθρός από τον δούλον του, έκαμε λαμπρώς τον θρίαμβον και την επίδειξιν της νίκης· έπειτα επιστρέψας εις την σκηνήν του έστειλε το μέρος εκείνο του δόρατος που απέμεινε και έκαμε μίαν λαμπάδα άσπρην, ίσην εις το μάκρος, και αγοράζων και άλλα είδη αρμόδια εις ευπρέπειαν του σεβασμίου Ναού του Οσίου Θεοδοσίου τα έστειλεν εις αυτόν μετ’ ευχαριστίας πολλής. Εις τα περίχωρα του Άργους ήτο ένας Αγαρηνός, Βοϊβόδας κατά την γλώσσαν των καλούμενος, κατά τον καιρόν δε του θέρους περιερχόμενος ομού με τους γραμματικούς του όλα τα εσπαρμένα κτήματα τα απεδεκάτιζε και τα έγραφεν. Ερχόμενος εις εν χωρίον, Ζαλέβην ονομαζόμενον, και κάμνων και εκεί το διατεταγμένον, έφθασεν η ώρα του γεύματος· επειδή όμως δεν ήτο εκεί τόπος αρμόδιος δια να φάγη και να αναπαυθή μαζί με τους ανθρώπους του, είδεν από μακράν τον Ναόν του Οσίου Θεοδοσίου και είπεν εις τους γραμματείς του (οι οποίοι ήσαν Χριστιανοί): «Ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν σας, δια να γευματίσωμεν εκεί και ν’ αναπαυθώμεν έως να παρέλθη το καύμα, και το δειλινόν εξερχόμεθα πάλιν εις το έργον μας». Μεταβάντες δε εκεί και εμβάντες εις τον Ναόν, έβαλαν τράπεζαν και εκάθησαν να φάγουν. Ο δε Αγαρηνός, βλέπων μίαν κανδήλαν ωραίαν, που ήτο κρεμασμένη εμπρός εις την εικόνα του Αγίου, επειδή του ήρεσε, λέγει εις τον δούλον του· «Πάρε το γυαλί εκείνο και πλύνε το καλά και φέρε το εις εμέ, δια να πίνω κρασί με αυτό». Εις δε από τους γραμματείς του, φιλόθεος ων και έχων μεγάλην ευλάβειαν προς τον Όσιον, Γαβράς επικαλούμενος, ζήλω θείω κινούμενος, είπε προς αυτόν· «Μη πάρης τίποτε από τα πράγματα του Οσίου, διανα μη μας εύρη κανέν κακόν». Εκείνος δε είπε· «Και τι δύναται ούτος, ένας καλόγερος αποθαμένος, να κάμη εις εμέ, όπου είμαι ζωντανός και αυθέντης»; Αλλ’ ο Γαβράς του ηναντιώνετο περισσότερον δια να μη το πάρη, ενώ ο Αγαρηνός δικαιολογούμενος, ότι έχει εξουσίαν, επέμενε να το πάρη. Ηγέρθη τότε ο Γαβράς από την τράπεζαν και του λέγει· «Εάν έχης γνώμην να το πάρης, δος εις εμέ άδειαν να υπάγω εις την οικίαν μου και τότε κάμε ό,τι θέλεις· διότι είμαι βέβαιος, ότι δεν θέλει μας αφήσει ο Άγιος να υπάγωμεν με το καλόν εις την οικίαν μας». Όθεν, καθώς είδεν ο Αγαρηνός τον Γαβράν, πως υπερασπίζει με τόσην θερμότητα το κανδήλι του Αγίου, είπεν εις τον δούλον του περιπαικτικώς· «Άφησέ το λοιπόν, δια να μη σκανδαλίσωμεν τον γραμματέα μας». Οπόταν δε ήθελαν να αναχωρήσουν εκείθεν, είπε κρυφίως εις τον δούλον του· «Πάρε το γυαλί εκείνο, χωρίς να σε ιδή τις, και φέρε το εις την οικίαν μου». Ο δε δούλος του έκαμε καθώς τον επρόσταξε. Το βράδυ, πηγαίνων ο Αγαρηνός εις την οικίαν του, εδείπνησε και έπεσε να κοιμηθή. Τότε βλέπει εκείνον τον οποίον έλεγε καλόγερον αποθαμένον, ήτοι τον Όσιον Θεοδόσιον, τον βλέπει ζωντανόν, λαμπρόν και φοβερόν, όπου εστέκετο επάνω του, και εκράτει εις την χείρα του ράβδον, με την οποίαν κατάστηθα τον εκεντούσε και του έλεγε· «Τι σου φαίνεται; Αποθαμένου πράγμα επήρες ή ζωντανού; Ιδού ότι ήλθον εγώ δια να σου δείξω ποίος είσαι συ και η δύναμίς σου, και ποίοι είναι οι δούλοι του Χριστού μου, οι οποίοι, και αφ’ ου αποθάνουν, ζουν με την χάριν του Ιησού Χριστού, και δύνανται να θανατώσουν ελεεινώς σε, όστις νομίζεις ότι ζης, όμως είσαι νεκρός κατά την ψυχήν». Ταύτα δε ειπών προς τον βάρβαρον εκείνον, του έσφιγξε τον λαιμόν, και παρευθύς επρήσθησαν οι οφθαλμοί του, εμελάνιασε το πρόσωπόν του, εκρεμάσθη η γλώσσα του έξω από τα χείλη του και εξέβαλλε φωνάς αγρίας, ως χοίρος σφαζόμενος. Ακούσαντες οι άνθρωποι της οικίας τας φωνάς, έτρεξαν ευθύς εκεί όπου εκοιμάτο, και βλέποντες ότι εκείτετο θέαμα ελεεινόν, τον ερωτούσαν τι έχει και τι έπαθε. Αλλ’ εκείνος δεν ηδύνατο να τους λαλήση άλλο τι, παρά μετά βίας εφώναζε· «Τον Γαβράν, τον Γαβράν». Τρέχοντες οι υπηρέται προσεκάλεσαν αυτόν· και πηγαίνων προς αυτόν ο Γαβράς, τον ηρώτησε τι έπαθε. Τότε εκείνος, μόλις ελθών εις τον εαυτόν του, απεκρίθη· «Το κανδήλι του καλόγερου επήρα, και ήλθε με την ράβδον του να με θανατώση, αλλά πάρε ένα αγγείον γεμάτον έλαιον, και κηρία και το γυαλί, και ύπαγε το ταχύτερον προς αυτόν, και παρεκάλεσέ τον να μη έλθη πλέον εδώ, μηδέ να οργίζεται εναντίον μου και εις το εξής θέλω βοηθεί πάντοτε τον Ναόν του». Ο δε Γαβράς του είπε: «Δεν σου είπα να μη το πάρης δια να μη μας εύρη κανέν κακόν; Πως όμως το επήρες; Ιδού τώρα ότι κινδυνεύεις». Εκείνος είπεν· «Ότι μεν κακώς εποίησα, το έμαθον από εκείνα όπου έπαθον· τώρα δε σε παρακαλώ, πάρε εκείνα όπου σου είπα και συνοδοιπόρους και πήγαινε ταχέως». Λέγει ο Γαβράς: «Πως να υπάγω τώρα όπου είναι νύκτα; Μόνον την αυγήν πηγαίνω». Ο δε Αγαρηνός εταράχθη όλος και εφώναζεν· «Αλλοίμονον εις εμέ! Ταύτην την νύκτα θα έλθη να με θανατώση, μόνον χωρίς άλλο να υπάγης· διότι εγώ ηξεύρω τι έπαθα». Όθεν εκείνος, βλέπων τον υπέρμετρον φόβον, όστις κατέλαβε τον βάρβαρον, έλαβε το έλαιον, τα κηρία και το κανδήλι, και πηγαίνων την ώραν εκείνην τα έβαλεν εις τον Ναόν του Οσίου· ούτω δε ελυτρώθη ο ασεβής και από τον φόβον και από τον κίνδυνον, από τότε δε έβλεπεν από μακράν τον σεβάσμιον εκείνον Ναόν και κάμνων εις αυτόν σχήμα προσκυνήσεως έφευγεν. Ήθελον να τελειώσω τον λόγον μου έως εδώ δια το μήκος, αλλά το χρέος όπου έχω προς τον Άγιον (λέγει ο ιερός Μαλαξός ο συγγραφεύς της παρούσης Βιογραφίας) με αναγκάζει να διηγηθώ προς τούτοις και τα θαύματα όπου έκαμεν ο θαυματουργός Θεοδόσιος εις εμέ και εις τους συν εμοί. Τέκνον είχα αρσενικόν, Ανδρόνικον ονόματι, το οποίον ησθένησε βαρέως από πάθος του λαιμού, τόσον δε πολλά επρήσθη ο λάρυγξ αυτού, ώστε ολίγον έλειψε να του εμποδίση την αναπνοήν· επειδή δε καμμία θεραπεία δεν ευρέθη δι’ αυτό, η μήτηρ αυτού προσέτρεξε μετά θερμής πίστεως εις την βοήθειαν του Οσίου, λαβούσα δε με ευλάβειαν την εικόνα του, την οποίαν είχομεν εις την κατοικίαν μας, την έβαλεν εις το προσκεφάλαιον του παιδίου, παρακαλούσα δε αυτόν μετά δακρύων, αφιέρωσε το τέκνον της εις την επίσκεψίν του, και μετ’ ολίγην ώραν εξύπνησε το παιδίον και εκάλει την μητέρα του, ακούσασα δε εκείνη την φωνήν του, το ηρώτησε τι έχει. Και ελείνο κλαυθμηρίζον απεκρίθη· «Ήλθεν εις εμέ ένας ιεροπρεπής Μοναχός και με εκτύπησε με το ραβδί του εις τον λαιμόν, και έσχισε το πάθος και με εγέμισεν από πύον». Παρευθύς τότε ανάψαντες φώτα, ω του θαύματος! Ευρέθη το πάθος σχισμένον, ως με ξυράφιον, και τα ενδύματα του παιδίου πλήρη από πύον ανακατωμένον με αίμα, το δε παιδίον, το οποίον ήτο πρωτύτερα άφωνον, ελάλει ανεμποδίστως και υγιώς· και ούτω με την χάριν του Οσίου ηλευθερώθη από την θανατηφόρον εκείνην ασθένειαν. Μίαν φοράν, χρείας τυχούσης, εμβήκα εις ένα πλοίον (λέγει ο αυτός συγγραφεύς) δια να υπάγω εις την Βενετίαν, ενώ δε εταξίδευον εις την θάλασσαν, έγινε μία μεγάλη τρικυμία, όσον δε παρήρχετο η ώρα, τόσον επερίσσευεν, ώστε απηλπίσθημεν όλοι από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν. Όθεν κλαίοντες και οδυρόμενοι επεκαλούμεθα εις βοήθειαν τον Θεόν, την Υπεραγίαν Θεοτόκον και όλους τους Αγίους. Εγώ δε πηγαίνων εις τον τόπον όπου εκοιμώμην, ανέγνωσα κατά μόνας τον Παρακλητικόν κανόνα της Παναγίας. Επικαλούμενος δε τους Αγίους ένα προς ένα, ενεθυμήθην τα άπειρα θαύματα του Οσίου Θεοδοσίου και τον παρεκάλουν μετά θερμής πίστεως και συντετριμμένης καρδίας να προφθάση εις βοήθειάν μας, και να δείξη και εις ημάς το θαύμα του· ούτω δε παρακαλών απεκοιμήθην, και είδον εις το όραμά μου ότι ευρέθην μέσα εις ένα Ναόν ωραιότατον ομού με άλλους πολλούς Ιερείς, και εκάμναμεν δέησιν εις τον Θεόν μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως. Εκεί είδον ένα παιδίον ομού με την μητέρα του, και επωλούσαν έλαιον δια τα κανδήλια του Ναού. Ελθών δε το παιδίον εις εμέ, μου έδωκεν ένα αγγείον με έλαιον, και μου είπε· «Βάλε το λάδι τούτο εις το κανδήλι του Οσίου Θεοδοσίου, και η πρεσβεία του θέλει βοηθήσει και σε και τους συντρόφους σου, δια μέσου δε αυτής θέλει παύσει η τρικυμία της θαλάσσης». Εγώ δε εξυπνήσας αίφνης είδον, ω του θαύματος! Ότι η μεγάλη εκείνη τρικυμία της θαλάσσης μετετράπη παρευθύς εις άκραν γαλήνην και δοξάζων τον Θεόν ηυχαρίστουν τον Όσιον, όστις μας ελύτρωσε παραδόξως από τον θανατηφόρον εκείνον κίνδυνον. Και άλλοτε πάλιν η οξυτάτη αντίληψις του Αγίου ελύτρωσεν ανελπίστως τον πρωτότοκον υιόν μου Σταυράκιον από άδικον θάνατον. Ταύτα και άλλα αναρίθμητα παράδοξα θαύματα ενήργει και ενεργεί, θεία χάριτι, ο θαυμαστός ούτος και μέγας Θεοδόσιος, δια τα οποία επωνομάσθη πρεπόντως από όλους τους πιστούς ιαματικός και θαυματουργός, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός των όλων Θεού· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επήγε λοιπόν εις ένα ενάρετον πνευματικόν γέροντα και δοκιμασθείς υπ’ αυτού έλαβε το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, δοθείς όλως διόλου εις τους ασκητικούς αγώνας, τόσον δε επρόκοψεν εις την κατά Χριστόν πολιτείαν, ώστε εις ολίγον καιρόν ήναψεν ο θείος πόθος εις την καρδίαν του και επόθησε να ησυχάση κατά μόνας, δια να συνομιλή μόνος με μόνον τον Θεόν, δια μέσου της νοεράς προσευχής. Όθεν και περιερχόμενος από τόπου εις τόπον και ζητών μέρος ήσυχον, ήλθεν εις Πελοπόννησον· ευρών δε εις τα όρια της επαρχίας του Άργους τόπον ερημικόν και αρμόδιον εις ησυχίαν, έμεινεν εκεί. Παρευθύς ο καλός εκείνος εργάτης επρόσθεσε κόπους επάνω εις τους κόπους και αγώνας επάνω εις τους αγώνας, πολιτευόμενος ζωήν άϋλον σχεδόν και ασώματον· διότι μετεχειρίζετο την περιεκτικήν εγκράτειαν, την εκτεταμένην νηστείαν, τας ολονυκτίους αγρυπνίας, γονυκλισίας, χαμαικοιτίας, το ανένδοτον εις τας προσευχάς, εις τας οποίας εστέκετο ως στύλος ακλόνητος, το πένθος το παντοτεινόν, την υπέρ άνθρωπον ακτημοσύνην, την υψοποιόν ταπείνωσιν, την πραότητα, την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, την πίστιν την ακλινή, την κραταιάν ελπίδα, την κορωνίδα των αρετών αγάπην, και συντόμως ειπείν όλας τας αρετάς· ήτο δε ξένος του κόσμου τούτου και των εν τω κόσμω, και όλως ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος. Δια τούτο και ηξιώθη να ίδη και θείαν οπτασίαν. Μίαν νύκτα εφάνη εις αυτόν ο θείος Πρόδρομος, και ασπασάμενος αυτόν τον παρεθάρρυνεν εις τους πνευματικούς αγώνας, ειπών εις αυτόν να οικοδομήση Εκκλησίαν εις το όνομά του, υποσχόμενος, ότι θέλει είναι βοηθός του και παντοτεινός συνοδοιπόρος εις όλην του την ζωήν. Ο δε Όσιος, αισθανόμενος τον εαυτόν του όλον πλήρη από πνευματικήν αγαλλίασιν, εδόξασεν εξ όλης ψυχής του τον Θεόν και ηυχαρίστησε τον Τίμιον Πρόδρομον, έλαβε δε θάρρος μεγάλον εις τον προκείμενον εις αυτόν αγώνα της ασκήσεως. Ήρχισε λοιπόν το έργον και θεία βοηθεία ωκοδόμησεν ιερόν Ναόν επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος σώζεται έως την σήμερον, χάριτι θεία, εις εκείνον τον τόπον, αποπνέων πνευματικήν ευωδίαν και γινόμενος αίτιος κατανύξεως εις εκείνους, όσοι πηγαίνουν εις αυτόν μετά πίστεως. Συσταίνων δε το ασκητικόν γυμνάσιον, έκαμνε τον πόλεμον, όχι προς αίμα και σάρκα, ήτοι προς ομοιοπαθείς ανθρώπους, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, προς τους πονηρούς δηλαδή δαίμονας· όθεν αν και εγώ δεν πλατύνω τον λόγον δια συντομίαν, όμως είναι εύκολον εις κάθε ένα να καταλάβη τι είδους αγώνας και πολέμους είχεν ο γενναιόφρων Θεοδόσιος, με τοιούτους φοβερούς και κακομηχάνους εχθρούς, και με πόσην κακουχίαν και σκληραγωγίαν εβασάνιζε τον εαυτόν του εις όλην του την ζωήν, δια να υποτάξη το χείρον τω κρείττονι, ήτοι το σώμα εις την ψυχήν, και να δουλώση την σάρκα τω πνεύματι· κατ’ αλήθειαν δε, δεν απέτυχε του σκοπού, αλλά θεία χάριτι και τους δαίμονας ενίκησε, και το σώμα υπέταξε· και γενόμενος όλως πνευματικός, όλως ένθεος, ηξιώθη να λάβη πλουσίως από τον μεγαλόδωρον Θεόν και αρραβώνα των μελλόντων αγαθών, την χάριν των θαυμάτων και ιαμάτων, από τα οποία έλαβε και την επωνυμίαν, και ωνομάζετο θαυματουργός και ιαματικός, διότι η ενάρετος πολιτεία του ηκούσθη εις όλα τα μέρη, και η φήμη των θαυμάτων του διεδόθη πανταχού, επειδή ο Θεός ηθέλησε να φανερώση εις όλους τον δούλον του, και να τον δοξάση, καθώς λέγει ο ίδιος· «ζω εγώ, τους εμέ δοξάζοντας δοξάσω». Όσον δε ο Άγιος απέφευγε τον κόσμον και την δόξαν, τόσον περισσότερον ο Θεός τον εδείκνυε θαυμαστόν και σεβάσμιον· διότι από όλα τα μέρη προσέτρεχον εις αυτόν όσοι εβασανίζοντο από διαφόρους ασθενείας, λαμβάνοντες ταχέως την ιατρείαν. Και άλλοι μεν από εκείνους που ιατρεύοντο, ακούοντες από τον Όσιον και πνευματικήν νουθεσίαν, η οποία ιατρεύει τας ασθενείας της ψυχής, ήτοι τας αμαρτίας (από αυτάς συμβαίνουν τας περισσοτέρας φοράς και αι ασθένειαι του σώματος), επεμελούντο δια να θεραπεύσουν και τας ασθενείας της ψυχής των, λαμβάνοντες διπλήν την ιατρείαν και της ψυχής και του σώματος, και ηυχαρίστουν μεγάλως τον Θεόν· επιστρέφοντες δε εις τους οίκους των, εκήρυττον λαμπρώς την θείαν χάριν και την παρρησίαν όπου είχεν ο Άγιος εις τον Θεόν. Άλλοι δε πάλιν από εκείνους, παρακινούμενοι από τας νουθεσίας του Αγίου, ομού με την σωματικήν ασθένειαν, απέβαλλον και την ηδυπάθειαν της σαρκός, και αρνούμενοι τον κόσμον και τα εν κόσμω εγίνοντο Μοναχοί, μεταχειριζόμενοι δε την πολιτείαν του Οσίου ως πρωτότυπον, περιεπάτουν προθύμως την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, υπακούοντες εις τας ψυχωφελείς νουθεσίας του, και μιμούμενοι τας ενθέους αρετάς του· τοιουτοτρόπως, δια μέσου της οδηγίας του Αγίου, συνεστήθη εκεί, με την χάριν του Χριστού, μάνδρα λογικών προβάτων. Αλλ’ ο αρχέκακος και φθονερός διάβολος, ο εχθρός της σωτηρίας ημών, δεν υπέφερε να βλέπη ταύτα. Μεταχειριζόμενος όθεν όργανα της κακίας του υποκριτάς τινας, οι οποίοι εφαίνοντο κατά το σχήμα, ότι είναι ευλαβείς και καλόγνωνοι, κατά την πράξιν όμως φθονεροί και κακότροποι, τους κατέπεισε και μετέβησαν εις τον τότε Αρχιερέα του Άργους (ο οποίος ήτο ο αγιώτατος Πέτρος ο σημειοφόρος, ο εορταζόμενος τη Τρίτη ημέρα του Μαϊου μηνός) και εσυκοφάντησαν τον Όσιον Θεοδόσιον, ότι είναι μάγος και πλάνος και με τας μαγείας του απατά τους ανθρώπους, οίτινες τον έχουν εις ευλάβειαν και γίνεται εις πολλούς αίτιος απωλείας. Ακούσας ο Αρχιερεύς ταύτα και άλλα παρόμοια κατά του Οσίου, και συναρπασθείς από τα απατηλά των φθονερών εκείνων λόγια, απεφάσισε να τον διώξη από την επαρχίαν του· αλλ’ εις τον ίδιον καιρόν έλαβε γράμματα πατριαρχικά από την Κωνσταντινούπολιν, όπου τον προσεκάλουν να υπάγη το ταχύτερον, διότι είχον να κάμουν Σύνοδον δια μίαν εκκλησιαστικήν υπόθεσιν αναγκαίαν, ούτω δε ημποδίσθη τότε η εξορία του Οσίου κατά θείαν οικονομίαν, επειδή ο θείος Πέτρος εκίνησε παρευθύς δια την Κωνσταντινούπολιν· είχεν όμως απόφασιν, ευθύς ως επιστρέψη εις την επαρχίαν του, να εξορίση τον Όσιον. Ο Θεός όμως, καθώς τότε τον ημπόδισε δια μέσου των πατριαρχικών γραμμάτων, τοιουτοτρόπως και ύστερον δια μέσου θείας οπτασίας όχι μόνον ημπόδισε τον θείον Πέτρον από την εξορίαν του Οσίου, αλλά και ωκονόμησε να φανερωθή καλλίτερα η αρετή του δούλου του Θεοδοσίου και η προς αυτόν παρρησία του, και να δοξασθή περισσότερον. Διότι πηγαίνων ο μακάριος Πέτρος εις την Κωνσταντινούπολιν, και θεωρών ομού με τον Πατριάρχην και την Ιεράν Σύνοδον την εκκλησιαστικήν εκείνην υπόθεσιν, όταν ητοιμάζετο να επιστρέψη εις την επαρχίαν του, εφάνη εις το όραμά του ο Όσιος Θεοδόσιος και του είπε· «Διατί, Δέσποτα, εκινήθης αδίκως εναντίον μου, και θέλεις να με εξορίσης από την επαρχίαν σου, χωρίς να κάμω κανέν κακόν, ούτε εις την αρχιερωσύνην σου, ούτε εις άλλον τινά; Ήξευρε όμως, ότι, εάν με εξορίσης από την επαρχίαν σου, δεν θέλεις κάμει κανένα κακόν εις εμέ, αλλά η αρχιερωσύνη σου θέλεις περιπέσει εις έγκλημα αμαρτίας, εις δε τους αιτίους της τοιαύτης επιβουλής θέλεις προξενήσει απώλειαν, αλλά και εις εκείνους όπου σώζονται, με την χάριν του Θεού, βλάβην μεγάλην. Όθεν παύσον από το τοιούτον παράνομον επιχείρημα· διότι οι δεινοί εκείνοι συκοφάνται, φθόνω κινούμενοι, είπον κατ’ εμού την ψευδή εκείνην κατηγορίαν· συ όμως μη κινηθής έτσι αδίκως εναντίον μου· διότι και εγώ δούλος είμαι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αυτόν μόνον λατρεύω, εις αυτόν δε έχω παιδιόθεν όλην την ελπίδα της σωτηρίας μου. Και ει μεν παύσης εις το εξής από ταύτην την άτοπον ορμήν, καλώς έχει· ει δε και δεν παύσης, ο Κύριός μου θέλει κάμει εις σε την εκδίκησιν». Ο δε Αρχιερεύς, ακούσας ταύτα, τον ηρώτησε· «Τις είσαι συ όπου διαφέρεσαι τοιουτοτρόπως με εμέ»; Και εκείνος του είπεν· «Εγώ είμαι ο δούλος του Χριστού Θεοδόσιος, όστις παροικώ εντός των ορίων της επαρχίας σου». Εξυπνήσας ο μακάριος Πέτρος έντρομος, και διαλογιζόμενος εκείνα τα οποία είδεν εις το όραμά του, μετενόησε δια την απόφασιν, την οποίαν έλαβε, να εξορίση τον Όσιον. Ενώ δε διελογίζετο ταύτα, ήλθεν εις αυτόν εις υπηρέτης του Πατριάρχου, και τον προσεκάλεσε να υπάγη εις αυτόν· διότι την ιδίαν ώραν όπου έβλεπεν ο θείος Πέτρος εις το όραμά του ταύτα, εφάνη ο Όσιος Θεοδόσιος και εις το όραμα του Πατριάρχου, και του εφανέρωσεν όλην την υπόθεσιν, ειπών εις αυτόν να παραγγείλη να μη κινήται αδίκως εναντίον του ο Μητροπολίτης, δια να μη παροργίση τον Θεόν και γίνη αίτιος βλάβης εις πολλούς Χριστιανούς. Ερωτήσας δε αυτόν ο Πατριάρχης, ποίος είναι, του είπεν, ότι είναι ο δούλος του Χριστού Θεοδόσιος, όστις ευρίσκεται εις τα όρια της επαρχίας του Άργους. Έξυπνος γενόμενος ο Πατριάρχης προσεκάλεσεν ευθύς τον Πέτρον· ο οποίος πηγαίνων εις τον Πατριάρχην, και ερωτηθείς από αυτόν, εάν ευρίσκεται εις την επαρχίαν του τις, Θεοδόσιος καλούμενος, και εάν έδειξεν εις αυτόν κανέν λυπηρόν, του απεκρίθη· «Ναι, αγιώτατε Δέσποτα, εις την επαρχίαν μου είναι ο δούλος του Θεού Θεοδόσιος». Του διηγήθη τότε λεπτομερώς όλην την υπόθεσιν, λέγων εις αυτόν ακόμη και εκείνα όπου είδε προ ολίγου εις το όραμά του· τότε και ο Πατριάρχης εφανέρωσεν εις τον Πέτρον εκείνα όπου είδε και εκείνος εις το όραμά του· ούτω δε επληροφορήθησαν και οι δύο, ότι είναι Άγιος ο Θεοδόσιος, και ότι έχει μεγάλην παρρησίαν προς τον Θεόν. Όθεν εδόξασαν τον Θεόν τον αξίως δοξάζοντα τους αυτόν δοξάζοντας· έπειτα παρήγγειλε ο Πατριάρχης εις τον θείον Πέτρον, ότι, όταν υπάγη εις την επαρχίαν του, να προσφέρη εκ μέρους του ευλαβώς μετάνοιαν εις τον Άγιον, και να του είπη να πρεσβεύη υπέρ αυτού προς Κύριον. Πάλιν δε την ημέραν όπου επρόκειτο να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν ο μακάριος Πέτρος, του παρήγγειλεν εκ δευτέρου ο Πατριάρχης τα ίδια. Όθεν πηγαίνων ο θείος Πέτρος εις την Πελοπόννησον, δεν ηθέλησε να υπάγη εις άλλο μέρος, προ του να υπάγη εις τον Όσιον Θεοδόσιον, και δια να πληρώση την παραγγελίαν του Πατριάρχου,και δια να ζητήση συγχώρησιν από τον Άγιον δια την εξορίαν, την οποίαν εμελέτησε να του επιβάλη εξ απάτης. Ο δε Όσιος προεγνώρισε τον ερχομόν του Αρχιερέως (διότι ηξιώθη να λάβη εκ Θεού προς τοις άλλοις και προορατικόν χάρισμα) και θέτων ανημμένους άνθρακας εις το κουκούλιόν του, και λαμβάνων θυμίαμα εις την χείρα του, εξήλθεν εις προϋπάντησιν του Αρχιερέως, πλησιάσας δε αυτόν, έθεσε το θυμίαμα επάνω εις τους άνθρακας, και εξήλθεν ευωδία άρρητος, το δε κουκούλιον, ω του θαύματος! Δεν εκάη παντελώς, αλλά με αυτό εθυμίαζε τον Αρχιερέα, ο οποίος βλέπων το παράδοξον του θαύματος, και θαυμάσας, ηννόησεν ότι είναι ο Όσιος, καταβαίνων δε ευθύς από τον ίππον έδραμεν εις ασπασμόν του Οσίου, όστις αφίνων το κουκούλιον από την χείρα του, επρόσπεσεν εις τον Αρχιερέα του Θεού και τον υπεδέχθη ευλαβώς. Τότε ο θείος Πέτρος, δοξάζων τον Θεόν, εζήτει συγχώρησιν από τον Όσιον δια τα προλαβόντα, και προσφέρων και από μέρους του Πατριάρχου μετάνοιαν εις αυτόν του ανήγγειλεν όσα του παρήγγειλεν ο Πατριάρχης. Ο δε Όσιος, ανταποκρινόμενος εις αυτόν με μεγάλην ταπεινοφροσύνην και δια λόγου και δια σχήματος και δια πράγματος, ήναψε περισσότερον την κατά Θεόν προς αυτόν αγάπην του Αρχιερέως. Όθεν και χωρίς αναβολήν καιρού τον εχειροτόνησε κατά τάξιν Διάκονον, και έπειτα Ιερέα, μολονότι ο Όσιος δια την άκραν του ταπεινοφροσύνην, παρητείτο ευλαβώς από την χειροτονίαν. Από τότε και εις το εξής ο σοφός εκείνος Αρχιερεύς είχε τον Όσιον κανόνα και τύπον αρετής και εις τον εαυτόν του και εις τους ακολούθους του, διότι εγνώρισε πραγματικώς πόσον είναι πιστότεροι οι οφθαλμοί από τα ώτα. Επειδή δε και η φήμη του Οσίου διεδόθη περισσότερον εις τον κόσμον, και διότι εκείνοι όπου εθεραπεύοντο από διαφόρους ασθενείας εκήρυττον πανταχού τας ιατρείας, και διότι ο θείος Πέτρος, και αυτός ακόμη ο οικουμενικός Πατριάρχης, ευφήμιζον λαμπρώς την αγιότητα του Οσίου και την προς Θεόν παρρησίαν του, δια τούτο δεν ήτο κανείς ασθενής, όστις να μη επεκαλείτο μετά πίστεως τον Όσιον εις βοήθειαν, και να μη ελάμβανε ταχέως την θεραπείαν, εις τρόπον ώστε έγινεν ο Όσιος φανερός τοις πάσι και ποθητός. Όθεν αναφανείς εις όλους ετοιμότατος βοηθός εις τας ασθενείας και ανάγκας των, επροξενούσεν εις αυτούς και ψυχικήν σωτηρίαν. Αλλ’ έφθασεν ο Όσιος εις γήρας βαθύ και έπρεπε και αυτός ως άνθρωπος να πληρώση το κοινόν χρέος, και να απολαύση την αντιμισθίαν των πολλών ιδρώτων και αγώνων του. Τρεις ημέρας προ της οσίας τελειώσεώς του, του αποκαλύπτει ο Θεός την μετάστασίν του· όθεν προσκαλέσας τους μαθητάς του, τους έκαμε πολλάς νουθεσίας περί της κατά Θεόν πολιτείας, φανερώσας δε εις αυτούς τον θάνατόν του, τους παρηγόρησε δια τον χωρισμόν του, υποσχόμενος ότι θα είναι πάντοτε ηνωμένος πνευματικώς με αυτούς· εκείνοι δε έκλαιον και ωδύροντο πολλά δια την στέρησιν της αγγελικής του συνομιλίας· αλλ’ επειδή έφθασεν η Τρίτη ημέρα, ασπασάμενος αυτούς, και ευχαριστών και δοξάζων τον Θεόν, ύψωσε τας χείρας του εις Θεόν και λέγων το «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου» παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη εβδόμη του Αυγούστου μηνός. Μαθών ο θείος Πέτρος τον θάνατόν του, συνέδραμεν ομού με όλους τους Κληρικούς και πλήθος πολύ του λαού, ετοιμάσαντες δε όλα τα προς ταφήν αρμόδια, έθαψαν ευλαβώς το τρισόσιον αυτού λείψανον, ολίγον εμπρός από τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου. Όσοι δε ασθενείς προσέτρεχον μετ’ ευλαβείας εις τον τάφον του Οσίου και τον επεκαλούντο μετά πίστεως εις βοήθειαν, κατακλινόμενοι επάνω εις τον τάφον του ηγείροντο εκείθεν υγιείς, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Όσιον· όθεν ωκοδόμησαν εκεί θείον Ναόν εις το όνομά του· από τότε δε έως την σήμερον, εκείνος ο θείος Ναός είναι παντοτεινός ποταμός θαυμάτων και ιαμάτων, από τα οποία θέλω διηγηθή ολίγα τινά προς πνευματικήν ευφροσύνην των φιλαρέτων. Αφού παρήλθεν ικανός καιρός, οι δε Μοναχοί οι οποίοι ησύχαζον εκεί ολίγον κατ’ ολίγον ωλιγόστευον, επειδή οι μαθηταί του Οσίου απήλθον προς Κύριον και άλλοι δεν επήγαιναν να κατοικήσουν εκεί, διότι δεν ευρίσκετο εις εκείνον τον τόπον κανέν από τα χρειώδη του σώματος, έμεινεν ο ασκητικός εκείνος τόπος έρημος από Μοναχούς. Όμως οι Χριστιανοί, όσοι εκατοικούσαν εκεί πλησίον, και μάλιστα οι Ναυπλιείς, έχοντες πόθον πνευματικόν πολύν προς τον Όσιον, δεν απέλειπον από του να προστρέχουν εκεί κάθε ημέραν, δια να δοξάζουν τον Κύριον και τον Όσιον αυτού με ύμνους και ψαλμούς και ωδάς πνευματικάς, και να επιτελούν την θείαν ιερουργίαν. Όθεν μίαν φοράν ευλαβείς Χριστιανοί από το Ναύπλιον, παραλαμβάνοντες ένα Ιερέα και όλα τα χρειώδη, εκίνησαν λίαν πρωϊ δια να υπάγουν εις τον Ναόν του Οσίου· προβαίνοντες δε εις τον Ναόν είδον ένα ιεροπρεπή γηραλέον, όστις έστεκεν εις την είσοδον της Εκκλησίας και εκράτει ράβδον εις τας χείρας του, ενόμισαν δε ότι εδιάβαζε την ακολουθίαν των Ωρών και ήθελε να ιερουργήση. Όθεν ελυπήθησαν ότι επρόλαβεν αυτός δια να ιερουργήση και εκείνοι δεν επέτυχαν τον σκοπόν των· πηγαίνοντες δε εκεί, δεν εύρον κανένα και εστοχάσθησαν, ότι ήτο θεία οπτασία, διότι ο Ναός ήτο γεμάτος από ευωδίαν άρρητον· διο και ευχαριστούντες τον Θεόν και τον Όσιον εχάρησαν πολλά· αλλ’ έως να ετοιμασθή ο Ιερεύς, έφθασαν άλλοι Χριστιανοί περισσότεροι από τους πρώτους, οι οποίοι ήθελον να ιερουργήση ο ιδικός των ιερεύς· οι δε πρότερον ελθόντες, κινούμενοι από τον ζήλον του Οσίου, μάλιστα δε θερμανθέντες από την οπτασίαν όπου είδον, ηναντιώθησαν εις αυτούς, θέλοντες να ιερουργήση ο ιδικός των ιερεύς. Διαφερόμενοι όθεν ώραν πολλήν το ένα μέρος και το άλλο, έξω εις τα προαύλια του Ναού, δύο νέοι, ο εις από την μίαν συνοδείαν και ο άλλος από την άλλην, φιλονικούντες δριμύτερα, έσυραν τα ξίφη των, και καταβιβάζοντες αυτά με μεγάλην ορμήν, δια να φονεύση ο εις τον άλλον, θεία βοηθεία και χάριτι του Οσίου, επέταξε μία περιστερά εις το μέσον των δύο ξιφών, ως να την έρριψέ τις επί τούτω και εδέχθη την πληγήν των ξιφών, έπεσε δε εις δύο κομμάτια εν τω μέσω των δύο νέων, χωρίς να βλαβούν τελείως οι νέοι· βλέποντες δε αυτοί το θαύμα και στοχαζόμενοι την επίσκεψιν όπου έκαμεν εις αυτούς ο Όσιος, έρριψαν τα φονικά όπλα κατά γης και εναγκαλισθέντες ο εις τον άλλον ησπάσθησαν μεταξύ των, δοξάσαντες τον Όσιον, όστις τους ελύτρωσε παραδόξως από τον τοιούτον κίνδυνον· ομοίως και οι λοιποί από τα δύο μέρη Ιερείς και λαϊκοί κατενύγησαν και μετά θερμών δακρύων ευχαριστούντες τον Θεόν συνεφώνησαν, και με βουλήν κοινήν, ο μεν εις Ιερεύς ελειτούργησεν εις τον Ναόν του Οσίου, ο δε άλλος εις τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου· ούτω δε με ομόνοιαν και αγάπην και κοινήν προς τον Θεόν ευχαριστίαν επέστρεψαν εις τας κατοικίας των. Το παράδοξον τούτο θαύμα έγινεν εις τους μετέπειτα ως τύπος, και εάν επήγαιναν εις το εξής δύο συνοδείαι με δύο Ιερείς, δεν εφιλονικούσαν πλέον μεταξύ των, αλλά ο εις Ιερεύς ιερουργούσεν εις τον ένα Ναόν, και ο άλλος εις τον άλλον με αγάπην και ομόνοιαν. Ευγενής τις από το Ναύπλιον, Νικόλαος ονόματι, εν μια των ημερών, περί την μεσημβρίαν, στέκων εις το μέσον της οικίας του έξαφνα έγινεν ημίξηρος, και το ήμισυ μέρος της κεφαλής του ομού με τον ένα οφθαλμόν και το ους, με τον ένα ώμον και την χείρα του, και με το ένα πλευρόν και τον πόδα του, έμειναν παντελώς αναίσθητα και ανενέργητα, παρουσιάζων θέαμα ελεεινόν. Όθεν η σύζυγός του, ο αδελφός του και οι άλλοι συγγενείς του, συλλυπούμενοι και συμπονούντες, προσεκάλεσαν τους πλέον εξαιρέτους ιατρούς και εζήτουν βοήθειαν. Όμως με όσα και αν έκαμαν οι ιατροί δεν ηδυνήθησαν να του κάμουν καμμίαν θεραπείαν. Τέλος πάντων, συμβουλευθέντες ευλαβείς και εναρέτους άνδρας, απεφάσισαν να προστρέξουν εις τον ιαματικόν Θεοδόσιον, ετοιμάσαντες δε κράββατον έβαλαν επάνω τον ασθενή και τον έφεραν εις τον Ναόν του Οσίου, ένθα τελέσαντες ολονύκτιον προσευχήν και δοξολογίαν και το πρωϊ την θείαν ιερουργίαν, επεκαλέσθησαν μετά πίστεως τον Όσιον εις βοήθειαν. Μετά δε το δειλινόν, σηκώσαντες αυτόν με τον κράββατον, τον έφεραν κοντά εις το κάστρον του Ναυπλίου και τον άφησαν εκεί, δια να αναπαυθούν ολίγον. Έπειτα, όταν εδοκίμασαν να τον σηκώσουν πάλιν, ευθύς ηγέρθη εκείνος μόνος από τον κράββατον, λέγων· «Άγιε του Θεού Θεοδόσιε, βοήθει μοι», και εστάθη εις τους πόδας του ορθός. Και αμέσως, ω θαύμα! Εγνώρισε τον εαυτόν του όλον υγιά και δεν είχε πλέον κανέν σημείον από το πάθος εκείνο, ούτω δε περιπατών με τους πόδας του εισήλθεν εις το Ναύπλιον, δοξάζων τον Θεόν και τον Όσιον και έμεινεν υγιής έως τέλους, κάμνων πολλάς οδοιπορίας δια ξηράς και δια θαλάσσης εις διαφόρους τόπους, κηρύττων εις όλους το παράδοξον θαύμα, όπου έκαμεν εις αυτόν ο μέγας Θεοδόσιος. Εις ευλαβής Ιερεύς από το Ναύπλιον, Αντώνιος καλούμενος, ησθένησε βαρέως και ήτο κλινήρης πολύν καιρόν. Εκεί δε όπου ήτο κατάκοιτος παρουσίασε φοβεράν πληγήν εις το υπογάστριον, το οποίον επρήσθη πολύ και του επροξένει πόνους σφοδρούς. Από το αθεράπευτον εκείνο πάθος συνεστάλη το ένα πόδι του και έμεινε χωλός. Απελπισθείς από ανθρωπίνην βοήθειαν, κατέφυγεν εις τον Όσιον, μη δυνηθείς δε να υπάγη με τους πόδας του, ωδηγήθη και αυτός φορτωμένος εις τον Ναόν του Οσίου. Αφού δε έγινεν η συνηθισμένη αγρυπνία και η θεία Λειτουργία, ητοιμάσθησαν οι συγγενείς του να τον φορτώσουν πάλιν επάνω εις το ζώον δια να τον επαναφέρουν εις τον οίκον του· αλλ’ ο ασθενής αισθανόμενος κάποιαν δύναμιν και θαρρών εις την χάριν του Οσίου δεν ηθέλησεν, αλλά ήρχισε κατ’ ολίγον να περιπατή, ενδυναμωθείς δε με την προς τον Όσιον πίστιν, επήγε με τους πόδας του έως κοντά εις το Ναύπλιον, όσον δε επεριπάτει, τόσον εδυνάμωνε περισσότερον, έως ότου ησθάνθη τελείαν την υγείαν του και την δύναμιν· όθεν ο προ μικρού ακίνητος επεριπάτησεν ανεμποδίστως το διάστημα των εξ μιλίων και πλέον, όση είναι η απόστασις από τον Ναόν του Οσίου έως το Ναύπλιον και μετέβη με τους πόδας του, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Και άλλος τις από το Ναύπλιον, ευσεβής και φιλόθεος, Μιχαήλ καλούμενος, εν μια των ημερών, καθήμενος εις την τράπεζαν ομού με την γυναίκα του και τα παιδιά του, εκεί όπου έτρωγον, βλέπει τον οφθαλμόν της γυναικός του όλον κατακόκκινον από μέσα, το δε άνωθεν βλέφαρον πρησμένον, και της λέγει· «Τι έπαθες»; Εκείνη του απεκρίθη· «Δεν ηξεύρω τι μου συνέβη έξαφνα και πάσχω κακώς». Ολίγον δε κατ’ ολίγον επρήσθη ο οφθαλμός και προέβαλεν έξω από την κόγχην, ως μία μεγάλη ρώγα σταφυλής ερυθρά και ημπόδιζε την όρασιν. Όθεν προσκαλέσας τους πλέον εμπείρους ιατρούς, απελπισθείς δε από αυτούς, προσέτρεξεν εις τον Ναόν του ιαματικού Θεοδοσίου, αυτός ομού με την γυναίκα του και άλλους πολλούς Ιερείς και λαϊκούς, τελέσαντες δε ολονύκτιον δέησιν και την θείαν ιερουργίαν, υπέστρεψαν εις την οικίαν των. Την δε νύκτα εκείνην, πίπτοντες εις την κλίνην των δια να κοιμηθούν, ο μεν ανήρ αυτής από την λύπην του και από τον κόπον της οδοιπορίας απεκοιμήθη ευθύς· η δε γυνή στραφείσα εκύτταξε την εικόνα του Οσίου, η οποία ήτο αντίκτυ αυτής, και τον επεκαλέσθη εξ όλης της ψυχής να την θεραπεύση. Ευθύς τότε ο ταχύς εις βοήθειαν και θαυματουργός Θεοδόσιος εφάνη εις αυτήν, ως να εξήλθεν από την εικόνα κρατών ράβδον εις την χείρα του, επλησίασε δε προς αυτήν και σπογγίζων με την άκραν του κουκουλίου του την πληγήν του οφθαλμού της, είπε· «Γύναι, συ μεν ομού με τον άνδρα σου ήλθετε ειςτον Ναόν μου, παρακαλούντες μετά πίστεως να τύχητε βοηθείας. Ιδού λοιπόν ότι ήλθον και εγώ εις τον οίκον σας, δια να σου δώσω την υγείαν». Και τούτο ειπών έγινεν άφαντος. Εκείνη δε παρευθύς ησθάνθη τον οφθαλμόν της ελεύθερον από το πάθος, βάλλουσα δε την χείρα της εις αυτόν και ευρίσκουσα αυτόν τελείως υγιά, εφώναξε τον άνδρα της· και εκείνος έξαφνα ηρώτα αυτήν τι έπαθε. Του είπεν εκείνη, ότι ο μέγας Θεοδόσιος εφάνη τώρα εις εμέ και με ιάτρευσε· πηδήσας δε εκείνος ευθύς από την κλίνην και ανάψας φως, και ιδών το θαύμα όπου έκαμεν ο Άγιος εις την γυναίκα του, έσπευσεν εις τον εφημέριον της εκκλησίας των. Διηγούμενος δε εις αυτόν το θαύμα του Οσίου, του είπε να ανοίξη την εκκλησίαν, προσκαλέσας δε τον πρωθιερέα ομού με άλλους Ιερείς και λαϊκούς, και κομίσας κηρία, έλαιον και θυμιάματα, απέδωκαν εις τον Όσιον ολονύκτιον την ευχαριστίαν. Το πρωϊ, αφ’ ου ετελείωσεν η θεία λειτουργία, επήρε τους συναχθέντας εις την οικίαν του και τους εφίλευσε πλουσιοπάροχα, έδωκε δε και ικανήν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, κηρύττων εις όλους την θαυματουργίαν του Οσίου και δοξάζων τον Θεόν. Άλλος τις, Αλβανός το γένος, πάσχων κακώς από το πάθος της δυσουρίας, επρήσθη και είχε πόνους δεινούς εις την κύστιν. Μεταχειριζόμενος δε διάφορα ιατρικά, δεν έλαβε καμμίαν ωφέλειαν, αλλ’ όσον παρήρχετο ο καιρός, τόσον σφοδροτέρους πόνους ησθάνετο. Όθεν προσέτρεξε και αυτός εις τον Ναόν του Αγίου, παραμείνας δε εκεί τρεις ημέρας και τρεις νύκτας εδέετο του Οσίου μετά θερμών δακρύων, δια να τον θεραπεύση. Κατά δε την τρίτην νύκτα εφάνη εις το όραμά του ο θαυματουργός Θεοδόσιος, και εγγίζων εις το πάθος με την ράβδον του, είπε προς αυτόν·»Έξελθε ταχέως από τον Ναόν μου, δια να ουρήσης». Εξυπνήσας έντρομος ο ασθενής εξήλθε τρέχων από τον Ναόν, και εστάθη ώραν πολλήν ουρών, ούτω δε εξεπρήσθη και οι πόνοι έπαυσαν, επήγε δε εις την κατοικίαν του υγιής, ευχαριστών τον Θεόν και τον Άγιον. Kαι έτερος, καταγόμενος από τα μέρη της Δύσεως, ησθένησεν εις τους πόδας του από πάθος ανίατον, μένων δε ακίνητος πολύν καιρόν ήλθεν εις τον Ναόν του Αγίου και επικαλεσάμενος αυτόν μετά πίστεως έλαβε ταχέως την θεραπείαν, επιστρέψας δε με τους πόδας του εις την κατοικίαν του, κατεσκεύασεν από άργυρον δύο πόδας ίσους εις το μάκρος με τους ιδικούς του και τους αφιέρωσεν εις τον Ναόν του Οσίου προς ευχαριστίαν και ενθύμησιν παντοτεινήν του θαύματος. Και άλλος ευγενής από την Βενετίαν, ερχόμενος εις το Ναύπλιον εξουσιαστής προς καιρόν, κατά την συνήθειαν, έχων γυναίκα στείραν και λυπούμενος πολλά δια την ατεκνίαν, ως ήκουσε τα πολλά και διάφορα θαύματα του Αγίου, επήγε και αυτός ομού με την γυναίκα του εις τον Ναόν του και παρεκάλεσαν τον Άγιον και οι δύο μετά πίστεως, δια να τους δώση τέκνον, υποσχόμενοι να το ονομάσουν Θεοδόσιον· εισακούσας δε την δέησίν των ο Όσιος, τους έδωκε τέκνον και το ωνόμασαν Θεοδόσιον, το οποιον πολιτευόμενον εν μέσω των λοιπών ευγενών της Βενετίας, αυτό μόνον εκαλείτο Θεοδόσιος, εις δόξαν Θεού του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού. Αλλά και εις τας ημέρας ημών (λέγει ο συγγραφεύς) ένας ευγενής από το Ναύπλιον, Γεώργιος το όνομα, από τον οίκον των Ποζικίων, ανδρείος πολλά και επιδέξιος εις τους πολέμους, δια τούτο δε φοβερός μεν εις τους εχθρούς, ηγαπημένος δε από την αριστοκρατίαν της Βενετίας και δια τας πολλάς του ανδραγαθίας τιμηθείς με το αξίωμα του στρατηγού, εις τον καιρόν όπου είχον πόλεμον οι Βενετοί με τους λοιπούς βασιλείς της Δύσεως, έλαβε μεγάλην φήμην και δόξαν δια τας θαυμαστάς και μεγάλας νίκας όπου έκαμεν. Ημέραν δε τινά, την ώραν του γεύματος, όταν έπαυσαν από τον πόλεμον και τα δύο στρατεύματα και ησύχαζον μέσα εις τας σκηνάς των, ένας στρατηγός και αυτός από το μέρος των εχθρών, Γερμανός κατά το γένος, μεγαλόσωμος και ανδρείος πολλά, γεμάτος από φθόνον και κακίαν εναντίον του Ποζίκη, οπλισθείς και ιππεύων ένα καλόν ίππον, επήγεν εις τας σκηνάς του στρατεύματος των Βενετών και εφώναζε: «Που είναι ο Γεώργιος Ποζίκης; Ας εξέλθη να πολεμήσωμεν οι δύο». Ως ήκουσε ταύτα ο Γεώργιος, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Όσιον Θεοδόσιον, εσηκώθη παρευθύς όρθιος και αφαιρών την περικεφαλαίαν εσφράγισε τον εαυτόν του με το σημείον του Τιμίου Σταυρού τρεις φοράς, ειπών εξ όλης του της ψυχής· «Μεγάλε μου Θεοδόσιε, έλα την ώραν ταύτην από το Ναύπλιον και βοήθησόν με τον δούλον σου». Έπειτα οπλισθείς και αυτός, και ιππεύων τον ίππον του, εξήλθεν εις τον πόλεμον. Όμως ο Γερμανός ησφάλισε την περικεφαλαίαν του και από το μέρος του προσώπου του, ο δε Ποζίκης δεν κατεδέχθη να την κλείση, αλλά την άφησεν ανοικτήν· καθώς λοιπόν ώρμησαν και οι δύο, ο εις εναντίον του άλλου, βλέπων ο Γερμανός το μέτωπον του Ποζίκη γυμνόν, τον εκτύπησεν εκεί με το ακόντιόν του και έσχισε μεν το δέρμα του μετώπου του και επλήγωσεν ολίγον και το κόκκαλον, αλλά δεν τον εσάλευσε παντελώς από εκεί όπου εκάθητο επάνω εις τον ίππον. Όθεν φωνάζων ο Ποζίκης «Ο Θεός του Θεοδοσίου βοήθει μοι», εκτύπησε με το δόρυ του τον Γερμανόν εις το στήθος και ευθύς τον έρριψεν οπίσω από τον ίππον του κατά γης ύπτιον, καταβαίνων δε από τον ίππον του έκοψε την κεφαλήν του, και δένων τους πόδας του εις τον ίππον του τον έδωσεν εις τον δούλον του, δια να τον σύρη κατά γης εμπρός από τας σκηνάς των δύο στρατευμάτων· αυτός δε ιππεύσας πάλιν τον ίππον του και κρατών εις την χείρα του το μέρος όπου απέμεινε από το δόρυ του, το οποίον συνετρίβη εις το στήθος του Γερμανού, και περιτριγυρίζων τας σκηνάς όπου εσύρετο ο εχθρός από τον δούλον του, έκαμε λαμπρώς τον θρίαμβον και την επίδειξιν της νίκης· έπειτα επιστρέψας εις την σκηνήν του έστειλε το μέρος εκείνο του δόρατος που απέμεινε και έκαμε μίαν λαμπάδα άσπρην, ίσην εις το μάκρος, και αγοράζων και άλλα είδη αρμόδια εις ευπρέπειαν του σεβασμίου Ναού του Οσίου Θεοδοσίου τα έστειλεν εις αυτόν μετ’ ευχαριστίας πολλής. Εις τα περίχωρα του Άργους ήτο ένας Αγαρηνός, Βοϊβόδας κατά την γλώσσαν των καλούμενος, κατά τον καιρόν δε του θέρους περιερχόμενος ομού με τους γραμματικούς του όλα τα εσπαρμένα κτήματα τα απεδεκάτιζε και τα έγραφεν. Ερχόμενος εις εν χωρίον, Ζαλέβην ονομαζόμενον, και κάμνων και εκεί το διατεταγμένον, έφθασεν η ώρα του γεύματος· επειδή όμως δεν ήτο εκεί τόπος αρμόδιος δια να φάγη και να αναπαυθή μαζί με τους ανθρώπους του, είδεν από μακράν τον Ναόν του Οσίου Θεοδοσίου και είπεν εις τους γραμματείς του (οι οποίοι ήσαν Χριστιανοί): «Ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν σας, δια να γευματίσωμεν εκεί και ν’ αναπαυθώμεν έως να παρέλθη το καύμα, και το δειλινόν εξερχόμεθα πάλιν εις το έργον μας». Μεταβάντες δε εκεί και εμβάντες εις τον Ναόν, έβαλαν τράπεζαν και εκάθησαν να φάγουν. Ο δε Αγαρηνός, βλέπων μίαν κανδήλαν ωραίαν, που ήτο κρεμασμένη εμπρός εις την εικόνα του Αγίου, επειδή του ήρεσε, λέγει εις τον δούλον του· «Πάρε το γυαλί εκείνο και πλύνε το καλά και φέρε το εις εμέ, δια να πίνω κρασί με αυτό». Εις δε από τους γραμματείς του, φιλόθεος ων και έχων μεγάλην ευλάβειαν προς τον Όσιον, Γαβράς επικαλούμενος, ζήλω θείω κινούμενος, είπε προς αυτόν· «Μη πάρης τίποτε από τα πράγματα του Οσίου, διανα μη μας εύρη κανέν κακόν». Εκείνος δε είπε· «Και τι δύναται ούτος, ένας καλόγερος αποθαμένος, να κάμη εις εμέ, όπου είμαι ζωντανός και αυθέντης»; Αλλ’ ο Γαβράς του ηναντιώνετο περισσότερον δια να μη το πάρη, ενώ ο Αγαρηνός δικαιολογούμενος, ότι έχει εξουσίαν, επέμενε να το πάρη. Ηγέρθη τότε ο Γαβράς από την τράπεζαν και του λέγει· «Εάν έχης γνώμην να το πάρης, δος εις εμέ άδειαν να υπάγω εις την οικίαν μου και τότε κάμε ό,τι θέλεις· διότι είμαι βέβαιος, ότι δεν θέλει μας αφήσει ο Άγιος να υπάγωμεν με το καλόν εις την οικίαν μας». Όθεν, καθώς είδεν ο Αγαρηνός τον Γαβράν, πως υπερασπίζει με τόσην θερμότητα το κανδήλι του Αγίου, είπεν εις τον δούλον του περιπαικτικώς· «Άφησέ το λοιπόν, δια να μη σκανδαλίσωμεν τον γραμματέα μας». Οπόταν δε ήθελαν να αναχωρήσουν εκείθεν, είπε κρυφίως εις τον δούλον του· «Πάρε το γυαλί εκείνο, χωρίς να σε ιδή τις, και φέρε το εις την οικίαν μου». Ο δε δούλος του έκαμε καθώς τον επρόσταξε. Το βράδυ, πηγαίνων ο Αγαρηνός εις την οικίαν του, εδείπνησε και έπεσε να κοιμηθή. Τότε βλέπει εκείνον τον οποίον έλεγε καλόγερον αποθαμένον, ήτοι τον Όσιον Θεοδόσιον, τον βλέπει ζωντανόν, λαμπρόν και φοβερόν, όπου εστέκετο επάνω του, και εκράτει εις την χείρα του ράβδον, με την οποίαν κατάστηθα τον εκεντούσε και του έλεγε· «Τι σου φαίνεται; Αποθαμένου πράγμα επήρες ή ζωντανού; Ιδού ότι ήλθον εγώ δια να σου δείξω ποίος είσαι συ και η δύναμίς σου, και ποίοι είναι οι δούλοι του Χριστού μου, οι οποίοι, και αφ’ ου αποθάνουν, ζουν με την χάριν του Ιησού Χριστού, και δύνανται να θανατώσουν ελεεινώς σε, όστις νομίζεις ότι ζης, όμως είσαι νεκρός κατά την ψυχήν». Ταύτα δε ειπών προς τον βάρβαρον εκείνον, του έσφιγξε τον λαιμόν, και παρευθύς επρήσθησαν οι οφθαλμοί του, εμελάνιασε το πρόσωπόν του, εκρεμάσθη η γλώσσα του έξω από τα χείλη του και εξέβαλλε φωνάς αγρίας, ως χοίρος σφαζόμενος. Ακούσαντες οι άνθρωποι της οικίας τας φωνάς, έτρεξαν ευθύς εκεί όπου εκοιμάτο, και βλέποντες ότι εκείτετο θέαμα ελεεινόν, τον ερωτούσαν τι έχει και τι έπαθε. Αλλ’ εκείνος δεν ηδύνατο να τους λαλήση άλλο τι, παρά μετά βίας εφώναζε· «Τον Γαβράν, τον Γαβράν». Τρέχοντες οι υπηρέται προσεκάλεσαν αυτόν· και πηγαίνων προς αυτόν ο Γαβράς, τον ηρώτησε τι έπαθε. Τότε εκείνος, μόλις ελθών εις τον εαυτόν του, απεκρίθη· «Το κανδήλι του καλόγερου επήρα, και ήλθε με την ράβδον του να με θανατώση, αλλά πάρε ένα αγγείον γεμάτον έλαιον, και κηρία και το γυαλί, και ύπαγε το ταχύτερον προς αυτόν, και παρεκάλεσέ τον να μη έλθη πλέον εδώ, μηδέ να οργίζεται εναντίον μου και εις το εξής θέλω βοηθεί πάντοτε τον Ναόν του». Ο δε Γαβράς του είπε: «Δεν σου είπα να μη το πάρης δια να μη μας εύρη κανέν κακόν; Πως όμως το επήρες; Ιδού τώρα ότι κινδυνεύεις». Εκείνος είπεν· «Ότι μεν κακώς εποίησα, το έμαθον από εκείνα όπου έπαθον· τώρα δε σε παρακαλώ, πάρε εκείνα όπου σου είπα και συνοδοιπόρους και πήγαινε ταχέως». Λέγει ο Γαβράς: «Πως να υπάγω τώρα όπου είναι νύκτα; Μόνον την αυγήν πηγαίνω». Ο δε Αγαρηνός εταράχθη όλος και εφώναζεν· «Αλλοίμονον εις εμέ! Ταύτην την νύκτα θα έλθη να με θανατώση, μόνον χωρίς άλλο να υπάγης· διότι εγώ ηξεύρω τι έπαθα». Όθεν εκείνος, βλέπων τον υπέρμετρον φόβον, όστις κατέλαβε τον βάρβαρον, έλαβε το έλαιον, τα κηρία και το κανδήλι, και πηγαίνων την ώραν εκείνην τα έβαλεν εις τον Ναόν του Οσίου· ούτω δε ελυτρώθη ο ασεβής και από τον φόβον και από τον κίνδυνον, από τότε δε έβλεπεν από μακράν τον σεβάσμιον εκείνον Ναόν και κάμνων εις αυτόν σχήμα προσκυνήσεως έφευγεν. Ήθελον να τελειώσω τον λόγον μου έως εδώ δια το μήκος, αλλά το χρέος όπου έχω προς τον Άγιον (λέγει ο ιερός Μαλαξός ο συγγραφεύς της παρούσης Βιογραφίας) με αναγκάζει να διηγηθώ προς τούτοις και τα θαύματα όπου έκαμεν ο θαυματουργός Θεοδόσιος εις εμέ και εις τους συν εμοί. Τέκνον είχα αρσενικόν, Ανδρόνικον ονόματι, το οποίον ησθένησε βαρέως από πάθος του λαιμού, τόσον δε πολλά επρήσθη ο λάρυγξ αυτού, ώστε ολίγον έλειψε να του εμποδίση την αναπνοήν· επειδή δε καμμία θεραπεία δεν ευρέθη δι’ αυτό, η μήτηρ αυτού προσέτρεξε μετά θερμής πίστεως εις την βοήθειαν του Οσίου, λαβούσα δε με ευλάβειαν την εικόνα του, την οποίαν είχομεν εις την κατοικίαν μας, την έβαλεν εις το προσκεφάλαιον του παιδίου, παρακαλούσα δε αυτόν μετά δακρύων, αφιέρωσε το τέκνον της εις την επίσκεψίν του, και μετ’ ολίγην ώραν εξύπνησε το παιδίον και εκάλει την μητέρα του, ακούσασα δε εκείνη την φωνήν του, το ηρώτησε τι έχει. Και ελείνο κλαυθμηρίζον απεκρίθη· «Ήλθεν εις εμέ ένας ιεροπρεπής Μοναχός και με εκτύπησε με το ραβδί του εις τον λαιμόν, και έσχισε το πάθος και με εγέμισεν από πύον». Παρευθύς τότε ανάψαντες φώτα, ω του θαύματος! Ευρέθη το πάθος σχισμένον, ως με ξυράφιον, και τα ενδύματα του παιδίου πλήρη από πύον ανακατωμένον με αίμα, το δε παιδίον, το οποίον ήτο πρωτύτερα άφωνον, ελάλει ανεμποδίστως και υγιώς· και ούτω με την χάριν του Οσίου ηλευθερώθη από την θανατηφόρον εκείνην ασθένειαν. Μίαν φοράν, χρείας τυχούσης, εμβήκα εις ένα πλοίον (λέγει ο αυτός συγγραφεύς) δια να υπάγω εις την Βενετίαν, ενώ δε εταξίδευον εις την θάλασσαν, έγινε μία μεγάλη τρικυμία, όσον δε παρήρχετο η ώρα, τόσον επερίσσευεν, ώστε απηλπίσθημεν όλοι από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν. Όθεν κλαίοντες και οδυρόμενοι επεκαλούμεθα εις βοήθειαν τον Θεόν, την Υπεραγίαν Θεοτόκον και όλους τους Αγίους. Εγώ δε πηγαίνων εις τον τόπον όπου εκοιμώμην, ανέγνωσα κατά μόνας τον Παρακλητικόν κανόνα της Παναγίας. Επικαλούμενος δε τους Αγίους ένα προς ένα, ενεθυμήθην τα άπειρα θαύματα του Οσίου Θεοδοσίου και τον παρεκάλουν μετά θερμής πίστεως και συντετριμμένης καρδίας να προφθάση εις βοήθειάν μας, και να δείξη και εις ημάς το θαύμα του· ούτω δε παρακαλών απεκοιμήθην, και είδον εις το όραμά μου ότι ευρέθην μέσα εις ένα Ναόν ωραιότατον ομού με άλλους πολλούς Ιερείς, και εκάμναμεν δέησιν εις τον Θεόν μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως. Εκεί είδον ένα παιδίον ομού με την μητέρα του, και επωλούσαν έλαιον δια τα κανδήλια του Ναού. Ελθών δε το παιδίον εις εμέ, μου έδωκεν ένα αγγείον με έλαιον, και μου είπε· «Βάλε το λάδι τούτο εις το κανδήλι του Οσίου Θεοδοσίου, και η πρεσβεία του θέλει βοηθήσει και σε και τους συντρόφους σου, δια μέσου δε αυτής θέλει παύσει η τρικυμία της θαλάσσης». Εγώ δε εξυπνήσας αίφνης είδον, ω του θαύματος! Ότι η μεγάλη εκείνη τρικυμία της θαλάσσης μετετράπη παρευθύς εις άκραν γαλήνην και δοξάζων τον Θεόν ηυχαρίστουν τον Όσιον, όστις μας ελύτρωσε παραδόξως από τον θανατηφόρον εκείνον κίνδυνον. Και άλλοτε πάλιν η οξυτάτη αντίληψις του Αγίου ελύτρωσεν ανελπίστως τον πρωτότοκον υιόν μου Σταυράκιον από άδικον θάνατον. Ταύτα και άλλα αναρίθμητα παράδοξα θαύματα ενήργει και ενεργεί, θεία χάριτι, ο θαυμαστός ούτος και μέγας Θεοδόσιος, δια τα οποία επωνομάσθη πρεπόντως από όλους τους πιστούς ιαματικός και θαυματουργός, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός των όλων Θεού· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου