Ωρ
ο Όσιος και θαυμάσιος Πατήρ ημών εχρημάτισεν εις το όρος της Νιτρίας προεστώς
χιλίων αδελφών, οι οποίοι επολιτεύοντο ζωήν αγγελικήν. Είχε φθάσει εις ηλικίαν
ενενήκοντα ετών, και παρ’ όλα ταύτα ήτο όρθιος, υγιής, λαμπρός εις το πρόσωπον,
έχων τας αισθήσεις, την σοφίαν και σύνεσιν ανελλιπή, και μάλιστα πληρέστατα, ως
να ηύξανεν ομού με την ηλικίαν η αρετή και η σύνεσις. Είχε δε χωριστήν χάριν
Θεού, ώστε τον ηυλαβούντο και οι άπιστοι και οι βάρβαροι. Ούτος ο τρισμακάριος
Πατήρ, αφού έκαμεν εις την βαθυτάτην
έρημον μεγάλην άσκησιν και πολλούς αγώνας μόνος, ήλθεν ύστερον εις την
εδώθεν έρημον, και επεμελήθη και έγιναν ιερά Μοναστήρια, εις τα οποία έκαμε
κόπους υπερβολικούς, φυτεύων με τας ιδίας του χείρας αμπελώνας και κήπους και
διάφορα δένδρα, ώστε έγινε και δάσος πυκνότατον.
Έλεγον δε οι Πατέρες, ότι πριν να έλθη ο αββάς Ωρ εις εκείνην την έρημον, ουδέν φυτόν εφύετο. Το έργον του ήτο να προσεύχεται συχνά και δια την σωτηρίαν των αδελφών και δια την ειρήνην και ομόνοιαν αυτών, όπως έχωσι μεταξύ των αγάπην αδελφικήν. Ούτος ο θείος ανήρ, όταν ησύχαζε πρότερον εις την έρημον, έτρωγε μόνον βότανα και έπινε νερόν όταν εύρισκε, και όλον του το έργον ήτο η προσευχή. Όταν ήλθεν εις ηλικίαν γηραλέαν, εφάνη προς αυτόν Άγγελος Κυρίου λέγων· «Ο Κύριος σε κατέστησεν Ηγούμενον και Προεστώτα εις πλήθος Μοναχών, έως δέκα χιλιάδας. Έχε λοιπόν βεβαίας ελπίδας, ότι θέλεις τους ποιμάνει εις νομήν σωτήριον. Και ό,τι ζητήσης από τον Θεόν, δεν θα αποτύχης, αλλ’ ούτε από τους μετά σου αδελφούς θέλουν λείψει ποτέ όσα χρειάζονται δια την παρούσαν ζωήν». Ταύτα ακούων ο Όσιος ώρμησεν εις την έρημον εκεί πλησίον, και πρώτον κατώκησε κατά μόνας, κατασκευάσας μικράν καλύβην. Η τροφή του απετελείτο από ωμά λάχανα, και μετελάμβανε κατά πάσαν εβδομάδα. Και πρώτον επειδή είχεν ανάγκην από την έρημον να πηγαίνη ενίοτε εις την χώραν, του εδόθη χάρις παρά Θεού και χωρίς να μάθη γράμματα, εγίνωσκεν όλην την θείαν Γραφήν. Οι δε αδελφοί του έδιδαν βιβλίον, και το ανεγίνωσκεν εν ευκολία, και το εξηγούσεν ορθότατα. Έλαβεν ακόμη και άλλην χάριν παρά Θεού, να διώκη τους δαίμονας από τα πλάσματα του Θεού, και άλλα χαρίσματα ιαμάτων, ώστε εξήλθεν η φήμη του εις διάφορα μέρη, και εσυνάχθησαν εκεί εις την έρημον, όπου κατώκει, έως τρεις χιλιάδες αδελφοί. Όταν δε μετέβημεν ημείς (λέγει ο Επίσκοπος Ηρακλείδης) και μας είδεν ο Όσιος, εχάρη και με τας χείρας του έπλυνε τους πόδας μας. Μετά ταύτα ήρχισε σοφωτάτην και θεολογικωτάτην διδασκαλίαν από την θείαν Γραφήν δια τα ορθόδοξα δόγματα. Έπειτα μας παρεκίνησεν εις προσευχήν και δοξολογίαν Θεού, επειδή τοιαύτη τάξις ετηρείτο εις τους Αγίους Πατέρας. Ότι και εις κάθε καιρόν και κάθε υπόθεσιν, πάντοτε είχον την δοξολογίαν και την προσευχήν οδηγόν εις τον Θεόν· και μετά την πνευματικήν τροφήν, ήτοι την προσευχήν, μας εκάλεσεν εις την σωματικήν, και καθήμενος εις την τράπεζαν, δεν έλειπαν από εκείνο το αγιώτατον στόμα τα ψυχωφελή διηγήματα. Εξήλθε λοιπόν, ως είπομεν, η φήμητου Οσίου εις πολλά μέρη. Όθεν έτρεχον πανταχόθεν οι Μοναχοί· ευθύς δε ως ήρχοντο, εσύναζεν όλους τους αδελφούς, και άλλος έφερε λίθους, άλλος ξύλα, και άλλος νερόν, και την αυτήν ημέραν τους έκτιζε κελλία και εκατοικούσαν εις αυτά αγωνιζόμενοι θεαρέστως. Ήλθέ ποτε προς αυτόν ψευδοκαλόγηρός τις χωρίς ενδύματα, δια να τον ενδύση τάχα ο Όσιος. Όμως αυτός (από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ήτις κατώκει εις αυτόν) εγνώρισε τον δόλον και του λέγει· «Έχεις, αδελφέ, το δείνα εξωτερικόν ένδυμα και τα τάδε εσώρρουχα κεκρυμμένα εις το δείνα μέρος. Φόρεσον αυτά και μη ψεύδεσαι το επάγγελμά σου». Με τούτο το παράδοξον ουδείς ετόλμα να είπη ψεύδος ποτέ εις τον Όσιον. Ήτο δε παράδοξον να βλέπη τις εις τούτον τον Όσιον το πλήθος των αδελφών, τους οποίους επεστάτει, πως εστέκοντο εις την Εκκλησίαν με τόσην ευλάβειαν και ευταξίαν, ώστε εφαίνοντο ως χοροί των Αγγέλων εις τον ουρανόν. Δια τούτον τον Όσιον εμαρτυρούσαν οι αδελφοί όλοι εκ συμφώνου, ότι ήτο μέγας εις την αρετήν· και μάλιστα η Οσία Μελάνη η Ρωμαία, ήτις τον αντάμωσεν εις το όρος, εθαύμασε την αγίαν πολιτείαν του. Έλεγον δε ότι ομού με τα πολλά του μεγάλα κατορθώματα, ούτε ελάλησε ποτέ εις όλην του την ζωήν ψεύδος, ούτε ώμοσεν, ούτε κατηράσθη άνθρωπον, ούτε χωρίς ανάγκην ωμίλησεν.
Έλεγον δε οι Πατέρες, ότι πριν να έλθη ο αββάς Ωρ εις εκείνην την έρημον, ουδέν φυτόν εφύετο. Το έργον του ήτο να προσεύχεται συχνά και δια την σωτηρίαν των αδελφών και δια την ειρήνην και ομόνοιαν αυτών, όπως έχωσι μεταξύ των αγάπην αδελφικήν. Ούτος ο θείος ανήρ, όταν ησύχαζε πρότερον εις την έρημον, έτρωγε μόνον βότανα και έπινε νερόν όταν εύρισκε, και όλον του το έργον ήτο η προσευχή. Όταν ήλθεν εις ηλικίαν γηραλέαν, εφάνη προς αυτόν Άγγελος Κυρίου λέγων· «Ο Κύριος σε κατέστησεν Ηγούμενον και Προεστώτα εις πλήθος Μοναχών, έως δέκα χιλιάδας. Έχε λοιπόν βεβαίας ελπίδας, ότι θέλεις τους ποιμάνει εις νομήν σωτήριον. Και ό,τι ζητήσης από τον Θεόν, δεν θα αποτύχης, αλλ’ ούτε από τους μετά σου αδελφούς θέλουν λείψει ποτέ όσα χρειάζονται δια την παρούσαν ζωήν». Ταύτα ακούων ο Όσιος ώρμησεν εις την έρημον εκεί πλησίον, και πρώτον κατώκησε κατά μόνας, κατασκευάσας μικράν καλύβην. Η τροφή του απετελείτο από ωμά λάχανα, και μετελάμβανε κατά πάσαν εβδομάδα. Και πρώτον επειδή είχεν ανάγκην από την έρημον να πηγαίνη ενίοτε εις την χώραν, του εδόθη χάρις παρά Θεού και χωρίς να μάθη γράμματα, εγίνωσκεν όλην την θείαν Γραφήν. Οι δε αδελφοί του έδιδαν βιβλίον, και το ανεγίνωσκεν εν ευκολία, και το εξηγούσεν ορθότατα. Έλαβεν ακόμη και άλλην χάριν παρά Θεού, να διώκη τους δαίμονας από τα πλάσματα του Θεού, και άλλα χαρίσματα ιαμάτων, ώστε εξήλθεν η φήμη του εις διάφορα μέρη, και εσυνάχθησαν εκεί εις την έρημον, όπου κατώκει, έως τρεις χιλιάδες αδελφοί. Όταν δε μετέβημεν ημείς (λέγει ο Επίσκοπος Ηρακλείδης) και μας είδεν ο Όσιος, εχάρη και με τας χείρας του έπλυνε τους πόδας μας. Μετά ταύτα ήρχισε σοφωτάτην και θεολογικωτάτην διδασκαλίαν από την θείαν Γραφήν δια τα ορθόδοξα δόγματα. Έπειτα μας παρεκίνησεν εις προσευχήν και δοξολογίαν Θεού, επειδή τοιαύτη τάξις ετηρείτο εις τους Αγίους Πατέρας. Ότι και εις κάθε καιρόν και κάθε υπόθεσιν, πάντοτε είχον την δοξολογίαν και την προσευχήν οδηγόν εις τον Θεόν· και μετά την πνευματικήν τροφήν, ήτοι την προσευχήν, μας εκάλεσεν εις την σωματικήν, και καθήμενος εις την τράπεζαν, δεν έλειπαν από εκείνο το αγιώτατον στόμα τα ψυχωφελή διηγήματα. Εξήλθε λοιπόν, ως είπομεν, η φήμητου Οσίου εις πολλά μέρη. Όθεν έτρεχον πανταχόθεν οι Μοναχοί· ευθύς δε ως ήρχοντο, εσύναζεν όλους τους αδελφούς, και άλλος έφερε λίθους, άλλος ξύλα, και άλλος νερόν, και την αυτήν ημέραν τους έκτιζε κελλία και εκατοικούσαν εις αυτά αγωνιζόμενοι θεαρέστως. Ήλθέ ποτε προς αυτόν ψευδοκαλόγηρός τις χωρίς ενδύματα, δια να τον ενδύση τάχα ο Όσιος. Όμως αυτός (από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ήτις κατώκει εις αυτόν) εγνώρισε τον δόλον και του λέγει· «Έχεις, αδελφέ, το δείνα εξωτερικόν ένδυμα και τα τάδε εσώρρουχα κεκρυμμένα εις το δείνα μέρος. Φόρεσον αυτά και μη ψεύδεσαι το επάγγελμά σου». Με τούτο το παράδοξον ουδείς ετόλμα να είπη ψεύδος ποτέ εις τον Όσιον. Ήτο δε παράδοξον να βλέπη τις εις τούτον τον Όσιον το πλήθος των αδελφών, τους οποίους επεστάτει, πως εστέκοντο εις την Εκκλησίαν με τόσην ευλάβειαν και ευταξίαν, ώστε εφαίνοντο ως χοροί των Αγγέλων εις τον ουρανόν. Δια τούτον τον Όσιον εμαρτυρούσαν οι αδελφοί όλοι εκ συμφώνου, ότι ήτο μέγας εις την αρετήν· και μάλιστα η Οσία Μελάνη η Ρωμαία, ήτις τον αντάμωσεν εις το όρος, εθαύμασε την αγίαν πολιτείαν του. Έλεγον δε ότι ομού με τα πολλά του μεγάλα κατορθώματα, ούτε ελάλησε ποτέ εις όλην του την ζωήν ψεύδος, ούτε ώμοσεν, ούτε κατηράσθη άνθρωπον, ούτε χωρίς ανάγκην ωμίλησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου