Μόδεστος ο του Θεού θαυμάσιος άνθρωπος εγεννήθη εις την πόλιν της
Σεβαστείας της εν Μικρά Ασία, από Ορθοδόξους γονείς, Ευσέβιον και Θεοδούλην
ονομαζομένους. Επειδή δε η μήτηρ του ήτο στείρα, τούτου ένεκα δια προσευχής των
γονέων του εδόθη εις αυτούς υιός, ο μέγας ούτος Πατήρ, ύστερον από τεσσαράκοντα
έτη του γάμου των. Αφού δε εγεννήθη ούτος, διεβλήθη ο πατήρ του εις τον
Μαξιμιανόν (286- 305) ως Χριστιανός. Όθεν δεθείς, εκλείσθη μέσα εις την
φυλακήν. Τούτο μαθούσα η γυνή του Θεοδούλη επήγε και αυτή εις την φυλακήν ομού
με τον υιόν της τούτον.
Εκεί δε εις την φυλακήν ευρισκόμενοι, παρεκάλεσαν και οι δύο τον Θεόν και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας των Αγίων Αγγέλων, γενόμενοι Μάρτυρες κατά την γνώμην και την προαίρεσίν των. Οι δε δεσμοφύλακες ευρόντες τους μεν γονείς αποθανόντας, το δε παιδίον ζωντανόν εν τω μέσω αυτών, το επήραν και το έφεραν εις τον Μαξιμιανόν, ήτο δε τότε μηνών πέντε. Ο δε βασιλεύς, βλέπων το παιδίον νόστιμον και χαριέστατον, παρέδωκεν αυτό εις συγκλητικόν τινα δια να το αναθρέψη επιμελώς, ίν μετά καιρόν γίνη άξιον να υπηρετή τον ψευδώνυμον θεόν Δία. Τρεφόμενος λοιπόν πλησίον εις τον συγκλητικόν ο μακάριος Μόδεστος, έμαθεν ότι οι γονείς του μακαρίως απέθανον εις την φυλακήν δια τον Χριστόν. Όθεν όταν έφθασεν εις το δέκατον τρίτον έτος της ηλικίας του, ευρών Χριστιανόν τινα εδιδάχθη από αυτόν την ευσέβειαν και όλως οικείος αυτής και έκδοτος γίνεται. Ελυπείτο δε, διότι συνανεστρέφετο με τους ειδωλολάτρας. Όταν δε ποτε ο βασιλεύς εκήρυξεν ότι όλος ο λαός να προσφέρη θυσίας εις τους θεούς, τότε ο Άγιος ευρών άδειαν επήγεν ειςτον τάφον των γονέων του και παρεκάλει αυτούς να τον ελευθερώσουν από τας χείρας των ειδωλολατρών, ίνα αξιωθή του αγίου Βαπτίσματος. Όθεν ευρών αυτόν χρυσοχόος τις, καταγόμενος από τας Αθήνας, τον έφερεν εις αυτάς και τον παρέδωκεν εις τον τότε Αρχιερέα, όστις τον εβάπτισεν· ενώ δε εβάπτιζεν αυτόν, ο Αρχιερεύς έβλεπεν στύλον πυρός, όστις ήτο από τον ουρανόν μέχρι της κεφαλής του Μοδέστου. Βαπτισθείς δε ο Μόδεστος, ιάτρευσε τον αδελφόν του χρυσοχόου, όστις είχε μεγάλην ασθένειαν και εκινδύνευε. Προσέτι δε ιάτρευσε και έν δαιμονιζόμενον. Εις ολίγον καιρόν απέθανε η γυνή του χρυσοχόου και μετ΄ ολίγον ησθένησε και ο χρυσοχόος, όστις βλέπων επερχόμενον τον θάνατον έκαμε διαθήκην και αφήκε κληρονόμους ομού με τους δύο υιούς του και τον ιερόν Μόδεστον· αφού δε εκοιμήθη εκείνος, διένειμεν ο Μόδεστος το ιδικόν του μερίδιον εις τους πτωχούς και τα ορφανά, αυτός δε ανεχώρησεν έξω από τας Αθήνας βόσκων πρόβατα και διερχόμενος ζωήν ασκητικήν. Οι δε του χρυσοχόου υιοί, μη υποφέροντες να βλέπωσι τον Άγιον τιμώμενον από όλους, τι πράττουσιν; Επειδή αυτοί έμελλον να υπάγωσιν εις την Αίγυπτον δια να εμπορευθούν, κατέπεισαν και τον μακάριον τούτον Μόδεστον να υπάγη μαζί των. Εκεί δε πηγαίνοντες επώλησαν ως δούλον τον Άγιον εις άπιστον άνθρωπον, από τον οποίον έλαβε πολλά δεινά ο τρισόβλιος εις διάστημα επτά ολοκλήρων ετών. Αλλ΄ ο Άγιος δια θερμής και επιμόνου προσευχής του ηλευθέρωσε τον αυθέντην του εκείνον από την πλάνην της απιστίας και κατέπεισεν αυτόν να πιστεύση εις τον Χριστόν και να βαπτισθή. Αλλά και πάσχοντα από δεινήν ασθένειαν, υγιά τούτον εποίησεν. Αφού δε εκείνος απέθανεν, επήγεν ο Άγιος εις τα Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως του Ζωοδόχου Τάφου· εκείθεν δε επήγεν εις το Σίναιον όρος και εκεί ησυχάζων και εις μόνον προσέχων τον Θεόν, πολλά θαύματα εποίησεν. Είτα δε πάλιν επέστρεψεν εις τον Πανάγιον Τάφον. Κατ΄ εκείνον τον καιρόν, απολιπών τον βίον ο Αρχιερεύς των Ιεροσολύμων, συνηθροίσθη όλον το πλήθος εις την Εκκλησίαν και κλείσαντες τας πύλας του Ναού και σφραγίσαντες επιμελώς, ανέμενον έξωθεν, ίνα ίδωσι ποίον Αρχιερέα και Ποιμένα θέλει τους εξαποστείλει ο Θεός· διότι τοιαύτην καλήν συνήθειαν είχον οι άνθρωποι εκείνοι· οπόταν δηλαδή ήθελον να εκλέξουν νέον Αρχιερέα, έκλειον καλώς τας θύρας του Ναού και όστις ήθελε δυνηθή να ανοίξη αυτάς δια προσευχής, εκείνον ευθύς ως άξιον εχειροτονούσαν. Τότε λοιπόν, ως υπό θείας Χάριτος οδηγηθείς ο ιερός Μόδεστος, έφθασεν εις τας πύλας του Ναού και ευθύς δια της προσευχής του αι θύραι ηνοίχθησαν και ο θείος Μόδεστος Αρχιερεύς του Θεού αποκατεστάθη δια την απλότητα, την καθαρότητα και την αγάπην την οποίαν είχεν εις τον Θεόν. χειροτονηθείς δε Αρχιερεύς ο Άγιος και αγωνιζόμενος καθ΄ εκάστην έτι περισσότερον, του εδόθη τοιαύτη Χάρις εκ Θεού και τοιαύτη πλουσιωτάτη δύναμις, ώστε εκτός από τα άλλα θαύματα και τας ιατρείας, τας οποίας έκαμεν εις τους ανθρώπους, εθεράπευε και τα ζώα και ακούσατε εξ αρχής μερικά από το πλήθος των θαυμάτων του. Ανήρ τις γεωργός την τέχνην, εν καιρώ θέρους ζεύξας τους βόας του και βάλλων φορτίον εις την άμαξαν, επήγαινεν εις το αλώνιόν του. Ο δε φθονερός διάβολος, θέλων να βάλη εις κόπον τον δούλον του Θεού Μόδεστον, ταράξας τους βόας εις την οδόν, τους έρριψεν εις την γην ως νεκρούς και ακινήτους· ο άνθρωπος λοιπόν κλαίων εφώναζεν· «Ο Θεός δια πρεσβειών του Αγίου Πατρός ημών Μοδέστου βοήθησον τους βόας μου». Ο δε Άγιος Μόδεστος γνωρίσας δια του πνεύματος την βλάβην του σατανά έφθασε δρομαίος, και δια προσευχής ήγειρε τα βόδια, και αναχώρησεν ο άνθρωπος. Πηγαίνων όμως ολίγον παρ΄ εμπρός, έπεσον ταύτα και δια δευτέραν φοράν· ο δε Άγιος γνωρίσας τούτο δια του πνεύματος, επανήλθε και πάλιν ταχέως και ήγειρεν αυτά· δέσας δε την ζώνην την οποίαν εφορούσεν εις τον ζυγόν, λέγει εις τον γεωργόν· «Άπελθε, αδελφέ, και πλέον μη φοβήσαι». Τούτο μη υποφέρων ο πονηρός και τον δεσμόν του ζυγού λογίζων δεσμόν και εμπόδιον της πονηράς ενεργείας του, εφώναζε κατά του Αγίου λέγων· «Αδικείς με, Μόδεστε, διότι ιδικός μου είναι ο άνθρωπος ούτος μαζί με όλον τον κόπον του, διότι όσα μου αρέσουν έκαμνε, τώρα δε όπου ήλθες συ εις βοήθειάν του, κατεφρονήθην εγώ· διότι εις σε πιστεύσας, εμέ απηρνήθη και εφάνη αχάριστος εις όσα τον εβοήθησα πολλάκις, ότε με επεκαλείτο». Ο δε Άγιος Μόδεστος τον επετίμησε λέγων· «Φεύγε, διάβολε, από του ανθρώπου, διότι ιδικός σου τόπος και κατοικητήριον είναι το εξώτερον σκότος». Και ευθέως, δια μέσου της επιτιμήσεως του δικαίου, έγινεν άφαντος ο διάβολος από τον άνθρωπον. Με τόσα δε σημεία και θαύματα εδόξασεν ο Θεός τον Άγιον, ώστε τον έκαμε θαυμαστόν και ποθεινόν εις όλους τους κατοικούντας την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ. Διερχόμενος δε μίαν φοράν δια μέσου της πόλεως ο Άγιος, εύρεν εις εν μέρος άνθρωπόν τινα πτωχόν, του οποίου εψόφησεν εν μοσχάριον καλόν, το οποίον είχε, και ελυπείτο απαρηγόρητα κλαίων και θρηνών την δυστυχίαν του. Τούτον ιδών ο Άγιος ευσπλαγχνίσθη και δια προσευχής του ανέστησε τον μόσχον· έδραμε δε εις όλην την πόλιν η φήμη των θαυμάτων του, και οι μεν ευσεβείς έλεγον εκείνο, όπερ ήτο και η αλήθεια, ότι δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος Μόδεστος ήτο Άγιος, άλλοι δε πάλιν κακοπροαίρετοι έλεγον· «Όχι, αλλά μάγος είναι, και δια μέσου της μαγείας του κατορθώνει ταύτα, ίσως δε να είναι και μαθητής επιτηδείου τινός ιατρού, όμως το να του εδόθη το χάρισμα τούτο από τον Θεόν δεν θέλομεν πιστεύσει ποτέ». Και ταύτα μεν έλεγον οι απλούστεροι και ασυλλόγιστοι· οι δε φρονιμώτεροι έλεγον, ότι ανίσως και ο άνθρωπος ούτος δεν ήτο ευσεβής και δίκαιος, δεν ήθελεν ανοίξει ο Θεός την Εκκλησίαν δια μέσου του· εις τους οποίους πάλιν αντέτεινον οι εναντιούμενοι λέγοντες· «Εάν καθώς λέγετε είναι ο άνθρωπος ούτος δίκαιος, ας έλθη μαζί μας εκεί όπου κατοικεί ο μέγας δράκων, και αν τον φονεύση δια προσευχής, θέλομεν πιστεύσει ότι από τον Θεόν έλαβε την χάριν να κάμνη τοιαύτα θαυμάσια». Ακούσας ο Άγιος την φιλονικίαν του λαού επήγεν ευθύς εις τον τόπον εκείνον, και τόσον τον εδόξασεν ο Θεός, ώστε όλος ο τόπος εσείετο και έτρεμε δια μέσου της προσευχής του. Ενώ δε όλον το πλήθος ίστατο και έβλεπεν, σηκώσας ο Άγιος την ράβδον του, ευθύς ενεκρώθη ο όφις, οι δε παρόντες, έντρομοι γενόμενοι, επίστευσαν ευθύς εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και όλοι με μίαν φωνήν ανεκήρυξαν μέγαν τον δούλον αυτού Μόδεστον. Αύτη η φήμη έφθασε και έως εις την ακοήν του βασιλέως, ο οποίος και με όλον ότι ήτο ασεβής και ξένος της Πίστεώς μας, και εφρόντιζε να κακοποιή τους Χριστιανούς, τότε όχι μόνον δεν εθυμώθη, αλλά εξεπλήττετο και εθαύμαζε τον Άγιον· «διότι οίδε και πολέμιος θαυμάζειν ανδρός αρετήν»· το οποίον έπαθε και ο βασιλεύς τότε, αν και ύστερον, από παρακίνησιν του σατανά, έμελλε να τον τιμωρήση, δια να τον αποδείξη Μάρτυρα του Χριστού. Ακούσαντες δε ο λαός, ότι ο βασιλεύς δεν εκακοποίησε τον δίκαιον, ανευφήμουν μετά παρρησίας και εδόξαζον τον ύψιστον Θεόν. Αλλ΄ ακούσατε και έτερον θαύμα.
Εκεί δε εις την φυλακήν ευρισκόμενοι, παρεκάλεσαν και οι δύο τον Θεόν και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας των Αγίων Αγγέλων, γενόμενοι Μάρτυρες κατά την γνώμην και την προαίρεσίν των. Οι δε δεσμοφύλακες ευρόντες τους μεν γονείς αποθανόντας, το δε παιδίον ζωντανόν εν τω μέσω αυτών, το επήραν και το έφεραν εις τον Μαξιμιανόν, ήτο δε τότε μηνών πέντε. Ο δε βασιλεύς, βλέπων το παιδίον νόστιμον και χαριέστατον, παρέδωκεν αυτό εις συγκλητικόν τινα δια να το αναθρέψη επιμελώς, ίν μετά καιρόν γίνη άξιον να υπηρετή τον ψευδώνυμον θεόν Δία. Τρεφόμενος λοιπόν πλησίον εις τον συγκλητικόν ο μακάριος Μόδεστος, έμαθεν ότι οι γονείς του μακαρίως απέθανον εις την φυλακήν δια τον Χριστόν. Όθεν όταν έφθασεν εις το δέκατον τρίτον έτος της ηλικίας του, ευρών Χριστιανόν τινα εδιδάχθη από αυτόν την ευσέβειαν και όλως οικείος αυτής και έκδοτος γίνεται. Ελυπείτο δε, διότι συνανεστρέφετο με τους ειδωλολάτρας. Όταν δε ποτε ο βασιλεύς εκήρυξεν ότι όλος ο λαός να προσφέρη θυσίας εις τους θεούς, τότε ο Άγιος ευρών άδειαν επήγεν ειςτον τάφον των γονέων του και παρεκάλει αυτούς να τον ελευθερώσουν από τας χείρας των ειδωλολατρών, ίνα αξιωθή του αγίου Βαπτίσματος. Όθεν ευρών αυτόν χρυσοχόος τις, καταγόμενος από τας Αθήνας, τον έφερεν εις αυτάς και τον παρέδωκεν εις τον τότε Αρχιερέα, όστις τον εβάπτισεν· ενώ δε εβάπτιζεν αυτόν, ο Αρχιερεύς έβλεπεν στύλον πυρός, όστις ήτο από τον ουρανόν μέχρι της κεφαλής του Μοδέστου. Βαπτισθείς δε ο Μόδεστος, ιάτρευσε τον αδελφόν του χρυσοχόου, όστις είχε μεγάλην ασθένειαν και εκινδύνευε. Προσέτι δε ιάτρευσε και έν δαιμονιζόμενον. Εις ολίγον καιρόν απέθανε η γυνή του χρυσοχόου και μετ΄ ολίγον ησθένησε και ο χρυσοχόος, όστις βλέπων επερχόμενον τον θάνατον έκαμε διαθήκην και αφήκε κληρονόμους ομού με τους δύο υιούς του και τον ιερόν Μόδεστον· αφού δε εκοιμήθη εκείνος, διένειμεν ο Μόδεστος το ιδικόν του μερίδιον εις τους πτωχούς και τα ορφανά, αυτός δε ανεχώρησεν έξω από τας Αθήνας βόσκων πρόβατα και διερχόμενος ζωήν ασκητικήν. Οι δε του χρυσοχόου υιοί, μη υποφέροντες να βλέπωσι τον Άγιον τιμώμενον από όλους, τι πράττουσιν; Επειδή αυτοί έμελλον να υπάγωσιν εις την Αίγυπτον δια να εμπορευθούν, κατέπεισαν και τον μακάριον τούτον Μόδεστον να υπάγη μαζί των. Εκεί δε πηγαίνοντες επώλησαν ως δούλον τον Άγιον εις άπιστον άνθρωπον, από τον οποίον έλαβε πολλά δεινά ο τρισόβλιος εις διάστημα επτά ολοκλήρων ετών. Αλλ΄ ο Άγιος δια θερμής και επιμόνου προσευχής του ηλευθέρωσε τον αυθέντην του εκείνον από την πλάνην της απιστίας και κατέπεισεν αυτόν να πιστεύση εις τον Χριστόν και να βαπτισθή. Αλλά και πάσχοντα από δεινήν ασθένειαν, υγιά τούτον εποίησεν. Αφού δε εκείνος απέθανεν, επήγεν ο Άγιος εις τα Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως του Ζωοδόχου Τάφου· εκείθεν δε επήγεν εις το Σίναιον όρος και εκεί ησυχάζων και εις μόνον προσέχων τον Θεόν, πολλά θαύματα εποίησεν. Είτα δε πάλιν επέστρεψεν εις τον Πανάγιον Τάφον. Κατ΄ εκείνον τον καιρόν, απολιπών τον βίον ο Αρχιερεύς των Ιεροσολύμων, συνηθροίσθη όλον το πλήθος εις την Εκκλησίαν και κλείσαντες τας πύλας του Ναού και σφραγίσαντες επιμελώς, ανέμενον έξωθεν, ίνα ίδωσι ποίον Αρχιερέα και Ποιμένα θέλει τους εξαποστείλει ο Θεός· διότι τοιαύτην καλήν συνήθειαν είχον οι άνθρωποι εκείνοι· οπόταν δηλαδή ήθελον να εκλέξουν νέον Αρχιερέα, έκλειον καλώς τας θύρας του Ναού και όστις ήθελε δυνηθή να ανοίξη αυτάς δια προσευχής, εκείνον ευθύς ως άξιον εχειροτονούσαν. Τότε λοιπόν, ως υπό θείας Χάριτος οδηγηθείς ο ιερός Μόδεστος, έφθασεν εις τας πύλας του Ναού και ευθύς δια της προσευχής του αι θύραι ηνοίχθησαν και ο θείος Μόδεστος Αρχιερεύς του Θεού αποκατεστάθη δια την απλότητα, την καθαρότητα και την αγάπην την οποίαν είχεν εις τον Θεόν. χειροτονηθείς δε Αρχιερεύς ο Άγιος και αγωνιζόμενος καθ΄ εκάστην έτι περισσότερον, του εδόθη τοιαύτη Χάρις εκ Θεού και τοιαύτη πλουσιωτάτη δύναμις, ώστε εκτός από τα άλλα θαύματα και τας ιατρείας, τας οποίας έκαμεν εις τους ανθρώπους, εθεράπευε και τα ζώα και ακούσατε εξ αρχής μερικά από το πλήθος των θαυμάτων του. Ανήρ τις γεωργός την τέχνην, εν καιρώ θέρους ζεύξας τους βόας του και βάλλων φορτίον εις την άμαξαν, επήγαινεν εις το αλώνιόν του. Ο δε φθονερός διάβολος, θέλων να βάλη εις κόπον τον δούλον του Θεού Μόδεστον, ταράξας τους βόας εις την οδόν, τους έρριψεν εις την γην ως νεκρούς και ακινήτους· ο άνθρωπος λοιπόν κλαίων εφώναζεν· «Ο Θεός δια πρεσβειών του Αγίου Πατρός ημών Μοδέστου βοήθησον τους βόας μου». Ο δε Άγιος Μόδεστος γνωρίσας δια του πνεύματος την βλάβην του σατανά έφθασε δρομαίος, και δια προσευχής ήγειρε τα βόδια, και αναχώρησεν ο άνθρωπος. Πηγαίνων όμως ολίγον παρ΄ εμπρός, έπεσον ταύτα και δια δευτέραν φοράν· ο δε Άγιος γνωρίσας τούτο δια του πνεύματος, επανήλθε και πάλιν ταχέως και ήγειρεν αυτά· δέσας δε την ζώνην την οποίαν εφορούσεν εις τον ζυγόν, λέγει εις τον γεωργόν· «Άπελθε, αδελφέ, και πλέον μη φοβήσαι». Τούτο μη υποφέρων ο πονηρός και τον δεσμόν του ζυγού λογίζων δεσμόν και εμπόδιον της πονηράς ενεργείας του, εφώναζε κατά του Αγίου λέγων· «Αδικείς με, Μόδεστε, διότι ιδικός μου είναι ο άνθρωπος ούτος μαζί με όλον τον κόπον του, διότι όσα μου αρέσουν έκαμνε, τώρα δε όπου ήλθες συ εις βοήθειάν του, κατεφρονήθην εγώ· διότι εις σε πιστεύσας, εμέ απηρνήθη και εφάνη αχάριστος εις όσα τον εβοήθησα πολλάκις, ότε με επεκαλείτο». Ο δε Άγιος Μόδεστος τον επετίμησε λέγων· «Φεύγε, διάβολε, από του ανθρώπου, διότι ιδικός σου τόπος και κατοικητήριον είναι το εξώτερον σκότος». Και ευθέως, δια μέσου της επιτιμήσεως του δικαίου, έγινεν άφαντος ο διάβολος από τον άνθρωπον. Με τόσα δε σημεία και θαύματα εδόξασεν ο Θεός τον Άγιον, ώστε τον έκαμε θαυμαστόν και ποθεινόν εις όλους τους κατοικούντας την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ. Διερχόμενος δε μίαν φοράν δια μέσου της πόλεως ο Άγιος, εύρεν εις εν μέρος άνθρωπόν τινα πτωχόν, του οποίου εψόφησεν εν μοσχάριον καλόν, το οποίον είχε, και ελυπείτο απαρηγόρητα κλαίων και θρηνών την δυστυχίαν του. Τούτον ιδών ο Άγιος ευσπλαγχνίσθη και δια προσευχής του ανέστησε τον μόσχον· έδραμε δε εις όλην την πόλιν η φήμη των θαυμάτων του, και οι μεν ευσεβείς έλεγον εκείνο, όπερ ήτο και η αλήθεια, ότι δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος Μόδεστος ήτο Άγιος, άλλοι δε πάλιν κακοπροαίρετοι έλεγον· «Όχι, αλλά μάγος είναι, και δια μέσου της μαγείας του κατορθώνει ταύτα, ίσως δε να είναι και μαθητής επιτηδείου τινός ιατρού, όμως το να του εδόθη το χάρισμα τούτο από τον Θεόν δεν θέλομεν πιστεύσει ποτέ». Και ταύτα μεν έλεγον οι απλούστεροι και ασυλλόγιστοι· οι δε φρονιμώτεροι έλεγον, ότι ανίσως και ο άνθρωπος ούτος δεν ήτο ευσεβής και δίκαιος, δεν ήθελεν ανοίξει ο Θεός την Εκκλησίαν δια μέσου του· εις τους οποίους πάλιν αντέτεινον οι εναντιούμενοι λέγοντες· «Εάν καθώς λέγετε είναι ο άνθρωπος ούτος δίκαιος, ας έλθη μαζί μας εκεί όπου κατοικεί ο μέγας δράκων, και αν τον φονεύση δια προσευχής, θέλομεν πιστεύσει ότι από τον Θεόν έλαβε την χάριν να κάμνη τοιαύτα θαυμάσια». Ακούσας ο Άγιος την φιλονικίαν του λαού επήγεν ευθύς εις τον τόπον εκείνον, και τόσον τον εδόξασεν ο Θεός, ώστε όλος ο τόπος εσείετο και έτρεμε δια μέσου της προσευχής του. Ενώ δε όλον το πλήθος ίστατο και έβλεπεν, σηκώσας ο Άγιος την ράβδον του, ευθύς ενεκρώθη ο όφις, οι δε παρόντες, έντρομοι γενόμενοι, επίστευσαν ευθύς εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και όλοι με μίαν φωνήν ανεκήρυξαν μέγαν τον δούλον αυτού Μόδεστον. Αύτη η φήμη έφθασε και έως εις την ακοήν του βασιλέως, ο οποίος και με όλον ότι ήτο ασεβής και ξένος της Πίστεώς μας, και εφρόντιζε να κακοποιή τους Χριστιανούς, τότε όχι μόνον δεν εθυμώθη, αλλά εξεπλήττετο και εθαύμαζε τον Άγιον· «διότι οίδε και πολέμιος θαυμάζειν ανδρός αρετήν»· το οποίον έπαθε και ο βασιλεύς τότε, αν και ύστερον, από παρακίνησιν του σατανά, έμελλε να τον τιμωρήση, δια να τον αποδείξη Μάρτυρα του Χριστού. Ακούσαντες δε ο λαός, ότι ο βασιλεύς δεν εκακοποίησε τον δίκαιον, ανευφήμουν μετά παρρησίας και εδόξαζον τον ύψιστον Θεόν. Αλλ΄ ακούσατε και έτερον θαύμα.
Γυνή
τις χήρα είχε πέντε ζεύγη βοών, ήλθεν όμως κακή και μεγάλη ασθένεια εις αυτούς,
η δε γυνή χήρα ούσα και το χειρότερον πτωχή και μη έχουσα άλλον πόρον συντηρήσεως,
ελυπείτο και εθρήνει απαρηγόρητα. Έτρεχε λοιπόν εις τας Εκκλησίας και παρεκάλει
όλους τους Αγίους να την βοηθήσουν εις την συμφοράν της, μη ευρίσκουσα δε
βοήθειαν, έδραμεν εις τους Αγίους Αναργύρους, Κοσμάν και Δαμιανόν, λέγουσα·
«Άγιοι του Θεού, ελεήσατέ με την αμαρτωλήν, διότι δια τας αμαρτίας μου
κινδυνεύουν οι βόες μου να χαθούν». Εφάνη λοιπόν εις τον ύπνον της ο Άγιος
Κοσμάς και της είπε· «Ω γύναι, εις ημάς δεν εδόθη το χάρισμα αυτό να ιατρεύωμεν
τα ζώα, διότι αύτη η Χάρις εδωρήθη παρά του Θεού εις τον μεγάλον ρχιερέα των
Ιεροσολύμων Μόδεστον, και αν υπάγης εις αυτόν θέλει ιατρεύσει τους βόας σου».
Εκείνη δε εξυπνήσασα, έτρεξεν ευθύς αναζητούσα τον μέγαν Μόδεστον· και μη
ευρίσκουσα αυτόν, διότι κατώκει μακράν από τα Ιεροσόλυμα, εδέετο με θερμότητα
πίστεως να της φανερωθή ο ιατρός. Νύκτα λοιπόν τινά εφάνη εις το όραμα της
γυναικός ταύτης ο μέγς Μόδεστος λέγων· «Διατί, ω γύναι, θρηνείς κατά πολλά; Εγώ
είμαι ο Μόδεστος, τον οποίον ζητείς, και ακούσας την προσευχήν σου ήλθον δια να
θεραπεύσω τα βόδια σου· αλλ΄ άκουσόν μου, και ευθύς ως εγερθής, κόψε μέρος τι
από τα σιδηρά εργαλεία, τα οποία έχεις, λάβε τα τεμάχια, και πήγαινε εις τον
τόπον τον καλούμενον Λαγηνάς, εις τον οποίον είναι Ναός του Αρχιστρατήγου
Μιχαήλ. Εκεί, έμπροσθεν της κόγχης του Ναού τούτου, κατοικεί άνθρωπος τις,
Ευστάθιος λεγόμενος, όστις είναι τεχνίτης επιτήδειος, και με αυτά θέλει σου
κατασκευάσει Σταυρόν, τον οποίον λαβούσα φέρε εις τον οίκον σου, την δε ημέραν
ας λειτουργήσουν οι Ιερείς, ανάψατε και κηρία, οι δε Ιερείς ας αλείψουν τον
Σταυρόν με έλαιον, έπειτα από αυτό το έλαιον ας ραντίσουν τους βόας, και ευθύς
δια του ονόματος του Χριστού και της εμής επικλήσεως θέλει φύγει από αυτά η
ασθένεια». Ταύτα η γυνή διδαχθείσα από τον Άγιον, έκαμε καθώς εκείνος την
εδίδαξε και ιατρεύθησαν οι βόες της· όθεν ειργάζοντο ανεμποδίστως και πάντες
εδόξαζον τον Θεόν, τον δόντα τοιαύτην εξουσίαν εις τον δούλον του Μόδεστον.
Έπαυσε δε και ηφανίσθη πάσα η τέχνη των απίστων και των μάγων, και δεν ηδύναντο
να βλάψουν τους οίκους των πιστών, οίτινες προσέτρεχον εις την δύναμιν του
θαυμαστού εκείνου Σταυρού. Αλλά και τώρα, όστις μετά πίστεως εορτάση του Αγίου
τούτου την μνήμην και κατασκευάζων
Σταυρόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπον, κάμνη κατ΄ έτος όσα εγράψαμεν ανωτέρω,
θέλει φυλαχθή ο οίκος του και όλα τα ζώα του αβλαβή, δια της Χάριτος του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού, από πάσαν διαβολικήν ενέργειαν και ανθρωπίνην βλάβην. Κατ΄
εκείνον τον καιρόν, κατά τον οποίον ο μέγας ούτος Ιεράρχης Μόδεστος έκαμνε
τοιαύτα παράδοξα εν Ιεροσολύμοις, διατρέχουσα η φήμη του πανταχού, έφθασε και
μέχρι του βασιλέως, οι δε Εβραίοι, φθόνω κινούμενοι, είπον προς αυτόν·
«Βασιλεύς, ο Μόδεστος δια της μαγικής του τέχνης απατά τον λαόν και υβρίζει
τους θεούς». Ακούσας ταύτα ο ματαιόφρων βασιλεύς είπεν εις τους στρατιώτας·
«Έως πότε θα υποφέρωμεν τας μαγείας τούτου του ανθρώπου; Υπάγετε και ζητήσατε
αυτόν και αφού τον εύρετε φέρατέ τον εις εμέ, και εγώ δια πολλών ειδών βασάνων
θέλω ελέγξει τας μαγείας του». Απελθόντες λοιπόν οι στρατιώται εύρον τον Άγιον
και συλλαβόντες αυτόν επήγαινον εις τον βασιλέα. Καθ΄ οδόν τους υπήντησεν
Ιερεύς τις και λέγει του Αγίου δεόμενος· «Ελέησόν με, Πάτερ, διότι οι βόες μου
πάντοτε ψοφούν». Ο δε Άγιος του είπε· «Με βλέπεις δεδεμένον και προς βασάνους
απερχόμενον, και μου ζητείς βοήθειαν»; Ο δε πάλιν εδέετο· όθεν σπλαγχνισθείς
αυτόν του είπε· «Άπελθε, και εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κάμε
τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, επικαλέσου δε Αυτόν επί τω ονόματι του αμαρτωλού
Μοδέστου, και Αυτός θέλει είναι εις βοήθειαν και σύστασιν των βοών σου· και εγώ
μεν πηγαίνω να θανατωθώ, εάν δε συ τιμήσης την ημέραν της τελευτής μου, θέλω
είμαι και εγώ πάντοτε μετά σου, επικαλούμενος τον Θεόν εις βοήθειάν σου».
Βλέποντες οι στρατιώται
τον Άγιον αργοπορούντα εις την συνομιλίαν του μετά του ανθρώπου εκείνου, τον
έδειραν λέγοντες· «Εις τον βασιλέα επροστάχθημεν να σε υπάγωμεν· όθεν βάδιζε
γρήγορα δια να μη κινδυνεύσωμεν και ημείς δια σε». Φθάσαντες δε εις το
βασιλικόν κριτήριον, είπεν ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Πόθεν σου εδόθη η χάρις;
Δεν σε φθάνει, ότι πιστεύεις τον Εσταυρωμένον ως Θεόν ομού με τους ομόφρονάς
σου, αλλά επλάνησες και όλην την πόλιν, και σε πιστεύουν ως Θεόν»; Και ο Άγιος
είπε· «Κακομήχανε και δολιώτατε άνθρωπε, εμέ κανείς δεν με προσεκύνησεν ως
Θεόν, αλλά τιμώσιν ως δούλον Θεού, προσκυνούσι δε τον Εσταυρωμένον Θεόν, καθώς
είπες, τον οποίον συ δεν είσαι άξιος να γνωρίσης». Ο δε βασιλεύς είπε· «Και
ποίος γνωρίζει τον Εσταυρωμένον δια Θεόν, παρά συ και οι σύντροφοί σου οι
μάγοι»; Ευθύς τότε προσέταξε και τον έδεσαν εις ημιόνους θηλυκάς και αγρίας
κατά πολλά, τας οποίας αφήκαν να τρέχουν δια να αφανισθή το σώμα του συρόμενον
επάνω εις τον πετρώδη εκείνον και σκληρόν τόπον. Ο δε Άγιος ευθύς ως ήπλωσε τας
χείρας του εις τας ημιόνους, εκείναι μεν έφυγον, αυτός δε εφαίνετο λελυμένος
και αβλαβής. Αλλ΄ ο ασύνετος βασιλεύς, και ταύτα βλέπων, δεν αντελαμβένετο την
αλήθειαν, αλλ΄ έλεγε προς τον Άγιον· «Αι μαγείαι σου μέλλουν να θανατώσουν και
τας ημιόνους». Όθεν δέσαντες και εκ
δευτέρου τας χείρας και τους πόδας αυτού, τον έδεσαν και εις τας ημιόνους και
δέροντες αυτάς τας εβίαζον μεγάλως να τρέχουν. Ο δε του Χριστού Μάρτυς
συρόμενος έλεγεν· «Εάν ο Θεός μεθ΄ ημών ουδείς καθ΄ ημών». Βοσκός δε τις βλέπων τον
Άγιον, και γνωρίσας ποίος ήτο, είπεν· «Ελέησόν με, Πάτερ, και βοήθει μοι, ίνα
δια των ευχών σου αποκτήσω μοσχάριον». Επιτιμήσας τότε ο Άγιος τας αγρίας
εκείνας ημιόνους, τας εσταμάτησεν ευθύς από την πορείαν των, εκάλεσε δε τον
βοσκόν και ήλθε πλησίον του ομού με την αγέλην του. Τότε ηυχήθη αυτόν ο Άγιος
λέγων· «Ο Θεός, όστις ηυλόγησε τα ποίμνια των βοών και των προβάτων του Αβραάμ,
αυτός να σου χαρίζη κατ΄ έτος δύο μόσχους, αρσενικόν και θηλυκόν». Και ο μεν
βουκόλος τυχών της αιτήσεως ανεχώρησεν ευφραινόμενος· ο δε Μάρτυς επετίμησε τας
ημιόνους και επέστρεψαν εις τον ίδιον τόπον, εις τον οποίον τον έδεσαν· ωργίσθη
λοιπόν ο αλογώτερος των ζώων και αγριώτερος βασιλεύς, ότι δεν εθανατώθη ο
Άγιος, αλλ΄ έμεινεν αβλαβής. Όθεν προσέταξε και εκάρφωσαν εις τους μαρτυρικούς
πόδας του καρφία αιχμηρά αιχμηρά και κατόπιν τον κατεδίωκον στρατιώται δέροντες
αυτόν, έως εις τρία στάδια· αλλά και ταύτην την τιμωρίαν υπέμεινε γενναίως ο
μακάριος. Ο δε τύραννος νικηθείς προσέταξε και ήπλωσαν επί του εδάφους
τριβόλους σιδηρούς και οξείς, είπε δε να τρέξη επάνω αυτών ο Μάρτυς έως εν
στάδιον· ο δε Δεσπότης Χριστός και τότε εχάρισεν υπομονήν εις τον δούλον του
και ουδεμίαν υπέστη βλάβην.
Ήσαν δε τότε εκεί Εβραίοι τινές, οίτινες βλέποντες το αήττητον του
Μάρτυρος, έλεγον μεταξύ των οι ανήμεροι του ανημέρου τυράννου υπηρέται·
«Βλέπετε ότι δεν ημπορούμεν να του κάμωμεν κανέν κακόν; Ελάτε λοιπόν να τον
λιθοβολήσωμεν, έως ου να σκεπάσωμεν με τας πέτρας την ασύνετον κεφαλήν του».
Ταύτα εκείνων λεγόντων προσέταξε περευθύς ο μιαρός βασιλεύς και τον παρέδωσαν
εις τους Εβραίους, οίτινες εκβαλόντες τον Άγιον έξω της πόλεως ελιθοβόλουν
αυτόν. Ίστατο δε ο Άγιος επί ώραν πολλήν προσευχόμενος, έως ου ο ήλιος μη
υποφέρων να βλέπη την τοιαύτην παρανομίαν εσκοτίσθη, ο δε Θεός δοξάζων τον
δούλον του έστρεψε τους λίθους, τους οποίους του έρριπτον οι φονείς Ιουδαίοι,
εις τα οπίσω. Ο δε δίκαιος με την θείαν πάλιν δύναμιν εφαίνετο απαθής· οι δε
θαυμάζοντες έλεγον· «Χωρίς άλλο μάγος είναι, διότι μήπως δεν ελιθοβόλησαν και
τον Στέφανον εκείνον οι πρόγονοί μας;
αλλ΄ εις εκείνον δεν ηκολούθησε τίποτε τοιούτον, διότι δεν ήτο μάγος, ως
ούτος ο κακοθάνατος». Και πάλιν απορούντες, συνεβουλεύθησαν με τον βασιλέα και
τον έβαλον εις λέβητα γεμάτον από μόλυβδον, έπειτα ήναψαν κάτωθεν μεγάλην πυράν
και τον άφησαν μέσα εξ ημέρας, ύστερον δε νομίσαντες οι ανόητοι ότι χωρίς άλλο
απέθανεν, έστειλάν τινας εξ αυτών να αφανίσουν και τα οστά του δια να μη τα
εύρουν οι Χριστιανοί και τα τιμήσουν. Επλανήθησαν όμως οι άφρονες,
διότι κατά την νύκτα εκείνην ήρπασαν οι Χριστιανοί ζώντα τον Μάρτυρα και τον
είχον μαζί των. Οι δε σταλέντες, ιδόντες αυτόν ζώντα και αβλαβή, εξεπλάγησαν
και συλλαβόντες αυτόν τον επήγαν εις τον βασιλέα. Ιδών δε αυτόν ο σκληρός εκείνος
και θηριώδης τύραννος, προσέταξεν ευθύς και ετρύπησαν κολώναν, μέσα εις την
οποίαν έδεσαν σφιγκτά τας χείρας του Αγίου· έπειτα του έχυνον επάνω εις το
γυμνόν του σώμα μόλυβδον αναλελυμένον και ζέοντα, ήναψαν δε και γύρωθέν του
μεγάλην πυράν. Ο δε μακάριος Μόδεστος από όλα αυτά έμεινεν αβλαβής, έχων τον
ύψιστον Θεόν καταφυγήν του, δια τούτο ουδέν κακόν, ούτε μάστιξ ήγγιζεν εις το
σώμα του· διότι ευθύς η πυρά εσβέσθη, η κολώνα συνετρίβη και ο Μάρτυς ανατείνων
τας χείρας εις τον ουρανόν, ηυχαρίστει τον Θεόν. Οι δε ασεβείς, ελθόντες πάλιν
και ιδόντες τον Μάρτυρα ζώντα και προσευχόμενον, του έλεγον· «Θυσίασον,
Μόδεστε, εις τους θεούς δια να ελευθερωθής από τα βάσανα». Ο δε του Χριστού
Αθλητής είπεν· «Εγώ ένα Θεόν προσκυνώ και σέβομαι». Τότε πάλιν έβαλον τους
πόδας του εις το ξύλον και του έχυνον πάλιν μόλυβδον κοχλάζοντα εις το σώμα
του, αλλά και τότε αβλαβής εφαίνετο ο Άγιος. Οι δε ασεβείς εκείνοι και
δαιμονιώδεις, φιλονικούντες να νικήσουν την ανδρείαν του Αγίου, (ω της ωμότητος
και ασπλαγχνίας!) ήλειψαν την κεφαλήν του με πίσσαν και έλαιον, έπειτα θέσαντες
εις αυτήν πυρ, οι άξιοι ως αληθώς του αιωνίου πυρός, τον άφησαν να περιπατή δια
μέσου της πόλεως. Δια ταύτην δε την βάσανον του Αγίου εθυμώθη όλη η πόλις και
κατεβόων πάντες εναντίον των. Ο δε βασιλεύς, μαθών ότι έγινε σύγχυσις,
προσέταξε και τον έφεραν πάλιν ενώπιόν του, και ηρώτησε τους άρχοντάς του
λέγων· «Τι λέγετε σεις δια τον Μόδεστον; Βλέπετε ότι ουδεμία βάσανος δεν τον
έβλαψε, και τώρα, αν τον αφήσωμεν, μέλλει να πλανήση όλον τον λαόν να πιστεύσουν
τον Εσταυρωμένον». Οι δε είπον· «Βασιλεύ, μη προστάξης πλέον άλλο τι, παρά
μόνον να τον αποκεφαλίσουν». Αφού δε προσεκόμισαν ξίφος τι, έδειξεν αυτό ο
βασιλεύς εις τον Μάρτυρα λέγων· «Μόδεστε, ή ομολόγησον τας μαγείας σου ή τώρα
προστάζω να σε αποκεφαλίσουν». Ο δε Μάρτυς είπε με πολλήν ευφροσύνην· «Αληθώς
σήμερον γίνεσαι πρόξενος εις εμέ να κερδήσω την Βασιλείαν των ουρανών και τα
αιώνια αγαθά, τα οποία από πολλού επεθύμουν». Βλέπων λοιπόν ο βασιλεύς το
στερεόν και αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, απεφάσισεν ούτως: «Επειδή ο
Μόδεστος δεν πείθεται εις την βασιλείαν μας ουδέ θυσιάζει εις τους αθανάτους
θεούς, προστάζω να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως». Έφεραν λοιπόν οι
στρατιώται τον Άγιον εις τον διωρισμένον τόπον και ζητήσας ολίγον καιρόν,
προσηυχήθη λέγων ούτω· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο δημιουργός του φωτός, καταξίωσόν
με της σης Βασιλείας, ότι σε, Δέσποτα, και μόνον επεπόθησεν η ψυχή μου και δια
σε θανάτου και βασάνων κετεφρόνησα. Μη λοιπόν ανάξιον κρίνης με, φιλάνθρωπε,
των σων αγαθών και δέομαί σου, όστις με επικαλεσθή και με εορτάζη και όποιος
αναγνώση το Μαρτύριόν μου, βοήθησον αυτόν πάντοτε και χάριζέ του πλούσια τα
ελέη σου, αποδίωξον δε από τον οίκον αυτού και από όλα τα κτήνη του πάσαν
βλάβην και ασθένειαν και πλήθυνον αυτά, ως ηυλόγησας και επλήθυνας τα ποίμνια
του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ και πάντων των σων δούλων, ότι ευλογητός ει
εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα ειπών και ευξάμενος, απεκεφαλίσθη τη
ιη΄Δεκεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, διότι ούτω παρεκάλεσε τον Κύριον, επειδή εις
ταύτην την ημέραν έγινε και η κοσμοσωτήριος Σταύρωσις. Όσοι δε εκ πίστεως και
πόθου εορτάζουσι τον Άγιον, έχουν τον Θεόν βοηθόν εις τον οίκον των και τους
ελευθερώνει από παντός κακού. Ήτο δε ο Άγιος όλως διόλου αμνησίκακος, καθώς
απέδειξε τούτο το εξής γεγονός. Οι υιοί του χρυσοχόου, οι πωλήσαντες τον Άγιον
εις την Αίγυπτον, επήγαν ποτε εις τα Ιεροσόλυμα, χωρίς να γνωρίζουν ότι εκεί
Πατριάρχης ήτο εκείνος, τον οποίον αυτοί είχον πωλήσει· ο δε αμνησίκακος
Μόδεστος, όχι μόνον δεν τους ετιμώρησεν, αλλ΄ εις εκδίκησιν του κακού, το
οποίον έκαμαν εις αυτόν, τους εδέχθη ασπασίως, τους εφιλοξένησε φιλοφρόνως και
τους ευηργέτησε μεγαλοπρεπώς. Ούτω λοιπόν πολιτευσάμενος ο Άγιος, απήλθεν εις
τας αιωνίους μονάς· εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει η δόξα και το
κράτος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου