Βονιφάτιος ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του αντιχρίστου
βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284- 305), ήτο
δε εις την Ρώμην δούλος της Αγλαϊδος, ήτις ήτο γυνή συγκλητική, θυγάτηρ Ακακίου
ανθυπάτου Ρώμης. Αύτη δε η Αγλαϊς, ούσα από γένος λαμπρότατον, ήτο και ωραία
εις το κάλλος του σώματος, αλλά και πλουσία πολύ από χρήματα, και από άλλα
αγαθά πρόσκαιρα, εκ των οποίων ήτο παραδεδομένη εις τας σαρκικάς ηδονάς, καθώς
δυστυχώς πράττουν οι περισσότεροι εκ των εχόντων ταύτα, διότι με το να έχουν
πολλά, εκτελούν της σαρκός τα θελήματα.
Ήτο δε ο Βονιφάτιος γνωστικός και ωραίος άνθρωπος, ελεήμων κατά πολλά και συμπαθής προς τους πένητας, η δε κυρία του Αγλαϊς είχε καταστήσει αυτόν οικονόμον της περιουσίας της και γραμματέα της. Ούτος λοιπόν, καθό άνθρωπος, ενικάτο από τον οίνον και από τον έρωτα της κυρίας του, επειδή εκείνη δεν είχεν άνδρα, και καθ΄ εκάστην ημάρτανον· πλην τόσον ήτο σπλαγχνικώτατος και φιλόξενος, ως άλλος ουδείς κατά αλήθειαν, και όταν έβλεπεν οδοιπόρους τινάς τους έπαιρνεν εις την οικίαν του και τους εφίλευε φιλοφρόνως ο φιλότιμος και φιλόχρηστος. Διψασμένους καθ΄ εκάστην επότιζε, γυμνούς ενέδυε, και πάντας τους ενδεείς επεμελείτο πλουσιοπαρόχως, καθώς το έχουν εκ φύσεως οι πορνεύοντες και δίδουν πολλάς ελεημοσύνας, μήπως και σβύσουν με το έλεος της συμπαθείας το πυρ της κολάσεως. Ήτο λοιπόν πολύς προς την αρετήν και θαυμάσιος ο γνωστικός Βονιφάτιος, μόνον δε η ακρασία και ακολασία του τον εκώλυε και δεν είχε το τέλειον ο μακάριος· αλλά εις ολίγον καιρόν τον ηξίωσεν ο Δεσπότης Χριστός (βλέπων την μεγάλην του αρετήν) να ξεπλύνη με το αίμα του Μαρτυρίου τον μολυσμόν της σαρκός και να γίνη όλως καθαρός και λαμπρότατος. Και ακούσατε οι αμαρτήσαντες, δια να γνωρίσετε, ότι πας ακόλαστος δύναται να απολαύση Βασιλείαν ουράνιον, αρκεί μόνον να κάμη αποχήν του κακού και ικανήν κατά την αμαρτίαν μετάνοιαν. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την νατολήν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, η δε Αγλαϊς, η κυρία του Βονιφατίου, είχε πόθον πολύν να αποκτήση ιερά τινα Λείψανα Αγίων Μαρτύρων· όθεν είπε τον λογισμόν της προς εκείνον, γνωρίζουσα ότι αυτός ήτο πιστός και επιμελέστατος και άξιος να εκπληρώση τον ένθεον πόθον της. Είπε λοιπόν προς αυτόν η Αγλαϊς ταύτα· «Γνωρίζεις, αδελφέ, πόσας αμαρτίας επράξαμεν, και ποσάκις το κατ΄ εικόνα Θεού εμολύναμεν, και οποίαι τιμωρίαι μάς ναμένουν εις την αιώνιον κόλασιν· πλην ήκουσα από τινα ενάρετον και ευσεβή άνδρα, ότι όποιος τιμά τα άγια Λείψανα έχει μισθόν μέγαν παρά Θεού και αντάμειψιν. Λοιπόν καθώς ήσουν έως τώρα εις το κακόν πρόθυμος, ούτω πλήρωσόν μου και την επιθυμίαν ταύτην την ψυχωφελή και σωτήριον· ύπαγε σπουδαίως εις την Ασίαν, εις την οποίαν εμαρτύρησαν πολλοί Άγιοι, να φέρης όσα δυνηθής από τα τίμια αυτών και σεβάσμια Λείψανα, να τους οικοδομήσωμεν Ναούς, δια να έχωμεν την χάριν των εις την ψυχήν μας βοήθειαν». Ταύτα εκείνης ειπούσης υπεσχέθη ο Βονιφάτιος να τελέση μετά χαράς το προστασσόμενον. Όθεν έδωκε προς αυτόν άφθονα χρήματα δια να αγοράση ιερά Λείψανα και να διαμοιράση και εις πένητας. Απέστειλε δε μετά του Βονιφατίου και δώδεκα ιππείς, προς συνοδείαν αυτού, ως και σινδόνας, αρώματα, μύρα ευωδέστατα, και παν άλλο αρμόδιον προς τιμήν των αγίων Λειψάνων ως έπρεπεν. Όταν δε ο Βονιφάτιος απεχαιρέτησε την Αγλαϊδα, είπε προς αυτήν μειδιών· «Άραγε, δέσποινα, εάν επιτύχω να σου φέρουν το ιδικόν μου Λείψανον, καταδέχεσαι να τιμήσης αυτό ως άγιον»; Ταύτα μεν είπε χαριεντιζόμενος, ή ίσως να τον εφώτισεν ο Θεός και προείπεν εκείνο όπερ έγινε κατόπιν. Η δε Αγλαϊς απεκρίνατο· «Δεν είναι καιρός δι΄ αστεία, Βονιφάτιε, αλλ΄ ύπαγε κοσμίως και με ευλάβειαν να τελέσης το προστασσόμενον, συλλογιζόμενος ότι τα άγια Λείψανα, τα οποία μέλλεις να φέρης, δεν είμεθα άξιοι συ και εγώ να τα εγγίσωμεν ούτε καν να τα κυττάξωμεν με τους οφθαλμούς μας· άπελθε λοιπόν εις ειρήνην, και αυτός ο Θεός, όστις δι΄ ημάς έλαβε σάρκα και θάνατον, να μας συγχωρήση τα πταίσματα και να αποστείλη τον Άγγελον αυτού έμπροσθέν σου, να σου κατευθύνη τα διαβήματα». Αυτά τα λόγια ωφέλησαν πολύ τον Βονιφάτιον και έγινε προς τα θεία ευσεβέστερος. Όθεν ούτε κρέας έφαγε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην, ούτε οίνον εδοκίμασεν, αλλά ενθυμούμενος τας αμαρτίας του εφρόντιζε δια την ψυχικήν του σωτηρίαν και δεν επεμελείτο ουδόλως δια το σώμα, αλλά διήρχετο με πολλήν προσοχήν, και ευλάβειαν, αναλογιζόμενος τας πράξεις αυτού, διότι ο φόβος γεννά την προσοχήν, και αυτή την γαλήνην και την κατάστασιν εκείνην, με την οποίαν γνωρίζει έκαστος τας ασχημίας και ανομίας του, και ούτως έρχεται προς μετάνοιαν, καθώς έκαμε και ο σοφός την ψυχήν Βονιφάτιος, όστις, έχων πόθον να γίνη φίλος του Δεσπότου Χριστού, εγκρατεύετο από τα παχύτερα φαγητά και ενήστευε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην ευχόμενος. Αφού λοιπόν έφθασεν εις την Ασίαν ο Άγιος επήγεν εις την Ταρσόν της Κιλικίας, εις την οποίαν ηγωνίζοντο τότε πολλοί Μάρτυρες, και τους μεν άλλους συντρόφους του αφήκεν εις το ξενοδοχείον να αναπαύωνται, αυτός δε απήλθεν ευθύς εις το στάδιον και βλέπει τους Αγίους τιμωρουμένους με διάφορα κολαστήρια, και άλλους μεν ερράβδιζαν, άλλων δε έκοπτον τας χείρας και τους πόδας, και με ράβδους τους συνέτριβον τα οστά οι ανηλεείς και άσπλαγχνοι. Αλλά ταύτα πάντα πάσχοντες οι γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί έχαιρον, συλλογιζόμενοι την μέλλουσαν ανταπόδοσιν. Ταύτα βλέπων ο Βονιφάτιος και θαυμάζων την καρτερίαν και υπομονήν αυτών, εθερμάνθη προς τον όμοιον ζήλον και παρρησιάζει την ευσέβειαν αυτού λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, όστις βοηθεί τους Αγίους του». Ταύτα εκβοήσας μεγαλοφώνως, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, οίτινες ήσαν τον αριθμόν είκοσι, και καταφιλών τα εναπομείναντα μέλη του σώματός των, τους εμακάριζε δια τα βασανιστήρια τα οποία έλαβον και τους παρεκίνει και ηρέθιζεν εις τα μέλλοντα, να μη δειλιάσουν ολίγον πόνον, δια να εύρουν ευφροσύνην και ανάπαυσιν αιώνιον, τους παρεκάλει δε να κάμουν δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν, να τους συνοδεύση εις το Μαρτύριον, δια να γίνη και της δόξης αυτών συμμέτοχος. Τούτον ιδών ο άρχων, ηρώτησεν αυτόν, τις και πόθεν ήτο και τι εζήτει. Ο δε απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι και ονομάζομαι Βονιφάτιος, ήλθον δε από την Ρώμην επιταυτού δια να μαρτυρήσω την αλήθειαν του Χριστού μου». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Πριν αφανίσω τας σάρκας σου και συντρίψω τα οστά σου, ποίησον το συμφέρον σου, προσκύνησον τους σπλαγχνικούς θεούς, δια να λάβης παρ΄ αυτών πολλάς ευεργεσίας, ημείς δε οι άρχοντες να σε τιμήσωμεν με πλούτον και δόξαν πολλήν». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Ούτε καν να σου αποκριθώ είναι δίκαιον· μόνον τούτο σου λέγω, ότι είμαι Χριστιανός, και δος μοι όσας τιμωρίας βούλεσαι». Τότε τον ετάνυσαν και τον έδειραν τόσον δυνατά, ώστε εφαίνοντο τα οστά του. Ο δε Βονιφάτιος υπέμεινε τας πληγάς κυττάζων ακλινώς προς τους λοιπούς Μάρτυρας. Βλέπων δε αυτόν ο άρχων, ότι δεν εδειλίαζε ποσώς από την οδυνηράν ταύτην βάσανον, προστάσσει να τον αφήσουν ολίγον, και του λέγει· «Ας γίνουν εις σε, Βονιφάτιε, αυτά τα παθήματα μαθήματα, να κάμης το συμφέρον σου, πριν λάβης χειρότερα κολαστήρια». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν εντρέπεσαι να μου λέγης να προσκυνήσω θεούς αναισθήτους, ανόητε; Και νομίζεις ότι θέλεις με νικήσει με παιδευτήρια»; Ταύτα ακούων ο τύραννος εθυμώθη κατά του Μάρτυρος και προσέταξε να καρφώσουν καλάμους οξείς εις τους όνυχας αυτού. Είναι δε η βάσανος αύτη δριμυτάτη και πανώδυνος, τόσον ώστε όχι μόνον να πάθη τις αυτήν, αλλά και εις την ακοήν της δειλιά και τρέμει χωρίς να την δοκιμάση. Αλλ΄ ο Μάρτυς ταύτα πάσχων ύψωσε προς ουρανόν την διάνοιαν, και δεν εσκέπτετο ουδόλως την οδύνην ο αξιέπαινος. Όθεν ο δυσσεβής τύραννος, βλέπων ότι ματαίως εβασανίζετο και δεν ηδύνατο να νικήση τον Μάρτυρα, εύρεν άλλην χαλεπωτέραν βάσανον, και προστάσσει να ανοίξουν το στόμα του και να χύσουν εντός αυτού βρασμένον μόλυβδον. Ταύτα ακούσας ο Άγιος ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς λέγων· «Δέσποτά μου Ιησού Χριστέ, όστις με ενεδυνάμωσες να νικήσω τα πρότερα κολαστήρια, ελθέ και τώρα να με βοηθήσης, η παρηγορία και παράκλησίς μου, ελαφρύνων την εμήν οδύνην και κάκωσιν, και δος μοι νίκην κατά του σατανά και του άρχοντος, διότι, καθώς γνωρίζεις, δια την αγάπην σου βασανίζομαι». Ταύτα ειπών παρεκάλει τους Αγίους να κάμουν δι΄ αυτόν δέησιν, όπως τον ενδυναμώση ο Κύριος, όπερ και εγένετο και ηύχοντο οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες προς τον Θεόν δια τον Βονιφάτιον να του δώση νίκην, να τελειώση την άθλησιν. Όταν λοιπόν ανέλυσαν οι υπηρέται τον μόλυβδον και ήθελον να χύσουν αυτόν με την χώνην εις την κοιλίαν τού Μάρτυρος, ηγανάκτησαν οι παρεστώτες δια την ωμότητα του άρχοντος, όχι μόνον δια τον Βονιφάτιον, αλλά και δια τους άλλους Αγίους, τους οποίους εβασάνιζε με σκληρότατα κολαστήρια· όθεν μη υποφέροντες τοσαύτην θηριόγνωμον ψυχήν ανεβόησαν λέγοντες· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, μέγας είσαι, Χριστέ Βασιλεύ, εις σε και ημείς πάντες πιστεύομεν». Ταύτα λέγοντες, το μεν βωμόν όστις ήτο εκεί πλησίον κατέστρεψαν, τον δε άρχοντα ελιθοβόλησαν, τόσον ώστε εκινδύνευσε να απολεσθή από τους λίθους ο άθλιος· όθεν έφυγεν έντρομος και κατά πολλά αισχυνόμενος. Κατά δε την επομένην ημέραν εκάθησε πάλιν εις το κριτήριον ο αλιτήριος, δια να αποπλύνη δε την ύβριν της προηγουμένης ωνείδιζε τον Μάρτυρα χλευάζων τον Χριστόν, ότι ως ληστής και κακοποιός εσταυρώθη. Ο δε Άγιος ήλεγχε τον τύραννον περισσότερον, εκείνος δε μη υποφέρων την εξουδένωσιν κατεδίκασε τον Αθλητήν, να τον βάλουν εις λέβητα γεμάτον πίσσαν, να τον βράσουν έως να διαλυθή τελείως, ο Θεός όμως δεν ημέλησε να θαυματουργήση και τότε, αλλ΄ έστειλεν εξ ουρανού Άγγελον, ο οποίος τον μεν Άγιον ως και ποτε τους Αγίους Τρεις Παίδας αβλαβή διεφύλαξεν, η δε φλοξ εκχυθείσα κατέκαυσεν όσους επρόφθασε.
Ήτο δε ο Βονιφάτιος γνωστικός και ωραίος άνθρωπος, ελεήμων κατά πολλά και συμπαθής προς τους πένητας, η δε κυρία του Αγλαϊς είχε καταστήσει αυτόν οικονόμον της περιουσίας της και γραμματέα της. Ούτος λοιπόν, καθό άνθρωπος, ενικάτο από τον οίνον και από τον έρωτα της κυρίας του, επειδή εκείνη δεν είχεν άνδρα, και καθ΄ εκάστην ημάρτανον· πλην τόσον ήτο σπλαγχνικώτατος και φιλόξενος, ως άλλος ουδείς κατά αλήθειαν, και όταν έβλεπεν οδοιπόρους τινάς τους έπαιρνεν εις την οικίαν του και τους εφίλευε φιλοφρόνως ο φιλότιμος και φιλόχρηστος. Διψασμένους καθ΄ εκάστην επότιζε, γυμνούς ενέδυε, και πάντας τους ενδεείς επεμελείτο πλουσιοπαρόχως, καθώς το έχουν εκ φύσεως οι πορνεύοντες και δίδουν πολλάς ελεημοσύνας, μήπως και σβύσουν με το έλεος της συμπαθείας το πυρ της κολάσεως. Ήτο λοιπόν πολύς προς την αρετήν και θαυμάσιος ο γνωστικός Βονιφάτιος, μόνον δε η ακρασία και ακολασία του τον εκώλυε και δεν είχε το τέλειον ο μακάριος· αλλά εις ολίγον καιρόν τον ηξίωσεν ο Δεσπότης Χριστός (βλέπων την μεγάλην του αρετήν) να ξεπλύνη με το αίμα του Μαρτυρίου τον μολυσμόν της σαρκός και να γίνη όλως καθαρός και λαμπρότατος. Και ακούσατε οι αμαρτήσαντες, δια να γνωρίσετε, ότι πας ακόλαστος δύναται να απολαύση Βασιλείαν ουράνιον, αρκεί μόνον να κάμη αποχήν του κακού και ικανήν κατά την αμαρτίαν μετάνοιαν. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την νατολήν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, η δε Αγλαϊς, η κυρία του Βονιφατίου, είχε πόθον πολύν να αποκτήση ιερά τινα Λείψανα Αγίων Μαρτύρων· όθεν είπε τον λογισμόν της προς εκείνον, γνωρίζουσα ότι αυτός ήτο πιστός και επιμελέστατος και άξιος να εκπληρώση τον ένθεον πόθον της. Είπε λοιπόν προς αυτόν η Αγλαϊς ταύτα· «Γνωρίζεις, αδελφέ, πόσας αμαρτίας επράξαμεν, και ποσάκις το κατ΄ εικόνα Θεού εμολύναμεν, και οποίαι τιμωρίαι μάς ναμένουν εις την αιώνιον κόλασιν· πλην ήκουσα από τινα ενάρετον και ευσεβή άνδρα, ότι όποιος τιμά τα άγια Λείψανα έχει μισθόν μέγαν παρά Θεού και αντάμειψιν. Λοιπόν καθώς ήσουν έως τώρα εις το κακόν πρόθυμος, ούτω πλήρωσόν μου και την επιθυμίαν ταύτην την ψυχωφελή και σωτήριον· ύπαγε σπουδαίως εις την Ασίαν, εις την οποίαν εμαρτύρησαν πολλοί Άγιοι, να φέρης όσα δυνηθής από τα τίμια αυτών και σεβάσμια Λείψανα, να τους οικοδομήσωμεν Ναούς, δια να έχωμεν την χάριν των εις την ψυχήν μας βοήθειαν». Ταύτα εκείνης ειπούσης υπεσχέθη ο Βονιφάτιος να τελέση μετά χαράς το προστασσόμενον. Όθεν έδωκε προς αυτόν άφθονα χρήματα δια να αγοράση ιερά Λείψανα και να διαμοιράση και εις πένητας. Απέστειλε δε μετά του Βονιφατίου και δώδεκα ιππείς, προς συνοδείαν αυτού, ως και σινδόνας, αρώματα, μύρα ευωδέστατα, και παν άλλο αρμόδιον προς τιμήν των αγίων Λειψάνων ως έπρεπεν. Όταν δε ο Βονιφάτιος απεχαιρέτησε την Αγλαϊδα, είπε προς αυτήν μειδιών· «Άραγε, δέσποινα, εάν επιτύχω να σου φέρουν το ιδικόν μου Λείψανον, καταδέχεσαι να τιμήσης αυτό ως άγιον»; Ταύτα μεν είπε χαριεντιζόμενος, ή ίσως να τον εφώτισεν ο Θεός και προείπεν εκείνο όπερ έγινε κατόπιν. Η δε Αγλαϊς απεκρίνατο· «Δεν είναι καιρός δι΄ αστεία, Βονιφάτιε, αλλ΄ ύπαγε κοσμίως και με ευλάβειαν να τελέσης το προστασσόμενον, συλλογιζόμενος ότι τα άγια Λείψανα, τα οποία μέλλεις να φέρης, δεν είμεθα άξιοι συ και εγώ να τα εγγίσωμεν ούτε καν να τα κυττάξωμεν με τους οφθαλμούς μας· άπελθε λοιπόν εις ειρήνην, και αυτός ο Θεός, όστις δι΄ ημάς έλαβε σάρκα και θάνατον, να μας συγχωρήση τα πταίσματα και να αποστείλη τον Άγγελον αυτού έμπροσθέν σου, να σου κατευθύνη τα διαβήματα». Αυτά τα λόγια ωφέλησαν πολύ τον Βονιφάτιον και έγινε προς τα θεία ευσεβέστερος. Όθεν ούτε κρέας έφαγε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην, ούτε οίνον εδοκίμασεν, αλλά ενθυμούμενος τας αμαρτίας του εφρόντιζε δια την ψυχικήν του σωτηρίαν και δεν επεμελείτο ουδόλως δια το σώμα, αλλά διήρχετο με πολλήν προσοχήν, και ευλάβειαν, αναλογιζόμενος τας πράξεις αυτού, διότι ο φόβος γεννά την προσοχήν, και αυτή την γαλήνην και την κατάστασιν εκείνην, με την οποίαν γνωρίζει έκαστος τας ασχημίας και ανομίας του, και ούτως έρχεται προς μετάνοιαν, καθώς έκαμε και ο σοφός την ψυχήν Βονιφάτιος, όστις, έχων πόθον να γίνη φίλος του Δεσπότου Χριστού, εγκρατεύετο από τα παχύτερα φαγητά και ενήστευε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην ευχόμενος. Αφού λοιπόν έφθασεν εις την Ασίαν ο Άγιος επήγεν εις την Ταρσόν της Κιλικίας, εις την οποίαν ηγωνίζοντο τότε πολλοί Μάρτυρες, και τους μεν άλλους συντρόφους του αφήκεν εις το ξενοδοχείον να αναπαύωνται, αυτός δε απήλθεν ευθύς εις το στάδιον και βλέπει τους Αγίους τιμωρουμένους με διάφορα κολαστήρια, και άλλους μεν ερράβδιζαν, άλλων δε έκοπτον τας χείρας και τους πόδας, και με ράβδους τους συνέτριβον τα οστά οι ανηλεείς και άσπλαγχνοι. Αλλά ταύτα πάντα πάσχοντες οι γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί έχαιρον, συλλογιζόμενοι την μέλλουσαν ανταπόδοσιν. Ταύτα βλέπων ο Βονιφάτιος και θαυμάζων την καρτερίαν και υπομονήν αυτών, εθερμάνθη προς τον όμοιον ζήλον και παρρησιάζει την ευσέβειαν αυτού λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, όστις βοηθεί τους Αγίους του». Ταύτα εκβοήσας μεγαλοφώνως, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, οίτινες ήσαν τον αριθμόν είκοσι, και καταφιλών τα εναπομείναντα μέλη του σώματός των, τους εμακάριζε δια τα βασανιστήρια τα οποία έλαβον και τους παρεκίνει και ηρέθιζεν εις τα μέλλοντα, να μη δειλιάσουν ολίγον πόνον, δια να εύρουν ευφροσύνην και ανάπαυσιν αιώνιον, τους παρεκάλει δε να κάμουν δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν, να τους συνοδεύση εις το Μαρτύριον, δια να γίνη και της δόξης αυτών συμμέτοχος. Τούτον ιδών ο άρχων, ηρώτησεν αυτόν, τις και πόθεν ήτο και τι εζήτει. Ο δε απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι και ονομάζομαι Βονιφάτιος, ήλθον δε από την Ρώμην επιταυτού δια να μαρτυρήσω την αλήθειαν του Χριστού μου». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Πριν αφανίσω τας σάρκας σου και συντρίψω τα οστά σου, ποίησον το συμφέρον σου, προσκύνησον τους σπλαγχνικούς θεούς, δια να λάβης παρ΄ αυτών πολλάς ευεργεσίας, ημείς δε οι άρχοντες να σε τιμήσωμεν με πλούτον και δόξαν πολλήν». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Ούτε καν να σου αποκριθώ είναι δίκαιον· μόνον τούτο σου λέγω, ότι είμαι Χριστιανός, και δος μοι όσας τιμωρίας βούλεσαι». Τότε τον ετάνυσαν και τον έδειραν τόσον δυνατά, ώστε εφαίνοντο τα οστά του. Ο δε Βονιφάτιος υπέμεινε τας πληγάς κυττάζων ακλινώς προς τους λοιπούς Μάρτυρας. Βλέπων δε αυτόν ο άρχων, ότι δεν εδειλίαζε ποσώς από την οδυνηράν ταύτην βάσανον, προστάσσει να τον αφήσουν ολίγον, και του λέγει· «Ας γίνουν εις σε, Βονιφάτιε, αυτά τα παθήματα μαθήματα, να κάμης το συμφέρον σου, πριν λάβης χειρότερα κολαστήρια». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν εντρέπεσαι να μου λέγης να προσκυνήσω θεούς αναισθήτους, ανόητε; Και νομίζεις ότι θέλεις με νικήσει με παιδευτήρια»; Ταύτα ακούων ο τύραννος εθυμώθη κατά του Μάρτυρος και προσέταξε να καρφώσουν καλάμους οξείς εις τους όνυχας αυτού. Είναι δε η βάσανος αύτη δριμυτάτη και πανώδυνος, τόσον ώστε όχι μόνον να πάθη τις αυτήν, αλλά και εις την ακοήν της δειλιά και τρέμει χωρίς να την δοκιμάση. Αλλ΄ ο Μάρτυς ταύτα πάσχων ύψωσε προς ουρανόν την διάνοιαν, και δεν εσκέπτετο ουδόλως την οδύνην ο αξιέπαινος. Όθεν ο δυσσεβής τύραννος, βλέπων ότι ματαίως εβασανίζετο και δεν ηδύνατο να νικήση τον Μάρτυρα, εύρεν άλλην χαλεπωτέραν βάσανον, και προστάσσει να ανοίξουν το στόμα του και να χύσουν εντός αυτού βρασμένον μόλυβδον. Ταύτα ακούσας ο Άγιος ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς λέγων· «Δέσποτά μου Ιησού Χριστέ, όστις με ενεδυνάμωσες να νικήσω τα πρότερα κολαστήρια, ελθέ και τώρα να με βοηθήσης, η παρηγορία και παράκλησίς μου, ελαφρύνων την εμήν οδύνην και κάκωσιν, και δος μοι νίκην κατά του σατανά και του άρχοντος, διότι, καθώς γνωρίζεις, δια την αγάπην σου βασανίζομαι». Ταύτα ειπών παρεκάλει τους Αγίους να κάμουν δι΄ αυτόν δέησιν, όπως τον ενδυναμώση ο Κύριος, όπερ και εγένετο και ηύχοντο οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες προς τον Θεόν δια τον Βονιφάτιον να του δώση νίκην, να τελειώση την άθλησιν. Όταν λοιπόν ανέλυσαν οι υπηρέται τον μόλυβδον και ήθελον να χύσουν αυτόν με την χώνην εις την κοιλίαν τού Μάρτυρος, ηγανάκτησαν οι παρεστώτες δια την ωμότητα του άρχοντος, όχι μόνον δια τον Βονιφάτιον, αλλά και δια τους άλλους Αγίους, τους οποίους εβασάνιζε με σκληρότατα κολαστήρια· όθεν μη υποφέροντες τοσαύτην θηριόγνωμον ψυχήν ανεβόησαν λέγοντες· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, μέγας είσαι, Χριστέ Βασιλεύ, εις σε και ημείς πάντες πιστεύομεν». Ταύτα λέγοντες, το μεν βωμόν όστις ήτο εκεί πλησίον κατέστρεψαν, τον δε άρχοντα ελιθοβόλησαν, τόσον ώστε εκινδύνευσε να απολεσθή από τους λίθους ο άθλιος· όθεν έφυγεν έντρομος και κατά πολλά αισχυνόμενος. Κατά δε την επομένην ημέραν εκάθησε πάλιν εις το κριτήριον ο αλιτήριος, δια να αποπλύνη δε την ύβριν της προηγουμένης ωνείδιζε τον Μάρτυρα χλευάζων τον Χριστόν, ότι ως ληστής και κακοποιός εσταυρώθη. Ο δε Άγιος ήλεγχε τον τύραννον περισσότερον, εκείνος δε μη υποφέρων την εξουδένωσιν κατεδίκασε τον Αθλητήν, να τον βάλουν εις λέβητα γεμάτον πίσσαν, να τον βράσουν έως να διαλυθή τελείως, ο Θεός όμως δεν ημέλησε να θαυματουργήση και τότε, αλλ΄ έστειλεν εξ ουρανού Άγγελον, ο οποίος τον μεν Άγιον ως και ποτε τους Αγίους Τρεις Παίδας αβλαβή διεφύλαξεν, η δε φλοξ εκχυθείσα κατέκαυσεν όσους επρόφθασε.
Ταύτα βλέπων ο δυσσεβής τύραννος και φοβηθείς την δύναμιν του Χριστού,
έτι δε και αισχυνόμενος να βλέπη τους θεούς του υβριζομένους από τον
Βονιφάτιον, τον κατέκρινεν εις θάνατον να τον αποκεφαλίσουν ως υβριστήν των
θεών και παραβάτην των βασιλικών διατάξεων. Ούτω λοιπόν έλαβον αυτόν οι
δορυφόροι και τον επήγαιναν εις τον τόπον της καταδίκης αγαλλόμενον· ο δε Άγιος
Μάρτυς εχαίρετο τόσον, ως να επήγαινεν εις ζωήν πανευφρόσυνον και όχι εις
θάνατον. Φθάσαντες δε εις τον ωρισμένον τόπον εζήτησεν ολίγην διορίαν από τους
στρατιώτας και σταθείς κατά ανατολάς, τοιαύτα προσηύξατο· «Κύριε και Θεέ μου,
απόστειλον εις εμέ τα ελέη σου, παραστάσου και γενού βοηθός μου κατά την ώραν
ταύτην, να μη με εμποδίση ο πονηρός δια τας αμαρτίας τας οποίας ετέλεσα
πρότερον ο αφρονέστατος, αλλά παράλαβε την ταπεινήν μου ψυχήν εν ειρήνη,
συναρίθμησον δε και εμέ τον ανάξιον δούλον σου μετ΄ εκείνων, οίτινες εφύλαξαν
την πίστιν απ΄ αρχής έως τέλους. Λύτρωσον δε και το περιπόθητόν σου ποίμνιον,
τον λαόν σου τον περιούσιον, από την ειδωλικήν δυσσέβειαν, ότι ευλογητός ει και
μένων εις τους αιώνας». Ταύτα του Αγίου ευξαμένου έκοψαν την μακαρίαν αυτού
κεφαλήν, έρρευσε δε από της τομής, ω του εξαισίου θαυματουργήματος! γάλα και
αίμα· το μεν αίμα εις σημείον της φύσεως, το δε γάλα εις μαρτύριον της Πίστεως·
όσοι δε έτυχον εκεί παρόντες εξέστησαν εις το μέγα τούτο θαυμάσιον και
επίστευσαν εις τον Χριστόν άνδρες πεντακόσιοι πενήκοντα. Τοιούτον τέλος έλαβε
δια τον αγαθοδότην Θεόν ο καλός Βονιφάτιος και ούτως ετελειώθη η προφητεία του
αληθέστατα. Βλέποντες οι σύντροφοι και συνοδοιπόροι του Αγίου την
παρατεινομένην απουσίαν αυτού και μη έχοντες ουδεμίαν περί τούτου πληροφορίαν,
ενόμισαν ότι εχρόνιζεν εις κανέν οινοπωλείον ή ευρίσκετο εις οίκον τινά της
απωλείας κατά την παλαιάν του συνήθειαν. Όθεν απελθόντες εζήτουν αυτόν,
ερευνώντες εις όλην την πόλιν και ακριβώς εξετάζοντες, ιδόντες δε τον αδελφόν
τού κομενταρησίου, ηρώτησαν αυτόν, εάν είδε ξένον τινά προχθές εις την αγοράν,
όστις ήθελε ν΄ αγοράση πραγματείαν πολύτιμον, ο δε απεκρίνατο λέγων· «Είδα
άνθρωπον τινα εις το στάδιον, όστις εμαρτύρησε δια ξίφους θάνατον προθύμως,
αλλά δεν γνωρίζω εάν ήτο εκείνος τον οποίον ζητείτε· ειπέτε μοι όμως τα σημεία
της μορφής του, να γνωρίσωμεν το βέβαιον, εάν ήτο εκείνος ή έτερος». Οι δε
ιστόρησαν δια λόγου τον Βονιφάτιον λέγοντες, ότι ήτο νέος την ηλικίαν, ξανθός
την τρίχα, την όψιν ωραίος και τα επόλοιπα της μορφής του σημεία και χαρακτήρας
της όψεως. Ο δε είπε προς αυτούς · «Εκείνος ήτο κατ΄ αλήθειαν». Αυτοί όμως δεν
επίστευον, γνωρίζοντες την προτέραν αυτού πολιτείαν την ασελγή και άσχημον·
όθεν παραλαβών αυτούς τους ωδήγησεν εις το στάδιον και τους έδειξε το ιερόν του
Μάρτυρος Λείψανον. Βλέποντες οι σύντροφοι του Αγίου το ιερόν αυτού σώμα χωρίς
την κεφαλήν δεν τον ανεγνώρισαν, έως ου εύρον και την τιμίαν του κεφαλήν, την
οποίαν σμίξαντες με το σώμα εβεβαιώθησαν, ότι αυτός εκείνος ήτο ο Βονιφάτιος·
όθεν έλαβον φόβον πολύν και αγαλλίασιν εκθαμβούμενοι· εφοβούντο μεν, μήπως και
κακίση δια την κατάκρισιν την οποίαν του έκαμαν, έχαιρον δε διότι ηξιώθησαν να
απολαύσουν τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον. Έκλαιον λοιπόν από την χαράν των και
εδέοντο του Αγίου να τους συγχωρήση το πταίσιμον. Ο δε Θεός, όστις δοξάζει τους
Αγίους του, ενήργησε και άλλο θαυμάσιον και καθώς εκόλλησαν την τιμίαν κεφαλήν
με το υπόλοιπον σώμα, ήνοιξεν ο Άγιος τους οφθαλμούς του και εκοίταξε τους
συντρόφους του φιλικά και ήμερα με ευσπλαγχνίαν μεγάλην, φανερώνων ασφαλώς με
το ιλαρόν εκείνο βλέμμα την αγάπην του και ότι τους συνεχώρησε το αμάρτημα και
δεν ενεθυμείτ την προτέραν ύβριν ως αμνησίκακος. Οι δε ιδόντες τοιούτον
θαυμάσιον εξεθαμβήθησαν και χέοντες δάκρυα θερμά εκ των οφθαλμών των, έλεγον·
«Δούλε του Θεού, μη ενθυμηθής τας ανομίας ημών και τον παραλογισμόν, τον οποίον
κατά της θείας και ιεράς κεφαλής σου ελαλήσαμεν, αλλά συγχώρησον ημάς ως
αμνησίκακος, ότι εξ αγνοίας ημάρτομεν». Έδωσαν λοιπόν φλωρία χρυσά πεντακόσια
και αγοράσαντες το άγιον εκείνο και πολυτιμότατον Λείψανον και ευωδιάσαντες
αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις θήκην πολύτιμον και δεν εζήτησαν άλλο
Λείψανον, έχοντες εκείνο του γνωρίμου και φίλου των. Καθώς δε ήρχοντο προς την
Ρώμην, κατέβη Άγγελος εξ ουρανού προς την Αγλαϊδα και της λέγει· «Έγειραι να
προϋπαντήσης τον ποτέ μεν δούλον σου, νυν δε αδελφόν ημών των Αγγέλων και
συλλειτουργόν γενόμενον· υπόδεξαι τον πρότερον ικέτην και υπηρέτην σου και τώρα
δεσπότην σου και τίμησον αυτόν ευλαβώς ως της ψυχής σου σωτήρα και της ζωής σου
χρησιμώτατον φύλακα». Ταύτα ακούσασα η γυνή ηγέρθη έντρομος και συναθροίσασα
τους πλέον επιφανείς και ευλαβεστέρους των Κληρικών, προϋπήντησαν με πολλήν
τιμήν τον Άγιον, τον οποίον και απέθεσαν εις τόπον αρμόδιον, έξω της πόλεως
πεντήκοντα στάδια. Έκτισε δε ύστερον εκεί η Αγλαϊς Ναόν περικαλλή και
περίφημον, εις τον οποίον ετελέσθησαν και τελούνται έως την σήμερον παράδοξα
θαύματα, δαίμονες διώκονται και νόσοι ανίατοι θεραπεύονται. Όχι δε μόνον από
σωματικάς ασθενείας, αλλά και από ψυχικάς ιατρεύθησαν αναρίθμητοι.
Η δε μακαρία
Αγλαϊς μετετράπη θείαν αλλοίωσιν δια πρεσβειών του Αγίου· όθεν διαμοιράσασα
όλον τον πλούτον της εις τους πτωχούς, επολιτεύθη το επίλοιπον της ζωής της
τοσούτον σώφρονα και ενάρετα και με τοσαύτην σκληραγωγίαν και άσκησιν, ώστε
επερίσσευσεν η αγιωσύνη την προτέραν φαυλότητα και τόσον ευηρέστησε τον Θεόν,
ώστε της έδωκε χάριν να κάμνη θαυμάσια και εδίωκεν από τους ασθενείς τα
δαιμόνια· έζησε δε μετά την καλήν αλλοίωσιν έτη δεκαπέντε, και τότε η μεν αγία
ψυχή της απήλθε προς Κύριον, το δε μακάριον αυτής Λείψανον έβαλον ομού μετά του
ηγαπημένου της Βονιφατίου, του θαυμαστού και τρισμάκαρος. Τοιούτον τέλος
ηξιώθησαν να λάβουν δια τον Κύριον η Αγλαϊς και ο Βονιφάτιος, οίτινες πρότερον
μεν ως άνθρωποι έπιπτον εις τα σαρκικά πάθη, ύστερον δε δια τον Χριστόν κατά
των παθών ηγωνίσθησαν και κατεφρόνησαν νεανικώς και ανδρείως τας σαρκικάς
ηδονάς και πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον, δια να απολαύσουν την αεί και πάντοτε
διαμένουσαν· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς, Χάριτι και φιλανθρωπία
Αυτού του Χριστού και Δεσπότου μας, Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω
Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τον αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου