Ελέσα η αοίδιμος και πανένδοξος του Χριστού Οσιομάρτυς ήτο από την
περίφημον Πελοπόννησον, θυγάτηρ περιφανούς τινος και πλουσίου άρχοντος Έλληνος,
ονόματι Ελλαδίου, η δε μήτηρ αυτής υπήρχε Χριστιανή από τους προγόνους αυτής
και φοβουμένη τον Θεόν, ονόματι Ευγενία· ήτο δε στείρα και παρεκάλεσε τον Θεόν
να κάμη έλεος εις αυτήν και να την αξιώση να γεννήση τέκνον, δια να το αφιερώση
της χάριτός του και να το οδηγήση εις την αγίαν και καθολικήν πίστιν.
Μίαν λοιπόν των ημερών, ευρισκομένη μόνη εις τον οίκον της και προσευχομένη, ήκουσε φωνήν ουρανόθεν ήτις της έλεγεν· «Ηλέησέ σε ο Θεός εις ό,τι του εζήτησας, και έδωκεν εις σε καρπόν κοιλίας». Αυτή δε δεν είπε τότε του ανδρός της το γενόμενον· ότε δε εγνώρισε τον εαυτόν της έγκυον, εδόξασε τον Θεόν και ωμολόγησεν εις τους συγγενείς της και εις τον άνδρα της όλα τα γενόμενα· ότι δηλαδή παρεκάλει τον Θεόν να της δώση τέκνον, ότι προσηύχετο και υπέσχετο εις τον Θεόν ότι θα το αφιερώση εις Αυτόν, ότι ήκουσε την θείαν εκείνην φωνήν παρά του Κυρίου, και ότι έκαμεν ο Θεός το ζητούμενον έλεος εις αυτήν, εχάρησαν δε όλοι μετ’ αυτής. Όταν δε ήλθεν ο καιρός και εγέννησε την παίδα, έκαμαν χαράν μεγάλην όλοι οι συγγενείς και φίλοι, αυτή δε ηυχαρίστει και εδόξαζε τον Θεόν μετά δακρύων δια την χάριν και το έλεος των οποίων ηξιώθη, λέγει δε εις τον άνδρα αυτής· «Ας την ονομάσωμεν, ηγαπημένε μοι σύζυγε, την παίδα μας Ελέσαν». Και αυτός απεκρίθη· «Ας γίνη το θέλημά σου». Έπεμψε δε αυτήν εις Ιερέαν τινά καλούμενον Σωφρόνιον, όστις κατώκει κρυφίως εκεί, και την εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, την επωνόμασε δε Ελέησαν κατά την φωνήν την οποίαν ήκουσεν· «Ηλέησέ σε ο Θεός». Ο δε πατήρ της παιδός, ως ασεβής, ελησμόνησε την προτέραν του συγκατάθεσιν και εταράχθη δια την βάπτισιν αυτής, αλλ’ όμως την ηγάπα και δια την αγάπην της το υπέφερεν. Η δε κόρη ηύξανεν εις την ηλικίαν και φρόνησιν και εκραταιούτο εν πνεύματι· καθώς δε έβλεπε την καλήν της μητέρα, ούτως έκαμνε και αυτή και ηκολούθει κάμνουσα τα όμοια, υπακούουσα πάντοτε εις τας νουθεσίας αυτής, εμιμείτο δε τας τάξεις όλας της καθολικής πίστεως των Χριστιανών και είχε μεγάλην ευλάβειαν εις την πίστιν του Χριστού και εις την Θεοτόκον· έμαθε δε και από την μητέρα της διαφόρους προσευχάς και τας έλεγε καθ’ ημέραν και νύκτα, έκαμνε νηστείας και ελεημοσύνας και έπεμπε κρυφίως εις τους Ιερείς και ετέλουν λειτουργίας δια σωτηρίαν της ψυχής αυτής, την δε θρησκείαν ή μάλλον ειπείν ασέβειαν και αθεότητα του πατρός της εβδελύσσετο, καθώς και αυτόν ομοίως ως άπιστον και ειδωλολάτρην. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν ετών δεκατεσσάρων, εγνώρισεν η μήτηρ αυτής Ευγενία το τέλος της ζωής της. Όθεν καλέσασα την ηγαπημένη της θυγατέρα της λέγει· «Ηγαπημένη και περιπόθητος θυγάτηρ μου Ελέησα, θεωρώ ότι εγγίζει το τέλος μου και δεν λυπούμαι δι αυτό, ειμή μόνον δια τον χωρισμόν σου· διότι ο πατήρ σου είναι ασεβής και θέλει έχεις ενόχλησιν εξ αυτού εις κάθε καιρόν. Συ όμως, θύγατερ, φύλαξον την πίστιν σου την αγίαν καθαράν και αμώμητον έως εις το τέλος της ζωής σου, καθώς εδιδάχθης από εμέ την ταπεινήν, διότι θέλει σε αξιώσει ο Κύριος να γίνης ιδική του, να λάβης τον αμάραντον στέφανον εις την ουράνιοβ αυτού Βασιλείαν, να σε δοξάση και εις την μέλλουσαν ζωήν». Ασπασαμένη είτα αυτήν μετά δακρύων και δίδουσα ευχήν και ευλογίαν εξέπνευσεν. Η δε Ελέσα ελυπήθη σφοδρώς και έκλαυσε πικρώς την στέρησιν της μητρικής αγάπης και συντροφίας και απολαύσεως καλής νουθεσίας· αλλ’ όμως, δίδουσα δόξαν τω Θεώ, ενεταφίασεν αυτήν χριστιανικώς, διότι και ο άνδρας της την ηγάπα θερμώς δια τας καλάς της αρετάς, ουδείς δε ετόλμα να εξετάση περί αυτής, επειδή ήτο ο πρώτος άρχων και πλουσιώτατος. Έμεινε δε η Ελέσα μόνη κυρία του οίκου αυτού και ως ήθελεν ωκονόμει τους δούλους και τας δούλας αυτής και άπαντα τα του οίκου. Και τις διηγήσεται τας προσευχάς και νηστείας και ελεημοσύνας και άλλας αρετάς τας οποίας εξετέλει θεαρέστως; Κάθε ώραν παρέδιδε τον εαυτόν της εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και εις την πανάχραντον αυτού Μητέρα και παρεκάλει να την αξιώση να τελειώση την ζωήν της εις την αληθινήν πίστιν και να την λυτρώση από την ασέβειαν του πατρός της. Ύστερον δε, ένα χρόνον μετά τον θάνατον της μητρός της, εσυλλογίσθη ο πατήρ αυτής, ότι η θυγάτηρ αυτού Ελέσα ήτο εις ηλικίαν να την υπανδρεύση, διότι την ηγάπα πολύ δια την ωραιότητα, την φρόνησιν και την ταπείνωσίν της και τας λοιπάς αρετάς με τας οποίας ήτο εστολισμένη, και ήτο περίφημος εις την χώραν και εκλεκτοτέρα από όλας τας συνομηλίκους αυτής. Μίαν όθεν των ημερών είπεν ο πατήρ αυτής εις την Ελέσαν· «Τέκνον μου Ελέσα, θεωρώ, ότι οι θεοί μας σε ηύξησαν εις ηλικίαν και χάριν και βλέπων σε και εγώ έχω μεγάλην χαράν εις την καρδίαν μου. Θέλω λοιπόν να σε αναπαύσω από τα βάσανα δια να χαρής την ζωήν σου, και πρέπει να ακούσης τους λόγους μου· και αν μου ακούσης, εγώ θέλω σε τιμήσει και θέλω σε αξιώσει με πολλά πλούτη και τιμήν, των οποίων άλλος δεν ηξιώθη. Εγώ θέλω να σε υπανδρεύσω δια να λάβω και εγώ χαράν και ευφροσύνην και να ελευθερωθής και συ από τας θλίψεις της ορφανίας, και όποιον θέλεις από τους άρχοντας της χώρας να σου δώσω δια σύζυγον και να σου δώσω και όλα μου τα πλούτη. Ηξεύρεις ότι συ είσαι το φως των οφθαλμών μου». Η δε του Κυρίου φρονιμωτάτη δούλη Ελέσα απεκρίθη και λέγει προς τον πατέρα της· «Πάτερ, εγώ δεν είμαι επί του παρόντος ετοίμη δια γάμον, και παρακαλώ σε, άφες αυτόν τον λογισμόν δι’ εμέ, και ο Θεός θέλει με οδηγήσει μετά καιρόν». Αυτός δε απεκρίθη· «Διατί, τέκνον μου; Τούτο γίνεται εις εμέ ανάπαυσις και μη παρακούσης τους λόγους μου». Εκείνη δε εσιώπησεν· ο δε πατήρ αυτής πολλάκις της έλεγε τα όμοια, παρακινών αυτήν να υπανδρευθή, αυτή δε μη θέλουσα να ακούση, στρλεφουσα το πρόσωπόν της εσιώπα, μόνον κρυφίως έλεγε προσευχομένη· «Εις Σε, Κύριε Ιησού Χριστέ μου, παραδίδω την ψυχήν μου και Συ, Χριστέ μου, οικονόμησόν με ως θέλεις, και φύλαξόν με, δια να σωθή η ψυχή μου, να φυλάξω την παρθενίαν μου άφθορον, και δος μοι υπομονήν να υπομένω τους λόγους του ασεβούς πατρός μου». Μετά δε ημέρας πολλάς εταξίδευσεν ο πατήρ αυτής εις τόπον μακρινόν. Η δε Ελέσα, ιδούσα ότι ο πατήρ αυτής ανεχώρησε, λέγει εις τον εαυτόν της· «Ιδού καιρός επιτήδειος, ιδού καιρός σωτηρίας· Συ Κύριε, πολυέλεε και πολυεύσπλαγχνε, δια πρεσβειών της παναχράντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων, και δια των ευχών της καλής μου μητρός, όστις οικονομείς την βοήθειαν και σωτηρίαν εκείνων οι οποίοι σε παρακαλούσι με πίστιν, οδήγησον καμέ εις οδόν σωτηρίας, λύτρωσόν με από τας χείρας του ασεβεστάτου πατρός μου, και φύλαξόν με υπό την σκέπην σου». Ευθύς τότε ήρχισε και διεμοίρασε πολλάς ελεημοσύνας εις πτωχούς και ορφανά και εις ιερούς τόπους, έπεμψε δε και μίαν από τας πλέον θαρραλέας δούλας της και εκάλεσε ναύτην τινά και του λέγει· «Θέλω να με περάσης κρυφίως με το πλοίον σου εις την νήσον των Κυθήρων και εγώ θέλω πληρώσει καλώς τον κόπον σου». Αυτός δε απεκρίθη· «Μετά χαράς, κυρία μου, εγώ να πληρώσω το θέλημά σου, αν μου δώσης τον ναύλον μου». Εχάρη τότε μεγάλως η Ελέσα και του υπεσχέθη με ευχαρίστησιν, ότι θα του δώση καλόν ναύλον. Αφού δε ενύκτωσε και ήτο δια να πλεύσουν, την παρεκάλεσαν αι δούλαι της να τας λάβη και αυτάς μαζί της· βλέπουσα δε εκείνη την προθυμίαν των τας έλαβε, και την ώραν όπου εξήλθεν από την οικίαν της δια να υπάγη εις το πλοίον εσήκωσε τους οφθαλμούς της και τας χείρας της εις τον ουρανόν και προσευχομένη μετά δακρύων είπεν· «Συ Κύριε, ο μόνος Παντοδύναμος, όστις είπες τω Αβραάμ· «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις γην, ην αν σοι δείξω», ιδού και εγώ αφήνω πατρίδα και συγγενείς, πλούτον και δόξαν πρόσκαιρον δια την αγάπην σου. Παρακαλώ Σε οδήγησόν με να φυλάξω την πίστιν μου άμεμπτον και να σοι ευαρεστήσω έως τέλους της ζωής μου». Ταύτα ειπούσα εισήλθε με τας δούλας εις το πλοίον, και πλέοντες, από θείαν βοήθειαν εφύσησεν άνεμος καλός, και έφθασαν εις την νήσον των Κυθήρων, ήτις ήτο τόπος έρημος και αρμόδιος δια άσκησιν, διότι δεν είχεν ανθρώπους, αλλά θηρία και όφεις μόνον. Όταν λοιπόν έφυασαν εκεί, απεβίβασαν οι ναύται την Ελέσαν και τας δούλας της και τας ζωοτροφίας των, εξήλθον δε και τινες εξ αυτών δια περιδιάβασιν, οδεύοντες δε ένθεν κακείθεν, θανατηφόρος τις όφις εδάγκασεν ένα από αυτούς και εις ολίγον διάστημα ώρας επρήσθη όλον το σώμα του και μετά δεινών πόνων εξέψυχε· οι δε λοιποί ελυπήθησαν σφόδρα δια την στέρησιν του συντρόφου των. Ακούσασα δε η Αγία το συμβεβηκός, τους παρηγόρησε λέγουσα· «Μη κλαίετε, διότι εγώ θαρρώ εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, όστις είναι η ζωή και η ανάστασις, ότι θέλει τον αναστήσει με την παντοδύναμον χάριν του». Και κάμνουσα εκτενή προσευχή προς τον Θεόν, εσημείωσεν εις αυτόν τον τύπον του Τιμίου Σταυρού και εφώνησε μεγαλοφώνως· «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, όστις είναι η ζωή και η ανάστασις των νεκρών, ως παντοδύναμος να σε αναστήση, ίνα δοξασθή το όνομά του το Πανάγιον». Ευθύς τότε (ω των θαυμασίων σου, Κύριε!) ανέστη ο νεκρός και εκάθισεν, οι δε λοιποί θεωρούντες το τεράστιον εθαύμασαν, και εδόξαζον τον Θεόν, ευχαριστούντες και την Αγίαν· αλλ’ όμως φοβηθέντες μη πάθουν και αυτοί τα όμοια έλαβον αυτόν εις το πλοίον και απέπλευσαν εις τα οπίσω, φθάσαντες δε εις την χώραν των διηγήθησαν εκεί τα γενόμενα και το θαύμα, όπερ ετέλεσεν η Αγία. Μετά δε ημέρας πολλάς επέστρεψεν ο πατήρ της Αγίας Ελλάδιος εις τον οίκον αυτού από το ταξίδιόν του, και μη ευρών την θυγατέρα του Ελέσαν, ειμή μόνον μίαν από τας δούλας αυτού, λέγει εις αυτήν· «Που είναι η ηγαπημένη μου θυγάτηρ Ελέσα»; Εκείνη δε απεκρίθη· «Κύριέ μου, όταν εταξίδευσες, μετ’ ολίγας ημέρας εκάλεσεν η κυρία μου από τον λιμένα ένα ναύτην και συνωμίλησε με αυτόν κρυφίως, και την επερχομένην εσπέραν εξήλθεν εκ του οίκου της μετά των άλλων δύο υπηρετριών της, διαμοιράζουσα πρώτον εις πτωχούς ελεημοσύνας πολλάς, έπειτα την νύκτα εκείνην έφυγε λέγουσα εις εμέ· «Κάθισον εις τον οίκον του κυρίου σου και φύλαξον αυτόν καλώς έως να έλθη ο πατήρ μου». Από τότε πλέον δεν επέστρεψεν εδώ». Ο δε πατήρ αυτής ελυπήθη μεγάλως και εθλίβετο δια την φυγήν της θυγατρός του, ερευνήσας δε επιμελώς εις την χώραν έμαθε τα γενόμενα, ότι επήγεν εις την νήσον των Κυθήρων και επεκαλείτο φανερά το όνομα του Χριστού και θαύματα εποίει. Ακούσας λοιπόν ο Ελλάδιος ότι έγινε Χριστιανή η θυγάτηρ αυτού και ότι απήλθεν ίνα ασκητεύση, εθυμώθη λίαν και ώμοσεν ότι χωρίς αργοπορίαν θα ζητήση με παντοίους τρόπους να εύρη και να θανατώση αυτήν. Ερευνών δε έμαθε και τον ναύτην, όστις την εταξίδευσε, και εξετάζων αυτόν περί της θυγατρός του έμαθε τα γενόμενα και την ανάστασιν του υπό του όφεως θανατωθέντος, ενώ δε είχε σκοπόν να θανατώση ο Ελλάδιος τον ναύτην, εκείνος αποκριθείς λέγει προς αυτόν· «Εγώ είμαι δια να ταξιδεύω ανθρώπους και να λαμβάνω την πληρωμήν μου, δια τούτο έχω και το πλοίον· αλλ’ εγώ δεν την έκαμα Χριστιανήν την θυγατέρα σου, ούτε την εσυμβούλευσα εις τούτο, αλλ’ αυτή εζήτει πλοίον, και εάν εγώ δεν επήγαινα, άλλος θα ήρχετο». Ο δε Ελλάδιος του λέγει· «Να με μεταφέρης ταχέως εις τον ίδιον τόπον και σου πληρώνω και εγώ τον κόπον σου». Αφού δε ητοιμάσθησαν, έλαβεν ο Ελλάδιος και άλλους μεθ’ εαυτού πληρώνων αυτούς δια να υπάγωσι να την εύρουν. Τέλος πάντων τους επήγε και απεβίβασεν αυτόν και τους συντρόφους του εις τον ίδιον τόπον, ερευνήσας δε εκείνος επιμελώς, εύρε την θυγατέρα του Ελέσαν εκεί πλησίον, εις ένα υψηλότατον όρος προς τα μεσημβρινά μέρη των Κυθήρων, η οποία ήτο με μίαν δούλην της και ησκήτευον, η δε άλλη δούλη ήτο ολίγον διάστημα μακράν κατά μόνας και προσηύχετο. Όθεν ελθών ο Ελλάδιος εις την θυγατέρα του Ελέσαν, λέγει μετά δακρύων προς αυτήν· «Ελέσα, θυγάτηρ μου παμφιλτάτη, τι είναι τούτο όπου μου έκανες του δυστυχούς και ταλαιπώρου και έφυγες από τον οίκον μας και με ελύπησες σφόδρα, και όλοι μας οι συγγενείς πολύ θλίβονται δια σε; Άρα γε δεν σου ήρεσεν ο τόπος και η χώρα και τα πλούτη, αι τιμαί και αι αναπαύσεις όπου απελάμβανες, μόνον ήλθες εις τούτον τον έρημον και άγριον τόπον να κατοικής μαζί με τα θηρία; Πως υπέφερες εις όλας τας ημέρας που κατοικείς εδώ και δεν απέθανες από την πείναν και την γυμνότητα και εταλαιπωρήθης, συ ήτις ήσο τόσον ωραία και ήδη κατεστάθης αγνώριστος; Όμως, τέκνον μου, ας είναι συγχωρημέναι αι ανοησίαι αυταί, τας οποίας διέπραξες ως νέα εισέτι την ηλικίαν, και άκουσόν μου. Τώρα να επιστρέψωμεν μαζί εις την πατρίδα μας, και να είσαι κυρία εις τον οίκον μας ως και πρότερον, και όπως θέλεις να κυβερνάς, διότι γινώσκεις καλώς, ότι δεν έχω άλλην ελπίδα, διότι συ είσαι το φως των οφθαλμών μου· όθεν εγείρου να υπάγωμεν». Η δε Αγία ταύτα ακούσασα λέγει προς αυτόν· «Πάτερ μου, καλώς εποίησας και ήλθες προς με δια να λάβω συγχώρησιν παρά σου ως γεννήτορός μου· το δε να έλθω μετά σου δεν γίνεται ποτέ». Ο δε λέγει προς αυτήν με αυστηρότητα· «Αυτούς τους λόγους μη τους λέγης· εάν δεν σε είχον εύρει, θα απέμενες εδώ δια να γίνης βορά των θηρίων· όμως οι θεοί σε ελυπήθησαν, και ιδού εγώ σε εύρον· λοιπόν έλα ταχέως να υπάγωμεν, ει δε θα σε οδηγήσω δια της βίας και κακώς έχουσαν· αλλ’ ερωτώ σε, δια ποίαν αιτίαν έφυγες με πολλήν σου ευχαρίστησιν, και δια τον γυρισμόν τώρα εις την γνώμην μου εναντιώνεσαι»; Η δε θυγάτηρ του απεκρίθη· «Εγώ, να σου είπω, πάτερ μου, την αλήθειαν, και ας μη σου κακοφανή, επειδή συ είσαι άλλης θρησκείας, και εγώ είμαι Χριστιανή εφ’ όσον εβαπτίσθην από την μικράν μου ηλικίαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, δεν αρμόζει δε να συγκατοικώ με σε ούτε με άλλους ειδωλολάτρας, δια τούτο ήλθον εις τούτον τον τόπον, και προτιμώ να κατοικώ με τα θηρία παρά με ανθρώπους ασεβείς και ειδωλολάτρας, οι οποίοι είναι περισσότερον ανόητοι και από τα θηρία και λατρεύουσιν άψυχα, κωφά και αναίσθητα είδωλα, τα οποία κατασκευάζουν με τας χείρας των και τα σέβονται ως θεούς. Αλλ’ εγώ προσκυνώ και πιστεύω εις τον αληθινόν Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, και όσα φαίνονται και όσα δεν φαίνονται, και εις τον Μονογενή Του Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εις το Πνεύμα το Άγιον, ένα Θεόν Τρισυπόστατον, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθην, και εις εκείνον έχω την αγάπην μου, δεν προτιμώ δε άλλο πράγμα υπέρ την αγάπην του, ούτε και αυτήν την ζωήν μου. Ιδού λοιπόν, σου είπα όλην την αλήθειαν και άφες με, δος μοι την συγχώρησιν και ύπαγε». Ο δε λέγει εις αυτήν· «Άφες τα μωρολογήματα και ελθένα οδεύσωμεν, μη με αγανακτής και θυμώσω, ίνα μη σου δώσω πολλάς πληγάς και βάσανα ανήκουστα ή και τέλος να σε θανατώσω». Τότε πάλιν η μακαρία Ελέσα απεκρίθη· «Κάλλιον λαμβάνω αυτά, παρά να έλθω μετά σου εις το σκότος των ειδώλων». Ο δε, θυμωθείς, ήρπασεν αυτήν από τους πλοκάμους της κεφαλής και έσυρε κατά γης, και έτυπτε δια ράβδων, έως ότου την κατεπλήγωσεν. Αυτή δε έψαλλε το «Ελέησόν με ο Θεός». Βλέπων ο Ελλάδιος το αμετάθετον της γνώμης της έδεσεν οπίσω τας χείρας της και την εκρέμασεν από τους πλοκάμους εις δένδρον τι κερατέας, εβασάνιζε δε αυτήν με πικράς τιμωρίας και φρικτούς δαρμούς, έως ότου εξέπνευσε και παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αυτός δε έλυσε το άγιον και μαρτυρικόν της σώμα, και το έρριψε κατά γης· ελθούσα δε η χάρις του Θεού επ’ αυτήν, ανεστήθη και εκάθισεν, ευχαριστούσα δε έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, Ποιητά ουρανού και γης, ότι με ηξίωσας και υπέμεινα διάφορα βάσανα δια την αγάπην σου. Ούτω παρακαλώ να με βοηθήσης έως τέλους να υπομείνω, και να με λυτρώσης από τας χείρας του ασεβεστάτου και τυράννου πατρός μου και να με αξιώσης της ουρανίου σου Βασιλείας· αν δε τις Χριστιανός σε επικαλεσθή εις το όνομά μου, σε παρακαλώ να του δώσης το ζητούμενον». Ακούσας ταύτα ο πατήρ της Αγίας επλήσθη θυμού, και έλαβεν εις χείρας λίθον να λιθάση αυτήν, η Αγία έτρεχε φεύγουσα, αυτός δε την επλησίαζε με πολύν θυμόν. Τότε εσχίσθη μία πέτρα μεγάλη του βουνού, και επέρασε η Αγία εις το άλλο μέρος (ως φαίνεται μέχρι της σήμερον η πέτρα εκείνη), κλίνασα δε τα γόνατα προσηύχετο· ο δε θηριόγνωμος πατήρ αυτής τρέξας κατόπιν της, την κτυπά με ένα λίθον εις το μέτωπον και της συνέτριψε τους οδόντας, είτα σπασάμενος την μάχαιράν του απέκοψε την αγίαν της κεφαλήν, τη α΄ Αυγούστου, του έτους 375 μ.Χ. και ούτως έλαβεν η αοίδιμος τον στέφανον του Μαρτυρίου. Η δε μία δούλη της Αγίας έστεκεν αντίκρυ και εθεώρει τα γενόμενα· την δε άλλην την επήρε και την έβαλεν ακουσίως ο Ελλάδιος εις το πλοίον και επέστρεψαν εις την Πελοπόννησον εις την χώραν αυτού. Η δε πρώτη δούλη, ήτις ήτο κρυμμένη άντικρυ και εθεώρει, όταν έφυγε το πλοίον, ήλθεν εις το λείψανον της Αγίας μακαρίζουσα και καταφιλούσα αυτό μετά δακρύων και ευλαβώς εκήδευσε το μακάριον εκείνο λείψανον εις τόπον υψηλόν, εις τον οποίον ήτο νεκρά, εις το όρος επάνω. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν το όρος αυτό ονομάζεται έως την σήμερον όρος της Αγίας Ελέσας. Η δε δούλη της Αγίας έμεινεν εις αυτόν τον τόπον τεσσαράκοντα ημέρας και ήκουε πολλάς ψαλμωδίας Αγγέλων επάνω του τάφου κατά πάσαν νύκτα, εθεώρει δε και φως ουράνιον όπερ περιέλαμπεν άνωθεν του τάφου της Αγίας, αυτή δε εδόξαζε τον Θεόν, εμακάριζε δε και την Αγίαν εις τα θεωρούμενα. Μετά δε τεσσαράκοντα ημέρας ήλθεν εν πλοίον των Χριστιανών εις αυτήν την νήσον, και κατελθούσα αυτή από του όρους εισήλθεν εις αυτό και ανεχώρησεν εκ της νήσου, διηγείτο δε άπαντα τα περί της Αγίας γενόμενα εις πάσαν πόλιν και χώραν, τας οποίας διώδευσε· πολλοί δε των Χριστιανών, ακούοντες τα τοιαύτα, ήρχοντο εις την νήσον ταύτην χάριν ευλαβείας και προσκυνήσεως της Αγίας, έκτισαν δε και μικρόν Ναόν εις το όνομα της Αγίας εκεί όπου ήτο το άγιον αυτής και μαρτυρικόν λείψανον. Ο Ναός αυτός έγινε πηγή θαυμάτων εις τους προσερχομένους μετά πίστεως, διότι εφημίσθη το όνομα της Αγίας, και προσήρχοντο πολλοί από τους πλησιοχώρους τόπους, και εώρταζον την μνήμην της (κατά την πρώην του Αυγούστου μηνός, διότι εις αυτήν την ημέραν απετμήθη) και ελάμβανον πολλάς ευεργεσίας και χάριτας σωτηριώδεις από την Αγίαν, ολίγον δε κατ’ ολίγον κατώκουν εις την νήσον ταύτην , και με την βοήθειαν της Αγίας εις ολίγους χρόνους κατωκήθη η νήσος αύτη όλη από πλήθος λαού, πάντες δε εις την μνήμην αυτής συνηθροίζοντο μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων δοξάζοντες και υμνολογούντες εις την πανήγυριν αυτής. Καλότυχοι δε είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, όσοι μετά πίστεως έρχονται εις προσκύνησιν της Αγίας και ενδόξου παρθενομάρτυρος Ελέσης, όσην δε ελεημοσύνην δώσουν εις τον άγιον αυτής Ναόν, αυτή η Αγία τους χαρίζει την ανταπόδοσιν, καθώς και εις την νήσον ταύτην την έχουσι πάντες ως προστάτιδα και φύλακα, και πάντες οι προσερχόμενοι μετά πίστεως λαμβάνουσι τα ζητούμενα προς σωτηρίαν χάριτος και θεραπείας· δια τούτο και το άγιον Μαρτύριον αυτής εγράψαμεν εις δόξαν αυτής, και δια κοινήν ωφέλειαν των Χριστιανών. Ταις της σης Αγίας Οσιομάρτυρος Ελέσης ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός ημών, λύτρωσε την νήσον σου από καταδρομάς των εθνών και εκ παντός κινδύνου ως και πάντας τους δοξάζοντάς σε ρύσαι από πάσης απειλής και άλλης ανάγκης και θλίψεως, και σώσον τας ψυχάς ημών ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός, ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Μίαν λοιπόν των ημερών, ευρισκομένη μόνη εις τον οίκον της και προσευχομένη, ήκουσε φωνήν ουρανόθεν ήτις της έλεγεν· «Ηλέησέ σε ο Θεός εις ό,τι του εζήτησας, και έδωκεν εις σε καρπόν κοιλίας». Αυτή δε δεν είπε τότε του ανδρός της το γενόμενον· ότε δε εγνώρισε τον εαυτόν της έγκυον, εδόξασε τον Θεόν και ωμολόγησεν εις τους συγγενείς της και εις τον άνδρα της όλα τα γενόμενα· ότι δηλαδή παρεκάλει τον Θεόν να της δώση τέκνον, ότι προσηύχετο και υπέσχετο εις τον Θεόν ότι θα το αφιερώση εις Αυτόν, ότι ήκουσε την θείαν εκείνην φωνήν παρά του Κυρίου, και ότι έκαμεν ο Θεός το ζητούμενον έλεος εις αυτήν, εχάρησαν δε όλοι μετ’ αυτής. Όταν δε ήλθεν ο καιρός και εγέννησε την παίδα, έκαμαν χαράν μεγάλην όλοι οι συγγενείς και φίλοι, αυτή δε ηυχαρίστει και εδόξαζε τον Θεόν μετά δακρύων δια την χάριν και το έλεος των οποίων ηξιώθη, λέγει δε εις τον άνδρα αυτής· «Ας την ονομάσωμεν, ηγαπημένε μοι σύζυγε, την παίδα μας Ελέσαν». Και αυτός απεκρίθη· «Ας γίνη το θέλημά σου». Έπεμψε δε αυτήν εις Ιερέαν τινά καλούμενον Σωφρόνιον, όστις κατώκει κρυφίως εκεί, και την εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, την επωνόμασε δε Ελέησαν κατά την φωνήν την οποίαν ήκουσεν· «Ηλέησέ σε ο Θεός». Ο δε πατήρ της παιδός, ως ασεβής, ελησμόνησε την προτέραν του συγκατάθεσιν και εταράχθη δια την βάπτισιν αυτής, αλλ’ όμως την ηγάπα και δια την αγάπην της το υπέφερεν. Η δε κόρη ηύξανεν εις την ηλικίαν και φρόνησιν και εκραταιούτο εν πνεύματι· καθώς δε έβλεπε την καλήν της μητέρα, ούτως έκαμνε και αυτή και ηκολούθει κάμνουσα τα όμοια, υπακούουσα πάντοτε εις τας νουθεσίας αυτής, εμιμείτο δε τας τάξεις όλας της καθολικής πίστεως των Χριστιανών και είχε μεγάλην ευλάβειαν εις την πίστιν του Χριστού και εις την Θεοτόκον· έμαθε δε και από την μητέρα της διαφόρους προσευχάς και τας έλεγε καθ’ ημέραν και νύκτα, έκαμνε νηστείας και ελεημοσύνας και έπεμπε κρυφίως εις τους Ιερείς και ετέλουν λειτουργίας δια σωτηρίαν της ψυχής αυτής, την δε θρησκείαν ή μάλλον ειπείν ασέβειαν και αθεότητα του πατρός της εβδελύσσετο, καθώς και αυτόν ομοίως ως άπιστον και ειδωλολάτρην. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν ετών δεκατεσσάρων, εγνώρισεν η μήτηρ αυτής Ευγενία το τέλος της ζωής της. Όθεν καλέσασα την ηγαπημένη της θυγατέρα της λέγει· «Ηγαπημένη και περιπόθητος θυγάτηρ μου Ελέησα, θεωρώ ότι εγγίζει το τέλος μου και δεν λυπούμαι δι αυτό, ειμή μόνον δια τον χωρισμόν σου· διότι ο πατήρ σου είναι ασεβής και θέλει έχεις ενόχλησιν εξ αυτού εις κάθε καιρόν. Συ όμως, θύγατερ, φύλαξον την πίστιν σου την αγίαν καθαράν και αμώμητον έως εις το τέλος της ζωής σου, καθώς εδιδάχθης από εμέ την ταπεινήν, διότι θέλει σε αξιώσει ο Κύριος να γίνης ιδική του, να λάβης τον αμάραντον στέφανον εις την ουράνιοβ αυτού Βασιλείαν, να σε δοξάση και εις την μέλλουσαν ζωήν». Ασπασαμένη είτα αυτήν μετά δακρύων και δίδουσα ευχήν και ευλογίαν εξέπνευσεν. Η δε Ελέσα ελυπήθη σφοδρώς και έκλαυσε πικρώς την στέρησιν της μητρικής αγάπης και συντροφίας και απολαύσεως καλής νουθεσίας· αλλ’ όμως, δίδουσα δόξαν τω Θεώ, ενεταφίασεν αυτήν χριστιανικώς, διότι και ο άνδρας της την ηγάπα θερμώς δια τας καλάς της αρετάς, ουδείς δε ετόλμα να εξετάση περί αυτής, επειδή ήτο ο πρώτος άρχων και πλουσιώτατος. Έμεινε δε η Ελέσα μόνη κυρία του οίκου αυτού και ως ήθελεν ωκονόμει τους δούλους και τας δούλας αυτής και άπαντα τα του οίκου. Και τις διηγήσεται τας προσευχάς και νηστείας και ελεημοσύνας και άλλας αρετάς τας οποίας εξετέλει θεαρέστως; Κάθε ώραν παρέδιδε τον εαυτόν της εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και εις την πανάχραντον αυτού Μητέρα και παρεκάλει να την αξιώση να τελειώση την ζωήν της εις την αληθινήν πίστιν και να την λυτρώση από την ασέβειαν του πατρός της. Ύστερον δε, ένα χρόνον μετά τον θάνατον της μητρός της, εσυλλογίσθη ο πατήρ αυτής, ότι η θυγάτηρ αυτού Ελέσα ήτο εις ηλικίαν να την υπανδρεύση, διότι την ηγάπα πολύ δια την ωραιότητα, την φρόνησιν και την ταπείνωσίν της και τας λοιπάς αρετάς με τας οποίας ήτο εστολισμένη, και ήτο περίφημος εις την χώραν και εκλεκτοτέρα από όλας τας συνομηλίκους αυτής. Μίαν όθεν των ημερών είπεν ο πατήρ αυτής εις την Ελέσαν· «Τέκνον μου Ελέσα, θεωρώ, ότι οι θεοί μας σε ηύξησαν εις ηλικίαν και χάριν και βλέπων σε και εγώ έχω μεγάλην χαράν εις την καρδίαν μου. Θέλω λοιπόν να σε αναπαύσω από τα βάσανα δια να χαρής την ζωήν σου, και πρέπει να ακούσης τους λόγους μου· και αν μου ακούσης, εγώ θέλω σε τιμήσει και θέλω σε αξιώσει με πολλά πλούτη και τιμήν, των οποίων άλλος δεν ηξιώθη. Εγώ θέλω να σε υπανδρεύσω δια να λάβω και εγώ χαράν και ευφροσύνην και να ελευθερωθής και συ από τας θλίψεις της ορφανίας, και όποιον θέλεις από τους άρχοντας της χώρας να σου δώσω δια σύζυγον και να σου δώσω και όλα μου τα πλούτη. Ηξεύρεις ότι συ είσαι το φως των οφθαλμών μου». Η δε του Κυρίου φρονιμωτάτη δούλη Ελέσα απεκρίθη και λέγει προς τον πατέρα της· «Πάτερ, εγώ δεν είμαι επί του παρόντος ετοίμη δια γάμον, και παρακαλώ σε, άφες αυτόν τον λογισμόν δι’ εμέ, και ο Θεός θέλει με οδηγήσει μετά καιρόν». Αυτός δε απεκρίθη· «Διατί, τέκνον μου; Τούτο γίνεται εις εμέ ανάπαυσις και μη παρακούσης τους λόγους μου». Εκείνη δε εσιώπησεν· ο δε πατήρ αυτής πολλάκις της έλεγε τα όμοια, παρακινών αυτήν να υπανδρευθή, αυτή δε μη θέλουσα να ακούση, στρλεφουσα το πρόσωπόν της εσιώπα, μόνον κρυφίως έλεγε προσευχομένη· «Εις Σε, Κύριε Ιησού Χριστέ μου, παραδίδω την ψυχήν μου και Συ, Χριστέ μου, οικονόμησόν με ως θέλεις, και φύλαξόν με, δια να σωθή η ψυχή μου, να φυλάξω την παρθενίαν μου άφθορον, και δος μοι υπομονήν να υπομένω τους λόγους του ασεβούς πατρός μου». Μετά δε ημέρας πολλάς εταξίδευσεν ο πατήρ αυτής εις τόπον μακρινόν. Η δε Ελέσα, ιδούσα ότι ο πατήρ αυτής ανεχώρησε, λέγει εις τον εαυτόν της· «Ιδού καιρός επιτήδειος, ιδού καιρός σωτηρίας· Συ Κύριε, πολυέλεε και πολυεύσπλαγχνε, δια πρεσβειών της παναχράντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων, και δια των ευχών της καλής μου μητρός, όστις οικονομείς την βοήθειαν και σωτηρίαν εκείνων οι οποίοι σε παρακαλούσι με πίστιν, οδήγησον καμέ εις οδόν σωτηρίας, λύτρωσόν με από τας χείρας του ασεβεστάτου πατρός μου, και φύλαξόν με υπό την σκέπην σου». Ευθύς τότε ήρχισε και διεμοίρασε πολλάς ελεημοσύνας εις πτωχούς και ορφανά και εις ιερούς τόπους, έπεμψε δε και μίαν από τας πλέον θαρραλέας δούλας της και εκάλεσε ναύτην τινά και του λέγει· «Θέλω να με περάσης κρυφίως με το πλοίον σου εις την νήσον των Κυθήρων και εγώ θέλω πληρώσει καλώς τον κόπον σου». Αυτός δε απεκρίθη· «Μετά χαράς, κυρία μου, εγώ να πληρώσω το θέλημά σου, αν μου δώσης τον ναύλον μου». Εχάρη τότε μεγάλως η Ελέσα και του υπεσχέθη με ευχαρίστησιν, ότι θα του δώση καλόν ναύλον. Αφού δε ενύκτωσε και ήτο δια να πλεύσουν, την παρεκάλεσαν αι δούλαι της να τας λάβη και αυτάς μαζί της· βλέπουσα δε εκείνη την προθυμίαν των τας έλαβε, και την ώραν όπου εξήλθεν από την οικίαν της δια να υπάγη εις το πλοίον εσήκωσε τους οφθαλμούς της και τας χείρας της εις τον ουρανόν και προσευχομένη μετά δακρύων είπεν· «Συ Κύριε, ο μόνος Παντοδύναμος, όστις είπες τω Αβραάμ· «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις γην, ην αν σοι δείξω», ιδού και εγώ αφήνω πατρίδα και συγγενείς, πλούτον και δόξαν πρόσκαιρον δια την αγάπην σου. Παρακαλώ Σε οδήγησόν με να φυλάξω την πίστιν μου άμεμπτον και να σοι ευαρεστήσω έως τέλους της ζωής μου». Ταύτα ειπούσα εισήλθε με τας δούλας εις το πλοίον, και πλέοντες, από θείαν βοήθειαν εφύσησεν άνεμος καλός, και έφθασαν εις την νήσον των Κυθήρων, ήτις ήτο τόπος έρημος και αρμόδιος δια άσκησιν, διότι δεν είχεν ανθρώπους, αλλά θηρία και όφεις μόνον. Όταν λοιπόν έφυασαν εκεί, απεβίβασαν οι ναύται την Ελέσαν και τας δούλας της και τας ζωοτροφίας των, εξήλθον δε και τινες εξ αυτών δια περιδιάβασιν, οδεύοντες δε ένθεν κακείθεν, θανατηφόρος τις όφις εδάγκασεν ένα από αυτούς και εις ολίγον διάστημα ώρας επρήσθη όλον το σώμα του και μετά δεινών πόνων εξέψυχε· οι δε λοιποί ελυπήθησαν σφόδρα δια την στέρησιν του συντρόφου των. Ακούσασα δε η Αγία το συμβεβηκός, τους παρηγόρησε λέγουσα· «Μη κλαίετε, διότι εγώ θαρρώ εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, όστις είναι η ζωή και η ανάστασις, ότι θέλει τον αναστήσει με την παντοδύναμον χάριν του». Και κάμνουσα εκτενή προσευχή προς τον Θεόν, εσημείωσεν εις αυτόν τον τύπον του Τιμίου Σταυρού και εφώνησε μεγαλοφώνως· «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, όστις είναι η ζωή και η ανάστασις των νεκρών, ως παντοδύναμος να σε αναστήση, ίνα δοξασθή το όνομά του το Πανάγιον». Ευθύς τότε (ω των θαυμασίων σου, Κύριε!) ανέστη ο νεκρός και εκάθισεν, οι δε λοιποί θεωρούντες το τεράστιον εθαύμασαν, και εδόξαζον τον Θεόν, ευχαριστούντες και την Αγίαν· αλλ’ όμως φοβηθέντες μη πάθουν και αυτοί τα όμοια έλαβον αυτόν εις το πλοίον και απέπλευσαν εις τα οπίσω, φθάσαντες δε εις την χώραν των διηγήθησαν εκεί τα γενόμενα και το θαύμα, όπερ ετέλεσεν η Αγία. Μετά δε ημέρας πολλάς επέστρεψεν ο πατήρ της Αγίας Ελλάδιος εις τον οίκον αυτού από το ταξίδιόν του, και μη ευρών την θυγατέρα του Ελέσαν, ειμή μόνον μίαν από τας δούλας αυτού, λέγει εις αυτήν· «Που είναι η ηγαπημένη μου θυγάτηρ Ελέσα»; Εκείνη δε απεκρίθη· «Κύριέ μου, όταν εταξίδευσες, μετ’ ολίγας ημέρας εκάλεσεν η κυρία μου από τον λιμένα ένα ναύτην και συνωμίλησε με αυτόν κρυφίως, και την επερχομένην εσπέραν εξήλθεν εκ του οίκου της μετά των άλλων δύο υπηρετριών της, διαμοιράζουσα πρώτον εις πτωχούς ελεημοσύνας πολλάς, έπειτα την νύκτα εκείνην έφυγε λέγουσα εις εμέ· «Κάθισον εις τον οίκον του κυρίου σου και φύλαξον αυτόν καλώς έως να έλθη ο πατήρ μου». Από τότε πλέον δεν επέστρεψεν εδώ». Ο δε πατήρ αυτής ελυπήθη μεγάλως και εθλίβετο δια την φυγήν της θυγατρός του, ερευνήσας δε επιμελώς εις την χώραν έμαθε τα γενόμενα, ότι επήγεν εις την νήσον των Κυθήρων και επεκαλείτο φανερά το όνομα του Χριστού και θαύματα εποίει. Ακούσας λοιπόν ο Ελλάδιος ότι έγινε Χριστιανή η θυγάτηρ αυτού και ότι απήλθεν ίνα ασκητεύση, εθυμώθη λίαν και ώμοσεν ότι χωρίς αργοπορίαν θα ζητήση με παντοίους τρόπους να εύρη και να θανατώση αυτήν. Ερευνών δε έμαθε και τον ναύτην, όστις την εταξίδευσε, και εξετάζων αυτόν περί της θυγατρός του έμαθε τα γενόμενα και την ανάστασιν του υπό του όφεως θανατωθέντος, ενώ δε είχε σκοπόν να θανατώση ο Ελλάδιος τον ναύτην, εκείνος αποκριθείς λέγει προς αυτόν· «Εγώ είμαι δια να ταξιδεύω ανθρώπους και να λαμβάνω την πληρωμήν μου, δια τούτο έχω και το πλοίον· αλλ’ εγώ δεν την έκαμα Χριστιανήν την θυγατέρα σου, ούτε την εσυμβούλευσα εις τούτο, αλλ’ αυτή εζήτει πλοίον, και εάν εγώ δεν επήγαινα, άλλος θα ήρχετο». Ο δε Ελλάδιος του λέγει· «Να με μεταφέρης ταχέως εις τον ίδιον τόπον και σου πληρώνω και εγώ τον κόπον σου». Αφού δε ητοιμάσθησαν, έλαβεν ο Ελλάδιος και άλλους μεθ’ εαυτού πληρώνων αυτούς δια να υπάγωσι να την εύρουν. Τέλος πάντων τους επήγε και απεβίβασεν αυτόν και τους συντρόφους του εις τον ίδιον τόπον, ερευνήσας δε εκείνος επιμελώς, εύρε την θυγατέρα του Ελέσαν εκεί πλησίον, εις ένα υψηλότατον όρος προς τα μεσημβρινά μέρη των Κυθήρων, η οποία ήτο με μίαν δούλην της και ησκήτευον, η δε άλλη δούλη ήτο ολίγον διάστημα μακράν κατά μόνας και προσηύχετο. Όθεν ελθών ο Ελλάδιος εις την θυγατέρα του Ελέσαν, λέγει μετά δακρύων προς αυτήν· «Ελέσα, θυγάτηρ μου παμφιλτάτη, τι είναι τούτο όπου μου έκανες του δυστυχούς και ταλαιπώρου και έφυγες από τον οίκον μας και με ελύπησες σφόδρα, και όλοι μας οι συγγενείς πολύ θλίβονται δια σε; Άρα γε δεν σου ήρεσεν ο τόπος και η χώρα και τα πλούτη, αι τιμαί και αι αναπαύσεις όπου απελάμβανες, μόνον ήλθες εις τούτον τον έρημον και άγριον τόπον να κατοικής μαζί με τα θηρία; Πως υπέφερες εις όλας τας ημέρας που κατοικείς εδώ και δεν απέθανες από την πείναν και την γυμνότητα και εταλαιπωρήθης, συ ήτις ήσο τόσον ωραία και ήδη κατεστάθης αγνώριστος; Όμως, τέκνον μου, ας είναι συγχωρημέναι αι ανοησίαι αυταί, τας οποίας διέπραξες ως νέα εισέτι την ηλικίαν, και άκουσόν μου. Τώρα να επιστρέψωμεν μαζί εις την πατρίδα μας, και να είσαι κυρία εις τον οίκον μας ως και πρότερον, και όπως θέλεις να κυβερνάς, διότι γινώσκεις καλώς, ότι δεν έχω άλλην ελπίδα, διότι συ είσαι το φως των οφθαλμών μου· όθεν εγείρου να υπάγωμεν». Η δε Αγία ταύτα ακούσασα λέγει προς αυτόν· «Πάτερ μου, καλώς εποίησας και ήλθες προς με δια να λάβω συγχώρησιν παρά σου ως γεννήτορός μου· το δε να έλθω μετά σου δεν γίνεται ποτέ». Ο δε λέγει προς αυτήν με αυστηρότητα· «Αυτούς τους λόγους μη τους λέγης· εάν δεν σε είχον εύρει, θα απέμενες εδώ δια να γίνης βορά των θηρίων· όμως οι θεοί σε ελυπήθησαν, και ιδού εγώ σε εύρον· λοιπόν έλα ταχέως να υπάγωμεν, ει δε θα σε οδηγήσω δια της βίας και κακώς έχουσαν· αλλ’ ερωτώ σε, δια ποίαν αιτίαν έφυγες με πολλήν σου ευχαρίστησιν, και δια τον γυρισμόν τώρα εις την γνώμην μου εναντιώνεσαι»; Η δε θυγάτηρ του απεκρίθη· «Εγώ, να σου είπω, πάτερ μου, την αλήθειαν, και ας μη σου κακοφανή, επειδή συ είσαι άλλης θρησκείας, και εγώ είμαι Χριστιανή εφ’ όσον εβαπτίσθην από την μικράν μου ηλικίαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, δεν αρμόζει δε να συγκατοικώ με σε ούτε με άλλους ειδωλολάτρας, δια τούτο ήλθον εις τούτον τον τόπον, και προτιμώ να κατοικώ με τα θηρία παρά με ανθρώπους ασεβείς και ειδωλολάτρας, οι οποίοι είναι περισσότερον ανόητοι και από τα θηρία και λατρεύουσιν άψυχα, κωφά και αναίσθητα είδωλα, τα οποία κατασκευάζουν με τας χείρας των και τα σέβονται ως θεούς. Αλλ’ εγώ προσκυνώ και πιστεύω εις τον αληθινόν Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, και όσα φαίνονται και όσα δεν φαίνονται, και εις τον Μονογενή Του Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εις το Πνεύμα το Άγιον, ένα Θεόν Τρισυπόστατον, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθην, και εις εκείνον έχω την αγάπην μου, δεν προτιμώ δε άλλο πράγμα υπέρ την αγάπην του, ούτε και αυτήν την ζωήν μου. Ιδού λοιπόν, σου είπα όλην την αλήθειαν και άφες με, δος μοι την συγχώρησιν και ύπαγε». Ο δε λέγει εις αυτήν· «Άφες τα μωρολογήματα και ελθένα οδεύσωμεν, μη με αγανακτής και θυμώσω, ίνα μη σου δώσω πολλάς πληγάς και βάσανα ανήκουστα ή και τέλος να σε θανατώσω». Τότε πάλιν η μακαρία Ελέσα απεκρίθη· «Κάλλιον λαμβάνω αυτά, παρά να έλθω μετά σου εις το σκότος των ειδώλων». Ο δε, θυμωθείς, ήρπασεν αυτήν από τους πλοκάμους της κεφαλής και έσυρε κατά γης, και έτυπτε δια ράβδων, έως ότου την κατεπλήγωσεν. Αυτή δε έψαλλε το «Ελέησόν με ο Θεός». Βλέπων ο Ελλάδιος το αμετάθετον της γνώμης της έδεσεν οπίσω τας χείρας της και την εκρέμασεν από τους πλοκάμους εις δένδρον τι κερατέας, εβασάνιζε δε αυτήν με πικράς τιμωρίας και φρικτούς δαρμούς, έως ότου εξέπνευσε και παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αυτός δε έλυσε το άγιον και μαρτυρικόν της σώμα, και το έρριψε κατά γης· ελθούσα δε η χάρις του Θεού επ’ αυτήν, ανεστήθη και εκάθισεν, ευχαριστούσα δε έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, Ποιητά ουρανού και γης, ότι με ηξίωσας και υπέμεινα διάφορα βάσανα δια την αγάπην σου. Ούτω παρακαλώ να με βοηθήσης έως τέλους να υπομείνω, και να με λυτρώσης από τας χείρας του ασεβεστάτου και τυράννου πατρός μου και να με αξιώσης της ουρανίου σου Βασιλείας· αν δε τις Χριστιανός σε επικαλεσθή εις το όνομά μου, σε παρακαλώ να του δώσης το ζητούμενον». Ακούσας ταύτα ο πατήρ της Αγίας επλήσθη θυμού, και έλαβεν εις χείρας λίθον να λιθάση αυτήν, η Αγία έτρεχε φεύγουσα, αυτός δε την επλησίαζε με πολύν θυμόν. Τότε εσχίσθη μία πέτρα μεγάλη του βουνού, και επέρασε η Αγία εις το άλλο μέρος (ως φαίνεται μέχρι της σήμερον η πέτρα εκείνη), κλίνασα δε τα γόνατα προσηύχετο· ο δε θηριόγνωμος πατήρ αυτής τρέξας κατόπιν της, την κτυπά με ένα λίθον εις το μέτωπον και της συνέτριψε τους οδόντας, είτα σπασάμενος την μάχαιράν του απέκοψε την αγίαν της κεφαλήν, τη α΄ Αυγούστου, του έτους 375 μ.Χ. και ούτως έλαβεν η αοίδιμος τον στέφανον του Μαρτυρίου. Η δε μία δούλη της Αγίας έστεκεν αντίκρυ και εθεώρει τα γενόμενα· την δε άλλην την επήρε και την έβαλεν ακουσίως ο Ελλάδιος εις το πλοίον και επέστρεψαν εις την Πελοπόννησον εις την χώραν αυτού. Η δε πρώτη δούλη, ήτις ήτο κρυμμένη άντικρυ και εθεώρει, όταν έφυγε το πλοίον, ήλθεν εις το λείψανον της Αγίας μακαρίζουσα και καταφιλούσα αυτό μετά δακρύων και ευλαβώς εκήδευσε το μακάριον εκείνο λείψανον εις τόπον υψηλόν, εις τον οποίον ήτο νεκρά, εις το όρος επάνω. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν το όρος αυτό ονομάζεται έως την σήμερον όρος της Αγίας Ελέσας. Η δε δούλη της Αγίας έμεινεν εις αυτόν τον τόπον τεσσαράκοντα ημέρας και ήκουε πολλάς ψαλμωδίας Αγγέλων επάνω του τάφου κατά πάσαν νύκτα, εθεώρει δε και φως ουράνιον όπερ περιέλαμπεν άνωθεν του τάφου της Αγίας, αυτή δε εδόξαζε τον Θεόν, εμακάριζε δε και την Αγίαν εις τα θεωρούμενα. Μετά δε τεσσαράκοντα ημέρας ήλθεν εν πλοίον των Χριστιανών εις αυτήν την νήσον, και κατελθούσα αυτή από του όρους εισήλθεν εις αυτό και ανεχώρησεν εκ της νήσου, διηγείτο δε άπαντα τα περί της Αγίας γενόμενα εις πάσαν πόλιν και χώραν, τας οποίας διώδευσε· πολλοί δε των Χριστιανών, ακούοντες τα τοιαύτα, ήρχοντο εις την νήσον ταύτην χάριν ευλαβείας και προσκυνήσεως της Αγίας, έκτισαν δε και μικρόν Ναόν εις το όνομα της Αγίας εκεί όπου ήτο το άγιον αυτής και μαρτυρικόν λείψανον. Ο Ναός αυτός έγινε πηγή θαυμάτων εις τους προσερχομένους μετά πίστεως, διότι εφημίσθη το όνομα της Αγίας, και προσήρχοντο πολλοί από τους πλησιοχώρους τόπους, και εώρταζον την μνήμην της (κατά την πρώην του Αυγούστου μηνός, διότι εις αυτήν την ημέραν απετμήθη) και ελάμβανον πολλάς ευεργεσίας και χάριτας σωτηριώδεις από την Αγίαν, ολίγον δε κατ’ ολίγον κατώκουν εις την νήσον ταύτην , και με την βοήθειαν της Αγίας εις ολίγους χρόνους κατωκήθη η νήσος αύτη όλη από πλήθος λαού, πάντες δε εις την μνήμην αυτής συνηθροίζοντο μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων δοξάζοντες και υμνολογούντες εις την πανήγυριν αυτής. Καλότυχοι δε είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, όσοι μετά πίστεως έρχονται εις προσκύνησιν της Αγίας και ενδόξου παρθενομάρτυρος Ελέσης, όσην δε ελεημοσύνην δώσουν εις τον άγιον αυτής Ναόν, αυτή η Αγία τους χαρίζει την ανταπόδοσιν, καθώς και εις την νήσον ταύτην την έχουσι πάντες ως προστάτιδα και φύλακα, και πάντες οι προσερχόμενοι μετά πίστεως λαμβάνουσι τα ζητούμενα προς σωτηρίαν χάριτος και θεραπείας· δια τούτο και το άγιον Μαρτύριον αυτής εγράψαμεν εις δόξαν αυτής, και δια κοινήν ωφέλειαν των Χριστιανών. Ταις της σης Αγίας Οσιομάρτυρος Ελέσης ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός ημών, λύτρωσε την νήσον σου από καταδρομάς των εθνών και εκ παντός κινδύνου ως και πάντας τους δοξάζοντάς σε ρύσαι από πάσης απειλής και άλλης ανάγκης και θλίψεως, και σώσον τας ψυχάς ημών ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός, ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου