Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της περιφήμου νήσου Κύπρου, από
κώμης καλουμένης Λαμπάδος (εξ ου και Λαμπαδιστής), γονείς έχων ευσεβείς και
πλουσίους. Ούτος μονογενής τυγχάνων, εξ αυτών σχεδόν των σπαργάνων εγένετο
δοχείον του Αγίου Πνεύματος καθαρώτατον δια την σεμνότητα των ηθών, την
ευλάβειαν προς τα θεία και την αγάπην και τον ζήλον προς παν ωφέλιμον και
θεάρεστον, με τα οποία περιεκοσμείτο.
Διανύων δε το τέταρτον ήδη έτος της ηλικίας εδόθη εις μάθησιν των ιερών γραμμάτων και τοσούτον προέκοπτε κατά την σπουδήν και μελέτην των θείων, ώστε πάντας τους κατ’ αυτόν υπερέβαλλε κατά την οξύτητα του νοός και την επίδοσιν των θείων μαθημάτων, και πάντοτε εσχόλαζε μετά μεγάλης επιμελείας και φρονήσεως εις την μελέτην των θείων εντολών, αλλά και τους διδάσκοντας τα θεία λόγια ηκροάτο μετά πολλής προσοχής και ευλαβείας. Ελθών ο Άγιος εις ηλικίαν νόμιμον, καθημερινώς παρεκινείτο και εβιάζετο υπό των γονέων του να λάβη σύζυγον νέαν τινά εκλεγείσαν παρ’ αυτών, αλλ’ ούτος ο μακάριος ουδόλως επείθετο εις τούτο, έχων όλον τον νουν εστραμμένον προς τον Κύριον, τον οποίον διακαώς επεθύμει να ακολουθήση, φέρων επί των ώμων τον ελαφρόν αυτού ζυγόν. Τότε υπό του φθόνου και της βασκανίας των γεννητόρων της γυναικός, την οποίαν του είχον προετοιμάσει, χωρίς αυτός να θέλη τούτο, και δια σατανικής συγχρόνως ενεργείας έπαθε τύφλωσιν των οφθαλμών. Αλλά το απρόοπτον τούτο συμβάν ουδόλως επτόησεν ή ετάραξε τον Άγιον, όντα προετοιμασμένον δια πάντα πειρασμόν, όστις και έλεγε εν εαυτώ: «Εάν και τους σωματικούς οφθαλμούς υστερήθην, έχω όμως τους ψυχικούς, δια να βλέπω την δόξαν του Κυρίου». Και παραλαβών ένα εκ των οικετών του (Ιωάννην και τούτον καλούμενον), ανεχώρησε μετ’ αυτού εκ της πατρικής του οικίας δια κατάλληλον προς ησυχίαν και προσευχήν τόπον, ένθα και καθυπέβαλεν εαυτόν, με φρόνημα θείον και ουράνιον, εις σκληράν άσκησιν, νηστεύων και προσευχόμενος πάντοτε. Μετελάμβανε τροφής κάθε τρεις ή και τέσσαρας ημέρας, γευόμενος ολίγου άρτου ξηρού και ύδατος μόνον, δια την ανάγκην της φύσεως. Εν τοιαύτη αγγελική διαγωγή και πολιτεία διετέλεσε χρόνους δώδεκα, πιεζόμενος υπό του καύσωνος της ημέρας και του παγετού της νυκτός και μηδόλως αναπαύων το σαρκίον. Η αγγελική αύτη ζωή του Οσίου και η υπερβάλλουσα αυτού αρετή τον ανέδειξε σκεύος εκλεκτόν και κατοικητήριον και όργανον του Αγίου Πνεύματος, παρά του οποίου λαβών την χάριν των θαυμάτων, εδείχθη ιατήρ παντοδαπών παθών και διώκτης των πονηρών και ακαθάρτων πνευμάτων. Ευρεθείς δε ποτε μετά του οικέτου αυτού εις τόπον ξηρόν και άνυδρον, εδίψησεν υπερβολικά ούτος· τότε ο Όσιος, προσευχηθείς προς τον Θεόν μετά θερμής καρδίας, ανέβλυσε παραδόξως πηγή ύδατος, ήτις σώζεται μέχρι σήμερον, κηρύττουσα το μέγα θαύμα του Οσίου Ιωάννου. Αλλά και προ τριών ημερών της προς Θεόν εκδημίας του (ως η κατ’ αυτόν εν εκστάσει ιστορία δηλοί), είδε περιϊπταμένους πλησίον του τρεις αετούς και εγνώρισεν εκ τούτου, δια της χάριτος του εν αυτώ οικούντος Πνεύματος, ότι εντός ολίγου μέλλει να απέλθη προς ον επόθησε Κύριον, όπερ και εφανέρωσεν εις τον ακολουθούντα αυτόν υπηρέτην του. Όθεν πλήρης χαράς και πνευματικής αγαλλιάσεως γενόμενος, προσευχηθείς προς Κύριον, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, τον οποίον τοσούτον ηγάπησεν εκ καρδίας και παρά του οποίου έλαβε τον αμάραντον στέφανον των πολλών εν ασκήσει κόπων και αρετών αυτού, τελέσας οσίως τον δρόμον της ασκήσεως. Το δε τίμιον αυτού και άγιον λείψανον εντίμως και πολυτελώς παρά του ιδίου πατρός κατετέθη εκεί ένθα και νυν κείται, πλείστας ιάσεις και θαύματα καθ’ εκάστην πηγάζον εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις αυτό, έζησε δε επί της γης, αγωνισάμενος τον καλόν αγώνα, έτη είκοσι δύο. Ου ταις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Διανύων δε το τέταρτον ήδη έτος της ηλικίας εδόθη εις μάθησιν των ιερών γραμμάτων και τοσούτον προέκοπτε κατά την σπουδήν και μελέτην των θείων, ώστε πάντας τους κατ’ αυτόν υπερέβαλλε κατά την οξύτητα του νοός και την επίδοσιν των θείων μαθημάτων, και πάντοτε εσχόλαζε μετά μεγάλης επιμελείας και φρονήσεως εις την μελέτην των θείων εντολών, αλλά και τους διδάσκοντας τα θεία λόγια ηκροάτο μετά πολλής προσοχής και ευλαβείας. Ελθών ο Άγιος εις ηλικίαν νόμιμον, καθημερινώς παρεκινείτο και εβιάζετο υπό των γονέων του να λάβη σύζυγον νέαν τινά εκλεγείσαν παρ’ αυτών, αλλ’ ούτος ο μακάριος ουδόλως επείθετο εις τούτο, έχων όλον τον νουν εστραμμένον προς τον Κύριον, τον οποίον διακαώς επεθύμει να ακολουθήση, φέρων επί των ώμων τον ελαφρόν αυτού ζυγόν. Τότε υπό του φθόνου και της βασκανίας των γεννητόρων της γυναικός, την οποίαν του είχον προετοιμάσει, χωρίς αυτός να θέλη τούτο, και δια σατανικής συγχρόνως ενεργείας έπαθε τύφλωσιν των οφθαλμών. Αλλά το απρόοπτον τούτο συμβάν ουδόλως επτόησεν ή ετάραξε τον Άγιον, όντα προετοιμασμένον δια πάντα πειρασμόν, όστις και έλεγε εν εαυτώ: «Εάν και τους σωματικούς οφθαλμούς υστερήθην, έχω όμως τους ψυχικούς, δια να βλέπω την δόξαν του Κυρίου». Και παραλαβών ένα εκ των οικετών του (Ιωάννην και τούτον καλούμενον), ανεχώρησε μετ’ αυτού εκ της πατρικής του οικίας δια κατάλληλον προς ησυχίαν και προσευχήν τόπον, ένθα και καθυπέβαλεν εαυτόν, με φρόνημα θείον και ουράνιον, εις σκληράν άσκησιν, νηστεύων και προσευχόμενος πάντοτε. Μετελάμβανε τροφής κάθε τρεις ή και τέσσαρας ημέρας, γευόμενος ολίγου άρτου ξηρού και ύδατος μόνον, δια την ανάγκην της φύσεως. Εν τοιαύτη αγγελική διαγωγή και πολιτεία διετέλεσε χρόνους δώδεκα, πιεζόμενος υπό του καύσωνος της ημέρας και του παγετού της νυκτός και μηδόλως αναπαύων το σαρκίον. Η αγγελική αύτη ζωή του Οσίου και η υπερβάλλουσα αυτού αρετή τον ανέδειξε σκεύος εκλεκτόν και κατοικητήριον και όργανον του Αγίου Πνεύματος, παρά του οποίου λαβών την χάριν των θαυμάτων, εδείχθη ιατήρ παντοδαπών παθών και διώκτης των πονηρών και ακαθάρτων πνευμάτων. Ευρεθείς δε ποτε μετά του οικέτου αυτού εις τόπον ξηρόν και άνυδρον, εδίψησεν υπερβολικά ούτος· τότε ο Όσιος, προσευχηθείς προς τον Θεόν μετά θερμής καρδίας, ανέβλυσε παραδόξως πηγή ύδατος, ήτις σώζεται μέχρι σήμερον, κηρύττουσα το μέγα θαύμα του Οσίου Ιωάννου. Αλλά και προ τριών ημερών της προς Θεόν εκδημίας του (ως η κατ’ αυτόν εν εκστάσει ιστορία δηλοί), είδε περιϊπταμένους πλησίον του τρεις αετούς και εγνώρισεν εκ τούτου, δια της χάριτος του εν αυτώ οικούντος Πνεύματος, ότι εντός ολίγου μέλλει να απέλθη προς ον επόθησε Κύριον, όπερ και εφανέρωσεν εις τον ακολουθούντα αυτόν υπηρέτην του. Όθεν πλήρης χαράς και πνευματικής αγαλλιάσεως γενόμενος, προσευχηθείς προς Κύριον, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, τον οποίον τοσούτον ηγάπησεν εκ καρδίας και παρά του οποίου έλαβε τον αμάραντον στέφανον των πολλών εν ασκήσει κόπων και αρετών αυτού, τελέσας οσίως τον δρόμον της ασκήσεως. Το δε τίμιον αυτού και άγιον λείψανον εντίμως και πολυτελώς παρά του ιδίου πατρός κατετέθη εκεί ένθα και νυν κείται, πλείστας ιάσεις και θαύματα καθ’ εκάστην πηγάζον εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις αυτό, έζησε δε επί της γης, αγωνισάμενος τον καλόν αγώνα, έτη είκοσι δύο. Ου ταις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου