Αμμούν ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο κατά το γένος Αιγύπτιος, ορφανός δε
γενόμενος, αφού απέθανον οι γονείς του, ηναγκάσθη από τον θείον του, όταν ήτο
είκοσι δύο ετών, να έλθη εις γάμον. Όταν εστεφανώθη με την σύζυγόν του, αφ’ ου
ανεχώρησαν όλοι από την γαμήλιον χαράν και έμειναν μόνοι, της λέγει· «Έλα, κυρία αδελφή, να σου διηγηθώ τον σκοπόν μου.
Τούτο το στεφάνωμα, το οποίον έγινεν εις ημάς, εάν θέλης και συμφωνής και συ,
καθώς επιθυμώ και εγώ, να μείνη ένωσις πνευματική και όχι σωματική.
Να έχωμεν τας κλίνας μας χωριστά, δια την αγάπην του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού και να φυλάξωμεν την παρθενίαν μας καθαράν, δια να χαίρωμεν αιωνίως εις τον Παράδεισον». Ταύτα λέγων ο Αμμούν εξήγαγεν από τον κόλπον του εν μικρόν βιβλίον και το ανεγίνωσκε, το οποίον περιείχε ρητά της θείας Γραφής, του Σωτήρος και των Αποστόλων περί παρθενίας και καθαρότητος. Έλεγε δε και αυτός αφ’ εαυτού την εξήγησιν όσα τον εφώτιζε το Πνεύμα το Άγιον. Έτυχε δε και εκείνο το ευλογημένον κοράσιον αγαθή γη και εδέχθη τον σπόρον τον Ευαγγελικόν και Αποστολικόν εις τον αγαθόν αγρόν της ψυχής της. Και αποκρίνεται προς τον νυμφίον της, ότι δέχεται μετά χαράς να φυλάξη όσα της είπεν, όμως όχι να χωρισθούν, αλλά να μένουν εις ένα οίκον και να είναι η κλίνη των χωριστή και να διάγωσι την ζωήν των αδελφικήν, ή να είπω ορθότερον, ως συνασκηταί. Εδέχθη την συμφωνίαν ο θαυμάσιος Αμμούν και έζησαν ομού ως αδελφοί δεκαοκτώ έτη. Και ο μεν Αμμούν ειργάζετο καθ’ εκάστην εις τον κήπον, και ιδιαιτέρως επεμελείτο τον βάλσαμον, ο οποίος φυτεύεται ως άμπελος, και σκάπτεται και κλαδεύεται με πολύν κόπον. Το εσπέρας ήρχετο εις τον οίκον και ανεγίνωσκε με την σύζυγόν του τον εσπερινόν, και έτρωγαν ομού, έπειτα εχωρίζοντο, την δε νύκτα ηγείροντο όρθρου βαθέος και μετά την ανάγνωσιν του όρθρου μετέβαινεν εις την εργασίαν του κήπου. Ούτω πολιτευόμενοι Θεού βοηθούντος έφθασαν εις τελείαν απάθειαν. Μίαν των ημερών λέγει εις τον Αμμούν η τρισμακαρία· «Έχω, κύριέ μου, να σου είπω λόγον· και εάν με ακούσης, θα γνωρίζω ότι με αγαπάς ως αδελφήν σου γνωσίαν». Ο δε Όσιος λέγει προς αυτήν· «Ειπέ εκείνο όπου θέλεις». Λέγει εκείνη· «Νομίζω ότι δεν είναι δίκαιον, εις τοιούτος αγιώτατος άνθρωπος και αγωνιστής δοκιμώτατος εις πάσαν αρετήν, όστις ημπορεί να ωφελήση με λόγον και έργον πολλούς, καθώς ωφέλησας και εμέ την ταπεινήν εις σωφροσύνην και εγκράτειαν, να ζη μόνος μέσα εις μίαν οικίαν και να μη γνωρίζη κανείς την ενάρετον πολιτείαν σου και την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, η οποία σε επισκιάζει». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Αμμούν εδόξασε το Θεόν, ο οποίος την εφώτισεν εις τούτο. Και της λέγει μετ’ ευχαριστίας· «Καλώς είπας, αδελφή μου εν Κυρίω. Ιδού λοιπόν ο παρών οίκος δια σε και εγώ πάλιν υπάγω να εύρω άλλον οίκον». Και ευθύς εξελθών εκείθεν, ήλθεν εις το βαθύτερον μέρος του όρους της Νιτρίας (εις το οποίον ακόμη δεν ήσαν Μοναστήρια) και εκεί έκτισε δύο κελλία, εις τα οποία έζησεν άλλα είκοσι δύο έτη. Και με άσκησιν ακροτάτην και αγώνας μεγάλους και κατόρθωσιν πάσης αρετής, ετελείωσε την ζωήν εις την μοναδικήν πολιτείαν. Όλα τα έτη της ζωής του έγιναν εξήκοντα δύο. Και δις κατ’ έτος έβλεπε την μακαρίαν αυτού σύζυγον, συνομιλούντες λόγους ψυχωφελείς. Ευρισκόμενος ακόμη Μοναχός ο μακάριος Αμμούν εις το όρος της Νιτρίας, του έφεραν παιδίον το οποίον εδάγκασε σκύλος λυσσών, και ελύσσαξε και αυτό, και το είχον δεμένον με άλυσιν, διότι εξέσχιζε το σώμα του από την νόσον. Οι μεν γονείς του παιδίου παρεκάλουν τον Όσιον να κάμη δέησιν προς τον Κύριον δια τον υιόν των, ο δε Όσιος εταπεινούτο και έλεγεν· «Άνθρωποι, τι με βιάζετε να κάμω εκείνα τα οποία δεν δύναμαι; Όμως η ιατρεία του παιδίου είναι εις την εξουσίαν σας. Δώσατε τον βουν της χήρας, τον οποίον εφονεύσατε κρυφίως και θα ιατρευθή ο υιός σας». Εκείνοι ακούσαντες ταύτα και θαυμάσαντες το διορατικόν του Αγίου, έλαβον ευχήν και δίδοντες τον βουν εις την χήρας, ευθύς εθεραπεύθη ο υιός των. Ήλθον ποτέ τινες προς επίσκεψιν του Οσίου, και αυτός δοκιμάζων την γνώμην των είπε να του φέρουν ένα πίθον δι’ εναποθήκευσιν ύδατος. Ήσαν δε αυτοί αγωγιάται, οι οποίοι ήλθον εις τον Όσιον, ο εις έχων κάμηλον και ο έτερος όνον. Εκείνος όστις είχε την κάμηλον δεν ηθέλησε να πάρη πίθον, λυπούμενος την κάμηλον. Όμως ο άλλος έβαλε τον πίθον εις τον όνον και τον επήγεν εις τον Όσιον, ο οποίος είπεν εις εκείνον, όστις έφερε τον πίθον· «Ο σύντροφός σου ελυπήθη να φορτώση την κάμηλον και η κάμηλος εψόφησε». Τούτο ακούσας εκείνος έτρεξε να ίδη, και την εύρε νεκράν, έτρωγον δε αυτήν οι σκύλοι. Διηγήθη δια τούτον τον Όσιον Αμμούν ο Μέγας Αθανάσιος και τούτο το θαύμα. Μίαν φοράν ο Μέγας Αντώνιος έστειλε Μοναχούς εις τούτον τον Αββάν Αμμούν από την εσωτέραν έρημον να του είπουν να υπάγη εις τον Μέγαν Αντώνιον. Ευθύς δε ως του το είπον, εγερθείς εκίνησε να υπάγη μαζί με τους αδελφούς. Θέλοντες δε να διέλθουν τον ποταμόν Λύκον, συνεστέλλετο να εκδυθή, επειδή ποτέ δεν τον είδε τις γυμνόν. Ενώ όμως συνελογίζετο ταύτα, ευρέθη εις το έναντι μέρος του ποταμού· οι δε αδελφοί επέρασαν κολυμβώντες. Φθάσαντες λοιπόν εις τον Μέγαν Αντώνιον, ησπάσθησαν αλλήλους, και μετά τον ασπασμόν λέγει ο Μέγας Αντώνιος προς τον Αμμούν· «Πολλά και θαυμαστά μου απεκάλυψεν ο Κύριος, αδελφέ, δια σε. Έτι δε μου απεκάλυψε και την τελευτήν σου, δια τούτο σε προσεκάλεσα, δια να απολαύσωμεν εν Αγίω Πνεύματι αλλήλους και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν ο εις υπέρ του άλλου. Λοιπόν μείνον, αδελφέ, εδώ πλησίον, εις τόπον χωριστόν, έως να τελειώσης την παρούσαν ζωήν» όθεν κατά τον λόγον του Αγίου έμεινεν εκεί ο Όσιος Αμμούν και εις ολίγας ημέρας ετελειώθη. Τότε ο Μέγας Αντώνιος είδε την ψυχήν του Οσίου Αμμούν οδηγουμένην υπό θείων Αγγέλων με υμνωδίαν εις τον ουρανόν. Τότε το είπεν εις τους μαθητάς του, οι οποίοι επήγαν και είδον τον Άγιον Αμμούν τελειωθέντα κατά τον λόγον του Αγίου.
Να έχωμεν τας κλίνας μας χωριστά, δια την αγάπην του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού και να φυλάξωμεν την παρθενίαν μας καθαράν, δια να χαίρωμεν αιωνίως εις τον Παράδεισον». Ταύτα λέγων ο Αμμούν εξήγαγεν από τον κόλπον του εν μικρόν βιβλίον και το ανεγίνωσκε, το οποίον περιείχε ρητά της θείας Γραφής, του Σωτήρος και των Αποστόλων περί παρθενίας και καθαρότητος. Έλεγε δε και αυτός αφ’ εαυτού την εξήγησιν όσα τον εφώτιζε το Πνεύμα το Άγιον. Έτυχε δε και εκείνο το ευλογημένον κοράσιον αγαθή γη και εδέχθη τον σπόρον τον Ευαγγελικόν και Αποστολικόν εις τον αγαθόν αγρόν της ψυχής της. Και αποκρίνεται προς τον νυμφίον της, ότι δέχεται μετά χαράς να φυλάξη όσα της είπεν, όμως όχι να χωρισθούν, αλλά να μένουν εις ένα οίκον και να είναι η κλίνη των χωριστή και να διάγωσι την ζωήν των αδελφικήν, ή να είπω ορθότερον, ως συνασκηταί. Εδέχθη την συμφωνίαν ο θαυμάσιος Αμμούν και έζησαν ομού ως αδελφοί δεκαοκτώ έτη. Και ο μεν Αμμούν ειργάζετο καθ’ εκάστην εις τον κήπον, και ιδιαιτέρως επεμελείτο τον βάλσαμον, ο οποίος φυτεύεται ως άμπελος, και σκάπτεται και κλαδεύεται με πολύν κόπον. Το εσπέρας ήρχετο εις τον οίκον και ανεγίνωσκε με την σύζυγόν του τον εσπερινόν, και έτρωγαν ομού, έπειτα εχωρίζοντο, την δε νύκτα ηγείροντο όρθρου βαθέος και μετά την ανάγνωσιν του όρθρου μετέβαινεν εις την εργασίαν του κήπου. Ούτω πολιτευόμενοι Θεού βοηθούντος έφθασαν εις τελείαν απάθειαν. Μίαν των ημερών λέγει εις τον Αμμούν η τρισμακαρία· «Έχω, κύριέ μου, να σου είπω λόγον· και εάν με ακούσης, θα γνωρίζω ότι με αγαπάς ως αδελφήν σου γνωσίαν». Ο δε Όσιος λέγει προς αυτήν· «Ειπέ εκείνο όπου θέλεις». Λέγει εκείνη· «Νομίζω ότι δεν είναι δίκαιον, εις τοιούτος αγιώτατος άνθρωπος και αγωνιστής δοκιμώτατος εις πάσαν αρετήν, όστις ημπορεί να ωφελήση με λόγον και έργον πολλούς, καθώς ωφέλησας και εμέ την ταπεινήν εις σωφροσύνην και εγκράτειαν, να ζη μόνος μέσα εις μίαν οικίαν και να μη γνωρίζη κανείς την ενάρετον πολιτείαν σου και την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, η οποία σε επισκιάζει». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Αμμούν εδόξασε το Θεόν, ο οποίος την εφώτισεν εις τούτο. Και της λέγει μετ’ ευχαριστίας· «Καλώς είπας, αδελφή μου εν Κυρίω. Ιδού λοιπόν ο παρών οίκος δια σε και εγώ πάλιν υπάγω να εύρω άλλον οίκον». Και ευθύς εξελθών εκείθεν, ήλθεν εις το βαθύτερον μέρος του όρους της Νιτρίας (εις το οποίον ακόμη δεν ήσαν Μοναστήρια) και εκεί έκτισε δύο κελλία, εις τα οποία έζησεν άλλα είκοσι δύο έτη. Και με άσκησιν ακροτάτην και αγώνας μεγάλους και κατόρθωσιν πάσης αρετής, ετελείωσε την ζωήν εις την μοναδικήν πολιτείαν. Όλα τα έτη της ζωής του έγιναν εξήκοντα δύο. Και δις κατ’ έτος έβλεπε την μακαρίαν αυτού σύζυγον, συνομιλούντες λόγους ψυχωφελείς. Ευρισκόμενος ακόμη Μοναχός ο μακάριος Αμμούν εις το όρος της Νιτρίας, του έφεραν παιδίον το οποίον εδάγκασε σκύλος λυσσών, και ελύσσαξε και αυτό, και το είχον δεμένον με άλυσιν, διότι εξέσχιζε το σώμα του από την νόσον. Οι μεν γονείς του παιδίου παρεκάλουν τον Όσιον να κάμη δέησιν προς τον Κύριον δια τον υιόν των, ο δε Όσιος εταπεινούτο και έλεγεν· «Άνθρωποι, τι με βιάζετε να κάμω εκείνα τα οποία δεν δύναμαι; Όμως η ιατρεία του παιδίου είναι εις την εξουσίαν σας. Δώσατε τον βουν της χήρας, τον οποίον εφονεύσατε κρυφίως και θα ιατρευθή ο υιός σας». Εκείνοι ακούσαντες ταύτα και θαυμάσαντες το διορατικόν του Αγίου, έλαβον ευχήν και δίδοντες τον βουν εις την χήρας, ευθύς εθεραπεύθη ο υιός των. Ήλθον ποτέ τινες προς επίσκεψιν του Οσίου, και αυτός δοκιμάζων την γνώμην των είπε να του φέρουν ένα πίθον δι’ εναποθήκευσιν ύδατος. Ήσαν δε αυτοί αγωγιάται, οι οποίοι ήλθον εις τον Όσιον, ο εις έχων κάμηλον και ο έτερος όνον. Εκείνος όστις είχε την κάμηλον δεν ηθέλησε να πάρη πίθον, λυπούμενος την κάμηλον. Όμως ο άλλος έβαλε τον πίθον εις τον όνον και τον επήγεν εις τον Όσιον, ο οποίος είπεν εις εκείνον, όστις έφερε τον πίθον· «Ο σύντροφός σου ελυπήθη να φορτώση την κάμηλον και η κάμηλος εψόφησε». Τούτο ακούσας εκείνος έτρεξε να ίδη, και την εύρε νεκράν, έτρωγον δε αυτήν οι σκύλοι. Διηγήθη δια τούτον τον Όσιον Αμμούν ο Μέγας Αθανάσιος και τούτο το θαύμα. Μίαν φοράν ο Μέγας Αντώνιος έστειλε Μοναχούς εις τούτον τον Αββάν Αμμούν από την εσωτέραν έρημον να του είπουν να υπάγη εις τον Μέγαν Αντώνιον. Ευθύς δε ως του το είπον, εγερθείς εκίνησε να υπάγη μαζί με τους αδελφούς. Θέλοντες δε να διέλθουν τον ποταμόν Λύκον, συνεστέλλετο να εκδυθή, επειδή ποτέ δεν τον είδε τις γυμνόν. Ενώ όμως συνελογίζετο ταύτα, ευρέθη εις το έναντι μέρος του ποταμού· οι δε αδελφοί επέρασαν κολυμβώντες. Φθάσαντες λοιπόν εις τον Μέγαν Αντώνιον, ησπάσθησαν αλλήλους, και μετά τον ασπασμόν λέγει ο Μέγας Αντώνιος προς τον Αμμούν· «Πολλά και θαυμαστά μου απεκάλυψεν ο Κύριος, αδελφέ, δια σε. Έτι δε μου απεκάλυψε και την τελευτήν σου, δια τούτο σε προσεκάλεσα, δια να απολαύσωμεν εν Αγίω Πνεύματι αλλήλους και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν ο εις υπέρ του άλλου. Λοιπόν μείνον, αδελφέ, εδώ πλησίον, εις τόπον χωριστόν, έως να τελειώσης την παρούσαν ζωήν» όθεν κατά τον λόγον του Αγίου έμεινεν εκεί ο Όσιος Αμμούν και εις ολίγας ημέρας ετελειώθη. Τότε ο Μέγας Αντώνιος είδε την ψυχήν του Οσίου Αμμούν οδηγουμένην υπό θείων Αγγέλων με υμνωδίαν εις τον ουρανόν. Τότε το είπεν εις τους μαθητάς του, οι οποίοι επήγαν και είδον τον Άγιον Αμμούν τελειωθέντα κατά τον λόγον του Αγίου.
ΔΙΗΓΗΣΙΣ περί του Αββά ΑΜΜΟΥΝ. Του Οσίου Ιερωνύμου.
Εν
μέσω των άλλων Πατέρων, τους οποίους είδομεν και ηκούσαμεν εις την έρημον, όταν
ανεχωρήσαμεν από τον Όσιον Απολλώ, μας διηγήθησαν εν τη οδώ οι μαθηταί αυτού,
ότι ήτο εις θαυμασιώτατος, Αμμούν εις το όνομα, όστις ετέλεσε μεγάλα
τερατουργήματα και εξόχως τούτο το εξαίσιον. Κλέπται τινές, αναλισχυντοι,
επήγαινον εις το κελλίον του και του έκλεπτον το παξιμάδιον και ει τι άλλο του
ευρίσκετο βρώσιμον, και αυτοί μεν έτρωγον την ζωοτροφίαν του, ο δε Όσιος
εκινδύνευεν από την υστέρησιν των αναγκαίων εις θάνατον, ότι πολύν καιρόν τον
επείραζον. Όθεν μη έχων άλλον τρόπον να βοηθηθή εις τοσαύτην αναγκαίαν
υπόθεσιν, απήλθεν εις την εσωτέραν έρημον και ευρίσκων δύο μεγάλους δράκοντας,
τους προσέταξε να τον ακολουθήσουν έως την κέλλαν· και αφ’ ου έφθασαν, τους
είπε να ίστανται εις την θύραν και να μη αναχωρήσουν έως να τους δώση άδειαν.
Οι δε κλέπται, ελθόντες πάλιν να αρπάσουν τι και βλέποντες τους δράκοντας
ετρόμαξαν και έπεσον κατά γης ημιθανείς. Ο δε Όσιος εξήλθεν από το κελλίον και
τους λέγει· «Βλέπετε πόσον είσθε σεις των θηρίων θηριωδέστεροι και
απανθρωπότεροι; Αυτά ευλαβούνται τους δούλους του Θεού και υπακούουν εις
αυτούς, σεις όμως τους ζημιώνετε». Ταύτα ειπών, τους επήρεν έσω εις το κελλίον
και τους εφίλευσε με πολλήν φιλανθρωπίαν και ιλαρότητα·ιδόντες δε ούτοι την
τοσαύτην αυτού αγαθότητα έκλαυσαν και εζήτησαν συγχώρησιν δια τα πρότερα
ανομήματά των εξ όλης καρδίας μετανοήσαντες, και εμόνασαν, και τόσον
ευηρέστησαν τον Θεόν μετά την επιστροφήν αυτών και την θαυμασίαν αλλοίωσιν,
ώστε ετέλεσαν και θαυμάσια εις αισχύνην του μισοκάλου δαίμονος. Άλλην φοράν
ήλθον τινές εκ των πλησίον χωρίων εις τον Όσιον και τον παρεκάλεσαν να φονεύση
άλλον ένα δράκοντα, όστις τους εζημίωνεν άμετρα. Ο δε είπε προς αυτούς, δια
ταπείνωσιν, ότι δεν ήτο της δυνάμεώς του αυτό το εγχείρημα, και απολύσας
αυτούς, επήγεν αυτός μόνος εις το σπήλαιον του δράκοντος και προσηύξατο. Το δε
θηρίον εξήλθεν από την φωλεάν με μεγάλην ορμήν και κρότον, σφυρίζον και κάμνον
σχήμα, ως να ήθελε να ορμήση επάνω του και να τον θανατώση. Πλην δεν εφοβήθη ο
Όσιος, ουδέ μετετόπισεν, ούτε ποσώς εδειλίασεν, αλλά είπε ταύτα προς αυτό μετά
πίστεως· «Ο Κύριος να σε αποκτείνη, δια να μη
ζημιώνης τους δούλους του». Και παρευθύς με τούτον τον λόγον έσκασε το θηρίον,
και εχύθη εις την γην το δηλητήριόν του. Οι δε εγχώριοι μαθόντες τοιούτο
θαυμάσιον συνήχθησαν, και βλέποντες τοσούτον μέγα θηρίον νεκρόν, πάλιν δεν
ετόλμων να πλησιάσωσιν. Ο δε Όσιος τους εθάρρυνε να το καταχώσουν με την άμμον,
δια να μη τους θανατώση η δυσωδία του· και ούτως εποίησαν. Ταύτα μας είπεν εις
μαθητής του Αμμούν, όστις και έτερα τοιαύτα μας είπε, τα οποία δια βραχυλογίαν
αφήκαμεν άγραφα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου