Σάρβηλος και Βεβαία οι
Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού εν έτει ρι΄ (110)
καταγόμενοι από της πόλεως Εδέσσης. Ήτο δε ο Άγιος Σάρβηλος Ιερεύς των ειδώλων
και υπηρέτης των μυσαρών θυσιών των δαιμόνων, πολλά ωραίος και ένδοξος και
εφόρει πολυτελή και λαμπρά ενδύματα· είχε δε και κίδαριν (ήτοι μίτραν) χρυσήν
εις την κεφαλήν του και ενομίζετο παρά των εκεί Ελλήνων ως άλλος μικρός
βασιλεύς και ετιμάτο ως άλλος θεός, διότι αυτός επρόσταζε να προσκυνώσι και να
θυσιάζωσιν εις τα είδωλα.
Ούτος λοιπόν πολλάκις ηλέχθη και κατηχήθη υπό του Αγίου Βαρσιμαίου του Επισκόπου της Εδέσσης, αλλά δεν επέστρεψεν από της πλάνης· μίαν δε φοράν, ότε εγένετο εορτή εις τους δαίμονας και ο Σάρβηλος ήτο επιστάτης εις τας θυσίας, ηλέγχθη πάλιν υπό του Αγίου, ότι γίνεται όντως εις πολλούς αίτιος απωλείας. Ταύτα ακούσας ο Άγιος Σάρβηλος κατενύγη υπό της του Χριστού χάριτος και πεισθείς εις τα λόγια του Επισκόπου επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά της αδελφής του Βεβαίας· όθεν εβαπτίσθησαν και οι δύο υπό του ιδίου Επισκόπου υπό του οποίου κατηχήθη και δεύτερον ο Σάρβηλος· όθεν διεμοίρασεν όλα του τα υπάρχοντα εις τους πτωχούς και πτωχός γενόμενος επήγε και εκάθητο μετά του Αγίου Βαρσιμαίου. Τούτο μαθών ο ηγεμών Λυσίας, φέρει έμπροσθέν του τον Άγιον Σάρβηλον και εξετάσας αυτόν και ευρών ομολογούντα τον Χριστόν, επρόσταξε και τον έδειραν δια ράβδων· επειδή δε ο Μάρτυς πολύ κατηγόρει αυτόν και τα είδωλά του, ομού και τον βασιλέα, όστις έκαμεν αυτόν άρχοντα, δια τούτο κυριευθείς ο άρχων υπό θυμού υπερβολικού προσέταξε και έδειραν τον Άγιον δια βουνεύρων, όχι μίαν φοράν, αλλ’ επτά φοράς και με χειράγρας σιδηράς τον εξέσχισαν και με λαμπάδας τον έκαιον. Ο δε Μάρτυς, ταύτα πάσχων, απέβλεπεν εις μόνον τον Θεόν προς ον προσηύχετο· διο και ο Θεός ελάφρυνε τους πόνους του. Βλέπων δε ο Λυσίας την γενναιότητα και υπομονήν του Αγίου, επρόσταξε και ενέπηξαν καρφία εις την κεφαλήν του και έπειτα έβαλον αυτόν εις εν μηχανικόν όργανον και τον επριόνισαν. Επειδή δε εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής, δια τούτο εξέπληξεν άπαντας. Ταύτα βλέπουσα η αδελφή του Αγίου, Βεβαία ονόματι, μόνη αφ’ εαυτής επήγε και παρουσιάσθη εις τον ηγεμόνα, ονομάζουσα εαυτήν Χριστιανήν. Ο δε ηγεμών, αφού έδειρεν αυτήν αρκετά, την έρριψεν είτα εις την φυλακήν· τον δε αδελφόν της Σάρβηλον προσέταξε και τον έδειραν με ξυλίνας σπάθας, εξέσχισαν το πρόσωπόν του και μετά ταύτα έδεσαν οπίσω τας χείρας του και τον έδειραν εις την κοιλίαν. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από της μιας χειρός και με το πυρ έκαυσαν διάφορα μέλη του σώματός του. Βλέπων δε ο ηγεμών, ότι αναπνέει, προσέταξε και έκοψαν και των δύο αδελφών τας κεφαλάς και έλαβον και οι δύο του μαρτυρίου τους στεφάνους. Τα δε τίμια αυτών λείψανα έλαβον κρυφίως τινές Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτά εντίμως, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν.
Ούτος λοιπόν πολλάκις ηλέχθη και κατηχήθη υπό του Αγίου Βαρσιμαίου του Επισκόπου της Εδέσσης, αλλά δεν επέστρεψεν από της πλάνης· μίαν δε φοράν, ότε εγένετο εορτή εις τους δαίμονας και ο Σάρβηλος ήτο επιστάτης εις τας θυσίας, ηλέγχθη πάλιν υπό του Αγίου, ότι γίνεται όντως εις πολλούς αίτιος απωλείας. Ταύτα ακούσας ο Άγιος Σάρβηλος κατενύγη υπό της του Χριστού χάριτος και πεισθείς εις τα λόγια του Επισκόπου επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά της αδελφής του Βεβαίας· όθεν εβαπτίσθησαν και οι δύο υπό του ιδίου Επισκόπου υπό του οποίου κατηχήθη και δεύτερον ο Σάρβηλος· όθεν διεμοίρασεν όλα του τα υπάρχοντα εις τους πτωχούς και πτωχός γενόμενος επήγε και εκάθητο μετά του Αγίου Βαρσιμαίου. Τούτο μαθών ο ηγεμών Λυσίας, φέρει έμπροσθέν του τον Άγιον Σάρβηλον και εξετάσας αυτόν και ευρών ομολογούντα τον Χριστόν, επρόσταξε και τον έδειραν δια ράβδων· επειδή δε ο Μάρτυς πολύ κατηγόρει αυτόν και τα είδωλά του, ομού και τον βασιλέα, όστις έκαμεν αυτόν άρχοντα, δια τούτο κυριευθείς ο άρχων υπό θυμού υπερβολικού προσέταξε και έδειραν τον Άγιον δια βουνεύρων, όχι μίαν φοράν, αλλ’ επτά φοράς και με χειράγρας σιδηράς τον εξέσχισαν και με λαμπάδας τον έκαιον. Ο δε Μάρτυς, ταύτα πάσχων, απέβλεπεν εις μόνον τον Θεόν προς ον προσηύχετο· διο και ο Θεός ελάφρυνε τους πόνους του. Βλέπων δε ο Λυσίας την γενναιότητα και υπομονήν του Αγίου, επρόσταξε και ενέπηξαν καρφία εις την κεφαλήν του και έπειτα έβαλον αυτόν εις εν μηχανικόν όργανον και τον επριόνισαν. Επειδή δε εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής, δια τούτο εξέπληξεν άπαντας. Ταύτα βλέπουσα η αδελφή του Αγίου, Βεβαία ονόματι, μόνη αφ’ εαυτής επήγε και παρουσιάσθη εις τον ηγεμόνα, ονομάζουσα εαυτήν Χριστιανήν. Ο δε ηγεμών, αφού έδειρεν αυτήν αρκετά, την έρριψεν είτα εις την φυλακήν· τον δε αδελφόν της Σάρβηλον προσέταξε και τον έδειραν με ξυλίνας σπάθας, εξέσχισαν το πρόσωπόν του και μετά ταύτα έδεσαν οπίσω τας χείρας του και τον έδειραν εις την κοιλίαν. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από της μιας χειρός και με το πυρ έκαυσαν διάφορα μέλη του σώματός του. Βλέπων δε ο ηγεμών, ότι αναπνέει, προσέταξε και έκοψαν και των δύο αδελφών τας κεφαλάς και έλαβον και οι δύο του μαρτυρίου τους στεφάνους. Τα δε τίμια αυτών λείψανα έλαβον κρυφίως τινές Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτά εντίμως, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου