Αφραάτης ο Όσιος πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του Ουάλεντος εν έτει
το΄ (370), εγεννήθη δε και ανετράφη εις την Περσίαν και τα των Περσών ήθη
εδιδάχθη. Επειδή δε εβδελύχθη και εμίσησε την εκείνων ασέβειαν, ανεχώρησεν από
της Περσίας και επήγεν εις την πόλιν Έδεσσαν και εκεί βαπτισθείς και γενόμενος
Χριστιανός εκλείσθη εις εν κελλίον έξω του τείχους της πόλεως. Έπειτα
μεταβαίνει εις την Αντιόχειαν και μένει εκεί εις εν Μοναστήριον, το οποίον
ευρίσκετο έμπροσθεν της Αντιοχείας, επιμελούμενος μόνον της σωτηρίας της ψυχής
του.
Συγκάτοικον δε άλλον αδελφόν δεν ηθέλησε να λάβη, αλλ’ ούτε άρτον ηθέλησε να δεχθή τελείως, ούτε προσφάγιον, ούτε ένδυμα παρ’ ουδενός άλλου, ειμή παρ’ ενός μόνον γνωρίμου του. Μίαν δε φοράν ο ύπατος Ανθέμιος απεστάλη πρέσβυς εις την Περσίαν υπό του βασιλέως· επιστρέφων δε μέσω Αντιοχείας, έφερεν εις τον Όσιον εν ένδυμα περσικόν· αλλ’ ο Όσιος όχι μόνον δεν εδέχθη αυτό, αλλά ήλεγξεν αυτόν φρονίμως. Βλέπων δε ο Όσιος ότι εξωρίσθησαν οι Αρχιερείς και ποιμένες των Εκκλησιών υπό του Αρειανού βασιλέως Ουάλεντος και έμειναν τα ποίμνια του Χριστού έρημα προστασίας πνευματικής, ευσπλαγχνίσθη την τούτων ερημίαν και αφήσας την ησυχίαν του κατέβη εις την Αντιόχειαν διδάσκων τους Χριστιανούς και στηρίζων αυτούς εις την Ορθοδοξίαν. Τότε ευρών αυτόν ο βασιλεύς, ότε περιεπάτει εις την αγοράν, τον ηρώτησε· «Διατί αφήκες την ησυχίαν και περιπατείς εις την πόλιν»; Ο δε Όσιος απεκρίθη: «Ειπέ μοι, ω βασιλεύ, αν εγώ ήμηνπαρθένος κεκρυμμένη εντός δωματίου και έβλεπον τινά να βάλλη πυρ εις την οικίαν του πατρός μου, τι ήθελες με συμβουλεύσει να κάνω; Βεβαίως ήθελες με συμβουλεύσει να τρέξω να σβέσω το πυρ. Τούτο λοιπόν συμβούλευσόν με και νυν, διότι βλέπω ότι καίεται ο οίκος του Πατρός μου Θεού και δια τούτο τρέχω και αγωνίζομαι τίνι τρόπω να σβέσω την φλόγα· ει δε κατηγορείς εμέ, ότι άφησα την ησυχίαν μου, κατηγόρει μάλλον σεαυτόν, όστις έβαλες το πυρ εις τον του Θεού οίκον και μη κατηγόρει εμέ, όστις αγωνίζομαι να το σβήσω». Ταύτα ακούσας ευνούχος τις του βασιλέως τον εφοβέρισε να τον θανατώση· αλλ’ όμως μετ’ ολίγον έλαβε παρά Θεού την εκδίκησιν της κατά του Οσίου θρασύτητος, διότι ευρισκόμενος εις εν λουτρόν, έπεσεν εντός της λεκάνης, ήτις είχε το θερμόν ύδωρ και εκεί κακώς την ψυχήν του απώλεσε· τούτο δε μαθών ο βασιλεύς εφοβήθη· όθεν ούτε εξώρισεν, ούτε άλλως επαίδευσε τον Όσιον. Άλλοτε πάλιν ιάτρευσεν ένα ίππον του Ουάλεντος, όστις ησθένησε, τον οποίον ηγάπα πολλά ο βασιλεύς. Αυτός έκαμε και μίαν γυναίκα να ελκύση εις εαυτήν την αγάπην του ανδρός της, όστις την εμίσει, δώσας εις αυτήν ολίγον έλαιον παρ’ αυτού ευλογηθέν και μόνος δε ο ραντισμός δια του ύδατος εκείνου, όπερ ηυλογήθη παρά του Οσίου, εφύλαξε τα χωράφια ενός γεωργού αβλαβή από της φθοράς των ακρίδων. Με τοιαύτην λοιπόν άσκησιν και με τοιαύτα υπερφυσικά έργα διαλάμψας ο αοίδιμος Αφραάτης, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
Συγκάτοικον δε άλλον αδελφόν δεν ηθέλησε να λάβη, αλλ’ ούτε άρτον ηθέλησε να δεχθή τελείως, ούτε προσφάγιον, ούτε ένδυμα παρ’ ουδενός άλλου, ειμή παρ’ ενός μόνον γνωρίμου του. Μίαν δε φοράν ο ύπατος Ανθέμιος απεστάλη πρέσβυς εις την Περσίαν υπό του βασιλέως· επιστρέφων δε μέσω Αντιοχείας, έφερεν εις τον Όσιον εν ένδυμα περσικόν· αλλ’ ο Όσιος όχι μόνον δεν εδέχθη αυτό, αλλά ήλεγξεν αυτόν φρονίμως. Βλέπων δε ο Όσιος ότι εξωρίσθησαν οι Αρχιερείς και ποιμένες των Εκκλησιών υπό του Αρειανού βασιλέως Ουάλεντος και έμειναν τα ποίμνια του Χριστού έρημα προστασίας πνευματικής, ευσπλαγχνίσθη την τούτων ερημίαν και αφήσας την ησυχίαν του κατέβη εις την Αντιόχειαν διδάσκων τους Χριστιανούς και στηρίζων αυτούς εις την Ορθοδοξίαν. Τότε ευρών αυτόν ο βασιλεύς, ότε περιεπάτει εις την αγοράν, τον ηρώτησε· «Διατί αφήκες την ησυχίαν και περιπατείς εις την πόλιν»; Ο δε Όσιος απεκρίθη: «Ειπέ μοι, ω βασιλεύ, αν εγώ ήμηνπαρθένος κεκρυμμένη εντός δωματίου και έβλεπον τινά να βάλλη πυρ εις την οικίαν του πατρός μου, τι ήθελες με συμβουλεύσει να κάνω; Βεβαίως ήθελες με συμβουλεύσει να τρέξω να σβέσω το πυρ. Τούτο λοιπόν συμβούλευσόν με και νυν, διότι βλέπω ότι καίεται ο οίκος του Πατρός μου Θεού και δια τούτο τρέχω και αγωνίζομαι τίνι τρόπω να σβέσω την φλόγα· ει δε κατηγορείς εμέ, ότι άφησα την ησυχίαν μου, κατηγόρει μάλλον σεαυτόν, όστις έβαλες το πυρ εις τον του Θεού οίκον και μη κατηγόρει εμέ, όστις αγωνίζομαι να το σβήσω». Ταύτα ακούσας ευνούχος τις του βασιλέως τον εφοβέρισε να τον θανατώση· αλλ’ όμως μετ’ ολίγον έλαβε παρά Θεού την εκδίκησιν της κατά του Οσίου θρασύτητος, διότι ευρισκόμενος εις εν λουτρόν, έπεσεν εντός της λεκάνης, ήτις είχε το θερμόν ύδωρ και εκεί κακώς την ψυχήν του απώλεσε· τούτο δε μαθών ο βασιλεύς εφοβήθη· όθεν ούτε εξώρισεν, ούτε άλλως επαίδευσε τον Όσιον. Άλλοτε πάλιν ιάτρευσεν ένα ίππον του Ουάλεντος, όστις ησθένησε, τον οποίον ηγάπα πολλά ο βασιλεύς. Αυτός έκαμε και μίαν γυναίκα να ελκύση εις εαυτήν την αγάπην του ανδρός της, όστις την εμίσει, δώσας εις αυτήν ολίγον έλαιον παρ’ αυτού ευλογηθέν και μόνος δε ο ραντισμός δια του ύδατος εκείνου, όπερ ηυλογήθη παρά του Οσίου, εφύλαξε τα χωράφια ενός γεωργού αβλαβή από της φθοράς των ακρίδων. Με τοιαύτην λοιπόν άσκησιν και με τοιαύτα υπερφυσικά έργα διαλάμψας ο αοίδιμος Αφραάτης, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου