Μιχαήλ ο Άγιος Νεομάρτυς κατήγετο από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, ήτο δε
χαλκουργός την τέχνην, νέος εις την ηλικίαν έως δέκα οκτώ ετών και ωραίος πολύ
εις την όψιν. Απατηθείς δε ούτος από χαλκουργόν τινα Αγαρηνόν, ηρνήθη, φεύ! την
Πίστιν του Χριστού, κατά το πρώτον Σάββατον των Νηστειών και υπηρέτει τον
Αγαρηνόν με μισθόν.
Όταν δε ήλθεν η Αγία Ανάστασις του Κυρίου, ακούων τους συνομηλίκους του και όλους τους Χριστιανούς να εορτάζουν την λαμπροφόρον ημέραν και να ψάλλουν με αγαλλίασιν και χαράν, εντός πανδοχείου τινός, το κοσμοπόθητον τροπάριον «Χριστός Ανέστη», ήλθεν εις αίσθησιν του κακού όπερ έπαθε και μετανοήσας καθ’ εαυτόν δια τούτο, εγκατέλειψε την υπηρεσίαν του και συνέψαλλε και αυτός μετά των άλλων το «Χριστός Ανέστη». Τούτο ακούοντες οι εκεί παρευρισκόμενοι, ημπόδιζον αυτόν λέγοντες, ότι είναι ανοίκειον εις Τούρκον να λέγη τοιούτους λόγους, οι οποίοι αρμόζουν μόνον εις τους Χριστιανούς. Ο δε Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ αποκριθείς είπεν· «Αύριον θέλετε ίδει ποίος θέλω γίνει». Το πρωϊ λοιπόν της επομένης μετέβη ο Άγιος εις τον κριτήν και λέγει προς αυτόν· «Εκείνος όστις εξαπατηθείς έδωσε χρυσάφι και επήρε μολύβι, είναι νόμιμον να δώση πάλιν το μολύβι και να πάρη το χρυσάφι, το οποίον έδωσεν, αφού η ανταλλαγή δεν έγινε δικαία και εν γνώσει, αλλά κατόπιν απάτης, καθ’ ο εν αγνοία διατελών;» Ο κριτής απεκρίθη· «Ναι». Τότε ο του Χριστού Μάρτυς λέγει προς αυτόν· «Λάβε λοιπόν συ το μολύβι, το οποίον μου έδωσες, ήτοι την ιδικήν του θρησκείαν, και λαμβάνω και εγώ πάλιν τον χρυσόν, τον οποίον σου έδωσα, ήτοι την των γονέων μου Αγίαν Πίστιν». Ούτω δε παρρησία έμπροσθεν του κριτού μουσελήμη και πάντων των συγκαθημένων ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν παντοδύναμον και κριτήν των απάντων. Θαυμάζοντες τότε όλοι την παρρησίαν του, έσπευδον να τον απατήσωσι με κολακείας και υποσχέσεις δωρεών μεγάλων, κατηγορούντες μεν τα του Χριστού, επαινούντες δε τον Μωάμεθ και μέγαν προφήτην αυτόν ονομάζοντες. Βλέποντες δε τον Μάρτυρα, ότι ίστατο στερεός εις την του Χριστού Πίστιν, έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν, μέχρι δευτέρας εξετάσεως. Μετά δε δύο ημέρας παρουσιασθείς και πάλιν ο Άγιος εις τον κριτήν και ομολογών τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ως και πρότερον, κατεδικάσθη εις θάνατον. Απερχόμενος δε εις την σφαγήν ο μακάριος, εφαίνετο όλος χαίρων και αγαλλόμενος και ζητήσας συγχώρησιν με σχήμα και με λόγον από τους εκεί συνηθροισμένους Χριστιανούς, κλίνας την κεφαλήν ετελειώθη δια ξίφους και ούτως έλαβε παρά Χριστού του αληθινού Θεού τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Έκειτο δε το τίμιον αυτού Λείψανον επί τρεις ημέρας, κατά το διάστημα δε τούτο εφαίνετο λευκόν ως χιών. Μετά ταύτα ερρίφθη τούτο εις την θάλασσαν, η δε θάλασσα εξέβρασεν αυτό πλησίον της λεγομένης Φοινικιάς. Χριστιανοί δε τινές βαφείς ευρόντες το άγιον τούτο Λείψανον ομού με την τιμίαν Κεφαλήν, παρέλαβον αυτό μετ’ ευλαβείας και το έφεραν εις τον Ναόν της Αγίας Φωτεινής, όπου και ενεταφιάσθη εντίμως. Του Αγίου τούτου Μάρτυρος Μιχαήλ ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της των ουρανών Βασιλείας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Όταν δε ήλθεν η Αγία Ανάστασις του Κυρίου, ακούων τους συνομηλίκους του και όλους τους Χριστιανούς να εορτάζουν την λαμπροφόρον ημέραν και να ψάλλουν με αγαλλίασιν και χαράν, εντός πανδοχείου τινός, το κοσμοπόθητον τροπάριον «Χριστός Ανέστη», ήλθεν εις αίσθησιν του κακού όπερ έπαθε και μετανοήσας καθ’ εαυτόν δια τούτο, εγκατέλειψε την υπηρεσίαν του και συνέψαλλε και αυτός μετά των άλλων το «Χριστός Ανέστη». Τούτο ακούοντες οι εκεί παρευρισκόμενοι, ημπόδιζον αυτόν λέγοντες, ότι είναι ανοίκειον εις Τούρκον να λέγη τοιούτους λόγους, οι οποίοι αρμόζουν μόνον εις τους Χριστιανούς. Ο δε Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ αποκριθείς είπεν· «Αύριον θέλετε ίδει ποίος θέλω γίνει». Το πρωϊ λοιπόν της επομένης μετέβη ο Άγιος εις τον κριτήν και λέγει προς αυτόν· «Εκείνος όστις εξαπατηθείς έδωσε χρυσάφι και επήρε μολύβι, είναι νόμιμον να δώση πάλιν το μολύβι και να πάρη το χρυσάφι, το οποίον έδωσεν, αφού η ανταλλαγή δεν έγινε δικαία και εν γνώσει, αλλά κατόπιν απάτης, καθ’ ο εν αγνοία διατελών;» Ο κριτής απεκρίθη· «Ναι». Τότε ο του Χριστού Μάρτυς λέγει προς αυτόν· «Λάβε λοιπόν συ το μολύβι, το οποίον μου έδωσες, ήτοι την ιδικήν του θρησκείαν, και λαμβάνω και εγώ πάλιν τον χρυσόν, τον οποίον σου έδωσα, ήτοι την των γονέων μου Αγίαν Πίστιν». Ούτω δε παρρησία έμπροσθεν του κριτού μουσελήμη και πάντων των συγκαθημένων ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν παντοδύναμον και κριτήν των απάντων. Θαυμάζοντες τότε όλοι την παρρησίαν του, έσπευδον να τον απατήσωσι με κολακείας και υποσχέσεις δωρεών μεγάλων, κατηγορούντες μεν τα του Χριστού, επαινούντες δε τον Μωάμεθ και μέγαν προφήτην αυτόν ονομάζοντες. Βλέποντες δε τον Μάρτυρα, ότι ίστατο στερεός εις την του Χριστού Πίστιν, έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν, μέχρι δευτέρας εξετάσεως. Μετά δε δύο ημέρας παρουσιασθείς και πάλιν ο Άγιος εις τον κριτήν και ομολογών τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ως και πρότερον, κατεδικάσθη εις θάνατον. Απερχόμενος δε εις την σφαγήν ο μακάριος, εφαίνετο όλος χαίρων και αγαλλόμενος και ζητήσας συγχώρησιν με σχήμα και με λόγον από τους εκεί συνηθροισμένους Χριστιανούς, κλίνας την κεφαλήν ετελειώθη δια ξίφους και ούτως έλαβε παρά Χριστού του αληθινού Θεού τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Έκειτο δε το τίμιον αυτού Λείψανον επί τρεις ημέρας, κατά το διάστημα δε τούτο εφαίνετο λευκόν ως χιών. Μετά ταύτα ερρίφθη τούτο εις την θάλασσαν, η δε θάλασσα εξέβρασεν αυτό πλησίον της λεγομένης Φοινικιάς. Χριστιανοί δε τινές βαφείς ευρόντες το άγιον τούτο Λείψανον ομού με την τιμίαν Κεφαλήν, παρέλαβον αυτό μετ’ ευλαβείας και το έφεραν εις τον Ναόν της Αγίας Φωτεινής, όπου και ενεταφιάσθη εντίμως. Του Αγίου τούτου Μάρτυρος Μιχαήλ ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της των ουρανών Βασιλείας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου