Λεωνίδης
ο Άγιος Μάρτυς μετά των συναθλησασών μετ’ αυτού Αγίων Γυναικών Χαρίσσης, Νίκης,
Γαληνής, Καλλίδος, Νουνεχίας, Βασιλίσσης και Θεοδώρας, έζων επί της βασιλείας
του Δεκίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ΄ - σαν΄ (249 – 251), κατήγοντο δε
εκ της Πελοποννήσου, ήτο δε ο Άγιος ούτος Λεωνίδης έξαρχος πνευματικού χορού.
Ούτος συνελήφθη κατά τας εορτασίμους ημέρας της Αγίας του Χριστού Αναστάσεως εν Τροιζηνία, ήτις κείται εν τη Πελοποννήσω εις την αντικρύ των Αθηνών και προς τον Σαρωνικόν κόλπον πλευράν αυτής και ήτις κοινώς τώρα λέγεται Φανάρι, ή κατ’ άλλους Πεδιάδα, υπαγομένη υπό την Επισκοπήν Κορίνθου (πρόκειται περί της περιοχής ένθα νυν εύρηται η Νέα Επίδαυρος). Μετά του Αγίου Λεωνίδους συνελήφθησαν τότε και αι ως άνω Άγιαι Γυναίκες και ωδηγήθησαν ομού εις την Κόρινθον προς τον ηγεμόνα αυτής, Βενούστον ονόματι. Αφού λοιπόν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες εφέρθησαν ενώπιον του ηγεμόνος, ούτος βλέπων τον Άγιον Λεωνίδην μένοντα ασάλευτον εις την του Χριστού Πίστιν, προσέταξε να κρεμάσωσιν αυτόν και να τον ξεσχίζωσι, κατόπιν δε να ριφθώσιν εις τον βυθόν της θαλάσσης αυτός και αι μετ’ αυτού Άγιαι Γυναίκες. Εν ω λοιπόν οι Άγιοι ο΄τροι Μάρτυρες εφέροντο υπό συνοδείαν, ίνα ριφθώσιν εις την θάλασσαν, καθώς λέγεται, η μακαρία Χάρισσα έψαλλεν ως ποτε η Προφήτις Μαριάμ δια τον καταποντισμόν των Αιγυπτίων (Έξοδ. ιε: 20-21), λέγουσα ταύτα· «Εν μίλιον έδραμον, Κύριε, στράτευμά με εδίωξε, Κύριε, και ουκ ηρνησάμην σε, Κύριε, σώσον μου το πνεύμα». Αι δε άλλαι Άγιαι Γυναίκες συνεβοήθουν αυτή και συνέψαλλον, έως ότου έφθασαν πλησίον του αιγιαλού. Επιβιβασθείσαι δε εις πλοιάριον, έψαλλον την αυτήν ωδήν, έως ου διήνυσαν τριάκοντα στάδια, ήτοι τέσσαρα σχεδόν μίλια. Έπειτα έδεσαν όλους με πέτρας και τους έρριψαν εις τον βυθόν της θαλάσσης μίαν ημέραν προ του Αγίου Πάσχα δηλαδή κατά το μέγα Σάββατον και ούτως έλαβον οι μακάριοι παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως.
Ούτος συνελήφθη κατά τας εορτασίμους ημέρας της Αγίας του Χριστού Αναστάσεως εν Τροιζηνία, ήτις κείται εν τη Πελοποννήσω εις την αντικρύ των Αθηνών και προς τον Σαρωνικόν κόλπον πλευράν αυτής και ήτις κοινώς τώρα λέγεται Φανάρι, ή κατ’ άλλους Πεδιάδα, υπαγομένη υπό την Επισκοπήν Κορίνθου (πρόκειται περί της περιοχής ένθα νυν εύρηται η Νέα Επίδαυρος). Μετά του Αγίου Λεωνίδους συνελήφθησαν τότε και αι ως άνω Άγιαι Γυναίκες και ωδηγήθησαν ομού εις την Κόρινθον προς τον ηγεμόνα αυτής, Βενούστον ονόματι. Αφού λοιπόν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες εφέρθησαν ενώπιον του ηγεμόνος, ούτος βλέπων τον Άγιον Λεωνίδην μένοντα ασάλευτον εις την του Χριστού Πίστιν, προσέταξε να κρεμάσωσιν αυτόν και να τον ξεσχίζωσι, κατόπιν δε να ριφθώσιν εις τον βυθόν της θαλάσσης αυτός και αι μετ’ αυτού Άγιαι Γυναίκες. Εν ω λοιπόν οι Άγιοι ο΄τροι Μάρτυρες εφέροντο υπό συνοδείαν, ίνα ριφθώσιν εις την θάλασσαν, καθώς λέγεται, η μακαρία Χάρισσα έψαλλεν ως ποτε η Προφήτις Μαριάμ δια τον καταποντισμόν των Αιγυπτίων (Έξοδ. ιε: 20-21), λέγουσα ταύτα· «Εν μίλιον έδραμον, Κύριε, στράτευμά με εδίωξε, Κύριε, και ουκ ηρνησάμην σε, Κύριε, σώσον μου το πνεύμα». Αι δε άλλαι Άγιαι Γυναίκες συνεβοήθουν αυτή και συνέψαλλον, έως ότου έφθασαν πλησίον του αιγιαλού. Επιβιβασθείσαι δε εις πλοιάριον, έψαλλον την αυτήν ωδήν, έως ου διήνυσαν τριάκοντα στάδια, ήτοι τέσσαρα σχεδόν μίλια. Έπειτα έδεσαν όλους με πέτρας και τους έρριψαν εις τον βυθόν της θαλάσσης μίαν ημέραν προ του Αγίου Πάσχα δηλαδή κατά το μέγα Σάββατον και ούτως έλαβον οι μακάριοι παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως.
ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Εις τον Άγιον Ιερομάρτυρα Λεωνίδην και την Συνοδίαν αυτού.
Κατά
την αρχαίαν εποχήν υπήρχεν εις τας Αθήνας νόμος τις, ο οποίος καθώριζεν ότι οι
γενναίως πίπτοντες εις τους πολέμους έπρεπε να κηδεύωνται δημοσία δαπάνη και
εκτός των άλλων τιμών, αι οποίαι θα απεδίδοντο εις αυτούς, θα έπρεπεν οι
θαπτόμενοι να εγκωμιάζωνται και με επιταφίους λόγους. Τούτο δε εκρίθη
επιβεβλημένον αφ’ ενός μεν διότι οι επιτάφιοι λόγοι θα απετέλουν δημοσίαν
αναγνώρισιν της αρετής των απερχομένων, αφ’ ετέρου δε θα απετέλουν παρόρμησιν
δια τους επιζώντας προς επιτέλεσιν γενναίων πράξεων. Ημείς λοιπόν τόσην αδιαφορίαν
θα δείξωμεν δια τον έπαινον της αρετής και δια την πρόθυμον άμιλλαν περί του
καλού, ώστε να περιφρονήσωμεν, όσον εξαρτάται από ημάς, τους καλλινίκους
Μάρτυρας, οι οποίοι είναι εδώ ενταφιασμένοι και να μη αποδώσωμεν εις αυτούς τας
οφειλομένας θρησκευτικάς τιμάς, των οποίων είναι άξιοι; Και ποίαν τιμωρίαν δεν
θα πρέπει να υποστώμεν, όταν τόσον πολύ υστερούμεν απέναντι των ειδωλολατρών
εις την άμιλλαν προς έπαινον της αρετής, όταν εκείνοι μεν σχεδόν εθεοποιούσαν
ριψοκίνδυνα τινά ανθρωπάρια και τα ετίμων με ανδριάντας και με την κατασκευήν
πολυτελών ηρώων και με επετείους εορτάς και πανηγύρεις, δια να αποδώσουν εις
αυτούς τας τιμάς, των οποίων ήσαν άξιοι, επειδή μαχόμενοι υπέρ της πατρίδος
εθυσίασαν την ζωήν των· ημείς δε δεικνύομεν τόσην αδιαφορίαν, όταν ευρίσκωνται
ενταύθα ενταφιασμένοι τόσον σπουδαίοι και τόσον πολλοί Μάρτυρες, οι οποίοι δεν
διεξήγαγον τους αγώνας των προς αίμα και σάρκα, ούτε επολέμησαν δια κάποιαν
πατρίδα, από αυτάς που ευρίσκονται εδώ κάτω εις την γην και των οποίων το
έδαφος πατούμεν, αλλ’ αντιπαρετάχθησαν έχοντες εχθρούς τας ασωμάτους αρχάς του
σκότους, ενώ αυτοί εφόρουν θνητήν σάρκα, έπεσαν δε μαχόμενοι υπέρ εκείνης της
πατρίδος και υπέρ εκείνης της πόλεως, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι
ο Θεός; Και αι μεν ψυχαί αυτών ευρίσκονται ήδη εις τας χείρας του Θεού· διότι ο
θάνατος, όπως λέγει ο σοφός Σολομών, δεν τους ήγγισεν· εις αυτόν όμως εδώ τον
τόπον έχει αποθησαυρισθή η πολυτίμητος κόνις των λειψάνων των, όχι ως κόνις
χώματος και δια τούτο διαλυομένη· διότι και αυτή υπήρξε κοινωνός της δόξης των
Μαρτύρων τούτων, όπως υπήρξε μέτοχος και των αγώνων των μακαρίων και μαρτυρικών
ψυχών των, αφού απέβαλε την θνητότητά της με τα στίγματα των υπέρ Χριστού
μαρτυρίων, εγεύθη την μέλλουσαν αθανασίαν και συμμετέσχε της καλυτέρας τελειώσεως·
αλλ’ είναι αποθησαυρισμένη εδώ δια να αποτελή τούτο μεν διαρκή υπόμνησιν των
μαρτυρικών των αγώνων, τούτο δε αγιασμόν ψυχής τε και σώματος, και δια να
συνοφρυούται εκείνος ο οποίος εκαυχήθη ότι θα στήση τον θρόνον του υπεράνω των
νεφελών του ουρανού, ή μάλλον δια να φεύγη ούτος μακράν εκτοπιζόμενος από την
οικουμένην, μη υποφέρων να βλέπη την κόνιν των σωμάτων, υπό των οποίων
κατενικήθη και συνετρίβη και εξετινάχθη από το πρόσωπον της γης, όπως
παρασύρεται υπό του ανέμου ο ελαφρότατος χνούς. Δεν ευρίσκονται όμως πλησίον
μας τα Ιερά Λείψανα των Μαρτύρων, χωρισμένα από τας μακαρίας ψυχάς των, μόνον
δια τον λόγον τούτον· αλλά και διότι οι Άγιοι Μάρτυρες θέλουν από κοινού με
ημάς να απολαύσουν την τελείαν αφθαρσίαν και την κατά χάριν θέωσιν και δια να
μένουν ενταύθα, προς αυτόν τον σκοπόν μετέβησαν προς την καλυτέραν ζωήν. Ω!
πόσον μεγάλη είναι η αγάπη εκείνων προς ημάς και πόσον μεγάλη είναι η ιδική μας
αδιαφορία! Εάν εκείνοι μεν, επειδή μας αγαπούν, ανέχονται να παραμένουν εις την
γην με τα ιδικά των σώματα και δεν μικροψυχούν δια την βραδύνουσαν ανάστασιν,
δια νε μη τελειωθώσι χωρίς ημάς, ημείς δε βαρυνόμεθα να διανύσωμεν την μικράν
ταύτην από της πόλεως απόστασιν δια να προστρέξωμεν εδώ, εις τον ιερόν τούτον
Ναόν, και να αντλήσωμεν εξ αυτού τον ψυχικόν φωτισμόν. Αλλ’ εάν μέχρι σήμερον
εδείχθημεν αμελείς απέναντι των Μαρτύρων – διότι διστάζω να είπω ότι υπήρξαμεν
άστοργοι – από τούδε και εις το εξής ας προσερχώμεθα προς αυτούς και ας
φωτιζώμεθα. Εκείνος ο οποίος αγαπά τους Μάρτυρας, γίνεται κοινωνός της δόξης
των Μαρτύρων, γίνεται δηλαδή οικείος προς τον Θεόν των Μαρτύρων· διότι εκείνος
ο οποίος αγαπά τους Μάρτυρας, αγαπά και τον Χριστόν, εκείνος δε ο οποίος αγαπά
τον Χριστόν, είναι δυνατόν και την ζωήν του να θυσιάση δι’ Αυτόν, και κατ’
αυτόν τον τρόπον από την αγάπην που έχει προς τους Αθλητάς της Πίστεως,
ανέρχεται προς την μεγαλυτέραν και θείαν αγάπην προς τον Χριστόν. Ποίος δηλαδή
είναι τόσον νωθρός και τόσον βαρύς την καρδίαν, ο οποίος, εάν εγγίση ένα οστούν
Μάρτυρος ή την αγίαν κόνιν του Λειψάνου του, δεν θα αισθανθή αμέσως μίαν θεϊκήν
λαμψιν εις την ψυχήν του και δεν θα υψωθή προς την θείαν αγάπην; Η θήκη των
Μαρτύρων είναι θησαυρός εγγυώμενος την ανάστασιν, είναι θησαυροφυλάκιον
αθανασίας, είναι διαρκής υπενθύμισις της αφθαρσίας, η οποία μας περιμένει,
είναι στήλη, η οποία μας φέρει διαρκώς εις τον νουν την καρτερίαν, την οποίαν
έδειξαν εις τα μαρτύρια, τα οποία υπέστησαν, είναι το τρόπαιον της αγάπης των
προς τον Θεόν. Εάν δε ο τάφος περιέχη τα Λείψανα περισσοτέρων του ενός Μαρτύρων
και καυχάται, διότι περικλείει την τέφραν Μαρτύρων, ανδρών και γυναικών, αυτό
αποτελεί πολλών ειδών πνευματικόν θησαυρόν, όπως είναι και ο πλούτος αυτός, ο
οποίος ευρίσκεται ενώπιόν μας. Αλλά ποίοι είναι αυτοί οι οποίοι ευρίσκονται
μέσα εις αυτόν τον τάφον; Διότι μου φαίνεται, ότι δεν γνωρίζετε, αν και όχι
όλοι, τον θησαυρόν τον οποίον έχετε αποταμιευμένον. Είναι ο Λεωνίδης ο μέγας
και ο χορός των γενναίων γυναικών, αι οποίαι ήσαν μαζί με τον Λεωνίδην. Διότι
και γυναίκες εδείκνυον ανδρικήν γενναιότητα εις τους υπέρ της ευσεβείας αγώνας,
από τότε βεβαίως που ο Χριστός εγεννήθη εκ της Παρθένου. Δια ποίαν δε αιτίαν
και κατά ποίον τρόπον εβάδισαν τον δρόμον του Μαρτυρίου; Ούτοι οι μακάριοι
υπήρξαν μεν γεννήματα και θρέμματα της Ελλάδος, αφού δε εγνώρισαν τον ένα και
μόνον και αληθινόν Θεόν, απήλλαξαν από την πολυαρχίαν των πολλών θεών την
πατρίδα, η οποία τους εγέννησε, όχι διότι κατέλυσαν ταύτην ή εκείνην την
τυραννίδα, αλλά ανατρέψαντες την πολυθεϊαν. Όταν δηλαδή συληφθέντες υπό των
ασεβών όχι μόνον δεν κατεπείσθησαν υπ’ αυτών να αρνηθώσι τον αληθινόν Θεόν,
αλλ’ αυτοί μάλλον έγιναν κύριοι εκείνων και μαζί με τους θεούς και τα είδωλά
των τους υπέταξαν εις την αληθή Πίστιν, όχι διότι έλαβον όπλα δια να επιτύχουν,
όσα κατώρθωσαν, ή διότι ενίκησαν εις κάποιαν μάχην, αλλά δια των μαρτυρίων τα
οποία γενναίως έπασχον και διότι υπέμειναν βασανιζόμενοι δια την ευσέβειαν.
Διότι ο μεν καρτερικώτατος Λεωνίδης εκρεμάσθη και υψούμενος κατά τον χρόνων των
Αγίων Παθών του Δεσπότου Χριστού, υψώθη μέχρι του ουρανού και με τας
σκληροτάτας ξέσεις, τας οποίας υπέστη, ηνώθη με τον Χριστόν και συνεδέθη
στενώτερον με τον Δημιουργόν των απάντων, παρ’ όσον ετεμαχίσθησαν αι σάρκες του
καθ’ ον χρόνον εξέετο τας πλευράς. «Ξέετε αυτόν τον πεισματάρην», είπεν ο
δικαστής, «και ξεσχίζετε τουλάχιστον τας σάρκας του, αφού δεν ημπορούμεν να
μεταβάλωμεν την γνώμην του και μη λυπηθήτε ούτε τα οστά του. Ας σκορπισθούν αι
σάρκες του από τους δεσμούς, ας διαλυθούν τα οστά του και ας γυμνωθή από τον
φυσικόν χιτώνα του σώματος η αλύγιστος αυτή ψυχή». Αυτά διέτασσεν ο δικαστής
και η διαταγή του εξετελείτο αμέσως και ο Αθλητής της Πίστεως, ενώ έπασχε τα
πάνδεινα, ενόμιζεν ότι ουδέν πάσχει, μάλλον δε ελυπείτο, διότι δεν έπασχε
περισσότερα και σκληρότερα βασανιστήρια. Ω γενναίου φρονήματος! Ω ψυχής
ανικήτου! Αι σάρκες τού Μάρτυρος κατεξεσχίζοντο και αι φλέβες του ανεστομώνοντο
καθώς εθραύοντο και ποταμοί αίματος εσχημάτιζον λίμνην γύρω από τον Αθλητήν,
διαβρέχοντες ολόκληρον το σώμα του, διότι εις όλα του τα μέρη ήτο κατεσκαμμένον
από τους ξεσμούς. Ο Αθλητής όμως εδοκίμαζε μεγάλην χαράν, διότι επίστευεν ότι
με την διάσπασιν των σαρκών του ενώνεται με τον Χριστόν, και ότι όσον το σώμα
του γυμνώνεται από τας σάρκας, ενδύεται τον Χριστόν και ότι δοξάζεται μαζί με
τον Χριστόν όσον εκολυμβούσε μέσα εις το αίμα του, το οποίον εχύνετο δια τον
Χριστόν, και ότι τόσον περισσότερον επλησίαζε προς το κατά Χριστόν κάλλος, όσον
απαλλάσσεται από την ύλην του σώματος και ότι όσον το σώμα του εσπαράσσετο από
τα διάφορα όργανα των βασανιστηρίων, τόσον ωραιότερος καθίστατο και εικών του
Χριστού εγίνετο, φέρων ως άγαλμα την κατ’ εικόνα Χριστού ομοιότητα. Και ο μεν
γενναίος Λεωνίδης κατ’ αυτόν τον τρόπον εσπαράσσετο υπό των αλιτηρίων
ειδωλολατρών ως άλλος Τιτάν και τόσην μεγαλοψυχίαν εδείκνυεν, όσον περισσότερον
διεσπώντο αι σάρκες του. Τι έκαμνον δε αι γυναίκες Μάρτυρες, αι οποίαι ήσαν
μαζί με την χαριτωμένην Χάρισσαν; Μήπως αντιμετώπισαν τους αγώνας με δισταγμόν
ή μήπως έλαβον υπ’ όψιν των την γυναικείαν φύσιν των ή μήπως εφοβήθησαν τας
βασάνους ή μήπως εδειλίασαν την ωμότητα των ασεβών; Όχι, σας διαβεβαιώ εις τους
γενναίους αγώνας των δια την ευσέβειαν και την μέχρις αίματος καρτερίαν των·
διότι αφού ενεψύχωσαν εαυτάς λαβούσαι ανδρικόν θάρρος, επροχώρησαν όλαι μαζί
προς τους κινδύνους και με ατρόμητον φωνήν ωμολόγησαν Θεόν αληθινόν τον
αθάνατον Νυμφίον των. Διότι τοξευόμεναι διατην αγάπην του, εθεώρουν τας πληγάς
των ασεβών ως βέλη νηπίων. «Μη νομίζης δηλαδή, έλεγον, ω δικαστά, ότι τον αγώνα
σου αυτόν διεξάγεις προς γυναίκας τρυφεράς· διότι ημείς, αν κατά την εξωτερικήν
εμφάνισιν είμεθα γυναίκες, εν τούτοις είμεθα πολύ γενναιότεραι και της
χειροτέρας ωμότητος, από όσον επιτρέπει τούτο η γυναικεία φύσις μας. Ημείς
εκυριεύθημεν από το κάλλος του Χριστού και την ζωήν μας την αφιερώσαμεν εις τον
έρωτα Εκείνου. Χάριν Εκείνου ζώμεν, προς Χάριν Εκείνου είμεθα εδώ όλαι μαζί,
διότι ποθούμεν να ενωθώμεν στενώτερον μετά του Χριστού έχουσαι απηλλαγμένας τας
ψυχάς μας εκ τούτου του σαρκίου. Το σώμα τούτο το υλικόν το αποστρεφόμεθα και
βιαζόμεθα να απαλλαγώμεν από τον δεσμόν μας με αυτό. Ώστε, εάν μας βασανίσης,
περισσότερον θα μας λαμπρύνης και θα μας κάμης περισσότερον ποθητάς δια τον
ουράνιον Νυμφίον μας· όταν δηλαδή θα στολισθώμεν με τα στίγματα των πληγών, τας
οποίας θα λάβωμεν προς Χάριν Του. Και εάν τεμαχίσης τα σώματά μας, δεν θα δυνηθής
να μας χωρίσης από τον Χριστόν, προς τον οποίον είμεθα ηνωμέναι δια της
Πίστεως. Όσον ταχύτερον μας θανατώσης, τόσον γρηγορώτερον θα μας παρουσιάσης
εις τον αγαπημένον μας Ιησούν. Απάλλαξόν μας από την ζωήν όσον ταχύτερον
δύνασαι, κατηραμένε, δια να μεταβώμεν ταχύτερον εις την Βασιλείαν των ουρανών».
Έμεινε κατάπληκτος από την παρρησίαν των παρθένων εκείνων ο τύραννος και
νικηθείς από την γενναιότητα και την καρτερίαν, την οποίαν έδειξαν, διατάσσει
να ριφθούν εις τον βυθόν της θαλάσσης και να εξαφανισθούν εις τα ύδατά της,
ώστε να λησμονηθούν, δια να μη παρουσιάζωνται ως λαμπρά τρόπαια της εναντίον
του νίκης. Ωδηγούντο λοιπόν προς τον θάνατον αι περί τον θείον Λεωνίδην
γενναίαι Μάρτυρες όχι κατηφείς ή σκυθρωπαί, όπως θα συνέβαινε με οιανδήποτε
άλλας μελλοθανάτους, αλλά χαίρουσαι και ψάλλουσαι, αφ’ ενός μεν διότι με την
καρτερίαν των ενίκησαν τον δικάζοντα αυτάς τύραννον, αφ’ ετέρου δε διότι
ηξιώθησαν να πίουν με τα αλμυρά ύδατα της θαλάσσης το γλυκύ ποτήριον του
Μαρτυρίου. Απόδειξις δε τούτου είναι το άσμα εκείνο, το οποίον έψαλλεν η
μακαρία Χάρισσα, και το συνέχιζε με ρυθμόν ο υπόλοιπος χορός των Μαρτύρων. Είχε
δε το άσμα τούτο ως εξής· διότι δεν είναι δίκαιον να μεταβάλωμεν το άσμα των
εκείνο: «Εν μίλλιον έδραμον, Κύριε, και στράτευμά με εδίωξε, Κύριε, και ουκ
ηρνησάμην σε· Κύριε, σώσον μου το πνεύμα». Ψάλλουσαι το άσμα τούτο αι Άγιαι
Μάρτυρες, ως εάν ευρίσκοντο επάνω εις κάποιαν άμαξαν, έφθασαν εύθυμοι εις την
θάλασσαν και από εκεί, επιβιβασθείσαι εις πλοίον, οδηγούνται εις την ανοικτήν
θάλασσαν και ρίπτονται εις τα κύματα και ούτω, αφού διεπέρασαν την αθεϊαν, όπως
άλλοτε οι Εβραίοι διεπέρασαν την Ερυθράν θάλασσαν, αμέσως διεπεραιώθησαν εις
την γην της επαγγελίας, τον Παράδεισον. Τοιαύτη υπήρξεν η μαρτυρική συνοδία του
μεγάλου Λεωνίδους, δια την οποίαν πρέπει να υπερηφανεύεται η σημερινή ευσεβής
Ελλάς περισσότερον από όσον υπερηφανεύετο η αρχαία δια τα κατορθώματα των
συμπολεμιστών του Λεωνίδα του βασιλέως της Σπάρτης, οι οποίοι αντιπαρετάχθησαν
μεν προς τας δυνάμεις των Περσών εις τα στενά των Θερμοπυλών, έπεσαν δε εκεί
φονευθέντες παρά των βαρβάρων χάριν της ελευθερίας όλων των Ελλήνων, όπως
βεβαιώνει η επιγραφή η οποία υπήρχεν εις
τον τάφον των : «ω ξεν’ απάγγειλον Λακεδαιμονίους, ότι τήδε κείμεθα τοίσιν
εκείνων πειθόμενοι νόμοισιν»· (το ακριβές κείμενον έχει ούτω: Ω ξειν’ αγγέλλειν
Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι. Το δεύτερον
τούτο επίγραμμα έχει κατά λέξιν ούτω: μυριάσι ποτέ τήδε τριακοσίαις εμάχοντο εκ
Πελοποννήσου χιλιάδες τέττορες.), και πάλιν άλλη επιγραφή έλεγεν: «μυριάσι ποτέ τήδε
διακοσίαις εμάχοντο εκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέττορες». Τι σπουδαιότερον δηλαδή
επετέλεσαν οι περί τον Λεωνίδαν της Σπάρτης πολεμισταί από ό,τι επέδειξεν η
καλλίνικος στρατιά, η οποία συνώδευε τον ιδικόν μας Αθλητήν; Εκεί δηλαδή,
στρατιώται τελείως εξησκημένοι εις τον πόλεμον, καταλαβόντες τα στενά και
εμποδίζοντες το πέρασμα των εχθρών, εν τέλει κατεχώσθησαν από το πλήθος των
βελών και ούτω έμεινε δια τους εχθρούς η διάβασις του στενού ελευθέρα. Εδώ όμως
γυναίκες ευσεβείς, επιδείξασαι γενναιότητα ανωτέραν της φύσεώς των, κατέλαβον
το φρούριον της ευσεβείας και εισελθούσαι εις την στενήν πύλην της ομολογίας,
και φυλάξασαι αυτήν, ούτε δια μίαν στιγμήν δεν υπεχώρησαν εις την καρτερίαν και
την φύλαξιν απέναντι των εχθρών. Και εις την περίπτωσιν μεν των εν Θερμοπύλαις
πεσόντων εμάχοντο άνδρες με άνδρας· υλικά σώματα δηλαδή επολέμουν εναντίον
υλικών σωμάτων· εδώ όμως κατά μεν το φαινόμενον η μάχη διεξήγετο προς
τυράννους, εις την πραγματικότητα όμως προς πλάσματα άσαρκα και χωρίς αίμα. Αι δυνάμεις
δηλαδή, αι οποίαι μαζί με τον κοσμοκράτορα επανεστάτησαν εναντίον του Θεού
εξεστράτευσαν εναντίον των Μαρτύρων συμμαχούσαι με τους τυράννους· ενώ
συγχρόνως και αυταί εβοηθούντο από τους τυράννους, ως από συμμάχους. Και πολλοί
μεν ήσαν οι πολεμούντες τους Μάρτυρας από τα ύψη και βάλλοντες αοράτως εναντίον
των, πολλοί δε ήσαν και εκείνοι οι οποίοι εδώ εις την γην επετίθεντο εναντίον
των και με διάφορα τεχνάσματα εξώπλιζον την συμβολήν των εις τον αγώνα εναντίον
των αγίων γυναικών, άλλοτε μεν μεταχειριζόμενοι την πειθώ, άλλοτε την βίαν,
έπειτα την θωπείαν, μετά ταύτα την απειλήν, ύστερον τας μάστιγας και τελευταίον
τον θάνατον. Όλα όμως αυτά απεδείχθησαν άχρηστα και άνευ αποτελέσματος. Δια
τούτο ενικήθη ο ασεβής ηγεμών, όπως ενικήθη άλλοτε εκείνος ο Φαραώ, και επειδή
δεν ημπόρεσε να υποτάξη την γνώμην των Μαρτύρων, έρριψε τα σώματά των εις τον
βυθόν της θαλάσσης, οι δε Μάρτυρες, φεύγοντες την Αίγυπτον της ασεβείας και τον
άρχοντα αυτής, διαβαίνουν δια της θαλάσσης εις την άνω Ιερουσαλήμ, ψάλλοντες
προς τον ενδόξως δεδοξασμένον Κύριον τον επινίκιον ύμνον με πολύ μεγαλυτέραν
ευχαρίστησιν, αφ’ όσον έψαλλον τον ύμνον τούτον οι Ισραηλίται. Διότι οι μεν
Ισραηλίται, πριν να διαβούν την Ερυθράν θάλασσαν, εγόγγυζον εναντίον του Θεού
και του Μωϋσέως, τρομοκρατηθέντες λόγω της φιλοζωίας των, όταν αντίκρυσαν τους
Αιγυπτίους να τους καταδιώκουν· ενώ ούτοι οι Μάρτυρες, ενώ ερρίπτοντο παρά των
διωκτών εις τον βυθόν της θαλάσσης, επεδοκίμαζον με μεγαλοψυχίαν την πράξιν των
και έψαλλον περιφρονούντες τον θάνατον και επεκαλούντο τον Θεόν, όχι δια να
σωθώσιν από τα κύματα, αλλά δια να τους βοηθήση, πίνοντας όσον γίνεται
ταχύτερον το αλμυρόν ύδωρ της θαλάσσης, να κοιμηθούν τον γλυκύν ύπνον, ο οποίος
οδηγεί εις την ζωήν. Ω πόσον γενναίαι ήσαν αι ψυχαί των! Ω πόσον αξιοθαύμαστοι
είναι οι Μάρτυρες ούτοι, οι οποίοι επόθουν τον υπέρ Χριστόν θάνατον, μόνον που
δεν ερρίφθησαν μόνοι των εις την θάλασσαν, πιστεύοντες ότι κατ’ αυτόν τον
τρόπον θα συναντούσαν γρηγορώτερα τον Κύριον. Δια τούτο σπεύδοντες να διαβούν
την θάλασσαν και να φθάσουν εις αυτόν ταχύτερον από τον Πέτρον, δεν ηνείχοντο
να φορούν το φυσικόν ένδυμα, το σώμα, αλλ’ επόθουν να εκδυθούν τούτο και να
παρουσιασθούν ελαφρότεροι ενώπιον του Θεού με γυμνάς τας ψυχάς των. Διότι δεν
είχον κανένα δισταγμόν, όπως θα έπραττον άλλοι ολιγόπιστοι, ότι αφού ερρίφθησαν
έξω από το πλοίον θα διατρέξουν κίνδυνον και δεν θα έλθουν προς τον Ιησούν,
αλλά ότι γενόμενοι ελαφροί από την μεγάλιν πίστιν, την οποίαν είχον προς τον
Θεόν, με εμπιστοσύνην έκαμαν τον επί της θαλάσσης περίπατον, ο οποίος ωδήγει
προς τον Κύριον. Και όχι μόνον γενναίως από το πλοίον ερρίφθησαν εις την
θάλασσαν, αλλά και αυτό το σώμα με χαράν εξεδύθησαν και ήδη απολαμβάνουν την
ουράνιον μακαριότητα. Την οποίαν εύχομαι να επιτύχωμεν και ημείς δια της
Χάριτος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου