Γεώργιος ο του
Χριστού καλλίνικος Νεομάρτυς ήτο Κύπριος την πατρίδα, νέος κατά την ηλικίαν,
ωραίος κατά την όψιν, φρόνιμος κατά τον νουν και σώφρων εις τα ήθη. Αναχωρήσας
δε από την πατρίδα του μετέβη εις την Πτολεμαϊδα, την νυν λεγομένην Άκρι, όπου
προσελήφθη ως υπηρέτης παρά τινος ευρωπαίου πρέσβεως. Συχνάκις δε μετέβαινεν
εις τούρκισσάν τινα, πτωχήν, δια να αγοράζη αυγά δια τον οίκον του αυθέντου
του. Είχε δε αύτη και κοράσιον εις νόμιμον ηλικίαν.
Προϊόντος δε του χρόνου εξήρχετο πολλάκις προς υποδοχήν του και η κόρη συνωμίλει ελευθέρως μετ’ αυτού, αν και απουσίαζεν η μήτηρ της. Αι δε γειτόνισσαι, βλέπουσαι, ότι ο νέος αγοράζει μόνον από εκείνην αυγά, ενώ από αυτάς δεν ηγόραζεν ουδόλως, εφθόνησαν και συνεβουλεύθησαν μεταξύ των να τον κακοποιήσουν. Ημέραν λοιπόν τινά του έτους αψνβ΄ (1752), όταν ο νέος, κατά την συνήθειαν, μετέβη ίνα αγοράση αυγά, απούσης της μητρός του κορασίου, ευθύς ως είδον ότι εισήλθεν εντός της οικίας, έτρεξαν αι μιαραί και συνέλαβον τον νέον. Εκραύγαζον δε ότι είπε να τουρκεύση και να λάβη την νέαν ως σύζυγον, κατηγορούσαι αδίκως τον αθώον. Ευθύς τότε συνηθροίσθη πλήθος πολύ Αγαρηνών και αρπάσαντες τον νέον τον έφεραν εις το κριτήριον, φωνάζοντες και αυτοί τα ίδια και μαρτυρούντες ψευδώς κατά του Αγίου. Ηρώτησε τότε ο κριτής τον Άγιον αν είναι αληθή τα λεγόμενα. Ούτος δε παρρησία απεκρίθη, ότι ουδέποτε τοιούτον λόγον είπεν ή έστω εσκέφθη, αλλά αυτοί από κακίαν των τον εσυκοφάντησαν και ότι αυτός Χριστιανός εγεννήθη και Χριστιανός θέλει να αποθάνη. Υπέσχοντο τότε να του προσφέρουν δώρα πλουσιώτατα, δόξας και αξιώματα, αλλά κατέστη αδύνατον να τον πείσουν. Εφήρμοσαν τότε διαφόρους τιμωρίας, αλλ’ ουδέ με ταύτας ημπόρεσαν να τον καταπείσουν, διότι ίστατο στερεός εις την Πίστιν του. Όθεν ο κριτής εξέδωκε κατ’ αυτού την του θανάτου απόφασιν. Κατά δε την επομένην, ήτις ήτο Παρασκευή, εξελθόντες οι Τούρκοι από το παρά την θάλασσαν τζαμί των, εστάθησαν όλοι εις το έξω αυτού μέγα προαύλιον. Αφού δε πρότερον συνεσκέφθησαν, έφεραν κατόπιν εκεί και τον Μάρτυρα σιδηροδέσμιον. Διατάξαντες δε να σταθή ούτος εις το μέσον του προαυλίου εκείνου, ανέγνωσαν εις επήκοον πάντων την κατ’ αυτού ληφθείσαν απόφασιν της εις θάνατον καταδίκης του. Τότε ήρχισαν άπαντες να κολακεύουν τον νέον και να τον παρακινούν να τουρκεύση. Αλλ’ ο Άγιος τους ήλεγξε με ανδρείαν. Ιδόντες τότε εκείνοι την γνώμην του σταθεράν και αμετάβλητον, εδοκίμασαν να τον φοβίσουν. Όθεν περιεκύκλωσαν αυτόν, κρατούντες εις τας χείρας των τα πιστόλια των έτοιμα προς δράσιν και είπον προς αυτόν ομοφώνως να υπακούση εις εκείνα τα οποία του προστάζουν, άλλως ευθύς θα τον θανατώσουν. Ο δε γενναιότατος Μάρτυς του Χριστού, υψώσας τας χείρας του ως ήσαν δεδεμέναι με τας αλύσεις προς τον ουρανόν, μεγάλη τη φωνή εβόησε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου και αξίωσόν με της Βασιλείας Σου». Ευθύς τότε, ως ο Άγιος Μάρτυς είπε ταύτα, εκένωσαν όλοι τα πιστόλια των επάνω του και αμέσως ως εκείνος έπεσεν εις την γην, έτρεξαν όλοι με τας μαχαίρας και κατετρύπησαν το μαρτυρικώτατον εκείνο σώμα. Δεν είχον όμως ακόμη οι αλιτήριοι εκείνοι χορτάσει την κακίαν των και ιδού ο των θαυμασίων και των Μαρτύρων Θεός ενήργησε θαύμα παράδοξον. Ενώ δηλαδή ήτο απόλυτος γαλήνη, εγένετο ευθύς μέγας αναβρασμός εις την θάλασσαν, καίτοι δε η απόστασις από του τόπου εκείνου, όπου έκειτο το του Μάρτυρος Λείψανον, μέχρι της θαλάσσης ήτο έως βολής τυφεκίου και πέραν, όμως η θάλασσα τόσον εξηγριώθη, ώστε εφαίνετο ως θηρίον ανήμερον, εξελθούσα δε από τον φυσικόν της τόπον και φθάσασα έως εκεί όπου ήτο το άγιον Λείψανον, εδείκνυεν ότι το τιμά και το σέβεται, εκπλύνουσα το μαρτυρικόν αίμα το οποίον έτρεχεν εκ τούτου, εις τρόπον ώστε εβάφη όλη ερυθρά ως κόκκινος αφρός από κιννάβαριν, αναβαίνουσα δε από τους τοίχους του τζαμίου των Αγαρηνών και του τελωνείου των, εζήτει να κατακρημνίση ταύτα με τα κύματά της. Όθεν, βλέποντες οι Οθωμανοί το φοβερόν τούτο θαύμα και φοβούμενοι μήπως καταποντισθή ολόκληρος η πόλις αυτών, ευθύς έτρεξαν και εβίασαν τους Χριστιανούς, οίτινες ήλθον μετά τιμής και παρρησίας και παραλαβόντες το ιερόν εκείνο και αθλητικόν σώμα, το έθαψαν εις την Εκκλησίαν. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς ησύχασεν η θάλασσα και ειρήνευσε πάλιν, αφ’ ου εξέπλυνεν ως δούλη το αγιώτατον του Μάρτυρος αίμα. Μετά την ταφήν του τιμίου σώματος του Μάρτυρος, δοξάζων ο Θεός τον πιστόν Αυτού θεράποντα και αποδεχόμενος την ακράδαντον αυτού Πίστιν, ενήργησε το εξής θαυμάσιον. Επί τρεις ολοκλήρους νύκτας εφαίνετο στήλη πυρός από των ουρανών κατερχομένη μέχρι του τάφου του Αγίου, άπασα δε η πόλις εφωτίζετο από φως γλυκύτατον, το οποίον εξεπέμπετο από την στήλην ταύτην του πυρός. Όθεν εις παντοτινήν ενθύμησιν του αρρήτου εκείνου φωτός και του εκ τούτου θαύματος, μέχρι της σήμερον καθ’ εσπέρας της Παρασκευής οι εκεί Χριστιανοί συνηθίζουν να μεταβαίνουν εις τον τάφον του Μάρτυρος, πλήθος ανδρών, γυναικών και παιδίων, μάλιστα δε ασθενών, επί του οποίου ανάπτουσι κηρία και θυμιάματα. Τελούνται δε τότε άπειρα θαύματα, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητός τε και Βασιλείας. Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Προϊόντος δε του χρόνου εξήρχετο πολλάκις προς υποδοχήν του και η κόρη συνωμίλει ελευθέρως μετ’ αυτού, αν και απουσίαζεν η μήτηρ της. Αι δε γειτόνισσαι, βλέπουσαι, ότι ο νέος αγοράζει μόνον από εκείνην αυγά, ενώ από αυτάς δεν ηγόραζεν ουδόλως, εφθόνησαν και συνεβουλεύθησαν μεταξύ των να τον κακοποιήσουν. Ημέραν λοιπόν τινά του έτους αψνβ΄ (1752), όταν ο νέος, κατά την συνήθειαν, μετέβη ίνα αγοράση αυγά, απούσης της μητρός του κορασίου, ευθύς ως είδον ότι εισήλθεν εντός της οικίας, έτρεξαν αι μιαραί και συνέλαβον τον νέον. Εκραύγαζον δε ότι είπε να τουρκεύση και να λάβη την νέαν ως σύζυγον, κατηγορούσαι αδίκως τον αθώον. Ευθύς τότε συνηθροίσθη πλήθος πολύ Αγαρηνών και αρπάσαντες τον νέον τον έφεραν εις το κριτήριον, φωνάζοντες και αυτοί τα ίδια και μαρτυρούντες ψευδώς κατά του Αγίου. Ηρώτησε τότε ο κριτής τον Άγιον αν είναι αληθή τα λεγόμενα. Ούτος δε παρρησία απεκρίθη, ότι ουδέποτε τοιούτον λόγον είπεν ή έστω εσκέφθη, αλλά αυτοί από κακίαν των τον εσυκοφάντησαν και ότι αυτός Χριστιανός εγεννήθη και Χριστιανός θέλει να αποθάνη. Υπέσχοντο τότε να του προσφέρουν δώρα πλουσιώτατα, δόξας και αξιώματα, αλλά κατέστη αδύνατον να τον πείσουν. Εφήρμοσαν τότε διαφόρους τιμωρίας, αλλ’ ουδέ με ταύτας ημπόρεσαν να τον καταπείσουν, διότι ίστατο στερεός εις την Πίστιν του. Όθεν ο κριτής εξέδωκε κατ’ αυτού την του θανάτου απόφασιν. Κατά δε την επομένην, ήτις ήτο Παρασκευή, εξελθόντες οι Τούρκοι από το παρά την θάλασσαν τζαμί των, εστάθησαν όλοι εις το έξω αυτού μέγα προαύλιον. Αφού δε πρότερον συνεσκέφθησαν, έφεραν κατόπιν εκεί και τον Μάρτυρα σιδηροδέσμιον. Διατάξαντες δε να σταθή ούτος εις το μέσον του προαυλίου εκείνου, ανέγνωσαν εις επήκοον πάντων την κατ’ αυτού ληφθείσαν απόφασιν της εις θάνατον καταδίκης του. Τότε ήρχισαν άπαντες να κολακεύουν τον νέον και να τον παρακινούν να τουρκεύση. Αλλ’ ο Άγιος τους ήλεγξε με ανδρείαν. Ιδόντες τότε εκείνοι την γνώμην του σταθεράν και αμετάβλητον, εδοκίμασαν να τον φοβίσουν. Όθεν περιεκύκλωσαν αυτόν, κρατούντες εις τας χείρας των τα πιστόλια των έτοιμα προς δράσιν και είπον προς αυτόν ομοφώνως να υπακούση εις εκείνα τα οποία του προστάζουν, άλλως ευθύς θα τον θανατώσουν. Ο δε γενναιότατος Μάρτυς του Χριστού, υψώσας τας χείρας του ως ήσαν δεδεμέναι με τας αλύσεις προς τον ουρανόν, μεγάλη τη φωνή εβόησε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου και αξίωσόν με της Βασιλείας Σου». Ευθύς τότε, ως ο Άγιος Μάρτυς είπε ταύτα, εκένωσαν όλοι τα πιστόλια των επάνω του και αμέσως ως εκείνος έπεσεν εις την γην, έτρεξαν όλοι με τας μαχαίρας και κατετρύπησαν το μαρτυρικώτατον εκείνο σώμα. Δεν είχον όμως ακόμη οι αλιτήριοι εκείνοι χορτάσει την κακίαν των και ιδού ο των θαυμασίων και των Μαρτύρων Θεός ενήργησε θαύμα παράδοξον. Ενώ δηλαδή ήτο απόλυτος γαλήνη, εγένετο ευθύς μέγας αναβρασμός εις την θάλασσαν, καίτοι δε η απόστασις από του τόπου εκείνου, όπου έκειτο το του Μάρτυρος Λείψανον, μέχρι της θαλάσσης ήτο έως βολής τυφεκίου και πέραν, όμως η θάλασσα τόσον εξηγριώθη, ώστε εφαίνετο ως θηρίον ανήμερον, εξελθούσα δε από τον φυσικόν της τόπον και φθάσασα έως εκεί όπου ήτο το άγιον Λείψανον, εδείκνυεν ότι το τιμά και το σέβεται, εκπλύνουσα το μαρτυρικόν αίμα το οποίον έτρεχεν εκ τούτου, εις τρόπον ώστε εβάφη όλη ερυθρά ως κόκκινος αφρός από κιννάβαριν, αναβαίνουσα δε από τους τοίχους του τζαμίου των Αγαρηνών και του τελωνείου των, εζήτει να κατακρημνίση ταύτα με τα κύματά της. Όθεν, βλέποντες οι Οθωμανοί το φοβερόν τούτο θαύμα και φοβούμενοι μήπως καταποντισθή ολόκληρος η πόλις αυτών, ευθύς έτρεξαν και εβίασαν τους Χριστιανούς, οίτινες ήλθον μετά τιμής και παρρησίας και παραλαβόντες το ιερόν εκείνο και αθλητικόν σώμα, το έθαψαν εις την Εκκλησίαν. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς ησύχασεν η θάλασσα και ειρήνευσε πάλιν, αφ’ ου εξέπλυνεν ως δούλη το αγιώτατον του Μάρτυρος αίμα. Μετά την ταφήν του τιμίου σώματος του Μάρτυρος, δοξάζων ο Θεός τον πιστόν Αυτού θεράποντα και αποδεχόμενος την ακράδαντον αυτού Πίστιν, ενήργησε το εξής θαυμάσιον. Επί τρεις ολοκλήρους νύκτας εφαίνετο στήλη πυρός από των ουρανών κατερχομένη μέχρι του τάφου του Αγίου, άπασα δε η πόλις εφωτίζετο από φως γλυκύτατον, το οποίον εξεπέμπετο από την στήλην ταύτην του πυρός. Όθεν εις παντοτινήν ενθύμησιν του αρρήτου εκείνου φωτός και του εκ τούτου θαύματος, μέχρι της σήμερον καθ’ εσπέρας της Παρασκευής οι εκεί Χριστιανοί συνηθίζουν να μεταβαίνουν εις τον τάφον του Μάρτυρος, πλήθος ανδρών, γυναικών και παιδίων, μάλιστα δε ασθενών, επί του οποίου ανάπτουσι κηρία και θυμιάματα. Τελούνται δε τότε άπειρα θαύματα, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητός τε και Βασιλείας. Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου