Γεώργιος ο
ένδοξος και θαυμαστός και μέγας Μάρτυς του Χριστού ήκμασε κατά τους χρόνους του
βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305),
κατήγετο δε εκ της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας. Γονείς του υπήρξαν περιφανείς
και λαμπροί άρχοντες, διέλαμψε δε και ο ίδιος εις τα αξιώματα, πρότερον μεν
έχων το αξίωμα του Τριβούνου, ύστερον δε, όταν έμελλε να μαρτυρήση, το του
κόμητος (ήτοι επάρχου ή ηγεμόνος ή και στρατηλάτου). Όταν δε ο ασεβής
Διοκλητιανός εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών και επρόσταξεν, όσοι μεν
Χριστιανοί αρνούνται τον Χριστόν, να αξιούνται βασιλικών τιμών, όσοι δε δεν
πείθονται να τον αρνηθώσιν, αυτοί να θανατώνωνται, τότε ο μέγας Γεώργιος,
παρουσιασθείς προ του Διοκλητιανού, διεκήρυξεν εαυτόν Χριστιανόν και ήλεγξε την
των ειδώλων πλάνην και ασθένειαν, μυκτηρίζων τους εις αυτά πιστεύοντας.
Επειδή δε ούτε εις τας κολακείας και τας πολλάς υποσχέσεις του τυράννου επείσθη ο Άγιος, ούτε έδωκε προσοχήν εις τους φοβερισμούς και τας απειλάς του, αλλά πάντα ταύτα κατεφρόνησε, τούτου ένεκα εκτύπησαν πρώτον αυτόν εις την κοιλίαν με ακόντιον, το οποίον εκτύπησε μεν εις την σάρκα του Αγίου τόσον, ώστε έτρεξεν εκείθεν αίμα άφθονον, αλλ’ η αιχμή του εστριφογύρισεν, ο δε Άγιος εφυλάχθη αβλαβής· έπειτα δε δέσαντες αυτόν εις τροχόν, πέριξ του οποίου ήσαν εμπεπηγμένα κοπτερά σίδηρα, αφήκαν τον τροχόν να κυλίση εις κατηφορικόν τινα τόπον και εκ τούτου κατεκόπη εις πολλά τεμάχια το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον όμως κατέστη πάλιν υγιές τη επιστασία θείου Αγγέλου. Όθεν παρέστη ο Άγιος και πάλιν εις τον Διοκλητιανόν και τον συγκάθεδρόν του Μαγνέντιον, οι οποίοι έτυχε τότε να θυσιάζωσιν εις τα είδωλα και επειδή εφάνη σώος και αβλαβής μετά τοιαύτην φοβεράν βάσανον, τούτου ένεκεν πολλούς Έλληνες είλκυσεν εις την Πίστιν του Χριστού, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως ευθύς απεκεφαλίσθησαν. Τότε και η βασίλισσα Αλεξάνδρα προσήλθεν εις την Πίστιν του Χριστού και έμπροσθεν του ανδρός της Διοκλητιανού ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Επίστευσαν δε και άλλοι πολλοί εις τον Χριστόν, βλέποντες τον Άγιον τιθέμενον μεν εν λάκκω ασβέστου, μένοντα δε πάντη αβλαβή. Μετά ταύτα εκάρφωσαν εις τους πόδας του Αγίου υποδήματα σιδηρά και τον ηνάγκαζον να τρέχη. Είτα έδειραν αυτόν ασπλάγχνως με ξηρά βούνευρα. Ο δε Μαγνέντιος εζήτησε να ποιήση και άλλο σημείον ο Άγιος, ήτοι να αναστήση νεκρόν τινα, όστις προ πολλών ετών είχεν αποθάνει και είχεν ενταφιασθή εν τάφω εκεί έμπροσθέν του κειμένω. Όθεν προσηυχήθη ο Άγιος επί της πλακός του τάφου εκείνου και, ω του θαύματος! ανέστη ο νεκρός, όστις προσκυνήσας τον Άγιον, εδόξασε την θεότητα και την δύναμιν του Χριστού. Ηρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, ποίος είναι και πότε απέθανεν, ο δε νεκρός απεκρίθη, ότι είναι εκ των βιωσάντων προ της ελεύσεως του Χριστού εις τον κόσμον, ήτοι προ τριακοσίων ετών και επέκεινα και ότι δια την προς τα είδωλα πλάνην του κατεκαίετο εις το πυρ επί τοσαύτα έτη. Τούτο το θαύμα βλέποντες πολλοί Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν και ομοφώνως εδόξαζον τον Θεόν· εκ τούτων δε εις ήτο και ο γεωργός Γλυκέριος, του οποίου τον νεκρόν βουν ανέστησεν ο Άγιος και ο οποίος, επειδή εστερεώθη εις την Πίστιν του Χριστού ένεκα του τοιούτου θαύματος, κατεκόπη με τα ξίφη υπό των απίστων και έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον. Εκτός δε των ειρημένων και άλλοι πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, όταν είδον, ότι ο Άγιος, εμβάς εις τον ναόν των ειδώλων, διέταξεν εν είδωλον να είπη, αν ο Χριστός είναι Θεός και εάν πρέπη να προσκυνώμεν Αυτόν, ο δε δαίμων, ο οποίος κατώκει εντός του ειδώλου, θρηνών και βιαζόμενος απεκρίθη, ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Θεός. Όθεν δια τον λόγον τούτον εταράχθησαν όλα τα είδωλα και έπεσαν χαμαί και συνετρίβησαν. Τότε οι λατρευταί των δαιμόνων, μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωσι, συνέλαβον τον Άγιον και έφεραν αυτόν εις τον βασιλέα, ζητούντες να εκδώση ταχέως την κατ’ αυτού απόφασιν· προστάξαντος δε του βασιλέως να αποκεφαλισθή ο Άγιος μετά της βασιλίσσης Αλεξάνδρας, απεκεφαλίσθη μεν ο Άγιος, η δε Αγία Αλεξάνδρα, προσευχηθείσα εν τη φυλακή, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η του Αγίου Σύναξις εις τον αγιώτατον Ναόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.
Το κατά πλάτος Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Τροπαιοφόρου μεταφρασθέν εις την κοινήν γλώσσαν παρά του εν Μοναχοίς ελαχίστου Δαμασκηνού του Υποδιακόνου του Στουδίτου, περιέχον ομού και τινων θαυμάτων διήγησιν.
Αι εορταί και αι πανηγύρεις της Εκκλησίας μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, δι’ ουδένα άλλον λόγον τελούνται ει μη μόνον προς ψυχικήν ωφέλειαν· και ουχί εορτάζοντες οι Χριστιανοί, να έχωμεν ελευθερίαν να περιδιαβάζωμεν ή να τρώγωμεν λαιμάργως ή να πίνωμεν άνευ μέτρου. Δεν πανηγυρίζομεν δι’ αυτό, αλλά δια να έχωμεν τον καιρόν να προστρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, ίνα ακούωμεν τον λόγον του Θεού και ίνα λάβωμεν μισθόν από τους εορταζομένους Αγίους. Δια τούτο δε απέχομεν από πάσαν εργασίαν καθ’ εκάστην εορτήν και αργίαν· δια να συναχθούν οι Χριστιανοί εις την Εκκλησίαν, να ακούσωσι τον λόγον του Θεού, να γνωρίσωσι τις είναι ο κατ’ αυτήν εορταζόμενος Άγιος ή Αγία ή τι έργα εποίησε και πως εμαρτύρησε δια το όνομα του Χριστού, τώρα δε ένεκα τούτων τον τιμώμεν και τον δοξάζομεν. Ημείς λοιπόν, ω ευσεβείς Χριστιανοί, οίτινες ποθούμεν να τύχωμεν της Βασιλείας των ουρανών, ας μη αγανακτήσωμεν ποτέ εορτάζοντες και πανηγυρίζοντες, διότι οι Άγιοι, οι οποίοι υμνούνται και δοξάζονται από ημάς, μας επιτηρούν πάντοτε, μας διαφυλάττουν και μας προστατεύουν παρακαλούντες τον Θεόν δια την σωτηρίαν μας. Ούτω λοιπόν προστατεύει ημάς και ο σήμερον εορταζόμενος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ο μέγας προστάτης και βοηθός του Χριστιανικού γένους, ο πρόθυμος ακροατής των επικαλουμένων αυτόν, ο αστήρ ο λαμπρότατος, όστις έχυσε το αίμα του δια την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του γνωρίσαντος την δόξαν του Αγίου του εις όλον τον κόσμον. Δια τούτου του Αγίου την εορτήν συνεκεντρώθημεν σήμερον ημείς, ω ευσεβείς Χριστιανοί· τούτον δοξάζομεν σήμερον, τούτον επαινούμεν, τούτον εγκωμιάζομεν και παρά τούτου ζητούμεν χάριν και έλεος. Αυτόν τον δια την αγάπην του Κυρίου μαρτυρήσαντα παρακαλούμεν να μας διαφυλάττη από τα σκάνδαλα, από τους πειρασμούς, από τας αμαρτίας και από παν κακόν. Τούτου λοιπόν του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος τον Βίον, το Μαρτύριον και τα θαύματα αρχόμεθα διηγούμενοι, αιτούμενοι πρώτον την βοήθειαν αυτού. Διοκλητιανός ο των Ρωμαίων βασιλεύς, ότε αναξίως ανέλαβε το αξίωμα της βασιλείας, επεδείκνυε πολλήν φροντίδα εις το πως να τιμά τα είδωλα, πως να θεραπεύη τα θελήματα των θεών των ειδωλολατρών και πως να χαίρεται και να ευφραίνεται εις τας πανηγύρεις αυτών. Περισσότερον δε εξ όλων των θεών των Ελλήνων ετίμα τον Απόλλωνα. Μετέβη λοιπόν εις το μαντείον αυτού, ίνα λάβη χρησμόν δι’ υπόθεσίν του και τότε του είπεν ο δαίμων, όστις κατώκει εις αυτό, ότι οι δίκαιοι, οίτινες είναι εις την γην, τον εμποδίζουν να είπη την αλήθειαν. Ο δε μιαρός βασιλεύς, ως εν τη πλάνη ευρισκόμενος, με πολύ ενδιαφέρον εζήτει να μάθη ποίοι είναι οι δίκαιοι. Εις δε εκ των υπηρετών του μαντείου είπεν, ότι οι δίκαιοι της γης είναι οι λεγόμενοι Χριστιανοί. Ως ήκουε τούτο ο βασιλεύς εδαιμονίσθη κατά των Χριστιανών και ήρχισε να κάμνη σφοδρόν διωγμόν κατά τούτων. Ευθύς τότε όσαι φυλακαί ήσαν και όσα δικαστήρια και καταγώγια, όλα εγέμισαν από Χριστιανούς και άλλους μεν εθανάτωνον αμέσως, άλλους εβασάνιζον και άλλους εκολάκευον, μήπως και επιτύχουν να στρέψουν τούτους προς την ειδωλολατρίαν, καθ’ εκάστην δε σχεδόν εφόνευον και αιματοκύλιον τους Χριστανούς. Και ταύτα μεν εγίνοντο εις τας άλλας πόλεις και περιοχάς. Οι δε Χριστιανοί, οίτινες ήσαν εις την Ανατολήν, πλήθος πολύ, εξεγείροντο και ανεσταντώνοντο. Τότε οι αυθένται και οι κριταί της Ανατολής έγραψαν γράμματα προς τον βασιλέα Διοκλητιανόν λέγοντες προς αυτόν, μεταξύ των άλλων, και τα εξής· «Ημείς οι δούλοι σου, βασιλεύ, οι ηγεμόνες της Ανατολής, προσκυνούμεν σε. Εδώ εις την Ανατολήν ευρίσκονται πολλοί Χριστιανοί, οι οποίοι εναντιούνται εις τον ορισμόν σου και δεν προσκυνούν τα είδωλα· λοιπόν, ας ορίση η βασιλεία σου να μένη καθείς εις την πίστιν του, διότι άλλως δεν γνωρίζομεν τι θα γίνη». Λαβών ο βασιλεύς τα γράμματα ταύτα, εσυλλογίζετο τι να πράξη. Μετά πολλήν δε σκέψιν απεφάσισε να καλέση τους ηγεμόνας της Ανατολής να έλθουν, ίνα συνεννοηθή μετ’ εκείνων τι μέλλει να γίνη. Έστειλε λοιπόν διαταγάς και πολύ συντόμως συνηθροίσθησαν όλοι. Τότε εκάθησαν εις συνέδριον και είπον ο καθείς την γνώμην του. μετά ταύτα ωμίλησε και ο βασιλεύς, και είπε προς αυτούς· «Άλλο τίποτε, φίλοι μου, δεν είναι τιμιώτερον ει μη το να προσκυνούνται οι θεοί από όλον τον κόσμον. Εάν δε τις είναι εχθρός των θεών, να τιμωρήται σκληρότατα. Αν λοιπόν είσθε φίλοι μου και επιθυμήτε να έχετε το αξίωμα, το οποίον σας εχάρισα, φροντίσατε και αγωνισθήτε όλοι σας εις το πως θα εξαφανισθούν οι λεγόμενοι Χριστιανοί από προσώπου της γης, να πληθύνουν οι πιστοί λάτραι των ειδώλων, να τιμηθούν οι θεοί δια να δοξασθούν και να χαρούν περισσότερον». Τότε όλοι οι ηγεμόνες απεκρίθησαν και είπον· «Αμήν, βασιλεύ. Να γίνη ο ορισμός σου». Κατ’ εκείνον τον καιρόν έζη και ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, νέος ων κατά την ηλικίαν, έως είκοσιν ετών, ευγενής κατά το γένος και πλούσιος, ευσεβής δε προς τον Χριστόν και Χριστιανός εις την Πίστιν. Οι γονείς του ήσαν από την Καππαδοκίαν, αλλ’ εις ηλικίαν δέκα ετών απέμεινεν ορφανός εκ πατρός. Η μήτηρ του τότε τον έφερε μετ’ αυτής εις την Παλαιστίνην, την πατρίδα των, όπου είχεν αρκετά κτήματα. Όταν δε έγινε δεκαοκτώ ετών εκλήθη στρατιώτης υπό του Διοκλητιανού, υπό του οποίου μετά την εκπαίδευσίν του έγινε σημαιοφόρος. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανε και η μήτηρ του. Όταν δε απέμεινε και εκ ταύτης ορφανός, παρέλαβε χρήματα πολλά και παρουσιασθείς εις τον βασιλέα εζήτει μεγαλυτέραν τιμήν και αξίωμα. Κατ’ εκείνας τας ημέρας συνήχθησαν και οι ηγεμόνες της Ανατολής δια να λάβουν αποφάσεις κατά των Χριστιανών, ως ανωτέρω είπομεν, τούτο δε ιδών ο Άγιος προέκρινε να αποκαλυφθή ότι είναι Χριστιανός, και να μαρτυρήση δια τον Χριστόν. Ευθύς τότε επώλησεν ό,τι είχεν, έδωκεν εις τους πτωχούς τα χρήματα τα οποία εισέπραξεν, ηλευθέρωσε τους δούλους του και εν γένει αφού έπραξε παν ό,τι έκρινεν καλόν έσπευσε πάραυτα εις την Νικομήδειαν, όπου ευρίσκετο τότε ο Διοκλητιανός. Κατά δε την τρίτην σύναξιν των αρχόντων της Ανατολής, η οποία εγένετο εκεί και κατά την οποίαν επρόκειτο να γράψουν τα διατάγματα, ο γενναίος Γεώργιος παρουσιάσθη εις το μέσον του συνεδρίου και είπεν· «Έως πότε, ω βασιλεύ και λοιποί άρχοντες, θα συνεχίζετε αυτόν τον πόλεμον κατά των Χριστιανών; Είσθε συνηθισμένοι να ειρηνεύετε και να έχετε αγάπην με όλον τον κόσμον. Τώρα λοιπόν τίνος ένεκεν αγαπάτε τους πολέμους και τα σκάνδαλα και θέλετε να χύσετε αίμα δίκαιον και άγιον και να ταλαιπωρήτε λαόν ευσεβή και Ορθόδοξον, εξαναγκάζοντες τους Χριστιανούς να πιστεύουν εις τα είδωλα; Άνθρωποι πεπλανημένοι, δεν είναι τα είδωλα θεοί· μη πλανάσθε, μη τυφλώνεσθε ψυχικώς και σωματικώς, διότι μόνον ο Χριστός είναι Θεός· Αυτός μόνον είναι αληθής Κύριος. Εξ Αυτού τα πάντα έγιναν και με το πνεύμα Αυτού είναι στερεωμένα· λοιπόν και σεις μάθετε την ευσέβειαν και παύσετε να τυραννήτε τους ευσεβείς». Ταύτα είπεν ο Μάρτυς. Οι δε άρχοντες έβλεπον προς τον βασιλέα, ίνα ίδουν τι εκείνος θέλει είπει. Ο βασιλεύς όμως, από την μεγάλην του οργήν δεν ηδύνατο να αποκριθή· μόνον έκαμε νεύμα προς τον επίτροπον της βασιλείας του, Μαγνέντιον το όνομα, να δώση την απόκρισιν. Ο Μαγνέντιος τότε εκάλεσε πλησίον του τον Άγιον και του είπεν· «Ειπέ μας, Γεώργιε, τις ήτο η αφορμή να παρουσιασθής σήμερον και να μας είπης όσα είπες;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Η αλήθεια με ηνάγκασε». Λέγει ο Μαγνέντιος· «Και τις είναι η αλήθεια;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Ο Χριστός είναι η αλήθεια, όστις διώκεται σήμερον από σας». Έκπληκτος τότε ο Μαγνέντιος ηρώτησεν· «Ώστε και συ Χριστιανός είσαι;» Και ο Άγιος απεκρίθη· «Δούλος είμαι του Χριστού μου· δια τούτο ενεπιστεύθην εις την Αυτού δύναμιν και ηλθον ίνα σας ελέγξω και είπω την αλήθειαν». Εκ του συμβάντος τούτου σύγχυσις μεγάλη έγινε μεταξύ του πλήθους, ο δε βασιλεύς, αφού επρόσταξε τους διαλαλητάς να καταπραϋνουν τον λαόν, στρέψας μετά ταύτα, είπε προς τον Άγιον· «Εγώ προ πολλού θαυμάζων την ευγένειάν σου και την εντιμότητά σου σε ετίμησα και σε εδόξασα και τώρα μη υπολογίζων τους λόγους σου, εξ αιτίας της πολλής αγάπης την οποίαν τρέφω προς σε, ακόμη δε και δια την σωματικήν σου δύναμιν και την φρόνησιν, η οποία σε διακρίνει, ως πατήρ σου σε συμβουλεύω το καλλίτερον και σου λέγω να μη θελήσης να αφήσης την τάξιν σου και το αξίωμά σου και να παραδώσης τοιούτον ωραιότατον σώμα εις τα βάσανα και τας τιμωρίας· αλλά ελθέ και θυσίασε εις τους θεούς και εγώ θέλω σε ανταμείψει με μεγαλυτέραν τιμήν, ώστε να παρακάθησαι μετά των συγκαθημένων μας». Έμπλεως όμως πίστεως και θάρρους ο Άγιος απεκρίθη· «Είθε, ω βασιλεύ, να ήθελες γνωρίσει τον Θεόν, προς τον οποίον σοι λέγω να προσφέρης και συ θυσίαν αινέσεως και τότε Αυτός θα σε αξιώση δια του μεγίστου αξιώματος της Βασιλείας των ουρανών. Διότι αυτή η βασιλεία, την οποίαν συ τώρα κρατείς, ταχέως φθείρεται και αφανίζεται, καμμίαν δε ωφέλειαν δεν δίδει εις εκείνους οίτινες έχουν ταύτην. Τοιαύτης λοιπόν βασιλείας τιμή δεν δύναται να με ταπεινώση, ούτε είναι δυνατόν όσον σκληρά και αν είναι τιμωρία της τοιαύτης εξουσίας να με χωρίση από την αγάπην του αληθινού Θεού και Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Ταύτα έλεγεν ο Μάρτυς. Ο δε βασιλεύς, έξαλλος εκ του θυμού και εσκοτισμένος εκ της οργής, προστάσσει τους υπηρέτας του, αφού σπαράξουν τον Άγιον με τα ακόντια, να τον ρίψουν εις την φυλακήν. Από τα ακόντια όμως εκείνα ένα μόνον εκτύπησε το σώμα του Αγίου, τα δε περισσότερα ελύγισαν εις την άκραν ωσάν να ήσαν εκ μολύβδου. Μετά δε ταύτα οι στρατιώται έσυραν τον Άγιον εις την φυλακήν και αφού τον εξήπλωσαν κατά γης, τους μεν πόδας του περιέσφιγξαν εις το ξύλον, επί δε του στήθους του έβαλον πέτραν μεγάλην και βαρείαν, διότι τούτο διέταξεν ο βασιλεύς. Εις αυτήν δε την κατάστασιν παρέμεινεν ο Άγιος μέχρι της επομένης ημέρας, ευχαριστών τον Θεόν. Όταν δε εξημέρωσεν, επρόσταξεν ο βασιλεύς και τον εξέβαλον από την φυλακήν, ιδών δε τούτον κατακεκομμένον από το βάρος της πέτρας, ήρχισε να τον ερωτά· «Μήπως, Γεώργιε, ήρχισες να μετανοής δια την χθεσινήν σου απόφασιν ή επιμένεις εις αυτήν;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Αν τυχόν, βασιλεύ, νομίζης, ότι εδείλιασα τόσον από την μικράν αυτήν τιμωρίαν ή μάλλον παιχνίδιον, ώστε να προδώσω την Πίστιν του Χριστού μου, απατάσαι, διότι περισσότερον θέλεις κοπιάσει συ τιμωρών παρά εγώ υπομένων τας τιμωρίας σου». Τότε ο βασιλεύς είπεν· «Εγώ θέλω σε παραδώσει εις τοιαύτα παιγνίδια, ώστε να σε απαλλάξουν συντόμως από την παρούσαν ζωήν». Πάραυτα τότε επρόσταξεν ο μιαρός βασιλεύς και έφεραν τροχόν μέγαν επί του οποίου έδεσαν τον Άγιον. Ήτο δε ο τροχός εκείνος κρεμασμένος υψηλά και κάτωθέν του είχε σανίδια· εις ταύτα δε ήσαν εμπεπηγμέναι αρκεταί περόναι, εκ των οποίων άλλαι μεν ήσαν ευθείαι και οξείαι, άλλαι δε κυρταί ως άγκιστρα και πλατείαι ως μάχαιραι. Όταν λοιπόν εστράφη ο τροχός, τα σανίδια τα οποία είχον τα σατανικά ταύτα μαχαιρίδια κατέκοπτον το σώμα του Αγίου εις λεπτά τεμάχια· ο δε Άγιος, πρώτον μεγαλοφώνως και κατόπιν νοερώς, ηυχαρίστει τον Θεόν. Τότε ο μιαρώτατος βασιλεύς Διοκλητιανός, χαίρων διότι έβλεπε τον Άγιον βασανιζόμενον και ειρωνευόμενος την ανδρείαν του, λέγει προς αυτόν· «Που είναι τώρα ο Θεός σου, Γεώργιε, και δεν σε βοηθεί, αλλά σε αφήνει να βασανίζεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπον;» Ευθύς δε ως είπε ταύτα ο βασιλεύς, μετέβη εις τον ναόν του Απόλλωνος ίνα κάμη θυσίαν. Με τον λόγον δε του βασιλέως βαρέα νέφη ηπλώθησαν εις τον ουρανόν, βρονταί και αστραπαί εγένοντο και φωνή ηκούσθη ουρανόθεν, λέγουσα· «Μη φοβού, Γεώργιε, διότι εγώ είμαι μετά σου». Μετά δε την φωνήν αιθρία εφάνη και, ω θαύμα μέγιστον! Ο Άγιος παρουσιάσθη λελυμένος εκ του τροχού όρθιος επί γης πατών. Διότι Άγγελος Κυρίου κατήλθε παρουσία όλων και έλυσε τον Άγιον από τον τροχόν. Τότε οι στρατιώται έφεραν τον Άγιον εις τον βωμόν έμπροσθεν του βασιλέως· ο δε βασιλεύς, ως είδεν αυτόν, εγένετο έξω φρενών, οι δε παρευρισκόμενοι εις την θυσίαν εγένοντο έκθαμβοι. Τότε οι μεν είπον ότι είναι άλλος όμοιός του, άλλοι δε ότι είναι φάντασμα. Ο δε Άγιος έκραξε μεγαλοφώνως· «Εγώ είμαι ο Γεώργιος». Δύο δε άνθρωποι εκ των εκεί ευρεθέντων, Ανατόλιος και Πρωτολέων ονομαζόμενοι, αρχηγοί χιλίων στρατιωτών, επίστευσαν εις τον Χριστόν και μεγαλοφώνως ανέκραξαν· «Εις είναι Θεός αληθινός, ο Θεός των Χριστιανών». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς να τους αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Πολλοί δε, από τον φόβον της οργής του βασιλέως Διοκλητιανού, δεν ετόλμησαν να παρακολουθήσουν την εκτέλεσιν. Η δε βασίλισσα Αλεξάνδρα ηθέλησε να παρακολουθήση, καθό Χριστιανή, αλλ’ ο επίτροπος της βασιλείας Μαγνέντιος δεν άφησεν αυτήν, δια τον φόβον του βασιλέως. Λυπούμενος δε ο βασιλεύς και οργιζόμενος, ευρισκόμενος δε εις απορίαν ως μη γνωρίζων τι να πράξη, προστάσσει να γεμίσουν ευθύς δι’ ασβέστου λάκκον τινά αρκετά μεγάλον και να τον πληρώσουν δι’ ύδατος, πάραυτα δε να ρίψουν εντός του λάκκου τον Άγιον και να τον αφήσουν εκεί τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, έως ου αφανισθή το σώμα του όλον και ουδέν οστούν απομείνη. Ωδήγουν λοιπόν οι στρατιώται τον μέγαν Γεώργιον, ίνα τον ρίψουν εις τον λάκκον εκείνον· αυτός δε, ενώ μετέβαινε, μετά μεγάλης φωνής ούτω προσηύχετο· «Ο βοηθός των θλιβομένων, Κύριε ο Θεός μου, επάκουσόν μου του δούλου Σου, και ίδε επ’ εμέ και ελέησόν με και σώσον με από τας τέχνας του Σατανά, αίτινες με απειλούν· δος μοι, Χριστέ μου, δύναμιν έως του τέλους της ζωής μου, ίνα διαφυλάξω την πίστιν του Ονόματός Σου του Αγίου και μη με παραδώσης εις τας ανομίας μου, δια να μη είπωσιν οι εχθροί Σου, οι και ιδικοί μου εχθροί, που είναι ο Θεός του; Δείξον την δύναμίν Σου και δόξασε, Κύριε, το όνομά Σου το Άγιον, δι’ εμού του ταπεινού· στείλε, Κύριε, τον Άγγελον φύλακά μου, να με λυτρώση από τον πειρασμόν τούτον, ως ελύτρωσε και τους Αγίους Τρεις Παίδας από την κάμινον της Βαβυλώνος· ότι Συ είσαι δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα δε ειπών, έκαμε τον σταυρόν του και ευθύς εισήλθεν εις τον λάκκον χαίρων και υμνών τον Θεόν. Τότε οι αποσταλέντες στρατιώται, αφού έπραξαν καθώς ώρισεν ο βασιλεύς, επέστρεψαν εις την βάσιν των. Μετά τρεις ημέρας εκάλεσεν ο βασιλεύς Διοκλητιανός τινάς εκ των στρατιωτών και είπε προς αυτούς· «Επειδή ο ταλαίπωρος Γεώργιος εφάνη αποστάτης του προστάγματός μου και ερρίφθη εις τον λάκκον της ασβέστου, θέλω να υπάγετε να περισυλλέξετε ό,τι τυχόν απέμεινεν από τα οστά του και να τα εξαφανίσετε δια να μη απολαύσουν τίποτε από αυτόν οι Χριστιανοί». Οι δε στρατιώται, κατά την προσταγήν του βασιλέως, μετέβησαν εις τον λάκκον της ασβέστου, πλήθος δε άπειρον ηκολούθησεν ίνα ίδουν το γενόμενον. Όταν δε ήρχισαν να αναμοχλεύουν την άσβεστον, βλέπουν τον Άγιον όρθιον με τας χείρας υψωμένας προς τον ουρανόν, ευχαριστούντα τον Θεόν. Ευθύς τότε όλον το πλήθος του λαού ανέκραξαν· «Μέγας ο Θεός του Γεωργίου!». Μαθών δε τούτο ο βασιλεύς Διοκλητιανός, προσέταξε να φέρουν ενώπιόν του τον Άγιον και τούτου γενομένου του λέγει· «Πόθεν εξέμαθες τας τοιαύτας τέχνας, Γεώργιε; Ειπέ μας σε παρακαλώ. Εγώ πιστεύω ότι δια να δείξης τας μαγείας σου προσποιείσαι και λέγεις ότι είσαι Χριστιανός». Απεκρίθη ο Άγιος· «Εγώ, ω βασιλεύ, ενόμιζον, ότι βλέποντες το θαύμα τούτο θα πιστεύσετε εις τον Χριστόν· επειδή δε περιεπέσατε εις τόσην πλάνην και είσθε εσκοτισμένοι ψυχικώς και σωματικώς, τόσον ώστε και αυτά τα οποία βλέπετε με τους ιδίους οφθαλμούς σας να τα ονομάζετε έργα μαγείας και γοητείας, σας λυπούμαι, διότι είσθε πεπλανημένοι και δεν καταδέχομαι να σας αποκριθώ περισσότερον». Ο Διοκλητιανός τότε είπε· «Τώρα θα ίδω αν και εις την παρουσίαν μας κάμνης τας μαγείας σου· δι’ αυτό δε το οποίον λέγεις, ότι δεν καταδέχεσαι να αποκριθής εις ημάς, να είσαι βέβαιος, ότι θέλεις αναγκασθή να πράξης τούτο εκ της ανάγκης». Αμέσως τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς να φέρουν σιδηρά υποδήματα εντός των οποίων να έχουν τοποθετημένα καρφία, να καύσουν δε αυτά έως ότου πυρακτωθούν και κατόπιν να τα φορέσουν εις τους πόδας του Αγίου, δέροντες δε και σπρώχνοντες να τον σύρουν εις την φυλακήν. Συντόμως λοιπόν εξετελέσθη ο ορισμός του βασιλέως, ο δε βασιλεύς περιγελών πάλιν τον Άγιον έλεγεν· «Ίδε ταχύς στρατοκόπος όπου είσαι, Γεώργιε». Βαδίζων δε ο Γεώργιος έλεγε κατά μόνας· «Τρέχε, Γεώργιε, τρέχε, ίνα φθάσης προς τον ποθούμενον». Έπειτα και τον Θεόν επικαλούμενος έλεγε· «Επίβλεψον εξ ουρανού, Κύριε, και ίδε τον κόπον μου και άκουσον τους στεναγμούς τού τιμωρουμένου δούλου Σου, διότι επληθύνθησαν οι εχθροί μου και αδίκως με εμίσησαν δια το όνομά Σου το Άγιον· αλλά Συ ιάτρευσόν με, Δέσποτα, διότι εταράχθησαν τα οστά μου και δος μοι υπομονήν έως τέλους της ζωής μου, δια να μη είπουν οι εχθροί μου ότι με εξεδικήθησαν». Ταύτα έλεγε προσευχόμενος ο Άγιος, έως ότου τον έκλεισαν εις την φυλακήν. Έμεινε δε εκεί φυλακισμένος όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα. Το πρωϊ εκάθησεν ο βασιλεύς μεθ’ όλων των αρχόντων εις ευρύν ανοικτόν χώρον και προστάσσει τους στρατιώτας να υπάγουν εις την φυλακήν και να φέρουν τον Άγιον, έστω και βασταζόμενον. Όταν όμως είδεν ότι ήρχετο περιπατών ηρέμως επί της γης δια των ποδών του, με πολλήν έκπληξιν λέγει προς τον Άγιον· «Άραγε, χαράν και ευφροσύνην σου επροξένησαν τα υποδήματα, Γεώργιε;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Ναι, βασιλεύ». Εξοργισθείς τότε ο Διοκλητιανός είπεν· «Άφες, άθλιε, τας μωροτεχνίας σου και τας μαγείας σου και θυσίασε εις τους θεούς, διότι άλλως θέλεις υποστή βαρυτέρας τιμωρίας, τέλος δε θέλεις χάσει και την γλυκυτάτην ζωήν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Τόσον μωρός και άφρων είσαι, ω βασιλεύ, ώστε να ονομάζης τας ευεργεσίας και τα θαύματα του Θεού μου μωροτεχνίας και μαγείας;» Ως ήκουσε τον λόγον τούτον ο βασιλεύς, εθυμώθη σφόδρα και ευθύς με φοβεράν φωνήν επρόσταξε τους υπηρέτας του να δείρουν τον Άγιον εις το στόμα, ειπών εις τον Άγιον· «Μάθε να τιμάς τους βασιλείς και όχι να τους υβρίζης». Μετά ταύτα πάλιν επρόσταξε να ρίψουν τον Άγιον κατά γης και να τον δείρουν με ωμά νεύρα βοών χωρίς λύπην. Επληγώθη τότε ο Άγιος εις την κοιλίαν και την ράχιν τόσον, ώστε το σώμα του εκόλλησεν εις την γην με το αίμα το οποίον επάγωσεν· όμως ο Άγιος υπέμενεν όλα και ηυχαρίστει τον Θεόν, έλαμπε δε το πρόσωπόν του ως αυτός ο ήλιος, τόσον ώστε και ο βασιλεύς Διοκλητιανός, θαυμάζων, έλεγεν εις τους μετ’ αυτού συγκαθημένους· «Νομίζω, ότι αυτά τα οποία κάμνει ο Γεώργιος είναι όχι μόνον έργα ανδρείας, αλλά μετέχουσι και της μαγικής τέχνης». Ο δε επίτροπος της βασιλείας Μαγνέντιος απεκρίθη· «Εδώ, βασιλεύ, ευρίσκεται άνθρωπος τις τεχνίτης εις την μαγικήν· εάν δε ορίσης να έλθη εκείνος, αμάσως θέλει νικηθή ο Γεώργιος και θέλει υποαχθή εις τα προστάγματά σου». Πάραυτα τότε εκάλεσαν τον μάγον εκείνον, Αθανάσιον ονόματι, προς τον οποίον είπεν ο βασιλεύς· «Ποίας τέχνας έκαμεν ο τρισκατάρατος αυτός Γεώργιος, όλοι τας είδον· πως δε τας έκαμε, μόνον σεις οι μάγοι γνωρίζετε· λοιπόν ή πάλιν και συ με άλλας μαγείας να τον κάμης να υποταχθή εις το πρόσταγμά μας και να διαλυθούν αι τέχναι του, ή με καμμίαν φαρμακείαν ή άλλην μαγικήν τέχνην κάμε τον να λάβη τον πρέποντα θάνατον· διότι και εγώ αυτό επιδιώκων τον άφησα να ζη έως τώρα». Ο Αθανάσιος τότε απεκρίθη προς τον βασιλέα· «Αύριον, βασιλεύ, θα γίνη ο ορισμός σου, ίνα και την ιδικήν μου τέχνην ίδης και την δύναμιν των μεγάλων θεών». Μετά ταύτα απεχώρησαν πάντες, ο δε βασιλεύς επρόσταξε να κλείσουν τον Άγιον εις την φυλακήν και να φρουρήται μέχρι της επομένης. Πορευόμενος δε ο Άγιος εις την φυλακήν επεκαλείτο τον Θεόν λέγων· «Ας θαυμαστωθή, Κύριε, το έλεός Σου επ’ εμέ και αξίωσόν με έως τέλους της ζωής μου να διαφυλάξω την ομολογίαν Σου». Το πρωϊ, όταν εξημέρωσεν, εκάθισε πάλιν ο βασιλεύς εις τον ίδιον τόπον εκείνον και είπε να φέρουν τον μάγον. Ήλθε τότε ο μάγος Αθανάσιος, κρατών εις τας χείρας του δύο αγγεία πήλινα, περιέχοντα δηλητήριον και είπε προς τον βασιλέα· «Όρισε, βασιλεύ, να έλθη ο κατάδικος Γεώργιος και θέλεις ίδει την δύναμιν των μεγάλων θεών· και εάν μεν ορίζης να τον κάμω να χάση τας φρένας του και να υποταχθή εις το πρόσταγμά σου, ας πίη από τούτο το φάρμακον, το οποίον κρατώ εις την αριστεράν μου χείρα, εάν δε ορίζης να τον κάμω να αποθάνη, ας πίη από το άλλο, το οποίον κρατώ εις την δεξιάν χείρα». Επρόσταξε λοιπόν ο βασιλεύς και έφεραν εκεί τον Άγιον, τούτου δε γενομένου του λέγει· «Τώρα θα εξαφανισθούν και θα παύσουν τελείως αι τέχναι σου, Γεώργιε». Τούτο δε ειπών προσέταξε συγχρόνως τον Άγιον να πίη το φάρμακον, το οποίον εκράτει ο μάγος εις την αριστεράν χείρα. Ο δε Άγιος, χωρίς ουδέ τον παραμικρόν δισταγμόν, έλαβε τούτο από την χείρα του μάγου και κρατών αυτό προσηυχήθη, λέγων· «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, όστις ώρισες ότι έστω και εάν θανάσιμον δηλητήριον πίουν οι δούλοι Σου να μη βλάπτωνται, Αυτός κατάπεμψον την δύναμίν Σου επ’ εμέ τον ανάξιον δούλον Σου». Τούτο δε ειπών έπιε το δηλητήριον, Χάριτι όμως Χριστού ουδέν έπαθε. Εστιγμάτιζε τότε ο Άγιος τον βασιλέα δια την πλάνην του. Ο δε βασιλεύς, ως είδεν ότι ουδόλως εβλάβη εξ αυτού, προστάσσει τον μάγον Αθανάσιον να του δώση και το θανάσιμον δηλητήριον. Το επήρε λοιπόν και εκείνο ο Άγιος, αλλ’ ουδέ εξ εκείνου εβλάβη. Όλοι τότε οι ιδόντες και το θαύμα τούτο του Αγίου εξεπλάγησαν και μάλιστα ο μάγος Αθανάσιος, όστις εγνώριζε την δύναμιν των φαρμάκων του. Μετ’ ολίγον δε, αφού παρήλθεν η πρώτη έκπληξις, λέγει ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Έως πότε θα κρύπτης από ημάς την αλήθειαν, Γεώργιε; Πως κατεφρόνησες τόσας τιμωρίας; Αληθώς και τώρα δεν εβλάβης από τα δηλητήρια; Μη κρύπτης από ημάς την αλήθειαν, αλλ’ ειπέ αυτήν, ίνα ακούσωμεν με πάσαν προθυμίαν». Ο δε μέγας του Χριστού τροπαιούχος Γεώργιος απεκρίθη· «Μη νομίζης, ω βασιλεύ, ότι με τέχνας ανθρωπίνας διεφυλάχθην, αλλά μόνον από την χάριν και δύναμιν του Θεού μου, διότι Εκείνος ούτω μας εδίδαξεν». Ο Διοκλητιανός τότε είπε· «Και τι σας εδίδαξεν ο Θεός σας;». Ο Άγιος απεκρίθη· «Προβλέπων ο Χριστός την ιδικήν μας ασθένειαν και γνωρίζων ό,τι θέλομεν πάθει, μας παρήγγειλεν ειπών· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα» (Ματθ. ι:8) και περισσότερον τι μη δυναμένων ποιήσαι· διότι Θρίξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται (Λουκ. κα:18), έστω δε και αν θανάσιμον τι πίητε, δεν θέλετε βλαβή». Άκουσον δε σαφέστερον, βασιλεύ. Είπεν ο Χριστός· «Ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει» (Ιωάν. ιδ:12). Ταύτα ακούων ο Διοκλητιανός και θέλων να πληροφορηθή καλλίτερον ηρώτησε και πάλιν· «Και ποία λέγετε ότι είναι τα έργα του Χριστού σας;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Ιατρείαι τυφλών, θεραπείαι ασθενούντων, ιάσεις χωλών, αναστάσεις νεκρών και άλλα πάμπολλα τοιαύτα». Στραφείς τότε ο βασιλεύς προς τον Αθανάσιον λέγει προς αυτόν· «Τι λέγεις συ δι’ αυτά;» Ο Αθανάσιος απεκρίθη· «Θαυμάζω, βασιλεύ, πως εμπαίζει την βασιλείαν σου και δεν τον καταδικάζεις· διότι ημείς, καθ’ εκάστην, τόσα καλά και τόσα θαύματα απολαμβάνομεν από τους μεγάλους θεούς, αλλά ανάστασιν νεκρών ακόμη δεν ηκούσαμεν έως τώρα. Ενώ αυτός με τοιαύτην αυθάδειαν λέγει ότι ο Θεός του δύναται και νεκρούς να αναστήση. Εάν λοιπόν πράγματι, βασιλεύ τιμημένε, δύναται αυτός να αναστήση νεκρόν, τότε θέλομεν γνωρίσει όλοι, ότι αληθώς μέγαν Θεόν προσκυνεί ούτος». Ήτο δε εκεί πλησίον και έναντι ακριβώς του θρόνου του βασιλέως τάφος ειδωλολάτρου τινός προ πολλού αποθανόντος. Τούτον λοιπόν τον νεκρόν εζήτει ο μάγος να αναστήση ο Άγιος. Τότε ο επίτροπος της βασιλείας Μαγνέντιος εζήτησε από τον βασιλέα να λύση τον Άγιον εκ των αλύσεων. Στραφείς δε είτα προς τον Μάρτυρα είπε προς αυτόν· «Τώρα δείξε, Γεώργιε, του Θεού σου την δύναμιν και το θαύμα, ίνα ίδωμεν και ημείς και πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν τον Θεόν σου». Απεκρίθη ο Άγιος· «Αυθέντα Μαγνέντιε, ο Θεός μου, όστις εποίησε τα πάντα με τον λόγον του, ουδέ αυτό αδυνατεί να κάμη· αλλά σεις είσθε πεπλανημένοι και δεν έχετε οφθαλμούς δια να ίδητε την αλήθειαν. Χάριν όμως του λαού, όστις παρευρίσκεται εδώ, θα δώσω εις σας και την απόδειξιν ταύτην, την οποίαν ζητείτε. Όταν όμως γίνη το θαύμα, να μη ειπήτε ότι με μαγείας το έκαμα, αλλά να ομολογήσητε, ότι δια της δυνάμεως του Θεού μου ετελέσθη. Διότι και ο μάγος ούτος ούτως εμαρτύρησεν· ίδετε λοιπόν όλοι σας φανεράν την δύναμιν του Θεού μου». Ταύτα ειπών ο Άγιος, ευθύς έκλινε τα γόνατα και μετά δακρύων εδέετο του Θεού ενδομύχως. Έπειτα εγερθείς εδέετο και πάλιν μεγαλοφώνως λέγων· Ο Θεός ο προ των αιώνων, ο Θεός του ελέους, ο Θεός όστις τα πάντα κρατείς και τα πάντα δύνασαι να πράξης, ο συγκρατών εκείνους οίτινες ελπίζουν εις την δύναμίν Σου, Κύριε Ιησού Χριστέ, επάκουσον και εμού και δος εις την πονηράν ταύτην γενεάν το σημείον το οποίον ζητεί και ανάστησε τον νεκρόν, όστις είναι εις τον τάφον τούτον, δια να εντραπούν και καταισχυνθούν οι εχθροί σου και να δοξασθή το Άγιον Όνομά Σου. Ναι, Δέσποτα, δείξε εις τους παρισταμένους ανθρώπους, ότι Συ είσαι μόνος Ύψιστος εις όλην την γην. Ας γνωρίσουν πάντες, ότι Συ είσαι Θεός αληθινός και μέγας εις όλον τον κόσμον, διότι ιδική Σου είναι η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Μετά δε το Αμήν, βροντή μεγάλη εγένετο τόσον, ώστε όλοι εφοβήθησαν. Εσείσθη τότε ο τόπος και παρευθύς αποκαλυφθέντος του τάφου ανέστη ο νεκρός και έστη εις το μέσον του φερέτρου· οι δε παριστάμενοι άνθρωποι, μεγάλη φωνή, εβόησαν· «Μέγας ο Θεός του Γεωργίου». Τότε ο βασιλεύς, ιδών το θαύμα, πρώτον μεν εξεπλάγη, μετά δε έλεγεν ότι και το φρικτόν αυτό γεγονός ήτο έργον μαγείας. Αλλ’ ο μάγος Αθανάσιος προστρέξας έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου λέγων· «Αληθώς Θεός αληθινός είναι ο Θεός σου, Γεώργιε, και συγχώρησέ με, εάν σου έπταισα». Αφού λοιπόν παρήλθεν ολίγη ώρα και κατέπαυσεν η ταραχή και ο σάλος από την έκπληξιν, επρόσταξεν ο βασιλεύς Διοκλητιανός να σιωπήσουν άπαντες, κατόπιν δε είπε προς τον λαόν· «Βλέπετε την πλάνην, ω άνδρες; Ο τρισκατάρατος Αθανάσιος, κάμνων χάριν εις τον ομοιότροπόν του μάγον Γελωργιον, δεν του έδωσε φάρμακα βλαβερά και θανάσιμα, αλλά μάλλον θεραπευτικά, δια τούτο θέλων να δείξη και την μαγείαν του, προσεποιήθη ότι υπήρξε νεκρός εις τον τάφον, ενώ αυτός ο οποίος ηγέρθη ήτο ζωντανός, μόνον δε κατά φαντασίαν ανέστησε τούτον». Ταύτα είπεν ο βασιλεύς και ευθύς επρόσταξε να φονεύσουν τον Αθανάσιον και τον αναστηθέντα άνθρωπον, χωρίς καμμίαν ανάκρισιν ή ερώτησιν, διότι παρουσία πάντων εκήρυττον τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, τον δε Άγιον να κλείσουν εις την φυλακήν και να τον δέσουν δυνατά, αυτός δε ο βασιλεύς, αναχωρήσας, μετέβη εις το παλάτιόν του να συλλογισθή τι μέλλει να πράξη. Φερόμενος λοιπόν ο Άγιος εις την φυλακήν ηυχαρίστει τον Θεόν και έλεγε χαίρων· «Δόξα σοι, Δέσποτα Κύριε, διότι συγκρατείς εις την αλήθειαν εκείνους, οίτινες εμπιστεύονται εις Σε. Ευχαριστώ Σοι, διότι επήκουσας της δεήσεώς μου και εξεπλήρωσας το αίτημά μου· αλλά αξίωσέ με, Χριστέ ο Θεός μου, ταχέως να έλθω προς Σε, ίνα καταισχύνω τελείως και τον διάβολον και τας τέχνας του». Τότε όσοι επίστευσαν εις τον Χριστόν εκ των θαυμάτων του Αγίου εφιλοδώρουν δια χρημάτων τους φύλακας και ήρχοντο προς τον Άγιον, πίπτοντες δε εις τους πόδας του άλλοι μεν ιατρεύοντο εξ ασθενειών πάσχοντες, άλλοι δε εδιδάσκοντο την Ορθοδοξίαν και εστερεώνοντο εις την Πίστιν του Χριστού. Εις δε τούτων, Γλυκέριος ονόματι, ήτο γεωργός, ενώ δε εκαλλιέργει με τους βόας του τον αγρόν του, απέθανεν ο εις εξ αυτών. Λυπούμενος δε και απορών τι να πράξη καθό πτωχός, έδραμεν εις την φυλακήν, όπου ήτο ο Άγιος και έλεγε· «Λυπήσου με τον πτωχόν, Άγιε του Θεού, και ανάστησε το βόδι μου». Ο δε Άγιος μειδιών μετά γλυκύτητος είπε προς τον Γλυκέριον· «Πήγαινε εις τον αγρόν σου και θέλεις εύρει τούτον ζώντα». Έτρεξε λοιπόν πάραυτα ο Γλυκέριος εις τον αγρόν και εύρε τον βουν του ζώντα, ως του είπεν ο Άγιος. Ευθύς τότε επανήλθεν εις την φυλακήν προς τον Άγιον και είπε προς αυτόν· «Αληθώς μέγας Θεός είναι ο Θεός των Χριστιανών». Αλλ’ οι στρατιώται τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν· ο δε βασιλεύς ούτε τον εξήτασε, ούτε τον ηρώτησεν, αλλά διέταξε να τον οδηγήσουν παρευθύς έξω της πόλεως και να τον αποκεφαλίσουν· όπερ και εγένετο κατά την προσταγήν του. Τότε τινές των αρχόντων του παλατίου είπον προς τον βασιλέα· «Βασιλεύ Διοκλητιανέ, ο Γεώργιος, αν και εν τη φυλακή κεκλεισμένος, αναστατώνει το πλήθος και πολλούς εκ των ειδωλολατρών με τας μαγείας του έκαμε Χριστιανούς· λοιπόν ή ας καταπεισθή εις τον ορισμόν σου και να ζήση ή, αν εξακολουθή να παραμένη εχθρός σου, ας θανατωθή το συντομώτερον». Ο δε βασιλεύς ηρώτησε περί του πρακτέου τον επίτροπόν του Μαγνέντιον και εκείνος του είπε· «Αύριον, βασιλεύ, να κάμης τελείαν ανάκρισιν εις τον ναόν του θεού Απόλλωνος». Κατά δε την νύκτα εκείνην, ενώ ο Άγιος προσηύχετο, εκοιμήθη· και τότε βλέπει καθ’ ύπνον τον Χριστόν, όστις τον ησπάζετο και του έθετε στέφανον εις την κεφαλήν λέγων· «Μη φοβού, Γεώργιε, αλλά θάρρει· διότι από της σήμερον αξιούσαι να βασιλεύης μετ’ εμού· λοιπόν, μη αργήσης, αλλά ταχέως ελθέ προς εμέ, ίνα απολαύσης τα ητοιμασμένα σοι αγαθά». Όταν δε ο Άγιος εξύπνησεν, εκάλεσε τον φύλακα και του είπε· «Μίαν χάριν ζητώ από σε· να αφήσης τον υπηρέτην μου να έλθη εδώ, διότι θέλω να του αφήσω μίαν παραγγελίαν». Μετέβη τότε ο φύλαξ και ειδοποίησε τον υπηρέτην τού Αγίου, όστις ήλθε μετά πολλών δακρύων και τότε του λέγει ο Άγιος· «Μη λυπήσαι, τέκνον μου, μόνον χαίρε, διότι ο Χριστός μου τώρα με παραλαμβάνει· όταν δε αποθάνω, να πάρης το σώμα μου και να το μεταφέρης εις την Παλαιστίνην, την πατρίδα της μητρός μου· συ δε φύλαττε την Πίστιν, την οποίαν εδιδάχθης από εμέ, το να πιστεύης δηλαδή εις τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον Χριστόν». Ταύτα ειπών ο Μάρτυς και αφού τον ησπάσθη τον άφησε να απέλθη. Ο δε παρανομώτατος βασιλεύς Διοκλητιανός, το πρωϊ, όταν εξημέωσεν, ήλθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος, ίνα έξωθι αυτού κάμη την εξέτασιν, προσέταξε δε να φέρουν εκεί και τον Άγιον. Τούτου δε γενομένου είπε προς αυτόν ο βασιλεύς με πολλήν ημερότητα και ταπείνωσιν· «Δεν είναι, Γεώργιε, μεγάλη φιλανθρωπία και πολλή καλωσύνη αυτό το οποίον κάμνω εγώ, να αναμένω δηλαδή την μετάνοιάν σου και να μη σε θανατώνω; Ναι, εις την δύναμιν των μεγάλων θεών, δια την νεότητά σου και δια την ανδρείαν σου λυπούμαι να σε θανατώσω. Διότι επιθυμώ, εάν μετανοήσης, να σε τιμήσω, να σε δοξάσω και να σε κάμω συγκάθεδρον της βασιλείας μου. Ειπέ μου λοιπόν και συ την γνώμην σου· τι σκέπτεσαι;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Έπρεπε, βασιλεύ, αυτήν την αγάπην, την οποίαν δεικνύεις τώρα, να την είχες δείξει πρωτύτερα, ώστε να μη με εβασάνιζες τόσον απάνθρωπα». Ο βασιλεύς ως ήκουσε τον λόγον τούτον εχάρη και λέγει προς τον Άγιον· «Αν θελήσης να με κάμης πατέρα σου και να μου χαρίσης την χαράν αυτήν, εγώ θέλω σε ανταμείψει με πλούσια χαρίσματα». Απεκρίθη ο Άγιος· «Αν ορίζης, βασιλεύ, ελθέ να εισέλθωμεν εις τον ναόν, ίνα ίδω τους θεούς σου». Ευθύς τότε ο βασιλεύς επρόσταξε τους άρχοντάς του και όλον τον λαόν να εισέλθουν εις τον ναόν, ενώ το πλήθος από την χαράν του επολυχρόνιζον τον βασιλέα. Εισήλθον δε όλοι εις τον βωμόν και ανέμενον να ίδουν τι θέλει πράξει ο Άγιος. Τότε ο του Χριστού Μάρτυς Γεώργιος ήγειρε την δεξιάν του χείρα προς το είδωλον του Απόλλωνος και είπε· «Θέλεις συ, είδωλον άψυχον, να λάβης, ως θεός, από εμέ θυσίαν;» Ομού δε με τον λόγον έκαμε και τον σταυρόν του· το δε δαιμόνιον, το οποίον κατώκει εις το είδωλον, δια φωνής μεγάλης εβόησε· «Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε άλλος τις από ημάς· μόνον αυτός τον οποίον συ κηρύττεις είναι Θεός αληθινός. Ημείς είμεθα άλλοτε Άγγελοι και λόγω της υπερηφανείας μας εγίναμεν διάβολοι, από τότε δε περιπαίζομεν τους ανθρώπους από τον φθόνον μας και μας προσκυνούσι ως θεούς». Λέγει τότε ο Άγιος· «Διατί λοιπόν παραμένετε τώρα εδώ, όπου παρευρίσκομαι και εγώ ο δούλος του αληθινού Θεού;» Παρευθύς τότε με τον λόγον του Αγίου βοή και σύγχυσις και κλαυθμοί ηκούσθησαν προερχόμενοι από τα είδωλα του βωμού, καταπεσόντα δε ταύτα εις την γην συνετρίβησαν εις τεμάχια. Τότε τινές των ιερέων του ναού και άλλοι εκ του πλήθους ήρπασαν τον Άγιον από τον βωμόν και δέροντες και ωθούντες τον εξέβαλον έξω, κράζοντες προς τον βασιλέα· «Φόνευσε αυτόν τον μιαρόν και πλάνον, φόνευσέ τον πριν κατακρημνίση και τον ναόν και σε, βασιλεύ». Τότε η βοή από τας κραυγάς του πλήθους έφθασε μέχρι του παλατίου. Ακούσασα δε ταύτας η βασίλισσα Αλαξάνδρα δεν ηδυνήθη πλέον να κρατή την Πίστιν της μυστικήν και ηθέλησε να την αποκαλύψη. Ευθύς λοιπόν τρέχει δρομαίως προς τον ναόν του Απόλλωνος, μη δυναμένη δε να διασχίση το πλήθος, έκραζε λέγουσα· «Ο Θεός του Γεωργίου βοήθει μοι, ότι Συ είσαι μόνος Θεός αληθινός». Όταν δε το πλήθος ησύχασεν, εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον και μετά πολλού θυμού του είπεν· «Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη σου, κακή κεφαλή; Κατ’ αυτόν τον τρόπον έμαθες να θυσιάζης εις τους θεούς;» Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ναι, ανόητε βασιλεύ, έμαθα να καταφρονώ τους θεούς, οίτινες δεν ηδυνήθησαν να σώσουν τους εαυτούς των από τον αφανισμόν». Ενώ δε έλεγεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, ιδού έφθασεν η βασίλισσα Αλεξάνδρα, ευθύς δε ως είδε τον Άγιον δεδεμένον, έπεσεν εις τους πόδας του, και τον μεν Άγιον ηυχαρίστει, τον δε βασιλέα ύβριζε και τα είδωλα περιεγέλα. Έκπληκτος τότε ο βασιλεύς και μη δυνάμενος πλέον να συγκρατήση την ταραχήν του λέγει προς την βασίλισσαν· «Τι έπαθες, Αλεξάνδρα, και ηκολούθησες τον μάγον αυτόν, απαρνηθείσα την πίστιν των μεγάλων θεών;» Η βασίλισσα απεκρίθη· «Μωρότατε, ασεβέστατε και παρανομώτατε βασιλεύ, ετυφλώθης, εσκοτίσθης, επλανήθης και δεν πιστεύεις την αλήθειαν, ούτε δύνασαι να γνωρίσης ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς και μη έχων τι άλλο να πράξη, αφ’ ενός μεν από τον θυμόν του, αφ’ ετέρου δε από την λύπην του, διότι τον εξύβρισεν η βασίλισσα, διέταξε να φυλακίσουν αμφοτέρους, κατόπιν δε έγραψε κατά του Αγίου και της βασιλίσσης τοιαύτην απόφασιν· «Ο Χριστιανός Γεώργιος, όστις κατεφρόνησε την ημετέραν εξουσίαν και ύβρισε τους θεούς, εις το τέλος δε κατέστρεψε και τα είδωλά των, προστάσσω να αποκεφαλισθή ομού με την βασίλισσαν Αλεξάνδραν». Και ο μεν βασιλεύς ούτως ώρισεν. Η δε βασίλισσα προσευχομένη εις την φυλακήν εδόξαζε νοερώς τον Θεόν, ως δε απέκαμε και εκάθησεν εις πέτραν τινά παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τούτο ιδών ο μέγας Γεώργιος εδόξασε τον Θεόν. Οι δε στρατιώται, παραλαβόντες τον Άγιον τον ωδήγησαν έξω της πόλεως, εκείνος δε μετά μεγαλυτέρας προθυμίας έσπευδε, ίνα ταχέως απολαύση του ποθουμένου. Όταν λοιπόν έφθασεν ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης, ήγειρε τας χείρας του προς τον ουρανόν και προσηυχήθη προς τον Θεόν λέγων· «Δοξασμένος να είσαι, Κύριε ο Θεός μου, διότι δεν με παρέδωκες ως θήραμα εις εκείνους, οίτινες με εζήτουν, ούτε εχαροποίησας τους εχθρούς μου, αλλά με διέσωσας ως πτηνόν εκ της παγίδος των κυνηγών· νυν δε επάκουσόν μου, Δέσποτα Άγιε, και προστάτευσόν με τον δούλον Σου κατά ταύτην την τελευταίαν ώραν. Διαφύλαξε την ψυχήν μου από την πονηρίαν του κακού δαίμονος και των υπηρετών του και μη ενθυμηθής τα κακά τα οποία μου έκαμον οι εχθροί Σου, αλλά συγχώρησέ τους και δος εις αυτούς ειρήνην και αγάπην, καθοδηγών τούτους εις το θέλημά Σου· Δέξου, Κύριέ μου, και την ιδικήν μου ψυχήν και ανάπαυσε ταύτην με τας ψυχάς των Αγίων Σου. Εις εκείνους δε οίτινες επικαλούνται το όνομά μου εις βοήθειάν των, χάρισε τα αιτήματα αυτών, διότι Συ είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα αφού προσηυχήθη ο Άγιος, έκυψε μετά χαράς τον αυχένα και παρευθύς τον απεκεφάλισαν. Και η μεν αγία του ψυχή παρεδόθη εις χείρας Θεού, το δε άγιον αυτού σώμα παρέλαβεν ευλαβώς ο υπηρέτης τού Αγίου και το μετέφερεν εις την Παλαιστίνην καθώς παρήγγειλεν εις αυτόν ο Άγιος, ότε ευρίσκετο εις την φυλακήν. Πολλά δε θαύματα έκαμεν εκεί το ιερόν του Αγίου Λείψανον. Εις τυφλούς εδωρήσατο το φως των οφθαλμών, εις αναπήρους την ίασιν, και απλώς ειπείν εις πάντας τους εις αυτό προστρέχοντας προσέφερε την θεραπείαν του σώματος και τα αιτήματα της καρδίας των. Το μεν λοιπόν Μαρτύριον του Αγίου τούτο είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, καθώς το ηκούσατε εν συντομία· παρακαλώ δε πολύ την αντίληψίν σας όπως ακούσητε ακόμη και ολίγα εκ των απείρων θαυμάτων του Αγίου τούτου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ίνα συμπληρώσω τον λόγον μου, εις δόξαν Θεού.
Επειδή δε ούτε εις τας κολακείας και τας πολλάς υποσχέσεις του τυράννου επείσθη ο Άγιος, ούτε έδωκε προσοχήν εις τους φοβερισμούς και τας απειλάς του, αλλά πάντα ταύτα κατεφρόνησε, τούτου ένεκα εκτύπησαν πρώτον αυτόν εις την κοιλίαν με ακόντιον, το οποίον εκτύπησε μεν εις την σάρκα του Αγίου τόσον, ώστε έτρεξεν εκείθεν αίμα άφθονον, αλλ’ η αιχμή του εστριφογύρισεν, ο δε Άγιος εφυλάχθη αβλαβής· έπειτα δε δέσαντες αυτόν εις τροχόν, πέριξ του οποίου ήσαν εμπεπηγμένα κοπτερά σίδηρα, αφήκαν τον τροχόν να κυλίση εις κατηφορικόν τινα τόπον και εκ τούτου κατεκόπη εις πολλά τεμάχια το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον όμως κατέστη πάλιν υγιές τη επιστασία θείου Αγγέλου. Όθεν παρέστη ο Άγιος και πάλιν εις τον Διοκλητιανόν και τον συγκάθεδρόν του Μαγνέντιον, οι οποίοι έτυχε τότε να θυσιάζωσιν εις τα είδωλα και επειδή εφάνη σώος και αβλαβής μετά τοιαύτην φοβεράν βάσανον, τούτου ένεκεν πολλούς Έλληνες είλκυσεν εις την Πίστιν του Χριστού, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως ευθύς απεκεφαλίσθησαν. Τότε και η βασίλισσα Αλεξάνδρα προσήλθεν εις την Πίστιν του Χριστού και έμπροσθεν του ανδρός της Διοκλητιανού ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Επίστευσαν δε και άλλοι πολλοί εις τον Χριστόν, βλέποντες τον Άγιον τιθέμενον μεν εν λάκκω ασβέστου, μένοντα δε πάντη αβλαβή. Μετά ταύτα εκάρφωσαν εις τους πόδας του Αγίου υποδήματα σιδηρά και τον ηνάγκαζον να τρέχη. Είτα έδειραν αυτόν ασπλάγχνως με ξηρά βούνευρα. Ο δε Μαγνέντιος εζήτησε να ποιήση και άλλο σημείον ο Άγιος, ήτοι να αναστήση νεκρόν τινα, όστις προ πολλών ετών είχεν αποθάνει και είχεν ενταφιασθή εν τάφω εκεί έμπροσθέν του κειμένω. Όθεν προσηυχήθη ο Άγιος επί της πλακός του τάφου εκείνου και, ω του θαύματος! ανέστη ο νεκρός, όστις προσκυνήσας τον Άγιον, εδόξασε την θεότητα και την δύναμιν του Χριστού. Ηρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, ποίος είναι και πότε απέθανεν, ο δε νεκρός απεκρίθη, ότι είναι εκ των βιωσάντων προ της ελεύσεως του Χριστού εις τον κόσμον, ήτοι προ τριακοσίων ετών και επέκεινα και ότι δια την προς τα είδωλα πλάνην του κατεκαίετο εις το πυρ επί τοσαύτα έτη. Τούτο το θαύμα βλέποντες πολλοί Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν και ομοφώνως εδόξαζον τον Θεόν· εκ τούτων δε εις ήτο και ο γεωργός Γλυκέριος, του οποίου τον νεκρόν βουν ανέστησεν ο Άγιος και ο οποίος, επειδή εστερεώθη εις την Πίστιν του Χριστού ένεκα του τοιούτου θαύματος, κατεκόπη με τα ξίφη υπό των απίστων και έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον. Εκτός δε των ειρημένων και άλλοι πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, όταν είδον, ότι ο Άγιος, εμβάς εις τον ναόν των ειδώλων, διέταξεν εν είδωλον να είπη, αν ο Χριστός είναι Θεός και εάν πρέπη να προσκυνώμεν Αυτόν, ο δε δαίμων, ο οποίος κατώκει εντός του ειδώλου, θρηνών και βιαζόμενος απεκρίθη, ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Θεός. Όθεν δια τον λόγον τούτον εταράχθησαν όλα τα είδωλα και έπεσαν χαμαί και συνετρίβησαν. Τότε οι λατρευταί των δαιμόνων, μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωσι, συνέλαβον τον Άγιον και έφεραν αυτόν εις τον βασιλέα, ζητούντες να εκδώση ταχέως την κατ’ αυτού απόφασιν· προστάξαντος δε του βασιλέως να αποκεφαλισθή ο Άγιος μετά της βασιλίσσης Αλεξάνδρας, απεκεφαλίσθη μεν ο Άγιος, η δε Αγία Αλεξάνδρα, προσευχηθείσα εν τη φυλακή, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η του Αγίου Σύναξις εις τον αγιώτατον Ναόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.
Το κατά πλάτος Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Τροπαιοφόρου μεταφρασθέν εις την κοινήν γλώσσαν παρά του εν Μοναχοίς ελαχίστου Δαμασκηνού του Υποδιακόνου του Στουδίτου, περιέχον ομού και τινων θαυμάτων διήγησιν.
Αι εορταί και αι πανηγύρεις της Εκκλησίας μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, δι’ ουδένα άλλον λόγον τελούνται ει μη μόνον προς ψυχικήν ωφέλειαν· και ουχί εορτάζοντες οι Χριστιανοί, να έχωμεν ελευθερίαν να περιδιαβάζωμεν ή να τρώγωμεν λαιμάργως ή να πίνωμεν άνευ μέτρου. Δεν πανηγυρίζομεν δι’ αυτό, αλλά δια να έχωμεν τον καιρόν να προστρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, ίνα ακούωμεν τον λόγον του Θεού και ίνα λάβωμεν μισθόν από τους εορταζομένους Αγίους. Δια τούτο δε απέχομεν από πάσαν εργασίαν καθ’ εκάστην εορτήν και αργίαν· δια να συναχθούν οι Χριστιανοί εις την Εκκλησίαν, να ακούσωσι τον λόγον του Θεού, να γνωρίσωσι τις είναι ο κατ’ αυτήν εορταζόμενος Άγιος ή Αγία ή τι έργα εποίησε και πως εμαρτύρησε δια το όνομα του Χριστού, τώρα δε ένεκα τούτων τον τιμώμεν και τον δοξάζομεν. Ημείς λοιπόν, ω ευσεβείς Χριστιανοί, οίτινες ποθούμεν να τύχωμεν της Βασιλείας των ουρανών, ας μη αγανακτήσωμεν ποτέ εορτάζοντες και πανηγυρίζοντες, διότι οι Άγιοι, οι οποίοι υμνούνται και δοξάζονται από ημάς, μας επιτηρούν πάντοτε, μας διαφυλάττουν και μας προστατεύουν παρακαλούντες τον Θεόν δια την σωτηρίαν μας. Ούτω λοιπόν προστατεύει ημάς και ο σήμερον εορταζόμενος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ο μέγας προστάτης και βοηθός του Χριστιανικού γένους, ο πρόθυμος ακροατής των επικαλουμένων αυτόν, ο αστήρ ο λαμπρότατος, όστις έχυσε το αίμα του δια την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του γνωρίσαντος την δόξαν του Αγίου του εις όλον τον κόσμον. Δια τούτου του Αγίου την εορτήν συνεκεντρώθημεν σήμερον ημείς, ω ευσεβείς Χριστιανοί· τούτον δοξάζομεν σήμερον, τούτον επαινούμεν, τούτον εγκωμιάζομεν και παρά τούτου ζητούμεν χάριν και έλεος. Αυτόν τον δια την αγάπην του Κυρίου μαρτυρήσαντα παρακαλούμεν να μας διαφυλάττη από τα σκάνδαλα, από τους πειρασμούς, από τας αμαρτίας και από παν κακόν. Τούτου λοιπόν του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος τον Βίον, το Μαρτύριον και τα θαύματα αρχόμεθα διηγούμενοι, αιτούμενοι πρώτον την βοήθειαν αυτού. Διοκλητιανός ο των Ρωμαίων βασιλεύς, ότε αναξίως ανέλαβε το αξίωμα της βασιλείας, επεδείκνυε πολλήν φροντίδα εις το πως να τιμά τα είδωλα, πως να θεραπεύη τα θελήματα των θεών των ειδωλολατρών και πως να χαίρεται και να ευφραίνεται εις τας πανηγύρεις αυτών. Περισσότερον δε εξ όλων των θεών των Ελλήνων ετίμα τον Απόλλωνα. Μετέβη λοιπόν εις το μαντείον αυτού, ίνα λάβη χρησμόν δι’ υπόθεσίν του και τότε του είπεν ο δαίμων, όστις κατώκει εις αυτό, ότι οι δίκαιοι, οίτινες είναι εις την γην, τον εμποδίζουν να είπη την αλήθειαν. Ο δε μιαρός βασιλεύς, ως εν τη πλάνη ευρισκόμενος, με πολύ ενδιαφέρον εζήτει να μάθη ποίοι είναι οι δίκαιοι. Εις δε εκ των υπηρετών του μαντείου είπεν, ότι οι δίκαιοι της γης είναι οι λεγόμενοι Χριστιανοί. Ως ήκουε τούτο ο βασιλεύς εδαιμονίσθη κατά των Χριστιανών και ήρχισε να κάμνη σφοδρόν διωγμόν κατά τούτων. Ευθύς τότε όσαι φυλακαί ήσαν και όσα δικαστήρια και καταγώγια, όλα εγέμισαν από Χριστιανούς και άλλους μεν εθανάτωνον αμέσως, άλλους εβασάνιζον και άλλους εκολάκευον, μήπως και επιτύχουν να στρέψουν τούτους προς την ειδωλολατρίαν, καθ’ εκάστην δε σχεδόν εφόνευον και αιματοκύλιον τους Χριστανούς. Και ταύτα μεν εγίνοντο εις τας άλλας πόλεις και περιοχάς. Οι δε Χριστιανοί, οίτινες ήσαν εις την Ανατολήν, πλήθος πολύ, εξεγείροντο και ανεσταντώνοντο. Τότε οι αυθένται και οι κριταί της Ανατολής έγραψαν γράμματα προς τον βασιλέα Διοκλητιανόν λέγοντες προς αυτόν, μεταξύ των άλλων, και τα εξής· «Ημείς οι δούλοι σου, βασιλεύ, οι ηγεμόνες της Ανατολής, προσκυνούμεν σε. Εδώ εις την Ανατολήν ευρίσκονται πολλοί Χριστιανοί, οι οποίοι εναντιούνται εις τον ορισμόν σου και δεν προσκυνούν τα είδωλα· λοιπόν, ας ορίση η βασιλεία σου να μένη καθείς εις την πίστιν του, διότι άλλως δεν γνωρίζομεν τι θα γίνη». Λαβών ο βασιλεύς τα γράμματα ταύτα, εσυλλογίζετο τι να πράξη. Μετά πολλήν δε σκέψιν απεφάσισε να καλέση τους ηγεμόνας της Ανατολής να έλθουν, ίνα συνεννοηθή μετ’ εκείνων τι μέλλει να γίνη. Έστειλε λοιπόν διαταγάς και πολύ συντόμως συνηθροίσθησαν όλοι. Τότε εκάθησαν εις συνέδριον και είπον ο καθείς την γνώμην του. μετά ταύτα ωμίλησε και ο βασιλεύς, και είπε προς αυτούς· «Άλλο τίποτε, φίλοι μου, δεν είναι τιμιώτερον ει μη το να προσκυνούνται οι θεοί από όλον τον κόσμον. Εάν δε τις είναι εχθρός των θεών, να τιμωρήται σκληρότατα. Αν λοιπόν είσθε φίλοι μου και επιθυμήτε να έχετε το αξίωμα, το οποίον σας εχάρισα, φροντίσατε και αγωνισθήτε όλοι σας εις το πως θα εξαφανισθούν οι λεγόμενοι Χριστιανοί από προσώπου της γης, να πληθύνουν οι πιστοί λάτραι των ειδώλων, να τιμηθούν οι θεοί δια να δοξασθούν και να χαρούν περισσότερον». Τότε όλοι οι ηγεμόνες απεκρίθησαν και είπον· «Αμήν, βασιλεύ. Να γίνη ο ορισμός σου». Κατ’ εκείνον τον καιρόν έζη και ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, νέος ων κατά την ηλικίαν, έως είκοσιν ετών, ευγενής κατά το γένος και πλούσιος, ευσεβής δε προς τον Χριστόν και Χριστιανός εις την Πίστιν. Οι γονείς του ήσαν από την Καππαδοκίαν, αλλ’ εις ηλικίαν δέκα ετών απέμεινεν ορφανός εκ πατρός. Η μήτηρ του τότε τον έφερε μετ’ αυτής εις την Παλαιστίνην, την πατρίδα των, όπου είχεν αρκετά κτήματα. Όταν δε έγινε δεκαοκτώ ετών εκλήθη στρατιώτης υπό του Διοκλητιανού, υπό του οποίου μετά την εκπαίδευσίν του έγινε σημαιοφόρος. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανε και η μήτηρ του. Όταν δε απέμεινε και εκ ταύτης ορφανός, παρέλαβε χρήματα πολλά και παρουσιασθείς εις τον βασιλέα εζήτει μεγαλυτέραν τιμήν και αξίωμα. Κατ’ εκείνας τας ημέρας συνήχθησαν και οι ηγεμόνες της Ανατολής δια να λάβουν αποφάσεις κατά των Χριστιανών, ως ανωτέρω είπομεν, τούτο δε ιδών ο Άγιος προέκρινε να αποκαλυφθή ότι είναι Χριστιανός, και να μαρτυρήση δια τον Χριστόν. Ευθύς τότε επώλησεν ό,τι είχεν, έδωκεν εις τους πτωχούς τα χρήματα τα οποία εισέπραξεν, ηλευθέρωσε τους δούλους του και εν γένει αφού έπραξε παν ό,τι έκρινεν καλόν έσπευσε πάραυτα εις την Νικομήδειαν, όπου ευρίσκετο τότε ο Διοκλητιανός. Κατά δε την τρίτην σύναξιν των αρχόντων της Ανατολής, η οποία εγένετο εκεί και κατά την οποίαν επρόκειτο να γράψουν τα διατάγματα, ο γενναίος Γεώργιος παρουσιάσθη εις το μέσον του συνεδρίου και είπεν· «Έως πότε, ω βασιλεύ και λοιποί άρχοντες, θα συνεχίζετε αυτόν τον πόλεμον κατά των Χριστιανών; Είσθε συνηθισμένοι να ειρηνεύετε και να έχετε αγάπην με όλον τον κόσμον. Τώρα λοιπόν τίνος ένεκεν αγαπάτε τους πολέμους και τα σκάνδαλα και θέλετε να χύσετε αίμα δίκαιον και άγιον και να ταλαιπωρήτε λαόν ευσεβή και Ορθόδοξον, εξαναγκάζοντες τους Χριστιανούς να πιστεύουν εις τα είδωλα; Άνθρωποι πεπλανημένοι, δεν είναι τα είδωλα θεοί· μη πλανάσθε, μη τυφλώνεσθε ψυχικώς και σωματικώς, διότι μόνον ο Χριστός είναι Θεός· Αυτός μόνον είναι αληθής Κύριος. Εξ Αυτού τα πάντα έγιναν και με το πνεύμα Αυτού είναι στερεωμένα· λοιπόν και σεις μάθετε την ευσέβειαν και παύσετε να τυραννήτε τους ευσεβείς». Ταύτα είπεν ο Μάρτυς. Οι δε άρχοντες έβλεπον προς τον βασιλέα, ίνα ίδουν τι εκείνος θέλει είπει. Ο βασιλεύς όμως, από την μεγάλην του οργήν δεν ηδύνατο να αποκριθή· μόνον έκαμε νεύμα προς τον επίτροπον της βασιλείας του, Μαγνέντιον το όνομα, να δώση την απόκρισιν. Ο Μαγνέντιος τότε εκάλεσε πλησίον του τον Άγιον και του είπεν· «Ειπέ μας, Γεώργιε, τις ήτο η αφορμή να παρουσιασθής σήμερον και να μας είπης όσα είπες;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Η αλήθεια με ηνάγκασε». Λέγει ο Μαγνέντιος· «Και τις είναι η αλήθεια;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Ο Χριστός είναι η αλήθεια, όστις διώκεται σήμερον από σας». Έκπληκτος τότε ο Μαγνέντιος ηρώτησεν· «Ώστε και συ Χριστιανός είσαι;» Και ο Άγιος απεκρίθη· «Δούλος είμαι του Χριστού μου· δια τούτο ενεπιστεύθην εις την Αυτού δύναμιν και ηλθον ίνα σας ελέγξω και είπω την αλήθειαν». Εκ του συμβάντος τούτου σύγχυσις μεγάλη έγινε μεταξύ του πλήθους, ο δε βασιλεύς, αφού επρόσταξε τους διαλαλητάς να καταπραϋνουν τον λαόν, στρέψας μετά ταύτα, είπε προς τον Άγιον· «Εγώ προ πολλού θαυμάζων την ευγένειάν σου και την εντιμότητά σου σε ετίμησα και σε εδόξασα και τώρα μη υπολογίζων τους λόγους σου, εξ αιτίας της πολλής αγάπης την οποίαν τρέφω προς σε, ακόμη δε και δια την σωματικήν σου δύναμιν και την φρόνησιν, η οποία σε διακρίνει, ως πατήρ σου σε συμβουλεύω το καλλίτερον και σου λέγω να μη θελήσης να αφήσης την τάξιν σου και το αξίωμά σου και να παραδώσης τοιούτον ωραιότατον σώμα εις τα βάσανα και τας τιμωρίας· αλλά ελθέ και θυσίασε εις τους θεούς και εγώ θέλω σε ανταμείψει με μεγαλυτέραν τιμήν, ώστε να παρακάθησαι μετά των συγκαθημένων μας». Έμπλεως όμως πίστεως και θάρρους ο Άγιος απεκρίθη· «Είθε, ω βασιλεύ, να ήθελες γνωρίσει τον Θεόν, προς τον οποίον σοι λέγω να προσφέρης και συ θυσίαν αινέσεως και τότε Αυτός θα σε αξιώση δια του μεγίστου αξιώματος της Βασιλείας των ουρανών. Διότι αυτή η βασιλεία, την οποίαν συ τώρα κρατείς, ταχέως φθείρεται και αφανίζεται, καμμίαν δε ωφέλειαν δεν δίδει εις εκείνους οίτινες έχουν ταύτην. Τοιαύτης λοιπόν βασιλείας τιμή δεν δύναται να με ταπεινώση, ούτε είναι δυνατόν όσον σκληρά και αν είναι τιμωρία της τοιαύτης εξουσίας να με χωρίση από την αγάπην του αληθινού Θεού και Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Ταύτα έλεγεν ο Μάρτυς. Ο δε βασιλεύς, έξαλλος εκ του θυμού και εσκοτισμένος εκ της οργής, προστάσσει τους υπηρέτας του, αφού σπαράξουν τον Άγιον με τα ακόντια, να τον ρίψουν εις την φυλακήν. Από τα ακόντια όμως εκείνα ένα μόνον εκτύπησε το σώμα του Αγίου, τα δε περισσότερα ελύγισαν εις την άκραν ωσάν να ήσαν εκ μολύβδου. Μετά δε ταύτα οι στρατιώται έσυραν τον Άγιον εις την φυλακήν και αφού τον εξήπλωσαν κατά γης, τους μεν πόδας του περιέσφιγξαν εις το ξύλον, επί δε του στήθους του έβαλον πέτραν μεγάλην και βαρείαν, διότι τούτο διέταξεν ο βασιλεύς. Εις αυτήν δε την κατάστασιν παρέμεινεν ο Άγιος μέχρι της επομένης ημέρας, ευχαριστών τον Θεόν. Όταν δε εξημέρωσεν, επρόσταξεν ο βασιλεύς και τον εξέβαλον από την φυλακήν, ιδών δε τούτον κατακεκομμένον από το βάρος της πέτρας, ήρχισε να τον ερωτά· «Μήπως, Γεώργιε, ήρχισες να μετανοής δια την χθεσινήν σου απόφασιν ή επιμένεις εις αυτήν;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Αν τυχόν, βασιλεύ, νομίζης, ότι εδείλιασα τόσον από την μικράν αυτήν τιμωρίαν ή μάλλον παιχνίδιον, ώστε να προδώσω την Πίστιν του Χριστού μου, απατάσαι, διότι περισσότερον θέλεις κοπιάσει συ τιμωρών παρά εγώ υπομένων τας τιμωρίας σου». Τότε ο βασιλεύς είπεν· «Εγώ θέλω σε παραδώσει εις τοιαύτα παιγνίδια, ώστε να σε απαλλάξουν συντόμως από την παρούσαν ζωήν». Πάραυτα τότε επρόσταξεν ο μιαρός βασιλεύς και έφεραν τροχόν μέγαν επί του οποίου έδεσαν τον Άγιον. Ήτο δε ο τροχός εκείνος κρεμασμένος υψηλά και κάτωθέν του είχε σανίδια· εις ταύτα δε ήσαν εμπεπηγμέναι αρκεταί περόναι, εκ των οποίων άλλαι μεν ήσαν ευθείαι και οξείαι, άλλαι δε κυρταί ως άγκιστρα και πλατείαι ως μάχαιραι. Όταν λοιπόν εστράφη ο τροχός, τα σανίδια τα οποία είχον τα σατανικά ταύτα μαχαιρίδια κατέκοπτον το σώμα του Αγίου εις λεπτά τεμάχια· ο δε Άγιος, πρώτον μεγαλοφώνως και κατόπιν νοερώς, ηυχαρίστει τον Θεόν. Τότε ο μιαρώτατος βασιλεύς Διοκλητιανός, χαίρων διότι έβλεπε τον Άγιον βασανιζόμενον και ειρωνευόμενος την ανδρείαν του, λέγει προς αυτόν· «Που είναι τώρα ο Θεός σου, Γεώργιε, και δεν σε βοηθεί, αλλά σε αφήνει να βασανίζεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπον;» Ευθύς δε ως είπε ταύτα ο βασιλεύς, μετέβη εις τον ναόν του Απόλλωνος ίνα κάμη θυσίαν. Με τον λόγον δε του βασιλέως βαρέα νέφη ηπλώθησαν εις τον ουρανόν, βρονταί και αστραπαί εγένοντο και φωνή ηκούσθη ουρανόθεν, λέγουσα· «Μη φοβού, Γεώργιε, διότι εγώ είμαι μετά σου». Μετά δε την φωνήν αιθρία εφάνη και, ω θαύμα μέγιστον! Ο Άγιος παρουσιάσθη λελυμένος εκ του τροχού όρθιος επί γης πατών. Διότι Άγγελος Κυρίου κατήλθε παρουσία όλων και έλυσε τον Άγιον από τον τροχόν. Τότε οι στρατιώται έφεραν τον Άγιον εις τον βωμόν έμπροσθεν του βασιλέως· ο δε βασιλεύς, ως είδεν αυτόν, εγένετο έξω φρενών, οι δε παρευρισκόμενοι εις την θυσίαν εγένοντο έκθαμβοι. Τότε οι μεν είπον ότι είναι άλλος όμοιός του, άλλοι δε ότι είναι φάντασμα. Ο δε Άγιος έκραξε μεγαλοφώνως· «Εγώ είμαι ο Γεώργιος». Δύο δε άνθρωποι εκ των εκεί ευρεθέντων, Ανατόλιος και Πρωτολέων ονομαζόμενοι, αρχηγοί χιλίων στρατιωτών, επίστευσαν εις τον Χριστόν και μεγαλοφώνως ανέκραξαν· «Εις είναι Θεός αληθινός, ο Θεός των Χριστιανών». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς να τους αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Πολλοί δε, από τον φόβον της οργής του βασιλέως Διοκλητιανού, δεν ετόλμησαν να παρακολουθήσουν την εκτέλεσιν. Η δε βασίλισσα Αλεξάνδρα ηθέλησε να παρακολουθήση, καθό Χριστιανή, αλλ’ ο επίτροπος της βασιλείας Μαγνέντιος δεν άφησεν αυτήν, δια τον φόβον του βασιλέως. Λυπούμενος δε ο βασιλεύς και οργιζόμενος, ευρισκόμενος δε εις απορίαν ως μη γνωρίζων τι να πράξη, προστάσσει να γεμίσουν ευθύς δι’ ασβέστου λάκκον τινά αρκετά μεγάλον και να τον πληρώσουν δι’ ύδατος, πάραυτα δε να ρίψουν εντός του λάκκου τον Άγιον και να τον αφήσουν εκεί τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, έως ου αφανισθή το σώμα του όλον και ουδέν οστούν απομείνη. Ωδήγουν λοιπόν οι στρατιώται τον μέγαν Γεώργιον, ίνα τον ρίψουν εις τον λάκκον εκείνον· αυτός δε, ενώ μετέβαινε, μετά μεγάλης φωνής ούτω προσηύχετο· «Ο βοηθός των θλιβομένων, Κύριε ο Θεός μου, επάκουσόν μου του δούλου Σου, και ίδε επ’ εμέ και ελέησόν με και σώσον με από τας τέχνας του Σατανά, αίτινες με απειλούν· δος μοι, Χριστέ μου, δύναμιν έως του τέλους της ζωής μου, ίνα διαφυλάξω την πίστιν του Ονόματός Σου του Αγίου και μη με παραδώσης εις τας ανομίας μου, δια να μη είπωσιν οι εχθροί Σου, οι και ιδικοί μου εχθροί, που είναι ο Θεός του; Δείξον την δύναμίν Σου και δόξασε, Κύριε, το όνομά Σου το Άγιον, δι’ εμού του ταπεινού· στείλε, Κύριε, τον Άγγελον φύλακά μου, να με λυτρώση από τον πειρασμόν τούτον, ως ελύτρωσε και τους Αγίους Τρεις Παίδας από την κάμινον της Βαβυλώνος· ότι Συ είσαι δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα δε ειπών, έκαμε τον σταυρόν του και ευθύς εισήλθεν εις τον λάκκον χαίρων και υμνών τον Θεόν. Τότε οι αποσταλέντες στρατιώται, αφού έπραξαν καθώς ώρισεν ο βασιλεύς, επέστρεψαν εις την βάσιν των. Μετά τρεις ημέρας εκάλεσεν ο βασιλεύς Διοκλητιανός τινάς εκ των στρατιωτών και είπε προς αυτούς· «Επειδή ο ταλαίπωρος Γεώργιος εφάνη αποστάτης του προστάγματός μου και ερρίφθη εις τον λάκκον της ασβέστου, θέλω να υπάγετε να περισυλλέξετε ό,τι τυχόν απέμεινεν από τα οστά του και να τα εξαφανίσετε δια να μη απολαύσουν τίποτε από αυτόν οι Χριστιανοί». Οι δε στρατιώται, κατά την προσταγήν του βασιλέως, μετέβησαν εις τον λάκκον της ασβέστου, πλήθος δε άπειρον ηκολούθησεν ίνα ίδουν το γενόμενον. Όταν δε ήρχισαν να αναμοχλεύουν την άσβεστον, βλέπουν τον Άγιον όρθιον με τας χείρας υψωμένας προς τον ουρανόν, ευχαριστούντα τον Θεόν. Ευθύς τότε όλον το πλήθος του λαού ανέκραξαν· «Μέγας ο Θεός του Γεωργίου!». Μαθών δε τούτο ο βασιλεύς Διοκλητιανός, προσέταξε να φέρουν ενώπιόν του τον Άγιον και τούτου γενομένου του λέγει· «Πόθεν εξέμαθες τας τοιαύτας τέχνας, Γεώργιε; Ειπέ μας σε παρακαλώ. Εγώ πιστεύω ότι δια να δείξης τας μαγείας σου προσποιείσαι και λέγεις ότι είσαι Χριστιανός». Απεκρίθη ο Άγιος· «Εγώ, ω βασιλεύ, ενόμιζον, ότι βλέποντες το θαύμα τούτο θα πιστεύσετε εις τον Χριστόν· επειδή δε περιεπέσατε εις τόσην πλάνην και είσθε εσκοτισμένοι ψυχικώς και σωματικώς, τόσον ώστε και αυτά τα οποία βλέπετε με τους ιδίους οφθαλμούς σας να τα ονομάζετε έργα μαγείας και γοητείας, σας λυπούμαι, διότι είσθε πεπλανημένοι και δεν καταδέχομαι να σας αποκριθώ περισσότερον». Ο Διοκλητιανός τότε είπε· «Τώρα θα ίδω αν και εις την παρουσίαν μας κάμνης τας μαγείας σου· δι’ αυτό δε το οποίον λέγεις, ότι δεν καταδέχεσαι να αποκριθής εις ημάς, να είσαι βέβαιος, ότι θέλεις αναγκασθή να πράξης τούτο εκ της ανάγκης». Αμέσως τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς να φέρουν σιδηρά υποδήματα εντός των οποίων να έχουν τοποθετημένα καρφία, να καύσουν δε αυτά έως ότου πυρακτωθούν και κατόπιν να τα φορέσουν εις τους πόδας του Αγίου, δέροντες δε και σπρώχνοντες να τον σύρουν εις την φυλακήν. Συντόμως λοιπόν εξετελέσθη ο ορισμός του βασιλέως, ο δε βασιλεύς περιγελών πάλιν τον Άγιον έλεγεν· «Ίδε ταχύς στρατοκόπος όπου είσαι, Γεώργιε». Βαδίζων δε ο Γεώργιος έλεγε κατά μόνας· «Τρέχε, Γεώργιε, τρέχε, ίνα φθάσης προς τον ποθούμενον». Έπειτα και τον Θεόν επικαλούμενος έλεγε· «Επίβλεψον εξ ουρανού, Κύριε, και ίδε τον κόπον μου και άκουσον τους στεναγμούς τού τιμωρουμένου δούλου Σου, διότι επληθύνθησαν οι εχθροί μου και αδίκως με εμίσησαν δια το όνομά Σου το Άγιον· αλλά Συ ιάτρευσόν με, Δέσποτα, διότι εταράχθησαν τα οστά μου και δος μοι υπομονήν έως τέλους της ζωής μου, δια να μη είπουν οι εχθροί μου ότι με εξεδικήθησαν». Ταύτα έλεγε προσευχόμενος ο Άγιος, έως ότου τον έκλεισαν εις την φυλακήν. Έμεινε δε εκεί φυλακισμένος όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα. Το πρωϊ εκάθησεν ο βασιλεύς μεθ’ όλων των αρχόντων εις ευρύν ανοικτόν χώρον και προστάσσει τους στρατιώτας να υπάγουν εις την φυλακήν και να φέρουν τον Άγιον, έστω και βασταζόμενον. Όταν όμως είδεν ότι ήρχετο περιπατών ηρέμως επί της γης δια των ποδών του, με πολλήν έκπληξιν λέγει προς τον Άγιον· «Άραγε, χαράν και ευφροσύνην σου επροξένησαν τα υποδήματα, Γεώργιε;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Ναι, βασιλεύ». Εξοργισθείς τότε ο Διοκλητιανός είπεν· «Άφες, άθλιε, τας μωροτεχνίας σου και τας μαγείας σου και θυσίασε εις τους θεούς, διότι άλλως θέλεις υποστή βαρυτέρας τιμωρίας, τέλος δε θέλεις χάσει και την γλυκυτάτην ζωήν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Τόσον μωρός και άφρων είσαι, ω βασιλεύ, ώστε να ονομάζης τας ευεργεσίας και τα θαύματα του Θεού μου μωροτεχνίας και μαγείας;» Ως ήκουσε τον λόγον τούτον ο βασιλεύς, εθυμώθη σφόδρα και ευθύς με φοβεράν φωνήν επρόσταξε τους υπηρέτας του να δείρουν τον Άγιον εις το στόμα, ειπών εις τον Άγιον· «Μάθε να τιμάς τους βασιλείς και όχι να τους υβρίζης». Μετά ταύτα πάλιν επρόσταξε να ρίψουν τον Άγιον κατά γης και να τον δείρουν με ωμά νεύρα βοών χωρίς λύπην. Επληγώθη τότε ο Άγιος εις την κοιλίαν και την ράχιν τόσον, ώστε το σώμα του εκόλλησεν εις την γην με το αίμα το οποίον επάγωσεν· όμως ο Άγιος υπέμενεν όλα και ηυχαρίστει τον Θεόν, έλαμπε δε το πρόσωπόν του ως αυτός ο ήλιος, τόσον ώστε και ο βασιλεύς Διοκλητιανός, θαυμάζων, έλεγεν εις τους μετ’ αυτού συγκαθημένους· «Νομίζω, ότι αυτά τα οποία κάμνει ο Γεώργιος είναι όχι μόνον έργα ανδρείας, αλλά μετέχουσι και της μαγικής τέχνης». Ο δε επίτροπος της βασιλείας Μαγνέντιος απεκρίθη· «Εδώ, βασιλεύ, ευρίσκεται άνθρωπος τις τεχνίτης εις την μαγικήν· εάν δε ορίσης να έλθη εκείνος, αμάσως θέλει νικηθή ο Γεώργιος και θέλει υποαχθή εις τα προστάγματά σου». Πάραυτα τότε εκάλεσαν τον μάγον εκείνον, Αθανάσιον ονόματι, προς τον οποίον είπεν ο βασιλεύς· «Ποίας τέχνας έκαμεν ο τρισκατάρατος αυτός Γεώργιος, όλοι τας είδον· πως δε τας έκαμε, μόνον σεις οι μάγοι γνωρίζετε· λοιπόν ή πάλιν και συ με άλλας μαγείας να τον κάμης να υποταχθή εις το πρόσταγμά μας και να διαλυθούν αι τέχναι του, ή με καμμίαν φαρμακείαν ή άλλην μαγικήν τέχνην κάμε τον να λάβη τον πρέποντα θάνατον· διότι και εγώ αυτό επιδιώκων τον άφησα να ζη έως τώρα». Ο Αθανάσιος τότε απεκρίθη προς τον βασιλέα· «Αύριον, βασιλεύ, θα γίνη ο ορισμός σου, ίνα και την ιδικήν μου τέχνην ίδης και την δύναμιν των μεγάλων θεών». Μετά ταύτα απεχώρησαν πάντες, ο δε βασιλεύς επρόσταξε να κλείσουν τον Άγιον εις την φυλακήν και να φρουρήται μέχρι της επομένης. Πορευόμενος δε ο Άγιος εις την φυλακήν επεκαλείτο τον Θεόν λέγων· «Ας θαυμαστωθή, Κύριε, το έλεός Σου επ’ εμέ και αξίωσόν με έως τέλους της ζωής μου να διαφυλάξω την ομολογίαν Σου». Το πρωϊ, όταν εξημέρωσεν, εκάθισε πάλιν ο βασιλεύς εις τον ίδιον τόπον εκείνον και είπε να φέρουν τον μάγον. Ήλθε τότε ο μάγος Αθανάσιος, κρατών εις τας χείρας του δύο αγγεία πήλινα, περιέχοντα δηλητήριον και είπε προς τον βασιλέα· «Όρισε, βασιλεύ, να έλθη ο κατάδικος Γεώργιος και θέλεις ίδει την δύναμιν των μεγάλων θεών· και εάν μεν ορίζης να τον κάμω να χάση τας φρένας του και να υποταχθή εις το πρόσταγμά σου, ας πίη από τούτο το φάρμακον, το οποίον κρατώ εις την αριστεράν μου χείρα, εάν δε ορίζης να τον κάμω να αποθάνη, ας πίη από το άλλο, το οποίον κρατώ εις την δεξιάν χείρα». Επρόσταξε λοιπόν ο βασιλεύς και έφεραν εκεί τον Άγιον, τούτου δε γενομένου του λέγει· «Τώρα θα εξαφανισθούν και θα παύσουν τελείως αι τέχναι σου, Γεώργιε». Τούτο δε ειπών προσέταξε συγχρόνως τον Άγιον να πίη το φάρμακον, το οποίον εκράτει ο μάγος εις την αριστεράν χείρα. Ο δε Άγιος, χωρίς ουδέ τον παραμικρόν δισταγμόν, έλαβε τούτο από την χείρα του μάγου και κρατών αυτό προσηυχήθη, λέγων· «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, όστις ώρισες ότι έστω και εάν θανάσιμον δηλητήριον πίουν οι δούλοι Σου να μη βλάπτωνται, Αυτός κατάπεμψον την δύναμίν Σου επ’ εμέ τον ανάξιον δούλον Σου». Τούτο δε ειπών έπιε το δηλητήριον, Χάριτι όμως Χριστού ουδέν έπαθε. Εστιγμάτιζε τότε ο Άγιος τον βασιλέα δια την πλάνην του. Ο δε βασιλεύς, ως είδεν ότι ουδόλως εβλάβη εξ αυτού, προστάσσει τον μάγον Αθανάσιον να του δώση και το θανάσιμον δηλητήριον. Το επήρε λοιπόν και εκείνο ο Άγιος, αλλ’ ουδέ εξ εκείνου εβλάβη. Όλοι τότε οι ιδόντες και το θαύμα τούτο του Αγίου εξεπλάγησαν και μάλιστα ο μάγος Αθανάσιος, όστις εγνώριζε την δύναμιν των φαρμάκων του. Μετ’ ολίγον δε, αφού παρήλθεν η πρώτη έκπληξις, λέγει ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Έως πότε θα κρύπτης από ημάς την αλήθειαν, Γεώργιε; Πως κατεφρόνησες τόσας τιμωρίας; Αληθώς και τώρα δεν εβλάβης από τα δηλητήρια; Μη κρύπτης από ημάς την αλήθειαν, αλλ’ ειπέ αυτήν, ίνα ακούσωμεν με πάσαν προθυμίαν». Ο δε μέγας του Χριστού τροπαιούχος Γεώργιος απεκρίθη· «Μη νομίζης, ω βασιλεύ, ότι με τέχνας ανθρωπίνας διεφυλάχθην, αλλά μόνον από την χάριν και δύναμιν του Θεού μου, διότι Εκείνος ούτω μας εδίδαξεν». Ο Διοκλητιανός τότε είπε· «Και τι σας εδίδαξεν ο Θεός σας;». Ο Άγιος απεκρίθη· «Προβλέπων ο Χριστός την ιδικήν μας ασθένειαν και γνωρίζων ό,τι θέλομεν πάθει, μας παρήγγειλεν ειπών· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα» (Ματθ. ι:8) και περισσότερον τι μη δυναμένων ποιήσαι· διότι Θρίξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται (Λουκ. κα:18), έστω δε και αν θανάσιμον τι πίητε, δεν θέλετε βλαβή». Άκουσον δε σαφέστερον, βασιλεύ. Είπεν ο Χριστός· «Ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει» (Ιωάν. ιδ:12). Ταύτα ακούων ο Διοκλητιανός και θέλων να πληροφορηθή καλλίτερον ηρώτησε και πάλιν· «Και ποία λέγετε ότι είναι τα έργα του Χριστού σας;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Ιατρείαι τυφλών, θεραπείαι ασθενούντων, ιάσεις χωλών, αναστάσεις νεκρών και άλλα πάμπολλα τοιαύτα». Στραφείς τότε ο βασιλεύς προς τον Αθανάσιον λέγει προς αυτόν· «Τι λέγεις συ δι’ αυτά;» Ο Αθανάσιος απεκρίθη· «Θαυμάζω, βασιλεύ, πως εμπαίζει την βασιλείαν σου και δεν τον καταδικάζεις· διότι ημείς, καθ’ εκάστην, τόσα καλά και τόσα θαύματα απολαμβάνομεν από τους μεγάλους θεούς, αλλά ανάστασιν νεκρών ακόμη δεν ηκούσαμεν έως τώρα. Ενώ αυτός με τοιαύτην αυθάδειαν λέγει ότι ο Θεός του δύναται και νεκρούς να αναστήση. Εάν λοιπόν πράγματι, βασιλεύ τιμημένε, δύναται αυτός να αναστήση νεκρόν, τότε θέλομεν γνωρίσει όλοι, ότι αληθώς μέγαν Θεόν προσκυνεί ούτος». Ήτο δε εκεί πλησίον και έναντι ακριβώς του θρόνου του βασιλέως τάφος ειδωλολάτρου τινός προ πολλού αποθανόντος. Τούτον λοιπόν τον νεκρόν εζήτει ο μάγος να αναστήση ο Άγιος. Τότε ο επίτροπος της βασιλείας Μαγνέντιος εζήτησε από τον βασιλέα να λύση τον Άγιον εκ των αλύσεων. Στραφείς δε είτα προς τον Μάρτυρα είπε προς αυτόν· «Τώρα δείξε, Γεώργιε, του Θεού σου την δύναμιν και το θαύμα, ίνα ίδωμεν και ημείς και πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν τον Θεόν σου». Απεκρίθη ο Άγιος· «Αυθέντα Μαγνέντιε, ο Θεός μου, όστις εποίησε τα πάντα με τον λόγον του, ουδέ αυτό αδυνατεί να κάμη· αλλά σεις είσθε πεπλανημένοι και δεν έχετε οφθαλμούς δια να ίδητε την αλήθειαν. Χάριν όμως του λαού, όστις παρευρίσκεται εδώ, θα δώσω εις σας και την απόδειξιν ταύτην, την οποίαν ζητείτε. Όταν όμως γίνη το θαύμα, να μη ειπήτε ότι με μαγείας το έκαμα, αλλά να ομολογήσητε, ότι δια της δυνάμεως του Θεού μου ετελέσθη. Διότι και ο μάγος ούτος ούτως εμαρτύρησεν· ίδετε λοιπόν όλοι σας φανεράν την δύναμιν του Θεού μου». Ταύτα ειπών ο Άγιος, ευθύς έκλινε τα γόνατα και μετά δακρύων εδέετο του Θεού ενδομύχως. Έπειτα εγερθείς εδέετο και πάλιν μεγαλοφώνως λέγων· Ο Θεός ο προ των αιώνων, ο Θεός του ελέους, ο Θεός όστις τα πάντα κρατείς και τα πάντα δύνασαι να πράξης, ο συγκρατών εκείνους οίτινες ελπίζουν εις την δύναμίν Σου, Κύριε Ιησού Χριστέ, επάκουσον και εμού και δος εις την πονηράν ταύτην γενεάν το σημείον το οποίον ζητεί και ανάστησε τον νεκρόν, όστις είναι εις τον τάφον τούτον, δια να εντραπούν και καταισχυνθούν οι εχθροί σου και να δοξασθή το Άγιον Όνομά Σου. Ναι, Δέσποτα, δείξε εις τους παρισταμένους ανθρώπους, ότι Συ είσαι μόνος Ύψιστος εις όλην την γην. Ας γνωρίσουν πάντες, ότι Συ είσαι Θεός αληθινός και μέγας εις όλον τον κόσμον, διότι ιδική Σου είναι η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Μετά δε το Αμήν, βροντή μεγάλη εγένετο τόσον, ώστε όλοι εφοβήθησαν. Εσείσθη τότε ο τόπος και παρευθύς αποκαλυφθέντος του τάφου ανέστη ο νεκρός και έστη εις το μέσον του φερέτρου· οι δε παριστάμενοι άνθρωποι, μεγάλη φωνή, εβόησαν· «Μέγας ο Θεός του Γεωργίου». Τότε ο βασιλεύς, ιδών το θαύμα, πρώτον μεν εξεπλάγη, μετά δε έλεγεν ότι και το φρικτόν αυτό γεγονός ήτο έργον μαγείας. Αλλ’ ο μάγος Αθανάσιος προστρέξας έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου λέγων· «Αληθώς Θεός αληθινός είναι ο Θεός σου, Γεώργιε, και συγχώρησέ με, εάν σου έπταισα». Αφού λοιπόν παρήλθεν ολίγη ώρα και κατέπαυσεν η ταραχή και ο σάλος από την έκπληξιν, επρόσταξεν ο βασιλεύς Διοκλητιανός να σιωπήσουν άπαντες, κατόπιν δε είπε προς τον λαόν· «Βλέπετε την πλάνην, ω άνδρες; Ο τρισκατάρατος Αθανάσιος, κάμνων χάριν εις τον ομοιότροπόν του μάγον Γελωργιον, δεν του έδωσε φάρμακα βλαβερά και θανάσιμα, αλλά μάλλον θεραπευτικά, δια τούτο θέλων να δείξη και την μαγείαν του, προσεποιήθη ότι υπήρξε νεκρός εις τον τάφον, ενώ αυτός ο οποίος ηγέρθη ήτο ζωντανός, μόνον δε κατά φαντασίαν ανέστησε τούτον». Ταύτα είπεν ο βασιλεύς και ευθύς επρόσταξε να φονεύσουν τον Αθανάσιον και τον αναστηθέντα άνθρωπον, χωρίς καμμίαν ανάκρισιν ή ερώτησιν, διότι παρουσία πάντων εκήρυττον τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, τον δε Άγιον να κλείσουν εις την φυλακήν και να τον δέσουν δυνατά, αυτός δε ο βασιλεύς, αναχωρήσας, μετέβη εις το παλάτιόν του να συλλογισθή τι μέλλει να πράξη. Φερόμενος λοιπόν ο Άγιος εις την φυλακήν ηυχαρίστει τον Θεόν και έλεγε χαίρων· «Δόξα σοι, Δέσποτα Κύριε, διότι συγκρατείς εις την αλήθειαν εκείνους, οίτινες εμπιστεύονται εις Σε. Ευχαριστώ Σοι, διότι επήκουσας της δεήσεώς μου και εξεπλήρωσας το αίτημά μου· αλλά αξίωσέ με, Χριστέ ο Θεός μου, ταχέως να έλθω προς Σε, ίνα καταισχύνω τελείως και τον διάβολον και τας τέχνας του». Τότε όσοι επίστευσαν εις τον Χριστόν εκ των θαυμάτων του Αγίου εφιλοδώρουν δια χρημάτων τους φύλακας και ήρχοντο προς τον Άγιον, πίπτοντες δε εις τους πόδας του άλλοι μεν ιατρεύοντο εξ ασθενειών πάσχοντες, άλλοι δε εδιδάσκοντο την Ορθοδοξίαν και εστερεώνοντο εις την Πίστιν του Χριστού. Εις δε τούτων, Γλυκέριος ονόματι, ήτο γεωργός, ενώ δε εκαλλιέργει με τους βόας του τον αγρόν του, απέθανεν ο εις εξ αυτών. Λυπούμενος δε και απορών τι να πράξη καθό πτωχός, έδραμεν εις την φυλακήν, όπου ήτο ο Άγιος και έλεγε· «Λυπήσου με τον πτωχόν, Άγιε του Θεού, και ανάστησε το βόδι μου». Ο δε Άγιος μειδιών μετά γλυκύτητος είπε προς τον Γλυκέριον· «Πήγαινε εις τον αγρόν σου και θέλεις εύρει τούτον ζώντα». Έτρεξε λοιπόν πάραυτα ο Γλυκέριος εις τον αγρόν και εύρε τον βουν του ζώντα, ως του είπεν ο Άγιος. Ευθύς τότε επανήλθεν εις την φυλακήν προς τον Άγιον και είπε προς αυτόν· «Αληθώς μέγας Θεός είναι ο Θεός των Χριστιανών». Αλλ’ οι στρατιώται τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν· ο δε βασιλεύς ούτε τον εξήτασε, ούτε τον ηρώτησεν, αλλά διέταξε να τον οδηγήσουν παρευθύς έξω της πόλεως και να τον αποκεφαλίσουν· όπερ και εγένετο κατά την προσταγήν του. Τότε τινές των αρχόντων του παλατίου είπον προς τον βασιλέα· «Βασιλεύ Διοκλητιανέ, ο Γεώργιος, αν και εν τη φυλακή κεκλεισμένος, αναστατώνει το πλήθος και πολλούς εκ των ειδωλολατρών με τας μαγείας του έκαμε Χριστιανούς· λοιπόν ή ας καταπεισθή εις τον ορισμόν σου και να ζήση ή, αν εξακολουθή να παραμένη εχθρός σου, ας θανατωθή το συντομώτερον». Ο δε βασιλεύς ηρώτησε περί του πρακτέου τον επίτροπόν του Μαγνέντιον και εκείνος του είπε· «Αύριον, βασιλεύ, να κάμης τελείαν ανάκρισιν εις τον ναόν του θεού Απόλλωνος». Κατά δε την νύκτα εκείνην, ενώ ο Άγιος προσηύχετο, εκοιμήθη· και τότε βλέπει καθ’ ύπνον τον Χριστόν, όστις τον ησπάζετο και του έθετε στέφανον εις την κεφαλήν λέγων· «Μη φοβού, Γεώργιε, αλλά θάρρει· διότι από της σήμερον αξιούσαι να βασιλεύης μετ’ εμού· λοιπόν, μη αργήσης, αλλά ταχέως ελθέ προς εμέ, ίνα απολαύσης τα ητοιμασμένα σοι αγαθά». Όταν δε ο Άγιος εξύπνησεν, εκάλεσε τον φύλακα και του είπε· «Μίαν χάριν ζητώ από σε· να αφήσης τον υπηρέτην μου να έλθη εδώ, διότι θέλω να του αφήσω μίαν παραγγελίαν». Μετέβη τότε ο φύλαξ και ειδοποίησε τον υπηρέτην τού Αγίου, όστις ήλθε μετά πολλών δακρύων και τότε του λέγει ο Άγιος· «Μη λυπήσαι, τέκνον μου, μόνον χαίρε, διότι ο Χριστός μου τώρα με παραλαμβάνει· όταν δε αποθάνω, να πάρης το σώμα μου και να το μεταφέρης εις την Παλαιστίνην, την πατρίδα της μητρός μου· συ δε φύλαττε την Πίστιν, την οποίαν εδιδάχθης από εμέ, το να πιστεύης δηλαδή εις τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον Χριστόν». Ταύτα ειπών ο Μάρτυς και αφού τον ησπάσθη τον άφησε να απέλθη. Ο δε παρανομώτατος βασιλεύς Διοκλητιανός, το πρωϊ, όταν εξημέωσεν, ήλθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος, ίνα έξωθι αυτού κάμη την εξέτασιν, προσέταξε δε να φέρουν εκεί και τον Άγιον. Τούτου δε γενομένου είπε προς αυτόν ο βασιλεύς με πολλήν ημερότητα και ταπείνωσιν· «Δεν είναι, Γεώργιε, μεγάλη φιλανθρωπία και πολλή καλωσύνη αυτό το οποίον κάμνω εγώ, να αναμένω δηλαδή την μετάνοιάν σου και να μη σε θανατώνω; Ναι, εις την δύναμιν των μεγάλων θεών, δια την νεότητά σου και δια την ανδρείαν σου λυπούμαι να σε θανατώσω. Διότι επιθυμώ, εάν μετανοήσης, να σε τιμήσω, να σε δοξάσω και να σε κάμω συγκάθεδρον της βασιλείας μου. Ειπέ μου λοιπόν και συ την γνώμην σου· τι σκέπτεσαι;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Έπρεπε, βασιλεύ, αυτήν την αγάπην, την οποίαν δεικνύεις τώρα, να την είχες δείξει πρωτύτερα, ώστε να μη με εβασάνιζες τόσον απάνθρωπα». Ο βασιλεύς ως ήκουσε τον λόγον τούτον εχάρη και λέγει προς τον Άγιον· «Αν θελήσης να με κάμης πατέρα σου και να μου χαρίσης την χαράν αυτήν, εγώ θέλω σε ανταμείψει με πλούσια χαρίσματα». Απεκρίθη ο Άγιος· «Αν ορίζης, βασιλεύ, ελθέ να εισέλθωμεν εις τον ναόν, ίνα ίδω τους θεούς σου». Ευθύς τότε ο βασιλεύς επρόσταξε τους άρχοντάς του και όλον τον λαόν να εισέλθουν εις τον ναόν, ενώ το πλήθος από την χαράν του επολυχρόνιζον τον βασιλέα. Εισήλθον δε όλοι εις τον βωμόν και ανέμενον να ίδουν τι θέλει πράξει ο Άγιος. Τότε ο του Χριστού Μάρτυς Γεώργιος ήγειρε την δεξιάν του χείρα προς το είδωλον του Απόλλωνος και είπε· «Θέλεις συ, είδωλον άψυχον, να λάβης, ως θεός, από εμέ θυσίαν;» Ομού δε με τον λόγον έκαμε και τον σταυρόν του· το δε δαιμόνιον, το οποίον κατώκει εις το είδωλον, δια φωνής μεγάλης εβόησε· «Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε άλλος τις από ημάς· μόνον αυτός τον οποίον συ κηρύττεις είναι Θεός αληθινός. Ημείς είμεθα άλλοτε Άγγελοι και λόγω της υπερηφανείας μας εγίναμεν διάβολοι, από τότε δε περιπαίζομεν τους ανθρώπους από τον φθόνον μας και μας προσκυνούσι ως θεούς». Λέγει τότε ο Άγιος· «Διατί λοιπόν παραμένετε τώρα εδώ, όπου παρευρίσκομαι και εγώ ο δούλος του αληθινού Θεού;» Παρευθύς τότε με τον λόγον του Αγίου βοή και σύγχυσις και κλαυθμοί ηκούσθησαν προερχόμενοι από τα είδωλα του βωμού, καταπεσόντα δε ταύτα εις την γην συνετρίβησαν εις τεμάχια. Τότε τινές των ιερέων του ναού και άλλοι εκ του πλήθους ήρπασαν τον Άγιον από τον βωμόν και δέροντες και ωθούντες τον εξέβαλον έξω, κράζοντες προς τον βασιλέα· «Φόνευσε αυτόν τον μιαρόν και πλάνον, φόνευσέ τον πριν κατακρημνίση και τον ναόν και σε, βασιλεύ». Τότε η βοή από τας κραυγάς του πλήθους έφθασε μέχρι του παλατίου. Ακούσασα δε ταύτας η βασίλισσα Αλαξάνδρα δεν ηδυνήθη πλέον να κρατή την Πίστιν της μυστικήν και ηθέλησε να την αποκαλύψη. Ευθύς λοιπόν τρέχει δρομαίως προς τον ναόν του Απόλλωνος, μη δυναμένη δε να διασχίση το πλήθος, έκραζε λέγουσα· «Ο Θεός του Γεωργίου βοήθει μοι, ότι Συ είσαι μόνος Θεός αληθινός». Όταν δε το πλήθος ησύχασεν, εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον και μετά πολλού θυμού του είπεν· «Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη σου, κακή κεφαλή; Κατ’ αυτόν τον τρόπον έμαθες να θυσιάζης εις τους θεούς;» Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ναι, ανόητε βασιλεύ, έμαθα να καταφρονώ τους θεούς, οίτινες δεν ηδυνήθησαν να σώσουν τους εαυτούς των από τον αφανισμόν». Ενώ δε έλεγεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, ιδού έφθασεν η βασίλισσα Αλεξάνδρα, ευθύς δε ως είδε τον Άγιον δεδεμένον, έπεσεν εις τους πόδας του, και τον μεν Άγιον ηυχαρίστει, τον δε βασιλέα ύβριζε και τα είδωλα περιεγέλα. Έκπληκτος τότε ο βασιλεύς και μη δυνάμενος πλέον να συγκρατήση την ταραχήν του λέγει προς την βασίλισσαν· «Τι έπαθες, Αλεξάνδρα, και ηκολούθησες τον μάγον αυτόν, απαρνηθείσα την πίστιν των μεγάλων θεών;» Η βασίλισσα απεκρίθη· «Μωρότατε, ασεβέστατε και παρανομώτατε βασιλεύ, ετυφλώθης, εσκοτίσθης, επλανήθης και δεν πιστεύεις την αλήθειαν, ούτε δύνασαι να γνωρίσης ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς και μη έχων τι άλλο να πράξη, αφ’ ενός μεν από τον θυμόν του, αφ’ ετέρου δε από την λύπην του, διότι τον εξύβρισεν η βασίλισσα, διέταξε να φυλακίσουν αμφοτέρους, κατόπιν δε έγραψε κατά του Αγίου και της βασιλίσσης τοιαύτην απόφασιν· «Ο Χριστιανός Γεώργιος, όστις κατεφρόνησε την ημετέραν εξουσίαν και ύβρισε τους θεούς, εις το τέλος δε κατέστρεψε και τα είδωλά των, προστάσσω να αποκεφαλισθή ομού με την βασίλισσαν Αλεξάνδραν». Και ο μεν βασιλεύς ούτως ώρισεν. Η δε βασίλισσα προσευχομένη εις την φυλακήν εδόξαζε νοερώς τον Θεόν, ως δε απέκαμε και εκάθησεν εις πέτραν τινά παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τούτο ιδών ο μέγας Γεώργιος εδόξασε τον Θεόν. Οι δε στρατιώται, παραλαβόντες τον Άγιον τον ωδήγησαν έξω της πόλεως, εκείνος δε μετά μεγαλυτέρας προθυμίας έσπευδε, ίνα ταχέως απολαύση του ποθουμένου. Όταν λοιπόν έφθασεν ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης, ήγειρε τας χείρας του προς τον ουρανόν και προσηυχήθη προς τον Θεόν λέγων· «Δοξασμένος να είσαι, Κύριε ο Θεός μου, διότι δεν με παρέδωκες ως θήραμα εις εκείνους, οίτινες με εζήτουν, ούτε εχαροποίησας τους εχθρούς μου, αλλά με διέσωσας ως πτηνόν εκ της παγίδος των κυνηγών· νυν δε επάκουσόν μου, Δέσποτα Άγιε, και προστάτευσόν με τον δούλον Σου κατά ταύτην την τελευταίαν ώραν. Διαφύλαξε την ψυχήν μου από την πονηρίαν του κακού δαίμονος και των υπηρετών του και μη ενθυμηθής τα κακά τα οποία μου έκαμον οι εχθροί Σου, αλλά συγχώρησέ τους και δος εις αυτούς ειρήνην και αγάπην, καθοδηγών τούτους εις το θέλημά Σου· Δέξου, Κύριέ μου, και την ιδικήν μου ψυχήν και ανάπαυσε ταύτην με τας ψυχάς των Αγίων Σου. Εις εκείνους δε οίτινες επικαλούνται το όνομά μου εις βοήθειάν των, χάρισε τα αιτήματα αυτών, διότι Συ είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα αφού προσηυχήθη ο Άγιος, έκυψε μετά χαράς τον αυχένα και παρευθύς τον απεκεφάλισαν. Και η μεν αγία του ψυχή παρεδόθη εις χείρας Θεού, το δε άγιον αυτού σώμα παρέλαβεν ευλαβώς ο υπηρέτης τού Αγίου και το μετέφερεν εις την Παλαιστίνην καθώς παρήγγειλεν εις αυτόν ο Άγιος, ότε ευρίσκετο εις την φυλακήν. Πολλά δε θαύματα έκαμεν εκεί το ιερόν του Αγίου Λείψανον. Εις τυφλούς εδωρήσατο το φως των οφθαλμών, εις αναπήρους την ίασιν, και απλώς ειπείν εις πάντας τους εις αυτό προστρέχοντας προσέφερε την θεραπείαν του σώματος και τα αιτήματα της καρδίας των. Το μεν λοιπόν Μαρτύριον του Αγίου τούτο είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, καθώς το ηκούσατε εν συντομία· παρακαλώ δε πολύ την αντίληψίν σας όπως ακούσητε ακόμη και ολίγα εκ των απείρων θαυμάτων του Αγίου τούτου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ίνα συμπληρώσω τον λόγον μου, εις δόξαν Θεού.
Το θαύμα του κίονος της χήρας.
Εις την περιοχήν της Συρίας, εις πόλιν ονομαζομένην Ράμελ, οι εντόπιοι
Χριστιανοί και ο βασιλεύς επεθύμησαν να οικοδομήσουν Εκκλησίαν εις μνήμην του
Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, μεγάλην και ωραίαν, αλλ’ ο τόπος εκείνος δεν είχε
μάρμαρα δια τους στύλους και την πλακόστρωσιν. Έστειλαν λοιπόν πλοίον δια να
περισυλλέξη από κάθε τόπον μάρμαρα και κίονας δια την Εκκλησίαν. Ανεχώρησε
λοιπόν το πλοίον εις ταξίδιον και οπόθεν εύρε, παρέλαβε κατάλληλα μάρμαρα. Εις
μίαν δε πόλιν ευρίσκετο γυνή τις χήρα, ήτις ακούσασα ότι κτίζεται Ναός του
Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις την Ράμελ, ηγόρασε και αυτή ένα κίονα
ωραιότατον και υψηλόν. Μετέβη δε εις τον πλοίαρχον και του λέγει· «Παρακαλώ σε,
κύριέ μου, όπως θα μεταφέρης τους άλλους κίονας, φόρτωσε και τον ιδικόν μου και
να σου πληρώσω τον ναύλον. Παρέδωσε δε αυτόν εις τον Ναόν εκείνον, ίνα παραμένη
εκεί εις μνημόσυνον της ψυχής μου». Ο πλοίαρχος όμως δεν ηθέλησε να τον
παραλάβη και λέγει προς την γυναίκα· «Το πλοίον είναι πλήρες και άλλο τίποτε
δεν χωρεί». Το πρωϊ εξεκίνησε το πλοίον ίνα υπάγη εις την Ράμελ, η δε γυνή
εκείνη έκλαιε και εθρήνει από την λύπην της. Κατά δε την νύκτα φαίνεται ο Άγιος
Γεώργιος εις τον ύπνον της και της λέγει· «Τι κλαίεις, γύναι;» Εκείνη δε
απεκρίθη· «Λυπούμαι, διότι δεν επήρεν ο πλοίαρχος και τον ιδικόν μου κίονα δια
να τον μεταφέρη εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου». Λέγει τότε προς αυτήν ο Άγιος·
«Και που επιθυμείς να τον τοποθετήσουν;» Απεκρίθη η χήρα· «Εις το δεξιόν μέρος
τηςΕκκλησίας, κύριε». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Άγιος· «Κράτησε αυτόν από το ένα
μέρος και βοήθησέ με να τον σηκώσωμεν και εγώ θα τον στείλω εκεί». Είδε τότε η
γυνή εις τον ύπνον της, ότι ανεσήκωσαν τον κίονα και τον έρριψαν εις την
θάλασσαν. Το πρωϊ λοιπόν, εγερθείσα μετέβη ευθύς εις τον λιμένα, μη ευρούσα δε
εκεί τον κίονα εδόξασε τον Θεόν. Η δε βοήθεια του Αγίου μετέφερε πράγματι τον
κίονα δια θαλάσσης μέχρι της Ράμελ πολύ πριν ή φθάση το πλοίον. Άνθρωποι δε τινές
κατελθόντες εις τον λιμένα εκείνου του τόπου, εύρον εκεί τον κίονα, ήτο δε
γεγραμμένον επ’ αυτού· «Εις το δεξιόν μέρος του Ναού να τεθή ο κίων της χήρας».
Ούτω δε και εγένετο.
Το θαύμα της μεταφοράς του νέου Γεωργίου εις τον οίκον
του.
Και άλλο θαυμαστόν
και παράδοξον ακούσατε, τελεσθέν υπό του Κυρίου ημών δια του Μεγαλομάρτυρος
αυτού Αγίου Γεωργίου. Οι Χριστιανοί της Παφλαγονίας έχουν μεγάλην αγάπην και
πίστιν εις τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον και πολλούς και μεγάλους Ναούς έκτισαν
επ’ ονόματί του. Εώρταζον δε κατ’ έτος την εορτήν του και μάλιστα όσοι είναι
εις τα περίχωρα της Αμάστριδος. Εις αυτόν λοιπόν τον τόπον, πλησίον του ποταμού
του ονομαζομένου Ικιακός, ήτο τους παλαιούς καιρούς Ναός του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου,
εις τον οποίον όστις μετέβαινε και παρεκάλει τον Άγιον μετά πίστεως, πάραυτα
ελάμβανε την δωρεάν του αιτήματός του. Άνθρωπος δε τις, ονόματι Λέων, ευσεβής
και φοβούμενος τον Θεόν, είχε γυναίκα ορθοδοξάτην και τιμίαν, ονόματι Θεανώ,
ομοίαν αυτού εις τας αρετάς και την φιλανθρωπίαν. Είχον δε και οι δύο πίστιν
και αγάπην πολλήν εις τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον και καθ’ εκάστην δεν έλειπον
από του να προσέρχωνται εις τον Ναόν του. Ιδιαιτέρως δε ετέλουν κατ’ έτος την
εορτήν της μνήμης του κατά την κγ΄ (23ην) του μηνός Απριλίου. Ήτο δε
ο Λέων ούτος στρατιώτης και εξετέλει τιμίως την στρατιωτικήν του υπηρεσίαν.
Είχε δε αποκτήσει και παιδίον αρσενικόν, το οποίον δι’ αγάπην του Αγίου ωνόμασε
Γεώργιον. Ανεπτύσσετο δε τούτο καλώς και εδιδάσκετο τα γράμματα, πολύ δε το
ηγάπων οι γονείς και όλοι οι συγγενείς του δια την ωραιότητα και την γνώσιν
του. Κατ’ εκείνους τους καιρούς εξηγέρθησαν οι Βούλγαροι, οι Ούγγροι, οι
Σκύθαι, οι Μήδοι και οι Τούρκοι, οίτινες έκαμαν ιδικούς των αρχηγούς και
επερχόμενοι κατά των πόλεων του Βυζαντίου ελεηλάτουν αυτάς. Ο δε Φωκάς, όστις
ήτο τότε βασιλεύς της Κωνσταντινουπόλεως, έστειλε προσταγάς εις πάντα τόπον,
καλών τους στρατευσίμους να προσέλθουν ίνα αναλάβουν την στρατιωτικήν των
υπηρεσίαν προς απόκρουσιν των επιδραμόντων εχθρών και απαλλαγήν της χώρας από
τους βαρβάρους. Ο δε Λέων, ως ανήκων εις τας τάξεις του στρατού, έπρεπε να
παρουσιασθή και αυτός· λόγω όμως του γήρατός του απεφάσισε να αποστείλη κατά
την συνήθειαν του καιρού εκείνου τον υιόν του Γεώργιον εις τον πόλεμον. Ήτο δε
τότε ο Γεώργιος σχεδόν εικοσαετής, όταν δε έφθασεν η διατεταγμένη ημέρα ίνα
αναχωρήση, έλαβεν αυτόν ο πατήρ του από την χείρα, ακολουθούσης και της μητρός
τού Γεωργίου, και τον έφεραν εις τον Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, σταθείς
δε ο πατήρ του προ της ιεράς Εικόνος του Αγίου έλεγε κλαίων· «Άγιε του Θεού,
Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, εις σε παραδίδομεν τον ηγαπημένον μας υιόν τον συνώνυμόν
σου· συ φύλαξέ τον, συ κυβέρνησέ τον, συ κατευόδωσέ τον, συ φέρε τον πάλιν
υγιά, καθώς σου τον παραδίδομεν, δια να δοξάζωμεν το άγιον όνομά σου καθ’
ημέραν». Ταύτα προσηυχήθησαν οι γονείς του Γεωργίου. Έπειτα τον ησπάσθησαν και
τον απέστειλαν με τους άλλους στρατιώτας. Έκτοτε δεν παρέλειπον από του να
πηγαίνουν καθ’ εκάστην εις τον Ναόν του Αγίου και να προσεύχωνται δια τον υιόν
των. Ο δε υιός των μετά των άλλων στρατιωτών μετέβαινον προς απελευθέρωσιν των
τόπων εκείνων, τους οποίους είχον καταλάβει οι βάρβαροι. Αλλ’ εκείνοι
καιροφυλακτήσαντες εις τινα τόπον εκύκλωσαν δια νυκτός τον στρατόν του βασιλέως
και άλλους μεν εκ των στρατιωτών κατέσφαξαν, άλλους διεσκόρπισαν και άλλους
συνέλαβον αιχμαλώτους και τους ηνάγκαζον να αρνηθώσι την Πίστιν του Χριστού.
Αλλ’ ούτοι, μη θέλοντες να αρνηθώσι την ευσέβειαν, απέθανον από την πείναν και
την δίψαν. Ο δε Γεώργιος, με την βοήθειαν του Θεού και την ευχήν των γονέων
του, διεφυλάχθη και από θάνατον και από τραύματα. Μόνον εις στρατιώτης τον
συνέλαβε και τον ωδήγησεν αβλαβή εις τον αρχηγόν των Βουλγάρων· εκείνος δε, ως
είδε τον νέον ωραίον και επιδέξιον, δεν τον έδεσεν αλλά τον άφησεν ελεύθερον
ίνα τον υπηρετή. Ερωτώντες δε οι γονείς του Γεωργίου δια την τύχην του υιού
των, επληροφορήθησαν τα συμβάντα εις τον στρατόν, χωρίς βέβαια να ημπορούν να
μάθουν ακριβώς περί της τύχης του Γεωργίου και καθημερινώς έκλαιον και
εθρήνουν. Και ο μεν πατήρ του, θρηνών, έλεγεν· «Αλλοίμονον, υιέ μου ηγαπημένε
και μονάκριβε! Αλλοίμονον, παρηγορία του γήρατός μου! Διατί να μη φύγω εγώ ο
ελεεινός και ας απέθνησκον εις τον πόλεμον, αλλά έστειλα σε, το φως των
οφθαλμών μου; Αλλοίμονον, τι να πράξω τώρα; Τι να συλλογισθώ; Ποίον θα έχω προς
παρηγορίαν μου; Ποίος θα είναι ο κληρονόμος μου; Τις να με θάψη;» Η δε μήτηρ
του περισσότερον εθρήνει και έκλαιε και μετά δακρύων έλεγεν εκ βάθους καρδίας·
«Αλλοίμονον, υιέ μου ηγαπημένε και πεφιλημένε· πως να σε κλαύσω, παρηγορία των
οφθαλμών μου; Πως να θρηνήσω σε το γλυκύτατόν μου τέκνον; Άραγε από εχθρούς
εθανατώθης ή από θηρία κατεφαγώθης ή από πείναν και δίψαν απέθανες; Αν όμως και
ζης, υιέ μου ηγαπημένε και ακριβέ, πως άραγε να διάγης; Εις τίνος εχθρού χείρα
να κατήντησες; Ποίος σε ορίζει, φως των οφθαλμών μου; Ματαίως σε ανέθρεψα η
ταλαίπωρος και σε εφύλαττα». Ταύτα έλεγον οι γονείς εις την οικίαν των. Όταν δε
μετέβαινον εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, περισσότερον εθρήνουν και έκλαιον
και εδέοντο εις τον Άγιον να ελευθερώση τον υιόν των από την αιχμαλωσίαν, εάν
είναι ζων. Καθ’ όλον δε τον άλλον καιρόν είχον ως παρηγορίαν τα δάκρυά των.
Όταν δε επλησίαζεν η εορτή του Αγίου Γεωργίου, περισσότερον ήναπτεν η καρδία
των από την αγάπην του υιού των. Όμως, αν και εν θλίψει διήρχοντο τας ημέρας
των, ηθέλησαν να εορτάσουν και εκείνην την εορτήν του Αγίου· και αργά, όταν
εξήλθον από τον Εσπερινόν, ο Λέων ο πατήρ του νέου προσεκάλεσε τους
παρευρεθέντας Χριστιανούς δια να τους περιποιηθή. Εις δε την τράπεζαν ουδεμίαν
άλλην ομιλίαν έκαμνον ει μη μόνον δια τον υιόν των Γεώργιον και ενεθυμούντο ότι
τον περασμένον χρόνον ήτο και αυτός εις το δείπνον, ενώ τώρα έλειπε· και άλλοι
μεν εθλίβοντο, άλλοι δε επαρηγόρουν τους γονείς του. Αλλά και ο Γεώργιος,
ευρισκόμενος εις την Βουλγαρίαν και ενθυμούμενος την ημέραν της εορτής τού
Αγίου, έκλαιε πικρώς και μετά δακρύων έλεγεν· «Άραγε πόσοι να χαίρωνται και να
ευφραίνωνται εις την μνήμην του Αγίου Γεωργίου, εγώ δε ο ελεεινός είμαι εις τα ξένα,
εις την αιχμαλωσίαν! Άραγε πόσα δάκρυα να χύνουν ο πατήρ μου και η μήτηρ μου
την ώραν ταύτην, όπου δεν με βλέπουν να είμαι μετά των φίλων και των γειτόνων
μας! Πως να εορτάσουν τον Άγιον με την τόσην λύπην των; Πως θα δεχθώσι τους φίλους
των; Πως θα δεξιωθούν τους άλλους νέους, όταν ενθυμούνται το όνομά μου; Πως να
ζουν άραγε τας ημέρας των; Αλλ’ ω Άγιε του Θεού Γεώργιε, βοήθει με τον δούλον
σου και αξίωσέ με να υπηρετώ καλώς τον αυθέντην μου και παρακαλώ σε, εάν είναι
το θέλημά σου να ίδω ποτέ τους γονείς μου, ας γίνη τούτο το συντομώτερον».
Ταύτα έλεγεν ο Γεώργιος, ενώ συγχρόνως ηνάγκαζε την πυράν να θερμάνη το ύδωρ
δια να νιφθή ο αυθέντης του. Διότι ήτο η ώρα του δείπνου και ο αυθέντης του
είχε ζητήσει να νιφθή. Ενώ λοιπόν ο Γεώργιος ανήρχετο την κλίμακα κρατών το
δοχείον με το χλιαρόν ύδωρ και εν κουκούλιον, φαίνεται αίφνης ο Μέγας Γεώργιος
ιππεύων ίππον λευκόν και του λέγει· «Έλα, ανάβηθι εδώ εις τα όπισθεν του
ίππου». Τότε ευθύς επήδησεν ο Γεώργιος και ανήλθεν εις τον ίππον· κατά την
ιδίαν δε εκείνην στιγμήν, ω του θαύματος! ευρέθη εις τον οίκον του ανά μέσον
της τραπέζης. Όλοι τότε οι παρευρισκόμενοι, ως τον είδαν, εκραύγασαν: «Κύριε,
ελέησον!» Οι δε γονείς του, από την χαράν και την έκπληξιν έπεσαν εις την γην
άφωνοι, έκθαμβοι δε άπαντες γενόμενοι ηρώτων αυτόν πως ευρέθη εκεί. Ο δε
Γεώργιος μετά πολλήν ώραν, όταν ήλθεν εις εαυτόν, διηγήθη το θαύμα. Μετά δε
ώραν ικανήν ηγέρθησαν και οι γονείς από την γην και εδόξαζον τον Θεόν και τον
Αυτού Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον. Πως δε να διηγηθή τις την χαράν και την
αγαλλίασιν την οποίαν ησθάνθησαν την εσπέραν εκείνην εις τον οίκον των γονέων
του; Ή πως να περιγράψη τις τα γλυκοφιλήματα του πατρός του και της μητρός του;
Μόνος του έκαστος δύναται να εννοήση ταύτα. Αφού δε συνήλθον από την έκπληξιν
μετέβησαν άπαντες μετά του Γεωργίου εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου και καθ’ όλην την νύκτα προσευχόμενοι ηυχαρίστουν τον Άγιον, λέγοντες
μεταξύ των άλλων· «Ευχαριστούμεν σε, Άγιε του Θεού, δια την ταχείαν σου
βοήθειαν, διότι δεν παρείδες τα δάκρυα και τους στεναγμούς μας, αλλά ως ταχύς
και έτοιμος βοηθός επλήρωσας την επιθυμίαν μας. Προς τούτοις παρακαλούμεν σε,
Άγιε, συγχώρησον και ημάς, εάν ως άνθρωποι επταίσαμεν τι προς σε, διότι όχι από
καταφρόνησιν, αλλά από την πολλήν μας θλίψιν ελέγομεν λόγους μη πρέποντας».
Κατά δε την πρωϊαν, μετά την θείαν Λειτουργίαν, προσεκάλεσαν εις την χαράν των
όλους τους κατοίκους της Παφλαγονίας, το δε κουκούλιον εκείνο το προσέφεραν εις
τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου προς υπηρεσίαν του Αγίου Βήματος.
Ηκούσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, το παράδοξον αυτό θαύμα, το οποίον η χάρις
του Αγίου Γεωργίου εποίησεν, αλλά ακούσατε και έτερον, το οποίον προς ωφέλειαν
υμών διηγούμεθα.
Το θαύμα της επιστροφής του υιού της χήρας.
Εις
την Νήσον Μυτιλήνην υπάρχει Ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου,
διατηρούμενος μέχρι σήμερον. Εκεί λοιπόν εγίνετο καθ’ έκαστον έτος εορτή και
πανήγυρις προς τιμήν του Αγίου. Οι εν Κρήτη όμως εγκατεστημένοι τότε Σαρακηνοί
κουρσάροι απεφάσισαν να λεηλατήσουν την Μυτιλήνην, άλλον δε καιρόν δεν έκριναν
κατάλληλον παρά την ημέραν της εορτής του Αγίου, κατά την οποίαν όλος ο κόσμος
θα ήτο συνηθροισμένος εις την Εκκλησίαν και θα παρηκολούθουν την θείαν
Λειτουργίαν. Απεφάσισαν λοιπόν να επιδράμουν κατά την ημέραν εκείνην και να
αρπάσουν όσους εύρουν συγκεντρωμένους εις τον Ναόν, γυναίκας και παιδία, άνδρας
και γέροντας. Όταν λοιπόν έφθασεν η εορτή του Αγίου και οι Χριστιανοί
ευρίσκοντο εις την θείαν Λειτουργίαν, επέδραμον οι βάρβαροι και ήρπασαν όσους
ηδυνήθησαν. Αλλά και πολλοί των κατοίκων κατώρθωσαν να διαφύγουν και να κρυβούν
εις το δάσος. Μεταξύ όμως των συλληφθέντων υπό των βαρβάρων έτυχε να είναι και
ο υιός χήρας τινός αρχόντισσας, νέος πολύ και ωραιότατος. Τούτον ιδόντες οι
κουρσάροι τοσούτον ωραίον τον προσέφεραν εις τον Αμιράν της Κρήτης, εκείνος δε
τον ώρισε υπηρέτην της τραπέζης του. Η δε χήρα, αφ’ ότου εχάθη ο υιός της και
μη γνωρίζουσα τι απέγινε, δεν έπαυεν από του να προσέρχεται καθ’ εκάστην εις
τον Ναόν του Αγίου και να τον παρακαλή μετά δακρύων δια την σωτηρίαν του υιού
της. Ο δε ταχύς εις αντίληψιν Μεγαλομάρτυς Γεώργιος δεν παρείδε την δέησιν
αυτής ούτε εβράδυνε να εκπληρώση τον πόθον της και κατά την ώραν κατά την
οποίαν οι Χριστιανοί ήσαν συνηγμένοι εις την Εκκλησίαν του Αγίου και μετά
πολλού φόβου παρηκολούθουν την θείαν Λειτουργίαν, ο υιός τής χήρας, υπηρετών
τον Αμιράν, ητοιμάζετο να προσφέρη εις αυτόν τον οίνον του, διότι κατά την ώραν
εκείνην αυτός εγευμάτιζεν. Ενώ δε ο νέος εγέμιζε το ποτήριον δια να το προσφέρη
εις τον Αμιράν, αίφνης εμφανισθείς ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ανήρπασεν
εκείθεν τον νέον και παρουσίασεν αυτόν προ της μητρός του, αυτός δε νομίζων ότι
είναι ο Αμιράς, ήπλωσε την χείρα του δια να του προσφέρη το ποτήριον.
Παρατηρήσας όμως μετά προσοχής βλέπει ότι είναι η μήτηρ του· ομοίως δε και
εκείνη αναγνωρίσασα μεθ’ ώραν ικανήν τον υιόν της, ηυχαρίστει και εδόξαζε
μεγαλοφώνως τον Θεόν και τον Άγιον δια την παράδοξον τούτου απελευθέρωσιν.
Το θαύμα της του Αγίου ευεργεσίας προς το ευσεβές παιδίον
και η τιμωρία των ασεβών ναυτών.
Εις την Παφλαγονίαν ήτο Ναός τις του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, μικρός πολύ και κατεστραμμένος. Ο δε Άγιος, θέλων να ανεγείρη τον Ναόν του, τι ωκονόμησεν; Εις την συνοικίαν εκείνην, εις την οποίαν ήτο ο Ναός, ημέραν τινά εορτής εξήλθον τα παιδία δια να παίξουν. Ηγωνίζοντο δε εις διάφορα αγωνίσματα και άλλα μεν εξ αυτών ενίκων εις τον δρόμον, άλλα εις την πάλην και άλλα εις άλλα αγωνίσματα. Ένα όμως εκ των παιδίων εκείνων δεν ηδύνατο να νικήση εις κανέν αγώνισμα, τα δε άλλα παιδία, ως είναι συνήθειά των, ήρχισαν να το περιγελούν και να το χλευάζουν. Εκείνο δε, από την εντροπήν του και την λύπην του, στραφέν και αντικρύσαν τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, είπεν· «Άγιε Γεώργιε, βοήθησέ με να νικήσω και εγώ εις κανέν αγώνισμα και θα σου φέρω ένα ωραίο σφουγγάτο». Ευθύς δε ως έκαμε την υπόσχεσιν αυτήν, ενίκησεν όλα τα άλλα παιδία και εις τον δρόμον και εις την πάλην και εις όλα τα αγωνίσματα. Παρευθύς τότε έτρεξεν εις την οικίαν του και παρεσκεύασε το σφουγγάτο, αφού δε το ετοποθέτησεν επί ενός μεγάλου πινακίου το έφερε θερμόν ακόμη εις τον Ναόν του Αγίου και το ετοποθέτησε προ της σεβασμίας Εικόνος του. Ολίγον μετά την προσφοράν αυτήν του παιδίου ήλθον εις τον Ναόν τρεις ναύται δια να προσκυνήσουν την Εικόνα του Αγίου και ως είδον το σφουγγάτο, είπον μεταξύ των· «Ελάτε να φάγωμεν το σφουγγάτο αυτό. Διότι μήπως πρόκειται να το φάγη ο Άγιος Γεώργιος; Αντί δε αυτού, ας αγοράσωμεν έλαιον και κηρία όσης αξίας είναι το σφουγγάτο». Εκάθισαν λοιπόν οι ναύται και έφαγαν το σφουγγάτο. Όταν όμως ηθέλησαν να φύγουν, εκόλλησαν εμπρός εις τα μάρμαρα της Εικόνος του Αγίου και δεν ηδύναντο να αποκολλήσουν εξ αυτών. Τρομοκρατηθέντες τότε ήρχισαν να φωνάζουν μεγαλοφώνως· «Άγιε Γεώργιε, βοήθει μας και θα αποκαταστήσωμεν την ζημίαν. Άγιε Γεώργιε, βοήθει μας να εξέλθωμεν εντεύθεν και να σου προσφέρωμεν από δέκα αργυρά νομίσματα ο καθείς μας». Παρ’ όλας όμως τας δεήσεις των δεν ηδύναντο να μετακινηθούν. Όθεν και πάλιν εβόησαν· «Άγιε Γεώργιε, βοήθει μας να αναχωρήσωμεν και να σου προσφέρωμεν εν φλωρίον». Ούτε όμως τότε ηδυνήθησαν να αποκολληθούν. Αντιληφθέντες τότε τον πειρασμόν, εις τον οποίον περιέπεσον, είπον μετά δακρύων· «Άγιε Γεώργιε, βοήθει μας να ξεκολλήσωμεν και να προσφέρωμεν ο καθείς εξ ημών ανά εν φλωρίον εις τον Ναόν σου». Αφού δε είπον τον λόγον τούτον απηλευθέρωσεν αυτούς ο Άγιος. Εξελθόντες τότε του Ναού και αναθαρρήσαντες είπον προς τον Άγιον· «Άγιε Γεώργιε, ακριβά πωλείς τα σφουγγάτα σου, ημείς λοιπόν τίποτε πλέον δεν θα αγοράσωμεν από σε». Πολλά δε και άλλα θαύματα έγιναν εις τον Ναόν τούτον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Όχι δε μόνον εις αυτόν, αλλά και εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Ναόν του Αγίου, τον εις το Δεύτερον ευρισκόμενον. Και εις αυτόν άπειρα θαύματα εγίνοντο καθ’ εκάστην. Αλλά και εις κάθε τόπον, όστις μετά πίστεως επικαλεσθή τον Άγιον του Θεού Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, είτε εν οδώ πορευόμενος, είτε εις την οικίαν του ευρισκόμενος, είτε υπό πειρασμού προσβαλλόμενος, ευρίσκει τούτον έτοιμον βοηθόν και αντιλήπτορα. Διότι εξ όλων των Μαρτύρων αυτός έχει τα πρωτεία, διότι όπως οι αστέρες του ουρανού, οι μεν είναι λαμπρότεροι των δε, ούτω και εις το τάγμα των Μαρτύρων ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος λάμπει περισσότερον, ως ο αυγερινός κατά το θέρος. Αλλ’, ω Μάρτυς Γεώργιε, προς σε στρέφων τον λόγον, δέομαί σου, βοήθησον και ημάς τους δούλους σου και λύτρωσαί μας από τους πειρασμούς, οίτινες μας συμβαίνουν· φανού βοηθός εις ημάς, οίτινες σε επικαλούμεθα και εορτάζομεν την μνήμην σου. Και τον μεν πρόσκαιρον τούτον βίον αξίωσόν μας να διέλθωμεν ειρηνικώς και αναμαρτήτως, εκεί δε αξίωσον ημάς της Βασιλείας των ουρανών. Ημείς δε, ω ευλογημένοι Χριστιανοί, οίτινες κατηξιώθημεν Χάριτι Χριστού και εφθάσαμεν εις την σημερινήν αγίαν και σεβασμίαν ημέραν, ας πανηγυρίσωμεν την μνήμην του Μάρτυρος. Τους πρωχούς και ξένους ας περιθάλψωμεν και χριστιανικώς και πνευματικώς ας εορτάσωμεν, διότι τίποτε δεν κερδίζομεν από τούτον τον μάταιον κόσμον, ευλογημένοι Χριστιανοί. Μόνον το καλόν ας φροντίζωμεν να κάμωμεν δια την ψυχήν μας· διότι ούτω θα έχωμεν βοηθόν εις τα καλά έργα και εις τας αρετάς, ουχί τον τυχόντα, αλλ’ αυτόν τον Χριστόν, τον Βασιλέα του κόσμου και τα τάγματα των Αγίων Αγγέλων, ως λέγει ο Προφητάναξ Δαβίδ εις το Ψαλτήριον· «Ιδού, ου νυστάξει, ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ» (Ψαλμ. ρκ:4). Δια τούτο, Πατέρες και αδελφοί, πρέπει με πάσαν προθυμίαν να προσευχώμεθα, ίνα μη εμπαίζωσιν ημάς οι δαίμονες και να μη κατατριβώμεθα εις γαστριμαργίας, εις πολυφαγίας, εις κατακρίσεις, εις πορνείας, εις φόνους, εις έχθρας και μίση, εις απάτην των οφθαλμών, εις καλλωπισμούς, εις χορούς και απλώς ειπείν εις κάθε κακόν δια του οποίου κολάζομεν την ψυχήν μας. Διότι πρέπει να γνωρίζωμεν ότι ο κόσμος ούτος και αι τούτου ηδοναί και τέρψεις είναι ως όνειρον, ως καπνός, ως σκιά, πάντα δε ταύτα παρέρχονται και όλοι εις την αυτήν γην καταντώμεν, και βασιλείς και άρχοντες και πλούσιοι και πτωχοί. Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος, όστις ειργάσθη κατά Θεόν με όλην του την καρδίαν. Όταν δε έχωμεν όλην ημών την αγάπην προς τον Θεόν και επιποθούμεν την Βασιλείαν των ουρανών, τότε εύκολα φαίνονται όλα τα καλά εις ημάς όσους δήποτε κόπος και αν χρειάζεται δια την επιτέλεσίν των. Είτε νηστείαι είναι ταύτα είτε ελεημοσύναι είτε οιανδήποτε καλόν, δια το οποίον χρειάζεται και ολίγος κόπος. Αρκεί δε προς ικανοποίησιν το ότι τούτο γίνεται δια το όνομα του Θεού. Τοιουτοτρόπως επολιτεύθησαν και όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας καθώς και ο σήμερον εορταζόμενος Άγιος Γεώργιος. Είθε λοιπόν όπως ο Πανάγαθος Θεός, όστις μας κατηξίωσε και εφθάσαμεν εις την σημερινήν αγίαν ημέραν, Αυτός να μας αξιώση να φθάσωμεν και προς τον επερχόμενον καιρόν με υγείαν, σωτηρίαν και ειρήνην, ψυχικήν και σωματικήν, ίνα εκεί αξιωθώμεν της μερίδος των Δικαίων, της τρυφής των εκλεκτών, της τιμής των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων εν Χριστώ Αγίων και αυτής της Βασιλείας των ουρανών, Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και Ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Έως εδώ, αγαπητοί, είναι ο υπό του ιερού Δαμασκηνού του Στουδίτου συγγραφείς Βίος του Αγίου, καθώς ούτος παρέλαβεν αυτόν παρά του Οσίου Συμεών του Μεταφραστού, ημείς όμως ας προσθέσωμεν εν συνεχεία και νεώτερα τινά θεύματα του Αγίου, τα οποία εγράφησαν μετά ταύτα.
Εις την Παφλαγονίαν ήτο Ναός τις του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, μικρός πολύ και κατεστραμμένος. Ο δε Άγιος, θέλων να ανεγείρη τον Ναόν του, τι ωκονόμησεν; Εις την συνοικίαν εκείνην, εις την οποίαν ήτο ο Ναός, ημέραν τινά εορτής εξήλθον τα παιδία δια να παίξουν. Ηγωνίζοντο δε εις διάφορα αγωνίσματα και άλλα μεν εξ αυτών ενίκων εις τον δρόμον, άλλα εις την πάλην και άλλα εις άλλα αγωνίσματα. Ένα όμως εκ των παιδίων εκείνων δεν ηδύνατο να νικήση εις κανέν αγώνισμα, τα δε άλλα παιδία, ως είναι συνήθειά των, ήρχισαν να το περιγελούν και να το χλευάζουν. Εκείνο δε, από την εντροπήν του και την λύπην του, στραφέν και αντικρύσαν τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, είπεν· «Άγιε Γεώργιε, βοήθησέ με να νικήσω και εγώ εις κανέν αγώνισμα και θα σου φέρω ένα ωραίο σφουγγάτο». Ευθύς δε ως έκαμε την υπόσχεσιν αυτήν, ενίκησεν όλα τα άλλα παιδία και εις τον δρόμον και εις την πάλην και εις όλα τα αγωνίσματα. Παρευθύς τότε έτρεξεν εις την οικίαν του και παρεσκεύασε το σφουγγάτο, αφού δε το ετοποθέτησεν επί ενός μεγάλου πινακίου το έφερε θερμόν ακόμη εις τον Ναόν του Αγίου και το ετοποθέτησε προ της σεβασμίας Εικόνος του. Ολίγον μετά την προσφοράν αυτήν του παιδίου ήλθον εις τον Ναόν τρεις ναύται δια να προσκυνήσουν την Εικόνα του Αγίου και ως είδον το σφουγγάτο, είπον μεταξύ των· «Ελάτε να φάγωμεν το σφουγγάτο αυτό. Διότι μήπως πρόκειται να το φάγη ο Άγιος Γεώργιος; Αντί δε αυτού, ας αγοράσωμεν έλαιον και κηρία όσης αξίας είναι το σφουγγάτο». Εκάθισαν λοιπόν οι ναύται και έφαγαν το σφουγγάτο. Όταν όμως ηθέλησαν να φύγουν, εκόλλησαν εμπρός εις τα μάρμαρα της Εικόνος του Αγίου και δεν ηδύναντο να αποκολλήσουν εξ αυτών. Τρομοκρατηθέντες τότε ήρχισαν να φωνάζουν μεγαλοφώνως· «Άγιε Γεώργιε, βοήθει μας και θα αποκαταστήσωμεν την ζημίαν. Άγιε Γεώργιε, βοήθει μας να εξέλθωμεν εντεύθεν και να σου προσφέρωμεν από δέκα αργυρά νομίσματα ο καθείς μας». Παρ’ όλας όμως τας δεήσεις των δεν ηδύναντο να μετακινηθούν. Όθεν και πάλιν εβόησαν· «Άγιε Γεώργιε, βοήθει μας να αναχωρήσωμεν και να σου προσφέρωμεν εν φλωρίον». Ούτε όμως τότε ηδυνήθησαν να αποκολληθούν. Αντιληφθέντες τότε τον πειρασμόν, εις τον οποίον περιέπεσον, είπον μετά δακρύων· «Άγιε Γεώργιε, βοήθει μας να ξεκολλήσωμεν και να προσφέρωμεν ο καθείς εξ ημών ανά εν φλωρίον εις τον Ναόν σου». Αφού δε είπον τον λόγον τούτον απηλευθέρωσεν αυτούς ο Άγιος. Εξελθόντες τότε του Ναού και αναθαρρήσαντες είπον προς τον Άγιον· «Άγιε Γεώργιε, ακριβά πωλείς τα σφουγγάτα σου, ημείς λοιπόν τίποτε πλέον δεν θα αγοράσωμεν από σε». Πολλά δε και άλλα θαύματα έγιναν εις τον Ναόν τούτον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Όχι δε μόνον εις αυτόν, αλλά και εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Ναόν του Αγίου, τον εις το Δεύτερον ευρισκόμενον. Και εις αυτόν άπειρα θαύματα εγίνοντο καθ’ εκάστην. Αλλά και εις κάθε τόπον, όστις μετά πίστεως επικαλεσθή τον Άγιον του Θεού Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, είτε εν οδώ πορευόμενος, είτε εις την οικίαν του ευρισκόμενος, είτε υπό πειρασμού προσβαλλόμενος, ευρίσκει τούτον έτοιμον βοηθόν και αντιλήπτορα. Διότι εξ όλων των Μαρτύρων αυτός έχει τα πρωτεία, διότι όπως οι αστέρες του ουρανού, οι μεν είναι λαμπρότεροι των δε, ούτω και εις το τάγμα των Μαρτύρων ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος λάμπει περισσότερον, ως ο αυγερινός κατά το θέρος. Αλλ’, ω Μάρτυς Γεώργιε, προς σε στρέφων τον λόγον, δέομαί σου, βοήθησον και ημάς τους δούλους σου και λύτρωσαί μας από τους πειρασμούς, οίτινες μας συμβαίνουν· φανού βοηθός εις ημάς, οίτινες σε επικαλούμεθα και εορτάζομεν την μνήμην σου. Και τον μεν πρόσκαιρον τούτον βίον αξίωσόν μας να διέλθωμεν ειρηνικώς και αναμαρτήτως, εκεί δε αξίωσον ημάς της Βασιλείας των ουρανών. Ημείς δε, ω ευλογημένοι Χριστιανοί, οίτινες κατηξιώθημεν Χάριτι Χριστού και εφθάσαμεν εις την σημερινήν αγίαν και σεβασμίαν ημέραν, ας πανηγυρίσωμεν την μνήμην του Μάρτυρος. Τους πρωχούς και ξένους ας περιθάλψωμεν και χριστιανικώς και πνευματικώς ας εορτάσωμεν, διότι τίποτε δεν κερδίζομεν από τούτον τον μάταιον κόσμον, ευλογημένοι Χριστιανοί. Μόνον το καλόν ας φροντίζωμεν να κάμωμεν δια την ψυχήν μας· διότι ούτω θα έχωμεν βοηθόν εις τα καλά έργα και εις τας αρετάς, ουχί τον τυχόντα, αλλ’ αυτόν τον Χριστόν, τον Βασιλέα του κόσμου και τα τάγματα των Αγίων Αγγέλων, ως λέγει ο Προφητάναξ Δαβίδ εις το Ψαλτήριον· «Ιδού, ου νυστάξει, ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ» (Ψαλμ. ρκ:4). Δια τούτο, Πατέρες και αδελφοί, πρέπει με πάσαν προθυμίαν να προσευχώμεθα, ίνα μη εμπαίζωσιν ημάς οι δαίμονες και να μη κατατριβώμεθα εις γαστριμαργίας, εις πολυφαγίας, εις κατακρίσεις, εις πορνείας, εις φόνους, εις έχθρας και μίση, εις απάτην των οφθαλμών, εις καλλωπισμούς, εις χορούς και απλώς ειπείν εις κάθε κακόν δια του οποίου κολάζομεν την ψυχήν μας. Διότι πρέπει να γνωρίζωμεν ότι ο κόσμος ούτος και αι τούτου ηδοναί και τέρψεις είναι ως όνειρον, ως καπνός, ως σκιά, πάντα δε ταύτα παρέρχονται και όλοι εις την αυτήν γην καταντώμεν, και βασιλείς και άρχοντες και πλούσιοι και πτωχοί. Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος, όστις ειργάσθη κατά Θεόν με όλην του την καρδίαν. Όταν δε έχωμεν όλην ημών την αγάπην προς τον Θεόν και επιποθούμεν την Βασιλείαν των ουρανών, τότε εύκολα φαίνονται όλα τα καλά εις ημάς όσους δήποτε κόπος και αν χρειάζεται δια την επιτέλεσίν των. Είτε νηστείαι είναι ταύτα είτε ελεημοσύναι είτε οιανδήποτε καλόν, δια το οποίον χρειάζεται και ολίγος κόπος. Αρκεί δε προς ικανοποίησιν το ότι τούτο γίνεται δια το όνομα του Θεού. Τοιουτοτρόπως επολιτεύθησαν και όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας καθώς και ο σήμερον εορταζόμενος Άγιος Γεώργιος. Είθε λοιπόν όπως ο Πανάγαθος Θεός, όστις μας κατηξίωσε και εφθάσαμεν εις την σημερινήν αγίαν ημέραν, Αυτός να μας αξιώση να φθάσωμεν και προς τον επερχόμενον καιρόν με υγείαν, σωτηρίαν και ειρήνην, ψυχικήν και σωματικήν, ίνα εκεί αξιωθώμεν της μερίδος των Δικαίων, της τρυφής των εκλεκτών, της τιμής των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων εν Χριστώ Αγίων και αυτής της Βασιλείας των ουρανών, Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και Ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Έως εδώ, αγαπητοί, είναι ο υπό του ιερού Δαμασκηνού του Στουδίτου συγγραφείς Βίος του Αγίου, καθώς ούτος παρέλαβεν αυτόν παρά του Οσίου Συμεών του Μεταφραστού, ημείς όμως ας προσθέσωμεν εν συνεχεία και νεώτερα τινά θεύματα του Αγίου, τα οποία εγράφησαν μετά ταύτα.
Θαύμα παράδοξον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις τον
Σακακηνόν όστις εθεάσατο την μετουσίωσιν των Τιμίων Δώρων εις Σώμα και Αίμα
Χριστού.
Ο Αμιράς
της Συρίας έστειλε ποτέ τον ανεψιόν του εις την Διόσπολιν, την υπό των
Σαρακηνών ονομαζομένην Ράμελ, δια να εξετάση υποθέσεις τινάς του τόπου εκείνου.
Εις την πόλιν ταύτην υπάρχει Ναός θαυμάσιος του Αγίου Γεωργίου, τον οποίον ιδών
από μακράν ο Σαρακηνός ούτος επρόσταξε τους υπηρέτας του να μεταφέρουν τας
αποσκευάς του επάνω εις το κατηχούμενον του Ναού αυτού, εις τον οποίον, αφού
κατέλυσε, επρόσταξε να φέρουν εντός του Ναού και τας δώδεκα καμήλους του, οι δε
Ιερείς του Ναού παρεκάλουν τούτον να μη κάμη τοιούτον πράγμα απαίσιον· αλλ’
εκείνος απειλών επρόσταξε να τας φέρουν. Ευθύς όμως, ως ωδήγησαν τας καμήλους
εις τον Ναόν, αύται, ω του θαύματος! έπεσαν όλαι εις την γην και απέθανον. Το
σημείον τούτο ιδών ο ανεψιός του Αμιρά εθαύμασε δια την μεγάλην δύναμιν του
Αγίου Γεωργίου και επρόσυαξε να σύρουν τας νεκράς καμήλους έξω του ναού. Την
επομένην, ότε μετέβη ο Ιερεύς δια να επιτελέση την θείαν Λειτουργίαν, παρετήρει
τούτον ο Σαρακηνός, ίνα ίδη τι θα έπρατεν· ο δε φιλάνθρωπος Θεός ήνοιξε τους
οφθαλμούς της διανοίας του και απεκάλυψεν εις αυτόν το εξής όντως φοβερόν. Όταν
επλησίαζεν η ώρα της θείας μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων, είδεν ο Σαρακηνός ότι
λαβών ο Ιερεύς παιδίον μικρόν έσφαξεν αυτό, το δε αίμα του εκένωσεν εντός του
αγίου Ποτηρίου και αφού κατέκοψε το σώμα του το ετοποθέτησεν εις τον ιερόν
δίσκον. Όταν δε ετελείωσε το κοινωνικόν, έβλεπε τον Ιερέα μεταδίδοντα εις τον
λαόν τας σάρκας και το αίμα του παιδίου. Μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας,
λαβών ο Ιερεύς τας πλέον εκλεκτάς εκ των προσφορών εφιλοδώρησε δια τούτων τον
Σαρακηνόν. Ούτος δε ηρώτησε τον Ιερέα λέγων· «Τι είναι αυτά»; Ο δε Ιερεύς απεκρίθη·
«Αυθέντα μου, είναι προσφοραί από τας οποίας λειτουργούμεν ημείς εις την
Εκκλησίαν μας». Τότε ο Σαρακηνός λέγει προς τον Ιερέα με θυμόν· «Από αυτάς
ελειτούργησες σήμερον; Δεν σε είδα εγώ όπου έσφαξες το παιδίον και έρριψες το
αίμα του εις το ποτήριον, το δε σώμα του κατέκοψες εις τεμάχια και βαλών αυτά
εις τον δίσκον τα μετέδιδες εις τον λαόν; Νομίζεις ότι δεν έβλεπα εγώ αυτά τα
οποία έκαμνες συ, φονεύ μιαρέ»; Ταύτα ακούσας ο Ιερεύς εφοβήθη και πεσών εις
του πόδας του Σαρακηνού είπεν· «Ας έχη δόξαν ο Κύριος, όστις σε ηξίωσεν,
αυθέντα μου, να ίδης το φρικτόν τούτο Μυστήριον. Εκ τούτου πιστεύω, Χάριτι
Χριστού, ότι θα γίνης μέγας άνθρωπος και ο Θεός μέλλει να σε κατατάξη μεταξύ
των σωζομένων». Εκπλαγείς ο Σαρακηνός εκ των λόγων τούτων του Ιερέως, είπε προς
αυτόν· «Δεν είναι λοιπόν ταύτα ακριβώς καθώς εγώ τα είδα»; Απεκρίθη ο Ιερεύς·
«Ναι, αυθέντα μου, ούτως είναι και ούτω πιστεύομεν· ότι ο άρτος και ο οίνος τον
οποίον προσφέρομεν ημείς οι Χριστιανοί εις την Λειτουργίαν μας, μεταβάλεται
πράγματι, δια της Χάριτος του Κυρίου, εις Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού του Θεού. Όμως το όραμα τούτο δεν ηξιώθην ποτέ να το ίδω εγώ, επειδή
είμαι αμαρτωλός, αλλ’ ενώπιον εμού βλέπω άρτον μόνον και οίνον. Επειδή δε ο
Κύριος και Θεός μου ηξίωσε σε, τον αυθέντην μου, να ίδης τοιούτον Μυστήριον,
πιστεύω, ότι είσαι μέγας άνθρωπος· διότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας,
ως υπεράξιοι, έβλεπον το θαυμαστόν τούτο Μυστήριον». Ταύτα ακούσας ο Σαρακηνός
και πολύ θαυμάσας έκυψε την κεφαλήν προς τα κάτω και εσυλλογίζετο επί ώραν
πολλήν· έπειτα δε, ως από ύπνου εξυπνήσας, ήλθεν εις εαυτόν και αφού επρόσταξε
τους υπηρέτας του να εξέλθουν έξω, είπε προς τον Ιερέα· «Καθώς βλέπω και
πληροφορούμαι, η Πίστις των Χριστιανών είναι αληθινή και αλλοίμονον εις εμέ,
όστις διήλθον την ζωήν μου εις το ψεύδος και την ματαιότητα, την θρησκείαν
δηλαδή των Σαρακηνών, την όντως ακάθαρτον. Αλλ’ επειδή είναι θέλημα Θεού να
σωθώ, βάπτισόν με, δια να λατρεύσω τουλάχιστον από τώρα και εις το εξής τον
Θεόν με καθαράν συνείδησιν». Λέγει τότε προς αυτόν ο Ιερεύς· «Δεν αποτολμώ,
αυθέντα μου, να σε βαπτίσω, διότι έχεις θείον τον βασιλέα και όταν αυτός
πληροφορηθή το γενόμενον και εμέ θέλει φονεύσει και τας Εκκλησίας μας θέλει
καταστρέψει. Μόνον, αν θέλης, αναχώρησον απ’ εδώ κρυφίως και ύπαγε εις τον
Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ, από τον οποίον ζήτησε να σε βαπτίση, χωρίς να του
αποκαλύψης ποίος είσαι και αυτός θέλει σε βαπτίση». Τότε ο Σαρακηνός, ευρών
τρίχινον τι ένδυμα και ενδυθείς αυτό, ανεχώρησε κρυφίως νύκτα τινά και επήγεν
εις την Ιερουσαλήμ. Παρουσιασθείς δε εις τον Πατριάρχην και προσπέσας εις τους
πόδας του, τον παρεκάλεσε να τον αξιώση του Αγίου Βαπτίσματος. Επιτυχών δε του
ποθουμένου, μετά την ογδόην ημέραν είπε προς τον Πατριάρχην· «Ιδού ότι, Χάριτι
θεία, έγινα Χριστιανός· λοιπόν τι πρέπει να κάμω δια να σωθώ»; Ο δε Πατριάρχης
του είπεν· «Εάν θέλης να σωθής, ύπαγε εις το Όρος Σινά όπου ευρίσκονται Μοναχοί
ευλαβείς και ενάρετοι και γενού Μοναχός, φύλαξον δε τας εντολάς του Θεού και
ούτω θέλεις σωθή». Μετέβη λοιπόν πράγματι ο ευλογημένος εκείνος άνθρωπος εις το
όρος Σινά και αφού εγένετο Μοναχός και παρέμεινεν εκεί τρεις χρόνους, έφθασεν
εις μεγάλον ύψος αρετής. Έπειτα παρεκάλεσε τον Ηγούμενον όπως του επιτρέψη να
υπάγη εις την Ράμελ. Λαβών δε την άδειαν και μεταβάς εκεί, εισήλθεν εις τον
Ναόν του Αγίου Γεωργίου, όπου συνήντησε τον θεοσεβή εκείνον Ιερέα· και αφ’ ου
του απεκάλυψε ποίος είναι, του λέγει· «Ιδού ότι, Χάριτι θεία, δια των
ευπροσδέκτων προς Κύριον δεήσεών σου, έγινα Χριστιανός και Μοναχός· έχω όμως
επιθυμίαν μεγάλην να ίδω τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και σε παρακαλώ θερμώς
να εκπληρώσης τον πόθον μου». Τότε ο Ιερεύς δοξάσαςτον Θεόν είπεν· «Ύπαγε εις
τον θείον σου Αμιράν και, παρουσία αυτού και όλων των Σαρακηνών, ομολόγησε ότι
ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού και Θεός, δημιουργός πάσης της
Κτίσεως, όστις δια την ημών σωτηρίαν έγινεν άνθρωπος και έκαμε μεγάλα και
παράδοξα θαύματα και εσταυρώθη και ετάφη και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη
εις τους ουρανούς μετά δόξης. Ταύτα πράττων θέλεις αξιωθή να ίδης τον Κύριον
μετά παρρησίας». Καταπεισθείς λοιπόν ο αοίδιμος εκείνος Μοναχός εις τους θείους
λόγους του ευλαβούς Ιερέως, εξεκίνησε ευθύς και μετέβη εις την πόλιν την οποίαν
ευρίσκετο ο θείος του, κατά δε την νύκτα ανήλθεν εις τον μιναρέν του τζαμίου
των και ήρχισε να φωνάζη· «Τρέξατε εδώ, Σαρακηνοί, διότι έχω λόγον να σας
είπω». Τούτο δε ακούσαντες εκείνοι έτρεξαν μετά λαμπάδων και ιδόντες τον
Μοναχόν τον ηρώτησαν, τι έχει να τους είπη. Ο δε Μοναχός τους είπε· «Με ερωτάτε
τι έχω να σας ειπώ; Που είναι ο ανεψιός του Αμιρά, εκείνος όστις έφυγε
κρυφίως»; Εκείνοι του είπον· «Αν ίσως και μας είπης τούτο, θέλομεν σου δώσει
όσα χρήματα ζητήσεις». Ο δε Μοναχός απήντησεν· «Οδηγήσατέ με εις τον Αμιράν να
σας το είπω». Αρπάσαντες τότε εκείνοι τον μακάριον αυτόν Μοναχόν τον έφερον εις
τον Αμιράν μετά χαράς λέγοντες· «Ούτος ο Μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανεψιός
σου». Ο δε Αμιράς τον ηρώτησεν, εάν πράγματι γνωρίζη και εκείνος απεκρίθη·
«Ναι, τον γνωρίζω· εγώ ο ίδιος είμαι· όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω
εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την μίαν Θεότητα και ομολογώ ότι ο Υιός του
Θεού εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και έκαμεν εις τον κόσμον μεγάλα
θαυμάσια και εσταυρώθη και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη εις τους ουρανούς
και εκάθησεν εν δεξιά του Θεού και Πατρός και μέλλει να έλθη πάλιν ίνα κρίνη
ζώντας και νεκρούς». Ταύτα ακούσας ο θείος του ο Αμιράς και εκπλαγείς είπε· «Τι
έπαθες, ταλαίπωρε, να αφήσης τον οίκον σου, τα πλούτη σου και την δόξαν σου και
να περιπατής ούτω καταφρονημένος ως επαίτης; Δεν επιστρέφεις εις την θρησκείαν
σου, να ομολογήσης προφήτην τον Μωάμεθ και να έλθης πάλιν εις την πρώτην σου
κατάστασιν»; Ο δε Μοναχός απεκρίθη· «Εγώ όσα καλά είχον τότε, όταν ήμην
Σαρακηνός, όλα ήσαν μερίς του διαβόλου· τούτο δε το τρίχινον ένδυμα, όπου φορώ
τώρα, είναι καύχημά μου και πλούτος μου και αρραβών της δόξης την οποίαν μέλλω
να απολαύσω δια την αληθινήν Πίστιν του Χριστού μου· τον δε Μωάμεθ, όστις σας
επλάνησε, καθώς και την θρησκείαν του, αναθεματίζω και παντελώς αποστρέφομαι».
Ταύτα ακούσας ο Αμιράς έπρεπε, κατά τον νόμον των, να θανατώση ευθύς τον
υβριστήν της θρησκείας των, λυπούμενος όμως αυτόν, είπεν εις τους εκεί
παρευρεθέντας Σαρακηνούς· «Αυτός έχασε τον νουν του και δεν γνωρίζει τι λέγει·
εκβάλετέ τον έξω και διώξατέ τον». Αλλ’ εκείνοι του είπον· «Αυτόν όστις
ανεθεμάτισε τον προφήτην μας και την θρησκείαν μας απολύεις; Αυτός είναι άξιος
μυρίων θανάτων. Να αρνηθώμεν λοιπόν και ημείς την θρησκείαν μας και να γίνωμεν
Χριστιανοί». Τότε ο Αμιράς, φοβηθείς τους όχλους μήπως εξεγερθούν περισσότερον
εναντίον του, έδωκεν εις αυτούς την άδειαν να τον κάμουν ό,τι θέλουν. Εκείνοι
δε, τρίζοντες τους οδόντας, ήρπασαν το ευλογημένον του Χριστού πρόβατον και
αφού τον ωδήγησαν έξω της πόλεως, τον ελιθοβόλησαν, ενώ ούτος επεκαλείτο το
όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ούτως ετελειώθη ο αοίδιμος εν καλή
ομολογία και πορευθείς μετά παρρησίας προς τον Κύριον, Ον επόθησεν, έλαβε τον
στέφανον του Μαρτυρίου. Καθ’ εκάστην δε νύκτα και επί πολύν χρόνον εφαίνετο
άστρον λαμπρόν επάνω από τον σωρόν των λίθων, το οποίον εφώτιζεν όλον το μέρος
εκείνο, βλέποντες δε τούτο οι Σαρακηνοί εθαύμαζον. Αφού δε παρήλθεν καιρός
αρκετός, έδωκε την άδειαν ο Αμιράς εις τους Χριστιανούς να εκβάλωσι το άγιον
Λείψανον του Μάρτυρος από τον σωρόν των λίθων και τούτου γενομένου, ω του
θαύματος! ευρέθη το άγιον Λείψανον σώον και αδιάφθορον, άρρητον εκπέμπον
ευωδίαν, ασπασάμενοι δε τούτο μετ’ ευλαβείας, το ενεταφίασαν εν ύμνοις και
ψαλμωδίαις δοξάζοντες τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· Ω η δόξα και το κράτος
εις τους αιώνας. Αμήν.
Το θαύμα της σφαγής του δράκοντος.
Εις την εν τη Ανατολή επαρχίαν της Ατταλείας και εις την πόλιν Αλαγίαν
εβασίλευε τις Σέλβιος ονόματι, όστις, επειδή ήτο ειδωλολάτρης και πολύ
χριστιανομάχος, ουδέποτε ήθελε να ακούση όνομα Χριστιανού. Όθεν πολλούς
Χριστιανούς εβασάνισεν, ίνα αρνηθώσι το όνομα του Χριστού και πολλούς
εθανάτωσε. Πλησίον δε εκεί ήτο λίμνη, εις την οποίαν ενεφώλευε δράκων φοβερός
και καθ’ εκάστην εξερχόμενος ήρπαζεν ό,τι εύρισκεν, άνθρωπον ή ζώον και
κατέτρωγεν αυτό. Όθεν οι κάτοικοι υφίσταντο καθημερινώς μεγάλην ζημίαν από το
θηρίον και ουδείς ηδύνατο να διέλθη εκείθεν εξ αιτίας του κινδύνου. Ημέραν δε
τινα ο βασιλεύς, αφού συνήθροισεν όλον αυτού το στράτευμα, ήλθεν εις τον τόπον,
όπου ευρίσκετο το θηρίον, ίνα φονεύση αυτό. Όμως δεν ηδυνήθη να φέρη εις πέρας
τον σκοπόν του. Ιδόντες οι άνθρωποι ότι ουδέν κατώρθωσεν ο βασιλεύς, συνηθροίσθησαν
πάντες και μεταβάντες προς τον βασιλέα, είπον· «Ο μεν τόπος ημών, ω βασιλεύ,
είναι πολύ καλός προς κατοίκησιν και δι’ ημάς και δια τα ζώα ημών· διατί
λοιπόν, εφ’ όσον κινδυνεύομεν και καταστρεφόμεθα καθ’ εκάστην ημέραν, η
βασιλεία σου δεν ενδιαφέρεται παντελώς, ώστε να εύρης τρόπον να μας σώσης, ως
αρμόζει εις τους βασιλείς»; Ο δε βασιλεύς καθοδηγηθείς από τους ιερείς των
ειδώλων είπε προς αυτούς· «Γνωρίζετε καλώς ότι, αν και πολλάκις επεχειρήσαμεν
να θανατώσωμεν το θηρίον, δεν ηδυνήθημεν, διότι δεν ήτο θέλημα των θεών. Τώρα
λοιπόν, κατά την εντολήν αυτών, πρέπει έκαστος εξ ημών να δίδη κατά σειράν το
τέκνον του, ίνα τρώγη αυτό ο δράκων. Ακόμη και εγώ, μίαν θυγατέρα μονογενή,
όπου έχω, όταν έλθη η σειρά μου, πρέπει να την προσφέρω και αυτήν». Τότε ο λαός
και μη θέλοντες παρέδιδον έκαστος ανά εν παιδίον καθ’ εκάστην και έτρωγεν αυτό
το θηρίον. Ω της φρικτής πωρώσεως και τυφλώσεως! Ίδετε που κατήντησεν αυτούς η
ειδωλολατρία και η απιστία; Αυτοί οι ίδιοι να φονεύωσι τα τέκνα αυτών. Τις να
μη κλαύση και να μη θρηνήση τούτους δια την τοσαύτην απανθρωπίαν, την οποίαν
προς τα ίδια τέκνα εδείκνυον, καταντήσαντες χείρονες των ζώων και των αγρίων
θηρίων, τα οποία όχι μόνον ουδέποτε φονεύουσι τα τέκνα αυτών, αλλά φυλάττουσι
και τρέφουσιν αυτά; Ούτοι όμως εγένοντο λιθοκάρδιοι και ως λέγει ο Προφητάναξ
Δαβίδ «Ουκ έγνωσαν, ουδέ συνήκαν» (Ψαλμ. πα:5). Αφ’ ου λοιπόν τα παιδία το ένα
μετά το άλλο κατεβροχθίζοντο υπό του θηρίου, ήλθεν η σειρά να δώση και ο
βασιλεύς την θυγατέρα του. Τότε εστόλισεν αυτήν, ως να την έστελλεν εις
πανήγυριν, ενδύσας πορφύραν και βύσσον και άλλα χρυσά φορέματα, ως βασιλόπαιδα,
όπου ήτο· έπειτα λαβών αυτήν απότης χειρός την κατεφίλει ακορέστως, ως ο Ιακώβ
τον Ιωσήφ. Εκ δε της θλίψεώς του ανέσπα το γένειον αυτού και εκτύπα το πρόσωπον
και το στήθος, λέγων μετά πόνων, στεναγμών και δακρύων· «Οίμοι, γλυκυτάτη μου
θύγατερ! Οίμοι, το φως των οφθαλμών μου! Διότι συ ως λαμπάς πολύφωτος έλαμπες
προ των οφθαλμών μου και τώρα εσκοτίσθην ο άθλιος. Οίμοι, τω ταλαιπώρω! Τι να
κλαύσω πρώτον, ω τέκνον μου ποθεινότατον; Τον σωματικόν χωρισμόν σου ή τον
αιφνίδιον θάνατόν σου, τον οποίον μέλλω να ίδω; Τι να θρηνήσω, ηγαπημένον μου
τέκνον; Το κάλλος σου ή τον τρόμον, τον οποίον μέλλεις να λάβης από τον
σπαραγμόν του θηρίου; Συ, τέκνον μου, έλαμπες και εστόλιζες το παλάτιόν μου και
εμέ. Τις λοιπόν, τέκνον μου, θα ευρεθή πλησίον μου εις το γήρας και εις την
ασθένειάν μου; Οίμοι, τέκνον μου! Τα σπλάγχνα μου σπαράττονται δια σε και
ταχέως θέλω κατέλθει εις τον Άδην δια να σε αναζητήσω. Ω φίλτατόν μοι τέκνον,
πως αποχωρίζεσαι σήμερον απ’ εμού; Και που αφήνεις εμέ τον γλυκύτατον πατέρα
σου; Τι να βλέπω δια να παρηγορώ την θλίψιν μου; Αλλ’ εγώ είμαι η αιτία και
αφορμή του θανάτου σου· διότι εγώ έδωσα την συμβουλήν ταύτην εις τον λαόν και
δεν δύναμαι πλέον να αναιρέσω αυτήν· διότι θα σε θανατώσουν οι άρχοντες και το
πλήθος. Αλλοίμονον εις εμέ! Εγώ επεθύμουν να κάμω γαμους και χαράς εις την
ηγαπημένην μου θυγατέρα και νυν θρηνώ και οδύρομαι. Οίμοι! ποίον γάμον να σου
κάμω; Πότε να σε στολίσω νύμφην; Πότε θα στήσω προς χάριν σου χορούς και
τύμπανα εν τω παλατίω; Πότε θα έλθουν πένητες, ίνα ευφρανθώσι, προς χαράν της
ηγαπημένης μου κόρης; Οίμοι, θύγατερ! Που μέλλεις να καταντήσης; Εις το φοβερόν
στόμα του θηρίου; Ουαί μοι τω αθλίω! Δεν θα δυνηθώ, τέκνον μου, να ζήσω, άνευ
σου ο ταλαίπωτος. Τι θέλω την ζωήν και την βασιλείαν άνευ σου, ω θύγατερ
πεφιλημένη»; Τοιαύτα έλεγε κλαίων ο βασιλεύς και ουδόλως ηδύνατο να παρηγορηθή.
Έπειτα στραφείς προς τον λαόν, είπε μετά δακρύων· «Ελεήσατέ με, φίλοι,
συμπονέσατέ με άρχοντες· σας προσφέρω πλούτη, όσα θέλετε, άργυρον και χρυσόν
και αν θέλετε και αυτήν την βασιλείαν μου, αλλά κάμετέ μοι την χάριν ταύτην·
χαρίσατέ μοι το ηγαπημένον μου θυγάτριον· διότι πάντες γνωρίζετε ότι έχω αυτήν
μονογενή και μόνην παρηγορίαν μου· ει δε μη, άφετε και εμέ να υπάγω μετ’
αυτής». Αλλ’ ουδείς συνεκινήθη εκ των λόγων τούτων του βασιλέως. Διότι πως ήτο
δυνατόν να τον λυπηθώσιν, αφού αυτός ήτο η αφορμή του φόνου των τέκνων των;
Όταν λοιπόν ήκουσαν ταύτα παρά του βασιλέως, συναθροισθέντες άπαντες είπον προς
αυτόν εν μια φωνή· «Συ, βασιλεύ, εξέδωκες το
πρόσταγμα τούτο και ημείς πάντες προσεφέραμεν τα τέκνα ημών και τα έφαγε το
θηρίον, τώρα δε λέγεις να αφήσωμεν την θυγατέρα σου; Τούτο ουδόλως
παραδεχόμεθα, αλλά θέλομεν να δώσης και συ το τέκνον σου, καθώς και ημείς
εδώσαμεν τα ιδικά μας». Ιδών λοιπόν ο βασιλεύς το αμετάβλητον της γνώμης αυτών,
εκβαλών την θυγατέρα αυτού παρέδωσεν αυτήν, ως ήτο εστολισμένη. Αφού δε την
ενηγκαλίσθη και την κατεφίλησε, την απεχαιρέτησε και συνώδευσεν αυτήν μέχρι της
θύρας της πόλεως. Παραλαβόντες λοιπόν αυτήν οι άνθρωποι, την ωδήγησαν και την
άφησαν εκεί όπου ήρχετο το θηρίον· ο δε λαός και ο βασιλεύς έβλεπον εκ των
τειχών της πόλεως την κόρην καθημένην παρά την λίμνην και αναμένουσαν, ίνα
εξέλθη το θηρίον και την καταφάγη. Τι δε ωκονόμησεν ο φιλάνθρωπος και ελεήμων
Θεός, ίνα, αφ’ ενός μεν δοξάση τον Άγιον Αυτού Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, αφ’
ετέρου δε επιστρέψη και τον λαόν της πόλεως εκείνης εις θεογνωσίαν; Ακούσατε.
Τον καιρόν εκείνον ο Μέγας Γεώργιος δεν είχεν εισέτι ομολογήσει παρρησία την
εις Χριστόν πίστιν του, αλλ’ ευρίσκετο εις το στράτευμα του Διοκλητιανού,
υπηρετών ως κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδος, επέστρεφε δε τότε εκ του
πολέμου εις τον οποίον είχον συνεκστρατεύσει ομού μετά του βαστλέως
Διοκλητιανού, επορεύετο δε εις Καππαδοκίαν, την πατρίδα του. Κατ’ οικονομίαν
όμως Θεού διέβη από την λίμνην εκείνην και ιδών το ύδωρ κατήλθεν από του ίππου,
ίνα ποτίση αυτόν και αναπαυθή ως κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας. Είδε τότε την
κόρην καθημένην και κλαίουσαν πικρώς και τας παρειάς αυτής κατακόπτουσαν,
αποσπώσαν δε τας τρίχας της κεφαλής. Ταύτα αφού είδεν ο Άγιος, λέγει προς αυτήν·
«Ω γύναι, τι κλαίεις; Διατί κάθησαι εδώ; Ποία είσαι και διατί σε παρακολουθεί ο
λαός από τα τείχη της πόλεως, κλαίοντες»; Η δε κόρη είπε προς τον Άγιον· «Οίμοι
τη αθλία! Κύριέ μου, τα πάθη μου είναι πολλά και αδυνατώ να διηγηθώ ταύτα
λεπτομερώς· τούτο μόνον σου λέγω· ίππευσον τον ίππον σου και πορεύου εις τον
δρόμον σου· διότι σε λυπούμαι, νέον όντα και ωραίον την όψιν, να απολέσης την
ζωήν σου προώρως». Ο δε Άγιος είπε πάλιν προς αυτήν· «Ειπέ μοι πως έχει το
πράγμα τούτο και διατί κάθησαι εδώ πικραμένη και παραπονεμένη»; Η δε βασιλόπαις
απεκρίθη· «Μακρά είναι η διήγησις, κύριέ μου, και δεν δύναμαι την ώραν ταύτην
να σου διηγηθώ τα καθέκαστα· τούτο μόνον σου λέγω και σε παρακαλώ, να φύγης το
ταχύτερον, ίνα μη και συ μετ’ εμού θανατωθής αδίκως». Πάλιν λέγει προς αυτήν ο
Άγιος· «Ειπέ μοι, εν αληθεία, διατί κάθησαι εδώ και ομνύω εις τον Θεόν του
ουρανού και της γης, εις τον οποίον εγώ πιστεύω, να μη σε αφήσω μόνην, αλλά να
σε ελευθερώσω από τον θάνατον· ει δε μη να αποθάνω εδώ μετά σου». Στενάξασα
τότε η κόρη πικρώς, διηγήθη εις τον Άγιον πάντα τα κατ’ αυτήν. Ως δε ήκουσεν ο
Άγιος τα διατρέχοντα, ηρώτησεν αυτήν· «Ο πατήρ σου και η μήτηρ σου και ο μετ’
αυτού λαός εις ποίον θεόν πιστεύουσιν»; Η δε απεκρίθη· «Εις τον Ηρακλήν και την
μεγάλην θεάν Άρτεμιν». Και ο Άγιος είπεν·
«Από της σήμερον μη φοβού πλέον, μηδέ κλαίε· μόνον πίστευσον εις τον Χριστόν,
εις τον οποίον εγώ πιστεύω, και θέλεις ίδει του Θεού μου την δύναμιν». Η δε
βασιλόπαις απήντησε προς τον Άγιον· «Πιστεύω, κύριέ μου, εξ όλης της ψυχής και
καρδίας μου». Ο Άγιος συνέχισεν· «Έχε θάρρος εις τον
Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν
αυτοίς, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέλλει να καταργήση την δύναμιν του
θηρίου και ούτω θέλεις ελευθερωθή και συ από τον θάνατον. Ακόμη δε και όλοι οι
άνθρωποι της χώρας ταύτης θέλουσιν ελευθερωθή από τον φόβον του θηρίου. Κάθου
λοιπόν εδώ και όταν ίδης το θηρίον εξερχόμενον, κάλεσόν με». Αφού είπε ταύτα ο
Άγιος έκλινε τα γόνατα εις την γην και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν,
προσηύχετο λέγων· «Ο Θεός ο Μέγας και φοβερός και δυνατός, ο καθήμενος επί των
Χερουβίμ και επιβλέπων αβύσσους, ο ων ευλογητός και διαμένων εις τους αιώνας,
Συ γινώσκεις τας καρδίας των ανθρώπων ότι εισί μάταιαι· Συ, φιλάνθρωπε Δέσποτα,
ο των προαιωνίων θαυμασίων Θεός, ον ούτε έννοια να συλλάβη δύναται, ούτε λόγος
να ερμηνεύση ισχύει, επίβλεψον και νυν επ’ εμέ τον ταπεινόν και δείξον εν εμοί
τα ελέη σου· ποίησον μετ’ εμού σημείον εις αγαθόν και υπόταξον υπό τους πόδας
μου το πονηρόν αυτό θηρίον, ίνα γνωρίσωσιν άπαντες, ότι μετ’ εμού υπάρχεις και
Συ ει Θεός μόνος, πλην δε Σου άλλος Θεός ουκ έστι». Τότε ήλθε φωνή εκ των
ουρανών λέγουσα· «Εισηκούσθη η δέησίς Σου, Γεώργιε, και ποίησον καθώς βούλεσαι·
διότι εγώ πάντοτε μετά σου ειμί». Ευθύς δε ως ετελείωσε την προσευχήν ο Άγιος, ιδού
το φοβερόν θηρίον εξήλθε. Τούτο ιδούσα η κόρη εβόησεν· «Οίμοι τη αθλία! Κύριέ
μου, ιδού το θηρίον· έρχεται ίνα με καταφάγη». Τότε ο μέγας του Χριστού
Αθλοφόρος Γεώργιος έδραμε και προϋπήντησε το θηρίον. Ήτο όμως τούτο, αδελφοί,
τόσον φοβερόν και εξηγριωμένον, ώστε δεν δύναμαι να το περιγράψω· πυρ εξήρχετο
εκ των οφθαλμών του και απλώς ειπείν και να το βλέπη τις μόνον εκείνον τον
δράκοντα ήτο θέαμα φοβερόν. Πάραυτα δε ο Άγιος εποίησε το σημείον του Τιμίου
Σταυρού και είπε· «Κύριε ο Θεός μου, μετάβαλε χάριν εμού του δούλου Σου εις
ημερότητα το θηρίον, προς πίστιν του λαού τούτου, όπως, ιδόντες, πιστεύσωσιν
εις το όνομά Σου το Άγιον». Ευθύς τότε με τον λόγον τού Αγίου ηκολούθησε και το
έργον· διότι ο φοβερός εκείνος δράκων πεσών εις τους πόδας του ίππου του Αγίου
εκυλίετο βρυχώμενος. Η δε κόρη τούτο ιδούσα εχάρη χαράν μεγάλην. Τότε ο Άγιος
είπε προς αυτήν· «Έκβαλε την ζώνην σου και με αυτήν δέσον τον δράκοντα από τον
λαιμόν». Παρευθύς τότε η κόρη, άνευ φόβου, τινός, εκβαλούσα την ζώνην αυτής,
έδεσε τον δράκοντα και τον έσυρεν. Οποίαν καρδίαν νομίζετε, ευσεβείς ακροαταί,
ότι θα έκαμεν η κόρη κατά την ώραν κατά την οποίαν έδενε τον δράκοντα; Εχαίρετο
μεν διότι ελυτρώθη του θανάτου, ηυχαρίστει δε τον Άγιον, τον ελευθερώσαντα
αυτήν από των χειρών του διαβόλου. Ο δε Άγιος, ανελθών εις τον ίππον του, είπε
προς την κόρην· «Σύρε τον δράκοντα από της ζώνης σου έως ότου μεταβώμεν εις την
πόλιν». Βλέποντες ο λαός της πόλεως, το παράδοξον, ότι μία απαλή κόρη σύρει τον
δράκοντα δεδεμένον, ώρμησαν από του φόβου εις φυγήν, ο δε Μέγας Γεώργιος
εφώναξε προς αυτούς λέγων· «Μη φοβείσθε, σταθήτε και θέλετε ίδει την δόξαν του
Θεού και την σωτηρίαν, ήτις μέλλει να έλθη σήμερον εφ’ υμάς». Τότε πάντες οι
άνθρωποι και ο βασιλεύς εστάθησαν παρατηρούμτες έκθαμβοι τον Άγιον τι μέλλει να
πράξη. Ο δε Άγιος λέγει προς αυτούς· «Πιστεύετε εις
τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν, δια να φονεύσω τον
δράκοντα; Εάν πιστεύετε, καλώς· ει δε μη, θέλω αφήσει αυτόν ίνα καταφάγη πάντας
υμάς». Τότε ο βασιλεύς και πάσα η πόλις εβόησαν λέγοντες· «Πιστεύομεν, δούλε
του Θεού, εις τον αληθινόν Θεόν, τον οποίον συ κηρύττεις, Πατέρα, Υιόν και
Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον και ό,τι προστάζεις ημάς, εκείνο
θέλομεν κάμει». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εκ του στόματος πάντων και ιδών την
πολλήν αυτών προθυμίαν, ηυχαρίστησε τον Θεόν, τον μη εγκαταλείποντα τους επ’
Αυτόν ελπίζοντας. Πάραυτα δε υψώσας την χείρα αυτού, εκτύπησε τον δράκοντα με
το ακόντιον αυτού και, ω του θαύματος! εθανατώθη ο δράκων εκείνος ο φοβερός.
Είτα λαβών την κόρην εκ της χειρός, παρέδωκεν αυτήν αβλαβή εις τον βασιλέα.
Ποίος τώρα, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι δυνατόν να διηγηθή επακριβώς την
επακολουθήσασαν ευφροσύνην του βασιλέως και του λαού δια την ανέπλιστον εκείνην
σωτηρίαν; Τις δεν χαίρει βλέπων νεκρόν αναστηθέντα; Ιδών λοιπόν ο λαός το
παράδοξον τούτο θαύμα, εγονυπέτησαν πάντες και κατεφίλουν τους πόδας του Αγίου,
ηυχαρίστουν δε και τον πανάγαθον Θεόν τόσον δια το ότι ηλευθερώθησαν από το
θηρίον, όσον και διότι έπαυσεν η θυσία των τέκνων των. Καλέσας τότε ο Άγιος τον
Επίσκοπον Αλέξανδρον από τινα πόλιν της Αντιοχείας, εβάπτισε τον βασιλέα και
τους προύχοντας του παλατίου και πάντας τους ανθρώπους της πόλεως εκείνης από
μικρού έως μεγάλου. Εις διάστημα δέκα πέντε ημερών εβάπτισε περί τας
τεσσαράκοντα πέντε χιλιάδας. Αφού λοιπόν εβαπτίσθησαν, έγινε χαρά μεγάλη εν
ουρανώ και επί γης. Ο δε βασιλεύς και ο λαός της πόλεως έκτισαν Εκκλησίαν
ωραιοτάτην επ’ ονόματι του τρισυποστάτου Θεού, αφού δε συνεπληρώθη η οικοδομή
αυτής μετέβη ο Άγιος, ίνα την ίδη. Εισελθών δε εις το Άγιον Βήμα προσηυχήθη·
ενώ δε προσηύχετο εξήλθε πηγή αγιάσματος, ευωδία δε διεχύθη προς τον λαόν και
τον Ναόν. Αύτη δε η πηγή σώζεται μέχρι της σήμερον. Αλλά και πολλά άλλα θαύματα
ετέλεσεν ο Άγιος Γεώργιος τότε εκεί δια της δοθείσης εις αυτόν θείας Χάριτος.
Αποχαιρετήσας είτα ο Άγιος τον βασιλέα και πάντα τον λαόν ανεχώρησε και πάλιν
δια την πατρίδα του Καππαδοκίαν. Καθ’ οδόν όμως συνήντησεν αυτόν ο δαίμων
μετεσχηματισμένος εις σχήμα ανθρώπου. Εκράτει δε και δύο ράβδους επί των οποίων
εστηρίζετο ως γέρων, εφαίνετο όμως ως στρατιώτης ηττημένος εις τον πόλεμον,
λίαν κατησχυμμένος και καταπεφρονημένος. Λέγει δε προς τον Άγιον με πολλήν
ταπείνωσιν· «Χαίροις, Γεώργιε». Ο δε Άγιος ηννόησεν ότι επρόκειτο περί του
δαίμονος και είπε προς αυτόν· «Ποίος είσαι συ και πόθεν γνωρίζεις το όνομά μου;
Εάν δεν ήσο δαίμων πονηρός, δεν θα ηδύνασο νατο γνωρίζης, αφού άλλοτε δεν με
είδες». Ο δαίμων τότε είπε· «Υβρίζεις τους Αγγέλους του Θεού και έπειτα ερωτάς
ποίος είμαι εγώ; Μάθε να ομιλής καλώς». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Αν, ως λέγεις,
είσαι Άγγελος, ακολούθει μοι· αν δε είσαι πνεύμα πονηρόν, να μη δυνηθής να
μετακινηθής από την θέσιν σου». Με τον λόγον αυτόν του Αγίου ευρέθη ο δαίμων
δεδεμένος και εφώναζε με φωνάς μεγάλας, λέγων· «Οίμοι! Τι κακή ώρα ήτο όταν σε
συνήντησα! Ω τι κακόν έπαθα ο ταλαίπωρος, να καταντήσω εις τας χείρας σου»!
Τότε ο Άγιος εβεβαιώθη, ότι ήτο πνεύμα πονηρόν και είπε προς αυτόν· «Σε ορκίζω
εις τον Θεόν, να μοι είπης τι έμελλες να κάμης εις εμέ». Ο δε δαίμων μετά
κλαυθμών και στεναγμών απεκρίθη· «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερον τάγμα του
σατανά, όταν δε ο Θεός εποίει τον ουρανόν και διεχώριζε την γην από των υδάτων
ήμην παρών. Και όταν έπηξε τους στύλους της γης και εσφράγισε την άβυσσον, μετ’
αυτού ήμην· εγώ έκαμα φοβεράς βροντάς και αστραπάς, εγώ έδεσα κεφαλάς και τώρα
δια την υπερηφάνειάν μου κατήντησα κάτω εις τον Άδην και έγινα δαίμων, ως με
βλέπεις. Αλλοίμονον εις εμέ, Γεώργιε, να καταντήσω εις σε, να με δέσης και να
με σύρης ως κατάδικον. Ουαί μοι, Γεώργιε, ότι φθονήσας την δοθείσαν σοι χάριν,
ήλθον να σε πλανήσω όπως με προσκυνήσης, αλλ’ επλανήθην εγώ. Πολλούς εχώρισα
από της αγάπης του Χριστού, θελήσας δε να απατήσω και σε ηπατήθην εγώ.
Αλλοίμονον εις εμέ, τι κακόν εζήτησα να πάθω και πλέον δεν δύναμαι να λυθώ! Σε
παρακαλώ, Γεώργιε, ενθυμήσου την προτέραν μου μακαριότητα και μγ με αφήσης να
επιστρέψω εις την άβυσσον, διότι σοι είπον τα πάντα». Τότε ο Άγιος υψώσας τας
χείρας εις τον ουρανόν είπεν· «Ευχαριστώ Σοι, Κύριέ μου, ότι παρέδωκας εις
χείρας μου τον πονηρόν δαίμονα, όστις μέλλει να σταλή εις τόπον ζοφερόν, ίνα
κολάζεται αιωνίως». Ταύτα ειπών ο Άγιος επετίμησεν και απέλυσε το πονηρόν
πνεύμα. Έκτοτε προεγνώρισεν ο Άγιος, ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήση δια την
αγάπην του Χριστού· διότι εσυλλογίσθη ότι, αν τονφοβερόν δράκοντα, τον
διάβολον, ενίκησε, πόσω μάλλον θέλει νικήσει τους υπηρέτας αυτού. Όθεν ευθύς
μετέβη εις τον Διοκλητιανόν και εμαρτύρησε και έχυσε το αίμα του δια την αγάπην
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ούτω δε ο Παντάναξ Θεός ηξίωσεν αυτόν της
αιωνίου δόξης και αγαλλιάσεως, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της
αιωνίου μακαριότητος, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον εν Τριάδι
Θεόν ημών, Ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.
Περί των θαυματουργών Εικόνων του Αγίου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου των εν τη Ιερά Μονή του Ζωγράφου εν Αγίω Όρει ευρισκομένων.
α΄ Περί της εκ της Μονής Φανουήλ θαυμασίως
μεταφερθείσης.
Τα
ανεκτίμητα ταύτα κειμήλια ευρίσκονται εις τον Καθολικόν Ναόν του εν Αγίω Όρει
Μοναστηρίου του Ζωγράφου τον ανεγερθέντα επ’ ονόματι και τιμήν του Αγίου
Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και Μεγαλομάρτυρος. Η πρώτη εξ αυτών των θαυματουγών
Εικόνων, η φανερωθείσα εις τους τρεις αγίους αδελφού, τους Κτίτορας της Μονής,
ευρίσκεται επί του κίονος του δεξιού χορού· η δε περί ταύτης ιστορική διήγησις
έχει ούτως: Επί της βασιλείας Λέοντος του σιφωτάτου βασιλέως, εν έτει 909, ήσαν
τρεις γνήσιοι αδελφοί, Μωϋσής, Ααρών και Βασίλειος ονομαζόμενοι, καταγόμενοι εκ
της μεγαλοπόλεως Λιχνίδος, ήτις ύστερον ωνομάσθη Αχρίς, κοινότερον δε Όχριδα.
Ούτοι, δια την αγάπην και ευλάβειαν την οποίαν είχον προς τον Θεόν, απεφάσισαν
να αφήσωσι τον κόσμον, τον πλούτον και την δόξαν της καταγωγής και να αναλάβωσι
το Αγγελικόν Σχήμα. Όπως δε θερμότερον και ανδρειότερον πολεμήσωσι τας του
εχθρού μηχανάς και νεκρώσωσι τελείως τας ηδονάς της ιδίας αυτών σαρκός δια την
Βασιλείαν των ουρανών, επροτίμησαν την τελείαν αναχώρησιν και ήλθον εις το
Άγιον Όρος Άθω, ένθα ευρόντες τόπον ήσυχον εις τα πέριξ του χώρου, ένθα νυν
ευρίσκεται η Ιερά Μονή Ζωγράφου, κατεσκεύασαν τρεις σκηνάς εις τας οποίας
κατώκησαν επί μακρόν διάστημα κεχωρισμένοι απ’ αλλήλων και μόνον την Κυριακήν
συνηντώντο. Διεδόθη λοιπόν η φήμη της αρετής αυτών και ένεκα τούτου προσήλθον
και άλλοι, οίτινες προσεκολλήθησαν εις αυτούς. Νεύσει δε Θεού, ευρόντες τον
τόπον κατάλληλον ωκοδόμησαν και πλήρες Μοναστήριον. Όταν δε ωκοδόμησαν τον
Ναόν, εσκέπτοντο πως να τον ονομάσουν. Και άλλοι μεν έλεγον να αφιερώσουν
τούτον εις το όνομα του Αγίου Νικολάου, άλλοι εις το του Αγίου Κλήμεντος του
Αρχιεπισκόπου Αχρίδος, ως συμπατριώτου των, και άλλοι άλλως, έκαστος δηλαδή
επεθύμει να δώση εις τον Ναόν το όνομα του Αγίου τον οποίον ηυλαβείτο
περισσότερον. Όθεν, εκ του λόγου τούτου, δεν συνεφώνουν. Ίνα δε απομακρύνουν
την διαφωνίαν και τας φιλονεικίας εκ της αδελφικής αυτών αγάπης, απεφάσισαν,
ίνα προσδράμωσι δια προσευχής προς τον Θεόν και δεηθώσι προς Αυτόν θερμώς, ώστε
Αυτός μόνος να διατάξη και να αποφασίση εις ποίον εκ των Αγίων Αυτού θα
αφιερώσωσι τον Ναόν και τίνος Εικόνα να ζωγραφήσωσιν επί της ετοιμασθείσης
σανίδος. Όθεν προσηυχήθησαν και οι τρεις αφ’ εσπέρας, έκαστος εις το ίδιον
αυτού Ησυχαστήριον. Ενώ λοιπόν ούτοι προσηύχοντο, φως ασύνηθες, λαμπρότερον των
του ηλίου ακτίνων, διεχύθη από της νεοδμήτου Εκκλησίας εις τα πέριξ των κελλίων
των υψώματα και ούτω καταληφθέντες υπό φόβου και απορίας διέμειναν καθ’ όλην
την νύκτα αφωσιωμένοι εις την προσευχήν. Κατά δε την επομένην πρωϊαν,
κατελθόντες οι αδελφοί εις την Εκκλησίαν, είδον μετ’ άκρου θαυμασμού, ότι επί
της προετοιμασθείσης σανίδος εζωγραφήθη η Εικών του Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου
Αγίου Γεωργίου, απ’ αυτής δε εξήρχετο κατά την παρελθούσαν νύκτα η ουράνιος
λάμψις και κατεφώτιζε τα ταπεινά εκείνα ησυχαστήρια. Ούτω λοιπόν επλήρωσεν ο
Κύριος την αίτησίν των και απεκάλυψε θαυμασίως εις ποίον Άγιον θα αφιερωθή ο
Ιερός Ναός. Εκ της αγίας λοιπόν ταύτης Εικόνος ο μεν Ναός ωνομάσθη, υπό των
ευλαβεστάτων τριών εκείνων αδελφών, του Αγίου Γεωργίου, η δε Μονή απεκλήθη του
Ζωγράφου, επειδή θεία νεύσει η αγία αύτη Εικών εζωγραφήθη δι’ αοράτου δυνάμεως
και χειρός. Περί δε της αρχής της αγίας ταύτης Εικόνος διηγούνται τα εξής. Η
Αγία αύτη Εικών προϋπήρχεν εις την Μονήν, την καλουμένην του Φανουήλ,
ευρισκομένην εις την Συρίαν, πλησίον της Λύδδης, της πατρίδος του
Μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου, θαυματουργούσα εξαισίως. Κατά δε τους λόγους του
Καθηγουμένου της Μονής ταύτης του Φανουήλ, Ευστρατίου, ότε επλησίασεν ο καιρός
κατά τον οποίον ο Πανάγαθος Θεός, τη δικαία αυτού οργή, ηθέλησε να παραδώση
πάσαν την Συρίαν και συν αυτή και την του Φανουήλ Μονήν εις τους Σαρακηνούς
προς καταστροφήν, ημέραν τινά όλως αυτομάτως και θαυμασίως και επί παρουσία
πάντων των αδελφών της Μονής απεχωρίσθη αιφνιδίως εκ της σανίδος η ζωγραφία της
σεβασμίας Εικόνος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ανυψωθείσα δε εκ του τόπου
εις τον οποίον ευρίσκετο εκρύβη εις μέρος όλως άγνωστον. Οι δε αδελφοί,
λυπηθέντες και φοβηθέντες εκ του τοιούτου θαύματος, εγονυπέτησαν μετά δακρύων
και παρεκάλουν τον Θεόν, εν τω ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, να
αποκαλύψη εις αυτούς που εκρύβη απ’ αυτών το πρόσωπον του θείου Αθλοφόρου. Και
ο μεν Πανάγαθος Θεός εισήκουσε της δεήσεώς των, ο δε Μεγαλομάρτυς Γεώργιος
επαρηγόρησε τον ρηθέντα Καθηγούμενον του Φανουήλ δια της παρουσίας αυτού, ειπών
εις αυτούς· «Μη λυπείσθε δι’ εμέ· εγώ εύρον δι’
εμαυτόν Μονήν εις τον κλήρον της Θεοτόκου εν τω Άθωνι· εάν δε θέλετε, σπεύσατε
και σεις εκεί, διότι η οργή του Κυρίου είναι ετοίμη να επιπέση επί της
διεφθαρμένης Παλαιστίνης και εφ’ απάσης σχεδόν της οικουμένης δια τας αμαρτίας
των Χριστιανών»! Συναθροίσας τότε ο Καθηγούμενος τους Μοναχούς, ανεκοίνωσεν εις
αυτούς τα παρά του Αγίου λεχθέντα. Έπειτα δε προσκαλέσας και τους εγκρίτους της
πόλεως Λύδδης και ειπών τα περί της αγίας Εικόνος, παρήγγειλεν εις αυτούς ταύτα·
«Εγκατασταθήτε σεις εις την Μονήν και προφυλάξατε αυτήν·
ημείς δε απερχόμεθα εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, ίνα προσκυνήσωμεν τον Άγιον
Τάφον του Κυρίου και ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Ούτω κλαίοντες και
οδυρόμενοι ανεχώρησαν και κατήλθον εις Ιόππην, ευρόντες δε πλοίον επεβιβάσθησαν
εις αυτό και επί πολλάς ημέρας πλεύσαντες, έφθασαν, Θεού οδηγία, εις το
ποθούμενον Όρος του Άθω. Ελθόντες δε εις την Μονήν του Ζωγράφου και εισελθόντες
εις τον Ναόν, προς άρρητον αυτών χαράν και μέγαν θαυμασμόν εύρον την
εγκαταλείψασαν αυτούς Εικόνα του Αγίου Γεωργίου, υπό θαυμαστής ενεργείας και
θείας προνοίας προσκολληθείσαν επί της νέας σανίδος. Είδον δε τον Άγιον όλως
ακατάβλητον και αναλλοίωτον, ως ήτο πρότερον εις την Μονήν του Φανουήλ. Τότε
προσέπεσον προ της αγίας Εικόνος, καταβρέχοντες δε το έδαφος δια των δακρύων
των έλεγον· «Διατί τοσαύτην λύπην επροξένησας εις ημάς, μεταναστεύσας εδώ, ω
Μεγαλομάρτυς Γεώργιε»; Οι δε Μοναχοί της Μονής, ευθύς ως έπαυσαν εκείνοι να
κλαίουν, διηρωτώντο τις να ήτο η αιτία της τοσαύτης λύπης των. Διότι δεν είχον
εισέτι πληροφορηθή τα παρά του Αγίου πραχθέντα. Τότε εκείνοι διηγήθησαν εις
αυτούς πάντα όσα ενήργησεν εις αυτούς ο Άγιος. Οι δε τρεις αδελφοί διηγήθησαν
προς τους προσελθόντας και όσα ενταύθα ενήργησεν ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος. Όθεν
άπαντες εδόξασαν ολοψύχως τον Κύριον και τον Αυτού θεράποντα Γεώργιον. Τον δε
Ηγούμενον της του Φανουήλ πρότερον Μονής Ευστράτιον κατέστησαν Ηγούμενον αυτών.
Αφθόνως έκτοτε ήρχισαν να επιτελούνται θαυμάσια παρά της αγίας Εικόνος του
Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τόσον ώστε συνέτρεχεν ο λαός εις την Μονήν του
Ζωγράφου προς προσκύνησιν του Τροπαιοφόρου. Έφθασε δε η των θαυμάτων τούτων
φήμη και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν και μέχρι του παλατίου του βασιλέως
Λέοντος του Σοφού. Ο δε ευσεβής εκείνος βασιλεύς, εις ένδειξιν της ευλαβείας
και του θερμού ζήλου του, απεφάσισε να μεταβή αυτοπροσώπως εις το Άγιον Όρος,
όπως ίδη και ασπασθή την θαυματουργόν αγίαν Εικόνα, ευφρανθή δε και πνευματικώς
εκ της συνεντεύξεως των Οσίων Ασκητών Μωϋσέως, Ααρών και Βασιλείου, τους
οποίους άπαντες πανταχού ενεκωμίαζον. Μετά τον Λέοντα επεσκέφθη την του
Ζωγράφου Μονήν και ο βασιλεύς των Βουλγάρων Ιωάννης εκ Τιρνόβου. Δια της
πλουσίας δε τούτων συνδρομής και χρηματικής ενισχύσεως, ήρχισε να ανεγείρεται
και επί τέλους ανηγέρθη λαμπρά και μεγαλοπρεπής η Μονή του Ζωγράφου. Βραδύτερον
και η Ιερά αύτη Μονή κατηδαφίσθη υπό των βαρβάρων και των πειρατών, η δε νυν
υφισταμένη Μονή ανωκοδομήθη επί των αρχαίων ερειπίων, υπό του ηγεμόνος της
Μολδαυϊας Στεφάνου. Η αγία αύτη Εικών είναι προς τούτοις επίσημος, διότι εν
αυτή μέχρι της σήμερον παραμένει το άκρον του δακτύλου, δια του οποίου
ανευλαβώς και τολμηρώς ήψατο το του Τροπαιοφόρου πρόσωπον εις ολιγόπιστος
Επίσκοπος περιερχόμενος το Άγιον Όρος. Διότι απλωθείσης μακράν της φήμης των
θαυμάτων της αγίας ταύτης Εικόνος, ευθύς μετά την εν Αγίω Όρει παρουσίαν
ταύτης, ήλθε μετ’ άλλων πληροφορηθέντων τα τοιαύτα θαυμάσια και εις Επίσκοπος,
εκ των πλησιοχώρων επαρχιών, όστις, κατά την παράδοσιν, λέγεται ότι ήτο ο
Βοδενών (Εδέσσης) και όστις απέδιδε τα τοιαύτα θαυμάσια εις εφευρέσεις της των
Μοναχών φιλοχρηματίας και ουχί εις την δύναμιν του Θεού, την αποδεικνυομένην
δια των Αγίων Αυτού, ουδόλως δε επείθετο να πιστεύση εις την αλήθειαν των
θαυμάτων. Όθεν ο αμφιβάλλων Επίσκοπος, ίνα πιστεύση δι’ ιδικής του δοκιμής και
ίδη ιδίοις όμμασι το γεγονός, μετέβη ο ίδιος εις το Άγιον Όρος και ήλθεν εις
την Ιεράν Μονήν του Ζωγράφου, όπου οι Μοναχοί, υποδεχθέντες αυτόν μετά της
πρεπούσης τιμής και λίαν ευτάκτως, ωδήγησαν αυτόν εις τον Καθολικόν Ναόν, προς
προσκύνησιν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Αλλ’ ο
Επίσκοπος, αντί να φανή ταπεινός λόγω του επισήμου του σχήματος και, πιστεύων
ολοψύχως εις τα του Τροπαιοφόρου θαύματα, να πλησιάση προς το θείον αυτού
πρόσωπον, όπως έπρεπε, περιήλθε μετ’ αδιαφορίας τον Ναόν και σταθείς ενώπιον
της Ιεράς Εικόνος του Αγίου, άνευ της οφειλομένης σεμνότητος και σεβασμού,
ηρώτησε μετ’ αδιαφορίας τους Μοναχούς· «Ώστε αύτη είναι η παρ’ υμίν
θαυματουργός Εικών»; Με τον λόγον δε ήψατο δια του δείκτου αυτού της παρειάς
του Τροπαιοφόρου. Αλλ’ ο Θεός δεν συνεχώρησε την τοιαύτην τόλμην του Επισκόπου,
ο δε Άγιος Γεώργιος ετιμώρησεν αυτόν αμέσως, δια του ιδίου μέσου της εκείνου
αδιακρισίας. Διότι ευθύς ως ο Επίσκοπος ήγγισε τον δάκτυλόν του εις την παρειάν
του Μεγαλομάρτυρος, ω του θαύματος! ο δάκτυλος του Επισκόπου προσεκολλήθη ως
τις παραφυάς εις την παρειάν του Αγίου. Εις μάτην τότε ο υπό του φόβου και του
θάμβους καταληφθείς Επίσκοπος εδοκίμασε, δι’ όλων των δυνάμεών του, να
αποχωρίση τον δάκτυλόν του εκ της αγίας Εικόνος, διότι ο δάκτυλος προσεκολλήθη
τόσον ισχυρώς εις αυτήν, ώστε κατέθλιβεν αυτόν με πόνους μαρτυρικούς. Τέλος δε
μη δυνάμενος να πράξη άλλως πως ηναγκάσθη και άκων να δεχθή ο δυστυχής
Επίσκοπος επέμβασιν πικράν και οδυνηράν, δια της οποίας έκοψαν τον του
Επισκόπου δάκτυλον και τοιουτοτρόπως, εκ του γεγονότος τούτου, επληροφορήθη
καλώς και δι’ ιδίας πείρας, την γνησιότητα, το αληθές και την δύναμιν των
θαυμάτων του Τροπαιοφόρου και Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Η Ιερά αύτη Εικών του
Αγίου Γεωργίου είναι κεκοσμημένη δι’ ενδύματος αργυρού κατασκευασθέντος εν
Πετρουπόλει τη ευλογία του Μητροπολίτου Σεραφείμ, καθώς φαίνεται τούτο
σεσημειωμένον εν τω κρασπέδω του κάτωθεν μέρους του ενδύματος. Η αγιογράφησις
της ιεράς ταύτης Εικόνος είναι βυζαντινής τέχνης, λόγω όμως της παρόδου του
χρόνου είναι σκοτεινή.
β΄ Περί της εξ Αραβίας δια θαλάσσης ελθούσης.
Περί της δευτέρας ιεράς Εικόνος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του
Τροπαιοφόρου, της εν τω κίονι του αριστερού χορού ευρισκομένης, υπάρχει εις
χειρόγραφον της Ιεράς Μονής του Ζωγράφου η εξής διήγησις: Και η αγία αύτη Εικών
ήλθεν επίσης αυτομάτως εκ της Αραβίας, ανευρέθη δε εις τον λιμένα της Ιεράς
Μονής του Βατοπαιδίου. Η απροσδόκητος έλευσις της αγίας ταύτης Εικόνος
επροξένησεν ουχί ολίγην ταραχήν και θόρυβον εις το Άγιον Όρος. Διότι, της φήμης
αυτής διαδραμούσης ταχέως πανταχού, συνέρρεον εκ πάντων των Μονών, ίνα
προσκυνήσωσι την δια θαύματος φανερωθείσαν αγίαν Εικόνα. Εκάστη δε Μονή
επεζήτει να αποκτήση τον θησαυρόν τούτον, αλλ’ η του Βατοπαιδίου, επειδή η αγία
Εικών εφανερώθη εις τον λιμένα αυτής, οικειοποιείτο ταύτην. Άπαντες όμως οι
Γέροντες των λοιπών Μονών ηρνούντο να παραχωρήσωσιν αυτήν, και δεν εδέχοντο
άλλως πως να αποφασίσωσι περί του μέλλοντος της αγίας ταύτης Εικόνος του
Αθλοφόρου, ειμή μόνον να βάλωσι κλήρους και ούτω να γνωρίσωσιν εις ποίαν Μονήν
επιθυμεί η ιδία αύτη αγία Εικών να διαμένη. Παρ’ όλην δε την δυναμικότητα της
Μονής του Βατοπαιδίου, λόγω της υπεροχής και της αρχαιότητος αυτής, ήτις εις
άλλας περιστάσεις και εν αυτώ μάλιστα τω Πρωτάτω, υπερισχύει, η κοινή φωνή, ως
φωνή Θεού, υπερίσχυσεν. Ίνα λοιπόν ασφαλέστερον γνωρίσωμεν, εις ποίαν αληθώς εκ
των εν Άθω Ιερών Μονών ευδοκεί να κληροδοτήση την αγίαν αυτού Εικόνα ο
Τροπαιοφόρος Γεώργιος, απεφάσισαν οι Γέροντες, κοινή γνώμη, ίνα επιθέσωσιν
αυτήν εφ’ ενός ξένου, αγρίου και νέου ημιόνου, ουδόλως γινώσκοντος τας οδούς
των του Αγίου Όρους Μονών και Σκήτεων και με το ιερόν τούτο φορτίον να αφήσωσιν
αυτόν ελεύθερον εις την θέλησίν του και να ακολουθώσι τούτον εκ του μακρόθεν.
Ούτω δε και έπραξαν. Ο νέος λοιπόν και άγριος εκείνος ημίονος ωδηγήθη πρώτον
εις την οδόν την άγουσαν εκ Θεσσαλονίκης εις το Άγιον Όρος και εκεί αφέθη άνευ
οδηγού. Ο δε ημίονος δια βραδέος, ισομέτρου και ευτάκτου βήματος, ως να
ησθάνετο και ηννόει οποίον ιερόν φορτίον έφερεν επ’ αυτού, διέβη δι’ αβάτων
τόπων, δασών και υψωμάτων και έφθασε κατ’ ευθείαν εις την Μονήν του Ζωγράφου,
έναντι δε της Μονής, εφ’ ενός ωραιοτάτου λόφου, εστάθη τελείως ακίνητος. Κατ’
αυτόν λοιπόν τον τρόπον επληροφορήθησαν άπαντες, ότι η ευδοκία του Τροπαιοφόρου
Γεωργίου είναι να μείνη η αγία αυτού Εικών εν τη Μονή του Ζωγράφου. Τον
ουράνιον τούτον ξένον και φίλον υπεδέχθησαν οι Μοναχοί της Μονής μετ’ εγκαρδίου
χαράς και πνευματικής πανηγύρεως και ετοποθέτησαν την αγίαν αυτού Εικόνα εις την
Μονήν εντός του Καθολικού Ναού, επί του κίονος του αριστερού χορού. Ο δε
ημίονος, ευθύς ως κατεβίβασαν εξ αυτού την αγίαν Εικόνα, εξέπνευσε και
κατέχωσαν αυτόν εν τω ιδίω εκείνω τόπω. Εις ανάμνησιν της θαυμαστής ταύτης ελεύσεως
και παρουσίας της ιεράς αυτής Εικόνος του Αγίου Γεωργίου, ωκοδόμησαν επί του
λόφου εκείνου κελλίον και μικράν Εκκλησίαν, επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου του
Τροπαιοφόρου. Ούτος ο λόφος είναι απέναντι της Μονής προς την Δύσιν, απέχων
ταύτης περί τα δέκα πέντε λεπτά της ώρας, διαχωριζόμενος απ’ αυτής υπό βαθέος
ρύακος.
γ΄ Περί της αγίας Εικόνος της υπό του ηγεμόνος της
Μολδοβλαχίας Στεφάνου αφιερωθείσης.
Έναντι της ρηθείσης αγίας και θαυματουργού Εικόνος, επί του
βορειοδυτικού κίονος, εφ’ ου στηρίζεται και ο μέγας τρούλλος, είναι ανηρτημένη
και άλλη αγία Εικών του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, περί της οποίας υπάρχει εις
χειρόγραφον της Ιεράς Μονής του Ζωγράφου η εξής διήγησις: Ο της Μολδοβλαχίας
ηγεμών Στέφανος είχεν, ως είναι γνωστόν, συνεχείς πολέμους κατά των Τούρκων.
Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν συνηθροίσθησαν απροόπτως αναρίθμητα στρατεύματα
των Τούρκων με την στερράν απόφασιν να αφανίσωσιν αυτόν ολοσχερώς. Βλέπων ο
Στέφανος, τοσούτον πλήθος εχθρών συνηθροισμένον εναντίον αυτού, εδίστασεν ως
άνθρωπος και εφοβήθη. Τότε μετά συντετριμμένης καρδίας και πολλών δακρύων
προσέπεσε προς Κύριον τον Θεόν, δεόμενος και επικαλούμενος την βοήθειαν Αυτού
κατά των εχθρών του Σταυρού. Μετά την εγκάρδιον αυτήν προσευχήν ύπνωσεν ύπνον
ελαφρόν, ευθύς δε ενεφανίσθη εις αυτόν ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ενώ περιέλαμπε
αυτόν φως θαυμάσιον, οι οφθαλμοί του εξήστραπτον και δόξα ουράνιος περιέβαλλεν
αυτόν, εν τω άμα δε τρόμος μυστικός ηπλώθη καθ’ όλας τας αρθρώσεις τού υπό του
οράματος εκπλαγέντος Στεφάνου. Αλλ’ ο φανείς Μεγαλομάρτυς
λέγει προς αυτόν· «Θάρρει εν Κυρίω και μη φοβού το πλήθος
τούτο, αλλ’ αύριον συνένωσον άπαντα τα στρατεύματά σου και οδήγησον αυτά κατά
των εχθρών του Χριστού μετά φωνής σαλπίγγων πανηγυρικής και θέλεις ίδει την του
Θεού ημών δύναμιν, την πάντοτε βοηθούσαν σε. Διότι προς τούτο εστάλην
εγώ, ίνα σου αποκαλύψω ποίος είναι ο νικών και να σου αποδείξω την επί σου
ενεργούσαν δύναμιν Αυτού, ακόμη δε ίνα σε βοηθήσω εις την παρούσαν μάχην.
Έναντι τούτων ανακαίνισον συ την επ’ ονόματί μου Μονήν, την του Ζωγράφου
καλουμένην και κειμένην εις το του Άθω Άγιον Όρος, ερημωμένην ήδη. Απόστειλον
δε εκεί και την ιδικήν μου Εικόνα, την οποίαν έχεις μαζί σου». Ενθαρρυνθείς
λοιπόν ο ηγεμών Στέφανος, εκ της εμφανίσεως του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου
και εκ της υποσχεθείσης εις αυτόν θείας βοηθείας, συνήθροισε τα στρατεύματά
του, φέρων μεθ’ εαυτού και την του Αγίου Εικόνα, με την φωνήν δε των σαλπίγγων,
επέπεσεν αιφνιδίως, ως λαίλαψ σφοδρά, κατά του όγκου των Οθωμανών και άνευ
χρονοτριβής επάταξεν αυτούς. Όθεν, δια της ανωτέρω στρατηγίας του Τροπαιοφόρου
Αγίου ενίκησεν αυτούς κατά κράτος και τελείως τους διεσκόρπισε. Πολλοί τότε των
αξίων ηξιώθησαν να ίδωσι πως ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος θαυμασίως και ενδόξως
επάτασσε τους εχθρούς της Πίστεως και του Σταυρού του Χριστού. Έπειτα, μετά
παρέλευσιν ολίγου καιρού, ευγνωμονών προς τον Μεγαλομάρτυρα ο ηγεμών Στέφανος,
απέστειλε την αγίαν αυτού Εικόνα εις το Άγιον Όρος, ίνα εκπληρώση την του Αγίου
θέλησιν, ανακαινίσας δε και την Ιεράν του Ζωγράφου Μονήν αφιέρωσεν εις αυτήν
και πολλά άλλα αναθήματα. Η μορφή του Τροπαιοφόρου Αγίου εις ταύτην την αγίαν
Εικόνα είναι εμφαντικωτέρα των άλλων. Εις τους φρικτούς οφθαλμούς αυτού
παρίσταται οργή και απόδειξις ανεγειρομένης ανδρείας και αυτή δε η εν τη Εικόνι
ζωγραφία υπάρχει φωτεινοτέρα· απόδειξις ότι είναι πλησιεστέρα προς τους καθ’
ημάς χρόνους. Ο γνωστός Ρώσος πεπαιδευμένος και έντιμος συγγραφεύς των
επιστολών εκ της Ανατολής, πραγματευόμενος περί της θαυματουργού ταύτης Εικόνος
του Αγίου Γεωργίου, λέγει τα εξής: «Κατά τον ΙΕ΄αιώνα εφάνη και άλλος ευεργέτης
της του Ζωγράφου Μονής Στέφανος, ο επίσημος ηγεμών Μολδοβλαχίας, ο πολλά κατά
των Οθωμανών αγωνισθείς και πάντοτε τροπαιοφόρος διατελών. Ούτος εν μια των
ημερών, ότε περιεκύκλωσαν αυτόν άμετρα σχεδόν πλήθη εχθρών, διελογίζετο τίνι
τρόπω θα εύρη την σωτηρίαν εντός των του φρουρίου περιβόλων, αλλά παραστάσα επί
του τείχους η μήτηρ αυτού, είπε προς αυτόν· «Ουδόλως θέλω επιτρέψει εις τους
εχθρούς σου να ανοίξωσι τας πύλας του φρουρίου σου. Αν δε δεν νικήσης, και δεν
δυνηθής να αντισταθής εις αυτούς επί του πεδίου της μάχης, τότε ολίγη θα πρέπη
να αναμένεται παρά σου ελπίς και όπισθεν των περιβόλων». Κατ’ εκείνην λοιπόν
την ιδίαν νύκτα εφάνη κατ’ όναρ προς τον τεταραγμένον ηγεμόνα ο Μεγαλομάρτυς
Γεώργιος, υποσχόμενος εις αυτόν την νίκην· αλλά και διέταξεν αυτόν ίνα
αποστείλη την αγίαν εκείνην Εικόνα, την οποίαν πάντοτε έφερεν ο Στέφανος μεθ’
εαυτού, εις την του Ζωγράφου Μονήν και να ανακαινίση αυτήν ερημωμένην ήδη ούσαν.
Πότε δε και πως ηρημώθη η Ιερά αύτη Μονή είναι άδηλον. Η νίκη πάντως την οποίαν
υπεσχέθη ο Άγιος κατέστεψεν αληθώς τα όπλα του ηγεμόνος Στεφάνου, όστις και
εκπληρώσας την του Μεγαλομάρτυρος εντολήν, ανεκαίνισε την Μονήν αυτού
μεγαλοπρεπώς. Και αι τρεις δε αύται άγιαι Εικόνες του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου
υπάρχουσι περιβεβλημέναι ενδύματα ωραιότατα αργυρά μετά πολυτίμων λίθων
κεκοσμημένα. Όλος ο εις ταύτας τας αγίας Εικόνας διάκοσμος ετεχνουργήθη εις
Ρωσίαν.
Περί της θαυματουργού Εικόνος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου της ευρισκομένης εν τη Ιερά Μονή του Ξενοφώντος.
Αρχαία προφορική παράδοσις σώζεται εν τη εν Αγίω Όρει Ιερά Μονή του
Ξενοφώντος, καθ’ ην και η αγία αύτη Εικών υπήρχε κατά τους χρόνους των δυσσεβών
και κακοδόξων εικονομάχων, οπότε δια παρανόμων βασιλικών προσταγμάτων ασεβώς
κατεκαίοντο αι άγιαι και σεβάσμιαι Εικόνες. Τότε λοιπόν οι του παρανόμου
βασιλέως παρανομώτεροι υπηρέται, ερευνώντες πανταχού όπως εύρωσιν αγίας Εικόνας
δια να συντρίψωσι και κατακαύσωσιν αυτάς, εύρον και ταύτην και παραλαβόντες
έρριψαν εις το πυρ ίνα την κατακαύσωσιν. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον οι ανόσιοι,
διότι, η αγία Εικών, αν και ευρίσκετο εν μέσω των φλογών, όμως έμεινε τελείως
απρόσβλητος, ως αδάμας ή λίθος ακατάφλεκτος, έως ότου το πυρ εσβέσθη εντελώς.
Ιδόντες οι εικονομάχοι, ότι το παμφάγον και τρομερόν εκείνο πυρ ελάχιστα
έβλαψεν εν τη Εικόνι τα ενδύματα του Αγίου, αφήσαν, το αναίσθητον και τρομερόν
τούτο στοιχείον, εντελώς ανέπαφον το ιερόν και σεβάσμιον αυτού πρόσωπον,
εξεπλάγησαν άπαντες. Εις δε εξ αυτών, ο θρασύτερος και ασεβέστερος πάντων, ως
έχων αυτόν τον της αιρέσεως δαίμονα κατοικούντα εις την καρδίαν αυτού, λαβών
μάχαιραν έπληξεν ασεβώς την αγίαν Εικόνα υπό τον πώγωνα και εν τω άμα, ως
θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Έρρευσεν, ως εκ ζώντος σώματος, αίμα
καθαρόν εις θάμβος μέγα και έκπληξιν των ορώντων. Τούτο το παράδοξον θαύμα
ιδόντες οι περιεστώτες και μεγάλως εκπλαγέντες, ανεχώρησαν έκαστος εις τα ίδια.
Εις δε ευσεβής και Ορθόδοξος Χριστιανός, παραλαβών δια νυκτός την αγίαν Εικόνα
και ελθών εις τον αιγιαλόν, προσηυχήθη μετά θερμών δακρύων προς Κύριον ίνα
καταπαύση την φρικτήν εκείνην θύελλαν της εικονομαχίας και κατόπιν στραφείς και
προς την αγίαν Εικόνα είπε· «Μεγαλομάρτυς του Χριστού
και Τροπαιοφόρε Γεώργιε, Συ ο και ζων και μετά τον πανένδοξον και μαρτυρικόν
Σου θάνατον άπειρα τελέσας θαύματα, ο και ήδη την αγίαν σου ταύτην Εικόνα
άφλεκτον εκ του πυρόε διαφυλάξας, Συ διαφύλαξον ταύτην και εκ της θαλάσσης και
μετακόμισον αυτήν όπου Συ μόνος γνωρίζεις και επιθυμείς, εις δόξαν του εν γη
και ουρανώ δοξάσαντός Σε Θεού ημών». Ταύτα δε ειπών, απέθεσε ταύτην επί της
θαλάσσης. Ούτω λοιπόν ο μεν Χριστιανός εκείνος απήλθεν εις τα ίδια, ο δε
Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ηυδόκησεν, ίνα στείλη την αγίαν του Εικόνα εις το Άγιον
Όρος του Άθω, ως εις καταφύγιον, καθώς η θεία Πρόνοια και άλλας κατευώδωσεν εις
αυτό, ως την ιεράν Εικόνα της Πορταϊτίσσης, την της Γλυκοφιλούσης και άλλας.
Όθεν μετέφερε ταύτην ασφαλώς, καθ’ όν τρόπον μόνος Εκείνος γνωρίζει και δύναται
και απέθεσε ταύτην ουχί μακράν της θαλάσσης, πλησίον της ιεράς Μονής του
Ξενοφώντος, εις τον τόπον όπου ρέουσι τα ιαματικά όξινα ύδατα. Ήτο δε τότε εκεί
Μονύδριον μικρότατον, τιμώμενον επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του
Μυροβλύτου, του οποίου εισέτι σώζεται ο καθολικός Ναϊσκος, τοσούτον
περιωρισμένος, ώστε εις το ιερόν Βήμα μίαν και μόνον είσοδον έχει, την εν τω
μέσω δηλαδή ωραίαν πύλην, διότι το πλάτος αυτού μόλις έχει έκτασιν μιάς οργυιάς.
Ιδόντες οι Μοναχοί του Μονυδρίου, όλως απροσδοκήτως, την αοράτως και αυτομάτως
ελθούσαν αγίαν ταύτην Εικόνα και υπό χαράς απείρου πλησθέντες, μετεκόμισαν
ταύτην ευλαβώς και εντίμως εις το ρηθέν Μονύδριον. Κατόπιν δε και Ναόν πλήρη
ανήγειραν επ’ ονόματι του Τροπαιοφόρου Γεωργίου παρά τον ρηθέντα μικρόν
Ναϊσκον. Αυξηθείσα δε ούτω η Μονή, ωνομάσθη του Αγίου Γεωργίου. Δεν έπαυσαν
όμως οι ενταύθα Μοναχοί να εορτάζωσι λαμπρώς και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον
και καθ’ εκάστην, μετά του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου, να μνημονεύωσιν εις
τας απολύσεις των ακολουθιών και τον μέγαν Δημήτριον. Η αγία αύτη Εικών ίσταται
εντός του μεγάλου Καθολικού του νέου Ναού του Αγίου Γεωργίου, επί του
ανατολικού κίονος του δεξιού χορού, έχουσα εζωγραφημένον ολόσωμον τον Μεγαλομάρτυρα,
εις ένδειξιν δε του θαύματος φέροντα και την πληγήν υπό τον πώγωνα και το αίμα
εν αυτή πεπηγμένον, το οποίον μέχρι σήμερον, θαυμασίως φαινόμενον, κηρύττει
τρανώς, καθαρώτερον πάσης ευήχου και βροντοφώνου σάλπιγγος, τα θαύματα του
Μεγαλομάρτυρος Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ήδη η αγία αύτη Εικών, είναι κεκοσμημένη
δια λαμπρού αργυρού ενδύματος.
Εγκώμιον εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Τροπαιοφόρον
Γεώργιον.
«Μνημονεύετε του λόγου ου εγώ είπον υμίν, ουκ έστι δούλος
μείζων του Κυρίου αυτού» (Ιωάν. ιε:20).
Όσον αγαπά, όσον αγωνίζεται ο άνθρωπος δια να φέρη εις
πέρας έργον το οποίον εργάζεται υπέρ την δύναμίν του, τοσούτον φθάνει προώρως
και ανεπλίστως εις το ίδιον αυτού τέλος, καταβυθιζόμενος παραδόξως εις
βαθύτατον λάκκον, εις απύθμενον κρημνόν ή εις μεγάλον και φοβερώτατον πνιγμόν
εν βαθυτάτη θαλάσση. Ηγωνίσθη αγώνα μεγάλον, ετεχνεύθη με αδύνατον και
νενοθευμένην σοφίαν ο Δαίδαλος, ο πατήρ του Ικάρου, όταν εφρόντιζε να φύγη με
πανουργίαν από τον βασιλέα της Κρήτης Μίνωα και να κάμη να πετάξη ο υιός του
Ίκαρος ως όρνεον εις τον αέρα, με τα κήρινα πτερά τα οποία του έπλασε, πράγμα
αδύνατον και υπέρ την φύσιν. Αλλ’ ανίσχυρος η μηχανή του πατρός εκρήμνισε και
εθανάτωσε τον παίδα. Διότι ενώ επέτα ο Ίκαρος, διελύθησαν από την θέρμην του
ηλίου αι πτέρυγες αυτού, επειδή ήσαν πλασμέναι από κηρόν και κρημνισθείς από
του ύψους επνίγη εντός των υδάτων της θαλάσσης. «Εξ Ικάρου του Δαιδάλου παιδός,
Ικάριον πέλαγος μέχρι της σήμερον λέγεται». Αν λοιπόν όσοι μετέρχονται τέχνας
υπέρ την δύναμιν αυτών, βυθίζονται εις βαθύτατον κρημνόν, τι ήθελον πάθει εγώ ο
μικρός και ελάχιστος, όστις ήρχισα σήμερον να πλέξω εγκώμια πολύ ισχυρότερα από
την ιδικήν μου δύναμιν; Αν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μου λέγει σήμερον εις
το θείον Αυτού Ευαγγέλιον, ότι «Ουκ έστι δούλος μείζων του Κυρίου αυτού, ουδέ
Απόστολος μείζων του πέμψαντος αυτόν» (Ιωάν. ιγ: 16), πως ήθελον ανοίξει την
άναρθρον και απαίδευτον γλώσσαν μου, σήμερον, ότε εκλήθην εγώ ο μικρός δούλος
από τον πέμψαντά με διδάσκαλον δια να πλέξω εγκώμια και επαίνους προς σε τον
Τροπαιοφόρον και θαυματουργόν Γεώργιον; Βεβαίως ομολογών τον εαυτόν μου
ανίσχυρον και απαίδευτον, δια το άωρον της ηλικίας μου, φοβούμαι μη
καταποντισθώ εις το σκότος της αφωνίας, αν δεν ελπίσω με όλην μου την ψυχήν και
όλην μου την καρδίαν εις την πρεσβείαν και την ταχυτάτην σου βοήθειαν,
Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρε Γεώργιε. Δια τούτο λοιπόν, εμπιστευόμενος εις την
ακαταμάχητον δύναμιν της ανυπερβλήτου σου ανδρείας, προσέρχομαι με την καλήν
ελπίδα, ότι θα εξαποστείλης την φωτιστικήν και λαμπροτάτην ακτίνα των χαρίτων
σου, ίνα αποδιώξη το σκότος της αμαθείας μου και φωτίση την ψυχήν μου, εις το να
αποδείξω κατά την φαιδράν σου ταύτην πανήγυριν εις τους φιλεόρτους ακροατάς
μου, ότι, δια την μεγάλην αγάπην και τον άπειρον φόβον τον οποίον είχες προς
τον Παντοδύναμον Θεόν, υπέμεινες τόσα μαρτύρια και δια τούτο ηξιώθης να
επιτελής μεγάλα θαυμάσια και σημεία εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους το
θαυματουργόν όνομά σου. Ταύτα λοιπόν θέλετε ακούσει σήμερον, χριστιανικώτατοι
πανηγυρισταί, αν μου προσφέρετε με αγάπην την ποθουμένην ακρόασιν. Φρίττει ο
νους και εκπλήττεται, φιλόχριστοι, βλέπων ένα νέον, σχεδόν εικοσαετή, να
δεικνύη τόσον μέγαν φόβον εις τον Παντοδύναμον και τόσον υπερβολικήν αγάπην εις
την χάριν Του, μέχρι σημείου ώστε να καταφρονή την επίγειον δόξαν ενός βασιλέως
να αποστρέφεται τον πλούτον και την εύκλειαν, και να τρέχη με προθυμίαν εις τόσα
φοβερά μαρτύρια, τα οποία τρομάζει τις να διηγηθή, πόσω μάλλον να υπομείνη και
να δεχθή, ως ο μέγας ούτος Τροπαιοφόρος ένδοξος του Χριστού Μάρτυς! Παραβλέπω
τα βούνευρα δια των οποίων ερράβδιζον τας σάρκας του γενναίου ήρωος, τόσον ώστε
εκόπτοντο αύται μεληδόν και ηρυθρία η γη από τους ρύακας των αιμάτων του.
Αποσιωπώ τον φοβερώτατον τροχόν, με τα κοπτερά ξίφη, με τόσα κεντητά καρφία
γύρωθεν, τα οποία, λόγω της βροντής και της βιαίας ορμής δια της οποίας τον
έστρεφον οι παράνομοι, κατεξέσχιζον τας αρθρώσεις και τα μέλη του νεανικωτάτου
Γεωργίου, ώστε ήνοιξε μία πληγή από κεφαλής μέχρι ποδών, ελεεινότατον τούτο
θέαμα εις τους ορώντας. Δεν λέγω τον λάκκον της ασβέστου εντός του οποίου τον
έρριψαν ως αρνίον οι μιαιφόνοι, δια να τον μεταβάλουν δια του πυρός εις
φλεγόμενον κρέας. Δεν διηγούμαι τας πεφλογισμένας και σιδηράς πλάκας υπό τους
πόδας του μεγάλου αριστέως, τους ξεστήρας της παναγίας του σαρκός, τας
πολυχρονίους φυλακάς και στενοχωρίας, τα πάνδεινα βασανιστήρια τα οποία
εφεύρισκον καθ’ ώραν οι του διαβόλου μαθηταί, κατατυραννούντες τούτον, οι
τύραννοι, μόνον δια να μισήση την Πίστιν του και να αγαπήση τα είδωλα! Έχω,
έλεγεν ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ενστερνισμένον τον φόβον του παντοδυνάμου Θεού
εις την καρδίαν μου. Διατηρώ την θείαν Του αγάπην εις την ψυχήν μου και δια
τούτο δεν δειλιώ προ των βασάνων, δεν φοβούμαι τας απειλάς σας, ειδωλολάτραι·
τον Χριστόν διψώ, τον Χριστόν φοβούμαι, τον Χριστόν αγαπώ, τον Χριστόν ζητώ και
λατρεύω και προσκυνώ και φιλώ και σέβομαι. Ταύτα πάντα τα φρικτά μαρτύρια των
δημίων, ως αναρίθμητα, παρατρέχω προς ώραν, Χριστιανοί, διότι ο Μεγαλομάρτυς
Γεώργιος, ακούων τον Χριστόν εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, λέγοντα· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε
ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι : 28) ηνδρίζετο γενναίως εις τοιαύτην
φοβεράν αθλοθεσίαν. Εν μόνον θεωρώ μέγα και εξαίσιον μαρτύριον και τούτο
διηγούμαι με θάμβος και απορίαν. Το να αρπάση το θανατηφόρον δηλητήριον με
πάσαν ευχαρίστησιν, με πάσαν αφοβίαν, από τας χείρας ενός μάγου και με τόσην
γενναιότητα να κρατή το ποτήριον πλήρες, κιτρινισμένον, δηλητηριώδες, και να
ανοίγη το στόμα του δια να φέρη τον θάνατον εις την καρδίαν του! Στάσου,
στάσου, Γεώργιε, τι κάμνεις; Αυτός, όστις σου προσφέρει το δηλητήριον, είναι
υπηρέτης και δούλος του διαβόλου και των ειδώλων. Δέχεσαι συ λοιπόν να πίης το
θανατηφόρον τούτο φάρμακον; Ναι, λέγει ο στρατιώτης του Χριστού, εγώ, δια την
αγάπην του Ιησού Χριστού μου, πίνω τούτο το δηλητήριον, διότι και ο Χριστός
μου, δια την ιδικήν μου αγάπην, έπιεν επί του Σταυρού την χολήν και το όξος.
Έπιε λοιπόν ο Άγιος το φάρμακον και έμεινεν αβλαβής με την χάριν του Χριστού,
εξέστησαν δε οι ορώντες. Εφόνευσεν ο Σαμψών παραδόξως τον φοβερόν λέοντα και
έλαβεν από το στόμα του μέλι, το οποίον παρήγαγον αι μέλισσαι και έφαγε, καθώς μας
διηγείται η Ιερά Βίβλος των Κριτών και άφησεν εκθάμβους τους αλλοφύλους το
τοιούτον γεγονός. Λέγει δηλαδή η Γραφή· «Και ήλατο επ’ αυτόν Πνεύμα Κυρίου και
συνέτριψεν αυτόν ωσεί συντρίψει έριφον αιγών· και ουδέν ην εν ταις χερσίν
αυτού… Και ιδού συναγωγή μελισσών εν τω στόματι του λέοντος και μέλι· και
εξείλεν αυτό εις χείρας αυτού, και επορεύετο πορευόμενος και εσθίων» (Κριταί
ιδ: 6 – 9). Και ολίγον κατωτέρω συνεχίζει· «Τι βρωτόν εξήλθεν εκ βιβρώσκοντος
και από ισχυρού γλυκύ;» (αυτόθι 14). Όντως καλώς λίαν ο θείος Προφητάναξ βοά·
«Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει» (Ψαλμ. ρμδ:19). Παράδοξον πράγμα και
φοβερόν να θανατώση ο Σαμψών τόσον μέγα θηρίον με τας χείρας του και να φάγη
μέλι γλυκύ από το στόμα του! Όντως καλώς ο Προφήτης Μαλαχίας εις το τέταρτον κεφάλαιον
λέγει· «Ανατελεί υμίν τοις φοβουμένοις το όνομά μου ήλιος δικαιοσύνης, και
ίασις εν ταις πτέρυξιν αυτού» (Μαλ. δ:2). Πόσα παράδοξα και θαυμαστά δύναται,
ακροαταί, να κατορθώση ο φόβος του Θεού. Χωρίς να μεταχειρισθή ξύλον ή μάχαιραν
να διασπάση τον λέοντα ως έριφον! Φόβος Κυρίου, Πνεύμα Κυρίου το κατορθώσαν το
τοιούτον παράδοξον θαύμα εις τον Σαμψών. Πράγματι, φόβος Κυρίου, βεβαίως, αγάπη
Κυρίου, Πνεύμα Κυρίου το κατορθώσαν το τοιούτον παραδοξότατον θαύμα εις τον
Γεώργιον· διότι μόνος εφόνευσε τας μαγείας του διαβόλου, μόνος έπιεν, όχι γλυκύ
μέλι, αλλά πικρόν και υπέρπικρον φάρμακον από τον άγριον λέοντα μάγον. Ώστε αν
ηνδραγάθησεν ο Γεώργιος προ τόσων μεγάλων μαρτυρίων και βασάνων, αν έπιε το
φάρμακον και δεν έπαθεν ουδέν κακόν, βεβαίως η αγάπη του Παντοδυνάμου Θεού και
ο θείος φόβος, τον οποίον είχεν εις την καρδίαν του, ηξίωσαν τούτον να
θαυματουργή υπέρ φύσιν. Ούτως έχει, ακροαταί. Διότι λέγει ο Σειράχ εν κεφαλαίω
πρώτω· «Στέφανος σοφίας, φόβος Κυρίου, αναθάλλων ειρήνην και υγείαν ιάσεως»
(Σειρ. α:18). Δεν είναι μέγα, φιλόχριστοι ακροαταί, αυτό του οποίου ηξιώθη ο
στρατιώτης του Χριστού, ένεκα του φόβου τον οποίον είχε προς την χάριν Του; Να
κατορθώση, δηλαδή, ώστε να κατέλθουν εξ ουρανού οι Άγιοι Άγγελοι να τον λύσουν
από τα δεσμά, να τον ελευθερώσουν από τον τροχόν, να του ιατρεύουν τας πληγάς
και να τον θεραπεύσουν πλήρως; Ναι, βεβαίως. Και δεν είναι θαύμα μέγα και
σημείον της αγάπης και του φόβου του Θεού το ότι εξήλθεν αβλαβής από τον λάκκον
της ασβέστου, χωρίς να καή ουδέ καν μία θριξ της κεφαλής του, ως οι Άγιοι Τρεις
Παίδες εις την κάμινον; Ναι, βεβαίως. Δεν είναι δε και τούτο μέγα θαύμα να πίνη
θανατηφόρον φάρμακον, ως άλλο μέλι γλυκύ, το οποίον έτρωγεν ο Σαμψών, να
διασκορπίζη τας μαγείας του αγριωτάτου λέοντος διαβόλου και να επιστρέφη τον
μάγον του εις την Πίστιν του Χριστού; Ναι, βεβαίως. Δεν είναι επίσης θαύμα μέγα
και σημείον της αγάπης και του φόβου του Θεού εις εκείνον τον Γλυκέριον, όστις
επεκαλέσθη ον Άγιον Γεώργιον και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση εις την πτωχείαν
του, ούτος δε, δια της θείας Χάριτος, ανέστησε τον τεθνεώτα βουν; Ναι, βεβαίως.
Και δεν είναι ακόμη μεγαλύτερον θαύμα και σημείον της αγάπης του Θεού και του
φόβου του, να αναστήση, ως εξ ύπνου, εκείνον τον νεκρόν, εκ των εγκάτων του
Άδου; Ναι, βεβαίως, και τούτο είναι θαύμα μέγιστον. Ποίος δε άλλος ακόμη, μετά
πίστεως και ευλαβείας επικαλούμενος το θαυματουργόν του όνομα, δεν τον ευρίσκει
πρόθυμον και τάχιστον βοηθόν εις την ανάγκην του; Όντως μεγάλη η αγάπη, μέγας ο
φόβος του Γεωργίου, ον είχε προς τον Θεόν και δια τούτο ηξιώθη να υπομείνη τόσα
φοβερά μαρτύρια και να τελέση θαύματα και σημεία μεγάλα. Δια τούτο και ο
Χριστός, εμφανιζόμενος εις αυτόν αοράτως, στεφανώνει την παναγίαν του κεφαλήν
με τους αμαράντους στεφάνους της Βασιλείας Του, κατά την ώραν της σφαγής και
της τελευτής του· «Ο αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του
Πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ:21). Ιδού
λοιπόν, ακροαταί, ότι η μεγάλη αγάπη του Γεωργίου προς τον Θεόν και ο θείος
φόβος, τον οποίον είχεν εις την καρδίαν του, τον ηξίωσαν να υπομείνη γενναίως
τα φοβερά μαρτύρια των απίστων και να κάμνη σημεία μεγάλα και θαυμαστά. Ω αγάπη
του Γεωργίου διάπυρος προς τον Θεόν! Ώ ένθεος φόβος! Αλλ’, ω Μεγαλομάρτυς
Τροπαιοφόρε και θαυματουργέ Γεώργιε, ο την μεγάλην αγάπην και τον ένθεον φόβον
έχων εν τη καρδία και δια τούτο μεγάλα τα αθλήματα ασκήσας και τα μαρτύρια
υπομείνας, ο θαυμάσια και εξαίσια σημεία τελών προς τους το άγιον και
θαυματουργόν όνομά σου επικαλουμένους εν πίστει και ευλαβεία, ο τα φάρμακα υπέρ
μέλι δια την αγάπην του σταυρωθέντος Χριστού καταπιών και ουδόλως υπό τούτων
διαλωβηθείς, πρέσβευε δια παντός προς τον Κύριον υπέρ του Ορθοδόξου λαού σου,
του εορτάζοντος και πανηγυρίζοντος τους λαμπρούς και γενναίους άθλους σου.
Έχεις πολλήν την παρρησίαν προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, ως δι’ Αυτόν υπομείνας
τας βασάνους και εκχεών το αίμα σου υπέρ αγάπης του ουρανίου Βασιλέως. Δια
τούτο, γνωρίζοντές σε σωτήρα υπέρμαχον και βοηθόν εις τας θλίψεις ημών των
αμαρτωλών και ότι το θέλημα των φοβουμένων τον Κύριον θέλει ούτος πληρώσει
εισακούων της δεήσεως αυτών, σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν να ικετεύσης τον
Θεόν, ίνα εν τη απείρω ευσπλαγχνία Αυτού, άρη εξ ημών την φοβεράν μάχαιραν των
αντιπάλων. Ιδέ, Άγιε του Θεού, την ασθένειαν ημών των ταπεινών και αμαρτωλών και
αναξίων δούλων σου, τας πολυπλόκους βασάνους και τυραννίας, ας εξέπεμψαν καθ’
ημών οι ανήμεροι λύκοι, οι ακάθαρτοι δαίμονες κατακαίοντες καθ’ εκάστην με
ανημμένην φλόγα την λυπημένην καρδίαν μας. Αξίωσον δε και εμέ τον κηρύξαντα
σήμερον τα μαρτύρια και τα θαυμάσιά σου, μετά των παμφιλτάτων μου γονέων, των
διψώντων τοιούτον σωτήριον έργον, με την φώτισιν της θείας σου Χάριτος, ίνα
απολαύσω πλήρως το ευαγγελικόν κήρυγμα με το οποίον ήρχισα να κηρύττω ευφήμως
τα μεγαλεία των θαυμασίων σου. Επάκουσον δε της φωνής ημών και καταξίωσον ημάς,
καθώς εορτάζομεν ώδε εις τον επίγειον Ναόν την πανήγυριν και τους γενναίους
αγώνας σου, ούτω και μετά θάνατον εις τον υπερουράνιον Ναόν αξιωθώμεν να
υμνούμεν δια παντός μετά σου τον ουράνιον Βασιλέα. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου