Λάζαρος
ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης και Μάρτυς καλλίνικος κατήγετο από τα μέρη
της Βουλγαρίας, εκ πόλεως καλουμένης Γαμπροβον, υιός υπάρχων γονέων Χριστιανών
Ορθοδόξων. Αναχωρήσας δε από την πατρίδα του την Βουλγαρίαν, επορεύθη εις την
Ανατολήν και κατέληξεν εις πόλιν καλουμένην Σώμα, πλησίον της Περγάμου, όπου
και έγινε ποιμήν προβάτων. Ενώ δε έβοσκε τα πρόβατα εις υψηλόν τινα και έρημον
τόπον, εν μια των ημερών, ενώ εκοιμάτο, διήλθεν εκείθεν τυχαίως γυνή τις
Τούρκισσα, εναντίον της οποίας ώρμησε, με πολλήν αγριότητα, ο κύων της ποίμνης.
Ο δε Λάζαρος εξυπνήσας από τα γαυγίσματα του κυνός έσπευσε ταχέως και έσωσε την γυναίκα, ήτις δεν έπαθεν άλλην βλάβην, εκτός μικρού σχισίματος των ενδυμάτων της. Εκείνη όμως η μοχθηρά και βέβηλος τότε μεν δεν έδειξε κανέν σημείον οργής κατά του Λαζάρου, αλλ’ όταν έφθασεν εις τον άνδρα της, εσυκοφάντησε τον Χριστιανόν με συκοφαντίαν δεινήν και θανάσιμον. Ότι δηλαδή την εβίασεν εκεί εις τον έρημον τόπον, δεικνύουσα ως σημείον το ξέσχισμα των ενδυμάτων της. Ταύτα εκείνος ακούσας ήναψεν από θυμόν και έσπευσεν ευθύς να εύρη τον βοσκόν δια να τον θανατώση· αλλά μη γνωρίζων αυτόν, εκτύπησε τον σύντροφόν του, τον οποίον δεν ετραυμάτισε καιρίως και ούτω δεν απέθανε. Μαθών δε κατόπιν παρά της γυναικός, ότι δεν εκτύπησε τον υπ’ αυτής κατηγορηθέντα, ιδών δε και ο ίδιος ότι δεν απέθανεν ο πληγωμένος, εσυλλογίσθη ότι ενδέχεται ούτος να τον σύρη εις δίκην, εφ’ όσον ήτο όλως αθώος και ανεύθυνος. Τούτο φοβηθείς ο βάρβαρος υπεκίνησε τους συγγενείς της γυναικός του να εκθέσουν εις τον κριτήν την βίαν και το τόλμημα του Χριστιανού και να προστατεύσουν την τιμήν της, ώστε να μη μείνη εντροπιασμένη, ως δήθεν θεληματικώς μοιχευθείσα. Αντιληφθείς ο μακάριος Λάζαρος από τον θυμόν του Αγαρηνού, πως μετεμόρφωσεν η κατάρατος εκείνη τα πράγματα και πως έπλεξε την συκοφαντίαν, δεν έκρινε καλόν να κρυφθή, δια να μη βεβαιώση με την απόκρυψίν του την κατηγορίαν. Έμεινε λοιπόν εις το ποίμνιόν του, δια να δείξη ότι, ως αθώος και ανεύθυνος, δεν έχει τίποτε να φοβηθή. Αναφερθείσης λοιπόν της συκοφαντίας εις τον αγάν παρά του ανδρός και των συγγενών της γυναικός, έστειλεν αυτός ευθύς και έφεραν τον Λάζαρον και τον κτυπημένον· έπειτα έφεραν και την κατηγορήσασαν γυναίκα μετά των συγγενών της. Και δια μεν τον κτυπηθέντα αναιτίως εδικαιολογήθη ο Αγαρηνός, ότι θέλων να εκδικηθή τον υβριστήν της γυναικός του, εκτύπησε τούτον κατά λάθος, ως μη γνωρίζων αυτόν, η όλη δε κατηγορία και ευθύνη επερρίφθη εις τον Λάζαρον. Τι μετά ταύτα επηκολούθησεν; Ο μεν κτυπηθείς αφέθη ελεύθερος, ο δε ανεύθυνος Λάζαρος ενεκλείσθη εις την φυλακήν την εβδόμην του Απριλίου. Επειδή δε η δήθεν ύβρις και ατίμασις της γυναικός εκοινολογήθη και ηκούσθη, όχι ως ψευδής και πλαστή, όπου ήτο, αλλ’ ως αληθής και πραγματική, οι συγγενείς της προσέφεραν εις τον αγάν χίλια γρόσια δια να τουρκεύση τον Λάζαρον ή άλλως να τον κρεμάση, προς εξάλειψιν του ονείδους το οποίον προσήφθη εις το γένος των. Και ο μεν αγάς επεθύμει κατά πολύ να λάβη τα γρόσια· ο κριτής όμως δεν έδωσεν άδειαν, ούτε δια το εν, ούτε δια το άλλο, επειδή ήσαν από μέρους του Λαζάρου μάρτυρες, οίτινες, μαρτυρούντες το πράγμα καθώς αληθώς συνέβη, απεδείκνυον ψευδή και συκοφαντικήν την κατηγορίαν, τον δε Λάζαρον ωμολόγουν ανεύθυνον. Ο αγάς τότε, αφήσας τας των άλλων μαρτυρίας, ηθέλησε να εξακριβώση την αλήθειαν απ’ ευθείας από τον ίδιον τον Λάζαρον. Όθεν επρόσταξε και τον έδειραν εις τους πόδας ελαφρώς, δια να ομολογήση μόνος την αλήθειαν. Επειδή δε εκείνος έλεγε το πράγμα καθώς πράγματι ήτο και όχι καθώς το ήθελεν ο αγάς, επρόσταξε και τον έδεσαν με αλύσεις, έπειτα δε τον έρριψαν εις την φυλακήν, όπου και παρέμεινεν ούτω βασανιζόμενος μέχρι της κβ΄ (22ας) του αυτού μηνός Απριλίου. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας όπου εβασανίζετο ο Μάρτυς εις την φυλακήν, ήλθον συμπατριώται του τινές Βούλγαροι προς παρηγορίαν του, ο δε Άγιος τους είπε να κρυφθούν, δια να μη τους συλλάβη ο αγάς και τους ζητήση αργύρια δια να τον ελευθερώση, όπερ εκείνος δεν ήθελεν. Όσον λοιπόν παρήρχοντο αι ημέραι, τόσον ο αγάς εδαιμονίζετο, αφ’ ενός μεν επειδή εκινδύνευε να χάση τα παρά των Αγαρηνών προσφερόμενα χίλια γρόσια, αφ’ ετέρου δε διότι ουδείς εφάνη από μέρους του καταδίκου να πληρώση, καθώς εκείνος ενόμιζε, δια να τον απελευθερώση και ούτω να αναπληρωθούν τα ελλείποντα. Επρόσταξε λοιπόν και τον έφεραν ενώπιόν του και με πολλάς κολακείας και δολιότητας τον παρεκίνει να τουρκεύση, δια να του χαρίση την ζωήν, αποσκοπών κυρίως εις το να λάβη τα χίλια γρόσια. Επειδή δε ο Λάζαρος δεν ηπατήθη να καταπεισθή από τας κολακείας και τας υποσχέσεις του, ο δε αγάς εκινδύνευε να χάση τα υποσχεθέντα, τούτου ένεκεν επρόσταξε τον υπαρχηγόν του να στείλη να πάρη τεσσαράκοντα πρόβατα τα οποία είχεν ο Λάζαρος ιδικά του, διότι όλα τα άλλα ήσαν ξένα. Κατά την επομένην λοιπόν, ότε εξημέρωνεν η Τρίτη του Θωμά, κβ΄ (22α) του Απριλίου, λίαν πρωϊ επρόσταξε τους ανθρώπους του να τον βασανίσουν σκληρότατα με όποιον τρόπον γνωρίζουν και όπως ημπορούν έως της εσπέρας, ούτως ώστε η εσπέρα να τον εύρη ή τουρκευμένον ή νεκρόν από τας πολλάς και σκληράς βασάνους. Ταύτα δε προστάξας ανέβη εις ίππον και εξήλθε προς διασκέδασιν μετ’ άλλων πολλών. Οι δε επάρατοι εκείνοι Αγαρηνοί, ευθύς ως έλαβον την τοιαύτην προσταγήν, θέλοντες να ευχαριστήσουν τον αγάν των, δεν ηρκέσθησαν μόνον εις την φυσικήν των σκληρότητα και απανθρωπίαν, αλλά ηθέλησαν να φανούν σκληρότεροι και θηριωδέστεροι. Όθεν, αφού εμέθυσαν καλά, δια να μη αισθάνωνται καμμίαν λύπην και συμπάθειαν από τας βασάνους του Μάρτυρος, έπειτα ήρχισαν να τον βασανίζουν. Και πρώτον επύρωσαν τόσα σίδηρα, όσοι ήσαν οι βασανισταί και κατέκαιον ασπλάγχνως εν προς εν όλα τα μέλη του σώματός του, επί ώραν πολλήν βιάζοντες αυτόν να ειπή την ομολογίαν της πίστεώς των. Μετά δε την φρικτήν εκείνην κατάκαυσιν εις όλα τα μέρη του σώματός του λαβόντες την πλέον βαρείαν πέτρα, ήτις ήτο εις την φυλακήν, την έθεσαν επάνωεις το στήθος του και εξεβίαζον τούτον να ειπή την ομολογίαν της αντιχρίστου πίστεώς των. Ο μακάριος όμως Μάρτυς όλως το αντίθετον έκαμνεν, ομολογών ενθέρμως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και επικαλούμενος την θείαν Αυτού βοήθειαν, δια των πρεσβειών του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, επειδή ήτο τότε η κβ΄ (22α) του Απριλίου, παραμονή της μνήμης του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ο γενναίος όμως Λάζαρος και την πίστιν εκείνων κατεφρόνει και όλα τα της πίστεώς των ύβριζεν αφόβως. Ταύτα εκείνοι ακούοντες ήναπτον περισσότερον από θυμόν και επειδή είχον κατακαύσει όλον το σώμα του Μάρτυρος με τα πεπυρωμένα σίδηρα και άλλο τι φρικτότερον δεν είχον να του κάμουν, έσυραν με πολλήν μανίαν την γλώσσαν του έξω του στόματός του και την έκαυσαν ομοίως και αυτήν με πεπυρωμένον σίδηρον, τόσον δεινώς και ασπλάγχνως, ώστε το ήμισυ μέρος εις το οποίον ήγγισε το σίδερον κατεκάη, το δε άλλο ήμισυ από το μέρος του λάρυγγος εξηράνθη και έμεινε τελείως άλαλος. Επειδή δε εις το εξής δεν είχε γλώσσαν να ομιλήση και να ειπή την ομολογίαν, την οποίαν εκείνοι επόθουν, προσεπάθησαν να λάβουν την συγκατάθεσίν του με σχήμα και νεύμα της κεφαλής. Τούτου δε μη γενομένου, του έβαλαν αστραγάλους εις τας μήνιγγας και τυλίξαντες γύρω δια σχοινίου την κεφαλήν του τον εβασάνιζαν δεινώς επί ώραν πολλήν τόσον, ώστε εκ των πολλών βασάνων κατέστρεψαν και τον ένα οφθαλμόν του. Δύο δε τινά ήσαν εκείνα τα οποία ούτοι επεδίωκον. Πρώτον αν δυνηθούν να μεταβάλουν την γνώμην του και να δεχθή την θρησκείαν των· δεύτερον δε, αν τούτο δεν κατορθωθή, να τον θανατώσουν με επώδυνον θάνατον. Απελπισθέντες λοιπόν από το πρώτον, εδόθησαν εις το δεύτερον. Δηλαδή, να τον θανατώσουν, κατά την προσταγήν του τυράννου. Προς τούτο το προχειρότερον και ευκολώτερον μέσον ήτο να τον αποκεφαλίσουν. Αλλ’ η ελπίς της εξωμοσίας του τους έκαμνε να ενεργούν βραδέως επί πολλάς ώρας και με πολλούς κόπους και πολλάς βασάνους, ενώ θα ηδύναντο ευκόλως να κάμουν εκείνο το οποίον ήθελε κάμει το ξίφος εις μίαν στιγμήν. Τελευταίον λοιπόν ετοποθέτησαν, ως ιερόν στέφανον των αγώνων του Μάρτυρος, στεφάνην χαλκίνην πυρωμένην δεινώς και απέθετον ταύτην επί της μαρτυρικής κεφαλής του, τούτο δε, τέλος, τον ηξίωσε και των ουρανίων και αφθάρτων στεφάνων. Επειδή, αφού του έβαλαν την πυρωμένην στεφάνην, τότε πλέον έμεινεν ως νεκρός άπνους και ακίνητος, τόσον ώστε ότε είδον οι βασανισταί, ότι πλέον μετ’ ολίγον εξέπνεε, τον άφησαν εκεί νεκρόν άταφον, δια να έλθη ο αγάς να τον εύρη νεκρόν, καθώς επρόσταξε. Και ταύτα μεν ούτω συνέβησαν. Περί δε την δύσιν του ηλίου μετέβη εις την οικίαν του αγά έμπορος τις Ζαγοραίος, Ιωάννης το όνομα, όστις μετήρχετο και την ιατρικήν τέχνην, ως ιατρός δε του οίκου του αγά εισήρχετο εις αυτόν ελευθέρως και μετά θάρρους. Ευρών δε ούτος ευκαιρίαν κατάλληλον επλησίασεν εις το παράθυρον της φυλακής, αποσκοπών, όπως ειπή λόγον παρηγορίας εις τον Μάρτυρα, δια να τον στηρίξη εις την Πίστιν και να τον κατευοδώση εις το Μαρτύριον. Είδε τότε τον Μάρτυρα καθήμενον και καλώς έχοντα και, ω του παραδόξου και υπερφυούς θαύματος! ανεμποδίστως λαλούντα. Μη γνωρίζων δε ο έμπορος τι έπαθεν ο Μάρτυς την ημέραν εκείνην, ήρχισε να συμβουλεύη τούτον να είναι στερεός εις την Πίστιν, όσα δε βάσανα και αν του κάμουν, να τα υπομείνη δια την αγάπην του Χριστού. Τοιαύτα και άλλα παρόμοια του έλεγε με σιγανήν φωνήν εις τουρκικήν γλώσσαν, επειδή δεν εγνώριζεν ο Μάρτυς Ελληνικά. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν· «Και τι άλλο περισσότερον θα κάμουν; Μου έκαμαν σήμερα τα εξής δεινά». Αφού δε ηρίθμησεν όλα όσα του έκαμαν, είπε και τα εξής εις τον έμπορον· «Λοιπόν μη φοβείσαι, διότι εγνώρισα καλώς την δύναμιν του Χριστού εις τον εαυτόν μου· τούτο μόνον φοβούμαι, μήπως αποκάμουν να με βασανίζουν και με εγκαταλείψουν. Όθεν, σε παρακαλώ, μεσίτευσε να μη αργοπορούν εις το να με τιμωρούν, μέχρις ότου με θανατώσουν». Ταύτα ακούσας ο ευλογημένος Ιωάννης παρακίνησε τους Αγαρηνούς να θανατώσουν τον Μάρτυρα, ειπών· «Τι φυλάττετε αυτόν τον άνθρωπον επί τόσας ημέρας; Εγνωρίσατε καλώς ότι ήτο συκοφαντία η εναντίον του κατηγορία. Αλλ’ επειδή επιμένουν οι κατήγοροί του και ζητούν εκδίκησιν, θανατώσατέ τον δια να απαλλαγήτε και σεις και αυτός». Όχι δε με λόγους μόνον παρεκίνει τους Αγαρηνούς αλλά και φιλοδώρημα τους έδωκεν. Ούτω λοιπόν ενήργησε ο Ιωάννης. Ο δε Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, τι ωκονόμησεν; Ελθών ο αγάς από την διασκέδασίν του, δεν εξήτασε την εσπέραν εκείνην περί του Μάρτυρος· το δε πρωϊ μετέβη πάλιν ο Ιωάννης εις την οικίαν του και ελθών εις το παράθυρον της φυλακής ωμίλει μεγαλοφώνως με τον Μάρτυρα και εκείνος δε ομοίως, μεγαλοφώνως απεκρίνετο προς αυτόν. Ο δε αγάς, ακούσας την φωνήν του Λαζάρου, την εγνώρισεν. Όθεν εκάλεσε μετά θυμού τους ανθρώπους του και τους επρόσταξε να βασανίσουν τον Μάρτυρα, ηρώτησε δε τούτους· «Τι εκάματε χθες αυτόν τον Χριστιανόν; Δεν σας επρόσταξα να τον βιάσετε να τουρκεύση ή άλλως να τον θανατώσετε»; Απεκρίθησαν δε εκείνοι· «Ναι, νεκρόν, χωρίς πνοήν τον αφήσαμεν». «Διατί, λοιπόν, τώρα ομιλεί και καλώς έχει; Λοιπόν με εμπαίζετε ότι τον εβασανίσατε». Όθεν πιεζόμενοι εκείνοι να μη φανούν ψεύσται και ούτω ακολούθως κακοποιηθούν από τον αγάν, του διηγήθησαν εν προς εν τα βάσανα τα οποία του έκαμαν. Όμως εκείνος κατ’ ουδένα τρόπον ήθελε να πιστεύση εις όσα του έλεγον, εάν δεν εσώζοντο τα σημεία των πληγών. Όταν λοιπόν έφεραν ενώπιόν του τον Μάρτυρα και είδε την γλώσσαν αυτού κατακεκαυμένην, καθώς και όλον το σώμα του κατακεκαυμένον και καταπληγωμένον, την κεφαλήν τετραυματισμένην από τους αστραγάλους και από το σφίξιμον του σχοινίου και τον οφθαλμόν του κατεστραμμένον, επληροφορήθη καλώς και ηννόησεν ότι θείας δυνάμεως έργον ήτο τούτο. Όμως δεν τον απέλυσεν, ίσως δια να μη χάση τα χίλια γρόσια, τα οποία του έταξαν, αλλ’ ούτε και τον εθανάτωσεν αμέσως. Ήρχισε δε να του ομιλή με πολλήν ημερότητα και προσεπάθει με κολακείας απατηλάς να μεταβάλη την γνώμην του. Υπέσχετο, εάν τουρκεύση, να του δώση τα τεσσαράκοντα πρόβατα, τα οποία του επήρε, να τον υπανδρεύση, να του χαρίση αρχοντικά κτήματα, καθώς και διάφορα άλλα δώρα. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Αθλητής Λάζαρος πάντα ταύτα κατεφρόνει ως σκύβαλα και ωμολόγει παρρησία ενώπιον όλων λέγων· «Εγώ ένα Θεόν τρισυπόστατον προσκυνώ και λατρεύω. Καθώς δε εις το όνομα Αυτού του ενός και μόνου Θεού εβαπτίσθην και έγινα Χριστιανός, τοιουτοτρόπως και δια το άγιον Αυτού Όνομα είμαι έτοιμος και πρόθυμος να αποθάνω. Τίποτε εις τον κόσμον αυτόν δεν είναι δυνατόν να μεταβάλη την γνώμην μου». Εννοήσας τέλος ο αγάς, ότι ήτο αδύνατον να ελκύση τον Μάρτυρα εις την πίστιν του και απελπισθείς περί τούτου εντελώς, εξέδωκεν απόφασιν να τον κρεμάσουν. Μάλιστα και εις Τούρκος Χίος, τυχών εκεί, κατά πολύ συνήργησεν εις την θανάτωσιν του Μάρτυρος, ειπών· «Μη χάνετε καιρόν εις το να τον θανατώσητε, επειδή οι Χριστιανοί είναι πολύ πείσμονες και δεν μεταβάλλουν ευκόλως γνώμην. Εν παρόμοιον είδον εγώ εις την Χίον και δεν κατέστη δυνατόν να μεταβάλωμεν την γνώμην του, αλλά τόσον πείσμα είχεν, ώστε έτρεχεν εις τον θάνατον, ως να επέτα εις τον αέρα». Και ο μεν Ιωάννης εδόξασε την πρόνοιαν και την οικονομίαν του Θεού δια την τοιαύτην επόφασιν. Ο δε του Χριστού γνήσιος φίλος Λάζαρος, οδηγούμενος εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτει παρά των Χριστιανών συγχώρησιν. Παρά ταύτα οι Αγαρηνοί δεν έπαυον εις όλον τον δρόμον να του λέγουν να τουρκεύση. Όμως ο Άγιος Μάρτυς, χλευάζων την ανοησίαν των, έλεγεν· «Ας είναι, μετ’ ολίγον θα με ίδετε». Ταύτα ακούσαντες Χριστιανοί τινες και μη γνωρίζοντες ότι το λέγει ειρωνικώς, ελυπήθησαν μεγάλως. Αλλ’ όταν έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον, έδειξε πλέον φανερά το θείον του φρόνημα, ομολογών παρρησία τον Χριστόν. Και οι μεν Χριστιανοί εχάρησαν καθ’ υπερβολήν και εδόξασαν τον Θεόν, οι δε Αγαρηνοί ελυπήθησαν και όνειδος αιώνιον έλαβον, διότι πράγματι θαυμαστή εστάθη η γενναιότης και η ανδρεία του Μάρτυρος. Διότι, ιδών ότι κανείς Αγαρηνός δεν ετόλμα να του βάλη το σχοινίον εις τον λαιμόν του και ότι εβίαζον τους Χριστιανούς να πράξουν τούτο, αυτοί δε κατ’ ουδένα τρόπον δεν έστεργον να γίνουν δήμιοι του Μάρτυρος, τούτο, λέγω, ιδών ο Μάρτυς, δια να απαλλάξη τους Χριστιανούς από την βίαν εκείνην, μόνος, ο γενναιότατος, μετά μεγάλης χαράς επέρασε το σχοινίον εις τον λαιμόν του, με τας ευλογημένας χείρας του και πατήσας επάνω εις ένα κάλαθον εκρεμάσθη. Έπειτα έσυρεν άλλος τον κάλαθον και έμεινε κρεμασμένος. Ούτω παρέδωκεν ενδόξως την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού κατά το έτος αωβ΄ (1802) Απριλίου κγ΄ (23ην) εις ηλικίαν είκοσι οκτώ (28) ετών. Οι δε παρεστώτες Χριστιανοί παρετήρησαν και με απορίαν και θαυμασμόν έλεγον, ότι τρεις φοράς ανήλθε και κατήλθε το άγιον Λείψανον μετά του σχοινίου, άνευ χειρός ανθρώπου, καθώς αναβιβάζει και καταβιβάζει τις την κανδήλαν. Έπειτα έμεινε κρεμάμενον ακίνητον και είχε το πρόσωπον εστραμμένον προς την Δύσιν, καθ’ όλην την εσπέραν και την νύκτα εκείνην, έως ότου εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος. Ανατείλαντος δε του ηλίου έστρεψε παραδόξως και έβλεπε κατ’ Ανατολάς και τούτο ούτε αυτοί οι Αγαρηνοί άφησαν απαρατήρητον. Αλλά συλλογισθέντες, ότι είναι σημείον το να μείνη εν ημερονύκτιον ακίνητον, εστραμμένον προς Δυσμάς και έπειτα να στρέψη προς Ανατολάς, ευθύς έτρεξαν και το έστρεψαν προς την Δύσιν· αλλά την αυτήν ώραν, ω του θαύματος! έστρεψε πάλιν το πρόσωπον προς την Ανατολήν. Αλλά και πάλιν οι ασεβείς το έστρεψαν προς την Δύσιν, όμως πάλιν ο Μάρτυς έστρεψε προς την Ανατολήν. Τούτο δε δεν έγινεν άπαξ ή δις ή τρις, αλλά πολλάκις. Όθεν εις εκ του όχλου αγανακτών και υβρίζων τον Άγιον έλεγε· «Το πείσμα το οποίον είχε ζων, έχει και νεκρός». Λαβών δε ο επάρατος μάχαιραν εκτύπησε το άγιον Λείψανον μεταξύ των αστραγάλων. Υπερφυώς τότε έρρευσεν ευθύς εκ σώματος από τριάκοντα τριών ωρών νεκρού ολίγον αίμα, από το οποίον, λαβών με βαμβάκι Χριστιανός τις από το Κιρκαγάτζ και αλείψας συγγενή του τινά, όστις κατεμαστίζετο υπό πολυχρονίου και ανιάτου ασθενείας, τον εθεράπευσε δια της χάριτος του Αγίου Μάρτυρος Λαζάρου. Έμενε δε το άγιον Λείψανον κρεμάμενον κατ’ Ανατολάς εστραμμένον, ανοικτούς έχον τους οφθαλμούς και βλέποντας προς την γην. Όχι δε μόνον ουδέν φαινόμενον από τα συνήθη εις τα νεκρά σώματα παρουσίασεν, αλλ’ ουδέ καν μυία ή άλλο τι έντομον επλησίασεν εις αυτό. Φαίνεται εις τας ιστορίας των Μαρτύρων, παλαιών και νέων, ότι και μετά θάνατον εδείκνυον την μανίαν των οι τύραννοι και εις τα μαρτυρικά Λείψανα. Ούτος όμως ο νέος τύραννος του Αγίου Νεομάρτυρος Λαζάρου, όχι μόνον νέαν και ανήκουστον, αλλά και καθ’ όλου αξιογέλαστον αφροσύνην έδειξεν. Εφαντάσθη, δηλαδή, ότι οι Χριστιανοί μέλλουν να προσκυνούν το Λείψανον του καταδίκου ως Άγιον· δια τούτο, ο αφρονέστατος, δεν έδιδεν άδειαν να αποκρεμασθή τούτο και να ενταφιασθή εις την γην, αλλ’ ήθελε και επέμενεν, εναντίον της γνώμης των άλλων Αγαρηνών, να το αφήση κρεμάμενον, έως ότου διαλυθή τελείως και πέση μόνον του εις την γην. Τότε, έλεγεν, ας το προσκυνούν οι Χριστιανοί ως Άγιον. Πράγματι αξιογέλαστος ήτο η αφροσύνη και η ανοησία του! Έτυχε δε κατά τον καιρόν εκείνον άνθρωπος τις του βασιλέως, ούτος δε ως φρόνιμος ήλεγξε την αφροσύνην εκείνου, ειπών, ότι εφ’ όσον μένει εκεί κρεμάμενον το Λείψανον, ούτος μεν δοξάζεται, ως νικητής, εκείνοι δε καταισχύνονται ως νικημένοι. Ούτω μετά βίας καταπεισθείς επρόσταξε τους Χριστιανούς και το ενεταφίασαν. Ταύτα τα περί του καλλινίκου Μάρτυρος Λαζάρου μας διηγήθη αμέσως δια ζώσης φωνής ο μετά των αγίων Λειψάνων του Μάρτυρος εις την Χίον ελθών Πανοσιώτατος εν Ιερομονάχοις Αυξέντιος, άνθρωπος συνετός, καθώς τον μαρτυρούσι, φιλομαθής και ζηλωτής μάλιστα και φιλομάρτυς αξιέπαινος, όστις ων Προεστώς τότε της εκείσε Εκκλησίας, εγνώριζεν όλα τα περί του Αγίου Μάρτυρος επακριβώς. Μας είπε δε προ τοις άλλοις και ταύτα· «Εθαύμασα την απαλότητα, την οποίαν είχε το άγιόν του Λείψανον· γνωρίζω, έλεγεν, από άλλα Λείψανα, ότι αφ’ ου κρυώσουν, μένουν ξηρά και τελείως αλύγιστα. Του ευλογημένου όμως Λαζάρου έλυσα τας χείρας του, αίτινες ήσαν δεδεμέναι όπισθεν και τας εσταύρωσα επάνω εις το στήθος του, ως να εξεψύχησεν εκείνην την στιγμήν. Ομοίως εκάλυψα και τους οφθαλμούς του, οίτινες έμειναν κεκαλυμμένοι και ούτω το ενεταφίασα». Μετά ο Ιερεύς Αυξέντιος ανεχώρησεν από τον τόπον εκείνον, το δε άγιον Λείψανον έμεινε μέσα εις την γην, έως ότου ηυδόκησεν ο Θεός και το απεκάλυψε με τον ακόλουθον τρόπον. Μετέβησαν τινές γεωργοί να ενταφιάσουν λείψανον τινός και μη γνωρίζοντες τον τάφον του Μάρτυρος τον ήνοιξαν. Ευθύς τότε εξεχύθη θαυμαστή και άρρητος ευωδία· αναγγείλαντες δε τούτο το γεγονός εις την πόλιν έδραμον οι γνωρίζοντες τον τάφον και παραλαβόντες τα μαρτυρικά Λείψανα, τα μετέφεραν εις την Εκκλησίαν, όπου δια συμβουλής Αγιορείτου τινός Παντοκρατορινού τα απέθεσαν κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης, εις δόξαν Θεού του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ο δε Λάζαρος εξυπνήσας από τα γαυγίσματα του κυνός έσπευσε ταχέως και έσωσε την γυναίκα, ήτις δεν έπαθεν άλλην βλάβην, εκτός μικρού σχισίματος των ενδυμάτων της. Εκείνη όμως η μοχθηρά και βέβηλος τότε μεν δεν έδειξε κανέν σημείον οργής κατά του Λαζάρου, αλλ’ όταν έφθασεν εις τον άνδρα της, εσυκοφάντησε τον Χριστιανόν με συκοφαντίαν δεινήν και θανάσιμον. Ότι δηλαδή την εβίασεν εκεί εις τον έρημον τόπον, δεικνύουσα ως σημείον το ξέσχισμα των ενδυμάτων της. Ταύτα εκείνος ακούσας ήναψεν από θυμόν και έσπευσεν ευθύς να εύρη τον βοσκόν δια να τον θανατώση· αλλά μη γνωρίζων αυτόν, εκτύπησε τον σύντροφόν του, τον οποίον δεν ετραυμάτισε καιρίως και ούτω δεν απέθανε. Μαθών δε κατόπιν παρά της γυναικός, ότι δεν εκτύπησε τον υπ’ αυτής κατηγορηθέντα, ιδών δε και ο ίδιος ότι δεν απέθανεν ο πληγωμένος, εσυλλογίσθη ότι ενδέχεται ούτος να τον σύρη εις δίκην, εφ’ όσον ήτο όλως αθώος και ανεύθυνος. Τούτο φοβηθείς ο βάρβαρος υπεκίνησε τους συγγενείς της γυναικός του να εκθέσουν εις τον κριτήν την βίαν και το τόλμημα του Χριστιανού και να προστατεύσουν την τιμήν της, ώστε να μη μείνη εντροπιασμένη, ως δήθεν θεληματικώς μοιχευθείσα. Αντιληφθείς ο μακάριος Λάζαρος από τον θυμόν του Αγαρηνού, πως μετεμόρφωσεν η κατάρατος εκείνη τα πράγματα και πως έπλεξε την συκοφαντίαν, δεν έκρινε καλόν να κρυφθή, δια να μη βεβαιώση με την απόκρυψίν του την κατηγορίαν. Έμεινε λοιπόν εις το ποίμνιόν του, δια να δείξη ότι, ως αθώος και ανεύθυνος, δεν έχει τίποτε να φοβηθή. Αναφερθείσης λοιπόν της συκοφαντίας εις τον αγάν παρά του ανδρός και των συγγενών της γυναικός, έστειλεν αυτός ευθύς και έφεραν τον Λάζαρον και τον κτυπημένον· έπειτα έφεραν και την κατηγορήσασαν γυναίκα μετά των συγγενών της. Και δια μεν τον κτυπηθέντα αναιτίως εδικαιολογήθη ο Αγαρηνός, ότι θέλων να εκδικηθή τον υβριστήν της γυναικός του, εκτύπησε τούτον κατά λάθος, ως μη γνωρίζων αυτόν, η όλη δε κατηγορία και ευθύνη επερρίφθη εις τον Λάζαρον. Τι μετά ταύτα επηκολούθησεν; Ο μεν κτυπηθείς αφέθη ελεύθερος, ο δε ανεύθυνος Λάζαρος ενεκλείσθη εις την φυλακήν την εβδόμην του Απριλίου. Επειδή δε η δήθεν ύβρις και ατίμασις της γυναικός εκοινολογήθη και ηκούσθη, όχι ως ψευδής και πλαστή, όπου ήτο, αλλ’ ως αληθής και πραγματική, οι συγγενείς της προσέφεραν εις τον αγάν χίλια γρόσια δια να τουρκεύση τον Λάζαρον ή άλλως να τον κρεμάση, προς εξάλειψιν του ονείδους το οποίον προσήφθη εις το γένος των. Και ο μεν αγάς επεθύμει κατά πολύ να λάβη τα γρόσια· ο κριτής όμως δεν έδωσεν άδειαν, ούτε δια το εν, ούτε δια το άλλο, επειδή ήσαν από μέρους του Λαζάρου μάρτυρες, οίτινες, μαρτυρούντες το πράγμα καθώς αληθώς συνέβη, απεδείκνυον ψευδή και συκοφαντικήν την κατηγορίαν, τον δε Λάζαρον ωμολόγουν ανεύθυνον. Ο αγάς τότε, αφήσας τας των άλλων μαρτυρίας, ηθέλησε να εξακριβώση την αλήθειαν απ’ ευθείας από τον ίδιον τον Λάζαρον. Όθεν επρόσταξε και τον έδειραν εις τους πόδας ελαφρώς, δια να ομολογήση μόνος την αλήθειαν. Επειδή δε εκείνος έλεγε το πράγμα καθώς πράγματι ήτο και όχι καθώς το ήθελεν ο αγάς, επρόσταξε και τον έδεσαν με αλύσεις, έπειτα δε τον έρριψαν εις την φυλακήν, όπου και παρέμεινεν ούτω βασανιζόμενος μέχρι της κβ΄ (22ας) του αυτού μηνός Απριλίου. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας όπου εβασανίζετο ο Μάρτυς εις την φυλακήν, ήλθον συμπατριώται του τινές Βούλγαροι προς παρηγορίαν του, ο δε Άγιος τους είπε να κρυφθούν, δια να μη τους συλλάβη ο αγάς και τους ζητήση αργύρια δια να τον ελευθερώση, όπερ εκείνος δεν ήθελεν. Όσον λοιπόν παρήρχοντο αι ημέραι, τόσον ο αγάς εδαιμονίζετο, αφ’ ενός μεν επειδή εκινδύνευε να χάση τα παρά των Αγαρηνών προσφερόμενα χίλια γρόσια, αφ’ ετέρου δε διότι ουδείς εφάνη από μέρους του καταδίκου να πληρώση, καθώς εκείνος ενόμιζε, δια να τον απελευθερώση και ούτω να αναπληρωθούν τα ελλείποντα. Επρόσταξε λοιπόν και τον έφεραν ενώπιόν του και με πολλάς κολακείας και δολιότητας τον παρεκίνει να τουρκεύση, δια να του χαρίση την ζωήν, αποσκοπών κυρίως εις το να λάβη τα χίλια γρόσια. Επειδή δε ο Λάζαρος δεν ηπατήθη να καταπεισθή από τας κολακείας και τας υποσχέσεις του, ο δε αγάς εκινδύνευε να χάση τα υποσχεθέντα, τούτου ένεκεν επρόσταξε τον υπαρχηγόν του να στείλη να πάρη τεσσαράκοντα πρόβατα τα οποία είχεν ο Λάζαρος ιδικά του, διότι όλα τα άλλα ήσαν ξένα. Κατά την επομένην λοιπόν, ότε εξημέρωνεν η Τρίτη του Θωμά, κβ΄ (22α) του Απριλίου, λίαν πρωϊ επρόσταξε τους ανθρώπους του να τον βασανίσουν σκληρότατα με όποιον τρόπον γνωρίζουν και όπως ημπορούν έως της εσπέρας, ούτως ώστε η εσπέρα να τον εύρη ή τουρκευμένον ή νεκρόν από τας πολλάς και σκληράς βασάνους. Ταύτα δε προστάξας ανέβη εις ίππον και εξήλθε προς διασκέδασιν μετ’ άλλων πολλών. Οι δε επάρατοι εκείνοι Αγαρηνοί, ευθύς ως έλαβον την τοιαύτην προσταγήν, θέλοντες να ευχαριστήσουν τον αγάν των, δεν ηρκέσθησαν μόνον εις την φυσικήν των σκληρότητα και απανθρωπίαν, αλλά ηθέλησαν να φανούν σκληρότεροι και θηριωδέστεροι. Όθεν, αφού εμέθυσαν καλά, δια να μη αισθάνωνται καμμίαν λύπην και συμπάθειαν από τας βασάνους του Μάρτυρος, έπειτα ήρχισαν να τον βασανίζουν. Και πρώτον επύρωσαν τόσα σίδηρα, όσοι ήσαν οι βασανισταί και κατέκαιον ασπλάγχνως εν προς εν όλα τα μέλη του σώματός του, επί ώραν πολλήν βιάζοντες αυτόν να ειπή την ομολογίαν της πίστεώς των. Μετά δε την φρικτήν εκείνην κατάκαυσιν εις όλα τα μέρη του σώματός του λαβόντες την πλέον βαρείαν πέτρα, ήτις ήτο εις την φυλακήν, την έθεσαν επάνωεις το στήθος του και εξεβίαζον τούτον να ειπή την ομολογίαν της αντιχρίστου πίστεώς των. Ο μακάριος όμως Μάρτυς όλως το αντίθετον έκαμνεν, ομολογών ενθέρμως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και επικαλούμενος την θείαν Αυτού βοήθειαν, δια των πρεσβειών του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, επειδή ήτο τότε η κβ΄ (22α) του Απριλίου, παραμονή της μνήμης του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ο γενναίος όμως Λάζαρος και την πίστιν εκείνων κατεφρόνει και όλα τα της πίστεώς των ύβριζεν αφόβως. Ταύτα εκείνοι ακούοντες ήναπτον περισσότερον από θυμόν και επειδή είχον κατακαύσει όλον το σώμα του Μάρτυρος με τα πεπυρωμένα σίδηρα και άλλο τι φρικτότερον δεν είχον να του κάμουν, έσυραν με πολλήν μανίαν την γλώσσαν του έξω του στόματός του και την έκαυσαν ομοίως και αυτήν με πεπυρωμένον σίδηρον, τόσον δεινώς και ασπλάγχνως, ώστε το ήμισυ μέρος εις το οποίον ήγγισε το σίδερον κατεκάη, το δε άλλο ήμισυ από το μέρος του λάρυγγος εξηράνθη και έμεινε τελείως άλαλος. Επειδή δε εις το εξής δεν είχε γλώσσαν να ομιλήση και να ειπή την ομολογίαν, την οποίαν εκείνοι επόθουν, προσεπάθησαν να λάβουν την συγκατάθεσίν του με σχήμα και νεύμα της κεφαλής. Τούτου δε μη γενομένου, του έβαλαν αστραγάλους εις τας μήνιγγας και τυλίξαντες γύρω δια σχοινίου την κεφαλήν του τον εβασάνιζαν δεινώς επί ώραν πολλήν τόσον, ώστε εκ των πολλών βασάνων κατέστρεψαν και τον ένα οφθαλμόν του. Δύο δε τινά ήσαν εκείνα τα οποία ούτοι επεδίωκον. Πρώτον αν δυνηθούν να μεταβάλουν την γνώμην του και να δεχθή την θρησκείαν των· δεύτερον δε, αν τούτο δεν κατορθωθή, να τον θανατώσουν με επώδυνον θάνατον. Απελπισθέντες λοιπόν από το πρώτον, εδόθησαν εις το δεύτερον. Δηλαδή, να τον θανατώσουν, κατά την προσταγήν του τυράννου. Προς τούτο το προχειρότερον και ευκολώτερον μέσον ήτο να τον αποκεφαλίσουν. Αλλ’ η ελπίς της εξωμοσίας του τους έκαμνε να ενεργούν βραδέως επί πολλάς ώρας και με πολλούς κόπους και πολλάς βασάνους, ενώ θα ηδύναντο ευκόλως να κάμουν εκείνο το οποίον ήθελε κάμει το ξίφος εις μίαν στιγμήν. Τελευταίον λοιπόν ετοποθέτησαν, ως ιερόν στέφανον των αγώνων του Μάρτυρος, στεφάνην χαλκίνην πυρωμένην δεινώς και απέθετον ταύτην επί της μαρτυρικής κεφαλής του, τούτο δε, τέλος, τον ηξίωσε και των ουρανίων και αφθάρτων στεφάνων. Επειδή, αφού του έβαλαν την πυρωμένην στεφάνην, τότε πλέον έμεινεν ως νεκρός άπνους και ακίνητος, τόσον ώστε ότε είδον οι βασανισταί, ότι πλέον μετ’ ολίγον εξέπνεε, τον άφησαν εκεί νεκρόν άταφον, δια να έλθη ο αγάς να τον εύρη νεκρόν, καθώς επρόσταξε. Και ταύτα μεν ούτω συνέβησαν. Περί δε την δύσιν του ηλίου μετέβη εις την οικίαν του αγά έμπορος τις Ζαγοραίος, Ιωάννης το όνομα, όστις μετήρχετο και την ιατρικήν τέχνην, ως ιατρός δε του οίκου του αγά εισήρχετο εις αυτόν ελευθέρως και μετά θάρρους. Ευρών δε ούτος ευκαιρίαν κατάλληλον επλησίασεν εις το παράθυρον της φυλακής, αποσκοπών, όπως ειπή λόγον παρηγορίας εις τον Μάρτυρα, δια να τον στηρίξη εις την Πίστιν και να τον κατευοδώση εις το Μαρτύριον. Είδε τότε τον Μάρτυρα καθήμενον και καλώς έχοντα και, ω του παραδόξου και υπερφυούς θαύματος! ανεμποδίστως λαλούντα. Μη γνωρίζων δε ο έμπορος τι έπαθεν ο Μάρτυς την ημέραν εκείνην, ήρχισε να συμβουλεύη τούτον να είναι στερεός εις την Πίστιν, όσα δε βάσανα και αν του κάμουν, να τα υπομείνη δια την αγάπην του Χριστού. Τοιαύτα και άλλα παρόμοια του έλεγε με σιγανήν φωνήν εις τουρκικήν γλώσσαν, επειδή δεν εγνώριζεν ο Μάρτυς Ελληνικά. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν· «Και τι άλλο περισσότερον θα κάμουν; Μου έκαμαν σήμερα τα εξής δεινά». Αφού δε ηρίθμησεν όλα όσα του έκαμαν, είπε και τα εξής εις τον έμπορον· «Λοιπόν μη φοβείσαι, διότι εγνώρισα καλώς την δύναμιν του Χριστού εις τον εαυτόν μου· τούτο μόνον φοβούμαι, μήπως αποκάμουν να με βασανίζουν και με εγκαταλείψουν. Όθεν, σε παρακαλώ, μεσίτευσε να μη αργοπορούν εις το να με τιμωρούν, μέχρις ότου με θανατώσουν». Ταύτα ακούσας ο ευλογημένος Ιωάννης παρακίνησε τους Αγαρηνούς να θανατώσουν τον Μάρτυρα, ειπών· «Τι φυλάττετε αυτόν τον άνθρωπον επί τόσας ημέρας; Εγνωρίσατε καλώς ότι ήτο συκοφαντία η εναντίον του κατηγορία. Αλλ’ επειδή επιμένουν οι κατήγοροί του και ζητούν εκδίκησιν, θανατώσατέ τον δια να απαλλαγήτε και σεις και αυτός». Όχι δε με λόγους μόνον παρεκίνει τους Αγαρηνούς αλλά και φιλοδώρημα τους έδωκεν. Ούτω λοιπόν ενήργησε ο Ιωάννης. Ο δε Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, τι ωκονόμησεν; Ελθών ο αγάς από την διασκέδασίν του, δεν εξήτασε την εσπέραν εκείνην περί του Μάρτυρος· το δε πρωϊ μετέβη πάλιν ο Ιωάννης εις την οικίαν του και ελθών εις το παράθυρον της φυλακής ωμίλει μεγαλοφώνως με τον Μάρτυρα και εκείνος δε ομοίως, μεγαλοφώνως απεκρίνετο προς αυτόν. Ο δε αγάς, ακούσας την φωνήν του Λαζάρου, την εγνώρισεν. Όθεν εκάλεσε μετά θυμού τους ανθρώπους του και τους επρόσταξε να βασανίσουν τον Μάρτυρα, ηρώτησε δε τούτους· «Τι εκάματε χθες αυτόν τον Χριστιανόν; Δεν σας επρόσταξα να τον βιάσετε να τουρκεύση ή άλλως να τον θανατώσετε»; Απεκρίθησαν δε εκείνοι· «Ναι, νεκρόν, χωρίς πνοήν τον αφήσαμεν». «Διατί, λοιπόν, τώρα ομιλεί και καλώς έχει; Λοιπόν με εμπαίζετε ότι τον εβασανίσατε». Όθεν πιεζόμενοι εκείνοι να μη φανούν ψεύσται και ούτω ακολούθως κακοποιηθούν από τον αγάν, του διηγήθησαν εν προς εν τα βάσανα τα οποία του έκαμαν. Όμως εκείνος κατ’ ουδένα τρόπον ήθελε να πιστεύση εις όσα του έλεγον, εάν δεν εσώζοντο τα σημεία των πληγών. Όταν λοιπόν έφεραν ενώπιόν του τον Μάρτυρα και είδε την γλώσσαν αυτού κατακεκαυμένην, καθώς και όλον το σώμα του κατακεκαυμένον και καταπληγωμένον, την κεφαλήν τετραυματισμένην από τους αστραγάλους και από το σφίξιμον του σχοινίου και τον οφθαλμόν του κατεστραμμένον, επληροφορήθη καλώς και ηννόησεν ότι θείας δυνάμεως έργον ήτο τούτο. Όμως δεν τον απέλυσεν, ίσως δια να μη χάση τα χίλια γρόσια, τα οποία του έταξαν, αλλ’ ούτε και τον εθανάτωσεν αμέσως. Ήρχισε δε να του ομιλή με πολλήν ημερότητα και προσεπάθει με κολακείας απατηλάς να μεταβάλη την γνώμην του. Υπέσχετο, εάν τουρκεύση, να του δώση τα τεσσαράκοντα πρόβατα, τα οποία του επήρε, να τον υπανδρεύση, να του χαρίση αρχοντικά κτήματα, καθώς και διάφορα άλλα δώρα. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Αθλητής Λάζαρος πάντα ταύτα κατεφρόνει ως σκύβαλα και ωμολόγει παρρησία ενώπιον όλων λέγων· «Εγώ ένα Θεόν τρισυπόστατον προσκυνώ και λατρεύω. Καθώς δε εις το όνομα Αυτού του ενός και μόνου Θεού εβαπτίσθην και έγινα Χριστιανός, τοιουτοτρόπως και δια το άγιον Αυτού Όνομα είμαι έτοιμος και πρόθυμος να αποθάνω. Τίποτε εις τον κόσμον αυτόν δεν είναι δυνατόν να μεταβάλη την γνώμην μου». Εννοήσας τέλος ο αγάς, ότι ήτο αδύνατον να ελκύση τον Μάρτυρα εις την πίστιν του και απελπισθείς περί τούτου εντελώς, εξέδωκεν απόφασιν να τον κρεμάσουν. Μάλιστα και εις Τούρκος Χίος, τυχών εκεί, κατά πολύ συνήργησεν εις την θανάτωσιν του Μάρτυρος, ειπών· «Μη χάνετε καιρόν εις το να τον θανατώσητε, επειδή οι Χριστιανοί είναι πολύ πείσμονες και δεν μεταβάλλουν ευκόλως γνώμην. Εν παρόμοιον είδον εγώ εις την Χίον και δεν κατέστη δυνατόν να μεταβάλωμεν την γνώμην του, αλλά τόσον πείσμα είχεν, ώστε έτρεχεν εις τον θάνατον, ως να επέτα εις τον αέρα». Και ο μεν Ιωάννης εδόξασε την πρόνοιαν και την οικονομίαν του Θεού δια την τοιαύτην επόφασιν. Ο δε του Χριστού γνήσιος φίλος Λάζαρος, οδηγούμενος εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτει παρά των Χριστιανών συγχώρησιν. Παρά ταύτα οι Αγαρηνοί δεν έπαυον εις όλον τον δρόμον να του λέγουν να τουρκεύση. Όμως ο Άγιος Μάρτυς, χλευάζων την ανοησίαν των, έλεγεν· «Ας είναι, μετ’ ολίγον θα με ίδετε». Ταύτα ακούσαντες Χριστιανοί τινες και μη γνωρίζοντες ότι το λέγει ειρωνικώς, ελυπήθησαν μεγάλως. Αλλ’ όταν έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον, έδειξε πλέον φανερά το θείον του φρόνημα, ομολογών παρρησία τον Χριστόν. Και οι μεν Χριστιανοί εχάρησαν καθ’ υπερβολήν και εδόξασαν τον Θεόν, οι δε Αγαρηνοί ελυπήθησαν και όνειδος αιώνιον έλαβον, διότι πράγματι θαυμαστή εστάθη η γενναιότης και η ανδρεία του Μάρτυρος. Διότι, ιδών ότι κανείς Αγαρηνός δεν ετόλμα να του βάλη το σχοινίον εις τον λαιμόν του και ότι εβίαζον τους Χριστιανούς να πράξουν τούτο, αυτοί δε κατ’ ουδένα τρόπον δεν έστεργον να γίνουν δήμιοι του Μάρτυρος, τούτο, λέγω, ιδών ο Μάρτυς, δια να απαλλάξη τους Χριστιανούς από την βίαν εκείνην, μόνος, ο γενναιότατος, μετά μεγάλης χαράς επέρασε το σχοινίον εις τον λαιμόν του, με τας ευλογημένας χείρας του και πατήσας επάνω εις ένα κάλαθον εκρεμάσθη. Έπειτα έσυρεν άλλος τον κάλαθον και έμεινε κρεμασμένος. Ούτω παρέδωκεν ενδόξως την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού κατά το έτος αωβ΄ (1802) Απριλίου κγ΄ (23ην) εις ηλικίαν είκοσι οκτώ (28) ετών. Οι δε παρεστώτες Χριστιανοί παρετήρησαν και με απορίαν και θαυμασμόν έλεγον, ότι τρεις φοράς ανήλθε και κατήλθε το άγιον Λείψανον μετά του σχοινίου, άνευ χειρός ανθρώπου, καθώς αναβιβάζει και καταβιβάζει τις την κανδήλαν. Έπειτα έμεινε κρεμάμενον ακίνητον και είχε το πρόσωπον εστραμμένον προς την Δύσιν, καθ’ όλην την εσπέραν και την νύκτα εκείνην, έως ότου εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος. Ανατείλαντος δε του ηλίου έστρεψε παραδόξως και έβλεπε κατ’ Ανατολάς και τούτο ούτε αυτοί οι Αγαρηνοί άφησαν απαρατήρητον. Αλλά συλλογισθέντες, ότι είναι σημείον το να μείνη εν ημερονύκτιον ακίνητον, εστραμμένον προς Δυσμάς και έπειτα να στρέψη προς Ανατολάς, ευθύς έτρεξαν και το έστρεψαν προς την Δύσιν· αλλά την αυτήν ώραν, ω του θαύματος! έστρεψε πάλιν το πρόσωπον προς την Ανατολήν. Αλλά και πάλιν οι ασεβείς το έστρεψαν προς την Δύσιν, όμως πάλιν ο Μάρτυς έστρεψε προς την Ανατολήν. Τούτο δε δεν έγινεν άπαξ ή δις ή τρις, αλλά πολλάκις. Όθεν εις εκ του όχλου αγανακτών και υβρίζων τον Άγιον έλεγε· «Το πείσμα το οποίον είχε ζων, έχει και νεκρός». Λαβών δε ο επάρατος μάχαιραν εκτύπησε το άγιον Λείψανον μεταξύ των αστραγάλων. Υπερφυώς τότε έρρευσεν ευθύς εκ σώματος από τριάκοντα τριών ωρών νεκρού ολίγον αίμα, από το οποίον, λαβών με βαμβάκι Χριστιανός τις από το Κιρκαγάτζ και αλείψας συγγενή του τινά, όστις κατεμαστίζετο υπό πολυχρονίου και ανιάτου ασθενείας, τον εθεράπευσε δια της χάριτος του Αγίου Μάρτυρος Λαζάρου. Έμενε δε το άγιον Λείψανον κρεμάμενον κατ’ Ανατολάς εστραμμένον, ανοικτούς έχον τους οφθαλμούς και βλέποντας προς την γην. Όχι δε μόνον ουδέν φαινόμενον από τα συνήθη εις τα νεκρά σώματα παρουσίασεν, αλλ’ ουδέ καν μυία ή άλλο τι έντομον επλησίασεν εις αυτό. Φαίνεται εις τας ιστορίας των Μαρτύρων, παλαιών και νέων, ότι και μετά θάνατον εδείκνυον την μανίαν των οι τύραννοι και εις τα μαρτυρικά Λείψανα. Ούτος όμως ο νέος τύραννος του Αγίου Νεομάρτυρος Λαζάρου, όχι μόνον νέαν και ανήκουστον, αλλά και καθ’ όλου αξιογέλαστον αφροσύνην έδειξεν. Εφαντάσθη, δηλαδή, ότι οι Χριστιανοί μέλλουν να προσκυνούν το Λείψανον του καταδίκου ως Άγιον· δια τούτο, ο αφρονέστατος, δεν έδιδεν άδειαν να αποκρεμασθή τούτο και να ενταφιασθή εις την γην, αλλ’ ήθελε και επέμενεν, εναντίον της γνώμης των άλλων Αγαρηνών, να το αφήση κρεμάμενον, έως ότου διαλυθή τελείως και πέση μόνον του εις την γην. Τότε, έλεγεν, ας το προσκυνούν οι Χριστιανοί ως Άγιον. Πράγματι αξιογέλαστος ήτο η αφροσύνη και η ανοησία του! Έτυχε δε κατά τον καιρόν εκείνον άνθρωπος τις του βασιλέως, ούτος δε ως φρόνιμος ήλεγξε την αφροσύνην εκείνου, ειπών, ότι εφ’ όσον μένει εκεί κρεμάμενον το Λείψανον, ούτος μεν δοξάζεται, ως νικητής, εκείνοι δε καταισχύνονται ως νικημένοι. Ούτω μετά βίας καταπεισθείς επρόσταξε τους Χριστιανούς και το ενεταφίασαν. Ταύτα τα περί του καλλινίκου Μάρτυρος Λαζάρου μας διηγήθη αμέσως δια ζώσης φωνής ο μετά των αγίων Λειψάνων του Μάρτυρος εις την Χίον ελθών Πανοσιώτατος εν Ιερομονάχοις Αυξέντιος, άνθρωπος συνετός, καθώς τον μαρτυρούσι, φιλομαθής και ζηλωτής μάλιστα και φιλομάρτυς αξιέπαινος, όστις ων Προεστώς τότε της εκείσε Εκκλησίας, εγνώριζεν όλα τα περί του Αγίου Μάρτυρος επακριβώς. Μας είπε δε προ τοις άλλοις και ταύτα· «Εθαύμασα την απαλότητα, την οποίαν είχε το άγιόν του Λείψανον· γνωρίζω, έλεγεν, από άλλα Λείψανα, ότι αφ’ ου κρυώσουν, μένουν ξηρά και τελείως αλύγιστα. Του ευλογημένου όμως Λαζάρου έλυσα τας χείρας του, αίτινες ήσαν δεδεμέναι όπισθεν και τας εσταύρωσα επάνω εις το στήθος του, ως να εξεψύχησεν εκείνην την στιγμήν. Ομοίως εκάλυψα και τους οφθαλμούς του, οίτινες έμειναν κεκαλυμμένοι και ούτω το ενεταφίασα». Μετά ο Ιερεύς Αυξέντιος ανεχώρησεν από τον τόπον εκείνον, το δε άγιον Λείψανον έμεινε μέσα εις την γην, έως ότου ηυδόκησεν ο Θεός και το απεκάλυψε με τον ακόλουθον τρόπον. Μετέβησαν τινές γεωργοί να ενταφιάσουν λείψανον τινός και μη γνωρίζοντες τον τάφον του Μάρτυρος τον ήνοιξαν. Ευθύς τότε εξεχύθη θαυμαστή και άρρητος ευωδία· αναγγείλαντες δε τούτο το γεγονός εις την πόλιν έδραμον οι γνωρίζοντες τον τάφον και παραλαβόντες τα μαρτυρικά Λείψανα, τα μετέφεραν εις την Εκκλησίαν, όπου δια συμβουλής Αγιορείτου τινός Παντοκρατορινού τα απέθεσαν κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης, εις δόξαν Θεού του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου