Δούκας ο ευλογημένος του Χριστού Νεομάρτυς, ο Μυτιληναίος, ήτο νέος πολύ
ωραίος, σώφρων και εχθρός των σαρκικών ηδονών. Επειδή δε ήτο ράπτης την τέχνην,
τον εκάλουν οι αγάδες και οι μεγιστάνες και έρραπτε τα ενδύματά των. Ως εκ
τούτου εισήρχετο συχνάκις εις τας οικίας των Αγαρηνών. Βλέπουσα δε τούτον
μεγάλη τις κυρία καταγομένη εκ γένους ευγενούς αξιωματούχων, ηράσθη τούτου.
Και πρώτον μεν ήρχισε να του προσφέρη διάφορα δώρα, μετέπειτα δε του έλεγε λόγους δαιμονικούς και ερωτικούς. Ο δε κατά την ψυχήν και το σώμα καθαρός Δούκας, ακούων τους ασέμνους εκείνους λόγους εξεπλήσσετο, διότι δεν ήλπιζε ποτέ από τοιαύτην κυρίαν να ακούση τοιούτους λόγους. Έκαμε λοιπόν τον σταυρόν του, έφυγεν εκείθεν και πλέον δεν επέστρεψε, μιμούμενος τον πάγκαλον Ιωσήφ. Εκείνη όμως η μιαρά, ιδούσα ότι δεν ήρχετο πλέον εις τον οίκον των, έστειλλε μηνύματα και τον εκαλούσεν. Αλλ’ ο μακάριος Δούκας ουδεμίαν απόκρισιν έδιδε. Τότε αύτη μετέβη μόνη εις το εργαστήριόν του και του λέγει· «Ω νεανία, άκουσόν μου και έρχου εις τον οίκον μου ως πρότερον και μη φοβείσαι κανένα. Ο σύζυγός μου είναι εις τον πόλεμον και ίσως να μη επιστρέψη καθόλου. Αν λοιπόν θέλης να αρνηθής την Πίστιν σου, θα σε κάμω σύζυγόν μου· αν δε έλθη ο σύζυγός μου, θα σε έχω πρώτον του οίκου μου. Αλλά και Τούρκος αν δεν θέλης να γίνης, ας είσαι και Χριστιανός· μόνον έρχου καθώς σου λέγω». Αυτά και άλλα περισσότερα του είπεν η νέα Αιγυπτία. Κατόπιν δε προσέθεσεν· «Εάν δεν κάμης ως σου λέγω, γνώριζε ότι θα χάσης την ζωήν σου». Ούτω δε ειπούσα ανεχώρησεν. Ο δε ευλογημένος Δούκας, έχων τον εγκάρδιον έρωτα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εντός της καρδίας του, εις ουδέν υπελόγισε τας κολακείας και τας απειλάς της μαινάδος, ούτε και μετέβην πλέον εις τον οίκον της. Εκείνη δε πάλιν έστειλε και τον εκάλεσεν, αφού δε επείσθη ότι δεν υπακούει εις το θέλημά της, εθυμώθη πολύ και απεφάσισε να τον θανατώση δια να μη τον βλέπη να ελέγχη την ακολασίαν της. Μετέβη λοιπόν η κατηραμένη εις τον βεζύρην, εις τον οποίον κατήγγειλε την υπόθεσιν αντιστρόφως, ειπούσα· «Έχω ράπτην τινά, όστις ράπτει τα ενδύματα του οίκου μου. Τον εκάλεσα λοιπόν να έλθη να του δώσω να ράψη μερικά φορέματα. Αυτός δε ελθών μου είπε λόγους ασέμνους, τους οποίους εντρέπομαι να ειπώ· δια τούτο τον έδειρα και έφυγε, τώρα δε ευρίσκεται εις το εργαστήριόν του· θέλω λοιπόν να τον θανατώσης». Ο βεζύρης τότε υπεσχέθη να πράξη κατά το θέλημά της, διότι, ως είπομεν, ήτο εκ γένους ευγενών. Αφού λοιπόν απέστειλε τον έπαρχον και τον έφεραν λέγει προς αυτήν· «Τι θέλεις να τον κάμω;» Εκείνη είπεν· «Αν γίνη Τούρκος, άφησέ τον, αν όμως δεν δέχεται, δέσε τον εις τα σίδηρα». Τότε ο βεζύρης, συμφώνως προς την επιθυμίαν της γυναικός, του είπε πρώτον λόγους κολακευτικούς με τρόπον δήθεν γλυκύν, έπειτα δε επρόσταξε και τον εβασάνισαν σκληρώς. Όταν όμως επείσθησαν ότι δεν ημπορούν να τον φέρουν εις το θέλημά των, δηλαδή να τον τουρκεύσουν, τον εξέδαραν ζώντα και έρριψαν το δέρμα του εις την θάλασσαν, αυτόν δε τον μακάριον έσφιγξαν εις τα σίδηρα και ούτως ετελειώθη την κδ΄ (24ην) του Απριλίου μηνός εν έτει αφξδ΄ (1564) εν Κωνσταντινουπόλει και έλαβεν ο μακάριος του Μαρτυρίου τον στέφανον, ανελθών εις τα ουράνια.
Και πρώτον μεν ήρχισε να του προσφέρη διάφορα δώρα, μετέπειτα δε του έλεγε λόγους δαιμονικούς και ερωτικούς. Ο δε κατά την ψυχήν και το σώμα καθαρός Δούκας, ακούων τους ασέμνους εκείνους λόγους εξεπλήσσετο, διότι δεν ήλπιζε ποτέ από τοιαύτην κυρίαν να ακούση τοιούτους λόγους. Έκαμε λοιπόν τον σταυρόν του, έφυγεν εκείθεν και πλέον δεν επέστρεψε, μιμούμενος τον πάγκαλον Ιωσήφ. Εκείνη όμως η μιαρά, ιδούσα ότι δεν ήρχετο πλέον εις τον οίκον των, έστειλλε μηνύματα και τον εκαλούσεν. Αλλ’ ο μακάριος Δούκας ουδεμίαν απόκρισιν έδιδε. Τότε αύτη μετέβη μόνη εις το εργαστήριόν του και του λέγει· «Ω νεανία, άκουσόν μου και έρχου εις τον οίκον μου ως πρότερον και μη φοβείσαι κανένα. Ο σύζυγός μου είναι εις τον πόλεμον και ίσως να μη επιστρέψη καθόλου. Αν λοιπόν θέλης να αρνηθής την Πίστιν σου, θα σε κάμω σύζυγόν μου· αν δε έλθη ο σύζυγός μου, θα σε έχω πρώτον του οίκου μου. Αλλά και Τούρκος αν δεν θέλης να γίνης, ας είσαι και Χριστιανός· μόνον έρχου καθώς σου λέγω». Αυτά και άλλα περισσότερα του είπεν η νέα Αιγυπτία. Κατόπιν δε προσέθεσεν· «Εάν δεν κάμης ως σου λέγω, γνώριζε ότι θα χάσης την ζωήν σου». Ούτω δε ειπούσα ανεχώρησεν. Ο δε ευλογημένος Δούκας, έχων τον εγκάρδιον έρωτα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εντός της καρδίας του, εις ουδέν υπελόγισε τας κολακείας και τας απειλάς της μαινάδος, ούτε και μετέβην πλέον εις τον οίκον της. Εκείνη δε πάλιν έστειλε και τον εκάλεσεν, αφού δε επείσθη ότι δεν υπακούει εις το θέλημά της, εθυμώθη πολύ και απεφάσισε να τον θανατώση δια να μη τον βλέπη να ελέγχη την ακολασίαν της. Μετέβη λοιπόν η κατηραμένη εις τον βεζύρην, εις τον οποίον κατήγγειλε την υπόθεσιν αντιστρόφως, ειπούσα· «Έχω ράπτην τινά, όστις ράπτει τα ενδύματα του οίκου μου. Τον εκάλεσα λοιπόν να έλθη να του δώσω να ράψη μερικά φορέματα. Αυτός δε ελθών μου είπε λόγους ασέμνους, τους οποίους εντρέπομαι να ειπώ· δια τούτο τον έδειρα και έφυγε, τώρα δε ευρίσκεται εις το εργαστήριόν του· θέλω λοιπόν να τον θανατώσης». Ο βεζύρης τότε υπεσχέθη να πράξη κατά το θέλημά της, διότι, ως είπομεν, ήτο εκ γένους ευγενών. Αφού λοιπόν απέστειλε τον έπαρχον και τον έφεραν λέγει προς αυτήν· «Τι θέλεις να τον κάμω;» Εκείνη είπεν· «Αν γίνη Τούρκος, άφησέ τον, αν όμως δεν δέχεται, δέσε τον εις τα σίδηρα». Τότε ο βεζύρης, συμφώνως προς την επιθυμίαν της γυναικός, του είπε πρώτον λόγους κολακευτικούς με τρόπον δήθεν γλυκύν, έπειτα δε επρόσταξε και τον εβασάνισαν σκληρώς. Όταν όμως επείσθησαν ότι δεν ημπορούν να τον φέρουν εις το θέλημά των, δηλαδή να τον τουρκεύσουν, τον εξέδαραν ζώντα και έρριψαν το δέρμα του εις την θάλασσαν, αυτόν δε τον μακάριον έσφιγξαν εις τα σίδηρα και ούτως ετελειώθη την κδ΄ (24ην) του Απριλίου μηνός εν έτει αφξδ΄ (1564) εν Κωνσταντινουπόλει και έλαβεν ο μακάριος του Μαρτυρίου τον στέφανον, ανελθών εις τα ουράνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου