Πασικράτης και Βαλεντίων οι Άγιοι του Χριστού Μάρτυρες κατήγοντο εκ του
Δοροστόλου της εν τη Ευρώπη Μοισίας· ήσαν δε στρατιώται εις λεγεώνα τινά, ήτοι
τάγμα στρατιωτικόν, απαρτιζόμενον από εξ χιλιάδας ανδρών· ήτο δε κατά την
εποχήν εκείνην έπαρχος τις εις τα μέρη εκείνα Αυλοζάνης καλούμενος.
Βλέποντες δε οι Άγιοι ούτοι τους τότε ειδωλολάτρας, ότι ήσαν έκδοτοι εις την πλάνην των ειδώλων και ότι όλοι, κυριευμένοι υπό του φόβου, επείθοντο εις τας προσταγάς των ειδωλολατρών βασιλέων, τούτου ένεκα, παρουσιάσθησαν δημοσία και εκήρυξαν εαυτούς Χριστιανούς. Όθεν, συλλαβόντες αυτούς οι ειδωλολάτραι, τους ωδήγησαν εις τον ηγεμόνα, ο οποίος ηνάγκαζεν αυτούς να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα. Αλλ’ οι Άγιοι ουδόλως κατεδέχθησαν να πράξουν τούτο. Μάλιστα ο Άγιος Πασικράτης, ότε παρουσιάσθη εις αυτόν το είδωλον του Απόλλωνος, επλησίασεν εις αυτό και το έπτυσεν, ειπών, ότι αυτή η τιμή εμπρέπει εις αυτό. Ευθύς τότε έδεσαν αυτούς με αλύσεις και τους έριψαν εις την φυλακήν. Εδείκνυε δε ο μακάριος Πασικράτης, ότι έχαιρε διότι τον έδεσαν. Όθεν εκράτει την δια τον Χριστόν άλυσιν ως χρυσούν ενώτιον ή ως περιτραχήλιον στολισμόν, επειδή η άλυσις εκείνη ήτο το μέσον δια του οποίου θα εκοινώνει των παθημάτων του Χριστού, δια των οποίων ήλπιζε να σωθή. Κατόπιν, αποφυλακίσαντες αυτούς, τους έφεραν πάλιν προ του ηγεμόνος, ήλθε δε τότε εκεί ο αδελφός του Αγίου Πασικράτους, Παπιανός ονόματι, ο οποίος, κλαίων, συνεβούλευε τον αδελφόν του να ρίψη μόνον θυμίαμα επί του βωμού και ούτω να αποφύγη τας τιμωρίας, ακολουθών το ιδικόν του παράδειγμα. Διότι και αυτός ο Παπιανός εκ καταφρονήσεως των μελλόντων αγαθών και εκ πόθου προς τα πρόσκαιρα, προς τούτοις δε και εκ του φόβου των βασάνων ηρνήθη, φεύ! πρότερον τον Χριστιανισμόν. Ο δε Άγιος Πασικράτης απέπεμψεν αυτόν λέγων, ότι είναι ανάξιος της συγγενείας και αδελφότητός του και ανίκανος να συμβουλεύση άλλον, αυτός όστις απεχωρίσθη από της Πίστεως του Χριστού. Όθεν, πλησιάσας εις τον βωμόν ο Άγιος εξήπλωσε θεληματικώς την χείρα του, όπως την καύσωσιν· έλεγε δε προς τον άρχοντα, ότι η μεν σαρξ αύτη, επειδή είναι θνητή νικάται υπό του πυρός και ακολούθως φθείρεται και αναλύεται, αλλ’ η ψυχή ούσα άϋλος και αθάνατος και φυσικώς ανεπίδεκτος φθοράς υπό των ορωμένων στοιχείων και παθών δεν νικάται, αλλά μένει ακλινής και ανίκητος, φυλασσομένη όπως ζη κατά την αιώνιον ζωήν. Κατόπιν ηρωτήθη και ο Άγιος Βαλεντίων εάν συμφωνή με τον Πασικράτην και επειδή εβεβαίωσεν ότι την ιδίαν με αυτόν Πίστιν έχει, απεφασίσθη να αποκεφαλισθώσιν αμφότεροι. Λέγουσι δε ότι απερχομένων των Αγίων εις τον τόπον της καταδίκης, ηκολούθει τον Άγιον Πασικράτην η μήτηρ του και προπέμπουσα αυτόν τον παρεθάρρυνε να κλίνη τον λαιμόν του εις το ξίφος και να θανατωθή προθυμως δια τον Χριστόν. Ήγον δε όταν απεκεφαλίσθησαν, ο μεν Άγιος Πασικράτης το εικοστόν δεύτερον έτος της ηλικίας του, ο δε Άγιος Βαλεντίων το τριακοστόν.
Βλέποντες δε οι Άγιοι ούτοι τους τότε ειδωλολάτρας, ότι ήσαν έκδοτοι εις την πλάνην των ειδώλων και ότι όλοι, κυριευμένοι υπό του φόβου, επείθοντο εις τας προσταγάς των ειδωλολατρών βασιλέων, τούτου ένεκα, παρουσιάσθησαν δημοσία και εκήρυξαν εαυτούς Χριστιανούς. Όθεν, συλλαβόντες αυτούς οι ειδωλολάτραι, τους ωδήγησαν εις τον ηγεμόνα, ο οποίος ηνάγκαζεν αυτούς να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα. Αλλ’ οι Άγιοι ουδόλως κατεδέχθησαν να πράξουν τούτο. Μάλιστα ο Άγιος Πασικράτης, ότε παρουσιάσθη εις αυτόν το είδωλον του Απόλλωνος, επλησίασεν εις αυτό και το έπτυσεν, ειπών, ότι αυτή η τιμή εμπρέπει εις αυτό. Ευθύς τότε έδεσαν αυτούς με αλύσεις και τους έριψαν εις την φυλακήν. Εδείκνυε δε ο μακάριος Πασικράτης, ότι έχαιρε διότι τον έδεσαν. Όθεν εκράτει την δια τον Χριστόν άλυσιν ως χρυσούν ενώτιον ή ως περιτραχήλιον στολισμόν, επειδή η άλυσις εκείνη ήτο το μέσον δια του οποίου θα εκοινώνει των παθημάτων του Χριστού, δια των οποίων ήλπιζε να σωθή. Κατόπιν, αποφυλακίσαντες αυτούς, τους έφεραν πάλιν προ του ηγεμόνος, ήλθε δε τότε εκεί ο αδελφός του Αγίου Πασικράτους, Παπιανός ονόματι, ο οποίος, κλαίων, συνεβούλευε τον αδελφόν του να ρίψη μόνον θυμίαμα επί του βωμού και ούτω να αποφύγη τας τιμωρίας, ακολουθών το ιδικόν του παράδειγμα. Διότι και αυτός ο Παπιανός εκ καταφρονήσεως των μελλόντων αγαθών και εκ πόθου προς τα πρόσκαιρα, προς τούτοις δε και εκ του φόβου των βασάνων ηρνήθη, φεύ! πρότερον τον Χριστιανισμόν. Ο δε Άγιος Πασικράτης απέπεμψεν αυτόν λέγων, ότι είναι ανάξιος της συγγενείας και αδελφότητός του και ανίκανος να συμβουλεύση άλλον, αυτός όστις απεχωρίσθη από της Πίστεως του Χριστού. Όθεν, πλησιάσας εις τον βωμόν ο Άγιος εξήπλωσε θεληματικώς την χείρα του, όπως την καύσωσιν· έλεγε δε προς τον άρχοντα, ότι η μεν σαρξ αύτη, επειδή είναι θνητή νικάται υπό του πυρός και ακολούθως φθείρεται και αναλύεται, αλλ’ η ψυχή ούσα άϋλος και αθάνατος και φυσικώς ανεπίδεκτος φθοράς υπό των ορωμένων στοιχείων και παθών δεν νικάται, αλλά μένει ακλινής και ανίκητος, φυλασσομένη όπως ζη κατά την αιώνιον ζωήν. Κατόπιν ηρωτήθη και ο Άγιος Βαλεντίων εάν συμφωνή με τον Πασικράτην και επειδή εβεβαίωσεν ότι την ιδίαν με αυτόν Πίστιν έχει, απεφασίσθη να αποκεφαλισθώσιν αμφότεροι. Λέγουσι δε ότι απερχομένων των Αγίων εις τον τόπον της καταδίκης, ηκολούθει τον Άγιον Πασικράτην η μήτηρ του και προπέμπουσα αυτόν τον παρεθάρρυνε να κλίνη τον λαιμόν του εις το ξίφος και να θανατωθή προθυμως δια τον Χριστόν. Ήγον δε όταν απεκεφαλίσθησαν, ο μεν Άγιος Πασικράτης το εικοστόν δεύτερον έτος της ηλικίας του, ο δε Άγιος Βαλεντίων το τριακοστόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου