Γρηγόριος ο θείος Πατήρ ημών εγεννήθη εν έτει ασνε΄ (1255) εις χωρίον τι
της Ασίας, ονομαζόμενον Κούκουλον, κείμενον πλησίον των Κλαζομενών. Οι γονείς
του ήσαν μεν πλούσιοι και έντιμοι, αλλά θεοσεβείς και ενάρετοι. Από τούτους
ανατραφείς επιμελώς, εδόθη εις διδασκάλους ευσεβείς, υφ’ ων και εδιδάχθη καλώς
τα θεία και ιερά Γράμματα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, βασιλεύοντος του μεγάλου
Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου (1282 – 1328), το γένος των Αγαρηνών ενήργει
επιδρομάς εις την Ασίαν και λεηλατούντες τα μέρη εκείνα, έπαιρνον ως δούλους
όλους σχεδόν τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς.
Μεταξύ τούτων συνελήφθη και εκρατήθη ως δούλος και ο θείος ούτος Γρηγόριος, καθώς και οι γονείς του και οι αδελφοί του, οι οποίοι, εν ω μετεφέροντο εις την Λαοδίκειαν, κατ’ οικονομίαν Θεού έλαβον άδειαν από τους βαρβάρους και μετέβησαν εις την Εκκλησίαν των Λαοδικέων εν ώρα θείας Λειτουργίας. Επειδή δε οι εντόπιοι Χριστιανοί είδον τούτους, ότι ίσταντο με πολλήν ευλάβειαν και έψαλλον με ρυθμόν καλόν και μέλος, ως να ήσαν καλώς γεγυμνασμένοι εις την μουσικήν, θαυμάσαντες δια την ευλάβειαν και μελωδίαν των, ευθύς μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας μετέβησαν μετά προθυμίας εις τους γαρηνούς και αφού εμέτρησαν πολλά αργυρά νομίσματα, ελύτρωσαν αυτούς από την δουλείαν. Έπειτα ο θείος Γρηγόριος, μεταβάς εις την Κύπρον, μετ’ ολίγον καιρόν εφάνη εις όλους άξιος αγάπης δια τας αρετάς του και τα φυσικά του προτερήματα· διότι βλέποντες το χαριέστατον πρόσωπόν του, το οποίον εφανέρωνε την εσωτερικήν κατάστασιν της θείας αυτού ψυχής, την σεμνότητα, το σέβας και την ευλάβειαν, την οποίαν είχε προς τα θεία, τον είχον εις μεγάλην υπόληψιν και τιμήν. Εν ω δε ο σεβάσμιος Γρηγόριος διέτριβεν εις την νήσον ταύτην, ο Θεός όστις εγνώριζε τον πολύν πόθον της αρετής, τον οποίον έτρεφε εις την καρδίαν του, του έδειξεν ενάρετον τινά Μοναχόν, όστις εκάθητο εις την ησυχίαν, προς τον οποίον μετέβη ευθύς μετά χαράς και ενεδύθη παρά τούτου μοναχικά ενδύματα, γενόμενος ούτω δόκιμος της μοναδικής πολιτείας. Αφ’ ου δε ησύχασε μετ’ αυτού ολίγον καιρόν και συνανεστράφη πνευματικώς, ανεχώρησε και μετέβη εις το Σίναιον όρος. Εκεί εκουρεύθη Μοναχός και μετά της κουράς των τριχών της κεφαλής του έκοψε και όλα τα θελήματα και τας κινήσεις της σαρκός και επροχώρησεν εις τον αγώνα της ασκήσεως με μεγάλην γενναιότητα ψυχής. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και όλοι οι εκεί Πατέρες έμειναν εκστατικοί δια την άϋλον και σχεδόν ασώματον ζωήν με την οποίαν επολιτεύετο, καταγινόμενος εις την αυστηράν νηστείαν, την αγρυπνίαν, την ολονύκτιον στάσιν και την ακατάπαυστον ψαλμωδίαν και προσευχήν, εις τας οποίας επεδίδετο καθ’ όλον τον καιρόν, ως να εφιλονίκει να κάμη άϋλον το υλικόν σώμα του, τόσον ώστε όλοι οι Πατέρες, θαυμάζοντες, ολίγον έλειψε να νομίσουν, ότι είναι άσαρκος. Εις δε την υπακοήν, η οποία είναι ρίζα και μήτηρ των αρετών και εις την υψοποιόν ταπείνωσιν τόσον πολύ ησκήθη, ώστε δυσκολεύομαι να περιγράψω τα κατά μέρος, δια να μη φανώ εις τους οκνηρούς, ότι λέγω απίθανα λόγω της υπερβολής. Εν τούτοις δεν δύναμαι να αποσιωπήσω εντελώς την αλήθειαν επί των αρετών του τούτων και να μη γράψω εκείνα τα οποία ήκουσα από τον γνησιώτατον μαθητήν του, τον ευλογημένον Όσιον Γεράσιμον. Διότι ο μακάριος ούτος μού έλεγεν, ότι ο θείος Γρηγόριος και την διακονίαν την οποίαν τον επρόσταζεν ο Προεστώς έφερεν αόκνως εις πέρας και μετά πάσης προθυμίας τον συνειθισμένον κανόνα των αδελφών δεν παρέλειψε ποτέ να κάμη, ως να τον έβλεπεν άνωθεν ο Θεός. Δια τούτο, αφού κατά το εσπέρας έβαλλεν εις τον Προεστώτα την συνειθισμένην μετάνοιαν και ελάμβανεν από αυτόν την ευλογίαν, εισήρχετο εις το κελλίον του και κλείων τας θύρας ύψωνε προς τον Θεόν τας χείρας και τον νουν του και απομακρυνόμενος όλως διόλου από τα παρόντα του κόσμου πράγματα επλησίαζεν εις τον πλησιάζοντα τας ευσεβείς καρδίας Θεόν και ήρχιζε με όλην την προθυμίαν της ψυχής του τον κανόνα του, αναπέμπων ψαλμωδίας εις τον Θεόν και προσευχόμενος καθ’ όλην την νύκτα με πόθον πολύν της καρδίας του, γονυπετής, μέχρις ότου ετελείωνεν όλους τους Ψαλμούς του Δαβίδ και απελάμβανε την ευφροσύνην, ήτις προξενείται εκ της αναγνώσεως αυτών. Έπειτα, όταν έφθανεν η ώρα του Όρθρου και εκρούετο το σήμαντρον, κατά την συνήθειαν των Μοναστηρίων, πρώτος αυτός ευρίσκετο έξω από την θύραν της Εκκλησίας· τούτο δε εφύλαττε πάντοτε με ακρίβειαν, πρώτος δηλαδή να εισέρχεται εις τον Ναόν και τελευταίος όλων να εξέρχεται εκείθεν. Ήτο δε η τροφή τού Οσίου ολίγος άρτος και ολίγον ύδωρ, τόσον μόνον όσον ήτο αρκετόν δια να ζη. Αλλά πως δύναται τις να περιγράψη αξίως και την υπερβολικήν τού Αγίου ταπείνωσιν, την οποίαν έδειξενεις την διακονίαν του μαγειρείου και της αποθήκης, όπου του ανέθεσεν και όπου έμεινεν επί τρεις χρόνους και περισσότερον; Διότι ούτε παραμικρόν λογισμόν εδέχθη ποτέ, ότι υπηρέτει ανθρώπους, αλλά μάλιστα εστοχάζετο, ότι υπηρετεί τάγμα Αγγελικόν, τον δε τόπον της διακονίας ενόμιζεν αληθώς βήμα Θεού και θυσιαστήριον. Επί πλέον δε ήθελε να αναβαίνη καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν επάνω εις την Αγίαν Κορυφήν του Σινά, δια να προσφέρη με ευλάβειαν την προσκύνησιν, εκεί όπου έγιναν θαυμασίως τα μεγάλα εκείνα παράδοξα, τα οποία εξιστορεί η Αγία Γραφή. Ήτο δε ο Όσιος και πολύ επιτήδειος εις την καλλιγραφίαν. Αλλά και εις την ανάγνωσιν τόσον πολύ κατεγίνετο, ώστε δεν έπαυε, νύκτα και ημέραν, από του να εκλέγη με φιλοπονίαν πολλήν τα απανθίσματα της Παλαιάς και Νέας Γραφής και να τα φυλάττη μέσα εις την διάνοιάν του. Εις τοιούτον βαθμόν, ώστε δεν γνωρίζω αν ίσως άλλος τις εμελέτησε την θείαν Γραφήν, ως εκείνος. Διότι πράγματι, ο Όσιος ούτος υπερέβαινεν όλους τους άλλους εκεί Πατέρας εις την πολυμάθειαν. Αλλ’ ο πονηρός διάβολος δεν ήτο δυνατόν να ησυχάση εξ αιτίας των τόσων του Αγίου αρετών· δια τούτο ενεφύτευσε κρυφίως εις τους Μοναχούς το πάθος του φθόνου και ως σπορεύς των ζιζανίων σπείρει εις αυτούς σύγχυσιν και ταραχήν μεγάλην. Ο δε μαθητής του πράου και ειρηνικού Ιησού, εννοήσας τον φθόνων των Μοναχών, εξήλθε κρυφίως από το Μοναστήριον, παραλαβών μεθ’ εαυτού και τον σεβάσμιον εκείνον Γεράσιμον, περί του οποίου ανωτέρω ανεφέραμεν. Ούτος κατήγετο από την νήσον του Ευρίπου (την Εύβοιαν) και ήτο συγγενής με τον Ρήγαν, τον εξουσιαστήν της νήσου. Κατεφρόνησεν όμως και πλούτον και δόξαν και ευγένειαν και αρνούμενος όλον τον κόσμον και τα εν αυτώ, μετέβη εις το όρος του Σινά, όπου εγνώρισε και τον θείον Γρηγόριον, θαυμάζων δε την υπερβολικήν του αρετήν, έγινε και αυτός εις εκ των μαθητών του. Όθεν και με την βοήθειαν του Θεού ανήλθεν εις μέγιστον βαθμόν πράξεως και θεωρίας, τόσον ώστε μετά από τον μέγαν τούτον Γρηγόριον έγινεν αυτός εις τους άλλους παράδειγμα και τύπος όλων των καλών. Αναχωρήσαντες λοιπόν από το Σινά, μετέβησαν εις τα Ιεροσόλυμα, εις προσκύνησιν του Ζωοδόχου Τάφου· αφ’ ου δε επεσκέφθησαν όλους τους εκεί Αγίους Τόπους και επροσκύνησαν, εισήλθον εις πλοιάριον και εταξίδευσαν εις την Κρήτην, εις τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας. Εις την Κρήτην ευρισκόμενος ο Όσιος και μη υποφέρων να σπαταλά τον καιρόν ματαίως, ήρχισε να ερευνά με πολλήν προθυμίαν, δια να εύρη τόπον τινά ήσυχον και ατάραχον, ίνα κατοικήση μετά του Οσίου Γερασίμου. Όθεν, κατόπιν πολλών αναζητήσεων, εύρον σπήλαιά τινα ήσυχα κατά την επιθυμίαν των και εκεί κατώκησαν μετά χαράς. Παρευθύς δε ο καλός εκείνος εργάτης προσέθεσε κόπους επί κόπων και αγώνας επί αγώνων και, τρόπον τινά, εμάχετο με τον εαυτόν του με περισσοτέραν μεγαλοψυχίαν· η τροφή του ήτο ολίγος άρτος και ολίγον ύδωρ μίαν φοράν την ημέραν και δεν έτρωγεν ή έπινε πλέον άλλο τίποτε, έστω και αν εκινδύνευε να αποθάνη από την πείναν και την δίψαν. Όθεν και το πρόσωπόν του ήτο κίτρινον από την ξηροφαγίαν και τα μέλη του κατεξηραμμένα και κατατεταλαιπωρημένα από τους πολλούς κόπους και παραλελυμένα από την φυσικήν των κίνησιν και δεν τους ήτο δυνατόν να περιπατούν ή να κάμνουν καμμίαν άλλην εργασίαν. Προς τούτοις είχεν ο μακάριος και μεγάλην φροντίδα, δια να εύρη πνευματικόν τινα άνδραν, όστις να τον οδηγήση εις ό,τι αυτός δεν ηδυνήθη να ίδη ή να επιτύχη από την θείαν Γραφήν ή εις ό,τι δεν έτυχε να διδαχθή πνευματικώς παρά τινος των πνευματοφόρων και θείων Πατέρων. Δια τούτο ο Αγαθός Θεός ωκονόμησεν άνωθεν τον οδηγόν τούτον αποκαλύψας τα περί του θείου Γρηγορίου και του ευσεβούς πόθου του εις τινα Αναχωρητήν, όστις ησύχαζεν εις τα μέρη εκείνα, πολύ ενάρετον και εστολισμένον με έργα και θεωρίαν, Αρσένιον το όνομα, όστις υπό του Παναγίου Πνεύματος κινούμενος, μετέβη εις το κελλίον του Οσίου και κρούσας την θύραν, γίνεται δεκτός μετά χαράς παρ’ αυτού. Μετά δε από την συνειθισμένην ευχήν και τον χαιρετισμόν ήρχισεν ο θεωρητικός εκείνος Γέρων να ομιλή, ως να ανεγίνωσκεν από κανέν θείον βιβλίον και να λέγη περί φυλακής νοός, περί νήψεως και προσοχής, περί νοεράς προσευχής και δια ποίου τρόπου καθαρίζεται ο νους δια μέσου της εφαρμογής των εντολών και γίνεται όλος φωτεινός. Αφ’ ου δε είπεν αυτά και άλλα περισσότερα, στρέψας τον λόγον προς τον Όσιον, τον ηρώτησε· «Συ, ω τέκνον, τι είδους εργασίαν κάμνεις;» Τότε και ο θείος Γρηγόριος του διηγήθη εξ αρχής όλα τα κατ’ αυτόν· την αναχώρησίν του δηλαδή από τον κόσμον, την φιλερημίαν και όλους τους αγώνας τους οποίους έκαμνεν. Ο δε θείος Αρσένιος, όστις εγνώριζε κάλιστα την οδόν ήτις φέρει τον άνθρωπον εις το ύψος της αρετής, μειδιάσας ολίγον, είπε προς αυτόν· «Όλα αυτά, ω τέκνον, όπου μου διηγήθης, λέγονται από τους θεοφόρους Πατέρας πράξεις και όχι θεωρίαι». Τούτο ακούσας ο μακάριος Γρηγόριος προσέπεσεν ευθύς εις τους πόδας του και τον παρεκάλει θερμώς, προβάλλων και αυτό το όνομα του Θεού, δια να τον διδάξη καλώς τι είναι η νοερά προσευχή, η ησυχία και η φύλαξις του νοός. Τότε ο θείος εκείνος Πατήρ, λαβών ως εύρημα την παράκλησιν του Οσίου, δεν έχασε καιρόν, αλλ’ ευθύς ήρχισε να τον διδάσκη πλατύτερον, μη αφίνων τίποτε αδίδακτον εξ όσων αυτός εδέχθη πλουσίως παρά της θείας Χάριτος. Προς τούτοις του απεκάλυψε και όσα συμβαίνουν εις εκείνους, οίτινες αγωνίζονται εις τους αγώνας της αρετής, από τους μισοκάλους δαίμονας, εκ δεξιών και εξ αριστερών, καθώς και από τους φθονερούς ανθρώπους, τους οποίους μεταχειρίζεται ο πονηρός ως όργανα της κακίας του. πάντα ταύτα περιέγραψε λεπτομερώς ο θείος ούτος Αρσένιος εις τον Όσιον Γρηγόριον. Ως λοιπόν ήκουσε ταύτα ο Όσιος, ευθύς εισήλθεν εις πλοιάριον και μετέβη εις το Άγιον Όρος· περιερχόμενος δε όλα τα εκεί Μοναστήρια, τας Σκήτας, τα κελλία, ακόμη δε και τους ερημικούς και αβάτους τόπους, έκρινεν εύλογον να επισκεφθή όλους τους Οσίους Πατέρας και να τους προσφέρη την προσήκουσαν προσκύνησιν, χάριν ευχής και ευλογίας· καθώς δε μας διηγείτο, είδε πολλούς αγωνιστάς εστολισμένους με πολλήν σύνεσιν και σεμνότητα και άλλας πολλάς αρετάς, οι οποίοι όλην την σπουδήν των και τον αγώνα των έκαμνον δια των πρακτικών αρετών. Ερωτώμενοι δε εάν καταγίνωνται εις την νοεράν προσευχήν, ή εις την νήψιν και φύλαξιν του νοός, έλεγον, ότι ουδέ εγνώριζον τι θέλει να ειπή νοερά προσευχή ή φυλακή νοός και νήψις. Αφ’ ου δε περιήλθεν όλον το Άγιον Όρος, μετέβη εις την Σκήτην του Μαγουλά, ήτις ευρίσκεται αντικρύ της σεβασμίας Μονής του Φιλοθέου, ένθα εύρε τρεις Μοναχούς, Ησαϊαν, Κορνήλιον και Μακάριον ονομαζομένους, τους οποίους αντελήφθη καταγινομένους όχι μόνον εις την άσκησιν της πρακτικής αρετής, αλλά και ολίγον εις την θεωρητικήν τοιαύτην. Εκεί λοιπόν κοπιάζων πολύ ομού μετά των μαθητών του, έκτισε κελλία ίνα κατοικήσωσιν· αυτός δε εις ολίγην από εκεί απόστασιν ωκοδόμησεν Ησυχαστήριον δια τον εαυτόν του, ίνα συνομιλή μόνος με μόνον τον Θεόν, δια της νοεράς προσευχής, επιδιώκων άμα και την εξιλέωσιν δια μέσου των πρακτικών αρετών. Τότε σκεπτόμενος ενεθυμήθη τον σεβάσμιον Αρσένιον και όσα του είπε περί φυλακής νοός, περί νήψεως και περί νοεράς προσευχής και συνάγων εις εαυτόν όλας τας αισθήσεις του και ενώνων τον νουν του με το πνεύμα, ίνα δε καλλίτερον είπω, καθηλώνων αυτόν εις τον Σταυρόν του Χριστού, έλεγε πολύ συχνά το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», προσευχόμενος με κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας και με αναστεναγμούς εκ βάθους ψυχής, βρέχων άμα το έδαφος της γης με θερμά δάκρυα, τα οποία έτρεχον ως ποταμός εκ των οφθαλμών του. Δια τούτο και ο Κύριος δεν παρέβλεψε την δέησίν του επί πολύ, διότι «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουθενώσει» (Ψαλμ. ν:19), αλλά πολύ ταχέως εισήκουσε την δέησίν του· «Εκέκραξαν οι δίκαιοι και ο Κύριος εισήκουσεν αυτών» (Ψαλμ. λγ:18). Όθεν και πυρωθείς κατά την ψυχήν και την καρδίαν δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος και αλλοιωθείς την καλήν και παράδοξον αλλοίωσιν, είδε με την λάμψιν της θείας Χάριτος, ότι ο οίκος ούτος ήτο πλήρης φωτός. Πληρωθείς τότε ο Όσιος υπό χαράς απεράντου και ανεκδιηγήτου ευφροσύνης και χύνων πάλιν πηγάς δακρύων, ετρώθη υπό του έρωτος της θείας αγάπης. Διότι, πράγματι, εις εκείνον επληρώθη με το έργον το πατερικόν ρητόν· «Πράξις θεωρίας επίβασις». Όθεν επειδή ο Όσιος έγινεν έξω της σαρκός και του κόσμου τούτου, επληρώθη όλος από την θείαν αγάπην και από τότε πλέον το φως εκείνο δεν έλειπεν από του να φωτίζη τον Δίκαιον, κατά το «Φως δικαίοις δια παντός» (Παρ. ιγ:9). Διότι ο αοίδιμος εκείνος Πατήρ, ερωτώμενος από εμέ και τους συμμαθητάς μου (Τον συγγραφέα εννοείται του παρόντος Βίου αγιώτατον Πατριάρχην Κάλλιστον), έλεγεν· «Εκείνος όστις υψούται εις τον Θεόν, με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, βλέπει ως εις καθρέπτην όλην την κτίσιν φωτεινήν, «Είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα» καθώς λέγει ο θείος Παύλος (Β΄ Κορ. ιβ:3), έως ότου γίνη τις εμπόδιον εις αυτόν, κατά τον καιρόν εκείνον της θεωρίας, κάμνων τούτον να έλθη εις τον εαυτόν του. Εγώ όμως τον ηρώτων απλώς και τελείως απεριέργως, όταν τον έβλεπον εξερχόμενον από το κελλίον του με χαροποιόν πρόσωπον και με εκοίταζε με βλέμμα ιλαρόν· διότι όσοι είσθε Πνευματικοί Πατέρες γνωρίζετε πόσον περισσοτέραν αγάπην έχετε εις τα πρώτα από τα πνευματικά τέκνα σας, αλλά και εις τα τελευταία ως ποθεινότατα· ούτω ομοίως και ο αείμνηστος εκείνος Πνευματικός μου Πατήρ εδείκνυε περισσοτέραν αγάπην εις εμέ, διότι ήμην το τελευταίον εξ όλων των πνευματικών τέκνων του. Δια τούτο λοιπόν εις εμέ όστις εψέλλιζα τότε εις εκείνον, ως προς πατέρα φιλόστοργον, δηλαδή τον ηρώτων με απλότητα, όταν τον έβλεπον, ότι ήρχετο από το κελλίον του χαροποιός, απεκρίθη τοιουτοτρόπως· «Η ψυχή εκείνου, όστις θέλει προσκολληθή εις τον Θεόν, όταν τρωθή από τον έρωτά Του και αναβή υπεράνω όλης της κτίσεως, ζη δε υπεράνω των ορατών πραγμάτων και δεθή όλος με τον πόθον του Θεού, δεν δύναται ουδόλως να κρυβή, καθώς και ο Κύριος υπεσχέθη, λέγων· «Ο πατήρ σου, ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ: 4, 6). Και αλλαχού· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε:16). Διότι η καρδία σκιρτά και ευφραίνεται και ο νους αναβρύει και το πρόσωπον γίνεται ιλαρόν και χαροποιόν, κατά τον σοφόν, όστις είπε· «Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρ. ιε: 13). Εγώ πάλιν του είπον· «Ω θειότατε Πάτερ, δίδαξόν με, δι’ αγάπην της αληθείας, τι είναι η ψυχή και πως εθεωρήθη από τους Αγίους;» Δεχθείς δε εκείνος τον λόγον μου με πολλήν ημερότητα, καθώς συνήθιζεν, απεκρίθη εις εμέ ειπών· «Τέκνον μου πνευματικόν φίλτατον, “χαλεπώτερά σου μη ζήτει, και ισχυρότερά σου μη εξέταζε” (Σειρ. γ:21). Διότι δια τον τόσον υψηλόν λόγον, δια τον οποίον με ηρώτησες, συ είσαι νήπιον ακόμη, δηλαδή ατελής και δεν ημπορείς να χωνεύσης στερεωτέραν τροφήν, ήτοι να εννοήσης υψηλότερα νοήματα από την δύναμίν σου· όπως ακριβώς και η τροφή των τελείων ανδρών δεν είναι ωφέλιμος εις τα τρυφερά νήπια, τα οποία έχουν ανάγκην να τρώγουν ακόμη γάλα». Εγώ δε προσπίπτων εις τους ωραίους πόδας του και κρατών τούτους σφιγκτά, τον παρεκάλουν θερμότερον να μου εξηγήση. Εκείνος τότε υποχωρήσας εις τας πολλάς μου παρακλήσεις μού είπεν εν συντομία, ότι εάν δεν ίδη τις την ανάστασιν της ψυχής του, δεν ημπορεί να μάθη ακριβώς τι είναι η νοερά ψυχή. Αλλ’ εγώ και πάλιν παρακαλών, με την οφειλομένην ευλάβειαν, του είπον· «Φανέρωσόν μοι, ω Πάτερ, αν ίσως έφθασες εις το μέτρον ταύτης της αναβάσεως· εάν δηλαδή έμαθες τι είναι η νοερά ψυχή». Με μεγάλην τότε ταπείνωσιν μοι απεκρίθη· «Ναι». Είπον δε εγώ· «Λοιπόν, δι’ αγάπην του Κυρίου, δίδαξόν με εκείνο το οποίον δύναται να προξενήση εις την ψυχήν μου μεγάλην ωφέλειαν». Τότε η θεία εκείνη και κατά πάντα σεβασμία μοι ψυχή, αφού επήνεσε την προθυμίαν μου, έκαμεν εις εμέ την εξής διδασκαλίαν· «Η ψυχή, όταν αποδείξη όλην την προθυμίαν της και αγωνισθή δια μέσου των πρακτικών αρετών μετά λόγου και διακρίσεως, τότε, συστέλλουσα όλα τα πάθη, τα υποτάσσει· και όταν υποτάξη τα πάθη, τότε την περιτριγυρίζουν αι φυσικαί αρεταί και την ακολουθούν, καθώς ακολουθούν αι σκιαί τα σώματα. Όχι δε μόνον την ακολουθούν, αλλά και την διδάσκουν και την καθοδηγούν εις τα υπέρ φύσιν, ως εις ανάβασιν πνευματικής κλίμακος. Και όταν ο νους, με την χάριν του Χριστού, αναβή εις τα υπέρ φύσιν, τότε φωτιζόμενος από την λάμψιν του Αγίου Πνεύματος εξαπλούται λαμπρώς εις την θεωρίαν και γενόμενος υψηλότερος από τον εαυτόν του, κατά το μέτρον της Χάριτος, το οποίον ήθελε δοθή εις αυτόν από τον Θεόν, βλέπει φανερώτερα και καθαρώτερα τας φύσεις των όντων κατά την σχέσιν και τάξιν την οποίαν έχουν και όχι καθώς φλυαρούν οι έξω σοφοί, με το να προστρέχουν εις μόνην την σκιάν των πραγμάτων, μη φροντίζοντες να ακολουθούν, καθώς πρέπει, την ουσιώδη ενέργειαν τηςφύσεως. Διότι λέγει η θεία Γραφή· «Εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν» (Ρωμ. α:21-22). Έπειτα, συνέχισε λέγων ο Όσιος, η ψυχή εκείνη, ήτις ήθελε δεχθή τον αρραβώνα και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, ολίγον κατ’ ολίγον, δια το πλήθος των οραμάτων, τα οποία βλέπει, εγκαταλείπει τα προηγούμενα και αναβαίνει εις τα ανώτερα και θειότερα· καθώς και ο θείος Παύλος λέγει· «Τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. γ:14). Τότε η ψυχή εκείνη, ήτις ήθελε καθαρισθή τοιουτοτρόπως, πράγματι αποβάλλει κάθε δειλίαν και φόβον και προσκολληθείσα με τον έρωτα του Νυμφίου της Χριστού βλέπει, ότι οι φυσικοί της λογισμοί παύουν τελείως και πίπτουν όπισθεν αυτής, κατά την διάταξιν των Αγίων Πατέρων, αύτη δε ανερχομένη εις το ανίδεον και απόρρητον κάλλος, διαλέγεται μόνη με μόνον τον Θεόν, φωτιζομένη λαμπρώς από την λάμψιν και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Αφ’ ου λοιπόν τοιουτοτρόπως φωτισθή από το άπειρον εκείνο φως, κινείται προς Αυτόν μόνον τον Θεόν και δια μέσου της θαυμασίας ταύτης και νέας αλλαγής δεν αισθάνεται πλέον όλως διόλου τούτο το ταπεινόν και γήϊνον υλικόν σώμα. Διότι τότε η ψυχή φαίνεται διαφανής και λαμπρά, χωρίς καμμίαν πρόσθετον υλικήν προσπάθειαν. Φαίνεται δηλαδή φύσις κυρίως νοερά, καθώς ήτο προ της παραβάσεως ο γενάρχης ημών Αδάμ, ο οποίος, πρότερον μεν ήτο κεκαλυμμένος από την Χάριν του απείρου εκείνου φωτός, κατόπιν δε, δια την πικράν, αλλοίμονον, παράβασιν, εγυμνώθη από την φωτεινήν εκείνην δόξαν και λάμψιν και ούτω ο πολύτιμος άνθρωπος εφάνη γυμνός. Μου είπεν ακόμη και τούτο ο Όσιος· «Ο άνθρωπος εκείνος, όστις έφθασεν εις τούτο το ύψος δια μέσου της κοπιώδους μελέτης και της νοεράς προσευχής και είδε καθαρά και εγνώρισε την ιδικήν του κατάστασιν, εις την οποίαν ήλθε με την Χάριν του Χριστού, εκείνος είδε την ανάστασιν. Άρα και αυτή η ψυχή, ήτις ήθελε καθαρισθή με τοιούτον τρόπον, ημπορεί να λέγη ομού μετά του θείου Παύλου· «Είτε εντός του σώματος, είτε εκτός, ουκ οίδα». Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και αυτή η ιδία απορεί και εκπλήσσεται και δια τούτο φωνάζει με θαυμασμόν· «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τα κρίματα Αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί Αυτού!» (Ρωμ. ια:33). Ταύτα είπεν εις εμέ ο θειότατος εκείνος Πατήρ. Περί δε των μαθητών αυτού, οίτινες ανήλθον εις το ύψος της αρετής με την οδηγίαν του Οσίου, δεν γνωρίζω πως να διηγηθώ, κατά την αξίαν των και καθώς πρέπει, τους αγώνας των και τας αρετάς των, διότι ο πρώτος του μαθητής ήτο ο μακάριος Γεράσιμος, όστις κατήγετο, ως προείπον, από την Εύριπον, όστις και μετέπειτα έγινε μαθητής χρησιμώτατος και λίαν αξιέπαινος του Αγιωτάτου Πατριάρχου Ισιδώρου, επειδή εξ αρχής εδιδάχθη καλώς παρά του θείου Γρηγορίου την αρετήν και την πολιτείαν, ήτις αρμόζει εις τους Μοναχούς. Ούτος λοιπόν ο θαυμάσιος εμιμήθη τον παλαιόν εκείνον Όσιον Γεράσιμον τον Ιορδανίτην. Καθώς δε εκείνος, ακολουθήσας τον δρόμον των Αποστόλων, ημέρωσε καλώς την έρημον του Ιορδάνου και ανήγειρε τας σεβασμίας εκείνας μονάς, καθ’ όμοιον τρόπον και ο νέος ούτος Γεράσιμος επολιτεύθη. Αφ’ ου δηλαδή επληρώθη υπό της θείας Χάριτος, φωτισθείς από τον Θεόν, μετέβη εις την Ελλάδα, όπου επισκεπτόμενος αποστολικώς όλους τους εκεί πεινώντας και διψώντας από λόγον Θεού, τους εχόρτασεν από την γλυκυτάτην διδασκαλίαν της αρετής και τους επλούτισεν, όσον ήτο δυνατόν, με τον αιώνιον πλούτον του αγιασμού και της ευσεβείας. Συναθροίσας δε και ούτος πλήθος μαθητών δια της φροντίδος και της επιμελείας του, συνέστησε, με την βοήθειαν του Θεού, χώραν ουράνιον και κατοικητήριον Μοναχών και εδίδαξεν εις αυτούς την ακριβή και αγγελικήν πολιτείαν εκείνην, ήτις αρμόζει εις τα ησυχαστήρια, διδάσκων και παρακινών αυτούς προς το ύψος της αρετής. Όπως λοιπόν ο παλαιός Όσιος Γεράσιμος, τοιουτοτρόπως και ο νέος ούτος Γεράσιμος ηξιώθη να ίδη, εν τη ησυχία ευρισκόμενος, θείας οράσεις, ζήσας δε πολιτείαν αξιοθαύμαστον και αγωνισάμενος πνευματικώς, όσον ήτο δυνατόν, ανεπαύθη εν Κυρίω. Δεύτερος μαθητής του Οσίου ήτο ο Ιωσήφ, ο συμπατριώτης και σύντροφος του Γερασίμου. Όστις τόσους αγώνας υπέφερε μεγαλοψύχως δια την Ορθοδοξίαν, ισχυρώς εναντιούμενος εις τους Λατίνους και τόσον πολλούς εξέβαλεν από την κακοδοξίαν των Λατίνων, μεταστρέψας τούτους εις την Ορθοδοξίαν, με την χάριν του Χριστού, ώστε κανείς από τους ονομαστούς και προκόπτοντας εις την έξω σοφίαν δεν ηδυνήθη να συμβάλη τόσον εις την μεταστροφήν προς την Ορθοδοξίαν, ως ούτος ο Ιωσήφ· διότι, αν και ήτο ανίδεος κατά την έξω σοφίαν, όμως κατείχε την εσωτερικήν και αληθινήν σοφίαν, την Χάριν, λέγω, του Αγίου Πνεύματος, με την οποίαν και οι αλιείς εκείνοι, οι θείοι Απόστολοι, εδοξάσθησαν και κατήσχυσαν τους έξω σοφούς. Τοιουτοτρόπως και ο θαυμάσιος Ιωσήφ εδοξάσθη παρά Θεού και κατήσχυσε τους Λατίνους. Τας δε λοιπάς αρετάς εκείνου και τα της περιφήμου και σεμνοτάτης πολιτείας του, ποίος δύναται να διηγηθή καθώς πρέπει; Δια τούτο και εγώ σιωπώ. Συ δε, ω ακροατά, στοχάσου, παρακαλώ, άλλον μαθητήν του Αγίου, τον θαυμάσιον Αββάν Νικόλαον, όστις κατήγετο από τας Αθήνας, γέρων πολύ, έως ογδοήκοντα χρόνων, άξιος ευλαβείας δια το αιδέσιμον γήρας του, την φρόνησίν του και την σεμνότητα του ήθους του. Ούτος και δια την Ορθοδοξίαν πολλά μεγαλοψύχως υπέφερεν από τον βασιλέα Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγον, τον Λατινόφρονα, πολλάς εξορίας και αρπαγάς των υπαρχόντων του και πολλάς σκοτεινάς φυλακάς. Διότι εις καιρόν ότε ο θείος Νικόλαος εκήρυττεν εις την πατρίδα του τον λόγον του Θεού και εδίδασκε τον λαόν να φυλάττουν την Ορθοδοξίαν και να μη δέχωνται τα σαθρά δόγματα των Λατίνων, απέστειλεν ο βασιλεύς υπηρέτας ιδικούς του, λατινόφρονας, πολύ σκληρούς και απανθρώπους, δια να τον τιμωρήσουν. Κατά την προσταγήν λοιπόν του βασιλέως τον έδεσαν σφιγκτά με σχοινία και με αλύσους εις τον λαιμόν και εις τας χείρας και του εξύρισαν την τιμίαν γενειάδα του, δια καταισχύνην. Ραβδίζοντες δε τούτον απανθρώπως και κτυπώντες τον με τους πόδας των, τον έσυραν αλύπητα εις τας δημοσίας οδούς και τον περιέφερον εις όλα τα σημεία δια να τον θεατρίσουν, μη γνωρίζοντες, οι ματαιόφρονες, ότι εθεάτριζον περισσότερον εαυτούς, δια της κακίας την οποίαν εδείκνυον, εις εκείνον δε προσέφερον μεγίστην δόξαν. Αλλ’ επειδή, θείω ελέει, η Εκκλησίας του Χριστού ήλθε πάλιν εις βαθείαν ειρήνην, αφού έπαυσεν ο διωγμός εκείνος και έγινεν Οικουμενικός Πατριάρχης ο αγιώτατος Ιωσήφ, έθεσεν εις εφαρμογήν πολλούς και διαφόρους τρόπους, δια να χειροτονήση Αρχιερέα τον θείον Νικόλαον. Εκείνος όμως, ως μετριόφρων και ταπεινός, δεν έστερξε κατ’ ουδένα τρόπον, αλλά ποθών την ησυχίαν μετέβη εις το Άγιον Όρος. Όμως ο τότε Πρώτος του Αγίου Όρους, βλέπων τούτον εστολισμένον με κάθε είδους αρετήν και ευλάβειαν, τον ηγάπησε πολύ, επειδή και αυτός ήτο εργάτης της αρετής και τον ώρισεν, αν και μη θέλοντα, Εκκλησιάρχην εις την σεβασμίαν Μονήν των Καρυών. Πλην δεν παρήλθε πολύς καιρός, αφ’ ότου συνήντησε τον θαυμαστόν Γρηγόριον και συνομιλών μετ’ αυτού, ευθύς ως ήκουσε τους γλυκυτάτους λόγους του εγένετο μαθητής του με όλην την προθυμίαν της ψυχής του. Διότι καθώς το αλεξικέραυνον (ο μαγνύτης), με άρρητον βίαν της φύσεως, σύρει επάνω του και οικειοποιείται τον στερεώτατον σίδηρον, τοιουτοτρόπως και ο θείος ημών Διδάσκαλος με τους ψυχωφελείς λόγους του τους οποίους πας φρόνιμος άνθρωπος ήθελεν ονομάσει λόγους ζωής αιωνίου και, τη αληθεία, θείας φωνάς, έσυρε προς εαυτόν εκείνους, οίτινες τον εγνώριζον και συνωμίλουν μετ’ αυτού. Καθώς δε συνέβη εις τον καιρόν του Χριστού μας, ότε τον είδεν ο Ανδρέας και ευθύς εγκαταλείπων τον Πρόδρομον Ιωάννην ηκολούθησεν αχωρίστως τον Ιησούν μας, ούτω συνέβη πολλάκις και εις τον καιρόν του θείου Γρηγορίου. Διότι οι πλέον ενάρετοι των Μοναχών, ευθύς ως έβλεπον, ότι έφθασεν εις τόσον άκραν ευλάβειαν και εις τόσην πνευματικήν αταραξίαν και γαλήνην και ότι με το ήμερον και χαροποιόν του πρόσωπον εφανέρωνε την εσωτερικήν λάμψιν και χάριν της ψυχής του, άφηναν τους Γέροντας και προστρέχοντες εις την διδασκαλίαν και συνοδίαν εκείνου, υπετάσσοντο εις αυτόν, επιθυμούντες να επιτύχουν την ωφέλειαν, ήτις εξ αυτού προήρχετο. Τούτο έπραξε και ο σεβάσμιος ούτος Αββάς Νικόλαος και όχι μόνον εγκατέλειψε τιμάς και δόξας ανθρωπίνας, ως εν βάρος μάταιον και περισσόν, αλλά κατεφρόνησε και γηρατεία και χρόνους και οδηγών τον εαυτόν του με υποταγήν, τον έρριψεν εις τους ωραίους πόδας του Οσίου και ανεδέχθη μετά χαράς τον αγώνα και τον κόπον της υποταγής, ως να εύρε κανέν μεγάλον εύρημα· όθεν και παραδίδων την θέλησίν του εις την γλυκύτητα των λόγων του και εις την οδηγίαν του, έγινε δόκιμος εις πάσαν αρετήν και μάλιστα την ταπείνωσιν, υπερβάς όλους τους συναδέλφους του. Αλλά και την οικονομίαν την οποίαν έκαμνεν εις τους υποτακτικούς του ο θείος Πατήρ πρέπει όλοι να θαυμάσωμεν. Διότι οπόταν ήθελε να διορθώση κανένα μαθητήν του, όστις έπταιε, στοχαζόμενος με το διορατικόν της ψυχής το συμφέρον εις τον υποτακτικόν, εξαίφνης τον ωνείδιζε, ωνόμαζε τούτον κακόγηρον και σαπρόν γέροντα, ότι κατεγήρασεν εις τα κακά και κανένα καλόν δεν έκαμεν· ακόμη τον έλεγε και οκνηρόν και ότι αμελεί την σωτηρίαν του. Πολλάκις δε επρόσταζε και κανένα Μοναχόν με αυστηρότητα και απεμάκρυνε τον τοιούτον από την τράπεζαν, οικονομών με κάθε τρόπον το συμφέρον της ψυχής του. Ταύτα λοιπόν ακούσας ο του Χριστού Αθλητής Αββάς Νικόλαος προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου με πολλήν ταπεινοφροσύνην και έκλαιεν. Αλλ’ εγώ, διηγούμενος ταύτα, συστέλλομαι κατά την ψυχήν και έμπλεως δακρύων πληρούμαι από θαυμασμόν στοχαζόμενος τούτον τον σεβάσμιον Γέροντα εξηπλωμένον εις τους πόδας του διδασκάλου. Συ δε ο ακροατής στοχάσου και θαύμαζε την οικονομίαν, την οποίαν έκαμνεν ο θείος εκείνος Πατήρ· διότι αφού ωνείδιζε τοιουτοτρόπως τον μαθητήν εκείνον, όστις έσφαλεν, ύστερον τον ενουθέτει και συγχωρών αυτόν τον απέλυε με μεγάλον κέρδος της ψυχής του. Ταύτα λοιπόν όσα είπον, είναι ολίγα εκ των πολλών, επειδή δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις κατά μέρος όλα τα κατορθώματα του Οσίου. Συ δε αγαπητέ, ίδε άλλον μαθητήν του θείου Γρηγορίου, τον αξιοθαύμαστον Μάρκον, ο οποίος κατήγετο και αυτός από τας Κλαζομενάς, μεταβάς δε εις Θεσσαλονίκην εκουρεύθη Μοναχός εις το σεβάσμιον Μοναστήριον, το οποίον ωνομάζετο του Κυρίου Ισαάκ, τελευταίον δε έφυγεν εις το Άγιον Όρος και, ίνα είπω με συντομίαν, ηγωνίσθη με πολλήν προθυμίαν και επιμέλειαν αποκτήσας την νοεράν προσευχήν και την νήψιν και αγαπών με υπερβολήν να προσεύχεται αδιαλείπτως. Αλλά παρ’ όλον ότι έγινε θησαυροφυλάκιον όλων των αρετών, τόσον πολύ ηγάπησε την ταπείνωσιν και την υπακοήν, ώστε ήθελε να υπηρετή προθύμως, όσον ήτο δυνατόν εις αυτόν, εις πάσαν ανάγκην όχι μόνον τον Προεστώτα αλλά και όλην την αδελφότητα. Προς τούτοις δεν ηυχαριστείτο πλήρως, αν δεν υπηρέτει, ως δούλος, και όλους τους ξένους Μοναχούς, όσοι ήρχοντο εκεί· διότι ούτος πράγματι εφήρμοζε με τα έργα, χωρίς καμμίαν υπόκρισιν, την εντολήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την λέγουσαν· «Ει τις θέλει πρώτος είναι, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρκ. θ:35). Όθεν δια τας αρετάς του ταύτας δεν υπήρχε κανείς, όστις να μη εθαύμαζεν εξαιρετικώς και να μη επήνει τον θείον τούτον Μάρκον. Δεν υπήρχε κανείς, όστις βλέπων έστω και δια μίαν και μόνην φοράν την μορφήν του, ήτις απέπνεεν ευωδίαν πνευματικήν, να μη ελάμβανεν από αυτήν αγιασμόν εις την ψυχήν του και να μη είχε τούτον τον Όσιον παράδειγμα, ίνα κατασταθή και εκείνος ταπεινόφρων, όπως ο θείος Μάρκος, όστις και αφού έφθασεν εις γήρας βαθύ ήθελε να κάμη τας ιδίας ασκήσεις με πολλήν του χαράν, μη υπολογίζων καθόλου το γήρας του, ή αδυναμίαν, ή άλλην καμμίαν αιτίαν, ήτις να τον ημπόδιζεν, αλλ’ έκαμνε πάντοτε με προθυμίαν πάσαν διακονίαν, ακόμη και την του φρέατος, από του οποίου ήντλει το ύδωρ και την του μαγειρείου και πάσαν άλλην χωρίς ουδέποτε να βαρυνθή και να αμελήση. Ο δε πανάγαθος Κύριος, όστις μακαρίζει τους ταπεινούς τη καρδία, βλέπων την τόσην ταπεινοφροσύνην του, τον ύψωσεν εις τόσην δόξαν, ώστε πλουσίως φωτισθείς από την θείαν Χάριν, έγινε λαμπρότατον όργανον του Αγίου Πνεύματος. Διότι, επιτυχών να φθάση εις τον ατάραχον και ήσυχον λιμένα και να ενώση όλως διόλου την έφεσίν του με τον Θεόν, διελέγετο μόνος με μόνον τον Θεόν και ηυφραίνετο ανεκδιηγήτως από την λαμπρότητα του Θεού, μετέδιδε δε και εις πολλούς άλλους μεγάλην ψυχικήν ωφέλειαν από την διδασκαλίαν και τον αγιασμόν, όστις υπήρχεν εις αυτόν. Το χάρισμα τούτο του μακαρίου Μάρκου εγνώρισα και εγώ ο ίδιος προσωπικώς από την μακράν μας γνωριμίαν, καθόσον ηξιώθην να γίνω και εγώ συγκάτοικος και ομοδίαιτος τούτου και δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος είχον πάντοτε το αυτό φρόνημα και την αυτήν γνώμην κατά πάντα μετ’ αυτού. Διότι εξ αρχής της γνωριμίας ημών ηγάπησα ολοψύχως και ετίμησα με κάθε σέβας και ευλάβειαν την φιλίαν του. Αν δε και μου παρήγγειλε να μη κοινολογώ τας αρετάς και τα προτερήματα, τα οποία του εχάρισεν ο Θεός, όμως επειδή και ο έπαινος των Αγίων αναφέρεται εις τον Θεόν, δια τούτο έκρινα δίκαιον να μη σιωπήσω καθόλου τα κατορθώματά του, τα οποία και λέγονται και ακούονται με χαράν και ευχαρίστησιν και παρακινούν εκείνους, οίτινες τα ακροάζονται εις μίμησιν αυτών. Διότι θέλων ποτέ να αναχωρήση ο θείος Πατήρ ημών Γρηγόριος και να υπάγη εις την σεβασμίαν Λαύραν, τοιουτοτρόπως συνήνωσε πνευματικώς ημάς τους δύο τον ένα με τον άλλον δια των διδασκαλιών και των νουθεσιών του, ώστε εφαίνετο ότι είχομεν και οι δύο μίαν ψυχήν εις δύο σώματα. Μας επρόσταξε δε ο θείος Γρηγόριος να μείνωμεν αχώριστοι έως τέλους. Αλλά και κατά την τελευταίαν στιγμήν της αναχωρήσεώς του μας είπε πάρα πολλά καλά, κινούμενος προς τούτο από την εις αυτόν ενοικούσαν Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Διότι, μας είπεν, εάν ευρισκώμεθα ούτως ηνωμένοι, θέλομεν αξιωθή και της Βασιλείας των ουρανών. Ημείς δε, κάμνοντες την συνειθισμένην μετάνοιαν εις αυτόν και λαβόντες την ευλογίαν του ομού με τας ευχάς του, είμεθα ηνωμένοι ο εις μετά του άλλου και αχώριστοι, εν και το αυτό αισθανόμενοι, φρονούντες και πράττοντες. Η φράσις «τούτο ιδικόν μου» και «τούτο ιδικόν σου» δεν γνωρίζομεν να ελέχθη μεταξύ ημών επί ολοκλήρους είκοσι οκτώ χρόνους όπου εμείναμεν μαζί. Αλλ’ εάν τις εκάλει τον Κάλλιστον, έβλεπεν ευθύς μετ’ αυτού και τον Μάρκον· και εάν εκάλει τον Μάρκον, έβλεπεν συγχρόνως και τον Κάλλιστον· εις τρόπον ώστε, όλοι οι Πατέρες, οίτινες κατώκουν εις την Σκήτην εκείνην, έστρεφον προς ημάς τα βλέμματα δια την καλήν ομόνοιαν την οποίαν είχομεν με την Χάριν του Χριστού και είχον ημάς ως επαινετόν παράδειγμα. Αν δε τυχόν καμμίαν φοράν, από φθόνον του διαβόλου, ηγείρετο μεταξύ τινών εξ αυτών φιλονικεία και διχόνοια, ενεθυμούντο πολλάκις το ιδικόν μας θεάρεστον παράδειγμα δια να ειρηνεύουν. Μετά ταύτα, δεν γνωρίζω πως, συνέβη εις τον Μάρκον σωματική τις ασθένεια. Όθεν μετέβημεν εις την ιεράν Λαύραν, προς θεραπείαν του πάθους του. Βλέποντες δε οι εκεί Πατέρες την πολλήν αυτού αρετήν, δεν τον άφησαν να αναχωρήση εκείθεν, θεωρούντες την στέρησίν του ως ζημίαν ανεπανόρθωτον. Εγώ δε, του Θεού βοηθούντος, μετέβην εις την σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων. Τότε εφάνη εις τινας, ότι εχωρίσθημεν ο εις από τον άλλον. Όμως φαινομενικώς εχωρίσθημεν, κατά τα σώματα και κατά τον τόπον, αλλά κατά την ψυχήν είμεθα ως πάντοτε ηνωμένοι δια της Χάριτος του Θεού, ήτις συνδέει και συγκρατεί τα καλά. Όθεν, όπου και αν ευρισκόμεθα, εμέναμεν πάντοτε ηνωμένοι ο εις μετά του άλλου. Έκαστος δε εξ ημών εφύλαττε την ενθύμησιν του άλλου καθαράν με πόθον πολύν, κρατούντες αυτήν εις τον νουν μας πάντοτε. Αλλ’ ο μακάριος Μάρκος τόσον εδοξάσθη παρά Θεού και καθ’ εκάστην ελάμβανε προσθήκην νέας δόξης, με τας δωρεάς και την φώτισιν της οποίας ηξιούτο παρ’ Αυτού, ώστε να είναι αδύνατον να διηγηθώ περί τούτων καθώς πρέπει. Ας είπω λοιπόν και δι’ άλλους μαθητάς του Αγίου, και μάλιστα δια τον αξιέπαινον Ιάκωβον, τον ευλογημένον Ααρών και τον μακάριον Κλήμεντα και άλλους τινάς, διότι αδύνατον είναι να είπω δι’ όλους. Ο θείος Ιάκωβος με τας διδασκαλίας και την οδηγίαν του θείου Γρηγορίου εις τόσον ύψος αρετής έφθασεν, ώστε ηξιώθη να λάβη και το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, γενόμενος Επίσκοπος Σερβίων, ολίγον δε μετά τον Ιάκωβον ήλθεν εις το Άγιον Όρος και ο Ααρών, τον οποίον εδέχθη ο Όσιος από ευσπλαγχνίαν, διότι ήτο τυφλός. Εδιδάχθη λοιπόν από αυτόν ο Ααρών, ότι ο Θεός δια την άκραν του αγαθότητα έγινεν άνθρωπος, ίνα ανακαλέση τον προπάτορα ημών Αδάμ, όστις εξέπεσε δια την παράβασιν και ελευθερώνων τούτον από την τυραννίαν του διαβόλου, τον έφερε πάλιν εις την πρώτην του ευγένειαν, αναστήσας αυτόν από την φθοράν του θανάτου και ότι η τύφλωσις των οφθαλμών του σώματος όχι μόνον καθαρίζει τους οφθαλμούς της ψυχής, αλλά χαρίζει και φως αιώνιον εις εκείνους, οίτινες την υποφέρουν αγογγύστως και ελπίζουν αδιστάκτως εις τον Θεόν. Όταν δε ημείς, με την βοήθειαν και Χάριν του Θεού, καθαρίσωμεν τας καρδίας μας δια μέσου της θερμής προσευχής και της ακαταπαύστου δεήσεως, τότε φωτίζεται ο νους και η διάνοια ημών και γίνονται εις την ψυχήν ως δύο οφθαλμοί. Όταν δε φωτισθούν και ανοίξουν οι οφθαλμοί αυτοί της ψυχής μας, τότε ο κατά Θεόν πνευματικός αυτός άνθρωπος βλέπει φυσικώς, καθώς έβλεπε και ο Αδάμ προ της παραβάσεως. Ταύτας τας νουθεσίας ακούων ο Ααρών και καλώς εφαρμόζων ταύτας παρεκάλει τον Θεόν με συντριβήν καρδίας, λέγων ούτω· «Κύριε ο Θεός μου, ο την χαμαί συγκύπτουσαν ανορθώσας και λόγω μόνω τον παράλυτον συσφίγξας, και τους οφθαλμούς του τυφλού διανοίξας, έπιδε επ’ εμέ, τη αφάτω σου ευσπλαγχνία και την συγκύπτουσαν αθλίαν ψυχήν μου μη εγκαταλείψης εν τω βορβόρω της αμαρτίας και τω λάκκω της απογνώσεως. Αλλ’ ως οικτίρμων, τους οφθαλμούς της καρδίας μου διάνοιξον προς το εγκαθιδρύσαι τον φόβον σου εν αυτή, συνιέναι τας εντολάς σου και ποιείσαι το θέλημά σου». Τοιουτοτρόπως δε παρακαλών συχνάκις τον Θεόν εκ βάθους ψυχής ο Ααρών, εισηκούσθη παρά του Θεού και εφωτίσθησαν οι οφθαλμοί της ψυχής του, εις τρόπον ώστε όχι μόνον δεν εχρειάζετο πλέον χειραγωγόν δια να τον οδηγή εις τον δρόμον, αλλά και καθήμενος εντός του κελλίου του, προέβλεπε και έλεγεν· «Εξέλθετε, διότι έρχεται προς ημάς ο τάδε Γέρων ή ο τάδε αδελφός»· παραδόξως δε επηλήθευεν η πρόρρησις καθώς ακριβώς έλεγεν. Αλλά και όταν επλησίαζεν η εορτή μεγάλου τινός Αγίου ή Δεσποτική τοιαύτη, από ημερών πολλών το έλεγεν αδιστάκτως, χωρίς να του είπη τι κανείς. Ερωτώμενος δε πως εγνώριζε ταύτα, απεκρίνετο, ότι προτήτερα από την εορτήν εκείνην, ήρχετο από τον Θεόν εις την ψυχήν του μέγα φως και δόξαν και εκείθεν αοράτως τα εμάνθανεν. Αλλά και τούτο είναι άξιον να θαυμάζη τις! Μίαν φοράν, εν ω ο Ααρών ούτος μετέβαινε μετά του προειρημένου Ιακώβου εις Μοναχόν τινά, όστις διέμενε περί τα δύο μίλια μακράν από το κελλίον εκείνου, φωτισθείς από τον Θεόν ο Ααρών, είπε προς τον Ιάκωβον· «Ο Μοναχός, προς τον οποίον μεταβαίνομεν, έχει εις τας χείρας του το ιερόν Ευαγγέλιον και αναγινώσκει την τάδε περικοπήν». Πράγματι, όταν κατόπιν έφθασαν εις το κελλίον του Μοναχού και εξήτασαν με ακρίβειαν, εύρον, ότι ήτο αληθές εκείνο το οποίον προείπεν ο Ααρών. Και ταύτα μεν από των πολλών ολίγα. Πρέπον όμως είναι να είπωμεν ολίγα και δια τους άλλους μαθητάς του Οσίου, τον Μωϋσήν, τον Λογγίνον, τον Κορνήλιον, τον Ησαϊαν και τον Κλήμεντα. Και ούτοι ήρχισαν και εβάδισαν την κατά Θεόν πολιτείαν με πολλήν προθυμίαν αγωνισθέντες με πολλούς ιδρώτας και κόπους προς τον σκοπόν όπως αποκτήσουν όλας τας αρετάς. Ησχολούντο δε και ούτοι ακαταπαύστως εις την σωτήριον εργασίαν της νοεράς προσευχής, ένεκα δε ταύτης απέκτησαν και πολλούς μαθητάς και ειρηνικώς ετελεύτησαν, παραδώσαντες τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Επειδή δε ενεθυμήθην τον θαυμαστόν Κλήμεντα, δίκαιον είναι να διηγηθώ και ολίγα τινά εξ εκείνων, τα οποία εχάρισεν ο Θεός εις αυτόν. Ούτος λοιπόν ο Κλήμης ήτο γέννημα και θρέμμα της Βουλγαρίας και εποίμαινε πρόβατα. Νύκτα δε τινά, εκεί όπου εφύλαττε τα πρόβατα, είδε φωταψίαν μεγάλην, ήτις έλαμψεν επάνω από την ποίμνην του, ησθάνθη δε χαράν μεγάλην εις την ψυχήν του. Διαπορών τότε εστοχάζετο μήπως, ενώ έστεκεν όρθιος, τον επήρεν ολίγος ύπνος και απεκοιμήθη εκεί επάνω εις την ράβδον του και χωρίς να το καταλάβη εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος. Ενώ λοιπόν εσυλλογίζετο ταύτα, είδε το φως εκείνο να απομακρύνεται ολίγον κατ’ ολίγον και να ανέρχεται εις τους ουρανούς, έγινε δε και πάλιν σκότος και νυξ. Εκ του γεγονότος τούτου τόσον εχάρη ο Κλήμης, ώστε ευθύς μετέβη εις το Άγιον Όρος, όπου, ευρών εις την Σκήτην του Μορφινού Μοναχόν τινά αγράμματον μεν αλλ’ ευλαβή και ενάρετον, υπετάχθη εις αυτόν και δεν εδιδάχθη από εκείνον άλλο τι εκτός του «Κύριε, ελέησον». Όταν δε παρήλθεν ολίγος καιρός, ήρχισε πάλιν, ολίγον κατ’ ολίγον, να φαίνεται εκείνο το φως και επλήρωσε την ψυχήν του από θείαν Χάριν. Διότι ο ευλογημένος εκείνος ήτο άνθρωπος πολύ απλούς και ουδεμίαν είχε περιέργειαν, αλλ’ επρόσεχεν εις μόνον τον Θεόν. Επειδή δε και ο Γέρων αυτού δεν ήτο ικανός να εννοήση το γεγονός τούτο, παρέλαβε τον Κλήμεντα και μετέβησαν εις τον θείον Γρηγόριον, εις τον οποίον ο Κλήμης διηγήθη τα διατρέξαντα. Προς τούτοις παρεκάλεσεν αυτόν θερμώς ο Κλήμης να τον δεχθή και να τον συναριθμήση με την καλήν συνοδείαν του. Ο Όσιος λοιπόν, ως μιμητής του Χριστού, διψών την σωτηρίαν πάντων, τον εδέχθη ιλαρώς και οδηγήσας τούτον κατά μόνας τον εδίδαξεν όλα εκείνα τα οποία προξενούν σωτηρίαν εις την ψυχήν του, παραγγείλας εις αυτόν να έχη υπομονήν και ταπείνωσιν και να ελπίζη πάντοτε εις τον Θεόν, από τον οποίον προέρχεται κάθε καλόν το οποίον επιτυγχάνεται από τους ανθρώπους. Επί πλέον του παρήγγειλε να μη αμελή ουδέποτε τον κανόνα, τον οποίον του ώρισε· να έχη δε και την φροντίδα του θανάτου ακατάπαυστον. Ο Κλήμης λοιπόν δεχθείς με πολλήν ταπεινοφροσύνην τας παραγγελίας του θείου Πατρός, υπεσχέθη να πράξη αόκνως όλα τα προσταχθέντα. Όθεν ηγωνίζετο εις το κατά Θεόν έργον με τόσην προθυμίαν και επιμέλειαν, ώστε εντός ολίγου χρόνου εφωτίσθη κατά τον νουν με το φως της θείας Χάριτος και όχι μόνον ανυψώθη εις την θεωρίαν των όντων, αλλά και από θεωρίας εις θεωρίαν αναβαίνων, έφθασεν εις τα υπέρ φύσιν. Διότι η απλή ψυχή, ήτις προσέρχεται γνησίως εις τον Θεόν και αφιερούται όλως διόλου εις Αυτόν και Αυτόν μόνον υπηρετεί προθύμως και αδιστάκτως, γίνεται θεοειδής και επομένως σχολάζει και καταγίνεται εις τα υπέρ φύσιν. Έλεγε δε και τούτο ο μακάριος Κλήμης, ότι όσας φοράς αποστελλόμενος από τον θείον Γρηγόριον μετέβη εις την Ιεράν Λαύραν και ήκουε τους εκεί ενασκουμένους Πατέρας ψάλλοντας με ευλάβειαν την Τιμιωτέραν, έβλεπε νεφέλην φωτεινήν κατερχομένην από τον ουρανόν επάνω εις την Λαύραν, την οποίαν και εσκέπαζε θαυμασίως, έως ότου ετελείωνεν η ωδή της Τιμιωτέρας. Κατόπιν δε πάλιν την έβλεπε να ανέρχεται φωτεινή εις τον ουρανόν. Τόσον μεγάλην ψυχικήν ωφέλειαν έλαβεν ο Κλήμης από την διδασκαλίαν του Οσίου, και όχι μόνον αυτός, αλλά και όσοι άλλοι ήκουον τους θείους λόγους του και εδέχοντο τούτους μετά πόθου και ευλαβείας. Όλον λοιπόν σχεδόν το πλήθος των Μοναχών συνέτρεχον εις αυτόν, μη ανεχόμενοι κατ’ ουδένα τρόπον να μείνουν υστερημένοι από την ψυχωφελεστάτην διδασκαλίαν του. Διότι τόσην πνευματικήν σοφίαν και χάριν ηξιώθη να λάβη παρά Θεού, ώστε μεγίστην ωφέλειαν προσέφερεν εις τας ψυχάς όλων εκείνων οίτινες προσέτρεχον προς αυτόν, ως πολλάκις εκείνοι οι ίδιοι, οίτινες ταύτην εδοκίμασαν, μου διηγήθησαν. Έλεγον δηλαδή, ότι όταν ο θεοφόρητος εκείνος Πατήρ ωμίλει εις ημάς δια των πνευματικών και θεοφιλών εκείνων λόγων, μετ’ αυτών ηκολούθει και θεία Χάρις. Διότι, όταν διελέγετο περί καθάρσεως ψυχής και δια τίνος τρόπου ο άνθρωπος γίνεται Θεός, κατά χάριν, τότε ήρχετο μέσα εις την ψυχήν των θείος έρως και αγάπη τις παράδοξος και υπερβολική. Και όπως όταν, διδάσκοντος του μεγάλου Πέτρου εις την οικίαν του Κορνηλίου, κατήλθεν εις τους μαθητάς του το Πνεύμα το Άγιον, ούτως έγινε και εις εκείνους, τους οποίους εδίδασκεν ο θείος Γρηγόριος, ως έλεγον εκείνοι οι ίδιοι, οίτινες αντελήφθησαν τούτο. Μάλιστα δε μεγάλην επιμέλειαν είχεν ο αείμνηστος να παρακινή όλους τους Πατέρας, Ησυχάζοντας και Κοινοβιάτας, να καταγίνωνται εις την νοεράν προσευχήν και εις την διαφύλαξιν του νοός. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος δεν ησύχασε και εκ του φθόνου του και μόνον εκίνησεν εναντίον του Οσίου τους ελλογιμωτέρους των Μοναχών, οίτινες, παθόντες ανθρώπινον τι, εφθόνησαν τον θείον Γρηγόριον και έθεσαν ως σκοπόν των να τον εκδιώξουν από το Άγιον Όρος. Μετ’ αυτών δε ήλθον εις την αυτήν γνώμην και άλλοι, εξ αγνοίας, οίτινες ενωθέντες με την φιλονικίαν, την υπερηφάνειαν και την οίησιν, έλεγον προς αυτόν· «Μη διδάσκης εις ημάς οδόν, την οποίαν ημείς δεν γνωρίζομεν», εννοούντες με τούτο την νοεράν προσευχήν και την φυλακήν του νοός. Βλέπων λοιπόν ο Όσιος, ότι ο φθόνος ήναπτε τας καρδίας των Μοναχών εκείνων, εσκέπτετο κατά ποίον τρόπον να τους ειρηνεύση. Ήτο δε τότε εκεί πλησίον του Ασκητίς τις, Ησαϊας ονομαζόμενος, όστις ήτο ο πρώτος ο οποίος έκτισε το κελλίον του εκεί εις την Σκήτην του Μαγουλά. Ούτος δε ο μακάριος είχε πάθει πολλά κακά από τον βασιλέα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον τον λατινόφρονα, διότι δεν εδέχετο να συγκοινωνήση μετά του τότε Πατριάρχου Ιωάννου του Βέκκου, ένεκεν της υπ’ εκείνου καινοτομίας του Ορθοδόξου δόγματος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και θείω ζήλω κινούμενος, ηγωνίσθη κραταιώς υπέρ της Ορθοδοξίας και με την ακούραστον διδασκαλίαν του και την ακατάπαυστον σπουδήν και προθυμίαν του, είχε συνενώσει όλους έτι στερεώτερον με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού. Τούτον λοιπόν τον θαυμάσιον Ησαϊαν παραλαβών μεθ’ εαυτού ο Όσιος και έτερον τινά μαθητήν του, μετέβη εις το Πρωτάτον· αλλ’ εκείνος όστις ήτο τότε Πρώτος, ηδέως μεν και περιχαρώς εδέχθη αυτούς, με τρόπον δε φιλικόν και πλάγιον ήρχισε δήθεν να κεντά τον θείον Γρηγόριον, όχι διότι εδίδασκε περί νήψεως και νοεράς προσευχής, επειδή πως ήτο δυνατόν να φέρεται εναντίον της αληθείας και του Οσίου άνθρωπος όστις ήτο πνευματοφόρος και εκήρυττεν εμφανώς τα θεία εις κοινήν ωφέλειαν; Όχι λοιπόν δια ταύτα ωμίλησε προς τον Όσιον, αλλά διότι εδίδασκε δήθεν χωρίς την άδειάν του. Όμως γνωρίζων επακριβώς την υπερβολικήν αρετήν του ανδρός και το ύψος της ενθέου διδασκαλίας του, ελησμόνησεν όλας τας κατά του Οσίου αιτιάσεις και συμφιλιωθείς ευθύς μετ’ αυτού, ενόμισε κέρδος μέγιστον το να περιποιηθή τον Όσιον. Όθεν τους εφιλοξένησε με πάσαν επιμέλειαν και φιλοφροσύνην και συνομιλών μετά τούτων, του Γρηγορίου δηλαδή και του Ησαϊα, έλεγε· «Σήμερον συνομιλώ με τους κορυφαίους των Αποστόλων, τον Πέτρον και τον Παύλον». Βλέποντες οι άλλοι Πατέρες την περιποίησιν, την οποίαν προσέφερεν εις αυτούς ο Πρώτος του Αγίου Όρους και ακούοντες τους επαίνους τους οποίους έλεγε δι’ αυτούς, εγνώρισαν την αλήθειαν και από τότε πλέον όλοι κοινώς, Ησυχάζοντες και Κοινοβιακοί, με μεγάλην χαράν ψυχής των, είχον κοινόν διδάσκαλον τον θείον Γρηγόριον. Ένεκεν όμως του πλήθους εκείνων, οίτινες ήρχοντο προς αυτόν, χάριν ωφελείας, δεν εύρισκε καιρόν να ησυχάζη. Δια τούτο πολλάκις απεσύρετο, ως αγαπών πολύ την ησυχίαν· και πότε μεν μετέβαινε πλησίον της σεβασμίας Μονής του Αγίου Σίμωνος, εις την οποίαν και εκάθητο ολίγον, επειδή η οδός, η οποία ωδήγει εκεί, ήτο δύσβατος και ως εκ τούτου εδυσκολεύοντο να πηγαίνουν πολλοί προς αυτόν, πότε δε εις την τοποθεσίαν την καλουμένην του Χρέντελη ή εις το βαθύτατον λαγκάδι το ονομαζόμενον του Τζεγρέα. Αλλά και εις τους ερημικούς αυτούς τόπους όπου απεσύρετο, έκτιζε και κελλία παράμερα, εις τα οποία μετετοπίζετο συχνάκις δια να αποφεύγη τους προς αυτόν ερχομένους. Διότι επόθει πολύ την αναχώρησιν και δεν ήθελεν ουδ’ επί στιγμήν να αποχωρισθή από την θεωρίαν. Τι δε συνέβη κατόπιν; ΄Ηλθεν αίφνης το βάρβαρον έθνος των Αγαρηνών και ελεηλάτει τα μέρη του Αγίου Όρους και αρπάζοντες ως ορμαθόν τους ασκουμένους εκεί Μοναχούς, τους έκαμνον δούλους. Ταύτα λοιπόν βλέπων ο Όσιος και συλλογιζόμενος, αφ’ ενός τα πολλά κακά, τα οποία υπέστη, ότε συνελήφθη ως δούλος από τους τοιούτους βαρβάρους και αφ’ ετέρου επειδή η ταραχή εκείνη και ο θόρυβος διεσκόρπιζε τον νουν του και ετάραττε την ησυχίαν του, απεφάσισε να υπάγη πάλιν εις το Σινά, δια να ησυχάση επάνω εις την Αγίαν Κορυφήν. Παραλαβών λοιπόν μετ’ αυτού τους προειρημένους μαθητάς του και εμέ, μετέβημεν όλοι ομού εις την Θεσσαλονίκην. Μετά παρέλευσιν δε δύο μηνών, παραλαβών κρυφίως από όλους εμέ μόνον μετά τινος άλλου Μοναχού, εισήλθομεν εις πλοιάριον και επλεύσαμεν εις την Χίον. Εκεί εύρομεν Μοναχόν τινά, όστις ήρχετο από την Ιερουσαλήμ, δεν γνωρίζω δε τι είπεν εκείνος εις τον Όσιον και εσταματήσαμεν τον δρόμον προς το Σινά. Όθεν αναχωρήσαντες από την Χίον μετέβημεν εις την Μυτιλήνην, διατρίψαντες δε επί τι διάστημα εις το εν αυτή όρος Λίβανον και μη δυνηθέντες να εύρωμεν και εκεί κατάστασιν ησυχίας, εφύγαμεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου λόγω της σφοδρότητος του χειμώνος εμείναμεν επί εξ μήνας εις γωνίαν τινά της πόλεως ταύτης κεκρυμμένοι ως ξένοι. Όμως ο βασιλεύς Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282 – 1328) ο της Ορθοδοξίας ζηλωτής διαπρύσιος, πληροφορηθείς, ότι ευρίσκετο εκεί ο θείος Γρηγόριος, έστειλε πολλάκις και τον προσεκάλεσεν ίνα υπάγη εις τα ανάκτορα, αλλ’ εκείνος αποφεύγων την δόξαν των ανθρώπων επροτίμησε να αναχωρήση εκείθεν. Αναχωρήσαντες λοιπόν από την Κωνσταντινούπολιν, μετέβημεν δια θαλάσσης εις την Σωζόπολιν παρεμείναμεν δε εκεί ολίγον, έως ότου έμαθε τα καθ’ ημάς Μοναχός τις, Αμηραλής καλούμενος, όστις κατώκει εις την βαθυτάτην έρημον των συνόρων, ήτις, δια τούτο, ωνομάζετο Μεσομήλιον. Ούτος ο Μοναχός προσεκάλεσε τον Όσιον να υπάγη προς αυτόν. Μεταβάς δε ο Όσιος και ιδών ότι ο τόπος είναι ήσυχος και βοηθεί εις τον κατά Θεόν σκοπόν του, ενόμισεν ότι είναι καλόν να κατοικήση εκεί. Δια τούτο κοπιάσαντες με προθυμίαν, τόσον ο Όσιος όσον και οι μαθηταί του, έκτισαν κελλία μικρά προς κατοίκησιν αυτών χωριστήν, μακράν από του τόπου εις τον οποίον εκάθητο ο Αμηραλής περί το εν μίλιον. Είχε δε ο Αμηραλής και ιδικούς του μαθητάς· πλην δε τούτων είχε και Μοναχόν τινα, Λουκάν ονομαζόμενον, όστις ήτο πρότερον μαθητής του θείου Γρηγορίου εις το Άγιον Όρος· τότε δε εκυριεύθη από το πάθος του φθόνου και δεν ηδύνατο να συγκρατηθή καθόλου, διότι είχε κεκρυμμένην εν εαυτώ την κακίαν. Δια τούτο κινηθείς κατά του θείου Πατρός με μεγάλην αυθάδειαν και αναισχυντίαν και υβρίζων αυτόν δια πολλών ύβρεων, ώρμησεν εναντίον του με μάχαιραν· εάν δε δεν έτρεχον ευθύς οι μαθηταί του Αμηραλή να τον εμποδίσωσι δια των ιδίων των χειρών και με βίαν πολλήν από την παράλογον ορμήν του, ήθελε κάμει και φόνον ο ταλαίπωρος. Αλλ’ ο Όσιος, ο τη αληθεία μαθητής του πράου και ειρηνικού Ιησού, γενόμενος και εις τούτο τύπος Αυτού και παράδειγμα, όχι μόνον δεν ησθάνθη ουδέ το ελάχιστον μίσος κατ’ αυτού, όστις ούτω ανελπίστως ώρμησεν εναντίον του, αλλ’ ουδέ καν εταράχθη, ούτε ελογίσθη παντάπασιν να κάμη κακόν αντί κακού. Αντιθέτως, τόσην αγάπην έδειξεν εις εκείνον, ώστε του ωμολόγησε και χάριν· απόδειξις δε τούτου φανερά είναι, ότι προς ωφέλειαν εκείνου συνέγραψε με φιλοπονίαν Νηπτικά κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, πλήρη παραδειγμάτων και θεωρίας. Μετά παρέλευσιν όμως ολίγου χρόνου και ο ανωτέρω Αμηραλής, παρακινούμενος από τον αρχέκακον εχθρόν, εφθόνησε και αυτός τον Άγιον και ανάπτων από θυμόν εφώναζεν ατάκτως και απειλών έλεγεν, ότι εάν δεν φύγη εκείθεν το ταχύτερον, θέλει προσκαλέσει πλήθος κλεπτών και άλλων κακοποιών, ίνα τους αποστείλη επί πληρωμή δια να μας αφανίσουν αιφνιδιαστικώς όλους· πράγμα το οποίον όπως εσκέφθη και έκαμε κατόπιν. Τοιαύτας λοιπόν ανταμοιβάς απέδιδεν ο φαινόμενος Μοναχός εις τον θείον Γρηγόριον. Αλλά ματαίως εκοπίαζεν ο ανόητος· διότι ο Θεός, δια των ευχών του Οσίου, διεφύλαξεν όλους ημάς αβλαβείς. Αναχωρήσας λοιπόν και εκείθεν ο θείος Πατήρ μεθ’ όλων των Μοναχών, οίτινες είχον συναθροισθή εκεί προς χάριν του, μετέβη εις τι όρος ονομαζόμενον Κατακεκρυωμένον. Μετ’ ολίγας όμως ημέρας εστάλησαν και εκεί από τον φθονερόν εκείνον και ελαφρόνουν Γέροντα κλέπται τινές, οι οποίοι, επιτεθέντες εναντίον μας ως λέοντες, μας συνέλαβον όλους και δέσαντες, φεύ! τον Όσιον με εν μανδήλιον, εζήτουν χρήματα από εκείνον όστις εκ νεαράς ηλικίας δεν ηθέλησε ποτέ να αποκτήση ουδέ οβολόν· αλλά μη ευρίσκοντες τίποτε να πάρουν, ευλαβηθέντες μας απέλυσαν. Επειδή όμως ο φθόνος εκυρίευσε τόσον πολύ την ψυχήν του Αμηραλή και επειδή το πάθος τούτο δεν εξαλείφεται ευκόλως, έκρινε καλόν ο Όσιος να απομακρυνθή εντελώς από τα μέρη εκείνα. Όθεν αναχωρήσαντες και εκείθεν, ήλθομεν πάλιν εις την Σωζόπολιν και επιστρέψαντες εις την Κωνσταντινούπολιν τον Δεκέμβριον μήνα, παραμείναμεν εκεί έως την άνοιξιν και τότε εφύγαμεν εις το Άγιον Όρος μετά του Αγίου, τον οποίον υπεδέχθησαν με μεγάλην χαράν οι Λαυριώται, αισθανθέντες τον ερχομόν του ως πνευματικήν πανήγυριν. Έκτισε δε ο Άγιος κελλία τινά εις διαφόρους τόπους, πλησίον της Μεγίστης Λαύρας, προσέτι δε παρέλαβε και μερικά ακόμη από τα καθίσματα της αυτής Λαύρας, όσα ήσαν κατάλληλα προς ησυχίαν και ησυχάζων εκεί συνωμίλει μόνος με μόνον τον Θεόν. Κατά παραχώρησιν όμως Θεού, οι Αγαρηνοί επέδραμον και πάλιν κατά του Αγίου Όρους και μη δυνάμενος ο θείος Πατήρ να ησυχάζη εις απομεμακρυσμένα κελλία, εισήλθεν εντός της Ιεράς Λαύρας. Η συνομιλία όμως των Μοναστηριακών τού διέκοπτε την ησυχίαν· διο και ελυπείτο πολύ· και ως ποθών την μόνωσιν και την ανάβασιν και θεωρίαν δεν είχε καθόλου άνεσιν. Όθεν χωρίς ουδείς να αντιληφθή τίποτε, παρέλαβε μεθ’ εαυτού μαθητήν του τινά και εισελθών εις πλοιάριον εταξίδευσεν εις την Αλεξανδρούπολιν. Έπειτα δια ξηράς μετέβη πάλιν εις τα Παρόρια και συναθροίσας πολλούς Μοναχούς, κατώκησε προθύμως εις το Κατακεκρυωμένον Όρος. Εκεί όμως έμενον λησταί, επιδιδόμενοι όλως διόλου εις την κλοπήν. Τούτο δε πας τις έχων σώον τον νουν δύναται να εννοήση ότι ήτο έργον του πονηρού, όστις εφθόνει το καλόν και εφοβείτο μήπως ο Όσιος κάμη την έρημον εκείνην κατοικητήριον Μοναχών εις ύμνον ακατάπαυστον του Θεού, καθώς και πράγματι έγινε με την χάριν του Χριστού, όπως το βλέπομεν σήμερον, διότι όχι μόνον μεγάλη Λαύρα υπάρχει, την οποίαν αυτός συνέστησεν, αλλά και άλλους Μοναχούς έφερε να κατοικήσουν εις την έρημον εις ίδια Ησυχαστήρια, συγχρόνως δε, με την ευδοκίαν του Αγίου Θεού του δοξάζοντος τον θείον άνδρα, εκτίσθησαν εκ θεμελίων και άλλαι τρεις Λαύραι εις το σπήλαιον των Μεσομηλίων αι εις την τοποθεσίαν, την καλουμένην Παίζουβαν, δια το πλήθος των Μοναχών όπου συνηθροίσθη εκεί. Αλλ’ ο του Θεού άνθρωπος, έχων την ελπίδα του εις τον Θεόν, δεν εδειλίασεν ουδόλως ούτε εφοβήθη τον πειρασμόν των κλεπτών· αλλά συνέλαβε σκέψιν αγαθήν, την οποίαν και έφερεν εις πέρας δια μέσου των Μοναχών, οίτινες έγιναν εκεί μαθηταί του, ήτο δε αύτη η εξή: Ανέφερεν εις τον βασιλέα των Βουλγάρων Αλέξανδρον, ότι αυτός ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος ένεκεν των μεγάλων επιδρομών, τας οποίας διενήργει εκεί το βάρβαρον έθνος των Αγαρηνών, ελθών δε, ίνα χάριν ησυχίας κατοικήση εις την έρημον ταύτην, εύρε και εκεί άλλον πειρασμόν, τον των κλεπτών· «Δια τούτο και εγώ, λέγει εις την αναφοράν του, ακούων το περίφημον όνομά σου και ότι είσαι θεοσεβής, ευλαβής και ελεήμων και ότι βοηθείς με κάθε ευεργεσίαν τους έχοντας ανάγκην, σε παρακαλώ με την φρόνησιν και την δύναμιν, την οποίαν σου εχάρισεν ο Θεός, να εμποδίσης την καταδρομήν των ληστών». Ο δε θαυμάσιος εκείνος βασιλεύς, επειδή εξετίμα πολύ την αρετήν και τους εναρέτους, δεχθείς μετά χαράς τους λόγους του Αγίου, έστειλεν ευθύς και έκτισεν εκ θεμελίων πύργον ισχυρόν και υψηλόν, Εκκλησίαν και κελλία, καθώς έπρεπε και κατώγεια δια τα ζώα και βασιλικώς οικονόμησε πάντα τα απαιτούμενα, όπως μέχρι της σήμερον καθοράται από τους εκεί χάριν ψυχικής ωφελείας και προσκυνήσεως μεταβαίνοντας. Έστειλε δε και χρήματα αρκετά και τρόφιμα και παν ό,τι άλλο απητείτο δια τας ανάγκας των εκεί διαβιούντων. Προς τούτοις αφιέρωσεν εις αυτούς και χωρία ολόκληρα, έτι δε και μίαν λίμνην μεγάλην με ιχθυοτροφεία δια να αλιεύουν διαφόρους ιχθύς. Ακόμη και βους και πρόβατα αναρίθμητα και ημιόνους πολλούς τους εχάρισε δια τας ανάγκας των Μοναχών. Και ταύτα μεν ήσαν τα θαυμαστά και μεγαλοπρεπή δώρα του βασιλέως των Βουλγάρων. Ο δε θείος Γρηγόριος είχε δια παντός έργον περισπούδαστον το να περιέλθη αποστολικώς άπασαν την οικουμένην και να σύρη όλους τους Χριστιανούς εις την θείαν ανάβασιν με την διδασκαλίαν του, εις τρόπον ώστε, δια μέσου της πρακτικής αρετής, να αναβιβάση αυτούς εις το ύψος της νοεράς προσευχής, όπως και τον εαυτόν του ανεβίβασε, γεγονός όπερ και επέτυχε δια της θείας Χάριτος. Όθεν και εις τούτον είναι λίαν αρμόζον να λέγωσιν οι φιλάρετοι το: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτού» (Ψαλμ. ιη:5). Επειδή και ούτος, ποθών εξ όλης καρδίας να φωτίση άπαντας με το φως του Παναγίου Πνεύματος, δεν άφησε κανένα σχεδόν τόπον, εις τον οποίον να μη σπείρη και διαδώση το καλόν της ησυχίας και της νοεράς προσευχής δια μέσου της διδασκαλίας και των θείων λόγων του, ως και δια των μαθητών του. Διότι όχι μόνον εις την Ελλάδα και την Βουλγαρίαν μετέβη, αλλά και εις αυτήν την Σερβίαν και ακόμη μακρύτερον. Καθώς δε εις το Άγιον Όρος ωδήγησε τους Πατέρας εις την ακριβή και καθαράν ησυχίαν και εις την νοεράν προσευχήν, τοιουτοτρόπως και εις πάντα τόπον όπου μετέβαινεν είτε εκείνος είτε κανείς εκ των μαθητών του, μετέδιδεν εις κάθε Χριστιανόν τούτο το θεάρεστον έργον της νοεράς προσευχής και προσοχής του νοός. Ακόμη και τα Παρόρια, εις τα οποία μετέβη, την βαθυτάτην εκείνην έρημον των συνόρων, περίτης οποίας ανωτέρω ωμιλήσαμεν, τα μετέτρεψεν εις πνευματικόν εργαστήριον, εις το οποίον ανέπλαττε προς το καλλίτερον τους προς αυτόν ερχομένους καθώς και τους εξηγριωμένους εκείνους ληστάς και φονείς των τόπων εκείνων, περί των οποίων προείπομεν, με μόνην την θεωρίαν και νουθεσίαν του μετέβαλεν εις το ημερώτερον και κατέστησεν αυτούς βοσκούς προβάτων. Διότι και αυτοί οι οποίοι ήσαν πρότερον τόσον σκληροί και αιμοχαρείς μετεβλήθησαν εξ ολοκλήρου δια μέσου της οικονομικής καλλιτερεύσεως και των ευχών του Οσίου και προσπίπτοντες μετά ταύτα εις τους πόδας του, εκυλίοντο με θερμήν κατάνυξιν και μετάνοιαν. Τι δε δεν έλεγον και τι δεν έκαμνον ίνα ελεεινολογούν την προτέραν ψυχοβλαβή ζωήν των; Εκ τούτων κατεφάνη και η ψυχική διόρθωσις των τοιούτων. Αλλά και οι περισσότεροι εκ τούτων, φωτισθέντες κατά τον νουν από τας διδασκαλίας του θείου Πατρός, ειργάσθησαν ειλικρινώς δια τον Θεόν και εκέρδησαν την σωτηρίαν της ψυχής των.Τοιαύτα λοιπόν υπήρξαν τα κατορθώματα του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου εκ των οποίων ελάχιστα μόνον ενταύθα παρεθέσαμεν. Ούτος είναι ο Βίος και η Πολιτεία της θαυμασίας εκείνης και μακαρίας ψυχής. Τοιούτοι υπήρξαν οι κατά Θεόν αγώνες του, εις τους οποίους ηγωνίσθη μέχρι της τελευταίας του αναπνοής. Όταν δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ασθενήσας ολίγον, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού και ανήλθεν εις τα ουράνια, δια να απολαύση τελειότερον τον ποθούμενον Χριστόν· Ω η δόξα, η τιμή και η προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Μεταξύ τούτων συνελήφθη και εκρατήθη ως δούλος και ο θείος ούτος Γρηγόριος, καθώς και οι γονείς του και οι αδελφοί του, οι οποίοι, εν ω μετεφέροντο εις την Λαοδίκειαν, κατ’ οικονομίαν Θεού έλαβον άδειαν από τους βαρβάρους και μετέβησαν εις την Εκκλησίαν των Λαοδικέων εν ώρα θείας Λειτουργίας. Επειδή δε οι εντόπιοι Χριστιανοί είδον τούτους, ότι ίσταντο με πολλήν ευλάβειαν και έψαλλον με ρυθμόν καλόν και μέλος, ως να ήσαν καλώς γεγυμνασμένοι εις την μουσικήν, θαυμάσαντες δια την ευλάβειαν και μελωδίαν των, ευθύς μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας μετέβησαν μετά προθυμίας εις τους γαρηνούς και αφού εμέτρησαν πολλά αργυρά νομίσματα, ελύτρωσαν αυτούς από την δουλείαν. Έπειτα ο θείος Γρηγόριος, μεταβάς εις την Κύπρον, μετ’ ολίγον καιρόν εφάνη εις όλους άξιος αγάπης δια τας αρετάς του και τα φυσικά του προτερήματα· διότι βλέποντες το χαριέστατον πρόσωπόν του, το οποίον εφανέρωνε την εσωτερικήν κατάστασιν της θείας αυτού ψυχής, την σεμνότητα, το σέβας και την ευλάβειαν, την οποίαν είχε προς τα θεία, τον είχον εις μεγάλην υπόληψιν και τιμήν. Εν ω δε ο σεβάσμιος Γρηγόριος διέτριβεν εις την νήσον ταύτην, ο Θεός όστις εγνώριζε τον πολύν πόθον της αρετής, τον οποίον έτρεφε εις την καρδίαν του, του έδειξεν ενάρετον τινά Μοναχόν, όστις εκάθητο εις την ησυχίαν, προς τον οποίον μετέβη ευθύς μετά χαράς και ενεδύθη παρά τούτου μοναχικά ενδύματα, γενόμενος ούτω δόκιμος της μοναδικής πολιτείας. Αφ’ ου δε ησύχασε μετ’ αυτού ολίγον καιρόν και συνανεστράφη πνευματικώς, ανεχώρησε και μετέβη εις το Σίναιον όρος. Εκεί εκουρεύθη Μοναχός και μετά της κουράς των τριχών της κεφαλής του έκοψε και όλα τα θελήματα και τας κινήσεις της σαρκός και επροχώρησεν εις τον αγώνα της ασκήσεως με μεγάλην γενναιότητα ψυχής. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και όλοι οι εκεί Πατέρες έμειναν εκστατικοί δια την άϋλον και σχεδόν ασώματον ζωήν με την οποίαν επολιτεύετο, καταγινόμενος εις την αυστηράν νηστείαν, την αγρυπνίαν, την ολονύκτιον στάσιν και την ακατάπαυστον ψαλμωδίαν και προσευχήν, εις τας οποίας επεδίδετο καθ’ όλον τον καιρόν, ως να εφιλονίκει να κάμη άϋλον το υλικόν σώμα του, τόσον ώστε όλοι οι Πατέρες, θαυμάζοντες, ολίγον έλειψε να νομίσουν, ότι είναι άσαρκος. Εις δε την υπακοήν, η οποία είναι ρίζα και μήτηρ των αρετών και εις την υψοποιόν ταπείνωσιν τόσον πολύ ησκήθη, ώστε δυσκολεύομαι να περιγράψω τα κατά μέρος, δια να μη φανώ εις τους οκνηρούς, ότι λέγω απίθανα λόγω της υπερβολής. Εν τούτοις δεν δύναμαι να αποσιωπήσω εντελώς την αλήθειαν επί των αρετών του τούτων και να μη γράψω εκείνα τα οποία ήκουσα από τον γνησιώτατον μαθητήν του, τον ευλογημένον Όσιον Γεράσιμον. Διότι ο μακάριος ούτος μού έλεγεν, ότι ο θείος Γρηγόριος και την διακονίαν την οποίαν τον επρόσταζεν ο Προεστώς έφερεν αόκνως εις πέρας και μετά πάσης προθυμίας τον συνειθισμένον κανόνα των αδελφών δεν παρέλειψε ποτέ να κάμη, ως να τον έβλεπεν άνωθεν ο Θεός. Δια τούτο, αφού κατά το εσπέρας έβαλλεν εις τον Προεστώτα την συνειθισμένην μετάνοιαν και ελάμβανεν από αυτόν την ευλογίαν, εισήρχετο εις το κελλίον του και κλείων τας θύρας ύψωνε προς τον Θεόν τας χείρας και τον νουν του και απομακρυνόμενος όλως διόλου από τα παρόντα του κόσμου πράγματα επλησίαζεν εις τον πλησιάζοντα τας ευσεβείς καρδίας Θεόν και ήρχιζε με όλην την προθυμίαν της ψυχής του τον κανόνα του, αναπέμπων ψαλμωδίας εις τον Θεόν και προσευχόμενος καθ’ όλην την νύκτα με πόθον πολύν της καρδίας του, γονυπετής, μέχρις ότου ετελείωνεν όλους τους Ψαλμούς του Δαβίδ και απελάμβανε την ευφροσύνην, ήτις προξενείται εκ της αναγνώσεως αυτών. Έπειτα, όταν έφθανεν η ώρα του Όρθρου και εκρούετο το σήμαντρον, κατά την συνήθειαν των Μοναστηρίων, πρώτος αυτός ευρίσκετο έξω από την θύραν της Εκκλησίας· τούτο δε εφύλαττε πάντοτε με ακρίβειαν, πρώτος δηλαδή να εισέρχεται εις τον Ναόν και τελευταίος όλων να εξέρχεται εκείθεν. Ήτο δε η τροφή τού Οσίου ολίγος άρτος και ολίγον ύδωρ, τόσον μόνον όσον ήτο αρκετόν δια να ζη. Αλλά πως δύναται τις να περιγράψη αξίως και την υπερβολικήν τού Αγίου ταπείνωσιν, την οποίαν έδειξενεις την διακονίαν του μαγειρείου και της αποθήκης, όπου του ανέθεσεν και όπου έμεινεν επί τρεις χρόνους και περισσότερον; Διότι ούτε παραμικρόν λογισμόν εδέχθη ποτέ, ότι υπηρέτει ανθρώπους, αλλά μάλιστα εστοχάζετο, ότι υπηρετεί τάγμα Αγγελικόν, τον δε τόπον της διακονίας ενόμιζεν αληθώς βήμα Θεού και θυσιαστήριον. Επί πλέον δε ήθελε να αναβαίνη καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν επάνω εις την Αγίαν Κορυφήν του Σινά, δια να προσφέρη με ευλάβειαν την προσκύνησιν, εκεί όπου έγιναν θαυμασίως τα μεγάλα εκείνα παράδοξα, τα οποία εξιστορεί η Αγία Γραφή. Ήτο δε ο Όσιος και πολύ επιτήδειος εις την καλλιγραφίαν. Αλλά και εις την ανάγνωσιν τόσον πολύ κατεγίνετο, ώστε δεν έπαυε, νύκτα και ημέραν, από του να εκλέγη με φιλοπονίαν πολλήν τα απανθίσματα της Παλαιάς και Νέας Γραφής και να τα φυλάττη μέσα εις την διάνοιάν του. Εις τοιούτον βαθμόν, ώστε δεν γνωρίζω αν ίσως άλλος τις εμελέτησε την θείαν Γραφήν, ως εκείνος. Διότι πράγματι, ο Όσιος ούτος υπερέβαινεν όλους τους άλλους εκεί Πατέρας εις την πολυμάθειαν. Αλλ’ ο πονηρός διάβολος δεν ήτο δυνατόν να ησυχάση εξ αιτίας των τόσων του Αγίου αρετών· δια τούτο ενεφύτευσε κρυφίως εις τους Μοναχούς το πάθος του φθόνου και ως σπορεύς των ζιζανίων σπείρει εις αυτούς σύγχυσιν και ταραχήν μεγάλην. Ο δε μαθητής του πράου και ειρηνικού Ιησού, εννοήσας τον φθόνων των Μοναχών, εξήλθε κρυφίως από το Μοναστήριον, παραλαβών μεθ’ εαυτού και τον σεβάσμιον εκείνον Γεράσιμον, περί του οποίου ανωτέρω ανεφέραμεν. Ούτος κατήγετο από την νήσον του Ευρίπου (την Εύβοιαν) και ήτο συγγενής με τον Ρήγαν, τον εξουσιαστήν της νήσου. Κατεφρόνησεν όμως και πλούτον και δόξαν και ευγένειαν και αρνούμενος όλον τον κόσμον και τα εν αυτώ, μετέβη εις το όρος του Σινά, όπου εγνώρισε και τον θείον Γρηγόριον, θαυμάζων δε την υπερβολικήν του αρετήν, έγινε και αυτός εις εκ των μαθητών του. Όθεν και με την βοήθειαν του Θεού ανήλθεν εις μέγιστον βαθμόν πράξεως και θεωρίας, τόσον ώστε μετά από τον μέγαν τούτον Γρηγόριον έγινεν αυτός εις τους άλλους παράδειγμα και τύπος όλων των καλών. Αναχωρήσαντες λοιπόν από το Σινά, μετέβησαν εις τα Ιεροσόλυμα, εις προσκύνησιν του Ζωοδόχου Τάφου· αφ’ ου δε επεσκέφθησαν όλους τους εκεί Αγίους Τόπους και επροσκύνησαν, εισήλθον εις πλοιάριον και εταξίδευσαν εις την Κρήτην, εις τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας. Εις την Κρήτην ευρισκόμενος ο Όσιος και μη υποφέρων να σπαταλά τον καιρόν ματαίως, ήρχισε να ερευνά με πολλήν προθυμίαν, δια να εύρη τόπον τινά ήσυχον και ατάραχον, ίνα κατοικήση μετά του Οσίου Γερασίμου. Όθεν, κατόπιν πολλών αναζητήσεων, εύρον σπήλαιά τινα ήσυχα κατά την επιθυμίαν των και εκεί κατώκησαν μετά χαράς. Παρευθύς δε ο καλός εκείνος εργάτης προσέθεσε κόπους επί κόπων και αγώνας επί αγώνων και, τρόπον τινά, εμάχετο με τον εαυτόν του με περισσοτέραν μεγαλοψυχίαν· η τροφή του ήτο ολίγος άρτος και ολίγον ύδωρ μίαν φοράν την ημέραν και δεν έτρωγεν ή έπινε πλέον άλλο τίποτε, έστω και αν εκινδύνευε να αποθάνη από την πείναν και την δίψαν. Όθεν και το πρόσωπόν του ήτο κίτρινον από την ξηροφαγίαν και τα μέλη του κατεξηραμμένα και κατατεταλαιπωρημένα από τους πολλούς κόπους και παραλελυμένα από την φυσικήν των κίνησιν και δεν τους ήτο δυνατόν να περιπατούν ή να κάμνουν καμμίαν άλλην εργασίαν. Προς τούτοις είχεν ο μακάριος και μεγάλην φροντίδα, δια να εύρη πνευματικόν τινα άνδραν, όστις να τον οδηγήση εις ό,τι αυτός δεν ηδυνήθη να ίδη ή να επιτύχη από την θείαν Γραφήν ή εις ό,τι δεν έτυχε να διδαχθή πνευματικώς παρά τινος των πνευματοφόρων και θείων Πατέρων. Δια τούτο ο Αγαθός Θεός ωκονόμησεν άνωθεν τον οδηγόν τούτον αποκαλύψας τα περί του θείου Γρηγορίου και του ευσεβούς πόθου του εις τινα Αναχωρητήν, όστις ησύχαζεν εις τα μέρη εκείνα, πολύ ενάρετον και εστολισμένον με έργα και θεωρίαν, Αρσένιον το όνομα, όστις υπό του Παναγίου Πνεύματος κινούμενος, μετέβη εις το κελλίον του Οσίου και κρούσας την θύραν, γίνεται δεκτός μετά χαράς παρ’ αυτού. Μετά δε από την συνειθισμένην ευχήν και τον χαιρετισμόν ήρχισεν ο θεωρητικός εκείνος Γέρων να ομιλή, ως να ανεγίνωσκεν από κανέν θείον βιβλίον και να λέγη περί φυλακής νοός, περί νήψεως και προσοχής, περί νοεράς προσευχής και δια ποίου τρόπου καθαρίζεται ο νους δια μέσου της εφαρμογής των εντολών και γίνεται όλος φωτεινός. Αφ’ ου δε είπεν αυτά και άλλα περισσότερα, στρέψας τον λόγον προς τον Όσιον, τον ηρώτησε· «Συ, ω τέκνον, τι είδους εργασίαν κάμνεις;» Τότε και ο θείος Γρηγόριος του διηγήθη εξ αρχής όλα τα κατ’ αυτόν· την αναχώρησίν του δηλαδή από τον κόσμον, την φιλερημίαν και όλους τους αγώνας τους οποίους έκαμνεν. Ο δε θείος Αρσένιος, όστις εγνώριζε κάλιστα την οδόν ήτις φέρει τον άνθρωπον εις το ύψος της αρετής, μειδιάσας ολίγον, είπε προς αυτόν· «Όλα αυτά, ω τέκνον, όπου μου διηγήθης, λέγονται από τους θεοφόρους Πατέρας πράξεις και όχι θεωρίαι». Τούτο ακούσας ο μακάριος Γρηγόριος προσέπεσεν ευθύς εις τους πόδας του και τον παρεκάλει θερμώς, προβάλλων και αυτό το όνομα του Θεού, δια να τον διδάξη καλώς τι είναι η νοερά προσευχή, η ησυχία και η φύλαξις του νοός. Τότε ο θείος εκείνος Πατήρ, λαβών ως εύρημα την παράκλησιν του Οσίου, δεν έχασε καιρόν, αλλ’ ευθύς ήρχισε να τον διδάσκη πλατύτερον, μη αφίνων τίποτε αδίδακτον εξ όσων αυτός εδέχθη πλουσίως παρά της θείας Χάριτος. Προς τούτοις του απεκάλυψε και όσα συμβαίνουν εις εκείνους, οίτινες αγωνίζονται εις τους αγώνας της αρετής, από τους μισοκάλους δαίμονας, εκ δεξιών και εξ αριστερών, καθώς και από τους φθονερούς ανθρώπους, τους οποίους μεταχειρίζεται ο πονηρός ως όργανα της κακίας του. πάντα ταύτα περιέγραψε λεπτομερώς ο θείος ούτος Αρσένιος εις τον Όσιον Γρηγόριον. Ως λοιπόν ήκουσε ταύτα ο Όσιος, ευθύς εισήλθεν εις πλοιάριον και μετέβη εις το Άγιον Όρος· περιερχόμενος δε όλα τα εκεί Μοναστήρια, τας Σκήτας, τα κελλία, ακόμη δε και τους ερημικούς και αβάτους τόπους, έκρινεν εύλογον να επισκεφθή όλους τους Οσίους Πατέρας και να τους προσφέρη την προσήκουσαν προσκύνησιν, χάριν ευχής και ευλογίας· καθώς δε μας διηγείτο, είδε πολλούς αγωνιστάς εστολισμένους με πολλήν σύνεσιν και σεμνότητα και άλλας πολλάς αρετάς, οι οποίοι όλην την σπουδήν των και τον αγώνα των έκαμνον δια των πρακτικών αρετών. Ερωτώμενοι δε εάν καταγίνωνται εις την νοεράν προσευχήν, ή εις την νήψιν και φύλαξιν του νοός, έλεγον, ότι ουδέ εγνώριζον τι θέλει να ειπή νοερά προσευχή ή φυλακή νοός και νήψις. Αφ’ ου δε περιήλθεν όλον το Άγιον Όρος, μετέβη εις την Σκήτην του Μαγουλά, ήτις ευρίσκεται αντικρύ της σεβασμίας Μονής του Φιλοθέου, ένθα εύρε τρεις Μοναχούς, Ησαϊαν, Κορνήλιον και Μακάριον ονομαζομένους, τους οποίους αντελήφθη καταγινομένους όχι μόνον εις την άσκησιν της πρακτικής αρετής, αλλά και ολίγον εις την θεωρητικήν τοιαύτην. Εκεί λοιπόν κοπιάζων πολύ ομού μετά των μαθητών του, έκτισε κελλία ίνα κατοικήσωσιν· αυτός δε εις ολίγην από εκεί απόστασιν ωκοδόμησεν Ησυχαστήριον δια τον εαυτόν του, ίνα συνομιλή μόνος με μόνον τον Θεόν, δια της νοεράς προσευχής, επιδιώκων άμα και την εξιλέωσιν δια μέσου των πρακτικών αρετών. Τότε σκεπτόμενος ενεθυμήθη τον σεβάσμιον Αρσένιον και όσα του είπε περί φυλακής νοός, περί νήψεως και περί νοεράς προσευχής και συνάγων εις εαυτόν όλας τας αισθήσεις του και ενώνων τον νουν του με το πνεύμα, ίνα δε καλλίτερον είπω, καθηλώνων αυτόν εις τον Σταυρόν του Χριστού, έλεγε πολύ συχνά το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», προσευχόμενος με κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας και με αναστεναγμούς εκ βάθους ψυχής, βρέχων άμα το έδαφος της γης με θερμά δάκρυα, τα οποία έτρεχον ως ποταμός εκ των οφθαλμών του. Δια τούτο και ο Κύριος δεν παρέβλεψε την δέησίν του επί πολύ, διότι «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουθενώσει» (Ψαλμ. ν:19), αλλά πολύ ταχέως εισήκουσε την δέησίν του· «Εκέκραξαν οι δίκαιοι και ο Κύριος εισήκουσεν αυτών» (Ψαλμ. λγ:18). Όθεν και πυρωθείς κατά την ψυχήν και την καρδίαν δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος και αλλοιωθείς την καλήν και παράδοξον αλλοίωσιν, είδε με την λάμψιν της θείας Χάριτος, ότι ο οίκος ούτος ήτο πλήρης φωτός. Πληρωθείς τότε ο Όσιος υπό χαράς απεράντου και ανεκδιηγήτου ευφροσύνης και χύνων πάλιν πηγάς δακρύων, ετρώθη υπό του έρωτος της θείας αγάπης. Διότι, πράγματι, εις εκείνον επληρώθη με το έργον το πατερικόν ρητόν· «Πράξις θεωρίας επίβασις». Όθεν επειδή ο Όσιος έγινεν έξω της σαρκός και του κόσμου τούτου, επληρώθη όλος από την θείαν αγάπην και από τότε πλέον το φως εκείνο δεν έλειπεν από του να φωτίζη τον Δίκαιον, κατά το «Φως δικαίοις δια παντός» (Παρ. ιγ:9). Διότι ο αοίδιμος εκείνος Πατήρ, ερωτώμενος από εμέ και τους συμμαθητάς μου (Τον συγγραφέα εννοείται του παρόντος Βίου αγιώτατον Πατριάρχην Κάλλιστον), έλεγεν· «Εκείνος όστις υψούται εις τον Θεόν, με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, βλέπει ως εις καθρέπτην όλην την κτίσιν φωτεινήν, «Είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα» καθώς λέγει ο θείος Παύλος (Β΄ Κορ. ιβ:3), έως ότου γίνη τις εμπόδιον εις αυτόν, κατά τον καιρόν εκείνον της θεωρίας, κάμνων τούτον να έλθη εις τον εαυτόν του. Εγώ όμως τον ηρώτων απλώς και τελείως απεριέργως, όταν τον έβλεπον εξερχόμενον από το κελλίον του με χαροποιόν πρόσωπον και με εκοίταζε με βλέμμα ιλαρόν· διότι όσοι είσθε Πνευματικοί Πατέρες γνωρίζετε πόσον περισσοτέραν αγάπην έχετε εις τα πρώτα από τα πνευματικά τέκνα σας, αλλά και εις τα τελευταία ως ποθεινότατα· ούτω ομοίως και ο αείμνηστος εκείνος Πνευματικός μου Πατήρ εδείκνυε περισσοτέραν αγάπην εις εμέ, διότι ήμην το τελευταίον εξ όλων των πνευματικών τέκνων του. Δια τούτο λοιπόν εις εμέ όστις εψέλλιζα τότε εις εκείνον, ως προς πατέρα φιλόστοργον, δηλαδή τον ηρώτων με απλότητα, όταν τον έβλεπον, ότι ήρχετο από το κελλίον του χαροποιός, απεκρίθη τοιουτοτρόπως· «Η ψυχή εκείνου, όστις θέλει προσκολληθή εις τον Θεόν, όταν τρωθή από τον έρωτά Του και αναβή υπεράνω όλης της κτίσεως, ζη δε υπεράνω των ορατών πραγμάτων και δεθή όλος με τον πόθον του Θεού, δεν δύναται ουδόλως να κρυβή, καθώς και ο Κύριος υπεσχέθη, λέγων· «Ο πατήρ σου, ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ: 4, 6). Και αλλαχού· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε:16). Διότι η καρδία σκιρτά και ευφραίνεται και ο νους αναβρύει και το πρόσωπον γίνεται ιλαρόν και χαροποιόν, κατά τον σοφόν, όστις είπε· «Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρ. ιε: 13). Εγώ πάλιν του είπον· «Ω θειότατε Πάτερ, δίδαξόν με, δι’ αγάπην της αληθείας, τι είναι η ψυχή και πως εθεωρήθη από τους Αγίους;» Δεχθείς δε εκείνος τον λόγον μου με πολλήν ημερότητα, καθώς συνήθιζεν, απεκρίθη εις εμέ ειπών· «Τέκνον μου πνευματικόν φίλτατον, “χαλεπώτερά σου μη ζήτει, και ισχυρότερά σου μη εξέταζε” (Σειρ. γ:21). Διότι δια τον τόσον υψηλόν λόγον, δια τον οποίον με ηρώτησες, συ είσαι νήπιον ακόμη, δηλαδή ατελής και δεν ημπορείς να χωνεύσης στερεωτέραν τροφήν, ήτοι να εννοήσης υψηλότερα νοήματα από την δύναμίν σου· όπως ακριβώς και η τροφή των τελείων ανδρών δεν είναι ωφέλιμος εις τα τρυφερά νήπια, τα οποία έχουν ανάγκην να τρώγουν ακόμη γάλα». Εγώ δε προσπίπτων εις τους ωραίους πόδας του και κρατών τούτους σφιγκτά, τον παρεκάλουν θερμότερον να μου εξηγήση. Εκείνος τότε υποχωρήσας εις τας πολλάς μου παρακλήσεις μού είπεν εν συντομία, ότι εάν δεν ίδη τις την ανάστασιν της ψυχής του, δεν ημπορεί να μάθη ακριβώς τι είναι η νοερά ψυχή. Αλλ’ εγώ και πάλιν παρακαλών, με την οφειλομένην ευλάβειαν, του είπον· «Φανέρωσόν μοι, ω Πάτερ, αν ίσως έφθασες εις το μέτρον ταύτης της αναβάσεως· εάν δηλαδή έμαθες τι είναι η νοερά ψυχή». Με μεγάλην τότε ταπείνωσιν μοι απεκρίθη· «Ναι». Είπον δε εγώ· «Λοιπόν, δι’ αγάπην του Κυρίου, δίδαξόν με εκείνο το οποίον δύναται να προξενήση εις την ψυχήν μου μεγάλην ωφέλειαν». Τότε η θεία εκείνη και κατά πάντα σεβασμία μοι ψυχή, αφού επήνεσε την προθυμίαν μου, έκαμεν εις εμέ την εξής διδασκαλίαν· «Η ψυχή, όταν αποδείξη όλην την προθυμίαν της και αγωνισθή δια μέσου των πρακτικών αρετών μετά λόγου και διακρίσεως, τότε, συστέλλουσα όλα τα πάθη, τα υποτάσσει· και όταν υποτάξη τα πάθη, τότε την περιτριγυρίζουν αι φυσικαί αρεταί και την ακολουθούν, καθώς ακολουθούν αι σκιαί τα σώματα. Όχι δε μόνον την ακολουθούν, αλλά και την διδάσκουν και την καθοδηγούν εις τα υπέρ φύσιν, ως εις ανάβασιν πνευματικής κλίμακος. Και όταν ο νους, με την χάριν του Χριστού, αναβή εις τα υπέρ φύσιν, τότε φωτιζόμενος από την λάμψιν του Αγίου Πνεύματος εξαπλούται λαμπρώς εις την θεωρίαν και γενόμενος υψηλότερος από τον εαυτόν του, κατά το μέτρον της Χάριτος, το οποίον ήθελε δοθή εις αυτόν από τον Θεόν, βλέπει φανερώτερα και καθαρώτερα τας φύσεις των όντων κατά την σχέσιν και τάξιν την οποίαν έχουν και όχι καθώς φλυαρούν οι έξω σοφοί, με το να προστρέχουν εις μόνην την σκιάν των πραγμάτων, μη φροντίζοντες να ακολουθούν, καθώς πρέπει, την ουσιώδη ενέργειαν τηςφύσεως. Διότι λέγει η θεία Γραφή· «Εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν» (Ρωμ. α:21-22). Έπειτα, συνέχισε λέγων ο Όσιος, η ψυχή εκείνη, ήτις ήθελε δεχθή τον αρραβώνα και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, ολίγον κατ’ ολίγον, δια το πλήθος των οραμάτων, τα οποία βλέπει, εγκαταλείπει τα προηγούμενα και αναβαίνει εις τα ανώτερα και θειότερα· καθώς και ο θείος Παύλος λέγει· «Τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. γ:14). Τότε η ψυχή εκείνη, ήτις ήθελε καθαρισθή τοιουτοτρόπως, πράγματι αποβάλλει κάθε δειλίαν και φόβον και προσκολληθείσα με τον έρωτα του Νυμφίου της Χριστού βλέπει, ότι οι φυσικοί της λογισμοί παύουν τελείως και πίπτουν όπισθεν αυτής, κατά την διάταξιν των Αγίων Πατέρων, αύτη δε ανερχομένη εις το ανίδεον και απόρρητον κάλλος, διαλέγεται μόνη με μόνον τον Θεόν, φωτιζομένη λαμπρώς από την λάμψιν και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Αφ’ ου λοιπόν τοιουτοτρόπως φωτισθή από το άπειρον εκείνο φως, κινείται προς Αυτόν μόνον τον Θεόν και δια μέσου της θαυμασίας ταύτης και νέας αλλαγής δεν αισθάνεται πλέον όλως διόλου τούτο το ταπεινόν και γήϊνον υλικόν σώμα. Διότι τότε η ψυχή φαίνεται διαφανής και λαμπρά, χωρίς καμμίαν πρόσθετον υλικήν προσπάθειαν. Φαίνεται δηλαδή φύσις κυρίως νοερά, καθώς ήτο προ της παραβάσεως ο γενάρχης ημών Αδάμ, ο οποίος, πρότερον μεν ήτο κεκαλυμμένος από την Χάριν του απείρου εκείνου φωτός, κατόπιν δε, δια την πικράν, αλλοίμονον, παράβασιν, εγυμνώθη από την φωτεινήν εκείνην δόξαν και λάμψιν και ούτω ο πολύτιμος άνθρωπος εφάνη γυμνός. Μου είπεν ακόμη και τούτο ο Όσιος· «Ο άνθρωπος εκείνος, όστις έφθασεν εις τούτο το ύψος δια μέσου της κοπιώδους μελέτης και της νοεράς προσευχής και είδε καθαρά και εγνώρισε την ιδικήν του κατάστασιν, εις την οποίαν ήλθε με την Χάριν του Χριστού, εκείνος είδε την ανάστασιν. Άρα και αυτή η ψυχή, ήτις ήθελε καθαρισθή με τοιούτον τρόπον, ημπορεί να λέγη ομού μετά του θείου Παύλου· «Είτε εντός του σώματος, είτε εκτός, ουκ οίδα». Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και αυτή η ιδία απορεί και εκπλήσσεται και δια τούτο φωνάζει με θαυμασμόν· «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τα κρίματα Αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί Αυτού!» (Ρωμ. ια:33). Ταύτα είπεν εις εμέ ο θειότατος εκείνος Πατήρ. Περί δε των μαθητών αυτού, οίτινες ανήλθον εις το ύψος της αρετής με την οδηγίαν του Οσίου, δεν γνωρίζω πως να διηγηθώ, κατά την αξίαν των και καθώς πρέπει, τους αγώνας των και τας αρετάς των, διότι ο πρώτος του μαθητής ήτο ο μακάριος Γεράσιμος, όστις κατήγετο, ως προείπον, από την Εύριπον, όστις και μετέπειτα έγινε μαθητής χρησιμώτατος και λίαν αξιέπαινος του Αγιωτάτου Πατριάρχου Ισιδώρου, επειδή εξ αρχής εδιδάχθη καλώς παρά του θείου Γρηγορίου την αρετήν και την πολιτείαν, ήτις αρμόζει εις τους Μοναχούς. Ούτος λοιπόν ο θαυμάσιος εμιμήθη τον παλαιόν εκείνον Όσιον Γεράσιμον τον Ιορδανίτην. Καθώς δε εκείνος, ακολουθήσας τον δρόμον των Αποστόλων, ημέρωσε καλώς την έρημον του Ιορδάνου και ανήγειρε τας σεβασμίας εκείνας μονάς, καθ’ όμοιον τρόπον και ο νέος ούτος Γεράσιμος επολιτεύθη. Αφ’ ου δηλαδή επληρώθη υπό της θείας Χάριτος, φωτισθείς από τον Θεόν, μετέβη εις την Ελλάδα, όπου επισκεπτόμενος αποστολικώς όλους τους εκεί πεινώντας και διψώντας από λόγον Θεού, τους εχόρτασεν από την γλυκυτάτην διδασκαλίαν της αρετής και τους επλούτισεν, όσον ήτο δυνατόν, με τον αιώνιον πλούτον του αγιασμού και της ευσεβείας. Συναθροίσας δε και ούτος πλήθος μαθητών δια της φροντίδος και της επιμελείας του, συνέστησε, με την βοήθειαν του Θεού, χώραν ουράνιον και κατοικητήριον Μοναχών και εδίδαξεν εις αυτούς την ακριβή και αγγελικήν πολιτείαν εκείνην, ήτις αρμόζει εις τα ησυχαστήρια, διδάσκων και παρακινών αυτούς προς το ύψος της αρετής. Όπως λοιπόν ο παλαιός Όσιος Γεράσιμος, τοιουτοτρόπως και ο νέος ούτος Γεράσιμος ηξιώθη να ίδη, εν τη ησυχία ευρισκόμενος, θείας οράσεις, ζήσας δε πολιτείαν αξιοθαύμαστον και αγωνισάμενος πνευματικώς, όσον ήτο δυνατόν, ανεπαύθη εν Κυρίω. Δεύτερος μαθητής του Οσίου ήτο ο Ιωσήφ, ο συμπατριώτης και σύντροφος του Γερασίμου. Όστις τόσους αγώνας υπέφερε μεγαλοψύχως δια την Ορθοδοξίαν, ισχυρώς εναντιούμενος εις τους Λατίνους και τόσον πολλούς εξέβαλεν από την κακοδοξίαν των Λατίνων, μεταστρέψας τούτους εις την Ορθοδοξίαν, με την χάριν του Χριστού, ώστε κανείς από τους ονομαστούς και προκόπτοντας εις την έξω σοφίαν δεν ηδυνήθη να συμβάλη τόσον εις την μεταστροφήν προς την Ορθοδοξίαν, ως ούτος ο Ιωσήφ· διότι, αν και ήτο ανίδεος κατά την έξω σοφίαν, όμως κατείχε την εσωτερικήν και αληθινήν σοφίαν, την Χάριν, λέγω, του Αγίου Πνεύματος, με την οποίαν και οι αλιείς εκείνοι, οι θείοι Απόστολοι, εδοξάσθησαν και κατήσχυσαν τους έξω σοφούς. Τοιουτοτρόπως και ο θαυμάσιος Ιωσήφ εδοξάσθη παρά Θεού και κατήσχυσε τους Λατίνους. Τας δε λοιπάς αρετάς εκείνου και τα της περιφήμου και σεμνοτάτης πολιτείας του, ποίος δύναται να διηγηθή καθώς πρέπει; Δια τούτο και εγώ σιωπώ. Συ δε, ω ακροατά, στοχάσου, παρακαλώ, άλλον μαθητήν του Αγίου, τον θαυμάσιον Αββάν Νικόλαον, όστις κατήγετο από τας Αθήνας, γέρων πολύ, έως ογδοήκοντα χρόνων, άξιος ευλαβείας δια το αιδέσιμον γήρας του, την φρόνησίν του και την σεμνότητα του ήθους του. Ούτος και δια την Ορθοδοξίαν πολλά μεγαλοψύχως υπέφερεν από τον βασιλέα Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγον, τον Λατινόφρονα, πολλάς εξορίας και αρπαγάς των υπαρχόντων του και πολλάς σκοτεινάς φυλακάς. Διότι εις καιρόν ότε ο θείος Νικόλαος εκήρυττεν εις την πατρίδα του τον λόγον του Θεού και εδίδασκε τον λαόν να φυλάττουν την Ορθοδοξίαν και να μη δέχωνται τα σαθρά δόγματα των Λατίνων, απέστειλεν ο βασιλεύς υπηρέτας ιδικούς του, λατινόφρονας, πολύ σκληρούς και απανθρώπους, δια να τον τιμωρήσουν. Κατά την προσταγήν λοιπόν του βασιλέως τον έδεσαν σφιγκτά με σχοινία και με αλύσους εις τον λαιμόν και εις τας χείρας και του εξύρισαν την τιμίαν γενειάδα του, δια καταισχύνην. Ραβδίζοντες δε τούτον απανθρώπως και κτυπώντες τον με τους πόδας των, τον έσυραν αλύπητα εις τας δημοσίας οδούς και τον περιέφερον εις όλα τα σημεία δια να τον θεατρίσουν, μη γνωρίζοντες, οι ματαιόφρονες, ότι εθεάτριζον περισσότερον εαυτούς, δια της κακίας την οποίαν εδείκνυον, εις εκείνον δε προσέφερον μεγίστην δόξαν. Αλλ’ επειδή, θείω ελέει, η Εκκλησίας του Χριστού ήλθε πάλιν εις βαθείαν ειρήνην, αφού έπαυσεν ο διωγμός εκείνος και έγινεν Οικουμενικός Πατριάρχης ο αγιώτατος Ιωσήφ, έθεσεν εις εφαρμογήν πολλούς και διαφόρους τρόπους, δια να χειροτονήση Αρχιερέα τον θείον Νικόλαον. Εκείνος όμως, ως μετριόφρων και ταπεινός, δεν έστερξε κατ’ ουδένα τρόπον, αλλά ποθών την ησυχίαν μετέβη εις το Άγιον Όρος. Όμως ο τότε Πρώτος του Αγίου Όρους, βλέπων τούτον εστολισμένον με κάθε είδους αρετήν και ευλάβειαν, τον ηγάπησε πολύ, επειδή και αυτός ήτο εργάτης της αρετής και τον ώρισεν, αν και μη θέλοντα, Εκκλησιάρχην εις την σεβασμίαν Μονήν των Καρυών. Πλην δεν παρήλθε πολύς καιρός, αφ’ ότου συνήντησε τον θαυμαστόν Γρηγόριον και συνομιλών μετ’ αυτού, ευθύς ως ήκουσε τους γλυκυτάτους λόγους του εγένετο μαθητής του με όλην την προθυμίαν της ψυχής του. Διότι καθώς το αλεξικέραυνον (ο μαγνύτης), με άρρητον βίαν της φύσεως, σύρει επάνω του και οικειοποιείται τον στερεώτατον σίδηρον, τοιουτοτρόπως και ο θείος ημών Διδάσκαλος με τους ψυχωφελείς λόγους του τους οποίους πας φρόνιμος άνθρωπος ήθελεν ονομάσει λόγους ζωής αιωνίου και, τη αληθεία, θείας φωνάς, έσυρε προς εαυτόν εκείνους, οίτινες τον εγνώριζον και συνωμίλουν μετ’ αυτού. Καθώς δε συνέβη εις τον καιρόν του Χριστού μας, ότε τον είδεν ο Ανδρέας και ευθύς εγκαταλείπων τον Πρόδρομον Ιωάννην ηκολούθησεν αχωρίστως τον Ιησούν μας, ούτω συνέβη πολλάκις και εις τον καιρόν του θείου Γρηγορίου. Διότι οι πλέον ενάρετοι των Μοναχών, ευθύς ως έβλεπον, ότι έφθασεν εις τόσον άκραν ευλάβειαν και εις τόσην πνευματικήν αταραξίαν και γαλήνην και ότι με το ήμερον και χαροποιόν του πρόσωπον εφανέρωνε την εσωτερικήν λάμψιν και χάριν της ψυχής του, άφηναν τους Γέροντας και προστρέχοντες εις την διδασκαλίαν και συνοδίαν εκείνου, υπετάσσοντο εις αυτόν, επιθυμούντες να επιτύχουν την ωφέλειαν, ήτις εξ αυτού προήρχετο. Τούτο έπραξε και ο σεβάσμιος ούτος Αββάς Νικόλαος και όχι μόνον εγκατέλειψε τιμάς και δόξας ανθρωπίνας, ως εν βάρος μάταιον και περισσόν, αλλά κατεφρόνησε και γηρατεία και χρόνους και οδηγών τον εαυτόν του με υποταγήν, τον έρριψεν εις τους ωραίους πόδας του Οσίου και ανεδέχθη μετά χαράς τον αγώνα και τον κόπον της υποταγής, ως να εύρε κανέν μεγάλον εύρημα· όθεν και παραδίδων την θέλησίν του εις την γλυκύτητα των λόγων του και εις την οδηγίαν του, έγινε δόκιμος εις πάσαν αρετήν και μάλιστα την ταπείνωσιν, υπερβάς όλους τους συναδέλφους του. Αλλά και την οικονομίαν την οποίαν έκαμνεν εις τους υποτακτικούς του ο θείος Πατήρ πρέπει όλοι να θαυμάσωμεν. Διότι οπόταν ήθελε να διορθώση κανένα μαθητήν του, όστις έπταιε, στοχαζόμενος με το διορατικόν της ψυχής το συμφέρον εις τον υποτακτικόν, εξαίφνης τον ωνείδιζε, ωνόμαζε τούτον κακόγηρον και σαπρόν γέροντα, ότι κατεγήρασεν εις τα κακά και κανένα καλόν δεν έκαμεν· ακόμη τον έλεγε και οκνηρόν και ότι αμελεί την σωτηρίαν του. Πολλάκις δε επρόσταζε και κανένα Μοναχόν με αυστηρότητα και απεμάκρυνε τον τοιούτον από την τράπεζαν, οικονομών με κάθε τρόπον το συμφέρον της ψυχής του. Ταύτα λοιπόν ακούσας ο του Χριστού Αθλητής Αββάς Νικόλαος προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου με πολλήν ταπεινοφροσύνην και έκλαιεν. Αλλ’ εγώ, διηγούμενος ταύτα, συστέλλομαι κατά την ψυχήν και έμπλεως δακρύων πληρούμαι από θαυμασμόν στοχαζόμενος τούτον τον σεβάσμιον Γέροντα εξηπλωμένον εις τους πόδας του διδασκάλου. Συ δε ο ακροατής στοχάσου και θαύμαζε την οικονομίαν, την οποίαν έκαμνεν ο θείος εκείνος Πατήρ· διότι αφού ωνείδιζε τοιουτοτρόπως τον μαθητήν εκείνον, όστις έσφαλεν, ύστερον τον ενουθέτει και συγχωρών αυτόν τον απέλυε με μεγάλον κέρδος της ψυχής του. Ταύτα λοιπόν όσα είπον, είναι ολίγα εκ των πολλών, επειδή δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις κατά μέρος όλα τα κατορθώματα του Οσίου. Συ δε αγαπητέ, ίδε άλλον μαθητήν του θείου Γρηγορίου, τον αξιοθαύμαστον Μάρκον, ο οποίος κατήγετο και αυτός από τας Κλαζομενάς, μεταβάς δε εις Θεσσαλονίκην εκουρεύθη Μοναχός εις το σεβάσμιον Μοναστήριον, το οποίον ωνομάζετο του Κυρίου Ισαάκ, τελευταίον δε έφυγεν εις το Άγιον Όρος και, ίνα είπω με συντομίαν, ηγωνίσθη με πολλήν προθυμίαν και επιμέλειαν αποκτήσας την νοεράν προσευχήν και την νήψιν και αγαπών με υπερβολήν να προσεύχεται αδιαλείπτως. Αλλά παρ’ όλον ότι έγινε θησαυροφυλάκιον όλων των αρετών, τόσον πολύ ηγάπησε την ταπείνωσιν και την υπακοήν, ώστε ήθελε να υπηρετή προθύμως, όσον ήτο δυνατόν εις αυτόν, εις πάσαν ανάγκην όχι μόνον τον Προεστώτα αλλά και όλην την αδελφότητα. Προς τούτοις δεν ηυχαριστείτο πλήρως, αν δεν υπηρέτει, ως δούλος, και όλους τους ξένους Μοναχούς, όσοι ήρχοντο εκεί· διότι ούτος πράγματι εφήρμοζε με τα έργα, χωρίς καμμίαν υπόκρισιν, την εντολήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την λέγουσαν· «Ει τις θέλει πρώτος είναι, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρκ. θ:35). Όθεν δια τας αρετάς του ταύτας δεν υπήρχε κανείς, όστις να μη εθαύμαζεν εξαιρετικώς και να μη επήνει τον θείον τούτον Μάρκον. Δεν υπήρχε κανείς, όστις βλέπων έστω και δια μίαν και μόνην φοράν την μορφήν του, ήτις απέπνεεν ευωδίαν πνευματικήν, να μη ελάμβανεν από αυτήν αγιασμόν εις την ψυχήν του και να μη είχε τούτον τον Όσιον παράδειγμα, ίνα κατασταθή και εκείνος ταπεινόφρων, όπως ο θείος Μάρκος, όστις και αφού έφθασεν εις γήρας βαθύ ήθελε να κάμη τας ιδίας ασκήσεις με πολλήν του χαράν, μη υπολογίζων καθόλου το γήρας του, ή αδυναμίαν, ή άλλην καμμίαν αιτίαν, ήτις να τον ημπόδιζεν, αλλ’ έκαμνε πάντοτε με προθυμίαν πάσαν διακονίαν, ακόμη και την του φρέατος, από του οποίου ήντλει το ύδωρ και την του μαγειρείου και πάσαν άλλην χωρίς ουδέποτε να βαρυνθή και να αμελήση. Ο δε πανάγαθος Κύριος, όστις μακαρίζει τους ταπεινούς τη καρδία, βλέπων την τόσην ταπεινοφροσύνην του, τον ύψωσεν εις τόσην δόξαν, ώστε πλουσίως φωτισθείς από την θείαν Χάριν, έγινε λαμπρότατον όργανον του Αγίου Πνεύματος. Διότι, επιτυχών να φθάση εις τον ατάραχον και ήσυχον λιμένα και να ενώση όλως διόλου την έφεσίν του με τον Θεόν, διελέγετο μόνος με μόνον τον Θεόν και ηυφραίνετο ανεκδιηγήτως από την λαμπρότητα του Θεού, μετέδιδε δε και εις πολλούς άλλους μεγάλην ψυχικήν ωφέλειαν από την διδασκαλίαν και τον αγιασμόν, όστις υπήρχεν εις αυτόν. Το χάρισμα τούτο του μακαρίου Μάρκου εγνώρισα και εγώ ο ίδιος προσωπικώς από την μακράν μας γνωριμίαν, καθόσον ηξιώθην να γίνω και εγώ συγκάτοικος και ομοδίαιτος τούτου και δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος είχον πάντοτε το αυτό φρόνημα και την αυτήν γνώμην κατά πάντα μετ’ αυτού. Διότι εξ αρχής της γνωριμίας ημών ηγάπησα ολοψύχως και ετίμησα με κάθε σέβας και ευλάβειαν την φιλίαν του. Αν δε και μου παρήγγειλε να μη κοινολογώ τας αρετάς και τα προτερήματα, τα οποία του εχάρισεν ο Θεός, όμως επειδή και ο έπαινος των Αγίων αναφέρεται εις τον Θεόν, δια τούτο έκρινα δίκαιον να μη σιωπήσω καθόλου τα κατορθώματά του, τα οποία και λέγονται και ακούονται με χαράν και ευχαρίστησιν και παρακινούν εκείνους, οίτινες τα ακροάζονται εις μίμησιν αυτών. Διότι θέλων ποτέ να αναχωρήση ο θείος Πατήρ ημών Γρηγόριος και να υπάγη εις την σεβασμίαν Λαύραν, τοιουτοτρόπως συνήνωσε πνευματικώς ημάς τους δύο τον ένα με τον άλλον δια των διδασκαλιών και των νουθεσιών του, ώστε εφαίνετο ότι είχομεν και οι δύο μίαν ψυχήν εις δύο σώματα. Μας επρόσταξε δε ο θείος Γρηγόριος να μείνωμεν αχώριστοι έως τέλους. Αλλά και κατά την τελευταίαν στιγμήν της αναχωρήσεώς του μας είπε πάρα πολλά καλά, κινούμενος προς τούτο από την εις αυτόν ενοικούσαν Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Διότι, μας είπεν, εάν ευρισκώμεθα ούτως ηνωμένοι, θέλομεν αξιωθή και της Βασιλείας των ουρανών. Ημείς δε, κάμνοντες την συνειθισμένην μετάνοιαν εις αυτόν και λαβόντες την ευλογίαν του ομού με τας ευχάς του, είμεθα ηνωμένοι ο εις μετά του άλλου και αχώριστοι, εν και το αυτό αισθανόμενοι, φρονούντες και πράττοντες. Η φράσις «τούτο ιδικόν μου» και «τούτο ιδικόν σου» δεν γνωρίζομεν να ελέχθη μεταξύ ημών επί ολοκλήρους είκοσι οκτώ χρόνους όπου εμείναμεν μαζί. Αλλ’ εάν τις εκάλει τον Κάλλιστον, έβλεπεν ευθύς μετ’ αυτού και τον Μάρκον· και εάν εκάλει τον Μάρκον, έβλεπεν συγχρόνως και τον Κάλλιστον· εις τρόπον ώστε, όλοι οι Πατέρες, οίτινες κατώκουν εις την Σκήτην εκείνην, έστρεφον προς ημάς τα βλέμματα δια την καλήν ομόνοιαν την οποίαν είχομεν με την Χάριν του Χριστού και είχον ημάς ως επαινετόν παράδειγμα. Αν δε τυχόν καμμίαν φοράν, από φθόνον του διαβόλου, ηγείρετο μεταξύ τινών εξ αυτών φιλονικεία και διχόνοια, ενεθυμούντο πολλάκις το ιδικόν μας θεάρεστον παράδειγμα δια να ειρηνεύουν. Μετά ταύτα, δεν γνωρίζω πως, συνέβη εις τον Μάρκον σωματική τις ασθένεια. Όθεν μετέβημεν εις την ιεράν Λαύραν, προς θεραπείαν του πάθους του. Βλέποντες δε οι εκεί Πατέρες την πολλήν αυτού αρετήν, δεν τον άφησαν να αναχωρήση εκείθεν, θεωρούντες την στέρησίν του ως ζημίαν ανεπανόρθωτον. Εγώ δε, του Θεού βοηθούντος, μετέβην εις την σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων. Τότε εφάνη εις τινας, ότι εχωρίσθημεν ο εις από τον άλλον. Όμως φαινομενικώς εχωρίσθημεν, κατά τα σώματα και κατά τον τόπον, αλλά κατά την ψυχήν είμεθα ως πάντοτε ηνωμένοι δια της Χάριτος του Θεού, ήτις συνδέει και συγκρατεί τα καλά. Όθεν, όπου και αν ευρισκόμεθα, εμέναμεν πάντοτε ηνωμένοι ο εις μετά του άλλου. Έκαστος δε εξ ημών εφύλαττε την ενθύμησιν του άλλου καθαράν με πόθον πολύν, κρατούντες αυτήν εις τον νουν μας πάντοτε. Αλλ’ ο μακάριος Μάρκος τόσον εδοξάσθη παρά Θεού και καθ’ εκάστην ελάμβανε προσθήκην νέας δόξης, με τας δωρεάς και την φώτισιν της οποίας ηξιούτο παρ’ Αυτού, ώστε να είναι αδύνατον να διηγηθώ περί τούτων καθώς πρέπει. Ας είπω λοιπόν και δι’ άλλους μαθητάς του Αγίου, και μάλιστα δια τον αξιέπαινον Ιάκωβον, τον ευλογημένον Ααρών και τον μακάριον Κλήμεντα και άλλους τινάς, διότι αδύνατον είναι να είπω δι’ όλους. Ο θείος Ιάκωβος με τας διδασκαλίας και την οδηγίαν του θείου Γρηγορίου εις τόσον ύψος αρετής έφθασεν, ώστε ηξιώθη να λάβη και το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, γενόμενος Επίσκοπος Σερβίων, ολίγον δε μετά τον Ιάκωβον ήλθεν εις το Άγιον Όρος και ο Ααρών, τον οποίον εδέχθη ο Όσιος από ευσπλαγχνίαν, διότι ήτο τυφλός. Εδιδάχθη λοιπόν από αυτόν ο Ααρών, ότι ο Θεός δια την άκραν του αγαθότητα έγινεν άνθρωπος, ίνα ανακαλέση τον προπάτορα ημών Αδάμ, όστις εξέπεσε δια την παράβασιν και ελευθερώνων τούτον από την τυραννίαν του διαβόλου, τον έφερε πάλιν εις την πρώτην του ευγένειαν, αναστήσας αυτόν από την φθοράν του θανάτου και ότι η τύφλωσις των οφθαλμών του σώματος όχι μόνον καθαρίζει τους οφθαλμούς της ψυχής, αλλά χαρίζει και φως αιώνιον εις εκείνους, οίτινες την υποφέρουν αγογγύστως και ελπίζουν αδιστάκτως εις τον Θεόν. Όταν δε ημείς, με την βοήθειαν και Χάριν του Θεού, καθαρίσωμεν τας καρδίας μας δια μέσου της θερμής προσευχής και της ακαταπαύστου δεήσεως, τότε φωτίζεται ο νους και η διάνοια ημών και γίνονται εις την ψυχήν ως δύο οφθαλμοί. Όταν δε φωτισθούν και ανοίξουν οι οφθαλμοί αυτοί της ψυχής μας, τότε ο κατά Θεόν πνευματικός αυτός άνθρωπος βλέπει φυσικώς, καθώς έβλεπε και ο Αδάμ προ της παραβάσεως. Ταύτας τας νουθεσίας ακούων ο Ααρών και καλώς εφαρμόζων ταύτας παρεκάλει τον Θεόν με συντριβήν καρδίας, λέγων ούτω· «Κύριε ο Θεός μου, ο την χαμαί συγκύπτουσαν ανορθώσας και λόγω μόνω τον παράλυτον συσφίγξας, και τους οφθαλμούς του τυφλού διανοίξας, έπιδε επ’ εμέ, τη αφάτω σου ευσπλαγχνία και την συγκύπτουσαν αθλίαν ψυχήν μου μη εγκαταλείψης εν τω βορβόρω της αμαρτίας και τω λάκκω της απογνώσεως. Αλλ’ ως οικτίρμων, τους οφθαλμούς της καρδίας μου διάνοιξον προς το εγκαθιδρύσαι τον φόβον σου εν αυτή, συνιέναι τας εντολάς σου και ποιείσαι το θέλημά σου». Τοιουτοτρόπως δε παρακαλών συχνάκις τον Θεόν εκ βάθους ψυχής ο Ααρών, εισηκούσθη παρά του Θεού και εφωτίσθησαν οι οφθαλμοί της ψυχής του, εις τρόπον ώστε όχι μόνον δεν εχρειάζετο πλέον χειραγωγόν δια να τον οδηγή εις τον δρόμον, αλλά και καθήμενος εντός του κελλίου του, προέβλεπε και έλεγεν· «Εξέλθετε, διότι έρχεται προς ημάς ο τάδε Γέρων ή ο τάδε αδελφός»· παραδόξως δε επηλήθευεν η πρόρρησις καθώς ακριβώς έλεγεν. Αλλά και όταν επλησίαζεν η εορτή μεγάλου τινός Αγίου ή Δεσποτική τοιαύτη, από ημερών πολλών το έλεγεν αδιστάκτως, χωρίς να του είπη τι κανείς. Ερωτώμενος δε πως εγνώριζε ταύτα, απεκρίνετο, ότι προτήτερα από την εορτήν εκείνην, ήρχετο από τον Θεόν εις την ψυχήν του μέγα φως και δόξαν και εκείθεν αοράτως τα εμάνθανεν. Αλλά και τούτο είναι άξιον να θαυμάζη τις! Μίαν φοράν, εν ω ο Ααρών ούτος μετέβαινε μετά του προειρημένου Ιακώβου εις Μοναχόν τινά, όστις διέμενε περί τα δύο μίλια μακράν από το κελλίον εκείνου, φωτισθείς από τον Θεόν ο Ααρών, είπε προς τον Ιάκωβον· «Ο Μοναχός, προς τον οποίον μεταβαίνομεν, έχει εις τας χείρας του το ιερόν Ευαγγέλιον και αναγινώσκει την τάδε περικοπήν». Πράγματι, όταν κατόπιν έφθασαν εις το κελλίον του Μοναχού και εξήτασαν με ακρίβειαν, εύρον, ότι ήτο αληθές εκείνο το οποίον προείπεν ο Ααρών. Και ταύτα μεν από των πολλών ολίγα. Πρέπον όμως είναι να είπωμεν ολίγα και δια τους άλλους μαθητάς του Οσίου, τον Μωϋσήν, τον Λογγίνον, τον Κορνήλιον, τον Ησαϊαν και τον Κλήμεντα. Και ούτοι ήρχισαν και εβάδισαν την κατά Θεόν πολιτείαν με πολλήν προθυμίαν αγωνισθέντες με πολλούς ιδρώτας και κόπους προς τον σκοπόν όπως αποκτήσουν όλας τας αρετάς. Ησχολούντο δε και ούτοι ακαταπαύστως εις την σωτήριον εργασίαν της νοεράς προσευχής, ένεκα δε ταύτης απέκτησαν και πολλούς μαθητάς και ειρηνικώς ετελεύτησαν, παραδώσαντες τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Επειδή δε ενεθυμήθην τον θαυμαστόν Κλήμεντα, δίκαιον είναι να διηγηθώ και ολίγα τινά εξ εκείνων, τα οποία εχάρισεν ο Θεός εις αυτόν. Ούτος λοιπόν ο Κλήμης ήτο γέννημα και θρέμμα της Βουλγαρίας και εποίμαινε πρόβατα. Νύκτα δε τινά, εκεί όπου εφύλαττε τα πρόβατα, είδε φωταψίαν μεγάλην, ήτις έλαμψεν επάνω από την ποίμνην του, ησθάνθη δε χαράν μεγάλην εις την ψυχήν του. Διαπορών τότε εστοχάζετο μήπως, ενώ έστεκεν όρθιος, τον επήρεν ολίγος ύπνος και απεκοιμήθη εκεί επάνω εις την ράβδον του και χωρίς να το καταλάβη εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος. Ενώ λοιπόν εσυλλογίζετο ταύτα, είδε το φως εκείνο να απομακρύνεται ολίγον κατ’ ολίγον και να ανέρχεται εις τους ουρανούς, έγινε δε και πάλιν σκότος και νυξ. Εκ του γεγονότος τούτου τόσον εχάρη ο Κλήμης, ώστε ευθύς μετέβη εις το Άγιον Όρος, όπου, ευρών εις την Σκήτην του Μορφινού Μοναχόν τινά αγράμματον μεν αλλ’ ευλαβή και ενάρετον, υπετάχθη εις αυτόν και δεν εδιδάχθη από εκείνον άλλο τι εκτός του «Κύριε, ελέησον». Όταν δε παρήλθεν ολίγος καιρός, ήρχισε πάλιν, ολίγον κατ’ ολίγον, να φαίνεται εκείνο το φως και επλήρωσε την ψυχήν του από θείαν Χάριν. Διότι ο ευλογημένος εκείνος ήτο άνθρωπος πολύ απλούς και ουδεμίαν είχε περιέργειαν, αλλ’ επρόσεχεν εις μόνον τον Θεόν. Επειδή δε και ο Γέρων αυτού δεν ήτο ικανός να εννοήση το γεγονός τούτο, παρέλαβε τον Κλήμεντα και μετέβησαν εις τον θείον Γρηγόριον, εις τον οποίον ο Κλήμης διηγήθη τα διατρέξαντα. Προς τούτοις παρεκάλεσεν αυτόν θερμώς ο Κλήμης να τον δεχθή και να τον συναριθμήση με την καλήν συνοδείαν του. Ο Όσιος λοιπόν, ως μιμητής του Χριστού, διψών την σωτηρίαν πάντων, τον εδέχθη ιλαρώς και οδηγήσας τούτον κατά μόνας τον εδίδαξεν όλα εκείνα τα οποία προξενούν σωτηρίαν εις την ψυχήν του, παραγγείλας εις αυτόν να έχη υπομονήν και ταπείνωσιν και να ελπίζη πάντοτε εις τον Θεόν, από τον οποίον προέρχεται κάθε καλόν το οποίον επιτυγχάνεται από τους ανθρώπους. Επί πλέον του παρήγγειλε να μη αμελή ουδέποτε τον κανόνα, τον οποίον του ώρισε· να έχη δε και την φροντίδα του θανάτου ακατάπαυστον. Ο Κλήμης λοιπόν δεχθείς με πολλήν ταπεινοφροσύνην τας παραγγελίας του θείου Πατρός, υπεσχέθη να πράξη αόκνως όλα τα προσταχθέντα. Όθεν ηγωνίζετο εις το κατά Θεόν έργον με τόσην προθυμίαν και επιμέλειαν, ώστε εντός ολίγου χρόνου εφωτίσθη κατά τον νουν με το φως της θείας Χάριτος και όχι μόνον ανυψώθη εις την θεωρίαν των όντων, αλλά και από θεωρίας εις θεωρίαν αναβαίνων, έφθασεν εις τα υπέρ φύσιν. Διότι η απλή ψυχή, ήτις προσέρχεται γνησίως εις τον Θεόν και αφιερούται όλως διόλου εις Αυτόν και Αυτόν μόνον υπηρετεί προθύμως και αδιστάκτως, γίνεται θεοειδής και επομένως σχολάζει και καταγίνεται εις τα υπέρ φύσιν. Έλεγε δε και τούτο ο μακάριος Κλήμης, ότι όσας φοράς αποστελλόμενος από τον θείον Γρηγόριον μετέβη εις την Ιεράν Λαύραν και ήκουε τους εκεί ενασκουμένους Πατέρας ψάλλοντας με ευλάβειαν την Τιμιωτέραν, έβλεπε νεφέλην φωτεινήν κατερχομένην από τον ουρανόν επάνω εις την Λαύραν, την οποίαν και εσκέπαζε θαυμασίως, έως ότου ετελείωνεν η ωδή της Τιμιωτέρας. Κατόπιν δε πάλιν την έβλεπε να ανέρχεται φωτεινή εις τον ουρανόν. Τόσον μεγάλην ψυχικήν ωφέλειαν έλαβεν ο Κλήμης από την διδασκαλίαν του Οσίου, και όχι μόνον αυτός, αλλά και όσοι άλλοι ήκουον τους θείους λόγους του και εδέχοντο τούτους μετά πόθου και ευλαβείας. Όλον λοιπόν σχεδόν το πλήθος των Μοναχών συνέτρεχον εις αυτόν, μη ανεχόμενοι κατ’ ουδένα τρόπον να μείνουν υστερημένοι από την ψυχωφελεστάτην διδασκαλίαν του. Διότι τόσην πνευματικήν σοφίαν και χάριν ηξιώθη να λάβη παρά Θεού, ώστε μεγίστην ωφέλειαν προσέφερεν εις τας ψυχάς όλων εκείνων οίτινες προσέτρεχον προς αυτόν, ως πολλάκις εκείνοι οι ίδιοι, οίτινες ταύτην εδοκίμασαν, μου διηγήθησαν. Έλεγον δηλαδή, ότι όταν ο θεοφόρητος εκείνος Πατήρ ωμίλει εις ημάς δια των πνευματικών και θεοφιλών εκείνων λόγων, μετ’ αυτών ηκολούθει και θεία Χάρις. Διότι, όταν διελέγετο περί καθάρσεως ψυχής και δια τίνος τρόπου ο άνθρωπος γίνεται Θεός, κατά χάριν, τότε ήρχετο μέσα εις την ψυχήν των θείος έρως και αγάπη τις παράδοξος και υπερβολική. Και όπως όταν, διδάσκοντος του μεγάλου Πέτρου εις την οικίαν του Κορνηλίου, κατήλθεν εις τους μαθητάς του το Πνεύμα το Άγιον, ούτως έγινε και εις εκείνους, τους οποίους εδίδασκεν ο θείος Γρηγόριος, ως έλεγον εκείνοι οι ίδιοι, οίτινες αντελήφθησαν τούτο. Μάλιστα δε μεγάλην επιμέλειαν είχεν ο αείμνηστος να παρακινή όλους τους Πατέρας, Ησυχάζοντας και Κοινοβιάτας, να καταγίνωνται εις την νοεράν προσευχήν και εις την διαφύλαξιν του νοός. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος δεν ησύχασε και εκ του φθόνου του και μόνον εκίνησεν εναντίον του Οσίου τους ελλογιμωτέρους των Μοναχών, οίτινες, παθόντες ανθρώπινον τι, εφθόνησαν τον θείον Γρηγόριον και έθεσαν ως σκοπόν των να τον εκδιώξουν από το Άγιον Όρος. Μετ’ αυτών δε ήλθον εις την αυτήν γνώμην και άλλοι, εξ αγνοίας, οίτινες ενωθέντες με την φιλονικίαν, την υπερηφάνειαν και την οίησιν, έλεγον προς αυτόν· «Μη διδάσκης εις ημάς οδόν, την οποίαν ημείς δεν γνωρίζομεν», εννοούντες με τούτο την νοεράν προσευχήν και την φυλακήν του νοός. Βλέπων λοιπόν ο Όσιος, ότι ο φθόνος ήναπτε τας καρδίας των Μοναχών εκείνων, εσκέπτετο κατά ποίον τρόπον να τους ειρηνεύση. Ήτο δε τότε εκεί πλησίον του Ασκητίς τις, Ησαϊας ονομαζόμενος, όστις ήτο ο πρώτος ο οποίος έκτισε το κελλίον του εκεί εις την Σκήτην του Μαγουλά. Ούτος δε ο μακάριος είχε πάθει πολλά κακά από τον βασιλέα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον τον λατινόφρονα, διότι δεν εδέχετο να συγκοινωνήση μετά του τότε Πατριάρχου Ιωάννου του Βέκκου, ένεκεν της υπ’ εκείνου καινοτομίας του Ορθοδόξου δόγματος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και θείω ζήλω κινούμενος, ηγωνίσθη κραταιώς υπέρ της Ορθοδοξίας και με την ακούραστον διδασκαλίαν του και την ακατάπαυστον σπουδήν και προθυμίαν του, είχε συνενώσει όλους έτι στερεώτερον με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού. Τούτον λοιπόν τον θαυμάσιον Ησαϊαν παραλαβών μεθ’ εαυτού ο Όσιος και έτερον τινά μαθητήν του, μετέβη εις το Πρωτάτον· αλλ’ εκείνος όστις ήτο τότε Πρώτος, ηδέως μεν και περιχαρώς εδέχθη αυτούς, με τρόπον δε φιλικόν και πλάγιον ήρχισε δήθεν να κεντά τον θείον Γρηγόριον, όχι διότι εδίδασκε περί νήψεως και νοεράς προσευχής, επειδή πως ήτο δυνατόν να φέρεται εναντίον της αληθείας και του Οσίου άνθρωπος όστις ήτο πνευματοφόρος και εκήρυττεν εμφανώς τα θεία εις κοινήν ωφέλειαν; Όχι λοιπόν δια ταύτα ωμίλησε προς τον Όσιον, αλλά διότι εδίδασκε δήθεν χωρίς την άδειάν του. Όμως γνωρίζων επακριβώς την υπερβολικήν αρετήν του ανδρός και το ύψος της ενθέου διδασκαλίας του, ελησμόνησεν όλας τας κατά του Οσίου αιτιάσεις και συμφιλιωθείς ευθύς μετ’ αυτού, ενόμισε κέρδος μέγιστον το να περιποιηθή τον Όσιον. Όθεν τους εφιλοξένησε με πάσαν επιμέλειαν και φιλοφροσύνην και συνομιλών μετά τούτων, του Γρηγορίου δηλαδή και του Ησαϊα, έλεγε· «Σήμερον συνομιλώ με τους κορυφαίους των Αποστόλων, τον Πέτρον και τον Παύλον». Βλέποντες οι άλλοι Πατέρες την περιποίησιν, την οποίαν προσέφερεν εις αυτούς ο Πρώτος του Αγίου Όρους και ακούοντες τους επαίνους τους οποίους έλεγε δι’ αυτούς, εγνώρισαν την αλήθειαν και από τότε πλέον όλοι κοινώς, Ησυχάζοντες και Κοινοβιακοί, με μεγάλην χαράν ψυχής των, είχον κοινόν διδάσκαλον τον θείον Γρηγόριον. Ένεκεν όμως του πλήθους εκείνων, οίτινες ήρχοντο προς αυτόν, χάριν ωφελείας, δεν εύρισκε καιρόν να ησυχάζη. Δια τούτο πολλάκις απεσύρετο, ως αγαπών πολύ την ησυχίαν· και πότε μεν μετέβαινε πλησίον της σεβασμίας Μονής του Αγίου Σίμωνος, εις την οποίαν και εκάθητο ολίγον, επειδή η οδός, η οποία ωδήγει εκεί, ήτο δύσβατος και ως εκ τούτου εδυσκολεύοντο να πηγαίνουν πολλοί προς αυτόν, πότε δε εις την τοποθεσίαν την καλουμένην του Χρέντελη ή εις το βαθύτατον λαγκάδι το ονομαζόμενον του Τζεγρέα. Αλλά και εις τους ερημικούς αυτούς τόπους όπου απεσύρετο, έκτιζε και κελλία παράμερα, εις τα οποία μετετοπίζετο συχνάκις δια να αποφεύγη τους προς αυτόν ερχομένους. Διότι επόθει πολύ την αναχώρησιν και δεν ήθελεν ουδ’ επί στιγμήν να αποχωρισθή από την θεωρίαν. Τι δε συνέβη κατόπιν; ΄Ηλθεν αίφνης το βάρβαρον έθνος των Αγαρηνών και ελεηλάτει τα μέρη του Αγίου Όρους και αρπάζοντες ως ορμαθόν τους ασκουμένους εκεί Μοναχούς, τους έκαμνον δούλους. Ταύτα λοιπόν βλέπων ο Όσιος και συλλογιζόμενος, αφ’ ενός τα πολλά κακά, τα οποία υπέστη, ότε συνελήφθη ως δούλος από τους τοιούτους βαρβάρους και αφ’ ετέρου επειδή η ταραχή εκείνη και ο θόρυβος διεσκόρπιζε τον νουν του και ετάραττε την ησυχίαν του, απεφάσισε να υπάγη πάλιν εις το Σινά, δια να ησυχάση επάνω εις την Αγίαν Κορυφήν. Παραλαβών λοιπόν μετ’ αυτού τους προειρημένους μαθητάς του και εμέ, μετέβημεν όλοι ομού εις την Θεσσαλονίκην. Μετά παρέλευσιν δε δύο μηνών, παραλαβών κρυφίως από όλους εμέ μόνον μετά τινος άλλου Μοναχού, εισήλθομεν εις πλοιάριον και επλεύσαμεν εις την Χίον. Εκεί εύρομεν Μοναχόν τινά, όστις ήρχετο από την Ιερουσαλήμ, δεν γνωρίζω δε τι είπεν εκείνος εις τον Όσιον και εσταματήσαμεν τον δρόμον προς το Σινά. Όθεν αναχωρήσαντες από την Χίον μετέβημεν εις την Μυτιλήνην, διατρίψαντες δε επί τι διάστημα εις το εν αυτή όρος Λίβανον και μη δυνηθέντες να εύρωμεν και εκεί κατάστασιν ησυχίας, εφύγαμεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου λόγω της σφοδρότητος του χειμώνος εμείναμεν επί εξ μήνας εις γωνίαν τινά της πόλεως ταύτης κεκρυμμένοι ως ξένοι. Όμως ο βασιλεύς Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282 – 1328) ο της Ορθοδοξίας ζηλωτής διαπρύσιος, πληροφορηθείς, ότι ευρίσκετο εκεί ο θείος Γρηγόριος, έστειλε πολλάκις και τον προσεκάλεσεν ίνα υπάγη εις τα ανάκτορα, αλλ’ εκείνος αποφεύγων την δόξαν των ανθρώπων επροτίμησε να αναχωρήση εκείθεν. Αναχωρήσαντες λοιπόν από την Κωνσταντινούπολιν, μετέβημεν δια θαλάσσης εις την Σωζόπολιν παρεμείναμεν δε εκεί ολίγον, έως ότου έμαθε τα καθ’ ημάς Μοναχός τις, Αμηραλής καλούμενος, όστις κατώκει εις την βαθυτάτην έρημον των συνόρων, ήτις, δια τούτο, ωνομάζετο Μεσομήλιον. Ούτος ο Μοναχός προσεκάλεσε τον Όσιον να υπάγη προς αυτόν. Μεταβάς δε ο Όσιος και ιδών ότι ο τόπος είναι ήσυχος και βοηθεί εις τον κατά Θεόν σκοπόν του, ενόμισεν ότι είναι καλόν να κατοικήση εκεί. Δια τούτο κοπιάσαντες με προθυμίαν, τόσον ο Όσιος όσον και οι μαθηταί του, έκτισαν κελλία μικρά προς κατοίκησιν αυτών χωριστήν, μακράν από του τόπου εις τον οποίον εκάθητο ο Αμηραλής περί το εν μίλιον. Είχε δε ο Αμηραλής και ιδικούς του μαθητάς· πλην δε τούτων είχε και Μοναχόν τινα, Λουκάν ονομαζόμενον, όστις ήτο πρότερον μαθητής του θείου Γρηγορίου εις το Άγιον Όρος· τότε δε εκυριεύθη από το πάθος του φθόνου και δεν ηδύνατο να συγκρατηθή καθόλου, διότι είχε κεκρυμμένην εν εαυτώ την κακίαν. Δια τούτο κινηθείς κατά του θείου Πατρός με μεγάλην αυθάδειαν και αναισχυντίαν και υβρίζων αυτόν δια πολλών ύβρεων, ώρμησεν εναντίον του με μάχαιραν· εάν δε δεν έτρεχον ευθύς οι μαθηταί του Αμηραλή να τον εμποδίσωσι δια των ιδίων των χειρών και με βίαν πολλήν από την παράλογον ορμήν του, ήθελε κάμει και φόνον ο ταλαίπωρος. Αλλ’ ο Όσιος, ο τη αληθεία μαθητής του πράου και ειρηνικού Ιησού, γενόμενος και εις τούτο τύπος Αυτού και παράδειγμα, όχι μόνον δεν ησθάνθη ουδέ το ελάχιστον μίσος κατ’ αυτού, όστις ούτω ανελπίστως ώρμησεν εναντίον του, αλλ’ ουδέ καν εταράχθη, ούτε ελογίσθη παντάπασιν να κάμη κακόν αντί κακού. Αντιθέτως, τόσην αγάπην έδειξεν εις εκείνον, ώστε του ωμολόγησε και χάριν· απόδειξις δε τούτου φανερά είναι, ότι προς ωφέλειαν εκείνου συνέγραψε με φιλοπονίαν Νηπτικά κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, πλήρη παραδειγμάτων και θεωρίας. Μετά παρέλευσιν όμως ολίγου χρόνου και ο ανωτέρω Αμηραλής, παρακινούμενος από τον αρχέκακον εχθρόν, εφθόνησε και αυτός τον Άγιον και ανάπτων από θυμόν εφώναζεν ατάκτως και απειλών έλεγεν, ότι εάν δεν φύγη εκείθεν το ταχύτερον, θέλει προσκαλέσει πλήθος κλεπτών και άλλων κακοποιών, ίνα τους αποστείλη επί πληρωμή δια να μας αφανίσουν αιφνιδιαστικώς όλους· πράγμα το οποίον όπως εσκέφθη και έκαμε κατόπιν. Τοιαύτας λοιπόν ανταμοιβάς απέδιδεν ο φαινόμενος Μοναχός εις τον θείον Γρηγόριον. Αλλά ματαίως εκοπίαζεν ο ανόητος· διότι ο Θεός, δια των ευχών του Οσίου, διεφύλαξεν όλους ημάς αβλαβείς. Αναχωρήσας λοιπόν και εκείθεν ο θείος Πατήρ μεθ’ όλων των Μοναχών, οίτινες είχον συναθροισθή εκεί προς χάριν του, μετέβη εις τι όρος ονομαζόμενον Κατακεκρυωμένον. Μετ’ ολίγας όμως ημέρας εστάλησαν και εκεί από τον φθονερόν εκείνον και ελαφρόνουν Γέροντα κλέπται τινές, οι οποίοι, επιτεθέντες εναντίον μας ως λέοντες, μας συνέλαβον όλους και δέσαντες, φεύ! τον Όσιον με εν μανδήλιον, εζήτουν χρήματα από εκείνον όστις εκ νεαράς ηλικίας δεν ηθέλησε ποτέ να αποκτήση ουδέ οβολόν· αλλά μη ευρίσκοντες τίποτε να πάρουν, ευλαβηθέντες μας απέλυσαν. Επειδή όμως ο φθόνος εκυρίευσε τόσον πολύ την ψυχήν του Αμηραλή και επειδή το πάθος τούτο δεν εξαλείφεται ευκόλως, έκρινε καλόν ο Όσιος να απομακρυνθή εντελώς από τα μέρη εκείνα. Όθεν αναχωρήσαντες και εκείθεν, ήλθομεν πάλιν εις την Σωζόπολιν και επιστρέψαντες εις την Κωνσταντινούπολιν τον Δεκέμβριον μήνα, παραμείναμεν εκεί έως την άνοιξιν και τότε εφύγαμεν εις το Άγιον Όρος μετά του Αγίου, τον οποίον υπεδέχθησαν με μεγάλην χαράν οι Λαυριώται, αισθανθέντες τον ερχομόν του ως πνευματικήν πανήγυριν. Έκτισε δε ο Άγιος κελλία τινά εις διαφόρους τόπους, πλησίον της Μεγίστης Λαύρας, προσέτι δε παρέλαβε και μερικά ακόμη από τα καθίσματα της αυτής Λαύρας, όσα ήσαν κατάλληλα προς ησυχίαν και ησυχάζων εκεί συνωμίλει μόνος με μόνον τον Θεόν. Κατά παραχώρησιν όμως Θεού, οι Αγαρηνοί επέδραμον και πάλιν κατά του Αγίου Όρους και μη δυνάμενος ο θείος Πατήρ να ησυχάζη εις απομεμακρυσμένα κελλία, εισήλθεν εντός της Ιεράς Λαύρας. Η συνομιλία όμως των Μοναστηριακών τού διέκοπτε την ησυχίαν· διο και ελυπείτο πολύ· και ως ποθών την μόνωσιν και την ανάβασιν και θεωρίαν δεν είχε καθόλου άνεσιν. Όθεν χωρίς ουδείς να αντιληφθή τίποτε, παρέλαβε μεθ’ εαυτού μαθητήν του τινά και εισελθών εις πλοιάριον εταξίδευσεν εις την Αλεξανδρούπολιν. Έπειτα δια ξηράς μετέβη πάλιν εις τα Παρόρια και συναθροίσας πολλούς Μοναχούς, κατώκησε προθύμως εις το Κατακεκρυωμένον Όρος. Εκεί όμως έμενον λησταί, επιδιδόμενοι όλως διόλου εις την κλοπήν. Τούτο δε πας τις έχων σώον τον νουν δύναται να εννοήση ότι ήτο έργον του πονηρού, όστις εφθόνει το καλόν και εφοβείτο μήπως ο Όσιος κάμη την έρημον εκείνην κατοικητήριον Μοναχών εις ύμνον ακατάπαυστον του Θεού, καθώς και πράγματι έγινε με την χάριν του Χριστού, όπως το βλέπομεν σήμερον, διότι όχι μόνον μεγάλη Λαύρα υπάρχει, την οποίαν αυτός συνέστησεν, αλλά και άλλους Μοναχούς έφερε να κατοικήσουν εις την έρημον εις ίδια Ησυχαστήρια, συγχρόνως δε, με την ευδοκίαν του Αγίου Θεού του δοξάζοντος τον θείον άνδρα, εκτίσθησαν εκ θεμελίων και άλλαι τρεις Λαύραι εις το σπήλαιον των Μεσομηλίων αι εις την τοποθεσίαν, την καλουμένην Παίζουβαν, δια το πλήθος των Μοναχών όπου συνηθροίσθη εκεί. Αλλ’ ο του Θεού άνθρωπος, έχων την ελπίδα του εις τον Θεόν, δεν εδειλίασεν ουδόλως ούτε εφοβήθη τον πειρασμόν των κλεπτών· αλλά συνέλαβε σκέψιν αγαθήν, την οποίαν και έφερεν εις πέρας δια μέσου των Μοναχών, οίτινες έγιναν εκεί μαθηταί του, ήτο δε αύτη η εξή: Ανέφερεν εις τον βασιλέα των Βουλγάρων Αλέξανδρον, ότι αυτός ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος ένεκεν των μεγάλων επιδρομών, τας οποίας διενήργει εκεί το βάρβαρον έθνος των Αγαρηνών, ελθών δε, ίνα χάριν ησυχίας κατοικήση εις την έρημον ταύτην, εύρε και εκεί άλλον πειρασμόν, τον των κλεπτών· «Δια τούτο και εγώ, λέγει εις την αναφοράν του, ακούων το περίφημον όνομά σου και ότι είσαι θεοσεβής, ευλαβής και ελεήμων και ότι βοηθείς με κάθε ευεργεσίαν τους έχοντας ανάγκην, σε παρακαλώ με την φρόνησιν και την δύναμιν, την οποίαν σου εχάρισεν ο Θεός, να εμποδίσης την καταδρομήν των ληστών». Ο δε θαυμάσιος εκείνος βασιλεύς, επειδή εξετίμα πολύ την αρετήν και τους εναρέτους, δεχθείς μετά χαράς τους λόγους του Αγίου, έστειλεν ευθύς και έκτισεν εκ θεμελίων πύργον ισχυρόν και υψηλόν, Εκκλησίαν και κελλία, καθώς έπρεπε και κατώγεια δια τα ζώα και βασιλικώς οικονόμησε πάντα τα απαιτούμενα, όπως μέχρι της σήμερον καθοράται από τους εκεί χάριν ψυχικής ωφελείας και προσκυνήσεως μεταβαίνοντας. Έστειλε δε και χρήματα αρκετά και τρόφιμα και παν ό,τι άλλο απητείτο δια τας ανάγκας των εκεί διαβιούντων. Προς τούτοις αφιέρωσεν εις αυτούς και χωρία ολόκληρα, έτι δε και μίαν λίμνην μεγάλην με ιχθυοτροφεία δια να αλιεύουν διαφόρους ιχθύς. Ακόμη και βους και πρόβατα αναρίθμητα και ημιόνους πολλούς τους εχάρισε δια τας ανάγκας των Μοναχών. Και ταύτα μεν ήσαν τα θαυμαστά και μεγαλοπρεπή δώρα του βασιλέως των Βουλγάρων. Ο δε θείος Γρηγόριος είχε δια παντός έργον περισπούδαστον το να περιέλθη αποστολικώς άπασαν την οικουμένην και να σύρη όλους τους Χριστιανούς εις την θείαν ανάβασιν με την διδασκαλίαν του, εις τρόπον ώστε, δια μέσου της πρακτικής αρετής, να αναβιβάση αυτούς εις το ύψος της νοεράς προσευχής, όπως και τον εαυτόν του ανεβίβασε, γεγονός όπερ και επέτυχε δια της θείας Χάριτος. Όθεν και εις τούτον είναι λίαν αρμόζον να λέγωσιν οι φιλάρετοι το: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτού» (Ψαλμ. ιη:5). Επειδή και ούτος, ποθών εξ όλης καρδίας να φωτίση άπαντας με το φως του Παναγίου Πνεύματος, δεν άφησε κανένα σχεδόν τόπον, εις τον οποίον να μη σπείρη και διαδώση το καλόν της ησυχίας και της νοεράς προσευχής δια μέσου της διδασκαλίας και των θείων λόγων του, ως και δια των μαθητών του. Διότι όχι μόνον εις την Ελλάδα και την Βουλγαρίαν μετέβη, αλλά και εις αυτήν την Σερβίαν και ακόμη μακρύτερον. Καθώς δε εις το Άγιον Όρος ωδήγησε τους Πατέρας εις την ακριβή και καθαράν ησυχίαν και εις την νοεράν προσευχήν, τοιουτοτρόπως και εις πάντα τόπον όπου μετέβαινεν είτε εκείνος είτε κανείς εκ των μαθητών του, μετέδιδεν εις κάθε Χριστιανόν τούτο το θεάρεστον έργον της νοεράς προσευχής και προσοχής του νοός. Ακόμη και τα Παρόρια, εις τα οποία μετέβη, την βαθυτάτην εκείνην έρημον των συνόρων, περίτης οποίας ανωτέρω ωμιλήσαμεν, τα μετέτρεψεν εις πνευματικόν εργαστήριον, εις το οποίον ανέπλαττε προς το καλλίτερον τους προς αυτόν ερχομένους καθώς και τους εξηγριωμένους εκείνους ληστάς και φονείς των τόπων εκείνων, περί των οποίων προείπομεν, με μόνην την θεωρίαν και νουθεσίαν του μετέβαλεν εις το ημερώτερον και κατέστησεν αυτούς βοσκούς προβάτων. Διότι και αυτοί οι οποίοι ήσαν πρότερον τόσον σκληροί και αιμοχαρείς μετεβλήθησαν εξ ολοκλήρου δια μέσου της οικονομικής καλλιτερεύσεως και των ευχών του Οσίου και προσπίπτοντες μετά ταύτα εις τους πόδας του, εκυλίοντο με θερμήν κατάνυξιν και μετάνοιαν. Τι δε δεν έλεγον και τι δεν έκαμνον ίνα ελεεινολογούν την προτέραν ψυχοβλαβή ζωήν των; Εκ τούτων κατεφάνη και η ψυχική διόρθωσις των τοιούτων. Αλλά και οι περισσότεροι εκ τούτων, φωτισθέντες κατά τον νουν από τας διδασκαλίας του θείου Πατρός, ειργάσθησαν ειλικρινώς δια τον Θεόν και εκέρδησαν την σωτηρίαν της ψυχής των.Τοιαύτα λοιπόν υπήρξαν τα κατορθώματα του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου εκ των οποίων ελάχιστα μόνον ενταύθα παρεθέσαμεν. Ούτος είναι ο Βίος και η Πολιτεία της θαυμασίας εκείνης και μακαρίας ψυχής. Τοιούτοι υπήρξαν οι κατά Θεόν αγώνες του, εις τους οποίους ηγωνίσθη μέχρι της τελευταίας του αναπνοής. Όταν δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ασθενήσας ολίγον, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού και ανήλθεν εις τα ουράνια, δια να απολαύση τελειότερον τον ποθούμενον Χριστόν· Ω η δόξα, η τιμή και η προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου