Ιωάννης ο Βούλγαρος, ο νέος του Χριστού Αθλητής και καλλίνικος Μάρτυς,
κατήγετο από μεγάλην πόλιν της Βουλγαρίας, ήτις καλείται Σούμλα. Το γένος του
και τα ονόματα των γονέων του δεν ηδυνήθημεν να μάθωμεν, ωνομάζετο δε, κατά την
των Βουλγάρων διάλεκτον, Ράϊκος, το οποίον ερμηνεύεται Ιωάννης.
Ο Ιωάννης λοιπόν ούτος ήτο την τέχνην χρυσοχόος, κατώκει δε και ειργάζετο εις την Σούμλαν, δεκαοκταετής τότε περίπου την ηλικίαν, ωραίος πολύ εις την όψιν και εις την ψυχήν ωραιότερος, εις δε την προς τον Χριστόν πίστιν και αγάπην θερμότατος και στερρότατος. Καθώς δε απέδειξαν εναργώς κατόπιν τα πράγματα, έλεγε και ούτος μετά του Αποστόλου Πέτρου προς τον Χριστόν, τον κατοικούντα εν τη διανοία και εν τη καρδία αυτού· «Καν δέοι με συν σοι αποθανείν, ου μη σε απαρνήσομαι» (Ματθ. κστ:35). Αλλά και του Πατριάρχου εκείνου Ιωσήφ του Παγκάλου, πάγκαλος εφάνη μιμητής και θαυμάσιος κατά την σωφροσύνην, δισα την οποίαν και εις τους υπέρ Πίστεως μαρτυρικούς αγώνας εισήλθε και γενναίως ενήθλησε και θαυμασίως ηνδραγάθησε κατά των ορατών και αοράτων δυνάμεων, τελευταίον δε νικητής και τροπαιούχος υπέρ Χριστού ετελειώθη. Πως δε υπέρ της σωφροσύνης ηγωνίσθη και μαρτυρικόν υπέμεινε θάνατον, άρχεται ο λόγος να εξιστορήση, καθώς άνθρωπος Ιερομόναχος, τυχών εκεί, διηγήθη εις ημάς. Ειργάζετο, ως είπομεν, την χρυσοχοϊκήν τέχνην ο χαριτώνυμος Ιωάννης εις την πολιτείαν Σούμλαν. Αντικρύ δε του εργαστηρίου του ήτο τουρκική τις οικία, ο οικοκύρης της οποίας είχε θυγατέρα άγαμον. Βλέπουσα δε αύτη, η επάρατος, το κάλλος και την ωραιότητα του καλού Ιωάννου, ετρώθη την καρδίαν εξ έρωτος σατανικού και κατεφλέγετο από την αγάπην του. Μη δυναμένη δε κατ’ άλλον τρόπον να επιτύχη του σκοπού της και να εκπληρώση την πονηράν της επιθυμίαν, επενόησε και εμεθοδεύθη τον εξής τρόπον. Ημέραν τινά εξελθούσα ολίγον από της θύρας της οικίας της εκάλεσε τον Ιωάννην να έλθη εκεί. Ούτος δε, μη γνωρίζων την επιβουλήν αυτής και μη δυνάμενος άλλως να πράξη, επειδή, καθώς λέγεται, πολύ κακοί, φονείς και αιμοβόροι είναι οι Τούρκοι της πολιτείας εκείνης και σκληρώς τυραννούσι τους εκεί ζώντας Χριστιανούς, μετέβη και εστάθη έξωθι της θύρας. Εκείνη τότε είπεν εις τον Άγιον να πλησιάση και να λάβη μέτρον από τον δάκτυλόν της δια να κατασκευάση εν δακτυλίδιον, εκ χρυσού. Επλησίασε πράγματι ο καλός νεανίας. Αλλ’ όσον ούτος εστάθη μετά φόβου, τόσον εκείνη η μαινάς, η νέα Αιγυπτία, με αναισχυντίαν και αδιαντροπίαν σατανικήν έσυρε τούτον με όσην είχε δύναμιν, ίνα τον εισαγάγη εντός της οικίας της. Ούτως έπραξεν εκείνη, η ασελγής και ακόλαστος. Ο δε νέος Ιωσήφ, ο χαριτώνυμος Ιωάννης, αντέστη με περισσοτέραν δύναμιν και απέσπασε την χείρα του από τας ιδικάς της χείρας. Εκείνη δε, αφεθείσα με βίαν, έπεσε προς τα οπίσω υπτία. Ευθύς λοιπόν, κατά την παλαιάν εκείνην Αιγυπτίαν, την αγάπην εις μίσος μεταβαλούσα, ήρχισε να φωνάζη όσον ηδύνατο και ούτω τον μυρίων επαίνων άξιον τούτον Ιωάννην εσυκοφάντησεν εις τους προστρέξαντας, ότι δήθεν με αναίσχυντον τόλμην απεπειράθη να την βιάση. Η συκοφαντία ήτο μεγάλη, οι Αγαρηνοί, ως είπομεν, αιμοβόροι· όθεν ήρπασαν ευθύς τον μακάριον Ιωάννην και τον έφεραν εις τον κριτήν. Ο κριτής τότε, με την γνώμην του πατρός της κόρης, απεφάσισε τα δύο ταύτα: Ή να τουρκεύση και να λάβη ταύτην ως σύζυγόν του ή, αν δεν θελήση τούτο, να δέρεται έως ότου αποθάνη από τον δαρμόν. Ηρωτήθη έπειτα παρά του κριτού ο θείος Ιωάννης, ποίον εκ των δύο τούτων προτιμά. Ο δε αοίδιμος απεκρίθη, ότι προτιμά κάλλιον να λάβη θάνατον ή να αρνηθή τον Χριστόν. Παρεκινήθη τότε από τον κριτήν και τους παρεστώτας, περισσότερον δε των άλλων παρά του πατρός της κόρης, όστις και έλεγεν, ότι συγχωρεί το τόλμημά του, αρκεί μόνον να τουρκεύση και να τον κάμη γαμβρόν και να έχη τούτον ως υιόν, κληρονόμον των υπαρχόντων του. Αλλ’ η γνώμη του εναρέτου και ευσεβούς Ιωάννου δεν μετεβάλλετο, έλεγε δε· «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». Ω της στερράς σου ενστάσεως, παμμακάριστε Ιωάννη! Ω του ανδρείου σου φρονήματος! Ω της προς Χριστόν θερμοτάτης και διαπύρου αγάπης σου! Συ, εις μικρόν καιρού διάστημα απέδειξας, ότι θαυμασίως πλουτείς τας τέσσαρας γενικάς αρετάς, ήτοι την φρόνησιν, την σωφροσύνην, την ανδρείαν και την δικαιοσύνην. Έδειξας την φρόνησιν, τηρήσας ως κεφαλήν την προς Θεόν αναμαρτησίαν και την ευσέβειαν. Την σωφροσύνην, ως μη δουλεύσας εις τας ηδονάς της νέας Αιγυπτίας. Έδειξας την ανδρείαν, μη φοβηθείς τους αποκτείνοντας το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένους αποκτείναι. Έδειξας την δικαιοσύνην, αποθανών υπέρ Χριστού. Διότι και εκείνος υπέρ της σης σωτηρίας απέθανεν. Αλλά και τας τρεις θεολογικάς αρετάς βλέπομεν εις σε και σαφώς αναγνωρίζομεν. Την μεν ελπίδα, διότι δια την επαγγελίαν και απόλαυσιν των μελλόντων αγαθών, ως σκύβαλα κατεφρόνησας τα πρόσκαιρα ταύτα, άτινα οι ασεβείς προέτεινον και υπέσχοντο. Την δε πίστιν, διότι, έως της εσχάτης αναπνοής, καλώς αυτήν εφύλαξας. Και την αγάπην προς τον Θεόν, διότι εν όλη τη προθυμία υπέρ Αυτού απέθανες δια σκληρού και φοβερού θανάτου. Ήτο απόφασις του τυράννου, ως είπομεν, να αποθάνη εκ των δαρμών. Εδέρετο λοιπόν ο Μάρτυς του Κυρίου ανηλεώς, έως ότου έπεσαν οι όνυχες των ποδών του. Πλην, νομίζοντες, ότι θέλει μεταβληθή η γνώμη του και δεχθή την ιδικήν των θρησκείαν, δεν τον ετελείωσαν, αλλά δέσαντες αυτόν από τας μασχάλας με σχοινίον, τον εκρέμασαν υψηλά, ούτω δε, κρεμάμενος, διήλθε το υπόλοιπον της ημέρας εκείνης, έως της εσπέρας. Τότε τον εξεκρέμασαν. Και πάλιν εκολάκευον αυτόν πολύ, αλλά και ηπείλουν δια βασάνων πολλών και πικρού θανάτου. Ματαίως όμως οι μάταιοι και άφρονες εκοπίαζον. Επειδή, αφού πλέον εκείνος μέχρι αίματος αντέστη προς την αμαρτίαν αγωνιζόμενος και ο της ευσεβείας έρως προκατέσχε, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, οίον δήποτε είδος βασάνων εφαίνετο εις τον Άγιον Μάρτυρα καταγέλαστον. Επειδή δε έφθασεν η εσπέρα και δεν είχον πλέον καιρόν να τον βασανίσουν, τότε έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν και έδωσαν προθεσμίαν να συλλογισθή καλά, τι μέλλει να πράξη. Τι δε έκαμον κατά τας δύο ταύτας ημέρας εντός της φυλακής είναι άδηλον, διότι δεν ηκούσθη έξω. Εξήγαγον δε τον Άγιον Μάρτυρα εκ της φυλακής μετά δύο ημέρας και εδοκίμασαν αυτόν πολυτρόπως. Αλλ’ επειδή παρέμενεν η γνώμη του στερεά και ασάλευτος, εκρέμασαν αυτόν πάλιν από τας μασχάλας, έως της εσπέρας της ημέρας εκείνης και πάλιν τον κατεβίβασαν από της αγχόνης και τον έρριψαν εις την φυλακήν. Την επαύριον τον εξήγαγον πάλιν και πάλιν τον εκολάκευον υποσχόμενοι πλούσια δώρα και απολαυάς. Μετά δε ταύτα πάλιν τον ηπείλουν δια φρικτοτέρων βασάνων. Αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς ούτε τας κολακείας των εδέχετο ούτε τας υποσχέσεις υπελόγισεν ούτε προ των απειλών των εδειλίασεν. Αλλ’ εις πάντα ταύτα ένα λόγον είχεν ο μακάριος προς απολογίαν· «Χριστιανός είμαι και δεν τουρκεύω». Τι δε συνέβη μετά ταύτα; Εκρέμασαν τον Άγιον Μάρτυρα και δια τρίτην φοράν από τας μασχάλας. Κατόπιν έστησαν κάτωθεν αυτού τροχόν μετά κοπτερών λεπίδων, αι οποίαι, στρεφομένου του τροχού, κατέτρωγον τας σάρκας του. Καθ’ όλον δε τον καιρόν της δριμυτάτης ταύτης βασάνου, άλλοτε μεν κολακεύοντες, άλλοτε δε απειλούντες δια δριμυτέρων βασάνων, εβίαζον αυτόν να είπη ότι τουρκεύει. Αλλ’ εκείνος ο γενναίος υπέφερε την βάσανον και άλλο δεν έλεγεν ει μη μόνον, ότι ήτο Χριστιανός. Κατόπιν εκάλεσαν ιατρόν, όστις του είπε· «Δεν έχεις ακόμη φόβον θανάτου. Αι πληγαί σου ιατρεύονται». Ομοίως και οι παρευρισκόμενοι έλεγον· «Ιδού, ότι ιατρεύεσαι. Ειπέ λοιπόν ότι τουρκεύεις, δια να λυτρωθής και να σε κάμωμεν αγάν μεγάλον». Αλλ’ ο Μάρτυς αντέλεγε· «Τον Χριστόν πιστεύω και είμαι Χριστιανός. Πως θα τουρκεύσω»; Αλλ’ όσον ο Άγιος έμενε στερεός εις την πίστιν, τόσον εκείνοι καταισχυνόμενοι εσκληρύνοντο. Όθεν άλλην βάσανον δριμυτέραν επενόησαν. Ποίαν; Έσχισαν άνωθεν του ομφαλού το δέρμα της κοιλίας του Μάρτυρος και εξέδαρον εν λωρίον. Ω σκληρότης! Ω απανθρωπία! Εξέδαραν, λέγω, εν λωρίον από του ομφαλού έως τον λαιμόν! Άλλο δε πάλιν, εκ των όπισθεν έως τον λαιμόν! Κατόπιν, ως να μη ήτο ικανή αύτη η βάσανος, τα εκδαρέντα εκείνα μέρη επάστωσαν καλώς δι’ άλατος! Κατόπιν δι’ ανημμένων κηρίων έκαιον αυτόν ασπλάγχνως! Τις δεν θα φρίξη δια την σκληροκαρδίαν και θηριώδη γνώμην των; Τις δεν θα θαυμάση την όντως θαυμαστήν και υπέρ φύσιν καρτερίαν του Μάρτυρος; Τις να μη εκπλαγή δια την δύναμιν του Θεού, ήτις εν τη ασθενεία της σαρκός του απαλού και τρυφερού τούτου νεανίου συνεπληρούτο; Υπέφερε και την φρικτήν ταύτην βάσανον ο καλλίνικος Μάρτυς του Χριστού. Τι δε ακόμη υπελείπετο; Οι πόδες αυτού καλώς ενεδυναμώθησαν υπό των υπερβολικών και απανθρώπων δαρμών, ώστε να τρέχουν ανεμποδίστως προς τον ουράνιον δρόμον. Αι χείρες του ηγιάσθησαν εκ του κρεμάσματος, δια να εγείρη ταύτας οσίας και καθαράς, μετά παρρησίας, ενώπιον του θρόνου της θείας μεγαλωσύνης. Αι σάρκες αυτού κατεκόπησαν και έπεσον δια την στενήν πύλην και τεθλιμμένην οδόν του ουρανού. Η κοιλία αυτού διεπεράσθη, δια να φανή ο θείος φόβος, ον συνέλαβε και περιείχε. Το στήθος του ηνεώχθη και τούτο δια να φανή η φλοξ της θείας αγάπης, ήτις ήναπτεν εντός της καρδίας του. Άλας επαστώθη και δια φλογών πυρός εκάη και αξία τροφή εγένετο δια την ουράνιον τράπεζαν. Τι άλλο λοιπόν υπελείπετο πλέον; Να στεφανωθή ως λαμπρότατος αριστεύς και καλλίνικος Αθλητής. Αλλά και τούτο απήλαυσεν. Επειδή, μη έχοντες πλέον τι άλλο να πράξουν κατ’ αυτού οι εχθροί του Σταυρού, έθεσαν επί της κεφαλής του αστραγάλους (Στεφάνη εφ’ ης ήσαν προσηλωμένα σιδηρά σφαιρίδια) και τυλίξαντες πέριξ δια σχοινίου την κεφαλήν αυτού, ήρχισαν να σφίγγουν δια δύο ξύλων και να τον βασανίζουν. Δεν εσυγχώρησεν όμως ο αγωνοθέτης Χριστός να πάθη περισσότερα. Όθεν, ευθύς την ώραν εκείνην, εδόθη προσταγή παρά του Μουφτή να παύσουν τα βάσανα και να τον αποκεφαλίσουν. Όπερ και εγένετο. Και ούτως απεκεφαλίσθη και ηνώθη με την νοητήν και αθάνατον Κεφαλήν, τον Ιησούν Χριστόν, συζή δε και συμβασιλεύει μετ’ Αυτού. Ήθλησε δε και ετελείωσε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και ήρχισε την αϊδιον και ατελεύτητον εις τους αωβ΄ (1802) χρόνους από Χριστού, Μαϊου ιδ΄ (14η), το δε πολύαθλον αυτού σώμα τι έγινεν αγνοείται. Ομοίως αγνοείται και αν ο Θεός, ο θαυμαστός εν τοις Αγίοις Αυτού, τον εδόξασε δια θαυμάτων, καθώς είναι ακόλουθον. Τόσα δε μόνον εγράψαμεν, όσα ο αυτόπτης και αυτήκοος Ιερομόναχος μας ιστόρησεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος και εις τιμήν του Αγίου πολυάθλου και καλλινίκου τούτου Ιωάννου, ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν της αιωνίου καταδίκης και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Ο Ιωάννης λοιπόν ούτος ήτο την τέχνην χρυσοχόος, κατώκει δε και ειργάζετο εις την Σούμλαν, δεκαοκταετής τότε περίπου την ηλικίαν, ωραίος πολύ εις την όψιν και εις την ψυχήν ωραιότερος, εις δε την προς τον Χριστόν πίστιν και αγάπην θερμότατος και στερρότατος. Καθώς δε απέδειξαν εναργώς κατόπιν τα πράγματα, έλεγε και ούτος μετά του Αποστόλου Πέτρου προς τον Χριστόν, τον κατοικούντα εν τη διανοία και εν τη καρδία αυτού· «Καν δέοι με συν σοι αποθανείν, ου μη σε απαρνήσομαι» (Ματθ. κστ:35). Αλλά και του Πατριάρχου εκείνου Ιωσήφ του Παγκάλου, πάγκαλος εφάνη μιμητής και θαυμάσιος κατά την σωφροσύνην, δισα την οποίαν και εις τους υπέρ Πίστεως μαρτυρικούς αγώνας εισήλθε και γενναίως ενήθλησε και θαυμασίως ηνδραγάθησε κατά των ορατών και αοράτων δυνάμεων, τελευταίον δε νικητής και τροπαιούχος υπέρ Χριστού ετελειώθη. Πως δε υπέρ της σωφροσύνης ηγωνίσθη και μαρτυρικόν υπέμεινε θάνατον, άρχεται ο λόγος να εξιστορήση, καθώς άνθρωπος Ιερομόναχος, τυχών εκεί, διηγήθη εις ημάς. Ειργάζετο, ως είπομεν, την χρυσοχοϊκήν τέχνην ο χαριτώνυμος Ιωάννης εις την πολιτείαν Σούμλαν. Αντικρύ δε του εργαστηρίου του ήτο τουρκική τις οικία, ο οικοκύρης της οποίας είχε θυγατέρα άγαμον. Βλέπουσα δε αύτη, η επάρατος, το κάλλος και την ωραιότητα του καλού Ιωάννου, ετρώθη την καρδίαν εξ έρωτος σατανικού και κατεφλέγετο από την αγάπην του. Μη δυναμένη δε κατ’ άλλον τρόπον να επιτύχη του σκοπού της και να εκπληρώση την πονηράν της επιθυμίαν, επενόησε και εμεθοδεύθη τον εξής τρόπον. Ημέραν τινά εξελθούσα ολίγον από της θύρας της οικίας της εκάλεσε τον Ιωάννην να έλθη εκεί. Ούτος δε, μη γνωρίζων την επιβουλήν αυτής και μη δυνάμενος άλλως να πράξη, επειδή, καθώς λέγεται, πολύ κακοί, φονείς και αιμοβόροι είναι οι Τούρκοι της πολιτείας εκείνης και σκληρώς τυραννούσι τους εκεί ζώντας Χριστιανούς, μετέβη και εστάθη έξωθι της θύρας. Εκείνη τότε είπεν εις τον Άγιον να πλησιάση και να λάβη μέτρον από τον δάκτυλόν της δια να κατασκευάση εν δακτυλίδιον, εκ χρυσού. Επλησίασε πράγματι ο καλός νεανίας. Αλλ’ όσον ούτος εστάθη μετά φόβου, τόσον εκείνη η μαινάς, η νέα Αιγυπτία, με αναισχυντίαν και αδιαντροπίαν σατανικήν έσυρε τούτον με όσην είχε δύναμιν, ίνα τον εισαγάγη εντός της οικίας της. Ούτως έπραξεν εκείνη, η ασελγής και ακόλαστος. Ο δε νέος Ιωσήφ, ο χαριτώνυμος Ιωάννης, αντέστη με περισσοτέραν δύναμιν και απέσπασε την χείρα του από τας ιδικάς της χείρας. Εκείνη δε, αφεθείσα με βίαν, έπεσε προς τα οπίσω υπτία. Ευθύς λοιπόν, κατά την παλαιάν εκείνην Αιγυπτίαν, την αγάπην εις μίσος μεταβαλούσα, ήρχισε να φωνάζη όσον ηδύνατο και ούτω τον μυρίων επαίνων άξιον τούτον Ιωάννην εσυκοφάντησεν εις τους προστρέξαντας, ότι δήθεν με αναίσχυντον τόλμην απεπειράθη να την βιάση. Η συκοφαντία ήτο μεγάλη, οι Αγαρηνοί, ως είπομεν, αιμοβόροι· όθεν ήρπασαν ευθύς τον μακάριον Ιωάννην και τον έφεραν εις τον κριτήν. Ο κριτής τότε, με την γνώμην του πατρός της κόρης, απεφάσισε τα δύο ταύτα: Ή να τουρκεύση και να λάβη ταύτην ως σύζυγόν του ή, αν δεν θελήση τούτο, να δέρεται έως ότου αποθάνη από τον δαρμόν. Ηρωτήθη έπειτα παρά του κριτού ο θείος Ιωάννης, ποίον εκ των δύο τούτων προτιμά. Ο δε αοίδιμος απεκρίθη, ότι προτιμά κάλλιον να λάβη θάνατον ή να αρνηθή τον Χριστόν. Παρεκινήθη τότε από τον κριτήν και τους παρεστώτας, περισσότερον δε των άλλων παρά του πατρός της κόρης, όστις και έλεγεν, ότι συγχωρεί το τόλμημά του, αρκεί μόνον να τουρκεύση και να τον κάμη γαμβρόν και να έχη τούτον ως υιόν, κληρονόμον των υπαρχόντων του. Αλλ’ η γνώμη του εναρέτου και ευσεβούς Ιωάννου δεν μετεβάλλετο, έλεγε δε· «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». Ω της στερράς σου ενστάσεως, παμμακάριστε Ιωάννη! Ω του ανδρείου σου φρονήματος! Ω της προς Χριστόν θερμοτάτης και διαπύρου αγάπης σου! Συ, εις μικρόν καιρού διάστημα απέδειξας, ότι θαυμασίως πλουτείς τας τέσσαρας γενικάς αρετάς, ήτοι την φρόνησιν, την σωφροσύνην, την ανδρείαν και την δικαιοσύνην. Έδειξας την φρόνησιν, τηρήσας ως κεφαλήν την προς Θεόν αναμαρτησίαν και την ευσέβειαν. Την σωφροσύνην, ως μη δουλεύσας εις τας ηδονάς της νέας Αιγυπτίας. Έδειξας την ανδρείαν, μη φοβηθείς τους αποκτείνοντας το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένους αποκτείναι. Έδειξας την δικαιοσύνην, αποθανών υπέρ Χριστού. Διότι και εκείνος υπέρ της σης σωτηρίας απέθανεν. Αλλά και τας τρεις θεολογικάς αρετάς βλέπομεν εις σε και σαφώς αναγνωρίζομεν. Την μεν ελπίδα, διότι δια την επαγγελίαν και απόλαυσιν των μελλόντων αγαθών, ως σκύβαλα κατεφρόνησας τα πρόσκαιρα ταύτα, άτινα οι ασεβείς προέτεινον και υπέσχοντο. Την δε πίστιν, διότι, έως της εσχάτης αναπνοής, καλώς αυτήν εφύλαξας. Και την αγάπην προς τον Θεόν, διότι εν όλη τη προθυμία υπέρ Αυτού απέθανες δια σκληρού και φοβερού θανάτου. Ήτο απόφασις του τυράννου, ως είπομεν, να αποθάνη εκ των δαρμών. Εδέρετο λοιπόν ο Μάρτυς του Κυρίου ανηλεώς, έως ότου έπεσαν οι όνυχες των ποδών του. Πλην, νομίζοντες, ότι θέλει μεταβληθή η γνώμη του και δεχθή την ιδικήν των θρησκείαν, δεν τον ετελείωσαν, αλλά δέσαντες αυτόν από τας μασχάλας με σχοινίον, τον εκρέμασαν υψηλά, ούτω δε, κρεμάμενος, διήλθε το υπόλοιπον της ημέρας εκείνης, έως της εσπέρας. Τότε τον εξεκρέμασαν. Και πάλιν εκολάκευον αυτόν πολύ, αλλά και ηπείλουν δια βασάνων πολλών και πικρού θανάτου. Ματαίως όμως οι μάταιοι και άφρονες εκοπίαζον. Επειδή, αφού πλέον εκείνος μέχρι αίματος αντέστη προς την αμαρτίαν αγωνιζόμενος και ο της ευσεβείας έρως προκατέσχε, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, οίον δήποτε είδος βασάνων εφαίνετο εις τον Άγιον Μάρτυρα καταγέλαστον. Επειδή δε έφθασεν η εσπέρα και δεν είχον πλέον καιρόν να τον βασανίσουν, τότε έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν και έδωσαν προθεσμίαν να συλλογισθή καλά, τι μέλλει να πράξη. Τι δε έκαμον κατά τας δύο ταύτας ημέρας εντός της φυλακής είναι άδηλον, διότι δεν ηκούσθη έξω. Εξήγαγον δε τον Άγιον Μάρτυρα εκ της φυλακής μετά δύο ημέρας και εδοκίμασαν αυτόν πολυτρόπως. Αλλ’ επειδή παρέμενεν η γνώμη του στερεά και ασάλευτος, εκρέμασαν αυτόν πάλιν από τας μασχάλας, έως της εσπέρας της ημέρας εκείνης και πάλιν τον κατεβίβασαν από της αγχόνης και τον έρριψαν εις την φυλακήν. Την επαύριον τον εξήγαγον πάλιν και πάλιν τον εκολάκευον υποσχόμενοι πλούσια δώρα και απολαυάς. Μετά δε ταύτα πάλιν τον ηπείλουν δια φρικτοτέρων βασάνων. Αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς ούτε τας κολακείας των εδέχετο ούτε τας υποσχέσεις υπελόγισεν ούτε προ των απειλών των εδειλίασεν. Αλλ’ εις πάντα ταύτα ένα λόγον είχεν ο μακάριος προς απολογίαν· «Χριστιανός είμαι και δεν τουρκεύω». Τι δε συνέβη μετά ταύτα; Εκρέμασαν τον Άγιον Μάρτυρα και δια τρίτην φοράν από τας μασχάλας. Κατόπιν έστησαν κάτωθεν αυτού τροχόν μετά κοπτερών λεπίδων, αι οποίαι, στρεφομένου του τροχού, κατέτρωγον τας σάρκας του. Καθ’ όλον δε τον καιρόν της δριμυτάτης ταύτης βασάνου, άλλοτε μεν κολακεύοντες, άλλοτε δε απειλούντες δια δριμυτέρων βασάνων, εβίαζον αυτόν να είπη ότι τουρκεύει. Αλλ’ εκείνος ο γενναίος υπέφερε την βάσανον και άλλο δεν έλεγεν ει μη μόνον, ότι ήτο Χριστιανός. Κατόπιν εκάλεσαν ιατρόν, όστις του είπε· «Δεν έχεις ακόμη φόβον θανάτου. Αι πληγαί σου ιατρεύονται». Ομοίως και οι παρευρισκόμενοι έλεγον· «Ιδού, ότι ιατρεύεσαι. Ειπέ λοιπόν ότι τουρκεύεις, δια να λυτρωθής και να σε κάμωμεν αγάν μεγάλον». Αλλ’ ο Μάρτυς αντέλεγε· «Τον Χριστόν πιστεύω και είμαι Χριστιανός. Πως θα τουρκεύσω»; Αλλ’ όσον ο Άγιος έμενε στερεός εις την πίστιν, τόσον εκείνοι καταισχυνόμενοι εσκληρύνοντο. Όθεν άλλην βάσανον δριμυτέραν επενόησαν. Ποίαν; Έσχισαν άνωθεν του ομφαλού το δέρμα της κοιλίας του Μάρτυρος και εξέδαρον εν λωρίον. Ω σκληρότης! Ω απανθρωπία! Εξέδαραν, λέγω, εν λωρίον από του ομφαλού έως τον λαιμόν! Άλλο δε πάλιν, εκ των όπισθεν έως τον λαιμόν! Κατόπιν, ως να μη ήτο ικανή αύτη η βάσανος, τα εκδαρέντα εκείνα μέρη επάστωσαν καλώς δι’ άλατος! Κατόπιν δι’ ανημμένων κηρίων έκαιον αυτόν ασπλάγχνως! Τις δεν θα φρίξη δια την σκληροκαρδίαν και θηριώδη γνώμην των; Τις δεν θα θαυμάση την όντως θαυμαστήν και υπέρ φύσιν καρτερίαν του Μάρτυρος; Τις να μη εκπλαγή δια την δύναμιν του Θεού, ήτις εν τη ασθενεία της σαρκός του απαλού και τρυφερού τούτου νεανίου συνεπληρούτο; Υπέφερε και την φρικτήν ταύτην βάσανον ο καλλίνικος Μάρτυς του Χριστού. Τι δε ακόμη υπελείπετο; Οι πόδες αυτού καλώς ενεδυναμώθησαν υπό των υπερβολικών και απανθρώπων δαρμών, ώστε να τρέχουν ανεμποδίστως προς τον ουράνιον δρόμον. Αι χείρες του ηγιάσθησαν εκ του κρεμάσματος, δια να εγείρη ταύτας οσίας και καθαράς, μετά παρρησίας, ενώπιον του θρόνου της θείας μεγαλωσύνης. Αι σάρκες αυτού κατεκόπησαν και έπεσον δια την στενήν πύλην και τεθλιμμένην οδόν του ουρανού. Η κοιλία αυτού διεπεράσθη, δια να φανή ο θείος φόβος, ον συνέλαβε και περιείχε. Το στήθος του ηνεώχθη και τούτο δια να φανή η φλοξ της θείας αγάπης, ήτις ήναπτεν εντός της καρδίας του. Άλας επαστώθη και δια φλογών πυρός εκάη και αξία τροφή εγένετο δια την ουράνιον τράπεζαν. Τι άλλο λοιπόν υπελείπετο πλέον; Να στεφανωθή ως λαμπρότατος αριστεύς και καλλίνικος Αθλητής. Αλλά και τούτο απήλαυσεν. Επειδή, μη έχοντες πλέον τι άλλο να πράξουν κατ’ αυτού οι εχθροί του Σταυρού, έθεσαν επί της κεφαλής του αστραγάλους (Στεφάνη εφ’ ης ήσαν προσηλωμένα σιδηρά σφαιρίδια) και τυλίξαντες πέριξ δια σχοινίου την κεφαλήν αυτού, ήρχισαν να σφίγγουν δια δύο ξύλων και να τον βασανίζουν. Δεν εσυγχώρησεν όμως ο αγωνοθέτης Χριστός να πάθη περισσότερα. Όθεν, ευθύς την ώραν εκείνην, εδόθη προσταγή παρά του Μουφτή να παύσουν τα βάσανα και να τον αποκεφαλίσουν. Όπερ και εγένετο. Και ούτως απεκεφαλίσθη και ηνώθη με την νοητήν και αθάνατον Κεφαλήν, τον Ιησούν Χριστόν, συζή δε και συμβασιλεύει μετ’ Αυτού. Ήθλησε δε και ετελείωσε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και ήρχισε την αϊδιον και ατελεύτητον εις τους αωβ΄ (1802) χρόνους από Χριστού, Μαϊου ιδ΄ (14η), το δε πολύαθλον αυτού σώμα τι έγινεν αγνοείται. Ομοίως αγνοείται και αν ο Θεός, ο θαυμαστός εν τοις Αγίοις Αυτού, τον εδόξασε δια θαυμάτων, καθώς είναι ακόλουθον. Τόσα δε μόνον εγράψαμεν, όσα ο αυτόπτης και αυτήκοος Ιερομόναχος μας ιστόρησεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος και εις τιμήν του Αγίου πολυάθλου και καλλινίκου τούτου Ιωάννου, ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν της αιωνίου καταδίκης και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου