Αλέξανδρος
ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του
βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286 – 305, Ρωμαίος υπάρχων στρατιώτης κατατεταγμένος
εις το στρατιωτικόν τάγμα του κόμητος Τιβεριανού. Όταν λοιπόν ο ρηθείς κόμης,
μεθ’ όλου του τάγματός του, εθυσίαζεν εις τα είδωλα, ο Άγιος Αλέξανδρος όχι
μόνον δεν κατεδέχθη να θυσιάση, αλλά και τους θυσιάζοντας ενέπαιζεν ως τρελλούς
και ανοήτους και ως απολέσαντας τας φρένας των, επειδή εγκατέλειψαν τον
Δημιουργόν του κόσμου Θεόν και ελάτρευον τους ακαθάρτους δαίμονας.
Όθεν δια την χλεύην ταύτην ωδηγήθη ο Άγιος προς τον βασιλέα Μαξιμιανόν. Ενώ δε μετεφέρετο υπό συνοδείαν, εφάνη προς αυτόν Άγγελος Κυρίου, όστις παρεκίνησε τον Άγιον προς το Μαρτύριον και έδωκεν εις την καρδίαν του θάρρος και δύναμιν. Ο βασιλεύς, λοιπόν, κατ’ αρχάς εδοκίμασε να χωρίση τον Άγιον από της Πίστεως του Χριστού. Αλλά ματαίως εκοπίαζε. Διότι ο του Χριστού Αθλητής Αλέξανδρος έμενεν αμετάθετος εις την Πίστιν. Μάλιστα δε ιδών και αυτός, ως ο Πρωτομάρτυς Στέφανος, τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του Θεού καθεζόμενον εις τα δεξιά του Πατρός, εφαιδρύνθη εις το πρόσωπον και έλαμψεν πλέον ή πρότερον, διότι ο Άγιος ήτο φύσει ωραιότατος, έχων πρόσωπον αγγελόμορφον. Απελπισθείς όθεν ο βασιλεύς, δεν ηθέλησε να εξετάση τον Άγιον, αλλά παρέδωκεν αυτόν εις τον ως άνω Τιβεριανόν, τον οποίον κατέστησεν έπαρχον και ανέθεσεν εις αυτόν τον κατά των Χριστιανών διωγμόν. Αφού δε παρέδωσεν τον Άγιον εις τον Τιβεριανόν, προσέταξε τούτον να τιμωρήση καθ’ οδόν με διαφόρους τιμωρίας τον Μάρτυρα και εάν δεν πεισθή να θυσιάση εις τα είδωλα, εξάπαντος να τον θανατώση. Όταν δε ο Τιβεριανός ήρχισεν οδοιπορών, υπέβαλε τον Άγιον εις εξέτασιν και επειδή δεν έπεισεν αυτόν, έκαυσε τας πλευράς του με λαμπάδας. Έπειτα διέταξε να στρώσωσι την γην με τριβόλους και επ’ αυτών να ρίψωσι τον Άγιον Μάρτυρα και να τον δέρωσι δια ράβδων. Τότε Άγγελος Κυρίου, επιφανείς, ενεδυνάμωσε αυτόν, διο και υπέμεινεν ευκόλως την βάσανον, επληρώθη όμως πληγών όλον του το σώμα. Ηκολούθει δε πλησίον του Αγίου Μάρτυρος η μήτηρ αυτού Ποιμαινία, λυπουμένη και δεομένη εις τον Θεόν δι’ αυτόν, επειδή εφοβείτο το άδηλον της εκβάσεως, μήπως, δηλαδή, ο υιός αυτής την τελευταίαν στιγμήν δειλιάση. Όταν δε έφθασαν εις την Φιλιππούπολιν, εξήλθον όλοι οι Χριστιανοί εις προϋπάντησιν του Αγίου και κατεφίλουν τας αλύσεις του. Τότε ο Άγιος Μάρτυς, ταύτα βλέπων, ηυχαρίστει τον Θεόν, διότι ηξιώθη να λάβη τοιαύτην φιλοφροσύνην. Ευθύς δε ως έφθασαν εις τόπον ονομαζόμενον Παρεμβολαί, ο έπαρχος υπέβαλε τον Άγιον Μάρτυρα εις εξέτασιν και έδειρεν αυτόν ασπλάγχνως. Καθ’ ον δε χρόνον ο Άγιος επλησίαζεν εις την Βέροιαν ευρέθη εις τόπον άνυδρον. Αλλά δια προσευχής του ανέβλυσεν ύδωρ. Λέγουσι δε ότι ενώ οι δήμιοι επρόκειτο εις τον τόπον αυτόν να χύσωσιν επί των ωμοπλατών του Αγίου έλαιον καυτόν, ανετράπη το δοχείον, και χυθέντος έξω του ελαίου, κατεκάησαν πολλοί εκ των υπηρετών του επάρχου. Μετά ταύτα ο Άγιος εδάρη δια χονδρών ράβδων. Αλλ’ επειδή επέμενεν εις την Πίστιν του Χριστού, εδάρη πάλιν. Φθάσας δε εις τόπον καλούμενον Δροιζίπαρα, έλαβε την απόφασιν της δια ξίφους θανατώσεως αυτού εις τον εκεί ρέοντα ποταμόν. Ο ορισθείς όμως δια να αποκεφαλίση αυτόν δήμιος, λαβών την προσταγήν του επάρχου, δεν ετόλμα να φονεύση τον Άγιον, διότι πέριξ αυτού έβλεπεν Αγγέλους, οι οποίοι τον εφύλαττον. Όθεν ο ίδιος ο Άγιος προσευχηθείς, παρεκάλεσε τους Αγγέλους να απομακρυνθώσιν ολίγον και ούτως, αφ’ ου εκείνοι απεμακρύνθησαν, ηδυνήθη ο δήμιος να τον αποκεφαλίση. Ούτως, ο μακάριος Αλέξανδρος, ανήλθε νικηφόρος εις τα ουράνια. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τόπω καλουμένω Κεντούκελλαι.
Όθεν δια την χλεύην ταύτην ωδηγήθη ο Άγιος προς τον βασιλέα Μαξιμιανόν. Ενώ δε μετεφέρετο υπό συνοδείαν, εφάνη προς αυτόν Άγγελος Κυρίου, όστις παρεκίνησε τον Άγιον προς το Μαρτύριον και έδωκεν εις την καρδίαν του θάρρος και δύναμιν. Ο βασιλεύς, λοιπόν, κατ’ αρχάς εδοκίμασε να χωρίση τον Άγιον από της Πίστεως του Χριστού. Αλλά ματαίως εκοπίαζε. Διότι ο του Χριστού Αθλητής Αλέξανδρος έμενεν αμετάθετος εις την Πίστιν. Μάλιστα δε ιδών και αυτός, ως ο Πρωτομάρτυς Στέφανος, τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του Θεού καθεζόμενον εις τα δεξιά του Πατρός, εφαιδρύνθη εις το πρόσωπον και έλαμψεν πλέον ή πρότερον, διότι ο Άγιος ήτο φύσει ωραιότατος, έχων πρόσωπον αγγελόμορφον. Απελπισθείς όθεν ο βασιλεύς, δεν ηθέλησε να εξετάση τον Άγιον, αλλά παρέδωκεν αυτόν εις τον ως άνω Τιβεριανόν, τον οποίον κατέστησεν έπαρχον και ανέθεσεν εις αυτόν τον κατά των Χριστιανών διωγμόν. Αφού δε παρέδωσεν τον Άγιον εις τον Τιβεριανόν, προσέταξε τούτον να τιμωρήση καθ’ οδόν με διαφόρους τιμωρίας τον Μάρτυρα και εάν δεν πεισθή να θυσιάση εις τα είδωλα, εξάπαντος να τον θανατώση. Όταν δε ο Τιβεριανός ήρχισεν οδοιπορών, υπέβαλε τον Άγιον εις εξέτασιν και επειδή δεν έπεισεν αυτόν, έκαυσε τας πλευράς του με λαμπάδας. Έπειτα διέταξε να στρώσωσι την γην με τριβόλους και επ’ αυτών να ρίψωσι τον Άγιον Μάρτυρα και να τον δέρωσι δια ράβδων. Τότε Άγγελος Κυρίου, επιφανείς, ενεδυνάμωσε αυτόν, διο και υπέμεινεν ευκόλως την βάσανον, επληρώθη όμως πληγών όλον του το σώμα. Ηκολούθει δε πλησίον του Αγίου Μάρτυρος η μήτηρ αυτού Ποιμαινία, λυπουμένη και δεομένη εις τον Θεόν δι’ αυτόν, επειδή εφοβείτο το άδηλον της εκβάσεως, μήπως, δηλαδή, ο υιός αυτής την τελευταίαν στιγμήν δειλιάση. Όταν δε έφθασαν εις την Φιλιππούπολιν, εξήλθον όλοι οι Χριστιανοί εις προϋπάντησιν του Αγίου και κατεφίλουν τας αλύσεις του. Τότε ο Άγιος Μάρτυς, ταύτα βλέπων, ηυχαρίστει τον Θεόν, διότι ηξιώθη να λάβη τοιαύτην φιλοφροσύνην. Ευθύς δε ως έφθασαν εις τόπον ονομαζόμενον Παρεμβολαί, ο έπαρχος υπέβαλε τον Άγιον Μάρτυρα εις εξέτασιν και έδειρεν αυτόν ασπλάγχνως. Καθ’ ον δε χρόνον ο Άγιος επλησίαζεν εις την Βέροιαν ευρέθη εις τόπον άνυδρον. Αλλά δια προσευχής του ανέβλυσεν ύδωρ. Λέγουσι δε ότι ενώ οι δήμιοι επρόκειτο εις τον τόπον αυτόν να χύσωσιν επί των ωμοπλατών του Αγίου έλαιον καυτόν, ανετράπη το δοχείον, και χυθέντος έξω του ελαίου, κατεκάησαν πολλοί εκ των υπηρετών του επάρχου. Μετά ταύτα ο Άγιος εδάρη δια χονδρών ράβδων. Αλλ’ επειδή επέμενεν εις την Πίστιν του Χριστού, εδάρη πάλιν. Φθάσας δε εις τόπον καλούμενον Δροιζίπαρα, έλαβε την απόφασιν της δια ξίφους θανατώσεως αυτού εις τον εκεί ρέοντα ποταμόν. Ο ορισθείς όμως δια να αποκεφαλίση αυτόν δήμιος, λαβών την προσταγήν του επάρχου, δεν ετόλμα να φονεύση τον Άγιον, διότι πέριξ αυτού έβλεπεν Αγγέλους, οι οποίοι τον εφύλαττον. Όθεν ο ίδιος ο Άγιος προσευχηθείς, παρεκάλεσε τους Αγγέλους να απομακρυνθώσιν ολίγον και ούτως, αφ’ ου εκείνοι απεμακρύνθησαν, ηδυνήθη ο δήμιος να τον αποκεφαλίση. Ούτως, ο μακάριος Αλέξανδρος, ανήλθε νικηφόρος εις τα ουράνια. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τόπω καλουμένω Κεντούκελλαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου