Ισίδωρος, ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού, ήκμασεν εις τον καιρόν του
βασιλέως Δεκίου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ΄ - σαν΄ (249 – 251). Πατρίς
του ήτο η Αλεξάνδρεια, υπηρέτει δε ως στρατιώτης και είχε την θέσιν του
εφεδρικού. Ελθών δε εις την Χίον με τα στρατιωτικά πλοία, των οποίων ηγεμών και
αρχηγός ήτο ο Νουμέριος, διεβλήθη από τον Ιούλιον τον εκατόνταρχον ότι ήτο
Χριστιανός και σέβεται τον Χριστόν και ούτω δεν τιμά τους ιδικούς των θεούς.
Καλέσας λοιπόν αυτόν ο Νουμέριος τον ηρώτησεν εάν είναι Χριστιανός, καθώς έλεγεν ο Ιούλιος. Ο δε Ισίδωρος, με πάσαν ελευθερίαν και αφοβίαν απεκρίθη· «Γνώριζε, ω ηγεμών, ότι αληθώς εγώ σέβομαι τον Χριστόν και Αυτόν προσκυνώ και την Εικόνα του ασπάζομαι Αυτόν μόνον λατρεύω ως Θεόν και Αυτόν προσπαθώ να φθάσω και επιθυμώ να απολαύσω, όστις είναι το άκρον επιθυμητόν, εκείνος δε όστις θέλει αξιωθή να τον απολαύση τίποτε άλλο δεν επιθυμεί πλέον να έχη. Διότι Εκείνος είναι Θεός αληθινός, δια την σωτηρίαν δε την ιδικήν μας έγινε τέλειος άνθρωπος, μένων εν ταυτώ και Θεός τέλειος, χωρίς να μεταβάλη ουδόλως την ουσίαν και φύσιν της Θεότητος Αυτού». Ως ο Νουμέριος ήκουσε τους λόγους τούτους του Μάρτυρος, επληγώθη εις την καρδίαν και εγένετο έξω φρενών εκ του θυμού του. Όθεν προσέταξε να εξαπλώσουν τον Άγιον και να τον δέσουν από τας χείρας και τους πόδας εις τέσσαρας πασσάλους και να τον δέρουν ασπλάγχνως με βούνευρα. Ήτο δε θαυμαστόν να βλέπη τις το μεν σώμα του Μάρτυρος να κατακόπτεται από τους πολλούς και σκληρούς εκείνους δαρμούς, ούτος δε, ο γενναιότατος, να είναι πλήρης χαράς και ευφροσύνης, διότι εβασανίζετο υπέρ της αγάπης του Χριστού. Μετά δε την δεινήν ταύτην βάσανον των δαρμών, προσέταξε πάλιν ο τύραννος και ήναψαν κάμινον, αφού δε την έκαυσαν ικανώς, έρριψαν εντός αυτής τον Μάρτυρα. Αλλ’ επειδή, με την βοήθειαν του Θεού, καμμίαν βλάβην δεν έπαθεν ο Άγιος, αν και εντός της πεπυρακτωμένης καμίνου ευρισκόμενος, δια τούτο εξήγαγον αυτόν εκείθεν και τον έρριψαν εις την φυλακήν, έως ότου εξετασθή εκ δευτέρου. Μαθών ο πατήρ του, εις την Αλεξάνδρειαν, ότι ο υιός του ηρνήθη τα είδωλα και σέβεται τον Χριστόν, έφθασε τάχιστα εις την Χίον, όπου εύρε τον υιόν του αγωνιζόμενον γενναίως εις τον αγώνα του Μαρτυρίου του και ποικιλοτρόπως βασανιζόμενον. Προσεπάθησε τότε να μεταβάλη την γνώμην του και να τον κάμη να αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα, αλλά δεν ηδυνήθη. Όθεν παρουσιάσθη εις τον τύραννον και του είπε προς αυτόν· «Δος μοι, ω ηγεμών, αυτόν τον πλάνον και μάγον και εγώ με τας τιμωρίας, τας οποίας θέλω δώσει εις αυτόν, θα τιμήσω τους θεούς τους οποίους αυτός ατιμάζει». Τόσον ήτο εσκοτισμένος εκ της πλάνης της ειδωλολατρίας. Αφ’ ου λοιπόν έλαβε τον Άγιον Μάρτυρα υπό την εξουσίαν του, κατ’ αρχάς μεν εδοκίμασε πάλιν με ημερότητα και κολακευτικούς λόγους να επιστρέψη αυτόν εις την πλάνην των ειδώλων, λέγων· «Ω υιέ μου, μη θελήσης τόσον ασυλλογίστως να αφήσης την πατρικήν σου πίστιν και να πιστεύσης ως Θεόν τον Εσταυρωμένον Ιησούν, ο οποίος ήτο άνθρωπος και έπαθε πολλά κακά από τους Ιουδαίους, τέλος δε εθανατώθη υπ’ αυτών με άτιμον και καταφρονημένον θάνατον, μη δυνηθείς να φυλάξη ούτε τον εαυτόν του». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εστέναξεν εκ βάθους καρδίας και μετά δακρύων απεκρίθη προς αυτόν· «Ω πάτερ, ασυλλόγιστος, κατ’ αλήθειαν και τελείως ανόητος και των αλόγων ζώων αλογώτερος θέλω φανή, εάν αρνηθώ τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν του κόσμου και θυσιάσω εις θεούς αψύχους και είδωλα κωφά και αναίσθητα, έργα χειρών ανθρωπίνων. Αν δε δεν ήτο εσκοτισμένος ο νους σου από την πλάνην των ειδώλων, ήθελον σοι αποδείξει δι’ ολίγων λόγων την δύναμιν του Εσταυρωμένου και πόσα καλά επροξένησεν εις τους ανθρώπους ο θάνατός Του». Και ταύτα μεν έλεγεν ο Άγιος· αλλ’ ο πεπλανημένος πατήρ του ουδόλως ήκουε ταύτα. Ιδών μάλιστα το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, μετέβαλε την ημερότητα εις αγριότητα και την πατρικήν αγάπην εις μίσος. Όθεν, ουχί πλέον ως πατήρ, αλλ’ ως τύραννος άσπλαγχνος και απάνθρωπος προσέταξε και έδεσαν αυτόν εις ίππους αγρίους, από τους οποίους, συρόμενος ο Αθλητής του Χριστού, κατεπληγώνετο και κατεκόπτοντο αι σάρκες του εις την γην. Ο δε μακάριος Μάρτυς υπέμενε τους πόνους εν σιωπή και χαρά της ψυχής του και μόνον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επεκαλείτο εις βοήθειαν. Αφ’ ου δε έσυραν αυτόν επ’ αρκετόν και δεν απέθανεν, αλλ’ ακόμη ανέπνεεν, έκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν. Αντί δε να χυθή αίμα από την σφαγήν, ω του θαύματος! εχύθη γάλα, προς θάμβος και έκπληξιν των ορώντων. Ούτω τελειωθέντος του Μάρτυρος, έρριψαν το τίμιον και άγιον αυτού σώμα εις τόπον τινά κεκαλυμμένον υπό πυκνών αγρίων θάμνων, δια να φάγουν τούτο τα όρνεα. Ώρισαν όμως και φύλακας ίνα το φυλάττουν, δια να μη λάβουν τούτο οι Χριστιανοί, οι οποίοι το εφύλαττον, κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Παρθένος τις όμως ευσεβής και ενάρετος, ονόματι Μυρόπη, κινουμένη από αγάπην και ευλάβειαν προς τον Άγιον Μάρτυρα Ισίδωρον, ηθέλησε να λάβη το μαρτυρικόν σώμα αυτού και να το ενταφιάση. Όθεν ελθούσα την νύκτα μετά των υπηρετριών της και ευρούσα κοιμωμένους τους στρατιώτας, οίτινες εφύλαττον το άγιον Λείψανον, έλαβε τούτο κρυφίως εκ του μέσου αυτών και ανεχώρησε. Κατόπιν, αλείψασα αυτό μύρα ευώδη, το ενεταφίασεν εντίμως εις τόπον επίσημον, καθώς ήρμοζε. Μαθών ο άρχων ότι εκλάπη το Λείψανον του Αγίου, έδεσε με σίδηρα τους στρατιώτας, οίτινες εφρούρουν αυτό, και προσέταξεν ούτω σιδηροδέσμιοι να περιέλθουν προς ανεύρεσιν τούτου. Εάν δε δεν ανεύρουν αυτό εις όσας ημέρας τους ώριζε, θα τους απεκεφάλιζε. Τότε η Αγία, βλέπουσα τους στρατιώτας να υποφέρουν καθ’ εκάστην τόσην ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν εκ των σιδήρων, τα οποία έφερον, και να βασανίζωνται και από τον καθημερινόν φόβον του θανάτου, επόνεσε κατά την ψυχήν και έλεγε καθ’ εαυτήν· «Εάν αυτοί τιμωρηθούν δια την ιδικήν μου κλοπήν, εξ ανάγκης, βεβαίως, μέλλει να βαρυνθή η ψυχή μου, διότι εγενόμην αιτία φόνων και αλλοίμονον εις εμέ όταν θα έλθη η ώρα να κριθώ». Όθεν ευθύς είπεν προς τους στρατιώτας· «Ω φίλοι, εγώ έκλεψα το Λείψανον, το οποίον εχάσατε, όταν εκοιμάσθε». Συλλαβόντες τότε αυτήν έφεραν ευθύς προ του άρχοντος, λέγοντες· «Αυθέντα, η γυνή αύτη έκλεψε τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα». Ο δε άρχων είπε προς την Αγίαν· «Αληθή είναι αυτά τα οποία λέγονται; Συ έκλεψες το Λείψανον»; Και η Αγία απεκρίθη· «Αληθή είναι. Εγώ το επήρα». Πάλιν είπε ο άρχων· «Και πως ετόλμησες, επικατάρατον γύναιον, να πράξης τούτο»; Η Αγία Μάρτυς Μυρόπη πλήρης πίστεως και θάρρους απεκρίθη· «Ετόλμησα, επειδή καταφρονώ και καταπτύω την ιδικήν σου αθλιότητα και την αθεότητά σου». Οι τολμηροί και καταφρονητικοί ούτοι λόγοι της Αγίας εκίνησαν εις μανίαν και θυμόν ακράτητον τον υπερήφανον άρχοντα, όστις επρόσταξεν ευθύς να την δέρουν με ράβδους χοντράς ασπλάγχνως, κατόπιν δε, αφού την δείρουν ικανώς, να την σύρουν από τας τρίχας της κεφαλής και να την τριγυρίζουν εις όλην την πόλιν, ενώ άλλοι να δέρουν αυτήν καθ’ όλον το σώμα. Αυτά επρόσταξεν ο τύραννος. Οι δε στρατιώται εξετέλεσαν την προσταγήν του και φρικτώς και ασπλάγχνως έδειραν την Αγίαν, ήτις απέμεινεν ως ημιθανής. Όθεν έρριψαν αυτήν εις την φυλακήν. Περί δε το μεσονύκτιον, ενώ η Αγία προσηύχετο, φως μέγα έλαμψε και επλήρωσε την φυλακήν, συγχρόνως δε ήλθε χορός Αγγέλων, εν μέσω των οποίων ήτο και ο Άγιος Μάρτυς Ισίδωρος, έψαλλον δε άπαντες τον τρισάγιον ύμνον. Ο δε Άγιος Ισίδωρος εστήριξε τους οφθαλμούς αυτού εις την Μάρτυρα Μυρόπην και είπεν· «Ας είναι ειρήνη εις σε, διότι επληρώθη η παράκλησίς σου εις τον Θεόν και ιδού ότι έρχεσαι μεθ’ ημών και θέλεις λάβει τον στέφανον του Μαρτυρίου, όστις σοι είναι ητοιμασμένος». Αφού δε ετελείωσεν ο Άγιος τον λόγον, παρέδωκε και η Μάρτυς Μυρόπη την ψυχήν αυτής εις χείρας Θεού και ετελείωσε την ζωήν της. Επληρώθη τότε η φυλακή από άρρητον ευωδίαν, τόσον ώστε οι φύλακες καταπλαγέντες έμειναν έκθαμβοι από το τοιούτον θαυμάσιον. Ταύτα τα παράδοξα διηγήθη έτερος φυλακισμένος, όστις έμεινεν άγρυπνος εις την φυλακήν και διεφύλαξεν όσα είδε και ήκουσε. Δια τούτο δε επίστευσε και αυτός και εβαπτίσθη και εμαρτύρησε δια τον Χριστόν. Το δε άγιον Λείψανον της Παρθενομάρτυρος Μυρόπης ετέθη εκεί όπου ενεταφίασεν αύτη πρότερον το Λείψανον του Αγίου Ισιδώρου, φαίνονται δε και τώρα οι δύο τάφοι δι’ ενός τοίχου διαχωρισμένοι. Άδεται δε λόγος εκ παραδόσεως, ότι ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, έκτισε Ναόν περικαλλή και βασιλικόν εις τον τάφον του Μάρτυρος. Πιθανόν δε να κατεσκευάσθη από τα πολλά και καλά μάρμαρα και τας ψηφίδας, αίτινες ευρίσκονται εντός της γης, πέριξ του Ναού τούτου, όστις και μέχρι σήμερον σώζεται καλύπτων τους ιερούς τάφους των συμμαρτύρων Ισιδώρου και Μυρόπης. Τα άγια αυτών Λείψανα ήρπασαν, καθώς λέγεται, οι Φράγκοι, ότε εξουσίαζον την Χίον και μόνον τους τάφους κενούς προσκυνούσιν οι Χριστιανοί μετά πάσης ευλαβείας και τιμής προς τους Μάρτυρας. Ων ταις Αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Καλέσας λοιπόν αυτόν ο Νουμέριος τον ηρώτησεν εάν είναι Χριστιανός, καθώς έλεγεν ο Ιούλιος. Ο δε Ισίδωρος, με πάσαν ελευθερίαν και αφοβίαν απεκρίθη· «Γνώριζε, ω ηγεμών, ότι αληθώς εγώ σέβομαι τον Χριστόν και Αυτόν προσκυνώ και την Εικόνα του ασπάζομαι Αυτόν μόνον λατρεύω ως Θεόν και Αυτόν προσπαθώ να φθάσω και επιθυμώ να απολαύσω, όστις είναι το άκρον επιθυμητόν, εκείνος δε όστις θέλει αξιωθή να τον απολαύση τίποτε άλλο δεν επιθυμεί πλέον να έχη. Διότι Εκείνος είναι Θεός αληθινός, δια την σωτηρίαν δε την ιδικήν μας έγινε τέλειος άνθρωπος, μένων εν ταυτώ και Θεός τέλειος, χωρίς να μεταβάλη ουδόλως την ουσίαν και φύσιν της Θεότητος Αυτού». Ως ο Νουμέριος ήκουσε τους λόγους τούτους του Μάρτυρος, επληγώθη εις την καρδίαν και εγένετο έξω φρενών εκ του θυμού του. Όθεν προσέταξε να εξαπλώσουν τον Άγιον και να τον δέσουν από τας χείρας και τους πόδας εις τέσσαρας πασσάλους και να τον δέρουν ασπλάγχνως με βούνευρα. Ήτο δε θαυμαστόν να βλέπη τις το μεν σώμα του Μάρτυρος να κατακόπτεται από τους πολλούς και σκληρούς εκείνους δαρμούς, ούτος δε, ο γενναιότατος, να είναι πλήρης χαράς και ευφροσύνης, διότι εβασανίζετο υπέρ της αγάπης του Χριστού. Μετά δε την δεινήν ταύτην βάσανον των δαρμών, προσέταξε πάλιν ο τύραννος και ήναψαν κάμινον, αφού δε την έκαυσαν ικανώς, έρριψαν εντός αυτής τον Μάρτυρα. Αλλ’ επειδή, με την βοήθειαν του Θεού, καμμίαν βλάβην δεν έπαθεν ο Άγιος, αν και εντός της πεπυρακτωμένης καμίνου ευρισκόμενος, δια τούτο εξήγαγον αυτόν εκείθεν και τον έρριψαν εις την φυλακήν, έως ότου εξετασθή εκ δευτέρου. Μαθών ο πατήρ του, εις την Αλεξάνδρειαν, ότι ο υιός του ηρνήθη τα είδωλα και σέβεται τον Χριστόν, έφθασε τάχιστα εις την Χίον, όπου εύρε τον υιόν του αγωνιζόμενον γενναίως εις τον αγώνα του Μαρτυρίου του και ποικιλοτρόπως βασανιζόμενον. Προσεπάθησε τότε να μεταβάλη την γνώμην του και να τον κάμη να αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα, αλλά δεν ηδυνήθη. Όθεν παρουσιάσθη εις τον τύραννον και του είπε προς αυτόν· «Δος μοι, ω ηγεμών, αυτόν τον πλάνον και μάγον και εγώ με τας τιμωρίας, τας οποίας θέλω δώσει εις αυτόν, θα τιμήσω τους θεούς τους οποίους αυτός ατιμάζει». Τόσον ήτο εσκοτισμένος εκ της πλάνης της ειδωλολατρίας. Αφ’ ου λοιπόν έλαβε τον Άγιον Μάρτυρα υπό την εξουσίαν του, κατ’ αρχάς μεν εδοκίμασε πάλιν με ημερότητα και κολακευτικούς λόγους να επιστρέψη αυτόν εις την πλάνην των ειδώλων, λέγων· «Ω υιέ μου, μη θελήσης τόσον ασυλλογίστως να αφήσης την πατρικήν σου πίστιν και να πιστεύσης ως Θεόν τον Εσταυρωμένον Ιησούν, ο οποίος ήτο άνθρωπος και έπαθε πολλά κακά από τους Ιουδαίους, τέλος δε εθανατώθη υπ’ αυτών με άτιμον και καταφρονημένον θάνατον, μη δυνηθείς να φυλάξη ούτε τον εαυτόν του». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εστέναξεν εκ βάθους καρδίας και μετά δακρύων απεκρίθη προς αυτόν· «Ω πάτερ, ασυλλόγιστος, κατ’ αλήθειαν και τελείως ανόητος και των αλόγων ζώων αλογώτερος θέλω φανή, εάν αρνηθώ τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν του κόσμου και θυσιάσω εις θεούς αψύχους και είδωλα κωφά και αναίσθητα, έργα χειρών ανθρωπίνων. Αν δε δεν ήτο εσκοτισμένος ο νους σου από την πλάνην των ειδώλων, ήθελον σοι αποδείξει δι’ ολίγων λόγων την δύναμιν του Εσταυρωμένου και πόσα καλά επροξένησεν εις τους ανθρώπους ο θάνατός Του». Και ταύτα μεν έλεγεν ο Άγιος· αλλ’ ο πεπλανημένος πατήρ του ουδόλως ήκουε ταύτα. Ιδών μάλιστα το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, μετέβαλε την ημερότητα εις αγριότητα και την πατρικήν αγάπην εις μίσος. Όθεν, ουχί πλέον ως πατήρ, αλλ’ ως τύραννος άσπλαγχνος και απάνθρωπος προσέταξε και έδεσαν αυτόν εις ίππους αγρίους, από τους οποίους, συρόμενος ο Αθλητής του Χριστού, κατεπληγώνετο και κατεκόπτοντο αι σάρκες του εις την γην. Ο δε μακάριος Μάρτυς υπέμενε τους πόνους εν σιωπή και χαρά της ψυχής του και μόνον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επεκαλείτο εις βοήθειαν. Αφ’ ου δε έσυραν αυτόν επ’ αρκετόν και δεν απέθανεν, αλλ’ ακόμη ανέπνεεν, έκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν. Αντί δε να χυθή αίμα από την σφαγήν, ω του θαύματος! εχύθη γάλα, προς θάμβος και έκπληξιν των ορώντων. Ούτω τελειωθέντος του Μάρτυρος, έρριψαν το τίμιον και άγιον αυτού σώμα εις τόπον τινά κεκαλυμμένον υπό πυκνών αγρίων θάμνων, δια να φάγουν τούτο τα όρνεα. Ώρισαν όμως και φύλακας ίνα το φυλάττουν, δια να μη λάβουν τούτο οι Χριστιανοί, οι οποίοι το εφύλαττον, κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Παρθένος τις όμως ευσεβής και ενάρετος, ονόματι Μυρόπη, κινουμένη από αγάπην και ευλάβειαν προς τον Άγιον Μάρτυρα Ισίδωρον, ηθέλησε να λάβη το μαρτυρικόν σώμα αυτού και να το ενταφιάση. Όθεν ελθούσα την νύκτα μετά των υπηρετριών της και ευρούσα κοιμωμένους τους στρατιώτας, οίτινες εφύλαττον το άγιον Λείψανον, έλαβε τούτο κρυφίως εκ του μέσου αυτών και ανεχώρησε. Κατόπιν, αλείψασα αυτό μύρα ευώδη, το ενεταφίασεν εντίμως εις τόπον επίσημον, καθώς ήρμοζε. Μαθών ο άρχων ότι εκλάπη το Λείψανον του Αγίου, έδεσε με σίδηρα τους στρατιώτας, οίτινες εφρούρουν αυτό, και προσέταξεν ούτω σιδηροδέσμιοι να περιέλθουν προς ανεύρεσιν τούτου. Εάν δε δεν ανεύρουν αυτό εις όσας ημέρας τους ώριζε, θα τους απεκεφάλιζε. Τότε η Αγία, βλέπουσα τους στρατιώτας να υποφέρουν καθ’ εκάστην τόσην ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν εκ των σιδήρων, τα οποία έφερον, και να βασανίζωνται και από τον καθημερινόν φόβον του θανάτου, επόνεσε κατά την ψυχήν και έλεγε καθ’ εαυτήν· «Εάν αυτοί τιμωρηθούν δια την ιδικήν μου κλοπήν, εξ ανάγκης, βεβαίως, μέλλει να βαρυνθή η ψυχή μου, διότι εγενόμην αιτία φόνων και αλλοίμονον εις εμέ όταν θα έλθη η ώρα να κριθώ». Όθεν ευθύς είπεν προς τους στρατιώτας· «Ω φίλοι, εγώ έκλεψα το Λείψανον, το οποίον εχάσατε, όταν εκοιμάσθε». Συλλαβόντες τότε αυτήν έφεραν ευθύς προ του άρχοντος, λέγοντες· «Αυθέντα, η γυνή αύτη έκλεψε τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα». Ο δε άρχων είπε προς την Αγίαν· «Αληθή είναι αυτά τα οποία λέγονται; Συ έκλεψες το Λείψανον»; Και η Αγία απεκρίθη· «Αληθή είναι. Εγώ το επήρα». Πάλιν είπε ο άρχων· «Και πως ετόλμησες, επικατάρατον γύναιον, να πράξης τούτο»; Η Αγία Μάρτυς Μυρόπη πλήρης πίστεως και θάρρους απεκρίθη· «Ετόλμησα, επειδή καταφρονώ και καταπτύω την ιδικήν σου αθλιότητα και την αθεότητά σου». Οι τολμηροί και καταφρονητικοί ούτοι λόγοι της Αγίας εκίνησαν εις μανίαν και θυμόν ακράτητον τον υπερήφανον άρχοντα, όστις επρόσταξεν ευθύς να την δέρουν με ράβδους χοντράς ασπλάγχνως, κατόπιν δε, αφού την δείρουν ικανώς, να την σύρουν από τας τρίχας της κεφαλής και να την τριγυρίζουν εις όλην την πόλιν, ενώ άλλοι να δέρουν αυτήν καθ’ όλον το σώμα. Αυτά επρόσταξεν ο τύραννος. Οι δε στρατιώται εξετέλεσαν την προσταγήν του και φρικτώς και ασπλάγχνως έδειραν την Αγίαν, ήτις απέμεινεν ως ημιθανής. Όθεν έρριψαν αυτήν εις την φυλακήν. Περί δε το μεσονύκτιον, ενώ η Αγία προσηύχετο, φως μέγα έλαμψε και επλήρωσε την φυλακήν, συγχρόνως δε ήλθε χορός Αγγέλων, εν μέσω των οποίων ήτο και ο Άγιος Μάρτυς Ισίδωρος, έψαλλον δε άπαντες τον τρισάγιον ύμνον. Ο δε Άγιος Ισίδωρος εστήριξε τους οφθαλμούς αυτού εις την Μάρτυρα Μυρόπην και είπεν· «Ας είναι ειρήνη εις σε, διότι επληρώθη η παράκλησίς σου εις τον Θεόν και ιδού ότι έρχεσαι μεθ’ ημών και θέλεις λάβει τον στέφανον του Μαρτυρίου, όστις σοι είναι ητοιμασμένος». Αφού δε ετελείωσεν ο Άγιος τον λόγον, παρέδωκε και η Μάρτυς Μυρόπη την ψυχήν αυτής εις χείρας Θεού και ετελείωσε την ζωήν της. Επληρώθη τότε η φυλακή από άρρητον ευωδίαν, τόσον ώστε οι φύλακες καταπλαγέντες έμειναν έκθαμβοι από το τοιούτον θαυμάσιον. Ταύτα τα παράδοξα διηγήθη έτερος φυλακισμένος, όστις έμεινεν άγρυπνος εις την φυλακήν και διεφύλαξεν όσα είδε και ήκουσε. Δια τούτο δε επίστευσε και αυτός και εβαπτίσθη και εμαρτύρησε δια τον Χριστόν. Το δε άγιον Λείψανον της Παρθενομάρτυρος Μυρόπης ετέθη εκεί όπου ενεταφίασεν αύτη πρότερον το Λείψανον του Αγίου Ισιδώρου, φαίνονται δε και τώρα οι δύο τάφοι δι’ ενός τοίχου διαχωρισμένοι. Άδεται δε λόγος εκ παραδόσεως, ότι ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, έκτισε Ναόν περικαλλή και βασιλικόν εις τον τάφον του Μάρτυρος. Πιθανόν δε να κατεσκευάσθη από τα πολλά και καλά μάρμαρα και τας ψηφίδας, αίτινες ευρίσκονται εντός της γης, πέριξ του Ναού τούτου, όστις και μέχρι σήμερον σώζεται καλύπτων τους ιερούς τάφους των συμμαρτύρων Ισιδώρου και Μυρόπης. Τα άγια αυτών Λείψανα ήρπασαν, καθώς λέγεται, οι Φράγκοι, ότε εξουσίαζον την Χίον και μόνον τους τάφους κενούς προσκυνούσιν οι Χριστιανοί μετά πάσης ευλαβείας και τιμής προς τους Μάρτυρας. Ων ταις Αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου