Αχίλλιος ο Όσιος Πατήρ ημών, ο θείος και θαυμάσιος, εγεννήθη κατά το
δεύτερον ήμισυ του Γ΄ αιώνος εις την περίφημον Καππαδοκίαν, εις την οποίαν
εγεννήθησαν και οι δύο εκείνοι περιφανείς στύλοι της Εκκλησίας, Βασίλειος ο
Μέγας και Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ήσαν δε οι γονείς αυτού ευγενείς, έντιμοι και
περίφημοι, πλούτον έχοντες αρκετόν, το δε περισσότερον και εντιμότερον, ότι
ήσαν ευσεβείς Χριστιανοί, αγαθοί και ευπρόσιτοι και πολύ ελεήμονες.
Όθεν πλείστας αγαθοεργίας καθημερινώς επιτελούντες και λίαν καλώς και κατά Χριστόν βιώσαντες, εις δε τον υιόν αυτών Αχίλλιον καλόν παράδειγμα εν έργω τε και λόγω γενόμενοι, εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Τούτων τας αρετάς μιμηθείς και ασκήσας ο παις Αχίλλιος, δεν παρεδόθη εις τρυφάς και ηδονάς του σώματος, κατά την των νέων συνήθειαν, αλλ’ όλην την των γονέων αυτού κληρονομίαν εις πτωχούς και χήρας και ορφανά διεμοίρασεν. Ούτω γενόμενος δια τον Χριστόν πτωχός και πένης, περιεπάτει την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την άγουσαν εις την Βασιλείαν των ουρανών και ενήστευεν, ηγρύπνει, προσηύχετο και άλλας αγαθοεργίας και αγώνας έκαμνεν αόκνως και προθύμως. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον διάγων εγένετο κατοικητήριον και δοχείον του Παναγίου Πνεύματος και υπόδειγμα πασών των αρετών. Εις τοιαύτα μέτρα αγιωσύνης φθάσας ο μακάριος Αχίλλιος, επεθύμησε δια τον Χριστόν να απομακρυνθή της τύρβης του κόσμου, ίνα εκ τούτου και αυτός ωφεληθή και άλλους ωφελήση. Όθεν, εγκαταλείψας πατρίδα, συγγενείς και φίλους, ανεχώρησεν εκ της Καππαδοκίας και πορευθείς πρώτον εις Ιεροσόλυμα, προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως. Μετά ταύτα επεθύμησε να μεταβή και εις την περίφημον Ρώμην, την μεγαλόπολιν, ίνα προσκυνήση τους τάφους και τα ιερά Λείψανα των Αγίων και πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ίνα και εκεί ωφεληθή και ωφελήση. Τυχών δε του ποθουμένου, ήρχισε έκτοτε να γίνεται κήρυξ του θείου λόγου. Ούτω, πανταχόθεν διερχόμενος, εκήρυττεν εις όλους, ως άλλος Απόστολος, το Ευαγγέλιον του Χριστού, οδηγών πλήθος ανθρώπων εκ της ειδωλολατρίας εις την του Χριστού πίστιν· και βαπτίζων αυτούς έκαμνε τούτους τέκνα φωτός αντί τέκνων σκότους όπου ήσαν πρότερον, καθιστών τοιουτοτρόπως αυτούς κληρονόμους της αιωνίου Βασιλείας των ουρανών. Όθεν ταύτα του Αγίου πράττοντος, εδωρήθη εις αυτόν, ως και εις τους Αποστόλους, η χάρις των θαυμάτων. Ως εκ τούτου, ασθενούντας εθεράπευε, λεπρούς εκαθάριζε, κυφούς (καμπούρηδες) ανώρθωνε, δαιμόνια εδίωκε και άλλα πλείστα θαυμάσια εποίει εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Πλήθος λοιπόν αναρίθμητον προσήρχετο προς τον Άγιον, οίτινες, διδασκόμενοι παρ’ αυτού, ηρνούντο την ειδωλολατρίαν και εγίνοντο Χριστιανοί. Ταύτα τα ένθεα και αποστολικά κατορθώματα μη νομίση τις ότι εποίει ο μακάριος Αχίλλιος ακόπως και άνευ πειρασμών και θλίψεων. Αλλά, καθώς οι Απόστολοι, πανταχού εδιώκετο, εταλαιπωρείτο, υβρίζετο, εμαστιγούτο και άλλας πλείστας κακοπαθείας, από των ασεβών προερχομένας, υπέμεινε δι’ αγάπην Χριστού και δια την πίστιν προς το ευαγγελικόν Αυτού κήρυγμα. Ταύτα δε πάντα εδέχετο μετά χαράς και αγαλλιάσεως. Διότι εις μόνος ήτο ο σκοπός αυτού και τούτο μόνον επεμελείτο: Να οδηγήση τους πεπλανημένους προς την ευσέβειαν. Τις λοιπόν να μη θαυμάση ή τις να μη επαινέση τούτον τον Ισαπόστολον και κήρυκα του Ευαγγελίου; Διότι όντως και εις τούτον εξεπληρώθη το προφητικόν λόγιον· «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη:5, Ρωμ. ι:18). Ούτω διάγων και ταύτα ποιών ο θείος Αχίλλιος, εκ πολλών δε πόλεων και χωρών διελθών, έφθασεν εις την ευδαίμονα Ελλάδα και διελθών ταύτην έμεινεν εις την Θεσσαλίαν. ΄Οθεν και εκεί, ακουσθείσης της φήμης αυτού, έτρεχον πλήθος ανδρών και γυναικών, ίνα απολαύσωσι την αγγελόμορφον αυτού θεωρίαν και ακούσωσι των θείων και μελιρρύτων αυτού λόγων, ούτω δε οδηγηθώσιν εις την οδόν της αληθείας. Τοιουτοτρόπως, εις διάστημα ολίγου καιρού, είλκυσε πάντας τους εκεί προς την οδόν της αληθείας και πάντες, αρνούμενοι την ειδωλολατρίαν, προσήρχοντο εις την του Χριστού πίστιν, τόσον ώστε ο μακάριος Αχίλλιος να καταστή εις την Ελλάδα δεύτερος κήρυξ του Ευαγγελίου, από του κορυφαίου Παύλου και των άλλων Αποστόλων, οίτινες εκήρυξαν εις την Ελλάδα. Όθεν, αυξηθείσης και στερεωθείσης και εκ δευτέρου της Πίστεως εις την ευδαίμονα Ελλάδα, ιδιαζόντως δε εις αυτόν τον θώρακα της Ελλάδος υπό του Ισαποστόλου τούτου ανδρός, έχαιρον άπαντες και ηυφραίνοντο βλέποντες τοιαύτην συνάθροισιν Χριστιανών. Τούτων ούτω γενομένων, ετελεύτησεν ο Αρχιερεύς της εν Θεσσαλία πρωτευούσης πόλεως Λαρίσης και έμεινεν ο θρόνος κενός. Διο, χωρίς αναβολήν, όλοι οι πολίται και οι πέριξ χωρικοί μικροί και μεγάλοι εψήφισαν τον Όσιον Αχίλλιον Αρχιερέα και Ποιμένα των ή, μάλλον ειπείν, η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, η οδηγήσασα αυτόν να έλθη εις ταύτα τα μέρη, αύτη εψήφισε και εστερέωσε τούτον άνωθεν. Ούτως ο Άγιος εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης. Αφού δε εδέχθη ο Όσιος τοιούτον μέγα και θείον αξίωμα, ήρχισε να δεικνύη μεγάλην επιμέλειαν εις το προς αυτόν εμπιστευθέν ποίμνιον, συμβοηθούς έχων και τους λοιπούς Επισκόπους της Αρχιεπισκοπής Λαρίσης, οίτινες, ως ηγαπημένα αυτού τέκνα, επείθοντο εις αυτόν. Εκυβέρνα όθεν πτωχούς, εβοήθει χήρας, έτρεφεν ορφανά, ηλευθέρωνε τους αδικουμένους, εφαίνετο έτοιμος βοηθός εις πάσαν ανάγκην και, ως καλός διδάσκαλος και ποιμήν, εδίδασκε καθ’ εκάστην και ενουθέτει το εαυτού ποίμνιον, τρέφων δια τούτου και τας πεινώσας ψυχάς και εις την πίστιν στηρίζων, αυξάνων ούτω οσημέραι την θείαν Χάριν της πνευματικής πολιτείας. Αλλά, συν τούτοις, είχεν ευχερή και την χάριν των θαυμάτων και των ιαμάτων. Εις πολλούς λοιπόν ασθενείς, δια μόνης της αφής της χειρός, έδιδε την ίασιν. Ότε δε κάποτε επεκράτησεν ανομβρία μεγάλη, ούτος, δια της προσευχής του, κατήγαγε βροχήν εξ ουρανού. Αλλά και πολλούς εχθρούς και βαρβάρους, λυμαινομένους ως οι λύκοι το εαυτού ποίμνιον, δια προσευχής πολλάκις εδίωξεν εκ των ορίων και εις όρη άβατα και κρημνούς απέπεμψε. Πλείστα δε άλλα και πάμπολλα θαυμάσια ετέλεσεν, άτινα σιωπώμεν συντομίας χάριν. Και τα μέλλοντα ακόμη προέβλεπε και προέλεγεν, ως και λογισμούς των νόων πολλών απεκάλυπτε. Ταύτα εργαζομένου του Ιεράρχου Αχιλλίου, ηκούσθη και διεδόθη η φήμη αυτού πανταχού, φθάσασα έως των ώτων του βασιλέως, όστις ήτο τότε ο εν Αγίοις βασιλεύσι Κωνσταντίνος ο Μέγας, εν έτει τκ΄ (320). Όθεν και ούτος ο φιλόχριστος βασιλεύς επεθύμησε να ίδη τον αγγελόμορφον τούτον άνδρα και να ακούση τους μελιρρύτους αυτού λόγους. Όπερ και εγένετο, συνεργούσης της θείας του Θεού βοηθείας. Διότι έτυχε τότε η συνάθροισις των θείων Αρχιερέων της Αγίας Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και επειδή, νεύσει θεϊκή και βασιλική προσταγή, συνηθροίσθησαν άπαντες οι της οικουμένης Αρχιερείς εις Νίκαιαν, εναντίον του δυσσεβούς Αρείου, συναπήλθε μετά τούτων και ο θείος Αχίλλιος εν έτει τκε΄ (325). Ιδών τότε αυτόν μετά των άλλων Αρχιερέων ο Μέγας Κωνσταντίνος, εχάρη μεγάλως και προσέφερεν εις αυτόν ουχί ολίγην τιμήν και σέβας. Αλλά και ενώπιον όλων των εκεί συναθροισθέντων Αρχιερέων ο μακάριος Αχίλλιος εφάνη ως άλλος λάμπων ήλιος, λόγω των μεγίστων αυτού αρετών, της σοφίας και της φρονήσεως. Όθεν σχεδόν όλοι ηυλαβούντο και ετίμων αυτόν. Προκαθημένου λοιπόν του βασιλέως και των Αρχιερέων, ως και των επισήμων αρχόντων κατά την τάξιν, παρουσιάσθη και ο δυσσεβής Άρειος μετά των ομοφρόνων και συμβοηθών αυτού, οίτινες έλεγον, ότι ο Υιός του Θεού δεν είναι ομοούσιος τω Πατρί, αλλά κτίσμα και ποίημα. Γενομένης δε ως εκ τούτου πολλής συζητήσεως, ενεφανίσθη εις το μέσον και ο θείος Αχίλλιος, όστις, αφού δια σχήματος της χειρός επέβαλεν εις όλους να σιωπήσωσιν, έπειτα μετά μεγάλης φωνής είπεν· «Ω Άρειε και όλοι οι τούτου ομόφρονες, εάν καλώς λέγετε, ότι ο Υιός του Θεού υπάρχει κτίσμα και ποίημα Θεού, ειπέ τη πέτρα ταύτη, ήτις ευρίσκεται εδώ ενώπιον πάντων, να αναβλύση έλαιον και τότε θέλομεν πιστεύσει εις όσα λέγετε. Διότι μόνον δια των λόγων ταύτα λέγοντες, ματαίως κοπιάζομεν». Προ τούτου του λόγου και του προβλήματος οι Αρειανοί έμειναν επ’ ολίγην ώραν σιωπώντες και συνεσταλμένοι. Αλλά κατόπιν, εγερθέντες και σύροντες τον Άγιον, έλεγον· «Συ, όστις είπες τον λόγον τούτον, συ και τέλεσον το λεγόμενον». Τούτο δε ειπόντες ενόμιζον, ότι ουδέποτε ο Ιεράρχης θα ηδύνατο να τελέση τοιούτον θαυματούργημα, τον λόγον τούτον εκλαβόντες ως αφροσύνην και προπέτειαν και ουχί ζήλον θεϊκόν και του Αγίου Πνεύματος έμπνευσιν. Τότε ο Αγιώτατος Αχίλλιος, χωρίς φόβον και δειλίαν, σταθείς έμπροσθεν του βασιλέως και των Αρχιερέων και προσευχηθείς, είπε ταύτα· «Εάν ο Υιός και Λόγος του Θεού υπάρχη ομοούσιος και ομόδοξος τω Πατρί, ως ημείς πιστεύομεν, ομολογούμεν και κηρύττομεν, ας αναβλύση η πέτρα αύτη έλαιον, ίνα πιστεύσωσι και βεβαιωθώσιν οι αιρετίζοντες». Ευθύς τότε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Εξήλθε πλήθος ελαίου κάτωθεν της πέτρας, τόσον ώστε εβράχη όλον το έδαφος. Τούτο το θαυμάσιον ιδόντες ο τε βασιλεύς και άπαντες οι της Αγίας Συνόδου Πατέρες μεγάλως εξέστησαν, ομοφώνως δε άπαντες ετίμησαν και ευφήμησαν τον Άγιον, ενώ οι Αρειανοί έμειναν κατησχυμμένοι και περίλυποι. Τοιουτοτρόπως ο Θεός, θαυματουργήσας δια του Αγίου Αχιλλίου, την μεν δύναμιν των Ορθοδόξων ετίμησε και ηύξησε, τον δε Άρειον και τους εαυτού ομόφρονας εταπείνωσε και κατήσχυνε. Δια τούτου δε του θαύματος και ο Θεός εδοξάσθη και η αλήθεια κατεφάνη και το ομοούσιον της Παναγίας Τριάδος εις τον κόσμον άπαντα εκηρύχθη. Οι Άγγελοι εχάρησαν, οι άνθρωποι εδόξασαν και το φως της αληθείας υπέρ τον ήλιον έλαμψε. Οι δε κακόδοξοι Αρειανοί, καταισχυνθέντες εκ τούτου του σημείου, ως και δια παρομοίων άλλων θαυμάτων τελεσθέντων υπό των εκείσε συναθροισθέντων Αγίων Πατέρων, τινές μεν ωμολόγησαν την Ορθοδοξίαν συμφωνήσαντες εις το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος, τινές δε μετά του Αρείου, παραμείναντες εις το πείσμα, ανεθεματίσθησαν υπό της Αγίας ταύτης Συνόδου και εξωρίσθησαν. Μετά ταύτα ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Μέγας, συνευφρανθείς μετά των Ορθοδόξων Αρχιερέων, έλαβεν αυτούς άπαντας ομού συμπεριλαμβανομένου και του Αγίου Αχιλλίου και απήλθον εις την νεόκτιστον και ομώνυμον αυτού βασιλεύουσαν πόλιν, ίνα ευλογήσωσιν αυτήν. Φθάσαντες όθεν εκεί εδεήθησαν άπαντες προς τον Θεόν εκτενώς, ίνα μένη η πόλις στερεά, ασάλευτος και ανίκητος από των εχθρών και των πολεμίων. Ιδών δε τον ιερόν Αχίλλιον και ο τότε Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Μητροφάνης, όστις, ένεκα του βαθέος του γήρατος, δεν παρευρέθη εις την Σύνοδον, αλλ’ αντεπροσωπεύθη υπό του θείου Αλεξάνδρου και ακούσας τα ένθεα κατορθώματα αυτού, μεγάλως αυτόν ετίμησε και τους κόπους αυτού επήνεσε και εμακάρισεν. Αφού δε επ’ αρκετόν συνωμίλησε μετ’ αυτού, εις το τέλος είπε και ταύτα· «Ω υπέρμαχε της αληθείας Αχίλλιε, ύπαγε εις το καλόν εν ειρήνη και ο Θεός ας είναι μετά σου, ο δε μισθός σου έστω πολύς εν τοις ουρανοίς». Ο δε ευσεβέστατος βασιλεύς, εξαιρέτως τιμήσας τον Άγιον και δους εις αυτόν χρυσόν και άργυρον προς ανέγερσιν Εκκλησιών και σύστασιν άλλων αγαθών έργων, ως δι’ όλους τους άλλους Αρχιερείς έπραξεν, απέστειλεν εν ειρήνη. Ο Άγιος τότε, ευχηθείς τον βασιλέα και όλον τον οίκον αυτού και αποχαιρετήσας πάντας τους Αρχιερείς, επέστρεψε νικητής και τροπαιοφόρος εις την Λάρισαν, την εαυτού επαρχίαν. Επανελθόντος λοιπόν του Αγίου Αχιλλίου εις το ποίμνιον αυτού, εξήλθον εις προϋπάντησιν αυτού οι Ιερείς και οι Μονάζοντες και όλον το πλήθος του λαού, άνδρες, γυναίκες, γέροντες και παιδία, όλη η πόλις και άπαντα τα περίχωρα, ίνα ίδωσι τον ιδικόν των Πατέρα, Ποιμένα και Διδάσκαλον. Και πίπτοντες προ των αγίων αυτού ποδών, κατησπάζοντο τα άκρα των ιματίων αυτού. Όθεν εγένετο σύγχυσις μεγάλη και άμιλλα μεταξύ του λαού, τις πρώτος να πλησιάση αυτόν και να λάβη την ευλογίαν αυτού. Αλλά και χαρά μεγάλη εγένετο κατά την ημέραν εκείνην και πάντες έχαιρον ψυχή τε και σώματι, υμνούντες τον Θεόν εν ψαλμοίς και ύμνοις και τον Άγιον ομοφώνως γεραίροντες. Ο δε ιερός Αχίλλιος, ευλογήσας αυτούς και ευχηθείς, εκάθησεν εις τον θρόνον. Τότε το πλήθος ηρώτων αυτόν τα περί της Συνόδου. Όθεν μαθόντες τα παρ’ αυτού τελεσθέντα ανδραγαθήματα, ως και τα του υπερφυούς θαύματος της εκ της ανίκμου πέτρας αναβλύσεως του ελαίου, μεγάλως ηυφράνθησαν και τον Θεόν εδόξασαν στερεωθέντες έτι περισσότερον εις την Αγίαν Ορθόδοξον Πίστιν. Ο δε θείος Αχίλλιος, ευρών την εαυτού ποίμνην διψώσαν τον θείον λόγον, επότιζεν αυτήν καθ’ εκάστην και ηύξανεν αυτήν ημέραν μεθ’ ημέραν, κηρύσσων καθ’ εκάστην τον θείον λόγον και εις την πόλιν και εις τα περίχωρα. Διο και εις διάστημα ολίγου καιρού έφερεν εις θεογνωσίαν άπασαν την Ελλάδα. Διερχόμενος δε πανταχόθεν κατηδάφιζε τους ναούς των ειδωλολατρών, κτίζων Εκκλησίας, Μοναστήρια, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, χειροτονών Επισκόπους και Ιερείς άνδρας εναρέτους και ευλαβείς και πάσαν άλλην αγαθήν πράξιν και ευεργεσίαν ποιών. Όθεν, ως προείπομεν, ο μέγας ούτος Ιεράρχης Αχίλλιος εστάθη, μετά τους Αγίους Αποστόλους, εις την Θεσσαλίαν, άλλος δεύτερος Ισαπόστολος, κύρυξ του Ευαγγελίου και διδάσκαλος της του Χριστού πίστεως. Συν τούτοις δε των πτωχών υπερασπιστής, των ορφανών πατήρ, των χηρών βοηθός, των αδικουμένων λυτρωτής και πάσης ανάγκης ευεργέτης και πρόμαχος. Πόσον δε ταπεινόφρων και μέτριος εφάνη εις ταύτα τα ένθεα κατορθώματα ο χριστομίμητος ούτος Ιεράρχης Αχίλλιος, δι’ ενός μόνον γεγονότος θάλομεν αποδείξει. Προσκληθείς ποτέ παρά τινος μικράς πόλεως της υπ’ αυτού ποιμαινομένης περιοχής, δια τινα ανάγκην, έσπευσεν ίνα μεταβή. Οι δε κάτοικοι, μαθόντες τον ερχομόν αυτού, έκαμαν μεγάλην προετοιμασίαν αρμόζουσαν εις Αρχιερέα. Ηυτρέπισαν δωμάτια, εστόλισαν Ναούς, εκαθάρισαν οδούς, ητοίμασαν τροφάς, και πάντες εξήλθον της πόλεως εις προϋπάντησιν, νομίζοντες ότι θα ίδωσι τον Αρχιερέα ερχόμενον κομψώς ενδεδυμένον και μετά συνοδείας και δορυφόρων εφ’ ίππου πολυτελούς συνοδευόμενον. Ταύτα δε αφού εγένοντο και ταύτα αναμένοντες, βλέπουσι δύο Κληρικούς ερχομένους πεζούς, ταπεινώς ενδεδυμένους, τους οποίους ενόμισαν ότι προαπέστειλεν ο Αρχιερεύς ίνα φέρωσι την είδησιν δια την ανάλογον προετοιμασίαν. Πλησιάσαντες τότε ηρώτησαν αυτούς περί του Αρχιερέως, εάν ήτο μακράν ή πλησίον. Αποκριθέντος δε του ενός εξ αυτών, ότι εγώ είμαι ο ανάξιος της Αρχιερωσύνης, εξέλαβον πρώτον την απόκρισιν ως ειρωνείαν. Μετ’ ολίγον όμως, αφ’ ου επέμειναν ερωτώντες και ακούοντες τους ταπεινούς και υπέρ το μέλι και το κηρίον γλυκυτέρους λόγους αυτού, επίστευσαν ότι πράγματι ούτος ήτο ο Αρχιερεύς αυτών και εθαύμασαν μεγάλως. Πίπτοντες δε προ των αγίων αυτού ποδών εζήτουν την ευλογίαν. Και τόσην τιμήν προσέφερον εις αυτόν, όσον αυτός απέφευγε ταύτην. Περισσότερον δε εκ της τοσούτον μεγίστης και υψοποιού αυτού ταπεινώσεως ωφελήθησαν ή εκ των άλλων αγαθοεργιών και λόγων. Όθεν ο Όσιος Αχίλλιος διδάξας αυτούς τα δέοντα και ικανώς ωφελήσας, επέστρεψεν εις τα ίδια. Ούτω πολιτευθείς και διανύσας τον βίον ο θαυμαστός Αχίλλιος και ως άλλος ήλιος εν θεϊκοίς χαρίσμασι λάμψας, θαύματα δε πάμπολα τελέσας, εποίμανε το ποίμνιον αυτού επί χρόνους τριάκοντα και πέντε. Και επειδή ήλθεν η ώρα της εκδημίας αυτού, ίνα απέλθη εις την αγήρω και ατελεύτητον ζωήν, έχαιρε και ηγάλλετο τω πνεύματι. Όθεν προγνωρίσας την ημέραν της αυτού τελειώσεως, ώρισε να κατασκευάσωσι τον τάφον αυτού. Τούτου δε γενομένου, προσεκάλεσε τους πλησίον Κληρικούς και τινας των επισήμων λαϊκών και ήρχισε να παραγγέλλη εις αυτούς τα δέοντα. Ηκούσθη δε ο λόγος, ότι ο Άγιος υπάγει προς Κύριον και έδραμον όλα τα πνευματικά αυτού τέκνα κλαίοντα και οδυρόμενα δια την εαυτών ορφανίαν. Τότε ο καλός πατήρ, καθησυχάσας αυτούς, είπε δια ταπεινού τρόπου· «Μη κλαίετε, τέκνα μου, και θλίβετε την καρδίαν μου. Διότι εγώ παραδίδω υμάς εις τον αληθινόν και παντοδύναμον Θεόν, εις Ον, δι’ εμού, επιστεύσατε. Υμείς δε σπουδάσατε να διαφυλάξητε την Πίστιν καθαράν και αμόλυντον, ίνα αξιωθήτε της Βασιλείας των ουρανών». Ταύτα ειπών ο Άγιος και υψώσας τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, ηυχήθη και ηυλόγησεν όλους και ούτω παρέδωκε την αγίαν και ολόφωτον ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού, πληρώσας το κοινόν αυτού χρέος, περί τα μέσα του δ΄ (4ου) αιώνος. Το δε άγιον αυτού Λείψανον αφήκεν εις τους Χριστιανούς ως πολύτιμον και εξαίρετον λίθον και ως πλούτον αιώνιον και αδάπανον. Τότε οι ευρεθέντες εκεί Επίσκοποι και Ιερείς, ως και ο λαός, άραντες το άγιον εκείνο Λείψανον μετά πολλής ευλαβείας, απέθεντο εις τον τάφον τον οποίον πρότερον έκτισεν ο Άγιος. Τυφλοί τότε ανέβλεψαν, χωλοί ηνωρθώθησαν, διαμόνια εδιώχθησαν και σχεδόν πάσα ασθένεια εθεραπεύθη εις εκείνους οίτινες ήγγιζον μετ’ ευλαβείας το ιερόν και πάντιμον του θείου Ιεράρχου σώμα. Αφ’ ότου δε ενεταφιάσθη το χαριτόβρυτον του Αγίου Αχιλλίου Λείψανον έμεινεν εις τον τάφον επί πολύν καιρόν κεκρυμμένον. Αλλά μη υπαρχούσης τότε της συνηθείας να κάμνωσιν ανακομιδήν, έμεινε, προϊόντος του καιρού, όχι μόνον το Λείψανον, αλλά και ο τάφος άγνωστος. Ούτω παρήλθον χρόνοι τριακόσιοι. Ο Παντοδύναμος όμως Θεός, ο γινώσκων τα κρυπτά των ανθρώπων, δεν ηθέλησε να κρύπτεται τοιούτος θησαυρός, αλλ’ εφανέρωσε το θείον του Αγίου Λείψανον παραδόξως, δια θαύματος, κατά την ι΄ (10ην) του μηνός Φεβρουαρίου και ούτω απήλαυσε πάλιν τούτο η ποίμνη αυτού. Αφού δε έγινεν η τούτου αποκάλυψις, τις δύναται να διηγηθή τα άπειρα αυτού θαύματα, τα τελεσθέντα μετά ταύτα; Διότι άπαντες, όσοι προσήρχοντο και ησπάζοντο τούτο, ελάμβανον την θεραπείαν. Όθεν και πηγαί ιαμάτων εγνωρίζοντο ο τάφος και το ιερόν του Αγίου Αχιλλίου Λείψανον και ήτο δια την περίλαμπρον πόλιν της Λαρίσης θησαυρός πολύτιμος και πλούτος ανεκτίμητος και αδάπανος. Παρέμενε δε εναποτεθειμένον το ιερόν Λείψανον του Αγίου Αχιλλίου εν τη πόλει της Λαρίσης εις τον μεγαλοπρεπή Ναόν αυτού, τον οποίον οι κάτοικοι μετέπειτα ανήγειραν εκ βάθρων και εις τον οποίον ήτο και η καθέδρα του Μητροπολίτου. Ούτως ετιμάτο παρά πάντων και προσεκυνείτο και καθ’ εκάστην εθαυματούργει, έως του έτους 978 από Χριστού. Τότε, κατά παραχώρησιν Θεού δια τας αμαρτίας του λαού, εστερήθη η Λάρισα και απώλεσε τούτον τον μέγαν θησαυρόν δια του εξής τρόπου. Ο άρχων των Βουλγάρων Σαμουήλ, εγερθείς κατά των Ελλήνων και πολεμήσας, εκυρίευσε την Μακεδονίαν, την Θεσσαλίαν και όλην την Ελλάδα, καθώς και την Πελοπόννησον. Τότε εισελθών εις την μεγαλόπολιν Λάρισαν και κυριεύσας αυτήν έλαβεν αιχμαλώτους όλους τους κατοίκους πανοικεί, μετά δε τούτων και το ιερόν Λείψανον του Αγίου Αχιλλίου, ως και άλλα θεία και ιερά κειμήλια, τα οποία και μετήγαγεν εις την πόλιν Πρέσπαν, όπου ήτο η καθέδρα του βασιλείου αυτού. Όθεν εκεί ευρίσκεται, έως της σήμερον, το θαυματόβρυτον του Αγίου Αχιλλίου Λείψανον, μετά μεγίστης ευλαβείας τιμώμενον παρά των εκείσε κατοίκων και καθ’ εκάστην θαυματουργούν. Ώστε, εάν εστέρησε την Ελλάδα ο Άγιος του ιερού αυτού Λειψάνου, επλούτισεν όμως την Βουλγαρίαν και ετιμήθη και τιμάται και εκεί. Ίσως και τούτο εγένετο κατ’ οικονομίαν Θεού, επειδή το γένος των Βουλγάρων ήτο τότε νεοφώτιστον και νεοπαγές. Όθεν ήτο ανάγκη να απέλθη εκεί το ιερόν Λείψανον του Αγίου Αχιλλίου, ίνα στηρίξη και στερεώση, δια της χάριτος αυτού και των ιερών αυτού θαυμάτων και τους εκεί Χριστιανούς. Αλλά και οι Έλληνες, αν και εστερήθησαν του αγίου Λειψάνου, δεν έμειναν άμοιροι και της τούτου χάριτος, έως ότου παρεδόθη η Λάρισα υπό την εξουσίαν των Οθωμανών. Διότι τότε ανεχώρησεν η δύναμις και η βοήθεια του Αγίου εκείθεν, καθώς ο Θεός εφανέρωσε δια του εξής εξαισίου θαύματος. Ότε έμελλον να κυριευθώσιν αι δύο τότε επίσημοι πόλεις των Ελλήνων, η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη, άνθρωποι τινες ερχόμενοι εις Θεσσαλονίκην και καθήσαντες ολίγον καθ’ οδόν δι’ ανάπαυσιν, είδον οφθαλμοφανώς άνδρα τινά, ως στρατιώτην, έφιππον, ερχόμενον εκ Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως δε βλέψαντες και προς το άλλο μέρος της οδού, είδον Αρχιερέα τινά γηραιόν και σεβάσμιον, έφιππον και τούτον ερχόμενον, οίτινες και επλησίασαν αλλήλους. Σταθείς τότε ο στρατιώτης και προσκυνήσας τον Αρχιερέα είπε· «Χαίροις, Αρχιερεύ του Θεού Αχίλλιε». Αντιχαιρετήσας δε ο Αρχιερεύς είπε· «Χαίροις και συ, στρατιώτα του Χριστού Δημήτριε». Οι δε Χριστιανοί εκείνοι, ακούσαντες ταύτα και θαμβηθέντες, εσύρθησαν προς παράμερον σημείον της οδού, δια να ίδωσι το αποβησόμενον. Τότε ο στρατιώτης είπε πάλιν προς τον Αρχιερέα· «Πόθεν έρχεσαι, Αρχιερεύ του Θεού, και που υπάγεις»; Ο δε Άγιος Αχίλλιος, δακρύσας, είπε· «Δια τας αμαρτίας και τας ανομίας του λαού επρόσταξεν ο Θεός να εξέλθω εκ της Λαρίσης, την οποίαν έως του νυν εφύλαττον, διότι μέλλει να παραδοθή εις τας χείρας των Αγαρηνών. Και ιδού, εξήλθον και υπάγω, όπου ο Κύριος με προστάξη. Αλλά, συ, πόθεν έρχεσαι; Ειπέ μοι σε παρακαλώ». Τότε και ο Άγιος Δημήτριος, δακρύσας, είπε προς αυτόν. «Και δι’ εμέ το αυτό έγινεν, Αρχιερεύ Αχίλλιε. Διότι και εγώ πολλάκις εβοήθησα τους Θεσσαλονικείς και από αιχμαλωσίας ελύτρωσα και από θανατικού ηλευθέρωσα και πάσαν ασθένειαν εθεράπευσα. Τώρα όμως, ένεκα των πολλών αυτών αμαρτιών, παρεχώρησεν ο Θεός και με επρόσταξε να εγκαταλείψω ταύτην, ίνα παραδοθή εις τους Αγαρηνούς. Δια τούτο, υπακούσας εις την προσταγήν Αυτού, ιδού εξήλθον και υπάγω όπου Αυτός ο Κύριος προστάξη». Ταύτα δε ειπόντες αμφότεροι και κύψαντες τας κεφαλάς αυτών προς την γην, έκλαυσαν επί ώραν ικανήν. Έπειτα, ασπασάμενοι αλλήλους και αποχαιρετισθέντες, ευθύς έγιναν άφαντοι. Τούτο το θαύμα ιδόντες οι Χριστιανοί εκείνοι δεν ετόλμησαν να εισέλθωσιν εις την Θεσσαλονίκην, αλλ’ επέστρεψαν, διηγούμενοι το θαυμάσιον. Μετά δε από ένα μήνα εκυριεύθησαν υπό των Αγαρηνών και η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα. Αλλ’ αν και έγινε τούτο και ανεχώρησεν η επίσκεψις και η βοήθεια του Αγίου Αχιλλίου εκ της Λαρίσης, Θεού παραχώρησις ήτο να παραδοθή η πόλις εις τους Οθωμανούς, ίνα τιμωρηθή και σωφρονισθή ο λαός. Όμως εις άλλας δεινάς συμφοράς και κακάς περιστάσεις, η Λάρισα δεν έμεινεν απροστάτευτος από της χάριτος και της βοηθείας του Αγίου. Διότι οι Άγιοι πάντοτε παρίστανται εις όσους επικαλούνται αυτούς και βοηθούν και θαυματουργούν αενάως, έτοιμοι δε βοηθοί γίνονται εις πάσαν ανάγκην, καθώς και ο Άγιος Αχίλλιος, όστις πολλούς εβοήθησε και ηλευθέρωσεν από πάσης ανάγκης και θλίψεως. Και μετά την άλωσιν, την δουλείαν και την απελευθέρωσιν και έως του νυν δεν παύει να θαυματουργή πάντοτε, μεσιτεύων προς Κύριον υπέρ των ευσεβών. Αλλά και τώρα βλέπομεν την εαυτού μεγαλόπολιν Λάρισαν ηλευθερωμένην από του απίστου ζυγού και υπό Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλήνων εξουσιαζομένην και ακμάζουσαν ημέραν καθ’ ημέραν και θάλλουσαν, προσέτι δε λελυτρωμένην και καθαράν από πάσης αιρέσεως, δια πρεσβειών του τρισμάκαρος Ιεράρχου Αχιλλίου. Ταύτα μόνον τα ολίγα και εν συντόμω γεγραμμένα κατορθώματα του Αγίου Αχιλλίου αφήκεν εις ημάς ο πανδαμάτωρ χρόνος. Κύριος δε οίδε και πόσα άλλα ετέλεσεν αλλά, κατά την παροιμίαν, καθώς εκ του όνυχος τον λέοντα γνωρίζομεν και εκ του κρασπέδου το ύφασμα, ούτω και εκ των ολίγων τούτων, των γεγραμμένων, γνωρίζομεν την μεγάλην αγιότητα του τρισμάκαρος Αχιλλίου, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, Χάριτι του Αγίου Θεού ημών, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Όθεν πλείστας αγαθοεργίας καθημερινώς επιτελούντες και λίαν καλώς και κατά Χριστόν βιώσαντες, εις δε τον υιόν αυτών Αχίλλιον καλόν παράδειγμα εν έργω τε και λόγω γενόμενοι, εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Τούτων τας αρετάς μιμηθείς και ασκήσας ο παις Αχίλλιος, δεν παρεδόθη εις τρυφάς και ηδονάς του σώματος, κατά την των νέων συνήθειαν, αλλ’ όλην την των γονέων αυτού κληρονομίαν εις πτωχούς και χήρας και ορφανά διεμοίρασεν. Ούτω γενόμενος δια τον Χριστόν πτωχός και πένης, περιεπάτει την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την άγουσαν εις την Βασιλείαν των ουρανών και ενήστευεν, ηγρύπνει, προσηύχετο και άλλας αγαθοεργίας και αγώνας έκαμνεν αόκνως και προθύμως. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον διάγων εγένετο κατοικητήριον και δοχείον του Παναγίου Πνεύματος και υπόδειγμα πασών των αρετών. Εις τοιαύτα μέτρα αγιωσύνης φθάσας ο μακάριος Αχίλλιος, επεθύμησε δια τον Χριστόν να απομακρυνθή της τύρβης του κόσμου, ίνα εκ τούτου και αυτός ωφεληθή και άλλους ωφελήση. Όθεν, εγκαταλείψας πατρίδα, συγγενείς και φίλους, ανεχώρησεν εκ της Καππαδοκίας και πορευθείς πρώτον εις Ιεροσόλυμα, προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως. Μετά ταύτα επεθύμησε να μεταβή και εις την περίφημον Ρώμην, την μεγαλόπολιν, ίνα προσκυνήση τους τάφους και τα ιερά Λείψανα των Αγίων και πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ίνα και εκεί ωφεληθή και ωφελήση. Τυχών δε του ποθουμένου, ήρχισε έκτοτε να γίνεται κήρυξ του θείου λόγου. Ούτω, πανταχόθεν διερχόμενος, εκήρυττεν εις όλους, ως άλλος Απόστολος, το Ευαγγέλιον του Χριστού, οδηγών πλήθος ανθρώπων εκ της ειδωλολατρίας εις την του Χριστού πίστιν· και βαπτίζων αυτούς έκαμνε τούτους τέκνα φωτός αντί τέκνων σκότους όπου ήσαν πρότερον, καθιστών τοιουτοτρόπως αυτούς κληρονόμους της αιωνίου Βασιλείας των ουρανών. Όθεν ταύτα του Αγίου πράττοντος, εδωρήθη εις αυτόν, ως και εις τους Αποστόλους, η χάρις των θαυμάτων. Ως εκ τούτου, ασθενούντας εθεράπευε, λεπρούς εκαθάριζε, κυφούς (καμπούρηδες) ανώρθωνε, δαιμόνια εδίωκε και άλλα πλείστα θαυμάσια εποίει εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Πλήθος λοιπόν αναρίθμητον προσήρχετο προς τον Άγιον, οίτινες, διδασκόμενοι παρ’ αυτού, ηρνούντο την ειδωλολατρίαν και εγίνοντο Χριστιανοί. Ταύτα τα ένθεα και αποστολικά κατορθώματα μη νομίση τις ότι εποίει ο μακάριος Αχίλλιος ακόπως και άνευ πειρασμών και θλίψεων. Αλλά, καθώς οι Απόστολοι, πανταχού εδιώκετο, εταλαιπωρείτο, υβρίζετο, εμαστιγούτο και άλλας πλείστας κακοπαθείας, από των ασεβών προερχομένας, υπέμεινε δι’ αγάπην Χριστού και δια την πίστιν προς το ευαγγελικόν Αυτού κήρυγμα. Ταύτα δε πάντα εδέχετο μετά χαράς και αγαλλιάσεως. Διότι εις μόνος ήτο ο σκοπός αυτού και τούτο μόνον επεμελείτο: Να οδηγήση τους πεπλανημένους προς την ευσέβειαν. Τις λοιπόν να μη θαυμάση ή τις να μη επαινέση τούτον τον Ισαπόστολον και κήρυκα του Ευαγγελίου; Διότι όντως και εις τούτον εξεπληρώθη το προφητικόν λόγιον· «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη:5, Ρωμ. ι:18). Ούτω διάγων και ταύτα ποιών ο θείος Αχίλλιος, εκ πολλών δε πόλεων και χωρών διελθών, έφθασεν εις την ευδαίμονα Ελλάδα και διελθών ταύτην έμεινεν εις την Θεσσαλίαν. ΄Οθεν και εκεί, ακουσθείσης της φήμης αυτού, έτρεχον πλήθος ανδρών και γυναικών, ίνα απολαύσωσι την αγγελόμορφον αυτού θεωρίαν και ακούσωσι των θείων και μελιρρύτων αυτού λόγων, ούτω δε οδηγηθώσιν εις την οδόν της αληθείας. Τοιουτοτρόπως, εις διάστημα ολίγου καιρού, είλκυσε πάντας τους εκεί προς την οδόν της αληθείας και πάντες, αρνούμενοι την ειδωλολατρίαν, προσήρχοντο εις την του Χριστού πίστιν, τόσον ώστε ο μακάριος Αχίλλιος να καταστή εις την Ελλάδα δεύτερος κήρυξ του Ευαγγελίου, από του κορυφαίου Παύλου και των άλλων Αποστόλων, οίτινες εκήρυξαν εις την Ελλάδα. Όθεν, αυξηθείσης και στερεωθείσης και εκ δευτέρου της Πίστεως εις την ευδαίμονα Ελλάδα, ιδιαζόντως δε εις αυτόν τον θώρακα της Ελλάδος υπό του Ισαποστόλου τούτου ανδρός, έχαιρον άπαντες και ηυφραίνοντο βλέποντες τοιαύτην συνάθροισιν Χριστιανών. Τούτων ούτω γενομένων, ετελεύτησεν ο Αρχιερεύς της εν Θεσσαλία πρωτευούσης πόλεως Λαρίσης και έμεινεν ο θρόνος κενός. Διο, χωρίς αναβολήν, όλοι οι πολίται και οι πέριξ χωρικοί μικροί και μεγάλοι εψήφισαν τον Όσιον Αχίλλιον Αρχιερέα και Ποιμένα των ή, μάλλον ειπείν, η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, η οδηγήσασα αυτόν να έλθη εις ταύτα τα μέρη, αύτη εψήφισε και εστερέωσε τούτον άνωθεν. Ούτως ο Άγιος εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης. Αφού δε εδέχθη ο Όσιος τοιούτον μέγα και θείον αξίωμα, ήρχισε να δεικνύη μεγάλην επιμέλειαν εις το προς αυτόν εμπιστευθέν ποίμνιον, συμβοηθούς έχων και τους λοιπούς Επισκόπους της Αρχιεπισκοπής Λαρίσης, οίτινες, ως ηγαπημένα αυτού τέκνα, επείθοντο εις αυτόν. Εκυβέρνα όθεν πτωχούς, εβοήθει χήρας, έτρεφεν ορφανά, ηλευθέρωνε τους αδικουμένους, εφαίνετο έτοιμος βοηθός εις πάσαν ανάγκην και, ως καλός διδάσκαλος και ποιμήν, εδίδασκε καθ’ εκάστην και ενουθέτει το εαυτού ποίμνιον, τρέφων δια τούτου και τας πεινώσας ψυχάς και εις την πίστιν στηρίζων, αυξάνων ούτω οσημέραι την θείαν Χάριν της πνευματικής πολιτείας. Αλλά, συν τούτοις, είχεν ευχερή και την χάριν των θαυμάτων και των ιαμάτων. Εις πολλούς λοιπόν ασθενείς, δια μόνης της αφής της χειρός, έδιδε την ίασιν. Ότε δε κάποτε επεκράτησεν ανομβρία μεγάλη, ούτος, δια της προσευχής του, κατήγαγε βροχήν εξ ουρανού. Αλλά και πολλούς εχθρούς και βαρβάρους, λυμαινομένους ως οι λύκοι το εαυτού ποίμνιον, δια προσευχής πολλάκις εδίωξεν εκ των ορίων και εις όρη άβατα και κρημνούς απέπεμψε. Πλείστα δε άλλα και πάμπολλα θαυμάσια ετέλεσεν, άτινα σιωπώμεν συντομίας χάριν. Και τα μέλλοντα ακόμη προέβλεπε και προέλεγεν, ως και λογισμούς των νόων πολλών απεκάλυπτε. Ταύτα εργαζομένου του Ιεράρχου Αχιλλίου, ηκούσθη και διεδόθη η φήμη αυτού πανταχού, φθάσασα έως των ώτων του βασιλέως, όστις ήτο τότε ο εν Αγίοις βασιλεύσι Κωνσταντίνος ο Μέγας, εν έτει τκ΄ (320). Όθεν και ούτος ο φιλόχριστος βασιλεύς επεθύμησε να ίδη τον αγγελόμορφον τούτον άνδρα και να ακούση τους μελιρρύτους αυτού λόγους. Όπερ και εγένετο, συνεργούσης της θείας του Θεού βοηθείας. Διότι έτυχε τότε η συνάθροισις των θείων Αρχιερέων της Αγίας Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και επειδή, νεύσει θεϊκή και βασιλική προσταγή, συνηθροίσθησαν άπαντες οι της οικουμένης Αρχιερείς εις Νίκαιαν, εναντίον του δυσσεβούς Αρείου, συναπήλθε μετά τούτων και ο θείος Αχίλλιος εν έτει τκε΄ (325). Ιδών τότε αυτόν μετά των άλλων Αρχιερέων ο Μέγας Κωνσταντίνος, εχάρη μεγάλως και προσέφερεν εις αυτόν ουχί ολίγην τιμήν και σέβας. Αλλά και ενώπιον όλων των εκεί συναθροισθέντων Αρχιερέων ο μακάριος Αχίλλιος εφάνη ως άλλος λάμπων ήλιος, λόγω των μεγίστων αυτού αρετών, της σοφίας και της φρονήσεως. Όθεν σχεδόν όλοι ηυλαβούντο και ετίμων αυτόν. Προκαθημένου λοιπόν του βασιλέως και των Αρχιερέων, ως και των επισήμων αρχόντων κατά την τάξιν, παρουσιάσθη και ο δυσσεβής Άρειος μετά των ομοφρόνων και συμβοηθών αυτού, οίτινες έλεγον, ότι ο Υιός του Θεού δεν είναι ομοούσιος τω Πατρί, αλλά κτίσμα και ποίημα. Γενομένης δε ως εκ τούτου πολλής συζητήσεως, ενεφανίσθη εις το μέσον και ο θείος Αχίλλιος, όστις, αφού δια σχήματος της χειρός επέβαλεν εις όλους να σιωπήσωσιν, έπειτα μετά μεγάλης φωνής είπεν· «Ω Άρειε και όλοι οι τούτου ομόφρονες, εάν καλώς λέγετε, ότι ο Υιός του Θεού υπάρχει κτίσμα και ποίημα Θεού, ειπέ τη πέτρα ταύτη, ήτις ευρίσκεται εδώ ενώπιον πάντων, να αναβλύση έλαιον και τότε θέλομεν πιστεύσει εις όσα λέγετε. Διότι μόνον δια των λόγων ταύτα λέγοντες, ματαίως κοπιάζομεν». Προ τούτου του λόγου και του προβλήματος οι Αρειανοί έμειναν επ’ ολίγην ώραν σιωπώντες και συνεσταλμένοι. Αλλά κατόπιν, εγερθέντες και σύροντες τον Άγιον, έλεγον· «Συ, όστις είπες τον λόγον τούτον, συ και τέλεσον το λεγόμενον». Τούτο δε ειπόντες ενόμιζον, ότι ουδέποτε ο Ιεράρχης θα ηδύνατο να τελέση τοιούτον θαυματούργημα, τον λόγον τούτον εκλαβόντες ως αφροσύνην και προπέτειαν και ουχί ζήλον θεϊκόν και του Αγίου Πνεύματος έμπνευσιν. Τότε ο Αγιώτατος Αχίλλιος, χωρίς φόβον και δειλίαν, σταθείς έμπροσθεν του βασιλέως και των Αρχιερέων και προσευχηθείς, είπε ταύτα· «Εάν ο Υιός και Λόγος του Θεού υπάρχη ομοούσιος και ομόδοξος τω Πατρί, ως ημείς πιστεύομεν, ομολογούμεν και κηρύττομεν, ας αναβλύση η πέτρα αύτη έλαιον, ίνα πιστεύσωσι και βεβαιωθώσιν οι αιρετίζοντες». Ευθύς τότε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Εξήλθε πλήθος ελαίου κάτωθεν της πέτρας, τόσον ώστε εβράχη όλον το έδαφος. Τούτο το θαυμάσιον ιδόντες ο τε βασιλεύς και άπαντες οι της Αγίας Συνόδου Πατέρες μεγάλως εξέστησαν, ομοφώνως δε άπαντες ετίμησαν και ευφήμησαν τον Άγιον, ενώ οι Αρειανοί έμειναν κατησχυμμένοι και περίλυποι. Τοιουτοτρόπως ο Θεός, θαυματουργήσας δια του Αγίου Αχιλλίου, την μεν δύναμιν των Ορθοδόξων ετίμησε και ηύξησε, τον δε Άρειον και τους εαυτού ομόφρονας εταπείνωσε και κατήσχυνε. Δια τούτου δε του θαύματος και ο Θεός εδοξάσθη και η αλήθεια κατεφάνη και το ομοούσιον της Παναγίας Τριάδος εις τον κόσμον άπαντα εκηρύχθη. Οι Άγγελοι εχάρησαν, οι άνθρωποι εδόξασαν και το φως της αληθείας υπέρ τον ήλιον έλαμψε. Οι δε κακόδοξοι Αρειανοί, καταισχυνθέντες εκ τούτου του σημείου, ως και δια παρομοίων άλλων θαυμάτων τελεσθέντων υπό των εκείσε συναθροισθέντων Αγίων Πατέρων, τινές μεν ωμολόγησαν την Ορθοδοξίαν συμφωνήσαντες εις το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος, τινές δε μετά του Αρείου, παραμείναντες εις το πείσμα, ανεθεματίσθησαν υπό της Αγίας ταύτης Συνόδου και εξωρίσθησαν. Μετά ταύτα ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Μέγας, συνευφρανθείς μετά των Ορθοδόξων Αρχιερέων, έλαβεν αυτούς άπαντας ομού συμπεριλαμβανομένου και του Αγίου Αχιλλίου και απήλθον εις την νεόκτιστον και ομώνυμον αυτού βασιλεύουσαν πόλιν, ίνα ευλογήσωσιν αυτήν. Φθάσαντες όθεν εκεί εδεήθησαν άπαντες προς τον Θεόν εκτενώς, ίνα μένη η πόλις στερεά, ασάλευτος και ανίκητος από των εχθρών και των πολεμίων. Ιδών δε τον ιερόν Αχίλλιον και ο τότε Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Μητροφάνης, όστις, ένεκα του βαθέος του γήρατος, δεν παρευρέθη εις την Σύνοδον, αλλ’ αντεπροσωπεύθη υπό του θείου Αλεξάνδρου και ακούσας τα ένθεα κατορθώματα αυτού, μεγάλως αυτόν ετίμησε και τους κόπους αυτού επήνεσε και εμακάρισεν. Αφού δε επ’ αρκετόν συνωμίλησε μετ’ αυτού, εις το τέλος είπε και ταύτα· «Ω υπέρμαχε της αληθείας Αχίλλιε, ύπαγε εις το καλόν εν ειρήνη και ο Θεός ας είναι μετά σου, ο δε μισθός σου έστω πολύς εν τοις ουρανοίς». Ο δε ευσεβέστατος βασιλεύς, εξαιρέτως τιμήσας τον Άγιον και δους εις αυτόν χρυσόν και άργυρον προς ανέγερσιν Εκκλησιών και σύστασιν άλλων αγαθών έργων, ως δι’ όλους τους άλλους Αρχιερείς έπραξεν, απέστειλεν εν ειρήνη. Ο Άγιος τότε, ευχηθείς τον βασιλέα και όλον τον οίκον αυτού και αποχαιρετήσας πάντας τους Αρχιερείς, επέστρεψε νικητής και τροπαιοφόρος εις την Λάρισαν, την εαυτού επαρχίαν. Επανελθόντος λοιπόν του Αγίου Αχιλλίου εις το ποίμνιον αυτού, εξήλθον εις προϋπάντησιν αυτού οι Ιερείς και οι Μονάζοντες και όλον το πλήθος του λαού, άνδρες, γυναίκες, γέροντες και παιδία, όλη η πόλις και άπαντα τα περίχωρα, ίνα ίδωσι τον ιδικόν των Πατέρα, Ποιμένα και Διδάσκαλον. Και πίπτοντες προ των αγίων αυτού ποδών, κατησπάζοντο τα άκρα των ιματίων αυτού. Όθεν εγένετο σύγχυσις μεγάλη και άμιλλα μεταξύ του λαού, τις πρώτος να πλησιάση αυτόν και να λάβη την ευλογίαν αυτού. Αλλά και χαρά μεγάλη εγένετο κατά την ημέραν εκείνην και πάντες έχαιρον ψυχή τε και σώματι, υμνούντες τον Θεόν εν ψαλμοίς και ύμνοις και τον Άγιον ομοφώνως γεραίροντες. Ο δε ιερός Αχίλλιος, ευλογήσας αυτούς και ευχηθείς, εκάθησεν εις τον θρόνον. Τότε το πλήθος ηρώτων αυτόν τα περί της Συνόδου. Όθεν μαθόντες τα παρ’ αυτού τελεσθέντα ανδραγαθήματα, ως και τα του υπερφυούς θαύματος της εκ της ανίκμου πέτρας αναβλύσεως του ελαίου, μεγάλως ηυφράνθησαν και τον Θεόν εδόξασαν στερεωθέντες έτι περισσότερον εις την Αγίαν Ορθόδοξον Πίστιν. Ο δε θείος Αχίλλιος, ευρών την εαυτού ποίμνην διψώσαν τον θείον λόγον, επότιζεν αυτήν καθ’ εκάστην και ηύξανεν αυτήν ημέραν μεθ’ ημέραν, κηρύσσων καθ’ εκάστην τον θείον λόγον και εις την πόλιν και εις τα περίχωρα. Διο και εις διάστημα ολίγου καιρού έφερεν εις θεογνωσίαν άπασαν την Ελλάδα. Διερχόμενος δε πανταχόθεν κατηδάφιζε τους ναούς των ειδωλολατρών, κτίζων Εκκλησίας, Μοναστήρια, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, χειροτονών Επισκόπους και Ιερείς άνδρας εναρέτους και ευλαβείς και πάσαν άλλην αγαθήν πράξιν και ευεργεσίαν ποιών. Όθεν, ως προείπομεν, ο μέγας ούτος Ιεράρχης Αχίλλιος εστάθη, μετά τους Αγίους Αποστόλους, εις την Θεσσαλίαν, άλλος δεύτερος Ισαπόστολος, κύρυξ του Ευαγγελίου και διδάσκαλος της του Χριστού πίστεως. Συν τούτοις δε των πτωχών υπερασπιστής, των ορφανών πατήρ, των χηρών βοηθός, των αδικουμένων λυτρωτής και πάσης ανάγκης ευεργέτης και πρόμαχος. Πόσον δε ταπεινόφρων και μέτριος εφάνη εις ταύτα τα ένθεα κατορθώματα ο χριστομίμητος ούτος Ιεράρχης Αχίλλιος, δι’ ενός μόνον γεγονότος θάλομεν αποδείξει. Προσκληθείς ποτέ παρά τινος μικράς πόλεως της υπ’ αυτού ποιμαινομένης περιοχής, δια τινα ανάγκην, έσπευσεν ίνα μεταβή. Οι δε κάτοικοι, μαθόντες τον ερχομόν αυτού, έκαμαν μεγάλην προετοιμασίαν αρμόζουσαν εις Αρχιερέα. Ηυτρέπισαν δωμάτια, εστόλισαν Ναούς, εκαθάρισαν οδούς, ητοίμασαν τροφάς, και πάντες εξήλθον της πόλεως εις προϋπάντησιν, νομίζοντες ότι θα ίδωσι τον Αρχιερέα ερχόμενον κομψώς ενδεδυμένον και μετά συνοδείας και δορυφόρων εφ’ ίππου πολυτελούς συνοδευόμενον. Ταύτα δε αφού εγένοντο και ταύτα αναμένοντες, βλέπουσι δύο Κληρικούς ερχομένους πεζούς, ταπεινώς ενδεδυμένους, τους οποίους ενόμισαν ότι προαπέστειλεν ο Αρχιερεύς ίνα φέρωσι την είδησιν δια την ανάλογον προετοιμασίαν. Πλησιάσαντες τότε ηρώτησαν αυτούς περί του Αρχιερέως, εάν ήτο μακράν ή πλησίον. Αποκριθέντος δε του ενός εξ αυτών, ότι εγώ είμαι ο ανάξιος της Αρχιερωσύνης, εξέλαβον πρώτον την απόκρισιν ως ειρωνείαν. Μετ’ ολίγον όμως, αφ’ ου επέμειναν ερωτώντες και ακούοντες τους ταπεινούς και υπέρ το μέλι και το κηρίον γλυκυτέρους λόγους αυτού, επίστευσαν ότι πράγματι ούτος ήτο ο Αρχιερεύς αυτών και εθαύμασαν μεγάλως. Πίπτοντες δε προ των αγίων αυτού ποδών εζήτουν την ευλογίαν. Και τόσην τιμήν προσέφερον εις αυτόν, όσον αυτός απέφευγε ταύτην. Περισσότερον δε εκ της τοσούτον μεγίστης και υψοποιού αυτού ταπεινώσεως ωφελήθησαν ή εκ των άλλων αγαθοεργιών και λόγων. Όθεν ο Όσιος Αχίλλιος διδάξας αυτούς τα δέοντα και ικανώς ωφελήσας, επέστρεψεν εις τα ίδια. Ούτω πολιτευθείς και διανύσας τον βίον ο θαυμαστός Αχίλλιος και ως άλλος ήλιος εν θεϊκοίς χαρίσμασι λάμψας, θαύματα δε πάμπολα τελέσας, εποίμανε το ποίμνιον αυτού επί χρόνους τριάκοντα και πέντε. Και επειδή ήλθεν η ώρα της εκδημίας αυτού, ίνα απέλθη εις την αγήρω και ατελεύτητον ζωήν, έχαιρε και ηγάλλετο τω πνεύματι. Όθεν προγνωρίσας την ημέραν της αυτού τελειώσεως, ώρισε να κατασκευάσωσι τον τάφον αυτού. Τούτου δε γενομένου, προσεκάλεσε τους πλησίον Κληρικούς και τινας των επισήμων λαϊκών και ήρχισε να παραγγέλλη εις αυτούς τα δέοντα. Ηκούσθη δε ο λόγος, ότι ο Άγιος υπάγει προς Κύριον και έδραμον όλα τα πνευματικά αυτού τέκνα κλαίοντα και οδυρόμενα δια την εαυτών ορφανίαν. Τότε ο καλός πατήρ, καθησυχάσας αυτούς, είπε δια ταπεινού τρόπου· «Μη κλαίετε, τέκνα μου, και θλίβετε την καρδίαν μου. Διότι εγώ παραδίδω υμάς εις τον αληθινόν και παντοδύναμον Θεόν, εις Ον, δι’ εμού, επιστεύσατε. Υμείς δε σπουδάσατε να διαφυλάξητε την Πίστιν καθαράν και αμόλυντον, ίνα αξιωθήτε της Βασιλείας των ουρανών». Ταύτα ειπών ο Άγιος και υψώσας τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, ηυχήθη και ηυλόγησεν όλους και ούτω παρέδωκε την αγίαν και ολόφωτον ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού, πληρώσας το κοινόν αυτού χρέος, περί τα μέσα του δ΄ (4ου) αιώνος. Το δε άγιον αυτού Λείψανον αφήκεν εις τους Χριστιανούς ως πολύτιμον και εξαίρετον λίθον και ως πλούτον αιώνιον και αδάπανον. Τότε οι ευρεθέντες εκεί Επίσκοποι και Ιερείς, ως και ο λαός, άραντες το άγιον εκείνο Λείψανον μετά πολλής ευλαβείας, απέθεντο εις τον τάφον τον οποίον πρότερον έκτισεν ο Άγιος. Τυφλοί τότε ανέβλεψαν, χωλοί ηνωρθώθησαν, διαμόνια εδιώχθησαν και σχεδόν πάσα ασθένεια εθεραπεύθη εις εκείνους οίτινες ήγγιζον μετ’ ευλαβείας το ιερόν και πάντιμον του θείου Ιεράρχου σώμα. Αφ’ ότου δε ενεταφιάσθη το χαριτόβρυτον του Αγίου Αχιλλίου Λείψανον έμεινεν εις τον τάφον επί πολύν καιρόν κεκρυμμένον. Αλλά μη υπαρχούσης τότε της συνηθείας να κάμνωσιν ανακομιδήν, έμεινε, προϊόντος του καιρού, όχι μόνον το Λείψανον, αλλά και ο τάφος άγνωστος. Ούτω παρήλθον χρόνοι τριακόσιοι. Ο Παντοδύναμος όμως Θεός, ο γινώσκων τα κρυπτά των ανθρώπων, δεν ηθέλησε να κρύπτεται τοιούτος θησαυρός, αλλ’ εφανέρωσε το θείον του Αγίου Λείψανον παραδόξως, δια θαύματος, κατά την ι΄ (10ην) του μηνός Φεβρουαρίου και ούτω απήλαυσε πάλιν τούτο η ποίμνη αυτού. Αφού δε έγινεν η τούτου αποκάλυψις, τις δύναται να διηγηθή τα άπειρα αυτού θαύματα, τα τελεσθέντα μετά ταύτα; Διότι άπαντες, όσοι προσήρχοντο και ησπάζοντο τούτο, ελάμβανον την θεραπείαν. Όθεν και πηγαί ιαμάτων εγνωρίζοντο ο τάφος και το ιερόν του Αγίου Αχιλλίου Λείψανον και ήτο δια την περίλαμπρον πόλιν της Λαρίσης θησαυρός πολύτιμος και πλούτος ανεκτίμητος και αδάπανος. Παρέμενε δε εναποτεθειμένον το ιερόν Λείψανον του Αγίου Αχιλλίου εν τη πόλει της Λαρίσης εις τον μεγαλοπρεπή Ναόν αυτού, τον οποίον οι κάτοικοι μετέπειτα ανήγειραν εκ βάθρων και εις τον οποίον ήτο και η καθέδρα του Μητροπολίτου. Ούτως ετιμάτο παρά πάντων και προσεκυνείτο και καθ’ εκάστην εθαυματούργει, έως του έτους 978 από Χριστού. Τότε, κατά παραχώρησιν Θεού δια τας αμαρτίας του λαού, εστερήθη η Λάρισα και απώλεσε τούτον τον μέγαν θησαυρόν δια του εξής τρόπου. Ο άρχων των Βουλγάρων Σαμουήλ, εγερθείς κατά των Ελλήνων και πολεμήσας, εκυρίευσε την Μακεδονίαν, την Θεσσαλίαν και όλην την Ελλάδα, καθώς και την Πελοπόννησον. Τότε εισελθών εις την μεγαλόπολιν Λάρισαν και κυριεύσας αυτήν έλαβεν αιχμαλώτους όλους τους κατοίκους πανοικεί, μετά δε τούτων και το ιερόν Λείψανον του Αγίου Αχιλλίου, ως και άλλα θεία και ιερά κειμήλια, τα οποία και μετήγαγεν εις την πόλιν Πρέσπαν, όπου ήτο η καθέδρα του βασιλείου αυτού. Όθεν εκεί ευρίσκεται, έως της σήμερον, το θαυματόβρυτον του Αγίου Αχιλλίου Λείψανον, μετά μεγίστης ευλαβείας τιμώμενον παρά των εκείσε κατοίκων και καθ’ εκάστην θαυματουργούν. Ώστε, εάν εστέρησε την Ελλάδα ο Άγιος του ιερού αυτού Λειψάνου, επλούτισεν όμως την Βουλγαρίαν και ετιμήθη και τιμάται και εκεί. Ίσως και τούτο εγένετο κατ’ οικονομίαν Θεού, επειδή το γένος των Βουλγάρων ήτο τότε νεοφώτιστον και νεοπαγές. Όθεν ήτο ανάγκη να απέλθη εκεί το ιερόν Λείψανον του Αγίου Αχιλλίου, ίνα στηρίξη και στερεώση, δια της χάριτος αυτού και των ιερών αυτού θαυμάτων και τους εκεί Χριστιανούς. Αλλά και οι Έλληνες, αν και εστερήθησαν του αγίου Λειψάνου, δεν έμειναν άμοιροι και της τούτου χάριτος, έως ότου παρεδόθη η Λάρισα υπό την εξουσίαν των Οθωμανών. Διότι τότε ανεχώρησεν η δύναμις και η βοήθεια του Αγίου εκείθεν, καθώς ο Θεός εφανέρωσε δια του εξής εξαισίου θαύματος. Ότε έμελλον να κυριευθώσιν αι δύο τότε επίσημοι πόλεις των Ελλήνων, η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη, άνθρωποι τινες ερχόμενοι εις Θεσσαλονίκην και καθήσαντες ολίγον καθ’ οδόν δι’ ανάπαυσιν, είδον οφθαλμοφανώς άνδρα τινά, ως στρατιώτην, έφιππον, ερχόμενον εκ Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως δε βλέψαντες και προς το άλλο μέρος της οδού, είδον Αρχιερέα τινά γηραιόν και σεβάσμιον, έφιππον και τούτον ερχόμενον, οίτινες και επλησίασαν αλλήλους. Σταθείς τότε ο στρατιώτης και προσκυνήσας τον Αρχιερέα είπε· «Χαίροις, Αρχιερεύ του Θεού Αχίλλιε». Αντιχαιρετήσας δε ο Αρχιερεύς είπε· «Χαίροις και συ, στρατιώτα του Χριστού Δημήτριε». Οι δε Χριστιανοί εκείνοι, ακούσαντες ταύτα και θαμβηθέντες, εσύρθησαν προς παράμερον σημείον της οδού, δια να ίδωσι το αποβησόμενον. Τότε ο στρατιώτης είπε πάλιν προς τον Αρχιερέα· «Πόθεν έρχεσαι, Αρχιερεύ του Θεού, και που υπάγεις»; Ο δε Άγιος Αχίλλιος, δακρύσας, είπε· «Δια τας αμαρτίας και τας ανομίας του λαού επρόσταξεν ο Θεός να εξέλθω εκ της Λαρίσης, την οποίαν έως του νυν εφύλαττον, διότι μέλλει να παραδοθή εις τας χείρας των Αγαρηνών. Και ιδού, εξήλθον και υπάγω, όπου ο Κύριος με προστάξη. Αλλά, συ, πόθεν έρχεσαι; Ειπέ μοι σε παρακαλώ». Τότε και ο Άγιος Δημήτριος, δακρύσας, είπε προς αυτόν. «Και δι’ εμέ το αυτό έγινεν, Αρχιερεύ Αχίλλιε. Διότι και εγώ πολλάκις εβοήθησα τους Θεσσαλονικείς και από αιχμαλωσίας ελύτρωσα και από θανατικού ηλευθέρωσα και πάσαν ασθένειαν εθεράπευσα. Τώρα όμως, ένεκα των πολλών αυτών αμαρτιών, παρεχώρησεν ο Θεός και με επρόσταξε να εγκαταλείψω ταύτην, ίνα παραδοθή εις τους Αγαρηνούς. Δια τούτο, υπακούσας εις την προσταγήν Αυτού, ιδού εξήλθον και υπάγω όπου Αυτός ο Κύριος προστάξη». Ταύτα δε ειπόντες αμφότεροι και κύψαντες τας κεφαλάς αυτών προς την γην, έκλαυσαν επί ώραν ικανήν. Έπειτα, ασπασάμενοι αλλήλους και αποχαιρετισθέντες, ευθύς έγιναν άφαντοι. Τούτο το θαύμα ιδόντες οι Χριστιανοί εκείνοι δεν ετόλμησαν να εισέλθωσιν εις την Θεσσαλονίκην, αλλ’ επέστρεψαν, διηγούμενοι το θαυμάσιον. Μετά δε από ένα μήνα εκυριεύθησαν υπό των Αγαρηνών και η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα. Αλλ’ αν και έγινε τούτο και ανεχώρησεν η επίσκεψις και η βοήθεια του Αγίου Αχιλλίου εκ της Λαρίσης, Θεού παραχώρησις ήτο να παραδοθή η πόλις εις τους Οθωμανούς, ίνα τιμωρηθή και σωφρονισθή ο λαός. Όμως εις άλλας δεινάς συμφοράς και κακάς περιστάσεις, η Λάρισα δεν έμεινεν απροστάτευτος από της χάριτος και της βοηθείας του Αγίου. Διότι οι Άγιοι πάντοτε παρίστανται εις όσους επικαλούνται αυτούς και βοηθούν και θαυματουργούν αενάως, έτοιμοι δε βοηθοί γίνονται εις πάσαν ανάγκην, καθώς και ο Άγιος Αχίλλιος, όστις πολλούς εβοήθησε και ηλευθέρωσεν από πάσης ανάγκης και θλίψεως. Και μετά την άλωσιν, την δουλείαν και την απελευθέρωσιν και έως του νυν δεν παύει να θαυματουργή πάντοτε, μεσιτεύων προς Κύριον υπέρ των ευσεβών. Αλλά και τώρα βλέπομεν την εαυτού μεγαλόπολιν Λάρισαν ηλευθερωμένην από του απίστου ζυγού και υπό Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλήνων εξουσιαζομένην και ακμάζουσαν ημέραν καθ’ ημέραν και θάλλουσαν, προσέτι δε λελυτρωμένην και καθαράν από πάσης αιρέσεως, δια πρεσβειών του τρισμάκαρος Ιεράρχου Αχιλλίου. Ταύτα μόνον τα ολίγα και εν συντόμω γεγραμμένα κατορθώματα του Αγίου Αχιλλίου αφήκεν εις ημάς ο πανδαμάτωρ χρόνος. Κύριος δε οίδε και πόσα άλλα ετέλεσεν αλλά, κατά την παροιμίαν, καθώς εκ του όνυχος τον λέοντα γνωρίζομεν και εκ του κρασπέδου το ύφασμα, ούτω και εκ των ολίγων τούτων, των γεγραμμένων, γνωρίζομεν την μεγάλην αγιότητα του τρισμάκαρος Αχιλλίου, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, Χάριτι του Αγίου Θεού ημών, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου