Ανδρέας, ο Όσιος Πατήρ ημών, ο Ερημίτης και Θαυματουργός, ήκμασε κατά
τους χρόνους του ευσεβούς δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ του Κομνηνού (1237 –
1271) καταγόμενος εκ χωρίου καλουμένου Μονοδένδριον. Ούτος τον ασκητικόν βίον
θερμώς ζηλώσας, εγένετο μιμητής των παλαιών αγίων ανδρών, διότι, εγκαταλείψας
τας ηδονάς των χρημάτων, της περιουσίας και της συζύγου, κατώκησεν εις την
έρημον.
Εκεί δε, μοναδικόν βίον διάγων, πολλάς θλίψεις και στενοχωρίας, ψύχος και καύσωνας εν πείνη και δίψη και γυμνότητι υπέμεινε δια την του Κυρίου φωνήν, την λέγουσαν· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ: 24). Όθεν καλώς ο μακάριος τα πάντα διατάξας, ως άσαρκος τον βίον διήρχετο. Κατόπιν επανήλθε πάλιν εις την πατρίδα και εις τι όρος πλησίον των γονέων διαμένων, ετέλει ολονυκτίους στάσεις επί πλείστους χρόνους, και ούτω πλήρης ημερών προς Κύριον εξεδήμησεν. Η δε αποκάλυψις της προς Κύριον αυτού εκδημίας, εγένετο ούτως. Ότε ηυδόκησε Κύριος ο Θεός να παραλάβη το πνεύμα αυτού, εφάνησαν λαμπάδες ανημμέναι και αναδίδουσαι εξαστράπτον φως, αίτινες κατήρχοντο εκ του ουρανού εις το σημείον όπου έκειτο το του Αγίου Λείψανον, έπειτα δε πάλιν ανήρχοντο προς τα άνω. Ότε δε τούτο το σημείον ενεφανίσθη όχι μόνον οι τα εκεί πέριξ χωρία και κώμας κατοικούντες έμαθον τούτο, αλλά διεδόθη και εις την βασιλεύουσαν των πόλεων, συνέδραμε δε τότε και η ευσεβεστάτη βασίλισσα Θεοδώρα και μετ’ αυτής πάσα η σύγκλητος. Ευρόντες δε το του Αγίου Λείψανον και πολλά ακούσαντες τα θαυμαστά, τα οποία ο Θεός δια του Οσίου τούτου Πατρός εποίησεν, εδόξασαν τον Παντοδύναμον. Η δε φιλόχριστος βασίλισσα επρόσταξε να οικοδομήσωσι Ναόν εις τιμήν του Αγίου τούτου Ανδρέου. Έκτοτε δε και μέχρι της σήμερον επιτελούντες την μνήμην αυτού, λαμπρώς δοξάζομεν τον Παντοδύναμον Θεόν και τον Αυτού θεράποντα Όσιον Πατέρα ημών Ανδρέαν. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν. Βασιλεύουσα δε πόλις η ανωτέρω αναφερομένη δεν είναι η Κωνσταντινούπολις. Αλλ’ ούτε και η Θεοδώρα αύτη είναι η μήτηρ του αυτοκράτορος Μιχαήλ, η τας θείας Εικόνας αναστηλώσασα, αλλ’ η εν Άρτη εορταζομένη γυνή ούσα του ενταύθα αναφερομένου Μιχαήλ Β΄ του Κομνηνού. Το όρος επί του οποίου ο Άγιος ήσκησε λέγεται νυν Καλάνα, απέχει δε του χωρίου Χαλκιοπούλους περί την ημίσειαν ώραν. Επ’ αυτού υπάρχει σπήλαιον μέγα, εντός του οποίου έχει οικοδομηθή Ναός, όστις διατηρείται και μέχρι σήμερον. Έξωθεν του Ναού τούτου, προς το Ιερόν, ευρίσκεται ο τάφος του αγίου Λειψάνου, περιτειχισμένος έκτοτε θαυμασίως δια προσταγής της βασιλίσσης Θεοδώρας. Κατά δε το χιλιοστόν επτακοσιοστόν ενενηκοστόν τέταρτον έτος από Χριστού, εκ θείου ζήλου και ευλαβείας προς τον Άγιον υποκινηθείς ο ευλαβέστατος Ιερεύς Ιωάννης Νικολάου Δεροδήμου, τα εις το χωρίον αυτού Χαλκιοπούλους ευρεθέντα παλαιότερον οστά και των δύο κνημών του Αγίου, τα οποία ήσαν από του γόνατος μέχρι των σφυρών, ήτοι των αστραγάλων, παραλαβών ακέραια ίνα επενδύση δι’ αργύρου, μετέβη προς τούτο εις το Καρπενήσιον. Φθάσας δε εκεί και επισκεφθείς τον χρυσοχόον, συνεσκέφθη μετ’ αυτού και έκριναν, ότι δεν θα συνηρμόζοντο ταύτα καλώς, αν ούτως, ως ήσαν ακέραια, ήθελε προσαρμοσθή επ’ αυτών ο άργυρος. Όθεν, συμβουλευθείς τον Επίσκοπον Λητζάς και Αγράφων Δοσίθεον, μάλιστα δε παρακινηθείς υπ’ αυτού, απεφάσισε να διαχωρίση εις δύο τα ιερά Λείψανα. Αλλά κατά την νύκτα εφάνη εις αυτόν κατ’ όναρ ο Άγιος και τον ημπόδισε να πράξη τούτο, ειπών· «Ευθύς ως εγερθής εκ του ύπνου πρόσφερε εις τον χρυσοχόον τα Λείψανα, εκείνος δε θα επαργυρώση ταύτα ως έχουσι». Πράγματι, ο ευλαβής ούτος Ιερεύς Ιωάννης έδωσεν εις τον χρυσοχόον τα άγια Λείψανα και τα επηργύρωσεν, ως είχον, διηγείτο δε την οπτασίαν και την οδηγίαν του Αγίου. Κατά την αυτήν δε νύκτα είπε και τούτο ο Άγιος εις τον ρηθέντα Ιερέα Ιωάννην· «Μετά την συμπλήρωσιν της επαργυρώσεως, αφού επανέλθης εις το χωρίον σου, άνοιξον τον τάφον και θέλεις εύρει τριάκοντα δύο μέρη λειψάνων, τα οποία διαμοίρασον εις τα πέριξ Μοναστήρια, μη κρατήσης δε δια σε ουδέν άλλο εκτός των κνημών». Τούτο δε και έπραξεν ο ευσεβής εκείνος Ιερεύς. Διότι καλέσας τινάς των ιερών Μοναχών και μετ’ αυτών τελέσας ανακομιδήν, εύρεν ουχί τα τριάκοντα δύο μέρη των Λειψάνων του Αγίου Ανδρέου, αλλά μόνον είκοσι οκτώ. Τα δε άλλα, είπεν, ίσως εσυλήθησαν εξ ευλαβείας υπό των πέριξ. Διένειμε δε ταύτα αμέσως εις τα Ιερά Μοναστήρια εξ ων επισημότερα είναι τα της Μπουμόν, της Τατάρνας, του Αρέθα, της Αγίας Παρασκευής και της Βαρυτάδας. Έδωσε δε και μίαν εκ των πλευρών του Αγίου ακεραίαν εις τον υπό τον Μητροπολίτην Άρτης Επίσκοπον Ρωγών Μακάριον.
Εκεί δε, μοναδικόν βίον διάγων, πολλάς θλίψεις και στενοχωρίας, ψύχος και καύσωνας εν πείνη και δίψη και γυμνότητι υπέμεινε δια την του Κυρίου φωνήν, την λέγουσαν· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ: 24). Όθεν καλώς ο μακάριος τα πάντα διατάξας, ως άσαρκος τον βίον διήρχετο. Κατόπιν επανήλθε πάλιν εις την πατρίδα και εις τι όρος πλησίον των γονέων διαμένων, ετέλει ολονυκτίους στάσεις επί πλείστους χρόνους, και ούτω πλήρης ημερών προς Κύριον εξεδήμησεν. Η δε αποκάλυψις της προς Κύριον αυτού εκδημίας, εγένετο ούτως. Ότε ηυδόκησε Κύριος ο Θεός να παραλάβη το πνεύμα αυτού, εφάνησαν λαμπάδες ανημμέναι και αναδίδουσαι εξαστράπτον φως, αίτινες κατήρχοντο εκ του ουρανού εις το σημείον όπου έκειτο το του Αγίου Λείψανον, έπειτα δε πάλιν ανήρχοντο προς τα άνω. Ότε δε τούτο το σημείον ενεφανίσθη όχι μόνον οι τα εκεί πέριξ χωρία και κώμας κατοικούντες έμαθον τούτο, αλλά διεδόθη και εις την βασιλεύουσαν των πόλεων, συνέδραμε δε τότε και η ευσεβεστάτη βασίλισσα Θεοδώρα και μετ’ αυτής πάσα η σύγκλητος. Ευρόντες δε το του Αγίου Λείψανον και πολλά ακούσαντες τα θαυμαστά, τα οποία ο Θεός δια του Οσίου τούτου Πατρός εποίησεν, εδόξασαν τον Παντοδύναμον. Η δε φιλόχριστος βασίλισσα επρόσταξε να οικοδομήσωσι Ναόν εις τιμήν του Αγίου τούτου Ανδρέου. Έκτοτε δε και μέχρι της σήμερον επιτελούντες την μνήμην αυτού, λαμπρώς δοξάζομεν τον Παντοδύναμον Θεόν και τον Αυτού θεράποντα Όσιον Πατέρα ημών Ανδρέαν. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν. Βασιλεύουσα δε πόλις η ανωτέρω αναφερομένη δεν είναι η Κωνσταντινούπολις. Αλλ’ ούτε και η Θεοδώρα αύτη είναι η μήτηρ του αυτοκράτορος Μιχαήλ, η τας θείας Εικόνας αναστηλώσασα, αλλ’ η εν Άρτη εορταζομένη γυνή ούσα του ενταύθα αναφερομένου Μιχαήλ Β΄ του Κομνηνού. Το όρος επί του οποίου ο Άγιος ήσκησε λέγεται νυν Καλάνα, απέχει δε του χωρίου Χαλκιοπούλους περί την ημίσειαν ώραν. Επ’ αυτού υπάρχει σπήλαιον μέγα, εντός του οποίου έχει οικοδομηθή Ναός, όστις διατηρείται και μέχρι σήμερον. Έξωθεν του Ναού τούτου, προς το Ιερόν, ευρίσκεται ο τάφος του αγίου Λειψάνου, περιτειχισμένος έκτοτε θαυμασίως δια προσταγής της βασιλίσσης Θεοδώρας. Κατά δε το χιλιοστόν επτακοσιοστόν ενενηκοστόν τέταρτον έτος από Χριστού, εκ θείου ζήλου και ευλαβείας προς τον Άγιον υποκινηθείς ο ευλαβέστατος Ιερεύς Ιωάννης Νικολάου Δεροδήμου, τα εις το χωρίον αυτού Χαλκιοπούλους ευρεθέντα παλαιότερον οστά και των δύο κνημών του Αγίου, τα οποία ήσαν από του γόνατος μέχρι των σφυρών, ήτοι των αστραγάλων, παραλαβών ακέραια ίνα επενδύση δι’ αργύρου, μετέβη προς τούτο εις το Καρπενήσιον. Φθάσας δε εκεί και επισκεφθείς τον χρυσοχόον, συνεσκέφθη μετ’ αυτού και έκριναν, ότι δεν θα συνηρμόζοντο ταύτα καλώς, αν ούτως, ως ήσαν ακέραια, ήθελε προσαρμοσθή επ’ αυτών ο άργυρος. Όθεν, συμβουλευθείς τον Επίσκοπον Λητζάς και Αγράφων Δοσίθεον, μάλιστα δε παρακινηθείς υπ’ αυτού, απεφάσισε να διαχωρίση εις δύο τα ιερά Λείψανα. Αλλά κατά την νύκτα εφάνη εις αυτόν κατ’ όναρ ο Άγιος και τον ημπόδισε να πράξη τούτο, ειπών· «Ευθύς ως εγερθής εκ του ύπνου πρόσφερε εις τον χρυσοχόον τα Λείψανα, εκείνος δε θα επαργυρώση ταύτα ως έχουσι». Πράγματι, ο ευλαβής ούτος Ιερεύς Ιωάννης έδωσεν εις τον χρυσοχόον τα άγια Λείψανα και τα επηργύρωσεν, ως είχον, διηγείτο δε την οπτασίαν και την οδηγίαν του Αγίου. Κατά την αυτήν δε νύκτα είπε και τούτο ο Άγιος εις τον ρηθέντα Ιερέα Ιωάννην· «Μετά την συμπλήρωσιν της επαργυρώσεως, αφού επανέλθης εις το χωρίον σου, άνοιξον τον τάφον και θέλεις εύρει τριάκοντα δύο μέρη λειψάνων, τα οποία διαμοίρασον εις τα πέριξ Μοναστήρια, μη κρατήσης δε δια σε ουδέν άλλο εκτός των κνημών». Τούτο δε και έπραξεν ο ευσεβής εκείνος Ιερεύς. Διότι καλέσας τινάς των ιερών Μοναχών και μετ’ αυτών τελέσας ανακομιδήν, εύρεν ουχί τα τριάκοντα δύο μέρη των Λειψάνων του Αγίου Ανδρέου, αλλά μόνον είκοσι οκτώ. Τα δε άλλα, είπεν, ίσως εσυλήθησαν εξ ευλαβείας υπό των πέριξ. Διένειμε δε ταύτα αμέσως εις τα Ιερά Μοναστήρια εξ ων επισημότερα είναι τα της Μπουμόν, της Τατάρνας, του Αρέθα, της Αγίας Παρασκευής και της Βαρυτάδας. Έδωσε δε και μίαν εκ των πλευρών του Αγίου ακεραίαν εις τον υπό τον Μητροπολίτην Άρτης Επίσκοπον Ρωγών Μακάριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου