Βάρβαρος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο από τα μέρη της Πενταπόλεως, καθώς
τούτο μαρτυρείται εις χειρόγραφον ιστορίαν παλαιού τινός ανδρός Ιερομονάχου
κυρίου Ματθαίου, εκ της σεβασμίας Μονής του Αγίου και ενδόξου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, της καλουμένης Πόρτας. Πλην της πληροφορίας ταύτης
ουδεμίαν άλλην πληροφορίαν έχομεν περί της καταγωγής του Οσίου.
Διότι ο Όσιος ούτος αιχμαλωτισθείς κατά τινα μάχην από τους Μπαρμπαρέσσους έμεινεν υπόδουλος εις αυτούς επί είκοσι τέσσαρας ολοκλήρους χρόνους, μετά δε ταύτα ελευθερωθείς, Χάριτι Χριστού, απ’ αυτών έζησε ζωήν άκρως ασκητικήν και αναχωρητικήν έως τέλους του βίου του, εις περιοχήν κειμένην πλησίον της Βονίτσης, καθώς θέλετε ακούσει προχωρούντος του λόγου. Φαίνεται όμως ότι ούτος είχε γονείς καλούς Χριστιανούς και ότι ο ίδιος και προ της αιχμαλωσίας του ήτο πολύ στερεός εις την εις Χριστόν Ορθόδοξον Πίστιν. Το τοιούτον συμπεραίνομεν εκ του ότι αν και ηχμαλωτίσθη από τους Μπαρμπαρέσσους ο Άγιος, και αν και έμεινεν εις την αιχμαλωσίαν τους είκοσι τέσσαρας χρόνους, όμως ουδόλως μετετράπη από την Πίστιν του Χριστού, αλλ’ υπέμεινε τας τιμωρίας και τας βασάνους ως στερρός αδάμας και όσον περισσότερον εβασανίζετο, τόσω μάλλον έλαμπε και εφαίνετο καθαρώτερος εις την ευσέβειαν, καθώς ο χρυσός εις το πυρ. Βεβαίως μεγάλη ήτο, αγαπητοί Χριστιανοί, η υπομονή αυτού, μεγάλη η ανδρεία της ψυχής του και μεγάλη, τέλος πάντων, η αγάπη του προς τον Χριστόν. Διότι αναλογισθήτε πόσους κινδύνους, κατά την μακροχρόνιον αιχμαλωσίαν του, υπέστη ο Άγιος, πόσας πληγάς έλαβεν και πόσας απειλάς εδέχθη εκ μέρους των τυράννων δια τον Χριστόν, πάντα όμως ταύτα υπέμεινε γενναίως. Και πείναν και δίψαν και πόνους ακαταπαύστους και δεσμά και αγρυπνίας και άλλα μύρια πάθη. Παρ’ όλα δε ταύτα δεν έπεσεν εις απελπισίαν, διότι είχε την ελπίδα εις βοηθόν τινα, όστις θα ελύτρωνεν αυτόν μίαν ημέραν. Ποίος δε, Χριστιανοί μου, ήτο ούτος ο βοηθός του; Ο πατήρ του ή ο αδελφός ή άλλος τις συγγενής; Αλλά, κατά το διάστημα τόσων χρόνων, ούτε ο Άγιος εγνώριζεν αν ζη κανείς εκ των συγγενών του, ούτε οι συγγενείς του Αγίου εγνώριζον που ευρίσκεται ο Άγιος ή αν ζη. Να ήτο τάχα κανείς εκ των φίλων του; Αλλ’ η φιλία των ανθρώπων μεταξύ των παρόντων είναι θερμή, όταν όμως χωρισθούν, ευκόλως λησμονούν ο εις τον άλλον και μάλιστα όταν δεν γνωρίζη κανείς που ευρίσκεται ο φίλος του. Δια να ομιλήσω δε κατ’ ακρίβειαν, οι περισσότεροι δεικνύουν την φιλίαν των δια να επιτύχουν κέρδος τι και ολίγοι ευρίσκονται πραγματικοί και αληθείς φίλοι, καθώς λέγει και τις ανήρ παλαιότερος· «Πολλοί τραπέζης, ουκ αληθείας φίλοι». Ποίος άρα ήτο εκείνος προς τον οποίον ήλπιζεν ο Άγιος αναμφιβόλως να λυτρώση αυτόν; Αληθώς ο βοηθός του δεν ήτο άλλος, ούτε άλλος εφάνη ως λυτρωτής αυτού, ει μη ο Σωτήρ των απάντων, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ο Χριστός, λέγω, ο ονομάζων αδελφούς όλους εκείνους, οίτινες πράττουν το θέλημα Αυτού: «Ος γαρ αν ποιήση το θέλημα του Θεού, ούτος αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί», ως λέγει ο Άγιος Ευαγγελιστής Μάρκος εν τω γ΄ (3ω) κεφαλαίω του κατ’ αυτόν Ιερού Ευαγγελίου (γ:35). Ο Χριστός λοιπόν έδωσεν εις τον Όσιον Βάρβαρον όλον το θάρρος να μη φοβηθή τους τυράννους, δια των λόγων του Ευαγγελίου, λέγοντος· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28). Εκείνος βεβαίως και ηλευθέρωσεν αυτόν. Αλλά δια να βεβαιωθείτε ότι από τον Χριστόν ηλευθερώθη, ακούσατε τον τρόπον της απελευθερώσεως του Οσίου. Κατά τους χιλίους πεντακοσίους τεσσαράκοντα χρόνους, μετά την υπό των Τούρκων αποτυχούσαν επίθεσιν κατά της Κερκύρας και των λοιπών νήσων, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν, ο δε τότε καπετάν πασάς, μετά των στρατευμάτων αυτού και πλήθους αιχμαλώτων, ανεχώρησε δια την Πρέβεζαν, προς αποπεράτωσιν της οικοδομής της πόλεως ταύτης, την οποίαν είχον προ τινος αρχίσει να οικοδομούν εις την άκραν του αιγιαλού πλησίον της αρχαίας Νικοπόλεως, και ήτις ευρίσκετο εισέτι ημιτελής. Διερχόμενοι δε από την Βόνιτσαν, εστάθμευσαν εις τόπον λεγόμενον Νησί, δια να προμηθευθούν ύδωρ και ξύλα. Δια την υπηρεσίαν λοιπόν ταύτην εξήγαγον τους αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων ευρίσκετο και ο σήμερον παρ’ ημών ευφημούμενος Όσιος Βάρβαρος, όστις, όπως και οι άλλοι αιχμάλωτοι, είχε πέριξ του λαιμού του άλυσον, μήκους τριών πήχεων, εις δε τον δεξιόν του πόδα δεδεμένον μέγα βάρος. Ευθύς όμως ως ο μακάριος ούτος Άγιος Βάρβαρος κατήλθεν εκ του πλοίου εις το Νησί κατώρθωσε να εισέλθη εντός λάκκου και εκεί εκρύφθη. Έπειτα βαδίζων κατά την νύκτα έφθασεν εις σπήλαιον κείμενον πλησίον χωρίου τινός καλουμένου Τρύφων. Εις το σπήλαιον δε αυτό έμεινε σκοπεύων να διέλθη ασκητικήν πολιτείαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Όσιος Βάρβαρος έγινεν άφαντος από τους εχθρούς. Τούτο δε δια της θείας δυνάμεως και βοηθείας επέτυχε. Διότι ποίος δεν ομολογεί, ότι αν δεν είχε τον Χριστόν συνεργόν και βοηθόν της ελευθερίας, δεν θα ηδύνατο να φύγη δεδεμένος; Τις θα ηδύνατο να κρυβή από τοσούτον πλήθος, χωρίς την σκέπην του Θεού; Εκείνοι οίτινες κατηρήμωσαν τόσας και τόσας χώρας και πολλούς ελευθέρους ανθρώπους ηχμαλώτισαν, δεν θα ηδύναντο να κρατήσουν ένα και μόνον άνθρωπον, μάλιστα δούλον και δέσμιον; Όθεν εκαυχώντο ως νικηταί πόλεων και υφ’ ενός μόνον ανθρώπου ενικήθησαν. Και ενικήθησαν μάλιστα οι τύραννοι υπό του τυραννουμένου, οι ελεύθεροι υπό του αιχμαλώτου, οι δυνατοί υπό του ασθενούς. Ω! πόσην δύναμιν ενέχει η εις Χριστόν ελπίς, ουδεμία δε άλλη ασφαλώς υπάρχει ισχυροτέρα βοήθεια. Φεύγει λοιπόν ο Άγιος και ουδείς δύναται να καταδιώξη αυτόν. Και ούτε εις αυθεντικόν οίκον μεταβαίνει δια να κρυβή, ούτε εις περιτειχισμένην πόλιν σπεύδει να εισέλθη, αλλά παραμένει εις την έρημον εντός ενός ταπεινού σπηλαίου. Δια να αποφύγη δε την δόξαν των ανθρώπων δεν αποκαλύπτεται εις ουδένα, αλλά πεινά και τρέφεται εκ των χόρτων της γης. Διψά και αναζητεί ύδωρ εις την έρημον δια να σβέση την φλόγα της σαρκός και όχι οίνον, όστις χαροποιεί την φλόγα της καρδίας του ανθρώπου και έτι μάλλον αυξάνει την φλόγα της δίψης, υπακούων μάλλον εις τον Χριστόν λέγοντα· «Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω Πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ:6). Εισήρχετο εις το σπήλαιον και προσηύχετο κατ’ ιδίαν, αλλ’ ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αντιδοξάζων τους Αυτόν δοξάζοντας, εφανέρωσε τούτον τον Άγιον εις τον κόσμον δια να έχωμεν και ημείς, κατά τούτους τους δυστυχεστάτους καιρούς, μεγάλην παρηγορίαν και να πιστεύσωμεν, ότι η εις Χριστόν ελπίς λυτρώνει τον άνθρωπον από παντός κινδύνου. Μετ’ ολίγας λοιπόν ημέρας είδε τον Άγιον Βάρβαρον κυνηγός τις και μετέφερε την είδησιν εις την χώραν. Ευθύς τότε τρέχουσι δύο ευλαβείς Ιερείς προς τον Άγιον. Ο μεν Ιωάννης, κατά το όνομα, ο δε Δημήτριος και οι γέροντες της χώρας. Τι θαύμα λοιπόν είδεν, ειπέ μοι, ο κυνηγός και κηρύττει τούτο; Άνθρωπον δέσμιον βλέπει και θαυμάζει; Άνθρωπον γυμνόν και καλεί εις θεωρίαν; Αλλ’ ω και της μεγάλης ευλαβείας των Ιερέων! Ακούσαντες ούτοι τον κυνηγόν, δεν είπον, κάποιος αιχμάλωτος είναι, κάποιος επαίτης, ποία η ανάγκη να υπάγωμεν δια να τον ίδωμεν; Αν έχη ανάγκην, ας έλθη να τον ελεήσωμεν, καθώς πολλοί εξ ημών λέγουσι, μάλιστα δε εκείνοι οίτινες κλείουν και την θύραν εις τους ενδεείς και δυστυχισμένους. Ούτε είπον, αυτός έχει την ανάγκην ημών και όχι ημείς την ιδικήν του, ύπαγε, κυνηγέ, εις το έργον σου και ταύτα τα οποία λέγεις δεν είναι άξια ακροάσεως. Αλλά τι έπραξαν; Δεν ηργοπόρησαν και τρέχουσιν, ίνα συναντήσωσι τον Άγιον. Ευρόντες δε αυτόν μανθάνουσι παρ’ αυτού τα πάντα. Παρακαλούν λοιπόν να υπάγη μετ’ αυτών εις την χώραν να αναπαυθή. Όμως ούτος αρνείται. Παρακινούν τον Άγιον να λύση την άλυσον από τον λαιμόν του, ούτος όμως δεν πείθεται, αλλ’ αποκρίνεται μετά βαθυτάτης ταπεινώσεως· «Η άλυσος είναι ο ολόχρυσος στολισμός μου. Δια ταύτης έδεσα την σάρκα και υπέταξα αυτήν εις το πνεύμα. Το σπήλαιον είναι το ωραιόκτιστον παλάτιόν μου. Δεν είμαι μόνος εις την έρημον. Συνομιλώ δια της προσευχής με τον λυτρωτήν μου Χριστόν. Αφήσατέ με λοιπόν να τελειώσω εδώ τον αγώνα μου». Ταύτα ακούσαντες οι Ιερείς δεν εβίασαν αυτόν περισσότερον, αλλά τον άφησαν εις το θέλημά του. Μετά δε την επιστροφήν των εις την πόλιν, έστελλον κάθε Σάββατον άρτον. Έμεινεν ούτω ο Άγιος ασκητεύων εις την έρημον επί δέκα οκτώ χρόνους, ήρχετο δε εις το χωρίον μόνον το Μέγα Σάββατον κρυφίως και εισήρχετο εντός του αγίου Βήματος. Μετά δε τον Εσπερινόν της λαμπροφόρου Αναστάσεως, το εσπέρας έφευγε πάλιν και μετέβαινεν εις το σπήλαιον όπου ησκήτευε. Την δε άλυσον εκράτησε δεδεμένην εις το λαιμόν του καθ’ όλην του την ζωήν. Ουδείς δε εγνώριζεν αυτόν, εκτός των Ιερέων, των γερόντων και του Πνευματικού της Μονής της Πόρτας, Ματθαίου. Του τρισμάκαρος τούτου Οσίου Βαρβάρου ποίος δύναται να συλλογισθή τας σκληραγωγίας, τας οποίας υπέμεινε επί τόσους χρόνους εις την άσκησιν διατρίβων, χωρίς να θαυμάση; Ποίος να εννοήση τους πειρασμούς τους οποίους υπέστη και να μη φρίξη; Όμως ούτε αι κακοπάθειαι ούτε οι νοητοί και αισθητοί πειρασμοί εχώρισαν αυτόν από την αγάπην του Χριστού. Αλλ’ εις τόσους και τόσους πολέμους εφάνη νικητής και τροπαιούχος και μιμητής των παλαιών Αγίων. Εις το σπήλαιον δε αυτό αγωνισθείς έως τέλους της επιγείου ζωής του εξεδήμησε προς Κύριον την κγ΄ (23ην) του Ιουνίου μηνός. Κατά την ιδίαν δε εκείνην νύκτα, καθ’ ην ετελειώθη ο Άγιος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφανέρωσε την κοίμησιν του Οσίου εις τον πνευματικόν πατέρα κύριον Ματθαίον, ειπών προς αυτόν να συνάξη την αυγήν όλους τους Πατέρας του Μοναστηρίου του και να υπάγωσιν ίνα κηδεύσωσι τον Όσιον Βάρβαρον. Τούτο δε το γεγονός είδε καθ’ ύπνον και ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος κυρ Νεκτάριος. Έτι δε και ο Ηγούμενος του Προφήτου Ηλιού εις την Δραγανήν, κυρ Ευθύμιος. Συνηθροίσθησαν όθεν άπαντες ούτοι μεθ’ όλων των Μοναχών των Μοναστηρίων των, δια να υπάγουν εις τελευταίον ασπασμόν του Οσίου. Επειδή δε διεδόθη το γεγονός εις τα περίχωρα, έτρεξαν άπαντες οι Χριστιανοί μικροί και μεγάλοι και πας τις έβλεπε τον μεγάλον αγώνα μεταξύ των ανθρώπων, οίτινες έτρεχον ίνα ασπασθούν τον Όσιον, ως εις προϋπάντησιν βασιλέως. Παρεκίνουν οι Ιερομόναχοι τους Ιερομονάχους, οι ιδιώται τους ιδιώτας, οι κοσμικοί τους κοσμικούς, οι νέοι τους γέροντας και ουδείς σχεδόν, ο δυνάμενος, έμεινεν εις τον οίκον αυτού. Συναθροισθέντες λοιπόν άπαντες ανεσήκωσαν το άγιον εκείνο Λείψανον με πολλήν τιμήν, λαμπαδηφορούντες και ψάλλοντες και μετεκόμισαν τούτο εις το χωρίον Τρύφων. Όταν δε απέθεσαν τούτο εις την γην, ω του θαύματος! Ευρίσκετο εκεί γυνή τις τυφλή επί επτά χρόνους και ευθύς, ως ησπάσθη το άγιον Λείψανον, έλαβε το φως των οφθαλμών της και έβλεπεν ως και πρότερον. Τοιουτοτρόπως αντιδοξάζει ο Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν δια θεαρέστων έργων και όχι μόνον λυτρώνει τούτους από παντός κινδύνου, αλλά δίδει δύναμιν, ώστε οι λυτρούμενοι να λυτρώνωσι και άλλους. Όθεν ιδόντες το θαύμα τούτο οι άνθρωποι του χωρίου εκείνου εδόξασαν τον Θεόν, τον δωρήσαντα εις αυτούς τοιούτον θησαυρόν. Προστρέχοντες δε προς το σεπτόν Λείψανον και άλλοι πολλοί ασθενείς εθεραπεύοντο. Τέλος πάντων, ψάλλοντες το άγιον Λείψανον, ως έπρεπεν, ενεταφίασαν τούτο μετά δόξης και εξάγοντες την άλυσον από τον λαιμόν εκρέμασαν ταύτην εις τον τάφον εις απόδειξιν του Μαρτυρίου του Οσίου, εκαυχώντο δε δια τον Όσιον τούτον Βάρβαρον περισσότερον ή δι’ άλλο τι πολύτιμον πράγμα. Κατά δε τους χιλίους πεντακοσίους εξήκοντα δύο χρόνους από Χριστού, εξώρμησαν οι ιταλικοί στόλοι δια να πολεμήσουν την τουρκικήν αρμάδα και νικήσαντες ταύτην, τη του Θεού βοηθεία, επροξένησαν μεγάλην φθοράν εις αυτούς. Κατά την επιστροφήν ήλθον δεκατέσσαρα πλοία και ηχμαλώτισαν όσους Τούρκους εύρον εις την Βόνιτσαν. Εις τα πλοία εκείνα ήτο πλοίαρχος τις, Σκλαβούνος ονόματι, άνθρωπος σπουδαίος, ασθενών βαρέως. Ο οποίος, ων κατάκοιτος, είδεν εις τον ύπνον του ότι, αν δεν προστρέξη εις τους πόδας του Αγίου, όστις ευρίσκεται εις το χωρίον Τρύφων, δεν θέλει λάβει την ίασιν. Την πρωϊαν λοιπόν εξεκίνησε με πέντε πλοία και ηγκυροβόλησε κάτωθεν του χωρίου Τρύφων. Παραλαβών δε πολλούς εκ των ανθρώπων του, προσέτρεξεν εις τον Άγιον και ευθύς ιάθη. Τότε δεν συνεχώρει εις εαυτόν να χωρισθή από τον θεραπευτήν του, αλλ’ επρόσταξε και ανήγειραν το άγιον Λείψανον από του τάφου και μετεκόμισαν αυτό εις το πλοίον. Διότι, τις θα ηδύνατο, βλέπων τοιούτον θησαυρόν και προστάτην απροσμάχητον να εγκαταλείψη αυτόν εις τον έρημον εκείνον τόπον; Έλαβε λοιπόν ο πλοίαρχος την υγεία του αλλά και αυτόν τούτον τον θεραπευτήν του Άγιον προς μεγάλην αυτού χαράν. Αλλοίμονον όμως εις την δυστυχίαν του χωρίου Τρύφων. Διότι εστερήθησαν οι κάτοικοι αυτού τον βοηθόν των και έχασαν την δύναμίν των. Αλλά διατί εγκατέλειψεν ο Άγιος τον τόπον εκείνον, τον οποίον εξέλεξε δια την άσκησίν του; Νομίζω, αδελφοί, ότι δεν ανεχώρησεν ο Άγιος εξ εκείνου του τόπου δι’ άλλην αφορμήν, ει μη μόνον διότι προέβλεπεν, ότι έμελλον να αιχμαλωτισθούν πάλιν εκείνα τα μέρη, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, καθώς θέλετε ακούσει προχωρούντος του λόγου. Δια να μη πέση λοιπόν το άγιον αυτού Λείψανον πάλιν εις χείρας ασεβών, έστερξε να υπάγη εις άλλον τόπον ελεύθερον. Και αν και ηδύνατο ο Θεός να ελευθερώση τον τόπον εκείνον δια πρεσβειών του Αγίου και το άγιον Λείψανον να διαφυλάξη αβλαβές, όμως, βλέπομεν, ότι πολλάκις εξ αιτίας των αμαρτιών μας συγχωρεί ο Θεός να πίπτουν και τα άγια εις αναξίων χείρας. Δια τας αμαρτίας των Εβραίων παρεδόθη πολλάκις η Κιβωτός εις χείρας αλλοφύλων. Δια τας αμαρτίας των Χριστιανών πολλοί Ναοί κατηδαφίσθησαν και πολλαί άγιαι Εικόνες κατεφρονήθησαν. Έχομεν νέον παράδειγμα την πρόσφατον δεινήν αιχμαλωσίαν της δυστυχεστάτης Πελοποννήσου. Άρα δια να μη πέση και το άγιον τούτο Λείψανον εις χείρας τυράννων και ασεβών, δια τούτο ηγέρθη εκείθεν και παραλαβών τούτο ο πλοίαρχος εξεκίνησε μετά χαράς μεγάλης, ίνα μεταβή εις τον τόπον του, την Ιταλίαν. Ενώ δε διήρχετο εκ της νήσου Κερκύρας, ηγκυροβόλησεν εις τινα λιμένα ταύτης, λεγόμενον Ποταμός. Και τούτο δια να κηρυχθή περισσότερον ο Άγιος, διότι ακούσατε και έτερον θαύμα του Αγίου. Εις εκείνον τον τόπον έζη γέρων τις έχων υιόν παράλυτον επί τρεις χρόνους. Ευθύς λοιπόν, ως ηγκυροβόλησαν τα πλοία, βλέπει εις τον ύπνον του ότι, αν ήθελεν ανέλθει επί του πλοίου του τάδε πλοιάρχου και προστρέξει εις τον Άγιον, θα ιατρεύετο ο υιός του. Όθεν την πρωϊαν έσπευσεν ως απεκαλύφθη εις αυτόν, ιδών δε αυτόν ο πλοίαρχος τον εδέχθη μετά χαράς και διηγήθη εις τούτον τα πάντα, παρεκίνησε δε να φέρη τον υιόν του, όστις και θέλει λάβει την ίασιν. Ταύτα ακούσας ο γέρων έδραμε και ανασηκώσας τον υιόν αυτού μετά της κλίνης, έφερεν αυτόν εις τον Άγιον. Τότε, ω του θαύματος! εν τω άμα τα κρατημένα μέλη ελύθησαν και εστερεώθησαν, ο δε βασταζόμενος πρώην υπό τεσσάρων περιεπάτει, δοξάζων τον Θεόν και κηρύττων τον Άγιον. Οι δε Χριστιανοί του τόπου εκείνου βλέποντες τοιούτον θαύμα, παρεκάλεσαν τον πλοίαρχον να μεταφέρη το άγιον Λείψανον εις τον αιγιαλόν δια να ασπασθούν τούτο άπαντες, όπερ και εγένετο. Μετέβαινον τότε άπαντες και ησπάζοντο το Λείψανον του Αγίου Βαρβάρου, πληρούμενοι ευωδίας πνευματικής και πολλοί ασθενείς ιατρεύθησαν δια πρεσβειών αυτού. Όθεν και Ναόν περικαλλή μετά κωδωνοστασίου θαυμαστού έκτισαν εκεί μετά ταύτα προς τιμήν του Αγίου και εορτήν λαμπράν κατ’ έτος τελούσι τη ιε΄ (15η) του Μαϊου μηνός, ότε εκείθεν διήλθε το άγιον Λείψανον. Μετά δε δύο ημέρας, ο πλοίαρχος έλαβε το άγιον Λείψανον και ανεχώρησε, φθάσας αβλαβής εις τον τόπον του. Εκεί δε, επειδή εξηπλώθη η χαρμόσυνος αύτη είδησις, δια προσταγής του τότε Πάπα Ρώμης μετεφέρθη το άγιον Λείψανον εις αυτήν την μεγαλόπολιν Ρώμην και εναπετέθη εις Μοναστήριον, μεγάλως ευλαβούμενον, καθώς γράφει ο ανωτέρω λεχθείς Ματθαίος, όστις εβεβαιώθη περί τούτου υπό πολλών ανθρώπων. Εις δε το χωρίον Τρύφων έμεινε μόνον η άλυσος αυτού, ως σημείον. Αλλ’ αν και ήγειραν εκείθεν το άγιον Λείψανον, όμως η βοήθειά του φθάνει εις πάντα τόπον, μάλιστα εις εκείνους οίτινες επικαλούνται τον Άγιον μετά πίστεως. Αλλά και δια της αλύσεως αυτού εγένοντο πολλά θαύματα, πολλοί δε ασθενείς, προστρέχοντες προς αυτήν, ελάμβανον την ίασιν. Κατά δε τους χιλίους εξακοσίους ογδοήκοντα οκτώ χρόνους, ηχμαλώτισαν οι Τούρκοι τα Ξηρόμερα και το χωρίον Κατούνα και Αλευρά, ακόμη δε και το χωρίον Τρύφων και κατά την δεινήν εκείνην αιχμαλωσίαν εχάθη και η άλυσος από τον τόπον της. Ταύτην λοιπόν την αιχμαλωσίαν προγνωρίζων ο Άγιος, συνεχώρησε να μετατοπισθή το άγιον αυτού και σεβάσμιον Λείψανον, καθώς προείπομεν. Ταύτα δε πάντα εγράφησαν παρά του Πνευματικού Πατρός του Αγίου Βαρβάρου και Ηγουμένου της Μονής του Αγίου Γεωργίου εν τη Καρνανία. Ταις του Αγίου Βαρβάρου πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Διότι ο Όσιος ούτος αιχμαλωτισθείς κατά τινα μάχην από τους Μπαρμπαρέσσους έμεινεν υπόδουλος εις αυτούς επί είκοσι τέσσαρας ολοκλήρους χρόνους, μετά δε ταύτα ελευθερωθείς, Χάριτι Χριστού, απ’ αυτών έζησε ζωήν άκρως ασκητικήν και αναχωρητικήν έως τέλους του βίου του, εις περιοχήν κειμένην πλησίον της Βονίτσης, καθώς θέλετε ακούσει προχωρούντος του λόγου. Φαίνεται όμως ότι ούτος είχε γονείς καλούς Χριστιανούς και ότι ο ίδιος και προ της αιχμαλωσίας του ήτο πολύ στερεός εις την εις Χριστόν Ορθόδοξον Πίστιν. Το τοιούτον συμπεραίνομεν εκ του ότι αν και ηχμαλωτίσθη από τους Μπαρμπαρέσσους ο Άγιος, και αν και έμεινεν εις την αιχμαλωσίαν τους είκοσι τέσσαρας χρόνους, όμως ουδόλως μετετράπη από την Πίστιν του Χριστού, αλλ’ υπέμεινε τας τιμωρίας και τας βασάνους ως στερρός αδάμας και όσον περισσότερον εβασανίζετο, τόσω μάλλον έλαμπε και εφαίνετο καθαρώτερος εις την ευσέβειαν, καθώς ο χρυσός εις το πυρ. Βεβαίως μεγάλη ήτο, αγαπητοί Χριστιανοί, η υπομονή αυτού, μεγάλη η ανδρεία της ψυχής του και μεγάλη, τέλος πάντων, η αγάπη του προς τον Χριστόν. Διότι αναλογισθήτε πόσους κινδύνους, κατά την μακροχρόνιον αιχμαλωσίαν του, υπέστη ο Άγιος, πόσας πληγάς έλαβεν και πόσας απειλάς εδέχθη εκ μέρους των τυράννων δια τον Χριστόν, πάντα όμως ταύτα υπέμεινε γενναίως. Και πείναν και δίψαν και πόνους ακαταπαύστους και δεσμά και αγρυπνίας και άλλα μύρια πάθη. Παρ’ όλα δε ταύτα δεν έπεσεν εις απελπισίαν, διότι είχε την ελπίδα εις βοηθόν τινα, όστις θα ελύτρωνεν αυτόν μίαν ημέραν. Ποίος δε, Χριστιανοί μου, ήτο ούτος ο βοηθός του; Ο πατήρ του ή ο αδελφός ή άλλος τις συγγενής; Αλλά, κατά το διάστημα τόσων χρόνων, ούτε ο Άγιος εγνώριζεν αν ζη κανείς εκ των συγγενών του, ούτε οι συγγενείς του Αγίου εγνώριζον που ευρίσκεται ο Άγιος ή αν ζη. Να ήτο τάχα κανείς εκ των φίλων του; Αλλ’ η φιλία των ανθρώπων μεταξύ των παρόντων είναι θερμή, όταν όμως χωρισθούν, ευκόλως λησμονούν ο εις τον άλλον και μάλιστα όταν δεν γνωρίζη κανείς που ευρίσκεται ο φίλος του. Δια να ομιλήσω δε κατ’ ακρίβειαν, οι περισσότεροι δεικνύουν την φιλίαν των δια να επιτύχουν κέρδος τι και ολίγοι ευρίσκονται πραγματικοί και αληθείς φίλοι, καθώς λέγει και τις ανήρ παλαιότερος· «Πολλοί τραπέζης, ουκ αληθείας φίλοι». Ποίος άρα ήτο εκείνος προς τον οποίον ήλπιζεν ο Άγιος αναμφιβόλως να λυτρώση αυτόν; Αληθώς ο βοηθός του δεν ήτο άλλος, ούτε άλλος εφάνη ως λυτρωτής αυτού, ει μη ο Σωτήρ των απάντων, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ο Χριστός, λέγω, ο ονομάζων αδελφούς όλους εκείνους, οίτινες πράττουν το θέλημα Αυτού: «Ος γαρ αν ποιήση το θέλημα του Θεού, ούτος αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί», ως λέγει ο Άγιος Ευαγγελιστής Μάρκος εν τω γ΄ (3ω) κεφαλαίω του κατ’ αυτόν Ιερού Ευαγγελίου (γ:35). Ο Χριστός λοιπόν έδωσεν εις τον Όσιον Βάρβαρον όλον το θάρρος να μη φοβηθή τους τυράννους, δια των λόγων του Ευαγγελίου, λέγοντος· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28). Εκείνος βεβαίως και ηλευθέρωσεν αυτόν. Αλλά δια να βεβαιωθείτε ότι από τον Χριστόν ηλευθερώθη, ακούσατε τον τρόπον της απελευθερώσεως του Οσίου. Κατά τους χιλίους πεντακοσίους τεσσαράκοντα χρόνους, μετά την υπό των Τούρκων αποτυχούσαν επίθεσιν κατά της Κερκύρας και των λοιπών νήσων, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν, ο δε τότε καπετάν πασάς, μετά των στρατευμάτων αυτού και πλήθους αιχμαλώτων, ανεχώρησε δια την Πρέβεζαν, προς αποπεράτωσιν της οικοδομής της πόλεως ταύτης, την οποίαν είχον προ τινος αρχίσει να οικοδομούν εις την άκραν του αιγιαλού πλησίον της αρχαίας Νικοπόλεως, και ήτις ευρίσκετο εισέτι ημιτελής. Διερχόμενοι δε από την Βόνιτσαν, εστάθμευσαν εις τόπον λεγόμενον Νησί, δια να προμηθευθούν ύδωρ και ξύλα. Δια την υπηρεσίαν λοιπόν ταύτην εξήγαγον τους αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων ευρίσκετο και ο σήμερον παρ’ ημών ευφημούμενος Όσιος Βάρβαρος, όστις, όπως και οι άλλοι αιχμάλωτοι, είχε πέριξ του λαιμού του άλυσον, μήκους τριών πήχεων, εις δε τον δεξιόν του πόδα δεδεμένον μέγα βάρος. Ευθύς όμως ως ο μακάριος ούτος Άγιος Βάρβαρος κατήλθεν εκ του πλοίου εις το Νησί κατώρθωσε να εισέλθη εντός λάκκου και εκεί εκρύφθη. Έπειτα βαδίζων κατά την νύκτα έφθασεν εις σπήλαιον κείμενον πλησίον χωρίου τινός καλουμένου Τρύφων. Εις το σπήλαιον δε αυτό έμεινε σκοπεύων να διέλθη ασκητικήν πολιτείαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Όσιος Βάρβαρος έγινεν άφαντος από τους εχθρούς. Τούτο δε δια της θείας δυνάμεως και βοηθείας επέτυχε. Διότι ποίος δεν ομολογεί, ότι αν δεν είχε τον Χριστόν συνεργόν και βοηθόν της ελευθερίας, δεν θα ηδύνατο να φύγη δεδεμένος; Τις θα ηδύνατο να κρυβή από τοσούτον πλήθος, χωρίς την σκέπην του Θεού; Εκείνοι οίτινες κατηρήμωσαν τόσας και τόσας χώρας και πολλούς ελευθέρους ανθρώπους ηχμαλώτισαν, δεν θα ηδύναντο να κρατήσουν ένα και μόνον άνθρωπον, μάλιστα δούλον και δέσμιον; Όθεν εκαυχώντο ως νικηταί πόλεων και υφ’ ενός μόνον ανθρώπου ενικήθησαν. Και ενικήθησαν μάλιστα οι τύραννοι υπό του τυραννουμένου, οι ελεύθεροι υπό του αιχμαλώτου, οι δυνατοί υπό του ασθενούς. Ω! πόσην δύναμιν ενέχει η εις Χριστόν ελπίς, ουδεμία δε άλλη ασφαλώς υπάρχει ισχυροτέρα βοήθεια. Φεύγει λοιπόν ο Άγιος και ουδείς δύναται να καταδιώξη αυτόν. Και ούτε εις αυθεντικόν οίκον μεταβαίνει δια να κρυβή, ούτε εις περιτειχισμένην πόλιν σπεύδει να εισέλθη, αλλά παραμένει εις την έρημον εντός ενός ταπεινού σπηλαίου. Δια να αποφύγη δε την δόξαν των ανθρώπων δεν αποκαλύπτεται εις ουδένα, αλλά πεινά και τρέφεται εκ των χόρτων της γης. Διψά και αναζητεί ύδωρ εις την έρημον δια να σβέση την φλόγα της σαρκός και όχι οίνον, όστις χαροποιεί την φλόγα της καρδίας του ανθρώπου και έτι μάλλον αυξάνει την φλόγα της δίψης, υπακούων μάλλον εις τον Χριστόν λέγοντα· «Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω Πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ:6). Εισήρχετο εις το σπήλαιον και προσηύχετο κατ’ ιδίαν, αλλ’ ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αντιδοξάζων τους Αυτόν δοξάζοντας, εφανέρωσε τούτον τον Άγιον εις τον κόσμον δια να έχωμεν και ημείς, κατά τούτους τους δυστυχεστάτους καιρούς, μεγάλην παρηγορίαν και να πιστεύσωμεν, ότι η εις Χριστόν ελπίς λυτρώνει τον άνθρωπον από παντός κινδύνου. Μετ’ ολίγας λοιπόν ημέρας είδε τον Άγιον Βάρβαρον κυνηγός τις και μετέφερε την είδησιν εις την χώραν. Ευθύς τότε τρέχουσι δύο ευλαβείς Ιερείς προς τον Άγιον. Ο μεν Ιωάννης, κατά το όνομα, ο δε Δημήτριος και οι γέροντες της χώρας. Τι θαύμα λοιπόν είδεν, ειπέ μοι, ο κυνηγός και κηρύττει τούτο; Άνθρωπον δέσμιον βλέπει και θαυμάζει; Άνθρωπον γυμνόν και καλεί εις θεωρίαν; Αλλ’ ω και της μεγάλης ευλαβείας των Ιερέων! Ακούσαντες ούτοι τον κυνηγόν, δεν είπον, κάποιος αιχμάλωτος είναι, κάποιος επαίτης, ποία η ανάγκη να υπάγωμεν δια να τον ίδωμεν; Αν έχη ανάγκην, ας έλθη να τον ελεήσωμεν, καθώς πολλοί εξ ημών λέγουσι, μάλιστα δε εκείνοι οίτινες κλείουν και την θύραν εις τους ενδεείς και δυστυχισμένους. Ούτε είπον, αυτός έχει την ανάγκην ημών και όχι ημείς την ιδικήν του, ύπαγε, κυνηγέ, εις το έργον σου και ταύτα τα οποία λέγεις δεν είναι άξια ακροάσεως. Αλλά τι έπραξαν; Δεν ηργοπόρησαν και τρέχουσιν, ίνα συναντήσωσι τον Άγιον. Ευρόντες δε αυτόν μανθάνουσι παρ’ αυτού τα πάντα. Παρακαλούν λοιπόν να υπάγη μετ’ αυτών εις την χώραν να αναπαυθή. Όμως ούτος αρνείται. Παρακινούν τον Άγιον να λύση την άλυσον από τον λαιμόν του, ούτος όμως δεν πείθεται, αλλ’ αποκρίνεται μετά βαθυτάτης ταπεινώσεως· «Η άλυσος είναι ο ολόχρυσος στολισμός μου. Δια ταύτης έδεσα την σάρκα και υπέταξα αυτήν εις το πνεύμα. Το σπήλαιον είναι το ωραιόκτιστον παλάτιόν μου. Δεν είμαι μόνος εις την έρημον. Συνομιλώ δια της προσευχής με τον λυτρωτήν μου Χριστόν. Αφήσατέ με λοιπόν να τελειώσω εδώ τον αγώνα μου». Ταύτα ακούσαντες οι Ιερείς δεν εβίασαν αυτόν περισσότερον, αλλά τον άφησαν εις το θέλημά του. Μετά δε την επιστροφήν των εις την πόλιν, έστελλον κάθε Σάββατον άρτον. Έμεινεν ούτω ο Άγιος ασκητεύων εις την έρημον επί δέκα οκτώ χρόνους, ήρχετο δε εις το χωρίον μόνον το Μέγα Σάββατον κρυφίως και εισήρχετο εντός του αγίου Βήματος. Μετά δε τον Εσπερινόν της λαμπροφόρου Αναστάσεως, το εσπέρας έφευγε πάλιν και μετέβαινεν εις το σπήλαιον όπου ησκήτευε. Την δε άλυσον εκράτησε δεδεμένην εις το λαιμόν του καθ’ όλην του την ζωήν. Ουδείς δε εγνώριζεν αυτόν, εκτός των Ιερέων, των γερόντων και του Πνευματικού της Μονής της Πόρτας, Ματθαίου. Του τρισμάκαρος τούτου Οσίου Βαρβάρου ποίος δύναται να συλλογισθή τας σκληραγωγίας, τας οποίας υπέμεινε επί τόσους χρόνους εις την άσκησιν διατρίβων, χωρίς να θαυμάση; Ποίος να εννοήση τους πειρασμούς τους οποίους υπέστη και να μη φρίξη; Όμως ούτε αι κακοπάθειαι ούτε οι νοητοί και αισθητοί πειρασμοί εχώρισαν αυτόν από την αγάπην του Χριστού. Αλλ’ εις τόσους και τόσους πολέμους εφάνη νικητής και τροπαιούχος και μιμητής των παλαιών Αγίων. Εις το σπήλαιον δε αυτό αγωνισθείς έως τέλους της επιγείου ζωής του εξεδήμησε προς Κύριον την κγ΄ (23ην) του Ιουνίου μηνός. Κατά την ιδίαν δε εκείνην νύκτα, καθ’ ην ετελειώθη ο Άγιος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφανέρωσε την κοίμησιν του Οσίου εις τον πνευματικόν πατέρα κύριον Ματθαίον, ειπών προς αυτόν να συνάξη την αυγήν όλους τους Πατέρας του Μοναστηρίου του και να υπάγωσιν ίνα κηδεύσωσι τον Όσιον Βάρβαρον. Τούτο δε το γεγονός είδε καθ’ ύπνον και ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος κυρ Νεκτάριος. Έτι δε και ο Ηγούμενος του Προφήτου Ηλιού εις την Δραγανήν, κυρ Ευθύμιος. Συνηθροίσθησαν όθεν άπαντες ούτοι μεθ’ όλων των Μοναχών των Μοναστηρίων των, δια να υπάγουν εις τελευταίον ασπασμόν του Οσίου. Επειδή δε διεδόθη το γεγονός εις τα περίχωρα, έτρεξαν άπαντες οι Χριστιανοί μικροί και μεγάλοι και πας τις έβλεπε τον μεγάλον αγώνα μεταξύ των ανθρώπων, οίτινες έτρεχον ίνα ασπασθούν τον Όσιον, ως εις προϋπάντησιν βασιλέως. Παρεκίνουν οι Ιερομόναχοι τους Ιερομονάχους, οι ιδιώται τους ιδιώτας, οι κοσμικοί τους κοσμικούς, οι νέοι τους γέροντας και ουδείς σχεδόν, ο δυνάμενος, έμεινεν εις τον οίκον αυτού. Συναθροισθέντες λοιπόν άπαντες ανεσήκωσαν το άγιον εκείνο Λείψανον με πολλήν τιμήν, λαμπαδηφορούντες και ψάλλοντες και μετεκόμισαν τούτο εις το χωρίον Τρύφων. Όταν δε απέθεσαν τούτο εις την γην, ω του θαύματος! Ευρίσκετο εκεί γυνή τις τυφλή επί επτά χρόνους και ευθύς, ως ησπάσθη το άγιον Λείψανον, έλαβε το φως των οφθαλμών της και έβλεπεν ως και πρότερον. Τοιουτοτρόπως αντιδοξάζει ο Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν δια θεαρέστων έργων και όχι μόνον λυτρώνει τούτους από παντός κινδύνου, αλλά δίδει δύναμιν, ώστε οι λυτρούμενοι να λυτρώνωσι και άλλους. Όθεν ιδόντες το θαύμα τούτο οι άνθρωποι του χωρίου εκείνου εδόξασαν τον Θεόν, τον δωρήσαντα εις αυτούς τοιούτον θησαυρόν. Προστρέχοντες δε προς το σεπτόν Λείψανον και άλλοι πολλοί ασθενείς εθεραπεύοντο. Τέλος πάντων, ψάλλοντες το άγιον Λείψανον, ως έπρεπεν, ενεταφίασαν τούτο μετά δόξης και εξάγοντες την άλυσον από τον λαιμόν εκρέμασαν ταύτην εις τον τάφον εις απόδειξιν του Μαρτυρίου του Οσίου, εκαυχώντο δε δια τον Όσιον τούτον Βάρβαρον περισσότερον ή δι’ άλλο τι πολύτιμον πράγμα. Κατά δε τους χιλίους πεντακοσίους εξήκοντα δύο χρόνους από Χριστού, εξώρμησαν οι ιταλικοί στόλοι δια να πολεμήσουν την τουρκικήν αρμάδα και νικήσαντες ταύτην, τη του Θεού βοηθεία, επροξένησαν μεγάλην φθοράν εις αυτούς. Κατά την επιστροφήν ήλθον δεκατέσσαρα πλοία και ηχμαλώτισαν όσους Τούρκους εύρον εις την Βόνιτσαν. Εις τα πλοία εκείνα ήτο πλοίαρχος τις, Σκλαβούνος ονόματι, άνθρωπος σπουδαίος, ασθενών βαρέως. Ο οποίος, ων κατάκοιτος, είδεν εις τον ύπνον του ότι, αν δεν προστρέξη εις τους πόδας του Αγίου, όστις ευρίσκεται εις το χωρίον Τρύφων, δεν θέλει λάβει την ίασιν. Την πρωϊαν λοιπόν εξεκίνησε με πέντε πλοία και ηγκυροβόλησε κάτωθεν του χωρίου Τρύφων. Παραλαβών δε πολλούς εκ των ανθρώπων του, προσέτρεξεν εις τον Άγιον και ευθύς ιάθη. Τότε δεν συνεχώρει εις εαυτόν να χωρισθή από τον θεραπευτήν του, αλλ’ επρόσταξε και ανήγειραν το άγιον Λείψανον από του τάφου και μετεκόμισαν αυτό εις το πλοίον. Διότι, τις θα ηδύνατο, βλέπων τοιούτον θησαυρόν και προστάτην απροσμάχητον να εγκαταλείψη αυτόν εις τον έρημον εκείνον τόπον; Έλαβε λοιπόν ο πλοίαρχος την υγεία του αλλά και αυτόν τούτον τον θεραπευτήν του Άγιον προς μεγάλην αυτού χαράν. Αλλοίμονον όμως εις την δυστυχίαν του χωρίου Τρύφων. Διότι εστερήθησαν οι κάτοικοι αυτού τον βοηθόν των και έχασαν την δύναμίν των. Αλλά διατί εγκατέλειψεν ο Άγιος τον τόπον εκείνον, τον οποίον εξέλεξε δια την άσκησίν του; Νομίζω, αδελφοί, ότι δεν ανεχώρησεν ο Άγιος εξ εκείνου του τόπου δι’ άλλην αφορμήν, ει μη μόνον διότι προέβλεπεν, ότι έμελλον να αιχμαλωτισθούν πάλιν εκείνα τα μέρη, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, καθώς θέλετε ακούσει προχωρούντος του λόγου. Δια να μη πέση λοιπόν το άγιον αυτού Λείψανον πάλιν εις χείρας ασεβών, έστερξε να υπάγη εις άλλον τόπον ελεύθερον. Και αν και ηδύνατο ο Θεός να ελευθερώση τον τόπον εκείνον δια πρεσβειών του Αγίου και το άγιον Λείψανον να διαφυλάξη αβλαβές, όμως, βλέπομεν, ότι πολλάκις εξ αιτίας των αμαρτιών μας συγχωρεί ο Θεός να πίπτουν και τα άγια εις αναξίων χείρας. Δια τας αμαρτίας των Εβραίων παρεδόθη πολλάκις η Κιβωτός εις χείρας αλλοφύλων. Δια τας αμαρτίας των Χριστιανών πολλοί Ναοί κατηδαφίσθησαν και πολλαί άγιαι Εικόνες κατεφρονήθησαν. Έχομεν νέον παράδειγμα την πρόσφατον δεινήν αιχμαλωσίαν της δυστυχεστάτης Πελοποννήσου. Άρα δια να μη πέση και το άγιον τούτο Λείψανον εις χείρας τυράννων και ασεβών, δια τούτο ηγέρθη εκείθεν και παραλαβών τούτο ο πλοίαρχος εξεκίνησε μετά χαράς μεγάλης, ίνα μεταβή εις τον τόπον του, την Ιταλίαν. Ενώ δε διήρχετο εκ της νήσου Κερκύρας, ηγκυροβόλησεν εις τινα λιμένα ταύτης, λεγόμενον Ποταμός. Και τούτο δια να κηρυχθή περισσότερον ο Άγιος, διότι ακούσατε και έτερον θαύμα του Αγίου. Εις εκείνον τον τόπον έζη γέρων τις έχων υιόν παράλυτον επί τρεις χρόνους. Ευθύς λοιπόν, ως ηγκυροβόλησαν τα πλοία, βλέπει εις τον ύπνον του ότι, αν ήθελεν ανέλθει επί του πλοίου του τάδε πλοιάρχου και προστρέξει εις τον Άγιον, θα ιατρεύετο ο υιός του. Όθεν την πρωϊαν έσπευσεν ως απεκαλύφθη εις αυτόν, ιδών δε αυτόν ο πλοίαρχος τον εδέχθη μετά χαράς και διηγήθη εις τούτον τα πάντα, παρεκίνησε δε να φέρη τον υιόν του, όστις και θέλει λάβει την ίασιν. Ταύτα ακούσας ο γέρων έδραμε και ανασηκώσας τον υιόν αυτού μετά της κλίνης, έφερεν αυτόν εις τον Άγιον. Τότε, ω του θαύματος! εν τω άμα τα κρατημένα μέλη ελύθησαν και εστερεώθησαν, ο δε βασταζόμενος πρώην υπό τεσσάρων περιεπάτει, δοξάζων τον Θεόν και κηρύττων τον Άγιον. Οι δε Χριστιανοί του τόπου εκείνου βλέποντες τοιούτον θαύμα, παρεκάλεσαν τον πλοίαρχον να μεταφέρη το άγιον Λείψανον εις τον αιγιαλόν δια να ασπασθούν τούτο άπαντες, όπερ και εγένετο. Μετέβαινον τότε άπαντες και ησπάζοντο το Λείψανον του Αγίου Βαρβάρου, πληρούμενοι ευωδίας πνευματικής και πολλοί ασθενείς ιατρεύθησαν δια πρεσβειών αυτού. Όθεν και Ναόν περικαλλή μετά κωδωνοστασίου θαυμαστού έκτισαν εκεί μετά ταύτα προς τιμήν του Αγίου και εορτήν λαμπράν κατ’ έτος τελούσι τη ιε΄ (15η) του Μαϊου μηνός, ότε εκείθεν διήλθε το άγιον Λείψανον. Μετά δε δύο ημέρας, ο πλοίαρχος έλαβε το άγιον Λείψανον και ανεχώρησε, φθάσας αβλαβής εις τον τόπον του. Εκεί δε, επειδή εξηπλώθη η χαρμόσυνος αύτη είδησις, δια προσταγής του τότε Πάπα Ρώμης μετεφέρθη το άγιον Λείψανον εις αυτήν την μεγαλόπολιν Ρώμην και εναπετέθη εις Μοναστήριον, μεγάλως ευλαβούμενον, καθώς γράφει ο ανωτέρω λεχθείς Ματθαίος, όστις εβεβαιώθη περί τούτου υπό πολλών ανθρώπων. Εις δε το χωρίον Τρύφων έμεινε μόνον η άλυσος αυτού, ως σημείον. Αλλ’ αν και ήγειραν εκείθεν το άγιον Λείψανον, όμως η βοήθειά του φθάνει εις πάντα τόπον, μάλιστα εις εκείνους οίτινες επικαλούνται τον Άγιον μετά πίστεως. Αλλά και δια της αλύσεως αυτού εγένοντο πολλά θαύματα, πολλοί δε ασθενείς, προστρέχοντες προς αυτήν, ελάμβανον την ίασιν. Κατά δε τους χιλίους εξακοσίους ογδοήκοντα οκτώ χρόνους, ηχμαλώτισαν οι Τούρκοι τα Ξηρόμερα και το χωρίον Κατούνα και Αλευρά, ακόμη δε και το χωρίον Τρύφων και κατά την δεινήν εκείνην αιχμαλωσίαν εχάθη και η άλυσος από τον τόπον της. Ταύτην λοιπόν την αιχμαλωσίαν προγνωρίζων ο Άγιος, συνεχώρησε να μετατοπισθή το άγιον αυτού και σεβάσμιον Λείψανον, καθώς προείπομεν. Ταύτα δε πάντα εγράφησαν παρά του Πνευματικού Πατρός του Αγίου Βαρβάρου και Ηγουμένου της Μονής του Αγίου Γεωργίου εν τη Καρνανία. Ταις του Αγίου Βαρβάρου πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου