Δημήτριος
ο νεοφανής Μάρτυς του Χριστού ήτο από την Πελοπόννησον, ευσεβών γονέων υιός
υπάρχων· ων δε μικρόν παιδίον, έως ένδεκα ετών, δια την νηπιοφροσύνην του
ηπατήθη υπό των Αγαρηνών και ηρνήθη, φεύ! τον Χριστόν, γενόμενος Τούρκος.
Αυξάνων δε εις την ηλικίαν προσεκολλήθη εις διαφόρους πασάδες, και μετά
παρέλευσιν χρόνων προεβιβάσθη εις διάφορα οφφίκια, κατά την τάξιν αυτών, εις
τρόπον ώστε έγινε και έπαρχος, απέκτησε δούλους πολλούς, πλούτον, υπάρχοντα και
άλλα τοιαύτα αγαθά.
Αλλά τι ηκολούθησεν εντεύθεν; Ελθών εις εαυτόν ο καλός Δημήτριος και ταύτα πάντα ως σκύβαλα λογισάμενος, ήρχισε να ενθυμήται την προγονικήν ευσέβειαν και Πίστιν όπου είχε, και πως κατήντησεν εις την απατηλήν θρησκείαν των Αγαρηνών, εις την οποίαν ευρίσκετο. Αναστενάξας δε από βάθους καρδίας μετά δακρύων είπεν εις τον εαυτόν του· «Ω της αγνωσίας μου του ταλαιπώρου! Ω της δυστυχίας σου, άθλιε Δημήτριε! Αχ! και πόσους χρόνους ευρίσκομαι εις τούτο το σκότος; Πως ηπατήθην και ηρνήθην τον Κύριόν μου; Αλλ’ όμως ας επιστρέψω πάλιν εις την αγίαν Πίστιν του Χριστού μου, όπου είναι αληθινή και ας αρνηθώ την ανόσιον και βδελυράν θρησκείαν των Αγαρηνών». Ταύτην λοιπόν την απόφασιν ποιήσας εις τον εαυτόν του, ενισχύθη με την Χάριν και την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, ελθών δε εις Τρίπολιν, επώλησεν όλα τα περί αυτόν ευρισκόμενα. Έπειτα επήγεν εις τους συγγενείς του, εξωμολογήθη εις Πνευματικόν Πατέρα την αμαρτίαν του, μετενόησεν ικανώς δια το μέγα κακόν όπου έπαθε, και κλαύσας πικρώς έκαμε την πρέπουσαν διόρθωσιν, κατά την ιεράν τάξιν της Εκκλησίας μας, πολιτευόμενος έκτοτε ως ευλαβής και θεοφοβούμενος Χριστιανός ολοκλήρους χρόνους δέκα. Μετά ταύτα πηγαίνων εις τον Μυστράν χάριν πραγματείας, εγνωρίσθη υπό τινων γνωρίμων του Αγαρηνών, οι οποίοι συνέλαβον αυτόν, τον έφερον εις την Τρίπολιν και τον παρουσίασαν εις τον τότε ηγεμόνα, φωνάζοντες και μαρτυρούντες κατ’ αυτού, ότι ηρνήθη τον Χριστόν και εδέχθη την ιδικήν των θρησκείαν, τώρα δε πάλιν επέστρεψε και έγινε Χριστιανός. Ο ηγεμών ηρώτησεν αυτόν διατί ήλλαξε την προτέραν του γνώμην, αρνηθείς την θρησκείαν των και εγένετο πάλιν Χριστιανός. Ο δε Μάρτυς του Χριστού με φωνήν λαμπράν απεκρίθη· «Εγώ ήμην Χριστιανός, αλλά από την νηπιοφροσύνην μου ηπατήθην από σας, ηρνήθην την Πίστιν μου, και έγινα Τούρκος. Ύστερα ηννόησα ότι η πρώτη μου Πίστις ήτο φως και το έχασα, και η ιδική σας είναι σκότος καθώς την εγνώρισα· όθεν ομολογώ τώρα έμπροσθέν σας, ότι έσφαλα πολύ όπου άφησα το φως και εδέχθην το σκότος. Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω· πιστεύω Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον· δια την Πίστιν μου έτοιμος είμαι να πάθω κάθε βάσανον, και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην του Ιησού Χριστού του Σωτήρος μου». Ταύτα και άλλα τοιαύτα ωμολόγει ο μακάριος με γενναίον φρόνημα και με μεγάλην παρρησίαν. Εις δε εκ των εκεί ευρεθέντων αγάδων ηρώτησεν αυτόν λέγων· «Που είναι τα γένεια σου, έπαρχε»; Λέγων εις αυτόν και το τουρκικόν όνομα. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ δεν είμαι έπαρχος, Δημήτριος δε είναι το κύριον και αληθινόν μου όνομα, είμαι δε βαπτισμένος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος· δια δε τα γένεια όπου με ερωτάτε, τόσους χρόνους τα εδούλευσα, και καμμίαν προκοπήν δεν είδα, ουδέ παραμικράν ωφέλειαν εγνώρισα από αυτά, δια τούτο τα έκοψα ως άχρηστα, και τα έδωκα οπίσω εις τον αυθέντην όπου εκολάκευα ματαίως τόσους χρόνους». Τότε ο ηγεμών είπε προς αυτόν· «Εάν επιστρέψης πάλιν εις την ιδικήν μας θρησκείαν, έχομεν να σε αξιώσωμεν μεγάλης τιμής, και να σου δώσωμεν μεγάλα αξιώματα και χαρίσματα», νομίζων ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δελεάσματα έχει να αγκιστρεύση και να ελκύση τον ευλογημένον Δημήτριον εις απώλειαν· αλλ’ ο γενναίος εκείνος και ουρανόφρων, αποστρεφόμενος αυτά ως σκύβαλα, είπεν εις αυτούς· «Εγώ σας είπον, ότι είμαι Χριστιανός, και πιστεύω τον Ιησούν Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, αυτά δε όπου μου υπόσχεσθε ας είναι δια σας, εγώ δεν τα χρειάζομαι». Τότε έβαλον αυτόν εις την φυλακήν, συνάξαντες δε ιμάμηδες και χοτζάδες τους έστειλαν εκεί, δια να τον διδάξουν τα ανόσια θρησκεύματα της πίστεώς των, και να προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον διαστρέψουν και να τον φέρουν εις την γνώμην των. Αλλ’ εκείνος ο μακάριος δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις τα ψυχώλεθρα αυτών λόγια, και ήρχισε να εκφαυλίζη τον προφήτην των, τους νόμους των και την μυσαράν θρησκείαν των, ουτω δε επέστρεψαν κατησχυμμένοι και άπρακτοι. Όθεν ο ηγεμών, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του, έδωκεν ορισμόν να αποκεφαλισθή ως υβριστής του Μωαμεθανισμού. Φέρεται λοιπόν από τους υπηρέτας του εξουσιαστού ο γενναίος του Χριστού Αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης, δεδεμένος τας χείρας κατά το σύνηθες των καταδίκων. Ότε δε ο δήμιος ήθελε να αποτάμη την μαρτυρικήν αυτού κεφαλήν, λέγει προς τον Μάρτυρα· «Δυστυχισμένε άνθρωπε, ειπέ την προτέραν ομολογίαν σου τώρα καν εις την εσχάτην σου ώραν, και ο Θεός είναι εύσπλαγχνος, και κάμνει έλεος εις την ψυχήν σου». Ο δε Μάρτυς ακούσας ταύτα εγέλασεν εις την απάτην της θρησκείας των, και εμπτύσας αυτόν ήρξατο να αναθεματίζη την ομολογίαν των και τους πιστεύοντας εις αυτήν, ομολογών πάλιν την Αγίαν Τριάδα, ότι είναι Θεός αληθινός, και ότι εις αυτόν έχει την ελπίδα πάσαν της σωτηρίας του. Είπε δε και προς τους παρεστώτας Χριστιανούς· «Εις από εσάς είμαι και εγώ· Δημήτριος είναι το όνομά μου και παρακαλείτε τον Κύριον δι’ εμέ». Τέλος προσευχηθείς μικρόν απεκεφαλίσθη τη κη΄ (28) του Μαϊου μηνός τη Κυριακή της Πεντηκοστής εν έτει από Χριστού 1794, ούτω δε έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου παρά του αθλοθέτου Χριστού του Θεού ημών. Την επομένην έλαβον οι Χριστιανοί το ιερόν του Αγίου Λείψανον με άδειαν της εξουσίας και το εκήδευσαν εντίμως και ευλαβώς εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου. Η δε χειρ αυτού η δεξιά έμεινεν άκαμπτος παντελώς και αλύγιστος, έχουσα τους τρεις δακτύλους αυτής εις τύπον σταυρού, με το να ήτο δε εκτεταμένη έξω του τάφου προσεπάθησαν οι ενταφιασταί να την λυγίσουν με κάθε τρόπον, και μη δυνηθέντες, απεφάσισαν να την τσακίσουν με την αξίνην, και, ω του θαύματος! παρευθύς η χειρ εκείνη η τόσον άκαμπτος και ακίνητος ελύγισε και αυτομάτως έπεσεν επάνω εις το άγιον σώμα του καλλινίκου Μάρτυρος· ου ταις πρεσβείας αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Αλλά τι ηκολούθησεν εντεύθεν; Ελθών εις εαυτόν ο καλός Δημήτριος και ταύτα πάντα ως σκύβαλα λογισάμενος, ήρχισε να ενθυμήται την προγονικήν ευσέβειαν και Πίστιν όπου είχε, και πως κατήντησεν εις την απατηλήν θρησκείαν των Αγαρηνών, εις την οποίαν ευρίσκετο. Αναστενάξας δε από βάθους καρδίας μετά δακρύων είπεν εις τον εαυτόν του· «Ω της αγνωσίας μου του ταλαιπώρου! Ω της δυστυχίας σου, άθλιε Δημήτριε! Αχ! και πόσους χρόνους ευρίσκομαι εις τούτο το σκότος; Πως ηπατήθην και ηρνήθην τον Κύριόν μου; Αλλ’ όμως ας επιστρέψω πάλιν εις την αγίαν Πίστιν του Χριστού μου, όπου είναι αληθινή και ας αρνηθώ την ανόσιον και βδελυράν θρησκείαν των Αγαρηνών». Ταύτην λοιπόν την απόφασιν ποιήσας εις τον εαυτόν του, ενισχύθη με την Χάριν και την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, ελθών δε εις Τρίπολιν, επώλησεν όλα τα περί αυτόν ευρισκόμενα. Έπειτα επήγεν εις τους συγγενείς του, εξωμολογήθη εις Πνευματικόν Πατέρα την αμαρτίαν του, μετενόησεν ικανώς δια το μέγα κακόν όπου έπαθε, και κλαύσας πικρώς έκαμε την πρέπουσαν διόρθωσιν, κατά την ιεράν τάξιν της Εκκλησίας μας, πολιτευόμενος έκτοτε ως ευλαβής και θεοφοβούμενος Χριστιανός ολοκλήρους χρόνους δέκα. Μετά ταύτα πηγαίνων εις τον Μυστράν χάριν πραγματείας, εγνωρίσθη υπό τινων γνωρίμων του Αγαρηνών, οι οποίοι συνέλαβον αυτόν, τον έφερον εις την Τρίπολιν και τον παρουσίασαν εις τον τότε ηγεμόνα, φωνάζοντες και μαρτυρούντες κατ’ αυτού, ότι ηρνήθη τον Χριστόν και εδέχθη την ιδικήν των θρησκείαν, τώρα δε πάλιν επέστρεψε και έγινε Χριστιανός. Ο ηγεμών ηρώτησεν αυτόν διατί ήλλαξε την προτέραν του γνώμην, αρνηθείς την θρησκείαν των και εγένετο πάλιν Χριστιανός. Ο δε Μάρτυς του Χριστού με φωνήν λαμπράν απεκρίθη· «Εγώ ήμην Χριστιανός, αλλά από την νηπιοφροσύνην μου ηπατήθην από σας, ηρνήθην την Πίστιν μου, και έγινα Τούρκος. Ύστερα ηννόησα ότι η πρώτη μου Πίστις ήτο φως και το έχασα, και η ιδική σας είναι σκότος καθώς την εγνώρισα· όθεν ομολογώ τώρα έμπροσθέν σας, ότι έσφαλα πολύ όπου άφησα το φως και εδέχθην το σκότος. Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω· πιστεύω Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον· δια την Πίστιν μου έτοιμος είμαι να πάθω κάθε βάσανον, και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην του Ιησού Χριστού του Σωτήρος μου». Ταύτα και άλλα τοιαύτα ωμολόγει ο μακάριος με γενναίον φρόνημα και με μεγάλην παρρησίαν. Εις δε εκ των εκεί ευρεθέντων αγάδων ηρώτησεν αυτόν λέγων· «Που είναι τα γένεια σου, έπαρχε»; Λέγων εις αυτόν και το τουρκικόν όνομα. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ δεν είμαι έπαρχος, Δημήτριος δε είναι το κύριον και αληθινόν μου όνομα, είμαι δε βαπτισμένος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος· δια δε τα γένεια όπου με ερωτάτε, τόσους χρόνους τα εδούλευσα, και καμμίαν προκοπήν δεν είδα, ουδέ παραμικράν ωφέλειαν εγνώρισα από αυτά, δια τούτο τα έκοψα ως άχρηστα, και τα έδωκα οπίσω εις τον αυθέντην όπου εκολάκευα ματαίως τόσους χρόνους». Τότε ο ηγεμών είπε προς αυτόν· «Εάν επιστρέψης πάλιν εις την ιδικήν μας θρησκείαν, έχομεν να σε αξιώσωμεν μεγάλης τιμής, και να σου δώσωμεν μεγάλα αξιώματα και χαρίσματα», νομίζων ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δελεάσματα έχει να αγκιστρεύση και να ελκύση τον ευλογημένον Δημήτριον εις απώλειαν· αλλ’ ο γενναίος εκείνος και ουρανόφρων, αποστρεφόμενος αυτά ως σκύβαλα, είπεν εις αυτούς· «Εγώ σας είπον, ότι είμαι Χριστιανός, και πιστεύω τον Ιησούν Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, αυτά δε όπου μου υπόσχεσθε ας είναι δια σας, εγώ δεν τα χρειάζομαι». Τότε έβαλον αυτόν εις την φυλακήν, συνάξαντες δε ιμάμηδες και χοτζάδες τους έστειλαν εκεί, δια να τον διδάξουν τα ανόσια θρησκεύματα της πίστεώς των, και να προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον διαστρέψουν και να τον φέρουν εις την γνώμην των. Αλλ’ εκείνος ο μακάριος δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις τα ψυχώλεθρα αυτών λόγια, και ήρχισε να εκφαυλίζη τον προφήτην των, τους νόμους των και την μυσαράν θρησκείαν των, ουτω δε επέστρεψαν κατησχυμμένοι και άπρακτοι. Όθεν ο ηγεμών, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του, έδωκεν ορισμόν να αποκεφαλισθή ως υβριστής του Μωαμεθανισμού. Φέρεται λοιπόν από τους υπηρέτας του εξουσιαστού ο γενναίος του Χριστού Αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης, δεδεμένος τας χείρας κατά το σύνηθες των καταδίκων. Ότε δε ο δήμιος ήθελε να αποτάμη την μαρτυρικήν αυτού κεφαλήν, λέγει προς τον Μάρτυρα· «Δυστυχισμένε άνθρωπε, ειπέ την προτέραν ομολογίαν σου τώρα καν εις την εσχάτην σου ώραν, και ο Θεός είναι εύσπλαγχνος, και κάμνει έλεος εις την ψυχήν σου». Ο δε Μάρτυς ακούσας ταύτα εγέλασεν εις την απάτην της θρησκείας των, και εμπτύσας αυτόν ήρξατο να αναθεματίζη την ομολογίαν των και τους πιστεύοντας εις αυτήν, ομολογών πάλιν την Αγίαν Τριάδα, ότι είναι Θεός αληθινός, και ότι εις αυτόν έχει την ελπίδα πάσαν της σωτηρίας του. Είπε δε και προς τους παρεστώτας Χριστιανούς· «Εις από εσάς είμαι και εγώ· Δημήτριος είναι το όνομά μου και παρακαλείτε τον Κύριον δι’ εμέ». Τέλος προσευχηθείς μικρόν απεκεφαλίσθη τη κη΄ (28) του Μαϊου μηνός τη Κυριακή της Πεντηκοστής εν έτει από Χριστού 1794, ούτω δε έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου παρά του αθλοθέτου Χριστού του Θεού ημών. Την επομένην έλαβον οι Χριστιανοί το ιερόν του Αγίου Λείψανον με άδειαν της εξουσίας και το εκήδευσαν εντίμως και ευλαβώς εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου. Η δε χειρ αυτού η δεξιά έμεινεν άκαμπτος παντελώς και αλύγιστος, έχουσα τους τρεις δακτύλους αυτής εις τύπον σταυρού, με το να ήτο δε εκτεταμένη έξω του τάφου προσεπάθησαν οι ενταφιασταί να την λυγίσουν με κάθε τρόπον, και μη δυνηθέντες, απεφάσισαν να την τσακίσουν με την αξίνην, και, ω του θαύματος! παρευθύς η χειρ εκείνη η τόσον άκαμπτος και ακίνητος ελύγισε και αυτομάτως έπεσεν επάνω εις το άγιον σώμα του καλλινίκου Μάρτυρος· ου ταις πρεσβείας αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου