Ιωάννης
ο χαριτώνυμος και νέος Μάρτυς του Χριστού, ο κοινώς λεγόμενος Νάννος, εγεννήθη
εις την μεγαλούπολιν Θεσσαλονίκην· ο πατήρ του ωνομάζετο Ιωάννης, η δε μήτηρ
του Θωμαϊς. Κατήγοντο δε ο μεν πατήρ αυτού από το χωρίον Γυναικόκαστρον το τότε
ονομαζόμενον Αβρέτ – Ισσάρ, κείμενον εις την κοιλάδα του ποταμού Αξιού,
τριάκοντα πέντε (35) χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκην, η δε μήτηρ του από άλλο
χωρίον, Κολόβι ονομαζόμενον, κείμενον πλησίον του Πολυγύρου της Χαλκιδικής,
πλην ανετράφησαν και οι δύο εις την Θεσσαλονίκην και εκεί υπανδρεύθησαν και
ετεκνοποίησαν.
Επειδή δε το ευλογημένον τούτο παιδίον εγεννήθη την παραμονήν της εορτής των Γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, το ωνόμασαν οι γονείς του Ιωάννην. Μετά ταύτα ο πατήρ του, επειδή δεν εκέρδιζεν αρκετά από την τέχνην του εις την Θεσσαλονίκην, άφησεν εκεί την οικογένειάν του και εταξίδευσεν εις την Σμύρνην, όπου ήνοιξεν υποδηματοποιείον, εργαζόμενος δε την τέχνην του έστελλε τα απαραίτητα εις τον οίκον του. Άλλοτε πάλιν επήγαινεν ο ίδιος προς επίσκεψιν της οικογενείας του, και αφού έμενεν εκεί ολίγον διάστημα, επέστρεφε πάλιν εις την Σμύρνην. Όταν ο πρώτος του υιός Θεόδωρος εμεγάλωσε, τον επήρε μαζί του εις την Σμύρνην, και τον έμαθε την τέχνην του. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν και ο Ιωάννης, περί του οποίου είναι ενταύθα ο λόγος μας, τον επήρε και αυτόν, και τον έμαθε την ιδίαν τέχνην. Ο πρώτος αδελφός, ο Θεόδωρος, εγνώριζε γράμματα· επειδή δε ήτο ευσεβής και φιλόστοργος υιός, οσάκις εύρισκε καιρόν, ανεγίνωσκε Βίους Αγίων και άλλα ψυχωφελή βιβλία. Ο δε ευλογημένος Ιωάννης, αν και ήτο αγράμματος, είχεν όμως μεγάλην αγάπην εις την ακρόασιν των αναγινωσκομένων, και με πολλήν προσοχήν ήκουεν όσα ανεγίνωσκεν ο αδελφός του. Ιδιαιτέρως κατενύγετο ο Ιωάννης από την ακρόασιν των Βίων των Αγίων και συχνά εξεδήλωνε ζωηράν την επιθυμίαν να κάμνη όλας εκείνας τας καλάς πράξεις που ήκουεν από τα ιερά αναγνώσματα. Δι’ αυτού του τρόπου ο Ιωάννης καθημερινώς επρόκοπτεν εις την αγάπην και την άσκησιν της αρετής. Eφαίνετο λοιπόν απ’ αρχής νέος χαριτωμένος, στολισμένος με όλας εκείνας τας αρετάς, με τας οποίας χαρακτηρίζονται και γνωρίζονται οι άνθρωποι του Θεού, δια τούτο και παρά πάντων επηνείτο δια την ταπεινοφροσύνην του, ηγαπάτο δια την σωφροσύνην του και εθαυμάζετο δια το μνημονικόν του. Διότι έχων εκ φύσεως ισχυράν μνήμην, επλούτιζε την διάνοιαν και την ψυχήν του από τας θείας εννοίας, αι οποίαι περιείχοντο εις τας αναγνώσεις που ήκουε, και ήτο άμεμπτος και ανεπίληπτος κατά πάντα ο νεανίας, και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Και κατά μεν το ανάστημα ήτο μέτριος, κατά δε την όψιν ωραιότατος. Αλλά και η όλη σωματική του διάπλασις ήτο σύμμετρος και αρμονική, ώστε έχαιρε κανείς να τον βλέπη, και συνεπέραινεν, ότι ασφαλώς μέσα εις το ωραίον εκείνο σώμα θα κατώκει ενάρετος και ευσεβής ψυχή. Τοιούτος ήτο κατά τα σωματικά χαρίσματα ο Ιωάννης. Αλλά και από απόψεως ψυχικών αρετών ουδόλως υστέρει ο μακάριος Ιωάννης: Ήτο ταπεινός, σώφρων, εύτακτος, φιλακροάμων των θείων λοχίων και φιλόκαλος, και μολονότι εξ ανάγκης συνανεστρέφετο μέσα εις την αγορά με διαφόρους ανθρώπους, αυτός έμενεν αμίαντος. Η δε θεία αγάπη, ήτις εθέρμαινε την καρδίαν του, τον έκαμνε να μισή, ως εχθρούς του Θεού, όλους τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, μάλιστα δε το γένος των Αγαρηνών, με «τέλειον μίσος», δαβιτικώς ειπείν (Ψαλμ. ρλη΄ :22). Δια τούτο κατά τας εορτάς, οπότε δεν ειργάζετο, έμενεν εις τον οίκον του και καθ΄ όλην την ημέραν ήτο αφωσιωμένος ή εις την ακρόασιν των θείων λόγον ή εις την εν εαυτώ μελέτην των γραφικών νοημάτων που εγνώριζεν. Ούτω λοιπόν καλώς και θεοφιλώς διέβαινε την νεανικήν του ηλικίαν ο καλός Ιωάννης, μετά του πατρός του και του αδελφού του, διότι καθώς εμαρτυρούντο ήσαν και εκείνοι καλοί Χριστιανοί. Ούτως είχον τα πράγματα έως ότου εν έτει αωβ΄ (1802), Μαϊου γ΄ (3), ημέρα Σάββατον, τον έστειλεν ο πατήρ του με υποδήματα εις τον κληρυκα της αγοράς, όπου ήτο το εργαστήριόν των, δύο και τρεις φοράς, την τρίτην όμως φοράν δεν εγύρισεν οπίσω πλέον. Ο πατήρ και ο αδελφός και οι εξάδελφοί του, βλέποντες την αργοπορίαν του, ενόμισαν ότι συνελήφθη από τον εισπράκτορα του χαρατσίου και εφυλακίσθη. Έδραμον λοιπόν εις την φυλακήν και επειδή δεν εύρον αυτόν εκεί, έτρεξαν εις άλλα μέρη, όπου ενόμιζον ότι ήτο δυνατόν να τον εύρουν, και επειδή δεν ήτο ούτε εκεί, διηρωτώντο τι να συνέβη εις αυτόν. Περί την εσπέραν επληροφορήθησαν με κατάπληξιν ότι, φευ! ετούρκευσεν ο Ιωάννης. Η είδησις επλήγωσε την καρδίαν των συγγενών του, οι οποίοι ήρχισαν να οδύρωνται δια την μεγάλην και ανέλπιστον συμφοράν των. Οδύρεται ο πατήρ δια τον υιόν· θρηνεί ο αδελφός τον αδελφόν· κλαίουν οι εξάδελφοι τον εξάδελφον· και πάντες οι γνωστοί και φίλοι συλλυπούνται και συμπάσχουσιν, αλλά δεν απελπίζονται παντελώς. Δεν πείθονται όμως εύκολα ότι εκείνος ο φιλόθεος νέος, ο καλοήθης, ο θερμός των καλών εραστής, ο διάπυρος ζηλωτής της ευσεβείας και θανάσιμος εχθρός της ασεβείας των Αγαρηνών, εγκατελείφθη υπό του Θεού, ώστε να πέση τόσον αιφνιδίως εις το βάραθρον της απωλείας. Τρέχουν εις το τουρκικόν εργαστήριον, όπου έμαθον ότι ευρίσκεται. Και πράγματι τον βλέπουν εκεί, αλλ’ ούτε καν να πλησιάσουν δεν τους αφήνουν οι εχθροί της Πίστεως, και με ύβρεις πολλάς και με ξύλα εις τας χείρας τους εξεδίωκον λέγοντες, ότι είναι ιδικός των, και ότι καμμίαν σχέσιν δεν είχον πλέον με εκείνον. Δεν ημπόρεσεν ο δυστυχής πατήρ να είπη άλλο εις τον αρνητήν υιόν, παρά μόνον μίαν ερώτησιν: «Τι έκαμε τα υποδήματα που του είχε δώσει». Και αφού έμαθε που τα άφησεν, ανεχώρησε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και αναστεναγμούς εις τα χείλη, και πόνον ανείκαστον εις την καρδίαν. Χριστιανοί αδελφοί, δεν λυπείσθε τούτον τον δυστυχή πατέρα; Δεν συμπονείτε την συμφοράν του; Δεν θρηνείτε την απώλειαν του υιού; Που τώρα τα θεία εκείνα νοήματα των καθημερινών αναγνώσεων, τας οποίας εμελέτα αδιαλείπτως; Που ο Ζήλος της Πίστεως; Που η προς τον Χριστόν αγάπη; Δεν απορείτε δια την ανέλπιστον και εξαφνικήν του μεταβολήν; Αλλά θαρσείτε, θαρσείτε· ας μη περάση από τον νουν σας κανείς άτοπος λογισμός περί του Ιωάννου· ο Ιωάννης εξακολουθεί να είναι Ιωάννης, δηλαδή κεχαριτωμένος, διότι η θεία Χάρις ενοικεί εις αυτόν, και ουδόλως απεχωρίσθη απ’ αυτού. Ιδού ο καρπός των θείων νοημάτων· ιδού η προς τον Χριστόν αγάπη· η αγάπη του Χριστού ήναψεν εις την καρδίαν του, και θέλει να του προσφέρη τον εαυτόν του θυσίαν, με τον μαρτυρικόν θάνατόν του. Και επειδή με άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να κάμη τούτο, προσεποιήθη, ότι τουρκεύει, δια να εύρη αφορμήν· και καθώς λέγει ο θείος Παύλος· «Εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω» (Α΄ Κορ. θ:20). Ούτω και αυτός ο ευλογημένος· εγένετο τοις Αγαρηνοίς ως Αγαρηνός, όχι ίνα Αγαρηνούς κερδήση, αλλ’ ίνα τον Χριστόν κερδήση. Όθεν ούτε δάκρυα μετανοίας τον είδε τις να χύση, ούτε αναστεναγμόν να εκβάλη, ούτε καμμίαν σκυθρωπότητα εις το πρόσωπον να δείξη, επειδή εγνώριζεν εκείνος τι έχει μέσα η καρδία του, και ποίους θεϊκούς λογισμούς είχεν ο νους του, και ήτο παρόμοιον το έργον του με εκείνο των παλαιών Μαρτύρων, οίτινες υπέσχοντο εις τους τυράννους και προσεποιούντο ότι ήσαν έτοιμοι να προσκυνήσουν τα είδωλα, και έπειτα δια της δυνάμεως της προσευχής τα εκρήμνιζον εις την γην και τα συνέτριβον. Και ότι μεν είναι αληθές, ότι όχι δι’ άλλην αιτίαν, αλλά δια μόνον τον πόθον του υπέρ Χριστού Μαρτυρίου προσεποιήθη την άρνησιν, είναι φανερόν από τα προειρημένα καλά περί αυτού, και από τα ακόλουθα. Ότι δε ο φιλάνθρωπος Θεός δεν απέβλεπεν εις την νεανικήν του απλότητα, και εις το φαινόμενον άτοπον της αρνήσεως, αλλά εις την κεκρυμμένην ευσεβή και φιλόθεον γνώμην του, είναι ομοίως φανερόν από το ότι μετ’ ολίγας ημέρας τον ηξίωσε να λάβη κατά τον πόθον του του Μαρτυρίου τον στέφανον. Μη σας φανή παράδοξον, Χριστιανοί, πως εις νεανίας απλούς, αγράμματος, και συντόμως ειπείν «παπουτσής», ετόλμησε να κάμη τοιούτον κακόν, δια να κάμη άλλο μεγαλύτερον καλόν, το οποίον ήτο ο μαρτυρικός θάνατος. Μη σας φανή, λέγω, παράδοξον, διότι σχεδόν εν παρόμοιον ευρίσκομεν εις τας παλαιάς ιστορίας, ότι έκαμεν εκείνος ο Αποστολικός Άγιος Αυξίβιος. Οκτώ ημέραι επέρασαν αφ’ ότου ο Ιωάννης εχωρίσθη σωματικώς από τον πατέρα του· σωματικώς, δεν λέγω ψυχικώς. Και εκείνος μεν ο δυστυχής, ως άλλος Ιακώβ έκλαιε του υιού την στέρησιν· αυτός δε ο μακάριος, φανταζόμενος τους μαρτυρικούς στεφάνους και τα ανεκλάλητα κάλη της ουρανίου μακαριότητος, έχαιρε καθ’ εαυτόν και ηγάλλετο. Μετά τας οκτώ ημέρας συνηντήθη με ένα εξάδελφόν του, Χαριζάνην το όνομα· ο Χαριζάνης δεν γυρίζει να τον ίδη· δεν τον χαιρετά, αλλά με την κατήφειαν και την σκυθρωπότητα του προσώπου φανερώνει την λύπην της καρδίας του. Και αυτός όλος χαρά του λέγει· «Δεν με χαιρετάς, πλέον, εξάδελφε»; Απεκρίθη ο Χαριζάνης· «Συ Τούρκος, εγώ Χριστιανός, ποίον χαιρετισμόν να κάμωμεν»; Τι αποκρίνεται ο φαινόμενος Τούρκος; Εύρε καιρόν να φανερώση τον κρυπτόμενον Ιωάννην. «Δεν θα περάσουν, λέγει, δέκα πέντε ημέραι, και τότε θα ίδης ποίου είδους Τούρκος είμαι εγώ». Δέκα πέντε ημέρας εννοούσεν ο Άγιος από της αναχωρήσεώς του εκ της πατρικής του οικίας, αλλά τα πράγματα, ως φαίνεται, δεν συνέτρεξαν κατά τον σκοπόν του. Όθεν επέρασαν αι δέκα πέντε ημέραι, και έφθασεν η εικοστή Δευτέρα του μηνός Μαϊου, και τότε τον βλέπουν πάλιν εις τον δρόμον, ημέραν Πέμπτην, τινές συμπατριώται και συντεχνίται του Θεσσαλονικείς, και τον επείραξαν, λέγοντες προς αυτόν· «Συ ετούρκευσες, δεν αλλάζεις ρούχα; Που είναι τα ρούχα τα καλά όπου σου έκαμαν; Ακόμη είσαι με τα παπούτσια του πατρός σου»; Τους απεκρίθη εκείνος· «Παρήγγειλα να μου κάμουν ρούχα μπαρμπαρέσικα, και άρματα χρυσά, και έως την άλλην Κυριακήν θα τα φορέσω εις την αγοράν του Σοάν» (τόπος όπου εγίνοντο αι θανατικαί εκτελέσεις). Μετά την αναχώρησιν εκείνων, ο Ιωάννης επήγεν εις τινα άλλον συμπατριώτην του, Δημήτριον ονομαζόμενον, και εζήτει από αυτόν ένα Σταυρόν, πλην δε του έδωκεν εκείνος τον Σταυρόν, επειδή δεν γνώριζε τους σκοπούς του. Ήλθε λοιπόν προς αυτόν ο Ιωάννης και δευτέραν και τρίτην φοράν, και εζήτει τον Σταυρόν με θερμάς παρακλήσεις· τον απέβαλεν όμως ο Δημήτριος, χωρίς να του τον δώση. Αμέσως έπειτα ο Δημήτριος τρέχει εις τον πατέρα και εις τους λοιπούς συγγενείς του Ιωάννου, και τους αναγγέλλει την είδησιν ταύτην, και όλοι επαρηγορήθησαν ικανώς· επειδή και τα πρότερα εκείνα λόγια που είπεν εις τον εξάδελφόν του, ότι μετ’ ολίγας ημέρας θα ίδης ποίου είδους Τούρκος είμαι εγώ, και τα άλλα που είπεν εις τους συντεχνίτας του Θεσσαλονικείς, ότι παρήγγειλεν ενδύματα μπαρμπαρέσικα και χρυσόν οπλισμόν, τα οποία θα φορέση εις την αγοράν του Σοάν και ύστερον η ζήτησις του Σταυρού, και τα τρία σημεία αυτά τους έδωκαν πολλάς ελπίδας, ότι έχει σκοπόν να μαρτυρήση. Όθεν λέγει ο πατήρ προς τον Δημήτριον· «Ύπαγε και ειπέ εις αυτόν, ότι εάν μετενόησε και έχει σκοπόν να μαρτυρήση, να μη ζητή Σταυρόν, αλλά την δύναμιν του Σταυρού, και το όνομα του Θεού ας επικαλεσθή εις βοήθειάν του, και άλλο τίποτε δεν χρειάζεται». Εις τας είκοσι πέντε του Μαϊου, ημέραν της εβδομάδος Κυριακήν, επήγε πάλιν ο Ιωάννης εις τον γνώριμόν του Δημήτριον, και του εζήτει τον Σταυρόν, και αυτός του είπε, ότι τον εύχεται ο πατήρ του και τα άλλα όσα του παρήγγειλεν εκείνος· ο δε ευλογημένος Ιωάννης ταύτα ακούσας εχάρη καθ’ υπερβολήν, και λέγει προς τον Δημήτριον· «Ούτως είπεν ο πατήρ μου, έχε υγείαν». Και παρευθύς ανεχώρησε και επήγεν εις το εργαστήριον του αγά του. Ο αγάς τον έστειλεν εις τον οίκον του με το συνηθισμένον οψώνιον, και ο Ιωάννης πηγαίνων εις τον κατηραμένον εκείνον οίκον, εξεδύθη τα τουρκικά φορέματα, και ενεδύθη τα πρότερα χριστιανικά, και εν ταυτώ τρέχει αμέσως εις το κριτήριον, και παρρησιάζεται με φορέματα χριστιανικά, και σαρίκι τούρκικον εις την κεφαλήν. Τι δε είπε κατά της αντιχρίστου θρησκείας, και τι υπέρ της αγίας Πίστεως του Χριστού, και πως έκαμε την Χριστιανικήν του ομολογίαν, δεν ευρέθη εκεί Χριστιανός τις να ακούση και να μας τα φανερώση· άλλο δεν εκηρύχθη έξω υπό των ασεβών, παρά μόνον ότι έλεγε· «Δεν θέλω να ονομάζωμαι Μεχμέτης, αλλά Ιωάννης». Εκείθεν τον στέλλει ο κριτής εις την φυλακήν και παρευθύς διεδόθη η φήμη πανταχού, ότι εν παιδίον νέον μεταβαίνει να μαρτυρήση, και τους μεν Χριστιανούς εχαροποίησεν η όντως χαροποιός αυτή είδησις, τους δε Αγαρηνούς ελύπησε και εσύγχυσε. Την τρίτην έγινε συνέλευσις εις το διοικητήριον και συνήχθησαν εκεί όλοι, ο διοικητής, δύο ψευδομάρτυρες και όλοι οι αγάδες και επίσημοι της Σμύρνης, ωσάν να ήτο καμμία μεγάλη βασιλική υπόθεσις. Ο Μάρτυς μανθάνει εις την φυλακήν το παράνομον συνέδριον εκείνο, και αφού εζήτησε δια προσευχής την εξ ύψους βοήθειαν, διεμήνυσεν εις τον πατέρα του, με τον υπηρέτην της φυλακής, Χατζή Σταυρινόν καλούμενον, να υπάγη εις την φυλακήν και να τον ευχηθή. Θέλει ο ευλογημένος πατήρ· καταφλέγονται τα πατρικά σπλάγχνα του, να αποχαιρετήση τον υιόν, και να του δώση τον τελευταίον ασπασμόν, αλλά φοβείται. Και λοιπόν, με κατανυκτικά δάκρυα εις τους οφθαλμούς, του παρήγγειλε με τον Χατζή Σταυρινόν τα ακόλουθα· «Ας έχη την ευχήν του Χριστού και της Παναγίας και εμού του αμαρτωλού· η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να τον ενδυναμώση να λάβη εκείνο όπου ποθεί. Ναπροσέχη όμως να μη αναφέρη εξεταζόμενος ούτε πατέρα ούτε αδελφόν, ούτε κανένα άλλον συγγενή, δια να μη τους ακολουθήση κανείς πειρασμός ή άλλο κακόν». Εν τω μεταξύ αυτό συνεσκέφθη και συνεβουλεύσατο και το πονηρόν των Αγαρηνών συνέδριον· και εκβαλόντες τον Μάρτυρα εκ της φυλακής, τον παρέστησαν εις δευτέραν εξέτασιν. Ηρωτήθη εκεί ο Μάρτυς, εξητάσθη ενώπιον πάντων, ωμολόγησε παρρησία την αγίαν Πίστιν του Χριστού, ηρνήθη αφόβως την εναντίαν. Όλοι οι επίσημοι Αγαρηνοί παρεκάλουν, με δουλοπρεπή ταπείνωσιν, τον «παπουτσήν» Ιωάννην και τον εκολάκευον και του υπέσχοντο μύρια αγαθά, άλλος ενδήματα, άλλος χρήματα και ιδιαιτέρως ο Φράγκος αντιπρόσωπος, ως Θεσσαλονικεύς, περισσότερον τον εκολάκευεν, ως οικείον τάχα και συμπατριώτην του, και κοντά εις τα άλλα που του υπέσχοντο του έταζον να τον κάμουν και αγάν. Και όλοι συλλυπούμενοι και συμπονούντες τάχα, του έλεγον να λυπηθή την νεότητά του και την ζωήν του, επειδή, εάν δεν τους υπακούση, εξάπαντος θα θανατωθή. Και ταύτα μεν έλεγον εκείνοι· τι δε απήντησεν ο θεόφρων και ουρανόφρων Ιωάννης; Δεν επρόσεχε παντελώς εις τας κολακείας των· δεν είχεν τον νουν του εις των γηϊνων και φθαρτών τας υποσχέσεις, αλλά έχων εστραμμένους τους λογισμούς του εις των ουρανίων και ακηράτων αγαθών την απόλαυσιν, εστέκετο σιωπών έμπροσθέν των, ως άλλος απλούστατος Μαρδάριος ο Ιωάννης, ότι καθώς εκείνος, όταν τον ηρώτα ο τύραννος, άλλο δεν απεκρίνετο, παρά «Χριστιανός είμαι», ούτω και ο μακάριος ούτος, άλλο δεν έλεγεν, όταν τον εβίαζον να αποκριθή, παρά τούτο· «Χριστιανός είμαι, την πρώτην μου Πίστιν πιστεύω, Ιωάννης θέλω να ονομάζωμαι και όχι Μεχμέτης». Τέλος πάντων, βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, έλεγον ο καθείς την γνώμην του, τι να κάμουν περί του Μάρτυρος. Τότε προσέρχεται εις το μέσον Σουλεϊμάν αγάς ο διοικητής, και εμπνευσθείς ασφαλώς υπό του διαβόλου, λέγει προς τους άλλους· «Να σας είπω εγώ· ούτοι οι Έλληνες είναι πεισματάρηδες, και αφού αποφασίσουν να κάμνουν εν πράγμα, πρώτον αποφασίζουν τον θάνατόν των, και έπειτα το επιχειρούν· Λοιπόν εις μάτην κοπιάζομεν· αλλά ηξεύρετε τι να κάμνωμεν; Υπάρχει πλοίον έτοιμον δια το Αλγέριον. Ας τον βάλωμεν μέσα εις αυτό με τους άλλους τριακοσίους Τούρκους, και ούτω θέλων και μη θέλων θα μείνη Τούρκος. Τι ημπορεί να κάμη εις το Αλγέρι»; Αυτά είπε το σατανικόν εκείνο στόμα και όλοι συνεφώνησαν, και ως θαυμαστόν σύμβουλον τον επήνεσαν. Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης εφοβήθη, μήπως ματαιωθή με τον τρόπον αυτόν το Μαρτύριον. Δια να αποφύγη λοιπόν τον κίνδυνον αυτόν ο ευσεβής Ιωάννης, εμιμήθη τον μακάριον εκείνον Αυξίβιον, και λέγει εις τους κριτάς του· «Δότε μοι διορίαν, να συλλοδισθώ τι να κάμω». Αυτά μηχανάται ο Ιωάννης, και ο Θεός μωραίμνει όλους εκείνους, και μετά χαράς εδέχθησαν την πρότασίν του και του εχάρισαν δύο ημέρας διορίαν να συλλογισθή, χωρίς να συλλογισθούν, οι ανόητοι, ότι καλά, του δίδομεν διορίαν όμως το καράβι φεύγει τώρα· εάν μένη εις την αυτήν γνώμην και μετά την διορίαν των δύο ημερών, τι θα κάμωμεν έστερον; Η θαυμαστή συμβουλή του Σουλεϊμάν αγά μένει ματαία. Ο Θεός, ο μωραίνων τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών, εμώρανε και εκείνους, καθώς είπον, και ουδόλως εσυλλογίσθησαν τούτο, αλλά τον έστειλαν εις την φυλακήν, χωρίς να έχη εκεί την παραμικράν ενόχλησιν. Εισελθών εις την φυλακήν ο Μάρτυς, λέγει μετ’ ολίγην ώραν εις καλόν τινά Χριστιανόν, δούλον του κονακίου· «Αδελφέ, παρακαλώ σε κάμε μου την χάριν, και ύπαγε εξέτασον καλώς και μάθε, πότε φεύγει το καράβι, όπου έχει τους Μπαρμπαρέσους»; Του λέγει ο Χριστιανός, αγνοών τον σκοπόν του Μάρτυρος· «Δεν βλέπεις την δυστυχίαν σου, μόνον θέλεις να ηξεύρης πότε φεύγουν οι Μπαρμπαρέσοι»; Του λέγει πάλιν ο Μάρτυς· «Αδελφέ, είσαι Χριστιανός; κάμε μου αυτήν την ευεργεσίαν δια τον Χριστόν, επειδή εγώ φοβηθείς να μη με βάλουν μέσα εις το καράβι αυτό και με στείλουν εις τους τόπους της ασεβείας, και χάσω την ελπίδα μου, εζήτησα διορίαν, δήθεν δια να συλλογισθώ τι να κάμω· δια τούτο ύπαγε, μάθε ακριβώς, και ειπέ μοι, διότι εάν μείνη εδώ έως αύριον, θα ζητήσω πάλιν νέαν διορίαν, έως ότου φύγη». Την εσπέραν εκείνην επέστρεψεν ο Χριστιανός, και του έφερε την ευχάριστον είδησιν ότι έφυγε το καράβι. Και τούτο ακούσας εχάρη πολύ ο Ιωάννης, και δοξάσας τον Θεόν, ηυχαρίστησε τον Χριστιανόν. Την αυτήν εσπέραν ο στρατιωτικός διοικητής έβαλεν εις την φυλακήν ναυτικόν τινά ξένον και πτωχόν, διότι εφόρει κόκκινα υποδήματα. Ερωτά ο Μάρτυς τον ναυτικόν, δια ποίαν αιτίαν τον έβαλαν εις την φυλακήν. Και εκείνος με αστειότητα του αποκρίνεται· «Ο διοικητής ελπίζει να πάρη από εμέ κανέν φιλοδώρημα και δια τούτο με εφυλάκισεν, επειδή εφόρουν κόκκινα υποδήματα, και δεν γνωρίζει ο δυστυχής, ότι όχι μόνον φιλοδώρημα δεν παίρνει, αλλά και θα με τρέφη εν όσω με κρατεί εδώ, επειδή εγώ είμαι πάντοτε με τα καράβια και φορώ κόκκινα υποδήματα. Εάν δε είχον χρήματα, θα ηγόραζον εν ζεύγος καινούργια».Ταύτα ειπών ο ναυτικός, ηρώτησε τον Μάρτυρα· «Αλλά συ, αδελφέ, πως είσαι φυλακισμένος»; Του διηγήθη τότε ο Μάρτυς την υπόθεσιν όλην και εθαύμασεν ο άνθρωπος, και όχι πλέον με αστειότητα, αλλά με θαυμασμόν και έκπληξιν έλεγεν· «Αδελφέ, η υπόθεσίς σου είναι μεγάλη και το έργον σου φοβερόν». Τότε ο Μάρτυς του έδωκε το χρηματοφυλάκιόν του με χρήματα αξίας επτά γροσίων, λέγων: «Λάβε τούτο, αδελφέ, να περάσης μερικάς ημέρας εις την ανάγκην σου. Λάβε και το μανδήλιον τούτο, δια να με ενθυμήσαι». Λέγει προς τον Μάρτυρα ο ναυτικός· «Τι κάμνεις; Και συ πτωχός είσαι, και δίδεις εις εμέ τας μικράς οικονομίας σου»; Δεν μου χρειάζονται, αποκρίνεται ο Μάρτυς, επειδήεγώ αύριον σου αφήνω υγεία. Επέρασε λοιπόν όλην εκείνην την νύκτα ο Μάρτυς με προσευχάς και μετανοίας. Την Πέμπτην, δύο ώρας προ της μεσημβρίας, έγινε πάλιν συνέλευσις μεγάλη επάνω εις το κριτήριον, και όλοι είχον καλάς ελπίδας, ότι ίσως μετενόησεν ο Μάρτυς, και ούτω θα τον εκέρδιζον εις την πίστιν των. Έφεραν λοιπόν εκεί τον Μάρτυρα, δια τρίτην εξέτασιν. Αλλ’ όταν ήκουσαν παρ’ αυτού, ευθύς εξ αρχής, ότι εσυλλογίσθη καλώς, και ότι άλλο δεν έκρινεν εύλογον, παρά να είναι Χριστιανός και να ονομάζηται Ιωάννης, εθλίβη υπερβολικώς η καρδία των και εσκυθρώπασαν. Ο δε κριτής, γνωρίζων ότι τα λόγια είναι μάταια, ήρχισε τα έργα. Και, ω του ζήλου και της φιλοτιμίας του! Ευθύς εμέτρησε πεντακοσίων γροσίων φλωρία, και κατά μίμησιν τούτου όλοι οι άλλοι έρριψαν άσπρα πολλά εις το μέσον, μάλιστα δε δεισιδαίμων τις πραγματευτής Μπαρμπαρέσος, κοντά εις τα πεντακόσια μετρητά όπου εμέτρησεν, έστειλε και έφεραν μίαν ενδυμασίαν μπαρμπαρέσικην, ολόχρυσον και πολύτιμον. Ας συλλογισθή έκαστος μοναχός του τα πολλά παρακινήματα και τας πολυειδείς κολακείας όπου του έλεγον. Ο δε Μάρτυς εσιώπα και μόνα τα ουράνια είχε κατά νουν, και εις τόσα όπου είπον όλοι εκείνοι, άλλο δεν είπε, παρά τα ακόλουθα· «Αλλοίμονον εις σας, όπου έχετε τώρα την δόξαν, την εξουσίαν και τα πλούτη, εις δε την άλλην ζωήν θα καταδικασθήτε εις την αιώνιον κόλασιν· εγώ άλλο δεν θέλω παρά να είμαι Χριστιανός και να ονομάζωμαι με το χριστιανικόν μου όνομα Ιωάννης». Ποικίλαι και πολυειδείς αι μηχαναί και πανουργίαι του αρχεκάκου εχθρού! Δεν τους ετάραξεν ο λόγος ούτος, ο οποίος έπρεπε να τους πληγώση κατάκαρδα, αλλά με πραότητα και ειρήνην του λέγουν· «Συ έξελθε απ’ εδώ Μεχμέτης, και πήγαινε όπου θέλεις, και όπως θέλεις ονομάζου, και ουδείς δεν θα σε εμποδίση». Τούτο βεβαίως ήτο πονηρία και δόλος του εχθρού, δια να τον εμποδίση από το Μαρτύριον. Ομοίως και οι υπάλληλοι του κριτού, του έλεγον· «Λυπήσου την ζωήν σου και την νεότητά σου. Φύγε από εδώ, και όπου θέλεις ύπαγε, και ό,τι θέλεις γενού, μόνον φύγε από εδώ Μεχμέτης, δια να μη θανατωθής». Αλλά σταθερώς πάντοτε ο Ιωάννης απεκρίνετο· «Όχι· εγώ θέλω να εξέλθω απ’ εδώ, υπάρχων και ονομαζόμενος Ιωάννης». Ταύτα πάντα είναι βεβαίως εκτός πάσης αμφιβολίας, διότι δεν τα διέδωσε συγγενής ή φίλος του Μάρτυρος ή καν Ορθόδοξος, αλλά αιρετικός εχθρός της Πίστεως, Καθολικός (οίδε γαρ και πολέμιος αρετήν ανδρός θαυμάζειν), όστις ήτο διερμηνεύς Μοσχοβίτης, και έτυχεν εκεί παρών δι’ άλλην υπόθεσιν. Τελευταίον βλέποντες εκείνοι το αμετάθετον της γνώμης του Ιωάννου ηγανάκτησαν, και του λέγουν· «Μη νομίσης ότι θα σε θανατώσωμεν ευθύς δια να απαλλαγής. Όχι! Θα σε βασανίσωμεν τόσον, έως ότου να αποθάνης εις τα βάσανα». Με τον λόγον τούτο επρόσταξεν ο κριτής τινά, όστις έσυρε το γιαταγάνι του, και με πολλήν ορμήν και μανίαν τον έσπρωξε, κατεβάσαντες δε αυτόν κάτω, τον επήγαν εις την φυλακήν, δια να τον βασανίσουν. Αλλά πριν να τον φέρουν εις την φυλακήν, τον εγύρισαν οπίσω, και εις τον ίδιον καιρόν έστειλαν να φέρουν τον πατέρα του, δια να τον παρακινήση εκείνος να υπακούση εις αυτούς την ώραν εκείνην, και κατόπιν ας κάμη όπως θέλει, και όπου θέλει ας υπάγη. Πλην, επειδή ο πατήρ του εφοβείτο, και δεν ήθελε να υπάγη, ώρμησαν με θυμόν και μανίαν οι απεσταλμένοι να τον αρπάσουν και να τον φέρουν εκεί. Τούτο βλέποντες μερικοί γείτονες Τούρκοι εμεσίτευσαν και τον άφησαν. Αφού λοιπόν εγύρισαν οι απεσταλμένοι και είπον, ότι ο πατήρ του λέγει, ότι δεν έχει καμμίαν σχέσιν με αυτόν, και ότι δεν τον θεωρεί πλέον δια υιόν του, έγινε παρά πάντων απόφασις να αποκεφαλισθή. Παραλαβόντες λοιπόν αυτόν οι Αγαρηνοί έδεσαν οπίσω τας χείρας του, και τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης. Επροπορεύετο δε πάντοτε ο κήρυξ και εφώναζεν· «Ιδού πως τιμωρείται, όστις αρνείται την πίστιν ημών». Ο δε Ιωάννης, συρόμενος όπισθεν, εφώναζε και αυτός· «Συγχωρείτε με, Χριστιανοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Και ούτως ως λαμπρότατος αριστεύς έτρεχεν ο του Κυρίου αήττητος Μάρτυς εις το Σοάν – παζάρι δια να στήση τα τελευταία τρόπαια της νίκης του κατά των ορατών και αοράτων εχθρών, κατά τον εξ αρχής σκοπόν και πόθον του. Ο τόπος εκείνος είναι πλατύς και ευρύχωρος, και εν τούτοις ήτο γεμάτος από το πολύ πλήθος των προσδραμόντων δια να ίδουν το παράδοξον εκείνο θέαμα. Διότι οι μεν Αγαρηνοί έτρεξαν με πολύν ενθουσιασμόν, νομίζοντες ότι προσφέρουσιν λατρείαν εις τον Θεόν, χύνοντες το δίκαιον αίμα του Μάρτυρος, κατά την Ευαγγελικήν προφητείαν την λέγουσαν· «Έρχεται ώρα ίνα πας ο αποκτείνων υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ» (Ιωάννου ιστ: 2). Οι μεν Αγαρηνοί, λέγω, προσέδραμον, δια να ίδουν την εκδίκησιν της υβριζομένης θρησκείας των, οι δε Χριστιανοί δια να ίδουν την δύναμιν του Σταυρού, και την νίκην της θείας ημών Πίστεως, η οποία, κατά τον επιστήθιον Μαθητήν, ενίκησε τον κόσμον· «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (Α΄ Ιωάννου ε:4). Προσήλθον δε και Φράγκοι και Αρμένιοι και παντός γένους και πάσης φυλής άνθρωποι· και τόσον πλήθος εσυνάχθη, ώστε κτυπώντες με ξύλα το πλήθος εκείνοι οι βασανισταί του ευλογημένου Ιωάννου με δυσκολίαν κατώρθωσαν να παραμερίσουν το άπειρον εκείνο πλήθος και να φέρουν τον Μάρτυρα εις τον τόπον της καταδίκης. Παρετάχθησαν λοιπόν εκεί οι Αγαρηνοί με τους αρχηγούς των, δια να εμποδίζουν την ορμήν του πλήθους. Έπειτα λέγουν προς τον Μάρτυρα να γονατίση, αυτός δε με φαιδρόν και χαρωπόν πρόσωπον εγονάτισεν ευθύς. Και οι μεν Χριστιανοί με δάκρυα εις τους οφθαλμούς έλεγον μυστικά το «Κύριε, ελέησον», οι δε Αγαρηνοί με μεγάλην των απορίαν έβλεπον την μεγαλοψυχίαν και αφοβίαν του Μάρτυρος. Τότε έσυρε το γιαταγάνι ο δήμιος, επέδειξε τούτο τρεις φοράς εις τον Μάρτυρα, το ήγγισεν εις τον λαιμόν του, αλλ’ εκείνος εγέλα. Κύπτει πάλιν και του ομιλεί τρεις φοράς μυστικά εις το ους, ο δε Μάρτυς με την ανάνευσιν της κεφαλής του εφανέρωνεν, ότι τα μυστικά εκείνα, τα οποία του έλεγεν εκείνος, δεν τα εδέχετο. Τότε ο δήμιος εκβάλλει μανδήλιον δια να δέση τους οφθαλμούς του, και παρευθύς καφεπώλης τις, Τούρκος, γονατίζει έμπροσθεν του Μάρτυρος, και δεικνύων ο κατάρατος πολλήν ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, του έλεγεν· «Έλα εις τον νουν σου, λυπήσου την ζωήν σου, την νεότητά σου· ειπέ μόνον με λόγον, ότι είσαι Τούρκος, και σώζεσαι». Αλλ’ ο Μάρτυς, με την ανάνευσιν της κεφαλής του, έλεγε πάλιν το όχι· τελευταίον του έδεσε τους οφθαλμούς ο δήμιος με το μανδήλιον, και εκείνος ο μακάριος έλεγε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκά κγ:42). Τούτο ειπών τρεις φοράς, απετμήθη την ιεράν αυτού κεφαλήν, και ανήλθε στεφανηφόρος εις την ουράνιον Βασιλείαν, ως Μάρτυς λαμπρότατος της αιωνίου αληθείας του Ιησού Χριστού. Εδόξασε δε τον Θεόν ο θείος ούτος και χαριτώνυμος Ιωάννης εις τους χιλίους οκτακοσίους δύο (1802) από Χριστού χρόνους, εις τας είκοσιν εννέα (29) του Μαϊου μηνός, ημέραν Πέμπτην. Και ο μεν αγών του Μάρτυρος έλαβε τέλος έως εδώ, έτερος όμως αγών ηνοίχθη εις τους Χριστιανούς, ότι όλον σχεδόν το συνηγμένον εκείνο πλήθος ώρμησαν να ίδουν το άγιον Λείψανον κείμενον, και όλοι ηγωνίζοντο να λάβουν τι των μαρτυρικών καλών, προς αγιασμόν των. Δίδοντες λοιπόν χρήματα άφθονα, άλλος έπαιρνεν από το αίμα του, άλλος από τας τρίχας του, άλλος από τα ενδύματά του, και άλλος από το σχοινίον με το οποίον έδεσαν τας χείρας του. Και τούτο εγίνετο έως την άλλην ημέραν. Αφού δε επώλησαν όλα τα άλλα, ήρχισαν να κόπτουν τα δάκτυλά του, και τα επώλουν. Τόση εστάθη η προθυμία των Χριστιανών, εις την καλήν αυτήν και σωτήριον πραγματείαν, ώστε, καθώς λέγεται, υπέρ τας τρεις χιλιάδας γροσίων εισέπραξαν οι τύραννοι. Έμενεν ακόμη η Αγία Κάρα, αλλ’ ηκούσθη, ότι είχον υπόσχεσιν να την πωλήσουν και αυτήν την νύκτα του Σαββάτου. Ομοίως εσκέπτοντο να κόψουν και τας χείρας και τους πόδας του κτυφίως, και να τα πωλήσουν εις τινας Χριστιανούς. Τούτο μαθών ευλαβής τις και φιλομάρτυς Χριστιανός Μοσχοβίτης, Παναγιώτης ονομαζόμενος, το επίθετον Παναγιωτόπουλος, δεν ενόμισε καλόν να τεμαχισθή το μαρτυρικόν Λείψανον. Όθεν έχων αυτός καλήν γνωριμίαν με τον κριτήν και με τους ανθρώπους του, εστοχάσθη να κάμη τρόπον, να λάβη ολόκληρον το σώμα και να το ενταφιάση· τούτο δε και εγένετο, ως επόθει, κατά τον ακόλουθον τρόπον. Επήγεν εις τον διοικητήν, με τον οποίον είχε μεγάλην φιλίαν από άλλας προλαβούσας υποθέσεις, και του λέγει· «Εγώ, φίλε μου ακριβέ, έχω εν κακόν ιδίωμα· όταν τύχη να ίδω κανένα αποκεφαλισμένον άνθρωπον, δεν ημπορώ πλέον να ησυχάσω ούτε νύκτα, ούτε ημέραν· ο ύπνος μου χάνεται, η όρεξίς μου κόπτεται, και δεν δέχομαι φαγητόν, σχεδόν δε κινδυνεύει και αυτή η ζωή μου· όθεν κάμνω όποιον τρόπον ημπορέσω, δια να θάψω τον νεκρόν εκείνον. Οιασδήποτε θρησκείας άνθρωπος και αν είναι, θα επιμεληθώ να τον θάψω, διότι διαφορετικά δεν ημπορώ να ησυχάσω. Λοιπόν έτυχε να ίδω και τώρα αυτόν όπου απεκεφαλίσθη, και πάσχω τα ίδια και χειρότερα. Σε παρακαλώ λοιπόν, αν με αγαπάς, καθώς είμαι βέβαιος ότι με αγαπάς, βοήθησόν μοι, να λάβω αυτό το Λείψανον να το θάψω, κοντά δε εις την φιλίαν μας θέλεις λάβει παρ’ εμού και εν καλόν φιλοδώρημα». Ταύτα ακούσας ο Αγαρηνός ευρέθη εις δύο στενά, κατά τον κοινόν λόγον· επειδή από το εν μέρος τον στενοχωρεί η φιλία, τον αναγκάζει και η φιλοδωρία, από το άλλο δεν ευρίσκει τρόπον εύκολον να δοθή το Λείψανον. Ο Παναγιώτης, βλέπων αυτόν διστακτικόν, του λέγει· «Μη στενοχωρήσαι, εγώ θα σου υποδείξω τον κατάλληλον τρόπον: Πήγαινε εις τον έπαρχον και ειπέ του ότι ήλθεν εις πραγματευτής Μοσχοβίτης, και δίδει τετρακόσια γρόσια, δια να πάρη αυτόν τον αποκεφαλισμένον να τον θάψη. Όταν θα ακούση αυτό εκείνος, θα ζητήση και δια λογαριασμόν του, και ευχαρίστησον αυτόν με όσα ημπορέσης. Έπειτα γύρισε εις τον κριτήν, και ειπέ του, πως ο έπαρχος έλαβε χρήματα και έδωκεν άδειαν να θάψουν αυτόν τον αποκεφαλισμένον, και όταν ζητήση και αυτός χρήματα, ειπέ του, πως ο φίλος μας ο Παναγιωτόπουλος θα τον αγοράση και πρέπει να δώσης άδειαν, και κοντά εις την χάριν όπου του κάμνεις, θέλεις λάβει και ικανήν φιλοδωρίαν». Με αυτόν τον τρόπον ημπόρεσεν ο Παναγιώτης και έλαβεν έγγραφον την άδειαν και από τον κριτήν και από τον έπαρχον και έθαψεν ευλαβώς το μαρτυρικόν Λείψανον. Πολύς καιρός επέρασεν έκτοτε, και όπου και αν ήθελεν υπάγει τις, τα περί του Μάρτυρος διηγήματα ήκουεν, όχι μόνον από τους Ορθοδόξους, αλλά και από Φράγκους και από Αρμενίους. Αλλά και αυτοί οι Τούρκοι έλεγον αναμεταξύ των ότι εις τοιούτος νέος, ο οποίος δεν ελυπήθη την νεότητά του, και δεν εφοβήθη τον θάνατον, βεβαίως Άγιος είναι, διότι απέθανε δια την Πίστιν του. Ακούσατε δε και εν αξιόλογον θαύμα, το οποίον ενήργησε κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Μάρτυς του Χριστού Ιωάννης. Νέος τις επήρε με βαμβάκι από το μαρτυρικόν αίμα, και είχε μεγάλην χαράν δια τούτο· το εφύλαττε δε με μεγάλην ευλάβειαν ως θησαυρόν ουράνιον. Η αδελφή του τον παρεκάλεσε πολλάκις να της δώση ολίγον αιματωμένον βαμβάκι, αλλά εκείνος κατ’ ουδένα τρόπον εδέχετο· τέλος όμως βιασθείς από τας πολλάς παρακλήσεις της έδωσε το ήμισυ. Λαβούσα εκείνη το ποθούμενον, εχάρη τα μέγιστα και αφού το επροσκύνησε και το ησπάσθη, το εκρέμασεν εις τα εικονίσματά της. Έλεγε δε εις τας περιοίκους· «Ας έχη δόξαν ο Κύριος, όπου ηυτύχησα και εγώ να λάβω από το αίμα του Μάρτυρος, μεγάλου πράγματος ηξιώθην»! Τότε γραία τις λέγει· «Κρίμα εις την ευλάβειάν σου, κόρη μου· θεωρείς Άγιον εκείνον; Απατάσαι». Η γυνή επίστευσεν εις της κακογραίας τα λόγια, και παρευθύς εψυχράνθη, απέβαλε την θερμήν ευλάβειαν όπου είχε, κατεβάζει το βαμβάκι από το εικονοστάσιον και το καίει. Αλλ’ ω του θαύματος! Παρευθύς την ώραν εκείνην ήρχισαν να μουδιάζουν τα χέρια της, να ατονούν, και μετά βίας τα εκινούσεν· συγχρόνως η συνείδησίς της την ελέγχει, αισθάνεται ότι από θείαν οργήν πάσχει, διότι έκαυσε το αίμα του Αγίου. Προσπαθεί να κρατήση το βρέφος της δια να το θηλάση, αλλά δεν ημπορεί, κοντά δε εις την παράλυσιν αρχίζουν και πόνοι· πρήσκεται και τέλος πίπτει εις το κρεββάτι. Στέλλουν οι ιδικοί της να καλέσουν ιατρόν, αλλ’ η ασθενής γνωρίζουσα πόθεν πάσχει δεν θέλει ιατρόν, αλλά Ιερέα, να της ψάλη αγιασμόν. Ο Ιερεύς, αφού προσεκλήθη δια τον αγιασμόν, μαθών το γεγονός, είπε να παρακαλέσουν όλοι θερμώς τον Μάρτυρα, και να ζητήσουν πάλιν από το αίμα του να την αλείψουν, μήπως και την συγχωρήση και την θεραπεύση· τούτο δε και εγένετο παραδόξως. Διότι ευθύς ως έφερεν η μήτηρ της το άλλο ήμισυ αιματωμένον αμβάκι, όπου είχεν ο υιός της, και την εσταύρωσαν, και όλοι κλαίοντες εζήτουν την θεραπείαν της από τον Μάρτυρα, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! ευθύς έπαυσαν οι πόνοι· ησθάνθη παρευθύς πως έλαβε δύναμιν· οι πόδες της εξεπρήσθησαν και έγινε τελείως υγιής. Αλλά και έτερον θαύμα ακούσατε: Πατήρ τις είχε παιδίον μικρόν, το οποίον έπασχε δεκαοκτώ μήνας, και δεν ηδύνατο να εγείρη την κεφαλήν του, αλλά την είχε πάντοτε σκυμμένην εις τα έμπροσθεν. Ακούσας δε το προαναφερθέν θαύμα του Αγίου, εσταύρωσε το παιδίον με το αίμα του Μάρτυρος όπου είχεν· έβαλε δε και εις νερόν το αιματωμένον βαμβάκι, και το επότισε, και, ω του θαύματος! παρευθύς ιατρεύθη από την ανίατον νόσον, από την οποίαν έπασχε δια της μαρτυρικής χάριτος του Αγίου ενδόξου Νεομάρτυρος και χαριτωνύμου Ιωάννου· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς των ψυχικών και σωματικών παθών, και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, μετά των απ’ αιώνος τω Θεώ ευαρεστησάντων. Αμήν.
Επειδή δε το ευλογημένον τούτο παιδίον εγεννήθη την παραμονήν της εορτής των Γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, το ωνόμασαν οι γονείς του Ιωάννην. Μετά ταύτα ο πατήρ του, επειδή δεν εκέρδιζεν αρκετά από την τέχνην του εις την Θεσσαλονίκην, άφησεν εκεί την οικογένειάν του και εταξίδευσεν εις την Σμύρνην, όπου ήνοιξεν υποδηματοποιείον, εργαζόμενος δε την τέχνην του έστελλε τα απαραίτητα εις τον οίκον του. Άλλοτε πάλιν επήγαινεν ο ίδιος προς επίσκεψιν της οικογενείας του, και αφού έμενεν εκεί ολίγον διάστημα, επέστρεφε πάλιν εις την Σμύρνην. Όταν ο πρώτος του υιός Θεόδωρος εμεγάλωσε, τον επήρε μαζί του εις την Σμύρνην, και τον έμαθε την τέχνην του. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν και ο Ιωάννης, περί του οποίου είναι ενταύθα ο λόγος μας, τον επήρε και αυτόν, και τον έμαθε την ιδίαν τέχνην. Ο πρώτος αδελφός, ο Θεόδωρος, εγνώριζε γράμματα· επειδή δε ήτο ευσεβής και φιλόστοργος υιός, οσάκις εύρισκε καιρόν, ανεγίνωσκε Βίους Αγίων και άλλα ψυχωφελή βιβλία. Ο δε ευλογημένος Ιωάννης, αν και ήτο αγράμματος, είχεν όμως μεγάλην αγάπην εις την ακρόασιν των αναγινωσκομένων, και με πολλήν προσοχήν ήκουεν όσα ανεγίνωσκεν ο αδελφός του. Ιδιαιτέρως κατενύγετο ο Ιωάννης από την ακρόασιν των Βίων των Αγίων και συχνά εξεδήλωνε ζωηράν την επιθυμίαν να κάμνη όλας εκείνας τας καλάς πράξεις που ήκουεν από τα ιερά αναγνώσματα. Δι’ αυτού του τρόπου ο Ιωάννης καθημερινώς επρόκοπτεν εις την αγάπην και την άσκησιν της αρετής. Eφαίνετο λοιπόν απ’ αρχής νέος χαριτωμένος, στολισμένος με όλας εκείνας τας αρετάς, με τας οποίας χαρακτηρίζονται και γνωρίζονται οι άνθρωποι του Θεού, δια τούτο και παρά πάντων επηνείτο δια την ταπεινοφροσύνην του, ηγαπάτο δια την σωφροσύνην του και εθαυμάζετο δια το μνημονικόν του. Διότι έχων εκ φύσεως ισχυράν μνήμην, επλούτιζε την διάνοιαν και την ψυχήν του από τας θείας εννοίας, αι οποίαι περιείχοντο εις τας αναγνώσεις που ήκουε, και ήτο άμεμπτος και ανεπίληπτος κατά πάντα ο νεανίας, και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Και κατά μεν το ανάστημα ήτο μέτριος, κατά δε την όψιν ωραιότατος. Αλλά και η όλη σωματική του διάπλασις ήτο σύμμετρος και αρμονική, ώστε έχαιρε κανείς να τον βλέπη, και συνεπέραινεν, ότι ασφαλώς μέσα εις το ωραίον εκείνο σώμα θα κατώκει ενάρετος και ευσεβής ψυχή. Τοιούτος ήτο κατά τα σωματικά χαρίσματα ο Ιωάννης. Αλλά και από απόψεως ψυχικών αρετών ουδόλως υστέρει ο μακάριος Ιωάννης: Ήτο ταπεινός, σώφρων, εύτακτος, φιλακροάμων των θείων λοχίων και φιλόκαλος, και μολονότι εξ ανάγκης συνανεστρέφετο μέσα εις την αγορά με διαφόρους ανθρώπους, αυτός έμενεν αμίαντος. Η δε θεία αγάπη, ήτις εθέρμαινε την καρδίαν του, τον έκαμνε να μισή, ως εχθρούς του Θεού, όλους τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, μάλιστα δε το γένος των Αγαρηνών, με «τέλειον μίσος», δαβιτικώς ειπείν (Ψαλμ. ρλη΄ :22). Δια τούτο κατά τας εορτάς, οπότε δεν ειργάζετο, έμενεν εις τον οίκον του και καθ΄ όλην την ημέραν ήτο αφωσιωμένος ή εις την ακρόασιν των θείων λόγον ή εις την εν εαυτώ μελέτην των γραφικών νοημάτων που εγνώριζεν. Ούτω λοιπόν καλώς και θεοφιλώς διέβαινε την νεανικήν του ηλικίαν ο καλός Ιωάννης, μετά του πατρός του και του αδελφού του, διότι καθώς εμαρτυρούντο ήσαν και εκείνοι καλοί Χριστιανοί. Ούτως είχον τα πράγματα έως ότου εν έτει αωβ΄ (1802), Μαϊου γ΄ (3), ημέρα Σάββατον, τον έστειλεν ο πατήρ του με υποδήματα εις τον κληρυκα της αγοράς, όπου ήτο το εργαστήριόν των, δύο και τρεις φοράς, την τρίτην όμως φοράν δεν εγύρισεν οπίσω πλέον. Ο πατήρ και ο αδελφός και οι εξάδελφοί του, βλέποντες την αργοπορίαν του, ενόμισαν ότι συνελήφθη από τον εισπράκτορα του χαρατσίου και εφυλακίσθη. Έδραμον λοιπόν εις την φυλακήν και επειδή δεν εύρον αυτόν εκεί, έτρεξαν εις άλλα μέρη, όπου ενόμιζον ότι ήτο δυνατόν να τον εύρουν, και επειδή δεν ήτο ούτε εκεί, διηρωτώντο τι να συνέβη εις αυτόν. Περί την εσπέραν επληροφορήθησαν με κατάπληξιν ότι, φευ! ετούρκευσεν ο Ιωάννης. Η είδησις επλήγωσε την καρδίαν των συγγενών του, οι οποίοι ήρχισαν να οδύρωνται δια την μεγάλην και ανέλπιστον συμφοράν των. Οδύρεται ο πατήρ δια τον υιόν· θρηνεί ο αδελφός τον αδελφόν· κλαίουν οι εξάδελφοι τον εξάδελφον· και πάντες οι γνωστοί και φίλοι συλλυπούνται και συμπάσχουσιν, αλλά δεν απελπίζονται παντελώς. Δεν πείθονται όμως εύκολα ότι εκείνος ο φιλόθεος νέος, ο καλοήθης, ο θερμός των καλών εραστής, ο διάπυρος ζηλωτής της ευσεβείας και θανάσιμος εχθρός της ασεβείας των Αγαρηνών, εγκατελείφθη υπό του Θεού, ώστε να πέση τόσον αιφνιδίως εις το βάραθρον της απωλείας. Τρέχουν εις το τουρκικόν εργαστήριον, όπου έμαθον ότι ευρίσκεται. Και πράγματι τον βλέπουν εκεί, αλλ’ ούτε καν να πλησιάσουν δεν τους αφήνουν οι εχθροί της Πίστεως, και με ύβρεις πολλάς και με ξύλα εις τας χείρας τους εξεδίωκον λέγοντες, ότι είναι ιδικός των, και ότι καμμίαν σχέσιν δεν είχον πλέον με εκείνον. Δεν ημπόρεσεν ο δυστυχής πατήρ να είπη άλλο εις τον αρνητήν υιόν, παρά μόνον μίαν ερώτησιν: «Τι έκαμε τα υποδήματα που του είχε δώσει». Και αφού έμαθε που τα άφησεν, ανεχώρησε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και αναστεναγμούς εις τα χείλη, και πόνον ανείκαστον εις την καρδίαν. Χριστιανοί αδελφοί, δεν λυπείσθε τούτον τον δυστυχή πατέρα; Δεν συμπονείτε την συμφοράν του; Δεν θρηνείτε την απώλειαν του υιού; Που τώρα τα θεία εκείνα νοήματα των καθημερινών αναγνώσεων, τας οποίας εμελέτα αδιαλείπτως; Που ο Ζήλος της Πίστεως; Που η προς τον Χριστόν αγάπη; Δεν απορείτε δια την ανέλπιστον και εξαφνικήν του μεταβολήν; Αλλά θαρσείτε, θαρσείτε· ας μη περάση από τον νουν σας κανείς άτοπος λογισμός περί του Ιωάννου· ο Ιωάννης εξακολουθεί να είναι Ιωάννης, δηλαδή κεχαριτωμένος, διότι η θεία Χάρις ενοικεί εις αυτόν, και ουδόλως απεχωρίσθη απ’ αυτού. Ιδού ο καρπός των θείων νοημάτων· ιδού η προς τον Χριστόν αγάπη· η αγάπη του Χριστού ήναψεν εις την καρδίαν του, και θέλει να του προσφέρη τον εαυτόν του θυσίαν, με τον μαρτυρικόν θάνατόν του. Και επειδή με άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να κάμη τούτο, προσεποιήθη, ότι τουρκεύει, δια να εύρη αφορμήν· και καθώς λέγει ο θείος Παύλος· «Εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω» (Α΄ Κορ. θ:20). Ούτω και αυτός ο ευλογημένος· εγένετο τοις Αγαρηνοίς ως Αγαρηνός, όχι ίνα Αγαρηνούς κερδήση, αλλ’ ίνα τον Χριστόν κερδήση. Όθεν ούτε δάκρυα μετανοίας τον είδε τις να χύση, ούτε αναστεναγμόν να εκβάλη, ούτε καμμίαν σκυθρωπότητα εις το πρόσωπον να δείξη, επειδή εγνώριζεν εκείνος τι έχει μέσα η καρδία του, και ποίους θεϊκούς λογισμούς είχεν ο νους του, και ήτο παρόμοιον το έργον του με εκείνο των παλαιών Μαρτύρων, οίτινες υπέσχοντο εις τους τυράννους και προσεποιούντο ότι ήσαν έτοιμοι να προσκυνήσουν τα είδωλα, και έπειτα δια της δυνάμεως της προσευχής τα εκρήμνιζον εις την γην και τα συνέτριβον. Και ότι μεν είναι αληθές, ότι όχι δι’ άλλην αιτίαν, αλλά δια μόνον τον πόθον του υπέρ Χριστού Μαρτυρίου προσεποιήθη την άρνησιν, είναι φανερόν από τα προειρημένα καλά περί αυτού, και από τα ακόλουθα. Ότι δε ο φιλάνθρωπος Θεός δεν απέβλεπεν εις την νεανικήν του απλότητα, και εις το φαινόμενον άτοπον της αρνήσεως, αλλά εις την κεκρυμμένην ευσεβή και φιλόθεον γνώμην του, είναι ομοίως φανερόν από το ότι μετ’ ολίγας ημέρας τον ηξίωσε να λάβη κατά τον πόθον του του Μαρτυρίου τον στέφανον. Μη σας φανή παράδοξον, Χριστιανοί, πως εις νεανίας απλούς, αγράμματος, και συντόμως ειπείν «παπουτσής», ετόλμησε να κάμη τοιούτον κακόν, δια να κάμη άλλο μεγαλύτερον καλόν, το οποίον ήτο ο μαρτυρικός θάνατος. Μη σας φανή, λέγω, παράδοξον, διότι σχεδόν εν παρόμοιον ευρίσκομεν εις τας παλαιάς ιστορίας, ότι έκαμεν εκείνος ο Αποστολικός Άγιος Αυξίβιος. Οκτώ ημέραι επέρασαν αφ’ ότου ο Ιωάννης εχωρίσθη σωματικώς από τον πατέρα του· σωματικώς, δεν λέγω ψυχικώς. Και εκείνος μεν ο δυστυχής, ως άλλος Ιακώβ έκλαιε του υιού την στέρησιν· αυτός δε ο μακάριος, φανταζόμενος τους μαρτυρικούς στεφάνους και τα ανεκλάλητα κάλη της ουρανίου μακαριότητος, έχαιρε καθ’ εαυτόν και ηγάλλετο. Μετά τας οκτώ ημέρας συνηντήθη με ένα εξάδελφόν του, Χαριζάνην το όνομα· ο Χαριζάνης δεν γυρίζει να τον ίδη· δεν τον χαιρετά, αλλά με την κατήφειαν και την σκυθρωπότητα του προσώπου φανερώνει την λύπην της καρδίας του. Και αυτός όλος χαρά του λέγει· «Δεν με χαιρετάς, πλέον, εξάδελφε»; Απεκρίθη ο Χαριζάνης· «Συ Τούρκος, εγώ Χριστιανός, ποίον χαιρετισμόν να κάμωμεν»; Τι αποκρίνεται ο φαινόμενος Τούρκος; Εύρε καιρόν να φανερώση τον κρυπτόμενον Ιωάννην. «Δεν θα περάσουν, λέγει, δέκα πέντε ημέραι, και τότε θα ίδης ποίου είδους Τούρκος είμαι εγώ». Δέκα πέντε ημέρας εννοούσεν ο Άγιος από της αναχωρήσεώς του εκ της πατρικής του οικίας, αλλά τα πράγματα, ως φαίνεται, δεν συνέτρεξαν κατά τον σκοπόν του. Όθεν επέρασαν αι δέκα πέντε ημέραι, και έφθασεν η εικοστή Δευτέρα του μηνός Μαϊου, και τότε τον βλέπουν πάλιν εις τον δρόμον, ημέραν Πέμπτην, τινές συμπατριώται και συντεχνίται του Θεσσαλονικείς, και τον επείραξαν, λέγοντες προς αυτόν· «Συ ετούρκευσες, δεν αλλάζεις ρούχα; Που είναι τα ρούχα τα καλά όπου σου έκαμαν; Ακόμη είσαι με τα παπούτσια του πατρός σου»; Τους απεκρίθη εκείνος· «Παρήγγειλα να μου κάμουν ρούχα μπαρμπαρέσικα, και άρματα χρυσά, και έως την άλλην Κυριακήν θα τα φορέσω εις την αγοράν του Σοάν» (τόπος όπου εγίνοντο αι θανατικαί εκτελέσεις). Μετά την αναχώρησιν εκείνων, ο Ιωάννης επήγεν εις τινα άλλον συμπατριώτην του, Δημήτριον ονομαζόμενον, και εζήτει από αυτόν ένα Σταυρόν, πλην δε του έδωκεν εκείνος τον Σταυρόν, επειδή δεν γνώριζε τους σκοπούς του. Ήλθε λοιπόν προς αυτόν ο Ιωάννης και δευτέραν και τρίτην φοράν, και εζήτει τον Σταυρόν με θερμάς παρακλήσεις· τον απέβαλεν όμως ο Δημήτριος, χωρίς να του τον δώση. Αμέσως έπειτα ο Δημήτριος τρέχει εις τον πατέρα και εις τους λοιπούς συγγενείς του Ιωάννου, και τους αναγγέλλει την είδησιν ταύτην, και όλοι επαρηγορήθησαν ικανώς· επειδή και τα πρότερα εκείνα λόγια που είπεν εις τον εξάδελφόν του, ότι μετ’ ολίγας ημέρας θα ίδης ποίου είδους Τούρκος είμαι εγώ, και τα άλλα που είπεν εις τους συντεχνίτας του Θεσσαλονικείς, ότι παρήγγειλεν ενδύματα μπαρμπαρέσικα και χρυσόν οπλισμόν, τα οποία θα φορέση εις την αγοράν του Σοάν και ύστερον η ζήτησις του Σταυρού, και τα τρία σημεία αυτά τους έδωκαν πολλάς ελπίδας, ότι έχει σκοπόν να μαρτυρήση. Όθεν λέγει ο πατήρ προς τον Δημήτριον· «Ύπαγε και ειπέ εις αυτόν, ότι εάν μετενόησε και έχει σκοπόν να μαρτυρήση, να μη ζητή Σταυρόν, αλλά την δύναμιν του Σταυρού, και το όνομα του Θεού ας επικαλεσθή εις βοήθειάν του, και άλλο τίποτε δεν χρειάζεται». Εις τας είκοσι πέντε του Μαϊου, ημέραν της εβδομάδος Κυριακήν, επήγε πάλιν ο Ιωάννης εις τον γνώριμόν του Δημήτριον, και του εζήτει τον Σταυρόν, και αυτός του είπε, ότι τον εύχεται ο πατήρ του και τα άλλα όσα του παρήγγειλεν εκείνος· ο δε ευλογημένος Ιωάννης ταύτα ακούσας εχάρη καθ’ υπερβολήν, και λέγει προς τον Δημήτριον· «Ούτως είπεν ο πατήρ μου, έχε υγείαν». Και παρευθύς ανεχώρησε και επήγεν εις το εργαστήριον του αγά του. Ο αγάς τον έστειλεν εις τον οίκον του με το συνηθισμένον οψώνιον, και ο Ιωάννης πηγαίνων εις τον κατηραμένον εκείνον οίκον, εξεδύθη τα τουρκικά φορέματα, και ενεδύθη τα πρότερα χριστιανικά, και εν ταυτώ τρέχει αμέσως εις το κριτήριον, και παρρησιάζεται με φορέματα χριστιανικά, και σαρίκι τούρκικον εις την κεφαλήν. Τι δε είπε κατά της αντιχρίστου θρησκείας, και τι υπέρ της αγίας Πίστεως του Χριστού, και πως έκαμε την Χριστιανικήν του ομολογίαν, δεν ευρέθη εκεί Χριστιανός τις να ακούση και να μας τα φανερώση· άλλο δεν εκηρύχθη έξω υπό των ασεβών, παρά μόνον ότι έλεγε· «Δεν θέλω να ονομάζωμαι Μεχμέτης, αλλά Ιωάννης». Εκείθεν τον στέλλει ο κριτής εις την φυλακήν και παρευθύς διεδόθη η φήμη πανταχού, ότι εν παιδίον νέον μεταβαίνει να μαρτυρήση, και τους μεν Χριστιανούς εχαροποίησεν η όντως χαροποιός αυτή είδησις, τους δε Αγαρηνούς ελύπησε και εσύγχυσε. Την τρίτην έγινε συνέλευσις εις το διοικητήριον και συνήχθησαν εκεί όλοι, ο διοικητής, δύο ψευδομάρτυρες και όλοι οι αγάδες και επίσημοι της Σμύρνης, ωσάν να ήτο καμμία μεγάλη βασιλική υπόθεσις. Ο Μάρτυς μανθάνει εις την φυλακήν το παράνομον συνέδριον εκείνο, και αφού εζήτησε δια προσευχής την εξ ύψους βοήθειαν, διεμήνυσεν εις τον πατέρα του, με τον υπηρέτην της φυλακής, Χατζή Σταυρινόν καλούμενον, να υπάγη εις την φυλακήν και να τον ευχηθή. Θέλει ο ευλογημένος πατήρ· καταφλέγονται τα πατρικά σπλάγχνα του, να αποχαιρετήση τον υιόν, και να του δώση τον τελευταίον ασπασμόν, αλλά φοβείται. Και λοιπόν, με κατανυκτικά δάκρυα εις τους οφθαλμούς, του παρήγγειλε με τον Χατζή Σταυρινόν τα ακόλουθα· «Ας έχη την ευχήν του Χριστού και της Παναγίας και εμού του αμαρτωλού· η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να τον ενδυναμώση να λάβη εκείνο όπου ποθεί. Ναπροσέχη όμως να μη αναφέρη εξεταζόμενος ούτε πατέρα ούτε αδελφόν, ούτε κανένα άλλον συγγενή, δια να μη τους ακολουθήση κανείς πειρασμός ή άλλο κακόν». Εν τω μεταξύ αυτό συνεσκέφθη και συνεβουλεύσατο και το πονηρόν των Αγαρηνών συνέδριον· και εκβαλόντες τον Μάρτυρα εκ της φυλακής, τον παρέστησαν εις δευτέραν εξέτασιν. Ηρωτήθη εκεί ο Μάρτυς, εξητάσθη ενώπιον πάντων, ωμολόγησε παρρησία την αγίαν Πίστιν του Χριστού, ηρνήθη αφόβως την εναντίαν. Όλοι οι επίσημοι Αγαρηνοί παρεκάλουν, με δουλοπρεπή ταπείνωσιν, τον «παπουτσήν» Ιωάννην και τον εκολάκευον και του υπέσχοντο μύρια αγαθά, άλλος ενδήματα, άλλος χρήματα και ιδιαιτέρως ο Φράγκος αντιπρόσωπος, ως Θεσσαλονικεύς, περισσότερον τον εκολάκευεν, ως οικείον τάχα και συμπατριώτην του, και κοντά εις τα άλλα που του υπέσχοντο του έταζον να τον κάμουν και αγάν. Και όλοι συλλυπούμενοι και συμπονούντες τάχα, του έλεγον να λυπηθή την νεότητά του και την ζωήν του, επειδή, εάν δεν τους υπακούση, εξάπαντος θα θανατωθή. Και ταύτα μεν έλεγον εκείνοι· τι δε απήντησεν ο θεόφρων και ουρανόφρων Ιωάννης; Δεν επρόσεχε παντελώς εις τας κολακείας των· δεν είχεν τον νουν του εις των γηϊνων και φθαρτών τας υποσχέσεις, αλλά έχων εστραμμένους τους λογισμούς του εις των ουρανίων και ακηράτων αγαθών την απόλαυσιν, εστέκετο σιωπών έμπροσθέν των, ως άλλος απλούστατος Μαρδάριος ο Ιωάννης, ότι καθώς εκείνος, όταν τον ηρώτα ο τύραννος, άλλο δεν απεκρίνετο, παρά «Χριστιανός είμαι», ούτω και ο μακάριος ούτος, άλλο δεν έλεγεν, όταν τον εβίαζον να αποκριθή, παρά τούτο· «Χριστιανός είμαι, την πρώτην μου Πίστιν πιστεύω, Ιωάννης θέλω να ονομάζωμαι και όχι Μεχμέτης». Τέλος πάντων, βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, έλεγον ο καθείς την γνώμην του, τι να κάμουν περί του Μάρτυρος. Τότε προσέρχεται εις το μέσον Σουλεϊμάν αγάς ο διοικητής, και εμπνευσθείς ασφαλώς υπό του διαβόλου, λέγει προς τους άλλους· «Να σας είπω εγώ· ούτοι οι Έλληνες είναι πεισματάρηδες, και αφού αποφασίσουν να κάμνουν εν πράγμα, πρώτον αποφασίζουν τον θάνατόν των, και έπειτα το επιχειρούν· Λοιπόν εις μάτην κοπιάζομεν· αλλά ηξεύρετε τι να κάμνωμεν; Υπάρχει πλοίον έτοιμον δια το Αλγέριον. Ας τον βάλωμεν μέσα εις αυτό με τους άλλους τριακοσίους Τούρκους, και ούτω θέλων και μη θέλων θα μείνη Τούρκος. Τι ημπορεί να κάμη εις το Αλγέρι»; Αυτά είπε το σατανικόν εκείνο στόμα και όλοι συνεφώνησαν, και ως θαυμαστόν σύμβουλον τον επήνεσαν. Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης εφοβήθη, μήπως ματαιωθή με τον τρόπον αυτόν το Μαρτύριον. Δια να αποφύγη λοιπόν τον κίνδυνον αυτόν ο ευσεβής Ιωάννης, εμιμήθη τον μακάριον εκείνον Αυξίβιον, και λέγει εις τους κριτάς του· «Δότε μοι διορίαν, να συλλοδισθώ τι να κάμω». Αυτά μηχανάται ο Ιωάννης, και ο Θεός μωραίμνει όλους εκείνους, και μετά χαράς εδέχθησαν την πρότασίν του και του εχάρισαν δύο ημέρας διορίαν να συλλογισθή, χωρίς να συλλογισθούν, οι ανόητοι, ότι καλά, του δίδομεν διορίαν όμως το καράβι φεύγει τώρα· εάν μένη εις την αυτήν γνώμην και μετά την διορίαν των δύο ημερών, τι θα κάμωμεν έστερον; Η θαυμαστή συμβουλή του Σουλεϊμάν αγά μένει ματαία. Ο Θεός, ο μωραίνων τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών, εμώρανε και εκείνους, καθώς είπον, και ουδόλως εσυλλογίσθησαν τούτο, αλλά τον έστειλαν εις την φυλακήν, χωρίς να έχη εκεί την παραμικράν ενόχλησιν. Εισελθών εις την φυλακήν ο Μάρτυς, λέγει μετ’ ολίγην ώραν εις καλόν τινά Χριστιανόν, δούλον του κονακίου· «Αδελφέ, παρακαλώ σε κάμε μου την χάριν, και ύπαγε εξέτασον καλώς και μάθε, πότε φεύγει το καράβι, όπου έχει τους Μπαρμπαρέσους»; Του λέγει ο Χριστιανός, αγνοών τον σκοπόν του Μάρτυρος· «Δεν βλέπεις την δυστυχίαν σου, μόνον θέλεις να ηξεύρης πότε φεύγουν οι Μπαρμπαρέσοι»; Του λέγει πάλιν ο Μάρτυς· «Αδελφέ, είσαι Χριστιανός; κάμε μου αυτήν την ευεργεσίαν δια τον Χριστόν, επειδή εγώ φοβηθείς να μη με βάλουν μέσα εις το καράβι αυτό και με στείλουν εις τους τόπους της ασεβείας, και χάσω την ελπίδα μου, εζήτησα διορίαν, δήθεν δια να συλλογισθώ τι να κάμω· δια τούτο ύπαγε, μάθε ακριβώς, και ειπέ μοι, διότι εάν μείνη εδώ έως αύριον, θα ζητήσω πάλιν νέαν διορίαν, έως ότου φύγη». Την εσπέραν εκείνην επέστρεψεν ο Χριστιανός, και του έφερε την ευχάριστον είδησιν ότι έφυγε το καράβι. Και τούτο ακούσας εχάρη πολύ ο Ιωάννης, και δοξάσας τον Θεόν, ηυχαρίστησε τον Χριστιανόν. Την αυτήν εσπέραν ο στρατιωτικός διοικητής έβαλεν εις την φυλακήν ναυτικόν τινά ξένον και πτωχόν, διότι εφόρει κόκκινα υποδήματα. Ερωτά ο Μάρτυς τον ναυτικόν, δια ποίαν αιτίαν τον έβαλαν εις την φυλακήν. Και εκείνος με αστειότητα του αποκρίνεται· «Ο διοικητής ελπίζει να πάρη από εμέ κανέν φιλοδώρημα και δια τούτο με εφυλάκισεν, επειδή εφόρουν κόκκινα υποδήματα, και δεν γνωρίζει ο δυστυχής, ότι όχι μόνον φιλοδώρημα δεν παίρνει, αλλά και θα με τρέφη εν όσω με κρατεί εδώ, επειδή εγώ είμαι πάντοτε με τα καράβια και φορώ κόκκινα υποδήματα. Εάν δε είχον χρήματα, θα ηγόραζον εν ζεύγος καινούργια».Ταύτα ειπών ο ναυτικός, ηρώτησε τον Μάρτυρα· «Αλλά συ, αδελφέ, πως είσαι φυλακισμένος»; Του διηγήθη τότε ο Μάρτυς την υπόθεσιν όλην και εθαύμασεν ο άνθρωπος, και όχι πλέον με αστειότητα, αλλά με θαυμασμόν και έκπληξιν έλεγεν· «Αδελφέ, η υπόθεσίς σου είναι μεγάλη και το έργον σου φοβερόν». Τότε ο Μάρτυς του έδωκε το χρηματοφυλάκιόν του με χρήματα αξίας επτά γροσίων, λέγων: «Λάβε τούτο, αδελφέ, να περάσης μερικάς ημέρας εις την ανάγκην σου. Λάβε και το μανδήλιον τούτο, δια να με ενθυμήσαι». Λέγει προς τον Μάρτυρα ο ναυτικός· «Τι κάμνεις; Και συ πτωχός είσαι, και δίδεις εις εμέ τας μικράς οικονομίας σου»; Δεν μου χρειάζονται, αποκρίνεται ο Μάρτυς, επειδήεγώ αύριον σου αφήνω υγεία. Επέρασε λοιπόν όλην εκείνην την νύκτα ο Μάρτυς με προσευχάς και μετανοίας. Την Πέμπτην, δύο ώρας προ της μεσημβρίας, έγινε πάλιν συνέλευσις μεγάλη επάνω εις το κριτήριον, και όλοι είχον καλάς ελπίδας, ότι ίσως μετενόησεν ο Μάρτυς, και ούτω θα τον εκέρδιζον εις την πίστιν των. Έφεραν λοιπόν εκεί τον Μάρτυρα, δια τρίτην εξέτασιν. Αλλ’ όταν ήκουσαν παρ’ αυτού, ευθύς εξ αρχής, ότι εσυλλογίσθη καλώς, και ότι άλλο δεν έκρινεν εύλογον, παρά να είναι Χριστιανός και να ονομάζηται Ιωάννης, εθλίβη υπερβολικώς η καρδία των και εσκυθρώπασαν. Ο δε κριτής, γνωρίζων ότι τα λόγια είναι μάταια, ήρχισε τα έργα. Και, ω του ζήλου και της φιλοτιμίας του! Ευθύς εμέτρησε πεντακοσίων γροσίων φλωρία, και κατά μίμησιν τούτου όλοι οι άλλοι έρριψαν άσπρα πολλά εις το μέσον, μάλιστα δε δεισιδαίμων τις πραγματευτής Μπαρμπαρέσος, κοντά εις τα πεντακόσια μετρητά όπου εμέτρησεν, έστειλε και έφεραν μίαν ενδυμασίαν μπαρμπαρέσικην, ολόχρυσον και πολύτιμον. Ας συλλογισθή έκαστος μοναχός του τα πολλά παρακινήματα και τας πολυειδείς κολακείας όπου του έλεγον. Ο δε Μάρτυς εσιώπα και μόνα τα ουράνια είχε κατά νουν, και εις τόσα όπου είπον όλοι εκείνοι, άλλο δεν είπε, παρά τα ακόλουθα· «Αλλοίμονον εις σας, όπου έχετε τώρα την δόξαν, την εξουσίαν και τα πλούτη, εις δε την άλλην ζωήν θα καταδικασθήτε εις την αιώνιον κόλασιν· εγώ άλλο δεν θέλω παρά να είμαι Χριστιανός και να ονομάζωμαι με το χριστιανικόν μου όνομα Ιωάννης». Ποικίλαι και πολυειδείς αι μηχαναί και πανουργίαι του αρχεκάκου εχθρού! Δεν τους ετάραξεν ο λόγος ούτος, ο οποίος έπρεπε να τους πληγώση κατάκαρδα, αλλά με πραότητα και ειρήνην του λέγουν· «Συ έξελθε απ’ εδώ Μεχμέτης, και πήγαινε όπου θέλεις, και όπως θέλεις ονομάζου, και ουδείς δεν θα σε εμποδίση». Τούτο βεβαίως ήτο πονηρία και δόλος του εχθρού, δια να τον εμποδίση από το Μαρτύριον. Ομοίως και οι υπάλληλοι του κριτού, του έλεγον· «Λυπήσου την ζωήν σου και την νεότητά σου. Φύγε από εδώ, και όπου θέλεις ύπαγε, και ό,τι θέλεις γενού, μόνον φύγε από εδώ Μεχμέτης, δια να μη θανατωθής». Αλλά σταθερώς πάντοτε ο Ιωάννης απεκρίνετο· «Όχι· εγώ θέλω να εξέλθω απ’ εδώ, υπάρχων και ονομαζόμενος Ιωάννης». Ταύτα πάντα είναι βεβαίως εκτός πάσης αμφιβολίας, διότι δεν τα διέδωσε συγγενής ή φίλος του Μάρτυρος ή καν Ορθόδοξος, αλλά αιρετικός εχθρός της Πίστεως, Καθολικός (οίδε γαρ και πολέμιος αρετήν ανδρός θαυμάζειν), όστις ήτο διερμηνεύς Μοσχοβίτης, και έτυχεν εκεί παρών δι’ άλλην υπόθεσιν. Τελευταίον βλέποντες εκείνοι το αμετάθετον της γνώμης του Ιωάννου ηγανάκτησαν, και του λέγουν· «Μη νομίσης ότι θα σε θανατώσωμεν ευθύς δια να απαλλαγής. Όχι! Θα σε βασανίσωμεν τόσον, έως ότου να αποθάνης εις τα βάσανα». Με τον λόγον τούτο επρόσταξεν ο κριτής τινά, όστις έσυρε το γιαταγάνι του, και με πολλήν ορμήν και μανίαν τον έσπρωξε, κατεβάσαντες δε αυτόν κάτω, τον επήγαν εις την φυλακήν, δια να τον βασανίσουν. Αλλά πριν να τον φέρουν εις την φυλακήν, τον εγύρισαν οπίσω, και εις τον ίδιον καιρόν έστειλαν να φέρουν τον πατέρα του, δια να τον παρακινήση εκείνος να υπακούση εις αυτούς την ώραν εκείνην, και κατόπιν ας κάμη όπως θέλει, και όπου θέλει ας υπάγη. Πλην, επειδή ο πατήρ του εφοβείτο, και δεν ήθελε να υπάγη, ώρμησαν με θυμόν και μανίαν οι απεσταλμένοι να τον αρπάσουν και να τον φέρουν εκεί. Τούτο βλέποντες μερικοί γείτονες Τούρκοι εμεσίτευσαν και τον άφησαν. Αφού λοιπόν εγύρισαν οι απεσταλμένοι και είπον, ότι ο πατήρ του λέγει, ότι δεν έχει καμμίαν σχέσιν με αυτόν, και ότι δεν τον θεωρεί πλέον δια υιόν του, έγινε παρά πάντων απόφασις να αποκεφαλισθή. Παραλαβόντες λοιπόν αυτόν οι Αγαρηνοί έδεσαν οπίσω τας χείρας του, και τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης. Επροπορεύετο δε πάντοτε ο κήρυξ και εφώναζεν· «Ιδού πως τιμωρείται, όστις αρνείται την πίστιν ημών». Ο δε Ιωάννης, συρόμενος όπισθεν, εφώναζε και αυτός· «Συγχωρείτε με, Χριστιανοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Και ούτως ως λαμπρότατος αριστεύς έτρεχεν ο του Κυρίου αήττητος Μάρτυς εις το Σοάν – παζάρι δια να στήση τα τελευταία τρόπαια της νίκης του κατά των ορατών και αοράτων εχθρών, κατά τον εξ αρχής σκοπόν και πόθον του. Ο τόπος εκείνος είναι πλατύς και ευρύχωρος, και εν τούτοις ήτο γεμάτος από το πολύ πλήθος των προσδραμόντων δια να ίδουν το παράδοξον εκείνο θέαμα. Διότι οι μεν Αγαρηνοί έτρεξαν με πολύν ενθουσιασμόν, νομίζοντες ότι προσφέρουσιν λατρείαν εις τον Θεόν, χύνοντες το δίκαιον αίμα του Μάρτυρος, κατά την Ευαγγελικήν προφητείαν την λέγουσαν· «Έρχεται ώρα ίνα πας ο αποκτείνων υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ» (Ιωάννου ιστ: 2). Οι μεν Αγαρηνοί, λέγω, προσέδραμον, δια να ίδουν την εκδίκησιν της υβριζομένης θρησκείας των, οι δε Χριστιανοί δια να ίδουν την δύναμιν του Σταυρού, και την νίκην της θείας ημών Πίστεως, η οποία, κατά τον επιστήθιον Μαθητήν, ενίκησε τον κόσμον· «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (Α΄ Ιωάννου ε:4). Προσήλθον δε και Φράγκοι και Αρμένιοι και παντός γένους και πάσης φυλής άνθρωποι· και τόσον πλήθος εσυνάχθη, ώστε κτυπώντες με ξύλα το πλήθος εκείνοι οι βασανισταί του ευλογημένου Ιωάννου με δυσκολίαν κατώρθωσαν να παραμερίσουν το άπειρον εκείνο πλήθος και να φέρουν τον Μάρτυρα εις τον τόπον της καταδίκης. Παρετάχθησαν λοιπόν εκεί οι Αγαρηνοί με τους αρχηγούς των, δια να εμποδίζουν την ορμήν του πλήθους. Έπειτα λέγουν προς τον Μάρτυρα να γονατίση, αυτός δε με φαιδρόν και χαρωπόν πρόσωπον εγονάτισεν ευθύς. Και οι μεν Χριστιανοί με δάκρυα εις τους οφθαλμούς έλεγον μυστικά το «Κύριε, ελέησον», οι δε Αγαρηνοί με μεγάλην των απορίαν έβλεπον την μεγαλοψυχίαν και αφοβίαν του Μάρτυρος. Τότε έσυρε το γιαταγάνι ο δήμιος, επέδειξε τούτο τρεις φοράς εις τον Μάρτυρα, το ήγγισεν εις τον λαιμόν του, αλλ’ εκείνος εγέλα. Κύπτει πάλιν και του ομιλεί τρεις φοράς μυστικά εις το ους, ο δε Μάρτυς με την ανάνευσιν της κεφαλής του εφανέρωνεν, ότι τα μυστικά εκείνα, τα οποία του έλεγεν εκείνος, δεν τα εδέχετο. Τότε ο δήμιος εκβάλλει μανδήλιον δια να δέση τους οφθαλμούς του, και παρευθύς καφεπώλης τις, Τούρκος, γονατίζει έμπροσθεν του Μάρτυρος, και δεικνύων ο κατάρατος πολλήν ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, του έλεγεν· «Έλα εις τον νουν σου, λυπήσου την ζωήν σου, την νεότητά σου· ειπέ μόνον με λόγον, ότι είσαι Τούρκος, και σώζεσαι». Αλλ’ ο Μάρτυς, με την ανάνευσιν της κεφαλής του, έλεγε πάλιν το όχι· τελευταίον του έδεσε τους οφθαλμούς ο δήμιος με το μανδήλιον, και εκείνος ο μακάριος έλεγε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκά κγ:42). Τούτο ειπών τρεις φοράς, απετμήθη την ιεράν αυτού κεφαλήν, και ανήλθε στεφανηφόρος εις την ουράνιον Βασιλείαν, ως Μάρτυς λαμπρότατος της αιωνίου αληθείας του Ιησού Χριστού. Εδόξασε δε τον Θεόν ο θείος ούτος και χαριτώνυμος Ιωάννης εις τους χιλίους οκτακοσίους δύο (1802) από Χριστού χρόνους, εις τας είκοσιν εννέα (29) του Μαϊου μηνός, ημέραν Πέμπτην. Και ο μεν αγών του Μάρτυρος έλαβε τέλος έως εδώ, έτερος όμως αγών ηνοίχθη εις τους Χριστιανούς, ότι όλον σχεδόν το συνηγμένον εκείνο πλήθος ώρμησαν να ίδουν το άγιον Λείψανον κείμενον, και όλοι ηγωνίζοντο να λάβουν τι των μαρτυρικών καλών, προς αγιασμόν των. Δίδοντες λοιπόν χρήματα άφθονα, άλλος έπαιρνεν από το αίμα του, άλλος από τας τρίχας του, άλλος από τα ενδύματά του, και άλλος από το σχοινίον με το οποίον έδεσαν τας χείρας του. Και τούτο εγίνετο έως την άλλην ημέραν. Αφού δε επώλησαν όλα τα άλλα, ήρχισαν να κόπτουν τα δάκτυλά του, και τα επώλουν. Τόση εστάθη η προθυμία των Χριστιανών, εις την καλήν αυτήν και σωτήριον πραγματείαν, ώστε, καθώς λέγεται, υπέρ τας τρεις χιλιάδας γροσίων εισέπραξαν οι τύραννοι. Έμενεν ακόμη η Αγία Κάρα, αλλ’ ηκούσθη, ότι είχον υπόσχεσιν να την πωλήσουν και αυτήν την νύκτα του Σαββάτου. Ομοίως εσκέπτοντο να κόψουν και τας χείρας και τους πόδας του κτυφίως, και να τα πωλήσουν εις τινας Χριστιανούς. Τούτο μαθών ευλαβής τις και φιλομάρτυς Χριστιανός Μοσχοβίτης, Παναγιώτης ονομαζόμενος, το επίθετον Παναγιωτόπουλος, δεν ενόμισε καλόν να τεμαχισθή το μαρτυρικόν Λείψανον. Όθεν έχων αυτός καλήν γνωριμίαν με τον κριτήν και με τους ανθρώπους του, εστοχάσθη να κάμη τρόπον, να λάβη ολόκληρον το σώμα και να το ενταφιάση· τούτο δε και εγένετο, ως επόθει, κατά τον ακόλουθον τρόπον. Επήγεν εις τον διοικητήν, με τον οποίον είχε μεγάλην φιλίαν από άλλας προλαβούσας υποθέσεις, και του λέγει· «Εγώ, φίλε μου ακριβέ, έχω εν κακόν ιδίωμα· όταν τύχη να ίδω κανένα αποκεφαλισμένον άνθρωπον, δεν ημπορώ πλέον να ησυχάσω ούτε νύκτα, ούτε ημέραν· ο ύπνος μου χάνεται, η όρεξίς μου κόπτεται, και δεν δέχομαι φαγητόν, σχεδόν δε κινδυνεύει και αυτή η ζωή μου· όθεν κάμνω όποιον τρόπον ημπορέσω, δια να θάψω τον νεκρόν εκείνον. Οιασδήποτε θρησκείας άνθρωπος και αν είναι, θα επιμεληθώ να τον θάψω, διότι διαφορετικά δεν ημπορώ να ησυχάσω. Λοιπόν έτυχε να ίδω και τώρα αυτόν όπου απεκεφαλίσθη, και πάσχω τα ίδια και χειρότερα. Σε παρακαλώ λοιπόν, αν με αγαπάς, καθώς είμαι βέβαιος ότι με αγαπάς, βοήθησόν μοι, να λάβω αυτό το Λείψανον να το θάψω, κοντά δε εις την φιλίαν μας θέλεις λάβει παρ’ εμού και εν καλόν φιλοδώρημα». Ταύτα ακούσας ο Αγαρηνός ευρέθη εις δύο στενά, κατά τον κοινόν λόγον· επειδή από το εν μέρος τον στενοχωρεί η φιλία, τον αναγκάζει και η φιλοδωρία, από το άλλο δεν ευρίσκει τρόπον εύκολον να δοθή το Λείψανον. Ο Παναγιώτης, βλέπων αυτόν διστακτικόν, του λέγει· «Μη στενοχωρήσαι, εγώ θα σου υποδείξω τον κατάλληλον τρόπον: Πήγαινε εις τον έπαρχον και ειπέ του ότι ήλθεν εις πραγματευτής Μοσχοβίτης, και δίδει τετρακόσια γρόσια, δια να πάρη αυτόν τον αποκεφαλισμένον να τον θάψη. Όταν θα ακούση αυτό εκείνος, θα ζητήση και δια λογαριασμόν του, και ευχαρίστησον αυτόν με όσα ημπορέσης. Έπειτα γύρισε εις τον κριτήν, και ειπέ του, πως ο έπαρχος έλαβε χρήματα και έδωκεν άδειαν να θάψουν αυτόν τον αποκεφαλισμένον, και όταν ζητήση και αυτός χρήματα, ειπέ του, πως ο φίλος μας ο Παναγιωτόπουλος θα τον αγοράση και πρέπει να δώσης άδειαν, και κοντά εις την χάριν όπου του κάμνεις, θέλεις λάβει και ικανήν φιλοδωρίαν». Με αυτόν τον τρόπον ημπόρεσεν ο Παναγιώτης και έλαβεν έγγραφον την άδειαν και από τον κριτήν και από τον έπαρχον και έθαψεν ευλαβώς το μαρτυρικόν Λείψανον. Πολύς καιρός επέρασεν έκτοτε, και όπου και αν ήθελεν υπάγει τις, τα περί του Μάρτυρος διηγήματα ήκουεν, όχι μόνον από τους Ορθοδόξους, αλλά και από Φράγκους και από Αρμενίους. Αλλά και αυτοί οι Τούρκοι έλεγον αναμεταξύ των ότι εις τοιούτος νέος, ο οποίος δεν ελυπήθη την νεότητά του, και δεν εφοβήθη τον θάνατον, βεβαίως Άγιος είναι, διότι απέθανε δια την Πίστιν του. Ακούσατε δε και εν αξιόλογον θαύμα, το οποίον ενήργησε κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Μάρτυς του Χριστού Ιωάννης. Νέος τις επήρε με βαμβάκι από το μαρτυρικόν αίμα, και είχε μεγάλην χαράν δια τούτο· το εφύλαττε δε με μεγάλην ευλάβειαν ως θησαυρόν ουράνιον. Η αδελφή του τον παρεκάλεσε πολλάκις να της δώση ολίγον αιματωμένον βαμβάκι, αλλά εκείνος κατ’ ουδένα τρόπον εδέχετο· τέλος όμως βιασθείς από τας πολλάς παρακλήσεις της έδωσε το ήμισυ. Λαβούσα εκείνη το ποθούμενον, εχάρη τα μέγιστα και αφού το επροσκύνησε και το ησπάσθη, το εκρέμασεν εις τα εικονίσματά της. Έλεγε δε εις τας περιοίκους· «Ας έχη δόξαν ο Κύριος, όπου ηυτύχησα και εγώ να λάβω από το αίμα του Μάρτυρος, μεγάλου πράγματος ηξιώθην»! Τότε γραία τις λέγει· «Κρίμα εις την ευλάβειάν σου, κόρη μου· θεωρείς Άγιον εκείνον; Απατάσαι». Η γυνή επίστευσεν εις της κακογραίας τα λόγια, και παρευθύς εψυχράνθη, απέβαλε την θερμήν ευλάβειαν όπου είχε, κατεβάζει το βαμβάκι από το εικονοστάσιον και το καίει. Αλλ’ ω του θαύματος! Παρευθύς την ώραν εκείνην ήρχισαν να μουδιάζουν τα χέρια της, να ατονούν, και μετά βίας τα εκινούσεν· συγχρόνως η συνείδησίς της την ελέγχει, αισθάνεται ότι από θείαν οργήν πάσχει, διότι έκαυσε το αίμα του Αγίου. Προσπαθεί να κρατήση το βρέφος της δια να το θηλάση, αλλά δεν ημπορεί, κοντά δε εις την παράλυσιν αρχίζουν και πόνοι· πρήσκεται και τέλος πίπτει εις το κρεββάτι. Στέλλουν οι ιδικοί της να καλέσουν ιατρόν, αλλ’ η ασθενής γνωρίζουσα πόθεν πάσχει δεν θέλει ιατρόν, αλλά Ιερέα, να της ψάλη αγιασμόν. Ο Ιερεύς, αφού προσεκλήθη δια τον αγιασμόν, μαθών το γεγονός, είπε να παρακαλέσουν όλοι θερμώς τον Μάρτυρα, και να ζητήσουν πάλιν από το αίμα του να την αλείψουν, μήπως και την συγχωρήση και την θεραπεύση· τούτο δε και εγένετο παραδόξως. Διότι ευθύς ως έφερεν η μήτηρ της το άλλο ήμισυ αιματωμένον αμβάκι, όπου είχεν ο υιός της, και την εσταύρωσαν, και όλοι κλαίοντες εζήτουν την θεραπείαν της από τον Μάρτυρα, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! ευθύς έπαυσαν οι πόνοι· ησθάνθη παρευθύς πως έλαβε δύναμιν· οι πόδες της εξεπρήσθησαν και έγινε τελείως υγιής. Αλλά και έτερον θαύμα ακούσατε: Πατήρ τις είχε παιδίον μικρόν, το οποίον έπασχε δεκαοκτώ μήνας, και δεν ηδύνατο να εγείρη την κεφαλήν του, αλλά την είχε πάντοτε σκυμμένην εις τα έμπροσθεν. Ακούσας δε το προαναφερθέν θαύμα του Αγίου, εσταύρωσε το παιδίον με το αίμα του Μάρτυρος όπου είχεν· έβαλε δε και εις νερόν το αιματωμένον βαμβάκι, και το επότισε, και, ω του θαύματος! παρευθύς ιατρεύθη από την ανίατον νόσον, από την οποίαν έπασχε δια της μαρτυρικής χάριτος του Αγίου ενδόξου Νεομάρτυρος και χαριτωνύμου Ιωάννου· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς των ψυχικών και σωματικών παθών, και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, μετά των απ’ αιώνος τω Θεώ ευαρεστησάντων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου