Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο θείος του Κυρίου Απόστολος και πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, ήτο από την Ιουδαίαν, υιός ων του μνήστορος Ιωσήφ.
Επειδή δε άλλο δεν είναι εις τους ζηλωτάς της ευσεβείας και εναρέτους γλυκύτερον, ως η του δικαίου ενθύμησις, η οποία τους ευφραίνει περισσότερον από ό,τι ο χρυσός τους φιλαργύρους ή τους φιληδόνους το κάλλος του σώματος και επειδή δεν είναι μόνον γλυκεία η του δικαίου ενθύμησις, αλλά και υπερλίαν ωφέλιμος, διότι εμφυτεύει εις τας ψυχάς κέντρον θεϊκού ζήλου και διεγείρει εις την μίμησιν αυτού τους εντυγχάνοντας, δια τούτο θα είπωμεν και ημείς ολίγα τινά δια τον αληθώς και δικαίως δίκαιον όντα και ονομαζόμενον θείον τούτον Ιάκωβον, όστις επλούτησε και της θείας ταύτης επωνυμίας, να λέγηται από όλους τους Αγίους διαφερόντως και εξαιρετώτερα Αδελφόθεος, διότι ουδείς άλλος ηξιώθη να ονομάζηται αδελφός του Χριστού ειμή μόνον αυτός ο αοίδιμος. Περί τούτου δε θα είπωμεν όσα εμάθομεν από τον Ηγήσιππον και τον Κλήμεντα. Ούτος ήτο, ως είπομεν, υιός του Ιωσήφ, όστις δια τας αρετάς του εμνηστεύθη και ηρραβωνίσθη δια νύμφην την προ του τόκου και εν τω τόκω και μετά τόκον αειπάρθενον Θεοτόκον· τούτον ωνόμαζον Ιοβλίαν το πρότερον, το οποίον σημαίνει εν τη Εβραϊκή γλώσση δίκαιον, διότι τόσον ενάρετα εβίου από βρέφους και τοσαύτην εγκράτειαν είχεν εις όλας του τας αισθήσεις και τα μέλη του, ώστε ήτο αληθώς ξένον θέαμα. Ο οφθαλμός έβλεπε πάντοτε δίκαια, όθεν και του θείου ελέους ήτο πάντοτε άξιος· η ακοή ήτο ηνεωγμένη εις τα σωτήρια αναγνώσματα, το στόμα είχε τον νόμον εντρύφημα, η δεξιά ετοίμη εις ελεημοσύνην και συμπάθειαν πάντοτε, η δε γαστήρ εγκρατεύετο από όλα τα περιττά και άχρηστα. Ούτε έφαγεν έμψυχον πράγμα εις όλην την ζωήν του, ήτοι κρέας, οψάριον, καρκίνον (κάβουραν) ή άλλο έχον πνοήν και ζωήν, ούτε οίνον έπιε ποτέ, μόνον με ύδωρ άδολον εθεράπευε την δίψαν του. Η τροφή του ήτο άρτος μόνον και δάκρυα. Τας δε μετανοίας, τας οποίας εποίει, εφανέρωναν τα μεμαραμμένα και εξηντλημένα γόνατα, των οποίων μόνον το δέρμα εφαίνετο μετά των οστών, εν ω η σάρξ του ήτο ηφανισμένη από την πολλήν εγκράτειαν. Το ένδυμά του ήτο ράσον τρίχινον, λινόν δε όταν εισήρχετο εις το ιερόν. Δεν ήτο εις αυτόν ουδεμία διαφορά ημέρας τε και νυκτός, αλλά και την νύκτα εποίει έργα φωτός άξια και την ημέραν πολλάκις διήρχετο την ζωήν με ησυχίαν εις προσευχήν ατάραχος, ηγαπημένος από τους συγγενείς και φίλους του και από τους ξένους και αλλοτρίους ευλαβούμενος, διότι ήτο τοσαύτη η αρετή του, ώστε όχι μόνον οι ευσεβείς και φίλοι του, αλλά και οι Έλληνες ετίμων αυτόν και τον είχον εις τοσαύτην ευλάβειαν, ώστε τινές απ’ εκείνους έχουσιν εις τα συγγράμματά των τας αρετάς του και τον επαινούσιν ως δίκαιον· αλλά και μεγάλην είχεν η πόλις την θλίψιν και την συμφοράν, οπόταν συνέβη το μίσος εκείνο το άδικον· και μαρτυρεί τον λόγον μου ο Ιώσηπος εις το εικοστόν της αρχαιολογίας σύγγραμμα, αλλά ας είπωμεν και τας λοιπάς αρετάς του Αποστόλου με βραχύτητα. Μετά την ενανθρώπησιν του Δεσπότου εγένετο των Ιεροσολύμων Επίσκοπος ο μέγας ούτος Ιάκωβος, όστις είχεν αληθώς τας δύο αρετάς, αίτινες άγουσι τον άνθρωπον εις τελείωσιν, θεωρίαν, δηλαδή, και πράξιν, από τας οποίας και αι άλλαι αρεταί ενδυναμούνται· ας εξετάσωμεν λοιπόν πρώτον την θεωρίαν, ήτις αναβιβάζει προς τον Θεόν τον ταπεινόν άνθρωπον. Ο Επίσκοπος πρέπει να έχη το θεωρητικόν πρότερον, καίτοι τινές λέγουσιν ότι το πρακτικόν είναι του θεωρητικού επίβασις. Από την αρχήν λοιπόν της Καθολικής Επιστολής του Αποστόλου τούτου φαίνεται, ότι ούτος ήτο θεωρητικός, ταπεινός και μέτριος· διότι υπογράφεται εν αυτή «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος» και τα λοιπά, από τα οποία γνωρίζεται η μεγάλη του ταπείνωσις, επειδή δεν λέγει καν ένα από τα τρία του μεγαλεία και αξιώματα, τα οποία είχεν, Επίσκοπος ή Απόστολος ή Αδελφόθεος, καθώς ο Παύλος προς Γαλάτας τον εμαρτύρησεν, αλλά γράφει το ταπεινότερον, δούλον Θεού εαυτόν ονομάζων, μιμούμενος εις την μετριότητα τον Διδάσκαλον. Γνωρίζων δε ως θεωρητικός και πάνσοφος, ότι η θλίψις φέρει προς αρετήν τον άνθρωπον και τον αναβιβάζει προς τον Θεόν με την κακοπάθειαν, παρακινεί τους πιστούς προς υπομονήν, λέγων ταύτα: «Όταν περιπέσητε εις διαφόρους πειρασμούς, αδελφοί μου, χαίρετε, ότι μακάριος όποιος υπομείνη πειρασμούς, διότι αυτός δόκιμος γενόμενος, θέλει λάβει τον στέφανον της ζωής». Ακολούθως διορθώνει την δεινήν ασθένειαν μερικών, οίτινες λέγουσιν ότι εκ φύσεως είναι το αμάρτημα και θεωρούν τον Θεόν αίτιον των κακών οι ασύνετοι, όθεν ως ιατρός άριστος εθεράπευσε και ταύτην την ασθένειαν λέγων: «Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι· ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα, έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος» (Ιακ. α: 13-14) και τα λοιπά όσα εκεί γράφει· ούτω λοιπόν αναμεταξύ Θεού και ανθρώπων ο δίκαιος δικαίως εδίκασε, μαρτυρήσας τον Θεόν αναίτιον των κακών και καταπείσας τους ανθρώπους να γνωρίζωσι την ραθυμίαν και ασθένειάν των, και να ταπεινώνωνται καθώς τους πρέπει, ζητούντες συγχώρησιν. Έπειτα πάλιν νουθετεί να μη καυχηθή κανείς, όταν κατορθώση το αγαθόν, επειδή χωρίς της θείας Χάριτος δεν ημπορούμεν να ποιήσωμεν καλόν τι έργον, διότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον από του Πατρός των φώτων» (Ιακ. α: 17), αυτός ημάς παρακινεί εις ελεημοσύνην και συμπάθειαν λέγων, ότι όσοι δεν ποιούσιν εδώ ελεημοσύνην εις πένητας, ευρήσουσι τον Κριτήν ανελεήμονα την ώραν της κρίσεως και όσοι δεν φυλάττουσι τας εντολάς του Κυρίου δεν ωφελούνται μόνον με την πίστιν, ήτις χωρίς των έργων νεκρά λογίζεται· «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι» (Ιακ. β: 20), καθώς και το σώμα χωρίς της ψυχής μένει νεκρόν και ακίνητον· αυτός ημάς εδίδαξε να χαλιναγωγώμεν την γλώσσαν, να μη λέγωμεν ψεύματα ή καταλαλιάν και κατάκρισιν, και εξαιρέτως να φεύγωμεν την επιορκίαν, ως ψυχοβλαβεστέραν και χείρονα των άλλων αμαρτημάτων, όχι δε μόνον τούτο αλλά και αυτόν τον αληθινόν όρκον να μη τολμήση τις να ομόση ούτε εις τον ουρανόν, ούτε εις την γην, ούτε εις άλλο τι κτίσμα παρόμοιον και αολώς ειπείν τοσούτον ημάς εδίδαξεν εκείνη η γλυκυτάτη γλώσσα του Ιακώβου, ώστε όστις αναγνώση την Επιστολήν του ωφελείται θαυμασιώτατα. Τον θείον τούτον Ιάκωβον είχον όλοι οι Απόστολοι εις μεγάλην ευλάβειαν και τον λόγον του ως νόμον εφύλαττον, καθώς εις πολλούς τόπους των Πράξεων φαίνεται και εξόχως, όταν είχον οι Αντιοχείς την συζήτησιν δια τους Έλληνας, τους ερχομένους εις την πίστιν, εάν πρέπει να περιτέμνωνται και ότε έγραψαν δι’ αυτήν την υπόθεσιν εις τους Αποστόλους, οίτινες ήσαν εις τα Ιεροσόλυμα δια να την κρίνωσιν, δεν ετόλμησεν άλλος τις να ποιήση απόφασιν ειμή μόνον ο μέγας Ιάκωβος, ταύτα λέγων: «Εγώ κρίνω, να μη πειράζωμεν τους επιστρέφοντας, αλλά μόνον να απέχωσιν από πορνείας, από πνικτόν και ειδωλόθυτον»· ούτως είπε και ο λόγος του έργον εγένετο και εκείνο το οποίον εψήφισεν ο Ιάκωβος, έγινεν εις όλους τύπος απαρασάλευτος, διότι όλοι οι Απόστολοι τον ηυλαβούντο και τον ετίμων ως πάντων εξαιρετώτερον, καθώς δύναται να πιστωθή πας τις από τον θείον Λουκάν, όστις λέγει ταύτα περί αυτού: «Τη επαύριον μετέβησαν όλοι οι Απόστολοι με τον Παύλον προς τον Ιάκωβον και αυτός τους ησπάσθη και έκαστος διηγήθη όσα θαυμάσια εποίησεν ο Θεός εις τα έθνη με την διακονίαν των, οι δε ακούσαντες εδόξασαν τον Θεόν» και τα επίλοιπα. Ούτος λοιπόν ο μέγας και θείος Ιάκωβος ήτο Άγιος, από την κοιλίαν της μητρός του ηγιασμένος, καθώς λέγουσι τα ιερά βιβλία. Δια τούτο και μετά Χριστόν ευθύς πρώτος Αρχιετεύς εχειροτονήθη Ιεροσολύμων Επίσκοπος και μόνος εις τα άγια των αγίων εισήρχετο, ουχί άπαξ του ενιαυτού ως οι Ιουδαίοι, αλλά καθ’ εκάστην ως καθαρώτατος και ευρίσκετο γονυκλινής πάντοτε, ικετεύων τον Κύριον δια την σωτηρίαν του λαού, από τον Μωϋσήν περισσότερον, ώστε απεσκληρύνθησαν τα γόνατά του ως των καμήλων από το πολύ γονάτισμα, διότι ούτω παρέδωσεν ημίν ο Θεός γενόμενος άνθρωπος, να προσευχώμεθα πάντοτε. Δια την υπερβολήν λοιπόν της δικαιοσύνης του τον επωνόμαζον Δίκαιον και Ιοβλίαν, το οποίον δηλοί περιοχή του λαού και της δικαιοσύνης. Και ο μεν θείος Ιάκωβος ούτω θεαρέστως επολιτεύετο, τινές δε εκ των αιρετικών Ιουδαίων παρακινηθέντες εκ των λόγων του Ανάνου συνήχθησαν οι πάντολμοι κατά του Ιακώβου, και θέντες αυτόν εις το μέσον, του έλεγον να αρνηθή την πίστιν του Χριστού οι μισόχριστοι και τον ηρώτων λέγοντες: «Ειπέ ημίν, δίκαιε, ποία είναι η θύρα του Ιησού»; Ο δε ως δίκαιος δικαίαν εις τους αδίκους έδωκε την απόκρισιν λέγων· «Ούτος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο τω Πατρί ομοούσιος». Τινές δε απ’ εκείνους επίστευον εις τα του Δικαίου δίκαια και αληθέστατα λόγια, άλλοι δε ηναντιούντο και πλάνην ταύτα ενόμιζον, διότι οι αιρετικοί εκείνοι ούτε εις ανάστασιν επίστευον, καθώς λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, ούτε των πράξεων ανταπόδοσιν. Υπήρχε δε μέγας γογγυσμός εις τους άρχοντας των Ιουδαίων και έλεγον οι Φαρισαίοι και Γραμματείς, ότι εκινδύνευε να πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν άπαντες· απήλθον λοιπόν προς τον Ιάκωβον λέγοντες: «Παρακαλούμεν σε, Δίκαιε, δίδαξον τον λαόν, διότι επλανήθησαν και πιστεύουσιν εις τον Ιησούν, θαρρούντες ότι αυτός είναι ο Χριστός. Όθεν την ημέραν του Πάσχα, κατά την οποίαν θα συγκεντρωθώσι, κατάπεισον αυτούς, να μη πλανώνται πιστεύοντες εις ένα άνθρωπον· σε παρακαλούμεν, ποίησον την χάριν ταύτην, διότι ημείς μαρτυρούμεν ότι είσαι δίκαιος και δεν κρίνεις μεροληπτικώς. Δια τούτο σε παρακαλούμεν να ανέλθης εις το πτερύγιον του Ναού, δια να σε βλέπη όλος ο λαός και να ακούωσι τους δικαίους λόγους σου και εκεί δίδαξον αυτούς. Ούτω λοιπόν, όταν ήσαν όλοι οι άνθρωποι συνηγμένοι εξ όλων των φυλών και εθνών, Εβραίοι τε και Χριστιανοί, κατά την συνήθειαν, ανεβίβασαν οι ψευδείς και άδικοι τον δίκαιον και αψευδή, νομίζοντες ότι θέλει επαινέσει την γνώμην των και τον έστησαν εις το υψηλότερον μέρος του ιερού λέγοντες μεγαλοφώνως, δια να ακούσωσιν οι περιεστώτες άπαντες: «Ειπέ ημίν, Δίκαιε, επειδή εις σε όλοι πιστεύομεν, τι λέγεις δια τον Ιησούν, τον οποίον εσταύρωσεν ο Πιλάτος, ο δε λαός νομίζων ότι αυτός είναι ο Χριστός πλανάται και πιστεύει αυτόν ως Θεόν; Φανέρωσον ημίν και απάγγειλον την αλήθειαν». Τότε λοιπόν, επειδή ο καιρός εκάλει τον αριστέα να αντισταθή κατά του ψεύδους, δεν εδειλίασε πρόσκαιρον θάνατον, ώστε να προδώση την αλήθειαν, αλλά αφήκε την φωνήν, την ψυχήν και την γλώσσαν ελευθέραν λέγων: «Τι με ερωτάτε δια τον Ιησούν; Αυτός κάθηται εις τον ουρανόν εκ δεξιών της δυνάμεως του Πατρός αυτού, Αυτός πάλιν θα έλθη επί των νεφελών του ουρανού καθεζόμενος, να κρίνη με δικαιοσύνην την οικουμένην άπασαν». Με την μαρτυρίαν ταύτην του Ιακώβου επληροφορήθησαν πολλοί και έκραζον λέγοντες: «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ». Οι δε τυφλοί Φαρισσαίοι και Γραμματείς μετενόησαν πολλά, επειδή δεν είπεν ο δίκαιος τα άδικα λόγια, τα οποία τον συνεβούλευσαν. Όθεν ώρμησαν κατ’ επάνω του φωνάζοντες προς τον λαόν ταύτα: «Ως και ο Δίκαιος επλανήθη»· και αναβάντες εις το πτερύγιον, τον ήρπασαν ως θηρία άγρια και τον εκρήμνισαν εις την γην. Επειδή όμως δεν απέθανεν αμέσως ο μακάριος, αρχίζουσι να τον λιθοβολώσιν οι κάκιστοι, εκείνος δε εδέχετο τους λίθους ατάραχος, ως θησαυρόν πολυτίμητον και γονατίσας έλεγε: «Κύριε Θεέ Πάτερ, συγχώρησέ τους, διότι δεν γινώσκουσι τι ποιούσιν». Ω μακαρίας ψυχής! Ω θαυμασίας πραότητος! Καθώς είπεν ο Δεσπότης εις τον Σταυρόν και ο Πρωτομάρτυς αυτού και ανεξίκακος Στέφανος, ούτω και ο αδελφός του Ιάκωβος, δεικνύων γνησίαν την αδελφότητα, προσηύχετο δια τους φονείς και αγνώμονας, οίτινες, καίτοι ήκουον αυτόν ευχόμενον δι’ αυτούς, δεν ηυλαβήθησαν την μακροθυμίαν του οι αχάριστοι, αλλά ακόμη τον ελίθαζον. Ιερεύς δε τις, από τους υιούς του Ρηχάβ, εφώναζε λέγων· «Παύσασθε, τι ποιείτε, ταλαίπωροι; Υπέρ ημών εύχεται ο Δίκαιος, ημείς δε, ω άδικοι, τον λιθάζετε»; Τότε εις των φονέων εκείνων ήρπασε ξύλον δια του οποίου εστράγγιζε βαφεύς τις και απεσφόγγιζε τα ιμάτια και δι’ αυτού τον εκτύπησε δυνατά εις την κεφαλήν και εξέπνευσεν ο Δίκαιος, λαβόντες δε αυτόν οι φονείς τον ενεταφίασαν πλησίον του Ναού. Όσοι δε ήσαν εύσπλαγχνοι και καλόγνωμοι βαρέως έφερον αυτήν την μιαιφονίαν και έστειλαν κρυφίως προς τον Αγρίππαν γράμματα, όστις ήτο της τετραρχίας του Ηρώδου διάδοχος, παρακαλούντες αυτόν να προστάξη τον Άνανον, να μη τολμήση πλέον χωρίς την βουλήν εκείνου να συγκαλέση συνέδριον· ο δε βασιλεύς Αγρίππας εστέρησε της ιερωσύνης τον Άνανον, όστις δεν είχε παρά τρεις μόνον μήνας εις την αξίαν και έκαμεν άλλον εις τον τόπον εκείνου. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά τόσα κακά έπαθον οι Ιουδαίοι μετά τον φόνον του Ιακώβου, ώστε δεν μας φθάνει η βίβλος αύτη καταλεπτώς να τα γράψωμεν, αλλά όστις θέλει να τα μάθη, ας αναγνώση τον ιστοριογράφον Ιώσηπον, όστις ήτο Ιουδαίος αψευδής και δεν έκρυψεν από την αλήθειαν τίποτε, ημείς δε εις το προκείμενον επανέλθωμεν. Ούτω λοιπόν δια Μαρτυρίου προσετέθη ο Μάρτυς εις τους Μάρτυρας και εις τους Δικαίους ο Δίκαιος, ο πρώτος όστις έλαβε μεταξύ των Επισκόπων τον στέφανον, διότι εις τους Διακόνους προέλαβεν ο Στέφανος, εις τους Αποστόλους ο Ζεβεδαίου Ιάκωβος και τώρα πάλιν εις τον πρώτον Αρχιερέα Χριστόν ο Αρχιερεύς ηκολούθησε, του οποίου κατ’ αλήθειαν πρέπουσιν όχι εις, αλλά πολλοί και διάφοροι στέφανοι, του Μαθητού, του Αρχιερέως, του Δικαίου, του Θεαδέλφου του Μάρτυρος και απλώς ειπείν, καθώς είχε με πάσαν αρετήν την ψυχήν του εστολισμένην, ούτω θέλει λάβει και την αμοιβήν πλουσίαν εις τον Παράδεισον, παρά του Δεσπότου Χριστού και Θεού ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί και ομοουσίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου