Μακάριος ο Όσιος Πατήρ ημών ο Ρωμαίος ήτο, καθώς και η προσωνυμία του φανερώνει, από την Ρώμην, υιός συγκλητικού τινος άρχοντος, ονόματι Ιωάννου, ανεχώρησε δε από νεαράς ηλικίας εις την βαθυτάτην έρημον, εις την οποίαν και παρέμεινεν έως τέλους μονώτατος.
Η εν τη ερήμω διατριβή του Οσίου τούτου πατρός ηγνοείτο υπό πάντων μέχρι του βαθυτάτου αυτού γήρατος, ότε κατά θείαν οικονομίαν και προς ωφέλειαν ημών κατέστη αύτη γνωστή υπό τας εξής περιστάσεις: Τρεις Όσιοι Γέροντες ηγιασμένοι, ονομαζόμενοι Σέργιος, Υγίνος και Θεόφιλος, ανήκοντες εις το Μοναστήριον του Αγίου Ασκληπιού, το οποίον ευρίσκετο εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας, συνεννοηθέντες ποτέ μεταξύ των δια την επίτευξιν αγαθού τινος σκοπού, απεφάσισαν να περιέλθωσι την γην άπασαν. Αρχίσαντες όθεν τον δρόμον, απήντων πολλά και αλλεπάλληλα εμπόδια, τόσον από ανθρώπους, όσον και από θηρία, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ενίοτε δε στερούμενοι και αυτήν την των αγρίων βοτανών τροφήν. Τέλος, περιπατήσαντες πολλάς ημέρας, έφθασαν εις τινα τόπον, εις τον οποίον εφαίνοντο σημεία τινά ανθρωπίνης κατοικίας. Όθεν ακολουθήσαντες τα ίχνη του δρόμου εκείνου έφθασαν εις τι σπήλαιον, το οποίον ήτο ηυτρεπισμένον και εδείκνυεν, ότι διαμένει άνθρωπός τις εις αυτό. Εις τούτο λοιπόν εισήλθον και επρόσμενον να ίδωσι τον οικήτορα αυτού. Αφ’ ου παρήλθεν ολίγη ώρα ησθάνθησαν ευωδίαν και ομού με την ευωδίαν βλέπουσι μακρόθεν άνθρωπόν τινα ενδεδυμένον με τας ιδίας του τρίχας. Ούτος δε ήτο ο άνθρωπος του Θεού Μακάριος ο Ρωμαίος, ο οποίος ερχόμενος εις το σπήλαιον ησθάνθη μακρόθεν την παρουσίαν των Πατέρων εκείνων. Όθεν ρίψας ο γέρων τον εαυτόν του εις την γην προσηυχήθη. Έπειτα έκραξε με μεγάλην φωνήν, λέγων: «Εάν είσθε από τον Θεόν, φανερωθήτε εις εμέ· ει δε και είσθε από τον διάβολον, φύγετε απ’ εμού του ταπεινού και αμαρτωλού». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες, απεκρίθησαν: «Ευλόγησον ημάς, δούλε του Θεού, διότι ημείς είμεθα Χριστιανοί και απεταξάμεθα τον διάβολον». Τότε ο γέρων ηγέρθη και έρχεται προς αυτούς· υψώσας δε από τους οφθαλμούς του τας τρίχας της κεφαλής και των οφρύων του, είδε και ηυλόγησεν αυτούς. Ήσαν δε αι μεν τρίχες του λευκαί ως η χιών, το δε σώμα του σκληρόν ως το δέρμα της χελώνης. Εκ δε του μακρού γήρατος, αι μεν οφρύς του ήσαν καταβιβασμέναι επί των οφθαλμών του, οι όνυχες των τε χειρών και των ποδών του ήσαν μακρότεροι μιας σπιθαμής, η δε γενειάς του έφθανε μέχρι των γονάτων του. Αφού λοιπόν τους ηυλόγησεν, ήρχισε να τους ερωτά λέγων· «Πόθεν είσθε, τέκνα μου; Και δια ποίον τέλος ήλθετε έως εδώ»; Εκείνοι δε εφανέρωσαν εις αυτόν όλον τον σκοπόν των. Είπε δε ο Γέρων: «Δεν ευρίσκεται, τέκνα μου, ουδείς μεταξύ των γεννητών ανθρώπων, ο οποίος δύναται να κατανοήση την δύναμιν του Θεού. Τοιαύτην σπουδήν και προθυμίαν κατέβαλον και εγώ ο ανάξιος, αλλά δια νυκτός εφάνη τις εις εμέ και μου λέγει: «Μη θέλης να πειράζης τον Πλάστην σου, διότι δεν δύνασαι να προχωρήσης περισσότερον από ό,τι σου επέτρεψεν». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι εφοβήθησαν. Επειδή δε επλησίαζεν η εσπέρα, λέγει ο Γέρων προς αυτούς: «Τέκνα μου, αποσυρθήτε ολίγον απ’ εδώ, διότι έχω δύο παιδία, τα οποία έρχονται καθ’ εκάστην εσπέραν εις εμέ, και είναι ενδεχόμενον, όταν αίφνης σας ίδωσιν, να αγριεύσωσι και να σας φονεύσωσι». Ταύτα λέγοντος του Γέροντος, ιδού έρχονται εκ της ερήμου δρομαίως δύο λέοντες και πίπτουσι προ των ποδών του Γέροντος ορυόμενοι· εκείνοι δε βλέποντες ταύτα, από τον φόβον των έπεσον κατά γης. Τότε ο Γέρων, επιθέσας τας χείρας επί των θηρίων, λέγει προς αυτά, ως να ήσαν λογικά: «Παιδία μου, ήλθον προς εμέ άνθρωποι τινες εκ της γης της οικουμένης, και προσέξατε να μη τους βλάψητε». Στραφείς δε είπε προς τους τρεις Μοναχούς: «Έλθετε, αδελφοί, να ψάλωμεν τον εσπερινόν». Οι δε ηγέρθησαν δια να ψάλωσιν αυτόν, και τότε οι λέοντες πλησιάσαντες έλειχον τους πόδας του Γέροντος. Την επομένην ημέραν λέγουσιν οι Γέροντες εις τον Όσιον: «Ειπέ εις ημάς, τίμιε Πάτερ, πως ήλθες εις ταύτην την βαθείαν έρημον». Ο δε Γέρων απεκρίθη· «Εγώ ήμην υιός συγκλητικού τινος της Ρώμης, Ιωάννου καλουμένου, και όταν ηλικιώθην, με ηρραβώνθσαν οι γονείς μου ακουσίως μου. Αφ’ ου δε ετελείωσαν οι γάμοι και έμελλον να κλείσωσιν ημάς εις τον νυμφικόν θάλαμον, τότε, εν ω ο λαός έπαιζον έξω και εκρότουν, εγώ εξήλθον μόνος σιωπηλός και εκρύβην εις τον οίκον γυναικός τινος χήρας, έως επτά ημέρας· εθρήνουν δε πικρώς οι γονείς μου και με εζήτουν. Μετά ταύτα ανεχώρησα εκείθεν και ήρχισα να περιπατώ, συναντήσας δε καθ’ οδόν γηραιόν τινα άνθρωπον, είπον προς αυτόν: «Που πορεύεσαι, Πάτερ»; Ο δε απεκρίθη: «Όπου έχεις συ σκοπόν να υπάγης, εκεί πορεύομαι και εγώ». Και λοιπόν ευθύς ηκολούθησα αυτόν και μετά τρία έτη ήλθον εις τούτον τον τόπον. Ολίγας δε ημέρας πριν ή έλθω εδώ, κοιμώμενος ποτε και εξυπνήσας, δεν είδον τον συνοδίτην μου γέροντα· όθεν ήρχισα να κλαίω και να λυπώμαι. Ευθύς δε εφάνη εις εμέ και μου λέγει: «Εγώ είμαι ο Αρχάγγελος Ραφαήλ· μη φοβηθής λοιπόν, αλλά δος δόξαν τω Θεώ, επειδή τώρα διήλθες τους σκοτεινούς τόπους και έφθασας εις τους φωτεινούς». Αφ’ ου δε είπε ταύτα, έγινεν άφαντος από τους οφθαλμούς μου· εγώ δε ήρχισα να περιπατώ. Και μετά πέντε ημέρας ήλθον εις το σπήλαιον τούτο, όπου εύρον λέαιναν νεκράν και τους δύο τούτους λέοντας, οίτινες ήσαν μικροί, να κλαίουν επί του πτώματος της μητρός των, διότι δεν εύρισκον να θηλάσωσιν· όθεν έλαβον εγώ αυτά και τα ανέθρεψα ως γνήσιά μου τέκνα, αφ’ ου πρότερον έσκαψα και έθαψα την μητέρα των. Μετά παρέλευσιν δύο ετών εξήλθον ποτέ του σπηλαίου κατά την εβδόμην ώραν της ημέρας και εκαθήμην με τους δύο τούτους λεοντιδείς. Και ιδού βλέπω μανδήλιον ερριμμένον εις την γην, λεπτότατον ως ιστόν αράχνης και θαυμάσας είπον: «Πόθεν ευρέθη το μανδήλιον τούτο εις την πανέρημον ταύτην»; Την δε επιούσαν ευρίσκω πάλιν μετάξινα υποδήματα· και εθαύμασα αύθις. Είτα περιστρέφων τους οφθαλμούς μου, είδον γυναίκα, η οποία εκάθητο επί λίθου, πολύ ωραίαν εις το πρόσωπον και εστολισμένην με χρυσόν και πολυτίμητα φορέματα και λέγω προς αυτήν: «Πόθεν ήλθες εδώ; Και τι διαβολικόν σχήμα είναι αυτό το οποίον φέρεις»; Η δε φαινομένη εκείνη γυνή πικρώς κλαίουσα έλεγεν: «Εγώ η ταλαίπωρος είμαι θυγάτηρ συγκλητικού τινος άρχοντος της Ρώμης και χωρίς να θέλω με υπάνδρευσαν οι γονείς μου· όθεν απέφυγον κρυφίως τον θεσμόν του γάμου και τώρα πλανώμαι εις τα όρη και τας ερήμους και περιπατώ εδώ και εκεί χωρίς να ηξεύρω που υπάγω. Μη με βδελυχθής λοιπόν την δούλην σου, διότι και εγώ είμαι πλάσμα Θεού». Αύτη δε ήτο δαίμων, όστις ετεχνεύθη τον τρόπον εκείνον χωρίς εγώ να γνωρίσω τούτο. Όθεν είπον προς αυτήν: «Και που θέλεις να υπάγης; Διότι εγώ δεν σε αφήνω να κάθησαι ομού με εμέ εις τον τόπον τούτον». Εκείνη δε απεκρίθη· «εις την έρημον ταύτην ήλθον να κατοικήσω». Και λοιπόν παραλαβών αυτήν την έφερα εις το σπήλαιον και της έδωκα να φάγη εκ των ακροδρύων, τα οποία έτρωγον· έτρεχον δε ως βρύσις τα δάκρυα από τους οφθαλμούς της, όθεν και η ψυχή μου εσπάραττεν. Όταν εγένετο εσπέρας και έψαλα τον εσπερινόν, έπεσα εις την γην δια να ησυχάσω ολίγον. Τότε όμως ήρχισε να με πειράζη ο σατανάς· εγώ δε όστις δεν επεθύμησά ποτε αμαρτίαν σαρκικήν, ηράσθην της γυναικός και ηθέλησα να αμαρτήσω με αυτήν· και παρευθύς εκείνη έγινεν άφαντος. Όθεν γνωρίσας ότι ήμαρτον ενώπιον του Θεού, είπον: «Ήμαρτον ενώπιόν σου, Κύριε, ελέησόν με». Αφ’ ου δε ήλθον εις τον εαυτόν μου εντελέστατα, ηννόησα ότι η αμαρτία μου ήτο πολύ μεγάλη, διότι τότε ουδέ αυτά τα λεοντάρια ήρχοντο, καθώς πρότερον, πλησίον μου, επί δέκα ημέρας, δια τούτο εσκέφθην να υπάγω εις άλλον τόπον, ίνα μη πλανηθώ πάλιν και απορριφθώ από το πρόσωπον του Θεού. Εξήλθον λοιπόν του σπηλαίου τούτου και περιεπάτησα έως δύο ημερών δρόμον. Τότε δε εφάνη εις εμέ Άγγελος Κυρίου, λέγων: «Που φεύγεις, Μακάριε»; Εγώ δε είπον: «Φεύγω από προσώπου των αμαρτιών μου». Εκείνος δε μου λέγει: «Εις ένα πειρασμόν δεν ηδυνήθης να ανθέξης; Επίστρεψον εις το κελλίον σου». Εγώ δε είπον εις αυτόν: «Ποίος είσαι συ, αυθέντα»; «Εγώ είμαι, απεκρίθη, ο Ραφαήλ, όστις σε ωδήγησα εις τον δρόμον». Και ταύτα ειπών, εγένετο από εμέ άφαντος. Επανελθών λοιπόν εις το σπήλαιον έκλινα γόνυ κατά γης εις τον Κύριον και διήλθον νήστις τεσσαράκοντα ημέρας. Εγερθείς δε βλέπω το σπήλαιον τούτο πλήρες από φως και άνθρωπόν τινα ενδεδυμένον με πορφυρούν, ήτοι κόκκινον φόρεμα, και έχοντα εις την κεφαλήν του στέφανον, όστις ήτο κατεσκευασμένος εκ χρυσού και πολυτίμων λίθων· και έψαλλεν ωδήν τινα παράδοξον, η δε φωνή του ήτο τόσον μεγάλη, όση είναι η φωνή όχλου πολλού ψάλλοντος. Όταν δε ετελείωσεν ο φανείς την ωδήν, διεχύθη φοβερά τις και άρρητος ευωδία· και ευθύς ανέβη εις τους ουρανούς και έγινεν άφαντος. Όταν δε ανέβαινεν, εγένοντο αστραπαί και βρονταί και σεισμοί. Εγώ δε εκπλαγείς δια ταύτα πάντα, έμεινα άφωνος έως ημέρας εβδομήκοντα. Ιδού λοιπόν ηκούσατε, αδελφοί, τα περί εμού. Εάν δε σεις ημπορείτε να μείνητε εδώ, μείνατε· ει δε και δεν ημπορείτε, ο Κύριος θέλει σας οδηγήσει εις την οδόν εκ της οποίας ήλθετε». Όθεν αφήκεν αυτούς να απέλθωσιν ειπών: «Σώζεσθε εν ειρήνη, τέκνα μου, και εύχεσθε υπέρ εμού». Συνώδευσαν δε αυτούς οι λέοντες έως τριών ημερών δρόμων· έπειτα κατεφίλησαν τα ίχνη των ποδών των και επέστρεψαν πάλιν εις τον Γέροντα. Οι δε Μοναχοί, περιπατήσαντες ολίγας ημέρας, έφθασαν εις ποταμόν τινα. Εκεί κοιμηθέντες ολίγον, ηρπάγησαν υπό θείων Αγγέλων και εφέρθησαν εις την Ιερουσαλήμ· εξυπνήσαντες δε και διαλογισθέντες πόσον μέγα διάστημα τόπου διεπέρασαν ως εν ονείρω, εδόξασαν τον Θεόν. Και αφ’ ου προσεκύνησαν εις ολίγας ημέρας όλους τους ιερούς τόπους, επανήλθον εις το Μοναστήριόν των και διηγούντο εις όλους τους αδελφούς όλα όσα απήντησαν και είδον, μάλιστα δε τα περί του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Μακαρίου, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου