Μελέτιος ο Όσιος πατήρ ημών κατήγετο από τα μέρη της Μαύρης θαλάσσης από χωρίον Θεοδότου καλούμενον. Οι γονείς του ωνομάζοντο Γεώργιος και Μαρία, οι οποίοι ήσαν θεοσεβείς, ενάρετοι και ελεήμονες πολλά και φιλόξενοι, και όσον εμοίραζον εκείνοι πλουσιοπαρόχως εις τους πτωχούς τον πλούτον αυτών, τόσον ο Θεός τον ηύξανε περισσότερον και κοντά εις τον πλούτον προσέθεσεν εις αυτούς και δόξαν δημοσίαν· διότι ο πατήρ του Αγίου εχρημάτισεν αρχιστράτηγος όχι ολίγου τάγματος βασιλικού· η δε μήτηρ αυτού ήτο πολλά ενάρετος και ευλαβής εις τα θεία και όλη σχεδόν η ζωή της ήτο ευχή και δοξολογία εις τον Θεόν. Όθεν και από τας αρετάς των ετρύγησαν καρπόν καλλιτεκνίας και εγέννησαν τον θαυμαστόν τούτον Μελέτιον, τον οποίον βαπτίσαντες ωνόμασαν Μιχαήλ. Μελέτιος δε ωνομάσθη ύστερον, όταν έγινε Μοναχός, και ομού με το όνομα ήλλαξε και την ζωήν την οποίαν είχεν εις μίαν μελάτην πνευματικήν, δια τούτο έλαβε δικαίως και το όνομα σύμφωνον με την ζωήν την οποίαν ηκολούθει και με τα έργα του.
Αφού δε εβαπτίσθη ο Άγιος, εδιδάχθη ο πατήρ του θεόθεν τι έμελλε να γίνη, διότι είδε κατ’ όναρ, ότι ήλθε προς αυτόν εις ιεροπρεπής και σεβάσμιος άνθρωπος, απεσταλμένος υπό του βασιλέως, και του εζητούσε χρυσούν εγκόλπιον· και εξυπνήσας ενόησεν ότι το ενύπνιον αυτό ήτο δια τον υιόν του, όστις έμελλε να γίνη χρυσούν εγκόλπιον, ήτοι σκεύος εκλογής του ουρανίου Βασιλέως και δια τούτο τον εζητούσεν από αυτόν, καθ’ όσον ήτο περισσότερον αγαπητός εις τον Θεόν παρά εις τον κατά σάρκα αυτού πατέρα· δια τούτο έκαμνε και αυτός όλα εκείνα, άτινα εχρειάζοντο δια την καλήν ανατροφήν του παιδίου. Έβαλε λοιπόν ο πατήρ τον υιόν του εις διδάσκαλον ενάρετον δια να μανθάνη τα ιερά γράμματα και να διδάσκεται και την αρετήν· δεν ημέλει όμως και αυτός να τον νουθετή εις τον οίκον του, καθώς έχουν χρέος οι γονείς να νουθετώσι τα τέκνα των, παραγγέλλων να κάμνη όσα είναι αρεστά εις τον Θεόν, προτρέπων αυτόν να πηγαίνη εις την Εκκλησίαν δις της ημέρας, εις τον όρθρον και εις τον εσπερινόν, δια να ακούη τας διδασκαλίας των θείων Γραφών και να προκόπτη εις τον φόβον του Θεού. Ο δε νέος, φρόνιμος ων και εύτακτος, έκαμνε περισσότερα από όσα παρήγγειλλεν εις αυτόν ο πατήρ του και δια τούτο υπερέβαινεν εις την αρετήν και προκοπήν των γραμμάτων όλους τους συνομηλίκους του. Προκόπτων δε ο Άγιος τοιουτοτρόπως εις τα καλά έργα και αγωνιζόμενος, βλέπει μίαν οπτασίαν, η οποία τον προσέτασσε, καθώς πάλαι τον Αβραάμ, να φύγη από την πατρίδα και τους συγγενείς του και να υπάγη όπου τον οδηγήση ο Θεός. Όθεν χωρίς να χάση καιρόν παραιτεί όλα, και πατρίδα και γονείς και συγγενείς και συνομηλίκους και πλούτον και ακολουθεί προθύμως τον Θεόν, όστις τον εκάλεσε, σηκώνων εις τους ώμους του τον Σταυρόν του Χριστού και τον θάνατον και αποφασίζει να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, εις τους οποίους κατέβη ο Υιός και λόγος του Θεού και Πατρός και έγινεν άνθρωπος, και υπομείνας Σταυρόν και θάνατον και ταφήν, ανέστη τριήμερος και ανελήφθη εις τους ουρανούς· όταν δε εκίνησε να υπάγη ήτο μην Ιανουάριος, η καρδία του χειμώνος, και ο Άγιος περιεπάτει πεζός χωρίς συνοδοιπόρον, χωρίς σκέπασμα ή άλλο τι χρησιμεύον εις τον δρόμον. Εταλαιπωρείτο ο καρτερόψυχος και από τας βροχάς και από τας χιόνας και από τας λάσπας και από τας πλημμύρας των ποταμών, οίτινες ήσαν εις τας οδούς· αλλ’ όμως αυτά όλα εις ουδέν ελογίζετο ο Όσιος δια τον πολύν πόθον όπου είχεν εις τον Χριστόν. Όταν δε επερνούσεν από την Λυδίαν, εκεί όπου τρέχει ο Πακτωλός ποταμός, ο οποίος και αφ’ εαυτού του είναι μεγάλος και δυσδιάβατος και τότε ένεκα του χειμώνος έγινε μεγαλύτερος και εκυμάτιζεν ως θάλασσα, επειδή ούτε άνθρωπον έβλεπεν, ούτε πέρασμα είχε δια να περάση τον ποταμόν, τι κάμνει ο άνθρωπος του Θεού; καταφεύγει εις τον Θεόν, όστις πάντα δύναται, και σηκώνων χείρας και οφθαλμούς και νουν εις τον ουρανόν και στενάζων εκ βάθους καρδίας παρακαλεί μετά δακρύων Αυτόν να του στείλη εξ ύψους βοήθειαν· και ω του θαύματος! παρευθύς υψώθη εις τον αέρα, και ευρέθη εις το απέναντι μέρος του ποταμού· όθεν δοξάζων τον Θεόν, όστις με τοιούτον παράδοξον τρόπον τον εβοήθησεν, έτρεχε με περισσοτέραν προθυμίαν τον υπόλοιπον δρόμον. Όθεν αφού έφθασεν εις την Ιερουσαλήμ και επροσκύνησε με μεγάλην ευλάβειαν όλους τους Αγίους Τόπους, επόθησε να συνομιλήση και με τους Οσίους Πατέρας, οίτινες ηγωνίζοντο εις τας ερήμους εκείνας, δια να λάβη από αυτούς τύπους και κανόνας της ασκητικής πολιτείας. Πηγαίνων όθεν εις το Σίναιον όρος, είδεν Οσίους Πατέρας θαυμαστούς, οίτινες ηγωνίζοντο εις την άσκησιν, άλλοι υπέρ τους ογδοήκοντα χρόνους και άλλοι εις όλην των την ζωήν, και θαυμάζων την υπερφυσικήν πολιτείαν των, παρεκάλεσεν αυτούς μετά δακρύων να δεχθώσιν αυτόν εις την συνοδείαν των· και γενόμενος δεκτός παρ’ αυτών, απέβαλεν ευθύς τα κοσμικά ενδύματα, και μαζί με αυτά απέβαλε και το κοσμικόν όνομα μετονομασθείς Μελέτιος και έγινε Μοναχός, ενδυθείς τα τρίχινα των Μοναχών ιμάτια· μετ’ αυτών ενεδύθη και την τραχύτητα και την σκληραγωγίαν της ασκήσεως και ούτως ηγωνίζετο εις κάθε είδος αρετής. Την μεν ημέραν υπηρέτει εις τας χρείας της αδελφότητος, την δε νύκτα διήγεν εις προσευχάς και δοξολογίας και εις ανάγνωσιν των Θείων Γραφών και άλλοτε μεν ελάμβανεν ολίγον ύπνον, δια την ανάγκην της φύσεως, ακουμβών εις εν σχοινίον, άλλοτε δε έπιπτεν επάνω εις το ξηρόν έδαφος της γης, διότι δεν είχεν ούτε κλίνην, ούτε στρώμα, ούτε φόρεμα δεύτερον, και άλλοτε διήρχετο την νύκτα τελείως άγρυπνος, και ολοκλήρους εβδομάδας, ήτοι την Μεγάλην Εβδομάδαν των Αγίων του Κυρίου Παθών, και εις τας άλλας των Δεσποτικών εορτών. Αφού παρήλθεν ικανός καιρός, ο Όσιος εν τω μέσω των θείων εκείνων Πατέρων αγωνιζόμενος με ανδρείαν εις τας πρακτικάς αρετάς, ανεβιβάσθη εις την υψηλήν θεωρίαν και ηξιώθη να λάβη και πνευματικά χαρίσματα. Εκ τούτου δε τι συνέβη; Εθαυμάζετο ο Άγιος από εκείνους, οι οποίοι τον εγνώριζον, ελαλούντο αι αρεταί του εις τους μακράν όντας και εφημίζετο από όλους το όνομά του. Όθεν λυπούμενος δι’ αυτά (διότι εφοβείτο, μήπως δια τους επαίνους των ανθρώπων υστερηθή παρά του Θεού τους μισθούς των αγώνων του και ανωφελώς κοπιάζη) απεφάσισε ν’ αναχωρήση και φεύγει δια νυκτός από το Μοναστήριον, και πηγαίνει πάλιν εις την Ιερουσαλήμ, διότι ηγάπα να μείνη προς καιρόν εις τον Τάφον του Κυρίου, δια να αξιωθή να ίδη το Θείον φως, το οποίον αναβρύει από τον Τάφον του Κυρίου, και να πληροφορηθή το θαύμα τούτο δια των οφθαλμών του. Όθεν αφού ηξιώθη να το ίδη, ως επόθει, επήγεν εις την Αίγυπτον και εις την Αλεξάνδρειαν· και από εκεί επιστρέψας πάλιν εις την Συρίαν, επήγεν εις την Δαμασκόν, με σκοπόν να συνάξη ως η φιλόπονος μέλισσα από διαφόρους Πατέρας το μέλι της αρετής. Αναχωρών δε από την Δαμασκόν (διότι δεν υπέφερε να ζη με το εκείσε πλήθος των ασεβών) επήγεν εις το όρος του Λάτρου, εις το οποίον έμεινε καιρόν πολύν. Έπειτα επήγεν εις το Γαλλήσιον όρος, το οποίον ευρίσκεται εις την Μικράν Ασίαν, ολίγον μακράν από την παλαιάν Έφεσον, το οποίον έχει επάνω Μοναστήριον μέγα, το οποίον συνέστησεν ο μέγας πατήρ ημών Λάζαρος ο Γαλλησιώτης· ο δε Θεός το ηύξησε και το εδόξασε μεγάλως, στολίζων αυτό με τον αθάνατον στολισμόν της αρετής, διότι από αυτό το Μοναστήριον εβλάστησαν Όσιοι άνδρες, οι οποίοι έλαμψαν ως φωστήρες και εφώτισαν την οικουμένην. Πηγαίνων δε εις το ρηθέν Μοναστήριον ο Μελέτιος και βλέπων τους εν αυτώ ευρισκομένους Πατέρας, εθαύμασε την ασκητικήν πολιτείαν των και ποθών να συγκατοικήση με αυτούς, τους παρεκάλει να δεχθώσιν αυτόν, και ούτως ενούται και αυτός με το κοινόν σώμα της αδελφότητος, και γίνεται μεγαλόσχημος, παραδίδων εαυτόν εις υπακοήν ενός γέροντος, Μάρκου ονομαζομένου, Αμισέλλη δε αποκαλουμένου. Αλλά τις να διηγηθή την υπερβολικήν σου ταπείνωσιν, ω θαυμαστέ Μελέτιε; Τις να παραστήση την προς τας υπηρεσίας προθυμίαν σου; Τις να φανερώση το άοκνον και καταδεκτικόν της γνώμης σου; Συ ολίγα χρόνια είχες, πολλά δε έργα έκαμες· εις όσα σε επρόσταζεν ο πνευματικός σου Πατήρ υπήκουες προθύμως, υπηρέτεις εξαίρετα, διηκόνεις γλυκύτατα, και την συνηθισμένην σου σκληραγωγίαν δεν ημέλεις, διότι και αι νύκτες σε είχον άγρυπνον εις τας προσευχάς, και αι ημέραι σε είχον δακρύοντα και σχεδόν ουδέ στιγμή ώρας παρήρχετο κατά την οποίαν δεν εμελέτας εις την καρδίαν σου και εις το στόμα σου το όνομα του Ιησού Χριστού λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Μένων ο Όσιος Μελέτιος με τον Γέροντα αυτού πολύν καιρόν, και κάμνων άκραν υπακοήν εις αυτόν, όχι μόνον επηνείτο και εθαυμάζετο παρ’ αυτού, αλλά και παρά των άλλων, οίτινες συνανεστρέφοντο με τον αυτού Γέροντα· διότι διηγούμενος ο Γέρων τας αρετάς του Οσίου Μελετίου, εδείκνυεν αυτόν τύπον και παράδειγμα της κατά Θεόν πολιτείας εις όλους τους εκεί ευρισκομένους αδελφούς. Εσυνήθιζε δε ο θείος Μελέτιος να κλείεται εντός του κελλίου του και να διέρχεται τεσσαράκοντα ημέρας νήστις, μιμούμενος τον Μωϋσήν και τον Ηλίαν, και μάλιστα τον Διδάσκαλον Χριστόν· οι δε διακονηταί έκλειον εντός του κελλίου του εν αγγείον μεθ’ ύδατος και μετρημένα ξηρά σύκα και αφού παρήρχοντο αι ημέραι εύρισκον πάλιν αυτά σώα και ανελλιπή, επειδή δεν έτρωγεν αυτά ο Όσιος. Όθεν όλον το Γαλλήσιον όρος εθαύμαζε, και όλα τα περίχωρα της Ασίας εκ της φήμης έτρεχον να ίδουν τοιούτον αγωνιστήν. Αλλ’ επειδή ημπόδιζον αυτόν εις την ησυχίαν και την άσκησιν, δια ταύτην την αιτίαν ελυπείτο πολύ ο Όσιος και εσυλλογίζετο τίνα τρόπον να μεταχειρισθή, όπως φύγη την δόξαν των ανθρώπων και τους επαίνους, παρακαλών δια τούτο ημέραν και νύκτα τον Θεόν, ίνα δείξη εις αυτόν το ποθούμενον. Το μεσονύκτιον λοιπόν, εν ω εδέετο περί τούτου εις τον Θεόν, εγέμισε το κελλίον του θείου και ουρανίου γωτός και φαίνεται εις αυτόν ο Χριστός ενδεδυμένος ένδυμα θαυμάσιον και υπέρλαμπρον και γύρωθεν αυτού ίσταντο νέοι ωραιότατοι, βαστάζοντες εις τας χείρας σκήπτρα και φορούντες στολάς λευκάς. Καθώς δε είδε την θείαν ταύτην οπτασίαν έμεινεν εκστατικός και έπεσε κατά γης· τότε εις εκ των νέων έλαβεν αυτόν εκ της χειρός και τον εσήκωσε λέγων· «Ο Δεσπότης Χριστός, Μελέτιε, τι φοβείσαι»; Λέγει τότε ο Κύριος· «Εκάλεσάς με και δια τούτο ιδού ήλθον». Ο δε Όσιος, ων ακόμη τρομαγμένος, όχι μόνον δεν ωμίλει, αλλ’ ουδέ να κοιτάξη εις την θεωρίαν του Κυρίου ετόλμα· όθεν του λέγει πάλιν ο Κύριος· «Ύπαγε εις Κωνσταντινούπολιν να κηρύξης την αλήθειαν, διότι πολεμείται». Ταύτα ειπών ο Χριστός ανέβη εις τους ουρανούς ομού με τους νέους εκείνους. Ο δε θείος Μελέτιος, πληρωθείς ανεκδιηγήτου χαράς, εσκέπτετο να κάμη την προσταγήν του Θεού, πλην δεν έκρινε καλόν να μη το φανερώση εις τον Γέροντά του. Όθεν του αναφέρει την βουλήν του ταύτην, εκτός της οπτασίας, την οποίαν είδεν, και τον παρακαλεί να του δώση άδειαν να αναχωρήση· αλλ’ ο Γέρων, γνωρίζων με ποίον χρήσιμον άνδρα συγκατοικεί, δεν ήθελε να του δώση άδειαν, μάλιστα με παντοίους τρόπους και λόγους ημπόδιζεν αυτόν, υπενθυμίζων εις αυτόν τας πόλεις και τα άλλα, τα οποία όλα είναι εναντία εις την μοναδικήν πολιτείαν. Λυπείται ο Μελέτιος και παρακαλεί πάλιν υπέρ τούτου τον Θεόν, και εισακούεται· διότι τούτου προσευχομένου έρχεται φωνή θεϊκή εις τον Γέροντα αυτού λέγουσα· «Μη εμποδίζης, αλλ’ άφες τον δούλον μου να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν, διότι έχει να ωφελήση πολλάς ψυχάς». Αφού ο Γέρων αυτού ήκουσε ταύτην την θείαν φωνήν συντροφεύων τον Όσιον Μελέτιον με τας ευχάς του, απέστειλεν αυτόν. Φθάσας ο Όσιος εις την βασιλεύουσαν εφρόντισεν, ώστε ουδείς να μάθη την άφιξίν του· αλλά και μη θέλοντος τούτου εγένετο γνωστόν εις τους πρώτους της πόλεως, ήτοι εις τον βασιλέα, τους άρχοντας και εις όλους τους άλλους· όθεν δεν ηδυνήθη να κατορθώση τούτο. Έκτοτε άπασα η Κωνσταντινούπολις έτρεχε καθημερινώς προς τον Όσιον και ελάμβανον από αυτόν μεγάλην ωφέλειαν οι προσερχόμενοι, διότι και το ήθος του ήτο ταπεινόν, οι λόγοι του καρποφόροι, ο νους του προσεκτικός και απλώς όλα του τα σχήματα και κινήματα επροξένουν εις τους ορώντας μεγάλην ωφέλειαν· έτρεχον όθεν προς αυτόν και ήκουον της διδασκαλίας του και τους λόγους του έγραφον εις τας πλάκας της καρδίας των, μερικοί δε εξ αυτών έγραφον και εις χάρτην τους λόγους του δι’ ενθύμησιν. Όθεν ο Μελέτιος ελυπείτο περισσότερον παρά πρότερον, διότι ηγάπα να ησυχάζη και να μη δοξάζηται υπό των ανθρώπων, γνωρίζων ότι ο νους τού ανθρώπου καθαριζόμενος δια μέσου της ησυχίας απολαμβάνει τον Θεόν, διότι κατ’ άλλον τρόπον είναι δύσκολον να επιτύχη ταύτης της θείας χάριτος. Δια τούτο ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν και επήγεν εις το βουνόν το καλούμενον του μεγάλου Αυξεντίου, και ευρών εν εξαίρετον σπήλαιον μικρότατον και έρημον, εμβαίνει εις αυτό και εκεί διαμένει πολύν καιρόν άοικος, γυμνός, και χωρίς πυρ, ίνα θερμαίνεται· έπειτα κατεσκεύασε μικράν καλύβην εμπρός εις την θύραν του σπηλαίου. Τόσον δε πολλά ηγωνίζετο και τόσην προθυμίαν εδείκνυεν εις την άσκησιν, ως να είχε κάμει τότε την αρχήν. Ενήστευεν ημέρας πολλάς, ηγρύπνει υπερβολικά, έκαμνε γονυκλισίας πολλάς και εταλαιπώρει το σώμα του με πάσαν σκληραγωγίαν, τόσον ώστε λέγουν, ότι εις Μοναχός, βλέπων τον Άγιον ότι ηγωνίζετο τοιουτοτρόπως, είπε προς αυτόν, ότι δεν πρέπει φανερά να θανατώνη τον εαυτόν του· ο δε Άγιος απεκρίθη· «Δεν ήκουσας, τέκνον μου, ότι ο Αβραάμ εκείνος έχει να μετανοήση, ότι δεν ηγωνίσθη περισσότερον, όταν θα ίδη εν ημέρα κρίσεως τα υπερβολικά χαρίσματα του Θεού»; Ταύτα ακούσας ο Μοναχός εθαύμασε και ευλαβηθείς την απόκρισιν του Αγίου εσιώπησεν· επήγεν όμως και εκήρυττε την θαυμασίαν ζωήν του Οσίου εις όλους τους Μοναχούς και κοσμικούς. Αφού και εδώ το πλήθος των ανθρώπων έτρεχεν εις τον Όσιον και ηνώχλει την ποθουμένην ησυχίαν του, ο Όσιος λυπούμενος παρεκάλει πάλιν τον Θεόν περί τούτου και μετά την παράκλησιν ανοίγει το βιβλίον των Προφητών, δια να μάθη εις ποίαν οδόν θέλει τον οδηγήσει ο Θεός· και ευθύς ευρίσκει το ρητόν τούτο: «Εις φως εθνών τέθηκά σε», όθεν ενόησε τι εδήλου ο λόγος αυτός και δια τούτο έμεινε εις τον ίδιον τόπον, δεχόμενος εκείνους, οίτινες ήρχοντο και εθεράπευε τας ασθενείας και ανάγκας αυτών· έλυε τας απορίας των αγνοούντων· εδίδασκε ψυχωφελείς διδασκαλίας και εβοήθει παντί τρόπω τους προς αυτόν ερχομένους. Δι’ όλα ταύτα έλαβε μεγάλην φήμην ο Όσιος και ουδείς Χριστιανός ήτο, όστις να μη επεκαλείτο τας αγίας του ευχάς· διότι και οι ναύται και οι οδοιπόροι και οι ασθενείς και οι υγιείς όλοι εξ ίσου τον επεκαλούντο· οι μεν ασθενείς δια να ιατρεύση τας ασθενείας των, οι δε υγιείς δια να φυλάττη την υγείαν των· ουδέ τους στρατιώτας παρέβλεπεν αβοηθήτους, ουδέ τους γεωργούς, ουδέ τους βοσκούς, ουδέ και αυτούς του κυνηγούς, και οι αλιείς μαρτυρούσι περί του Αγίου, διότι ευθύς άμα έφερον εις το στόμα των το όνομα του Οσίου συνελάμβανον ιχθύς αναριθμήτους. Τι λέγω; Και αυτά ακόμη τα ζώα και τα θηρία χάριτας ωμολόγουν εις τον Όσιον· επειδή έως και εις αυτά είχε μεγάλην συμπάθειαν. Αλλ’ άραγε, αν ο Όσιος έκαμνε μόνον θαύματα, την φιλοξενίαν παρέβλεπε καν προς ολίγον; Όχι, αλλά δια των ολίγων άρτων, τους οποίους είχεν, εχόρταινεν όλους τους προς αυτόν ερχομένους· και ό,τι καλόν του έφερον, το εμοίραζε πλουσιοπάροχα εις τους χρείαν έχοντας· προς τούτοις έτρεφε και τας ψυχάς των με την θεόσοφον διδασκαλίαν του. Τα δε επίλοιπα της διηγήσεως πως να διηγηθώ χωρίς δάκρυα; Διότι ως εν νέφος γεμάτον χαλάζης, φοβερίζον να κάμη πολλά κακά, ομοίως ήλθε τότε και ο εκλατινισμός εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού· επειδή ο αρχηγός της κακίας διάβολος, ύστερον από πολλούς πολέμους, τους οποίους εσήκωσεν εναντίον της ποίμνης του Χριστού, εκίνησε και τούτον τον τελευταίον πόλεμον, την μεταβολήν του συμβόλου της πίστεως, και ηχμαλώτισε την πρώτην Εκκλησίαν της οικουμένης, την Παλαιάν Ρώμην, δια τούτο όλαι αι Εκκλησίαι του κόσμου οδύρονται ως υστερηθείσαι την Ρώμην, την πρώτην των αδελφήν· θρηνούσι προς τούτοις και οι Άγγελοι οι φύλακες των Εκκλησιών αυτών· ο δε κοινός εχθρός, ο διάβολος, χαίρεται δια την διαίρεσιν και τον χωρισμόν των Χριστιανών. Διδάσκει δε τούτο το δόγμα των Λατίνων και άλλα πολλά κακόδοξα φρονήματα, και εξόχως το χείριστον, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού, διο εις την λειτουργίαν των εκφωνούσι: «Δόξαν αναπέμψομεν τω Πατρί και τω Υιώ και το εξ αμφοίν εκπορευομένω Αγίω Πνεύματι» και εις το «Πιστεύω» προσθέτοντες λέγουσι: «Το εκ του Πατρός Υιού τε εκπορευόμενον». Τούτο δε το νέον δόγμα ήρχισε μεν παλαιά και εκυρίευσε την Παλαιάν Ρώμην και τα μέρη της Δύσεως, έφθασε δε και έως εις ημάς τους Ανατολικούς κατά τους χρόνους του βασιλέως Μιχαήλ του αζυμίτου καλουμένου (ούτος είναι Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος, ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων, βασιλεύσας κατά τα έτη 1260 – 1281), και κατετυράννησε την Ανατολικήν Εκκλησίαν χρόνον πολύν. Δεν έλειψαν όμως και στρατιώται Χριστού υπέρ της αληθείας αγωνιζόμενοι, διότι τούτο το κακόδοξον δόγμα επολέμησαν δια λόγων πολλοί Πατέρες και θεολόγοι έχοντες ποιμένα και διδάσκαλον τον Ιωσήφ, ο οποίος εστάθη στύλος της Ορθοδοξίας. Μετά τούτου τότε εστερέωσε την Εκκλησίαν του Χριστού, έως θανάτου παραδώσας εαυτόν, όπως φανή φύλαξ ακριβής των θείων δογμάτων, και ούτος ο Μέγας Μελέτιος. Ο οποίος απόφασιν είχε να μη ζητή μόνον το ιδικόν του συμφέρον, αλλά και το του πλησίον. Άφησε την ησυχίαν και περιεφέρετο εις όλην την Βιθυνίαν, στερεώνων τους Χριστιανούς εις την Ορθοδοξίαν, και παραγγέλλων να φυλάττωσι την ευσέβειαν και να απέχωσιν επιμελώς από το νέον εκείνο και στρεβλόν δόγμα, διότι ούτως ωνόμαζε τον Λατινισμόν. Μίαν φοράν, ενώ περιεπάτει ο Όσιος και η ημέρα έκλινε προς την εσπέραν, είπε προς αυτόν ο συνοδοιπόρος του· «Πάτερ, βλέπεις ότι ο καιρός έφθασεν εις την εσπέραν, και ας μείνωμεν εδώ, διότι το χωρίον είναι ακόμη μακράν και δεν προφθάνομεν να υπάγωμεν εκεί». Ο δε Όσιος, σηκώσας τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν, λέγει· «Ο Θεός ο Σωτήρ μου, συ όστις είσαι το φως του κόσμου, και όστις πάλαι έστησας τον ήλιον χάριν του λαού Ισραήλ, ας σταθή και τώρα χάριν ημών, ίνα φθάσωμεν ημέραν εις το χωρίον, όπου ζητούμεν». Και ω των απείρων θαυμάτων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Δεν έδυσεν ο ήλιος έως ου επήγαν εκεί όπου ήθελεν ο Άγιος. Κάτωθεν του βουνού του μεγάλου Αυξεντίου, ολίγον μακράν της στερεάς, είναι νησίδιον καλούμενον του Αποστόλου Ανδρέου, μικρόν μεν εις μέγεθος, χαριέστατον δε την θεωρίαν· εις αυτό το νησίδιον έκτισεν ο Όσιος ασκητήρια και άλλους ευκτηρίους οίκους· έπειτα εδόθη εις αγώνας και κόπους υπερβολικούς της ασκήσεως· εις στάσεις, λέγω, ολονυκτίους, αγρυπνίας, νηστείας, προσευχάς, δάκρυα· αλλά δεν άφησε και το νησίδιον εκείνο εστερημένον από θαύματα, και μάρτυρες τούτου είναι τα πλήθη των ανθρώπων, τα οποία συνέτρεχον εις αυτό δια να απολαμβάνωσι την των θαυμάτων ενέργειαν· αλλά διότι εταράττετο και εκεί η ησυχία του Οσίου υπό της συρροής των Χριστιανών, απεφάσισε πάλιν να υπάγη εις το βουνόν του Αυξεντίου· όταν ητοιμάζετο ο Όσιος δια να αναχωρήση, φαίνεται εις αυτόν οφθαλμοφανώς ο μέγας Αυξέντιος εν τω μέσω της ημέρας, και χαιρετίζων αυτόν τον ηυχαρίστησε πολύ δια τον Ναόν τον οποίον έκτισεν εκεί· συγχρόνως δε επληροφόρησεν αυτόν ότι έχει να του αποδώση μεγάλην ανταμοιβήν, παρομοίαν με εκείνην την οποίαν έλαβεν ο Οσιομάρτυς Στέφανος ο Νέος, ο οποίος ησκήτευσεν εις εκείνο το βουνόν, όπερ και εγένετο, διότι απέλαβε τον στέφανον της ομολογίας και ο θείος Μελέτιος ως θέλει το φανερώσει ο λόγος. Όταν ο βασιλεύς Μιχαήλ ο αζυμίτης παρουσίασε τα δόγματα των Λατίνων εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, και εζήτει να ενώση την Ανατολικήν Εκκλησίαν με την Δυτικήν, τον μεν Ορθόδοξον Πατριάρχην εδίωξε του θρόνου, διώρισε δε τον υπερασπιστήν τού ψεύδους Ιωάννην τον Βέκκον. Τότε όλοι οι Ορθόδοξοι εφυλακίζοντο, εκακοποιούντο και δια ποικίλων βασάνων εβασανίζοντο· τότε και ο Όσιος Μελέτιος, συσκεφθείς περί τούτου με τον θείον Γαλακτίωνα τον Ιερομόναχον, συνασκητήν όντα του Οσίου εις το Γαλλήσιον όρος, άνδρα προκομμένον εις τον λόγον, άκρον εις την αρετήν και άξιον ευλαβείας, έρχονται αμφότεροι εις την Κωνσταντινούπολιν· εκεί παρουσιάζονται εις τον βασιλέα Μιχαήλ και ομολογούσι παρρησία, ότι αυτοί είναι υπερασπισταί της Ορθοδοξίας και ότι δεν συγκοινωνούσι με την αίρεσιν του Λατινισμού, η οποία και πριν να γίνη ηλέγχθη από τους θείους Πατέρας· διότι αι Οικουμενικαί Σύνοδοι ομολογούσι εις το Σύμβολον της Πίστεως, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και αφορίζουσιν εκείνους, οίτινες θα τολμήσουν να κάμουν καμμίαν προσθήκην ή αφαίρεσιν, έστω και παραμικράν εις αυτό. Αφού δε του είπον πολλά, προσέθεσαν και ταύτα· «Διατί λοιπόν συ, βασιλεύ, παρέβλεψας τα ίδια λόγια του Χριστού, τα οποία λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, και τα των Αποστόλων του και τας μαρτυρίας των θείων Πατέρων, και τους Ιερούς Κανόνας της Καθολικής Εκκλησίας, και παρέδωκας τον εαυτόν σου εις αυτήν την πλάνην, και ζητείς να αθετήσωμεν τας Αποστολικάς Παραδόσεις; Αδύνατον είναι να γίνη τούτο και μη επιχειρής να κινής τα ακίνητα· διότι κάλλιον προτιμώμεν να απολέσωμεν την ζωήν μας παρά να απολέσωμεν την Ορθοδοξίαν μας». Ταύτην την παρρησίαν των Οσίων νομίσας ο βασιλεύς ιδικήν του ύβριν, παραδίδει εις την φυλακήν αμφοτέρους. Με την κακοπάθειαν της φυλακής υπέμειναν μετά χαράς και άλλας πολλάς κακοπαθείας οι γενναίοι εκείνοι στρατιώται του Χριστού· μετ’ ολίγας δε ημέρας προστάσσει να τους εκβάλωσι της φυλακής και να τους παρουσιάσωσιν έμπροσθέν του, ελπίζων, ότι, μετά την κακοπάθειαν της φυλακής, έχει να εύρη μεταμελημένους τους Αγίους· αλλ’ οι Άγιοι όχι μόνον δεν εμαλακώθησαν από το πυρ των πειρασμών ως ο κηρός, αλλά περισσότερον εστομώθησαν ως ο σίδηρος, με την θερμότητα της πίστεως, και έγιναν πλέον κοπτερώτεροι εναντίον της κακοδοξίας· όθεν με το να έδειξαν μεγαλυτέραν παρρησίαν από την πρώτην, ήναψαν τον θυμόν του βασιλέως και προστάσσει να εξορισθώσιν εις την Σκύρον, η οποία ήτο νήσος υποκειμένη εις την μητρόπολιν των Αθηνών· και από την Σκύρον στέλλεται είτα εις την Ρώμην ο θείος Μελέτιος δια να διαλεχθή περί πίστεως με τους σοφούς του Πάπα· ο Πάπας έβαλεν εις την φυλακήν αυτόν δέσμιον επτά (7) έτη· ύστερον δε στέλλεται πάλιν εις την Σκύρον κατά προσταγήν του βασιλέως και κλείεται εις μίαν φυλακήν ομού με τον καλόν Γαλακτίωνα. Το δεσμωτήριον, το οποίον είχε τους Αγίους, ήτο πολύ σκοτεινόν, όμοιον με την σκιάν του θανάτου· η δε πείνα την οποίαν εδοκίμαζον εις αυτό οι Όσιοι ήτο πολυήμερος, διότι με τούτον τον τρόπον απεφάσισεν ο εξουσιαστής της Σκύρου να τον θανατώση. Αλλά οι Όσιοι, και μάλιστα ο θείος Μελέτιος, ενεθυμήθη την παλαιάν και συνηθισμένην πολυήμερον νηστείαν του και την βιαίαν βάσανον και την κάμνει θεληματικόν έργον και κλίμακα προς τον Θεόν, και μένει νήστις τεσσαράκοντα ημέρας. Τούτο βλέπων ο δεσμοφύλαξ τόσον πολλά εθαύμασεν, ώστε είπεν εις την γυναίκα του· «Απωλόλαμεν, ω γύναι, Θεόν πολεμούντες· επειδή ούτοι οι φυλακισμένοι τόσην αρετήν έχουν, ώστε φαίνονται ότι δεν είναι άνθρωποι αλλά Άγγελοι». Ακολούθως διηγήθη εις αυτήν την πολυήμερον νηστείαν, τας συχνάς προσευχάς των, τας ολονυκτίους αγρυπνίας των και εκ τούτου έφερεν εις έκπληξιν και θαυμασμόν την γυναίκα του και το πρωϊ επήγεν εις τους Αγίους η γυνή με μίαν θυγατέρα της μονογενή, και προσέπεσον εις τους πόδας των και έλαβον την ευλογίαν των. Και οι μεν Άγιοι ευρισκόμενοι εις τας τοιαύτας κακουχίας έχαιρον και καθ’ εκάστην εδόξαζον τον Θεόν· ο δε βασιλεύς είχε πολλήν μανίαν εις το να πλατύνη τον Λατινισμόν· όθεν και όλους έσυρεν εις εαυτόν, άλλους με απειλάς και παιδείας και άλλους με ταξίματα και αξίας, και με όσα άλλα κλέπτεται το δίκαιον και η αλήθεια, διότι ήσαν πολλοί οι οποίοι έγιναν φίλοι του τον καιρόν εκείνον και εδέχθησαν τον Λατινισμόν· όσους δε Ορθοδόξους δεν ηδύνατο να φέρη εις την γνώμην του, τους ήρπαζε τα υπάρχοντά των, τους εξώριζε και τους εθανάτωνεν· όθεν με τοιούτους τυραννικούς τρόπους εκβάλλων εκ του μέσου όσους δεν εύρισκε συμφώνους εις τον Λατινισμόν, ενόμιζεν ότι ενίκησεν όλους· και συνομιλών μίαν φοράν με τους αυτού άρχοντας είπε χαροποιώς· «Ως μοι φαίνεται, μεγάλην ειρήνην έχει τώρα η Εκκλησία και οφείλει χάριτας ο Πατριάρχης, διότι δεν ευρίσκεται ουδείς να ταράττη τον κόσμον». Εις τούτους τους λόγους του βασιλέως, άλλοι μεν από τους παρόντας είπον άλλους λόγους κατά την αρέσκειαν του βασιλέως, εις δε εξ αυτών είπεν· «Αλλ’ οι εξόριστοι, οίτινες ευρίσκονται εις την Σκύρον, φιλονεικούν ότι είναι γνωστικώτεροι από όλους, και δια τούτο ανθίστανται εις το κράτος της βασιλείας σου». Ο δε βασιλεύς, ερωτών «ποίοι είναι», ο άρχων τω απεκρίθη· «Ο Μελέτιος είναι και ο Γαλακτίων οι Γαλλησιώται», ούτος ο λόγος επλήγωσε την καρδίαν του βασιλέως· διότι οι άνδρες εκείνοι ήσαν από τους ονομαστούς εις την αρετήν. Ευθύς ετοιμάζεται βασιλικόν πλοίον, και στέλλονται διαταγαί, και οι Άγιοι έρχονται εις την Κωνσταντινούπολιν και εγκλείονται εντός της φυλακής της καλουμένης των Νουμέρων· εν τω μεταξύ παρήλθον ημέραι πολλαί, και ο βασιλεύς προφασιζόμενος επί τούτω ότι καταγίνεται εις άλλας υποθέσεις αναγκαιοτέρας δεν ήκουε ουδένα Εκκλησιαστικόν, και ακολούθως ανέβαλε και την περί των Αγίων υπόθεσιν. Αλλ’ οι κακοί Αρχιερείς και μάλιστα ο Πατριάρχης, ω δίκη και μακροθυμία Θεού! διαβάλλουν επιμόνως τους Αγίους εις τον βασιλέα, και μεταχειρίζονται πάντα τρόπον ή να καταπείσωσι και αυτούς εις τον Λατινισμόν, ή να μη τους βλέπη ζωντανούς· λοιπόν κατά διαταγήν του βασιλέως εξήλθον οι καρτερόψυχοι της φυλακής και παρουσιάσθησαν πάλιν έμπροσθεν του βασιλέως, και με το να εμεταχειρίσθησαν μεγαλυτέραν και γενναιοτέραν παρρησίαν της πρώτης έλαβον και μεγαλυτέρας παιδείας, διότι παρευθύς ερραβδίσθησαν πολλάς ώρας, έως ότου τα σώματά των έμειναν κατά γης ως άψυχα και μόλις ανέπνεον· είτα ελθόντες εις εαυτούς, ο μεν ιερός Γαλακτίων εβλήθη εις φυλακήν, ο δε θείος Μελέτιος εκρεμάσθη με σχοινίον εις εν ξύλον, και ω του θαύματος! παρευθύς εβλάστησε το ξηρόν εκείνο ξύλον και εσκεπάσθη υπό φύλλων. Τούτο το θαύμα ακούσας ο βασιλεύς ήλλαξε γνώμην, και εις το εξής δια μεσιτείας άλλων συνδιελέγετο με τον Όσιον, και τον παρεκάλει να συγκοινωνήση εις τον Λατινισμόν. Ο δε Άγιος, περιφρονών την παράκλησιν του βασιλέως, επέτα ως αετός εις τα νέφη, κατά την παροιμίαν, ασύλληπτος και ανίκητος εκ πάσης τέχνης και μηχανής των ανθρώπων. Απορών δε ο βασιλεύς και μη γινώσκων τι να κάμη, επειδή δεν ηδύνατο να νικήση την γνώμην των Αγίων, ετάχυνε να νικήση τα σώματά των με βάσανα· και τον μεν Γαλακτίωνα ετύφλωσε τους οφθαλμούς, του δε Αγίου Μελετίου έκοψε την γλώσσαν, δια να μη ημπορή ούτε ο Γαλακτίων να ιερουργήση ούτε ο Μελέτιος να θεολογή την Αγίαν Τριάδα. Αλλ’ όμως και τα δύο ταύτα εις το εναντίον απέβησαν και όχι ως ήθελεν ο βασιλεύς· διότι ο μεν θείος Μελέτιος, και μετά την εκκοπήν της γλώσσης του, ελάλει καθαρά, ο δε Γαλακτίων, όταν αποκατεστάθη η ειρήνη της Εκκλησίας ελειτούργει και πάλιν την αναίμακτον θυσίαν· όταν δηλαδή ο θεοσεβέστατος Ανδρόνικος (Ούτος είναι Ανδρόνικος ο Β΄, υιός του Μιχαήλ Η΄, βασιλεύσας κατά τα έτη 1282 – 1328) έγινε βασιλεύς των Ρωμαίων και επανέφερε πάλιν την ευσέβειαν. Όταν λοιπόν ο ασεβέστατος Μιχαήλ απέθανε και έγινε βασιλεύς ο ευσεβέστατος Ανδρόνικος, ανεκάλεσε πάλιν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τον αληθινόν ποιμένα Ιωσήφ, τον ακλόνητον πύργον της Ορθοδοξίας και εδίωξε τον παράνομον επιβάτην Βέκκον, ύστερον δε ανεκάλεσε με τιμήν μεγάλην τους αφωρισμένους και φυλακισμένους Αγίους. Τότε πολλοί εξ εκείνων όσοι δεν εδέχθησαν τον Λατινισμόν ανεβιβάσθησαν εις θρόνους και αξιώματα, τον δε Όσιον Μελέτιον ούτε ο βασιλεύς ούτε οι άρχοντες ηδυνήθησαν να τον καταπείσωσιν εις το να λάβη Ιερωσύνην, διότι εφυλάττετο από την δόξαν των ανθρώπων ως βλαβεράν ούσαν. Ερχόμενος δε ο Όσιος εις γήρας βαθύ, ησθένησε χρόνους τρεις, κατά τους οποίους ούτε άρτον έφαγεν, ούτε άλλο φαγητόν, αλλά μόνον οπωρικά και αυτά με εγκράτειαν· και όταν έμελλε να απέλθη προς Κύριον, εκάλεσεν όλην την αδελφότητα και συνεβούλευσεν αυτήν τα πρέποντα, παρηγόρει αυτήν με χαράν, και απέδιδεν εις έκαστον αδελφόν τον τελευταίον ασπασμόν, και ομού με όλους εδοξολόγησε τον Θεόν· έπειτα υψώσας εις τον ουρανόν χείρας και οφθαλμούς είπε· «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου» και παρευθύς απήλθε προς Κύριον. Εις δε Μοναχός, Γεράσιμος ονόματι, κοιμώμενος εις το κελλίον του, είδεν εν οράματι τον θείον Μελέτιον, ότι είχεν υψωμένας τας χείρας του και ανέβαινε μετά χαράς εις τους ουρανούς· όθεν έτρεξε παρευθύς και εύρεν αποθαμμένον τον Άγιον και έλαμπε το πρόσωπόν του υπέρ τον ήλιον. Και άλλος Ιερομόναχος, Θεόκλητος καλούμενος, δια την πολλήν αγάπην, την οποίαν είχεν εις τον Άγιον, από της ημέρας όπου ετελεύτησεν, ελειτούργησεν έως τεσσαράκοντα ημέρας· όταν δε ετελείωσε ταύτην ήτο Κυριακή της Ορθοδοξίας, είτα παρεκάλει τον Θεόν να του φανερώση ποίον τόπον ηξιώθη να κληρονομήση η ψυχή του θείου Μελετίου· και αποκοιμηθείς, βλέπει εν οράματι, ότι ευρέθη εις ένα Ναόν μεγάλον πολύ και ωραιότατον, ο οποίος ήτο κτισμένος κατ’ ανατολάς, και έφθανεν έως εις τον ουρανόν και έλαμπεν όλος από ένα φως ανεκλάλητον· εντός δε του Ναού ήσαν Πατέρες Άγιοι και έψαλλον εις τον Θεόν ένα ύμνον αγγελικόν και θαυμάσιον. Ήτο δε και εις Ιεροκήρυξ και εκήρυττεν, ότι ο Όσιος Μελέτιος, όταν έζη, έκτισε τον Ναόν τούτον εις τιμήν της Αγίας Τριάδος, και ότι εχάρη πολύ ο Θεόκλητος δια ταύτα τα οποία είδε και ήκουσεν. Έπειτα βλέπει ότι επήγε και εις τον τάφον του Αγίου, ο οποίος ήτο ανοικτός και εντός αυτού ήσαν δύο λαμπροφόροι και εκράτουν θυμιατήρια θαυμαστά και ωραιότατα και εθυμίαζον· ύστερον βλέπει, ότι τον ωνείδιζε χαριέντως ο θείος Μελέτιος, λέγων· «Συ μεν, φίλε Θεόκλητε, άφησες τον τάφον μου ανεπιμέλητον, ο δε Θεός απέστειλε τούτους τους οποίους βλέπεις, δια να με επισκεφθώσιν». Ενώ δε εσυλλογίζετο ο Θεόκλητος, ότι του ομιλεί ο Άγιος, και ότι είναι νεκρός, ακούει εκ του ουρανού φωνήν λέγουσαν· «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται». Και περί μεν τούτου ταύτα.Θαύματα του Αγίου:
Εν μία των ημερών περιπατών ο μέγας Μελέτιος εις το παραθαλάσσιον του στενού της πόλεως, εύρε μερικούς αλιείς, οι οποίοι ήπλωναν τα δίκτυά των εις την άμμον και ερωτών αυτούς εάν έχουν ψάρια του απεκρίθησαν, ότι όλην την νύκτα εψάρευαν, όμως δεν έπιασαν ουδέ εν. Ο δε Άγιος λυπηθείς αυτούς είπε με θάρρος· «Ρίψατε, τέκνα, πάλιν τα δίκτυα σας εν τω ονόματι του Σωτήρος ημών Θεού». Υπακούσαντες δε εκείνοι εις τους λόγους του Οσίου έρριψαν τα δίκτυα· και ω της αφάτου σου, Χριστέ μου, χάριτος! τόσον πλήθος ιχθύων έτρεξαν εντός των δικτύων, ώστε μόλις και μετά βίας ηδυνήθησαν να τα σύρωσιν εις την γην και ούτως εδόξαζον τον Θεόν και ηυχαρίστουν τον Όσιον, θαυμάσαντες την προς Θεόν παρρησίαν του. Όταν δε έκτιζον εις το νησίδιον τον θείον Ναόν του Πρωτοκλήτου Ανδρέου, ως προείπομεν, μίαν ημέραν είπεν εις τον Όσιον ο κελλάρης, ότι δεν έχει προσφάγιον να δώση εις τους κτίστας, ο δε Άγιος λαβών την ράβδον του είπεν εις αυτόν· «Ακολούθει μοι», και καταβαίνων εις την θάλασσαν, την εκτύπησεν ήσυχα λέγων· «Εν τω ονόματι του Δεσπότου Χριστού δος εις ημάς σήμερον τα χρειαζόμενα», και ω του θαύματος! ευθύς επήδησεν έξω εις την γην εν οψάριον μέγα και καλόν· και πηγαίνων ο κελλάρης να το πάρη επήδησεν έξω της θαλάσσης και άλλο οψάριον όχι κατώτερον του πρώτου· και παίρνων ο κελλάρης τα δύο οψάρια τα εμαγείρευσε και με αυτά εφίλευσε τους κτίστας του Ναού. Κατά τον καιρόν τον οποίον εβασίλευεν ο ορθοδοξότατος Ανδρόνικος, προσεκάλεσε μίαν ημέραν εις τα βασίλεια τον μέγαν Μελέτιον δια να τον συμβουλευθή δι’ υπόθεσίν του εκκλησιαστικήν και πηγαίνων ο Άγιος, ο βασιλεύς τον εδέχθη μετά μεγίστης τιμής. Εις δε εκ των αρχόντων, Συρμουρίνος ονόματι, πρωτοεστιατορίτης το αξίωμα, εμέμφθη με τον λογισμόν του τον Άγιον, ότι δήθεν αγαπά την προσωρινήν ταύτην δόξαν, και είπεν εις ένα, όστις εκάθητο πλησίον του· «Ούτος ο Μοναχός άφησεν, ως φαίνεται, την δόξαν, την οποίαν έπρεπε να ζητή και ζη τώρα την δόξαν των ανθρώπων, και χαίρεται δι’ αυτήν». Πηγαίνων δε το εσπέρας ούτος εις τον οίκον του και πίπτων εις το κρεββάτι του να κοιμηθή, βλέπει εις το όραμά του ότι ευρέθη εις εν ανάκτορον βασιλικόν, εις το οποίον ήτο εις βασιλεύς ενδεδυμένος στολήν βασιλικήν ομού και αρχιερατικήν, και γύρωθεν έστεκον αναρίθμητα στρατεύματα· ο δε βασιλεύς ήτο πολύ παρωργισμένος εναντίον του Συρμουρίνου, διότι ύβρισε τον ιδικόν του δούλον και επρόσταξε τους δορυφόρους του να κάμουν εις αυτόν την εκδίκησιν· και ολίγον έλειψε να τον δέσουν χείρας και πόδας, και να τον ρίψουν εις τον τόπον της καταδίκης των βλασφήμων, αν δεν ήθελε προφθάσει εκεί ο μέγας Μελέτιος να μεσιτεύση προς τον βασιλέα, δια να τον λυτρώση· όθεν τρομάζων ο Συρμουρίνος δι’ αυτό το φοβερόν όραμα εξύπνησε, και ευθύς λίαν πρωϊ επήγεν εις τον Άγιον, και πίπτων εις τους πόδας του εξωμολογήθη εις αυτόν την κατηγορίαν, την οποίαν του έκαμε, φανερώνων και το όραμα, όπερ είδε, και του εζητούσε μετά θερμών δακρύων την συγχώρησιν, την οποίαν και έλαβεν ευθύς από τον Όσιον· είτα χαίρων ανεχώρησε διηγούμενος με επαίνους πολλούς εις το εξής τα κατορθώματα του Αγίου. Τοιαύτη εστάθη, αγαπητοί μου αδελφοί, η πολιτεία του Οσίου Μελετίου· τοσούτος υπερβολικός ήτο ο ζήλος του υπέρ της Ορθοδοξίας, και τοσαύτα εχρημάτισαν τα θαύματά του. Ζήσας δε χρόνους εβδομήκοντα επτά άφησε τα φαινόμενα ταύτα και απήλθε προς τον Θεόν, και δι’ όλους ημάς παρακαλεί την Παναγίαν Τριάδα, η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου