Αρσένιος ο αοίδιμος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του ευσεβούς βασιλέως Βασιλείου του Μακεδόνος, γεννηθείς εκ γονέων ευσεβών και θεοφιλών, του μεν πατρός αυτού εκ της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ ορμωμένου, της δε μητρός εκ Βηθανίας, οίτινες, νομίμως εις γάμου κοινωνίαν ελθόντες, διήνυον τον βίον εν απαιδία. Εν πάση δε αρετή και αγαθοεργία θεραπεύοντες τον Θεόν παρεκάλουν Αυτόν όπως τους δώση τέκνον. Όθεν της ευχής αυτών επακούσας ο Θεός, εδώρησεν εις αυτούς καρπόν άξιον όντως της αιτήσεως, τον ευλογημένον τούτον Άγιον. Τον καλόν όθεν Αρσένιον, εν Βηθανία γεννήσαντες οι γονείς αυτού, διενοήθησαν ίνα αφιερώσωσιν αυτόν εις τον Θεόν εκ σπαργάνων.
Όθεν και τριετή γενόμενον παρέλαβον μεθ’ εαυτόν και προσελθόντες προς εν των εκεί Μοναστηρίων ανέθεσαν αυτόν εις τον Θεόν και εις τον της Μονής προεστώτα, ίνα καρπωθή τα ωφελήματα της μοναδικής πολιτείας. Και αυτοί μεν ενδυθέντες το μοναχικόν σχήμα, και κατά Θεόν εκεί πολιτευσάμενοι, απήλθον του βίου. Ο δε τίμιος παις Αρσένιος, εκπαιδευόμενος εις τα γράμματα και καλώς ανατρεφόμενος, προέκοπτεν εις πάσαν ενάρετον πολιτείαν. Ως δε συνεπλήρωσε το δωδέκατον έτος της ηλικίας υπετάγη και αυτός εις τον μονότροπον βίον. Αλλά περισσοτέρας μαθήσεως επιθυμών, μετέβη εις την Σελεύκειαν, ένθα εδέχθη το της ιερωσύνης αξίωμα πεισθείς υπό του εκείσε Αρχιερέως, δια την επιλάμπουσαν εις αυτόν αρετήν. Θελήσαντος δε αυτού όπως ίδη και πάλιν την Ιερουσαλήμ, εισήλθεν εις πλοίον, όπερ όμως περιέπεσεν εις χείρας Αγαρηνών πειρατών, χάριτι όμως Θεού λυτρούται της αιχμαλωσίας, καταπραϋνας τους αθέους, συμπεριφερθείς προς αυτούς με προσήνειαν και με την γλυκύτητα και ευσέβειαν των λόγων του. Απολυθείς δε υπ’ αυτών μετέβη εις τους Αγίους Τόπους και προσκυνήσας και εκπληρώσας τον πόθον του, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου εφιλοξενήθη παρά του Αγιωτάτου Τρύφωνος. Ανελθών είτα ο Τρύφων εις τον πατριαρχικόν θρόνον, ενεπιστεύθη την φροντίδα των Εκκλησιών εις τον Αρσένιον. Και μετά μικρόν του Τρύφωνος τον βίον απολιπόντος, ανήλθεν ο Θεοφύλακτος επί του θρόνου. Όστις, τον μακάριον Αρσένιον ευρών ομολογούμενον παρά πάντων εις ύψος αρετής, ψήφω Θεού κινηθείς, εχειροτόνησεν Αρχιερέα της μεγάλης των Κερκυραίων Εκκλησίας και τον του φωτός άξιον έθεσεν επί την λυχνίαν. Εκεί ο Αρσένιος, αναβάς επί τον θρόνον, κατεκόσμησε πρώτον τα του βήματος και διετήρει την χειροτονίαν καθαράν και ανεπίληπτον. Κατόπιν και τα χρειώδη πατρικώς προμηθούμενος, εγένετο ορφανών πατήρ, χηρών υπερασπιστής, αδικουμένων προστάτης, πεινώντων τροφεύς, πενήτων χορηγός, καταπονουμένων βοηθός, λυπουμένων παράκλησις, ασθενούντων ιατρός, και απλώς ειπείν τοις πάσιν εγένετο τα πάντα, κατά τον θείον Απόστολον· διο και ο Θεός αντήμειψεν αυτόν δια της χάριτος των θαυμάτων. Ούτω Σκυθών ποτε εις την αντίπεραν γην καταδραμόντων και προς την νήσον διαπεραιωθέντων, ο μακάριος ουδέν υπολογίσας, προς αυτούς προσήλθεν, ίνα την ορμήν εκείνων ειρηνικώς κατευνάση. Αλλ’ οι Σκύθαι ληστρικώς τούτον κρατήσαντες, έφευγον δια μονοξύλων δια θαλάσσης. Μαθόντες τούτο οι Κερκυραίοι, διαπλεύσαντες και αυτοί το στενόν της θαλάσσης, συνήντησαν αυτούς κατά πρόσωπον. Και αναθαρρήσαντες εκ των προσευχών του Ποιμένος, ώρμησαν κατ’ αυτών θαρραλέως, και συν Θεώ, τούτους κατατροπώσαντες, άλλους μεν δια μαχαιρών εξηφάνισαν, άλλους εις την θάλασσαν κατεπόντισαν, τους δε λοιπούς καταδιώξαντες εις την λεγομένην Τετράνησον, πάντας διεσκόρπισαν. Εκεί δια προσευχής εξαγαγών ο Άγιος ύδωρ εκ πέτρας, όπερ και ως σήμερον αναβρύει, εδρόσισε τον διψώντα λαόν του. Λαμπρώς λοιπόν επιστρέψας εις τον ίδιον θρόνον, πολλών και ετέρων θαυμάτων αυτουργός εγένετο. Ούτω δια προσευχής διέλυσε καύσωνα ισχυρότατον, καταστρέφοντα τους κατά πάσαν την νήσον καρπούς και βροχήν δι’ ευχής εξ ουρανού κατεβίβασε. Παιδίσκην δε τινός των κατά την νήσον επιφανών, υπό δαίμονος δεινώς οχλουμένην, ηλευθέρωσε του δαίμονος δια της προσευχής μόνον και δια ραντισμού δι’ ύδατος. Την δε σύζυγον Ανδρονίκου τινός κληρικού, δυστοκούσαν και προς τον θάνατον ήδη προσεγγίζουσαν, δι’ ευχής τής εχάρισε την ζωήν και ανωδύνως αύτη εγέννησε το βρέφος αυτής. Γυναίκα δε άλλην, ημιπαράλυτον, χρίσας δι’ ελαίου του αγίου χρίσματος, αποκατέστησεν υγιά. Διωγμού δε κηρυχθέντος κατά των προκρίτων της Κερκύρας υπό του βασιλέως Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, υιού Λέοντος του Σοφωτάτου και κελεύσαντος όπως μεταφερθούν ούτοι εις την Κωνσταντινούπολιν, διότι ο την αρχλην της Κερκύρας παρά του βασιλέως δεχθείς, φιλοχρήματος ων, εψεύσθη κατ’ αυτών αδίκως, αυτός εντέχνως τούτον διέλυσε, υπέρ αυτών την εαυτού ψυχήν θέμενος. Διότι λησμονήσας το γήρας, την τρικυμίαν και τον χειμώνα, μετέβη ο ίδιος εις Κωνσταντινούπολιν και ειρήνευσε τον βασιλέα. Προς την ιδίαν δε Ποίμνην ερχόμενος και κατά την νήσον Σκύρον φθάσας, περιέπεσεν εις νόσον· πλησίον δε της Κορίνθου ελθών, περί τα τέλη του Θ΄ αιώνος, παρέθετο τω Θεώ την μακαρίαν αυτού ψυχήν. Εντίμως όθεν εκηδεύθη εκεί παρά των ιδίων και των συνελθόντων. Αργότερον δε οι της πόλεως Κερκύρας, ελθόντες εις τον τόπον εκείνον, παρέλαβον το ιερόν λείψανον και επέστρεψαν εις Κέρκυραν. Τότε και θαύμα άξιον εγένετο παρά του Θεού, του τον οικείον θεράποντα δοξάζοντος. Την αρετήν του ανδρός οι της επαρχίας εκείνης ακούοντες και τούτον ως εκ θαύματος έχοντες, ετόλμησαν, αγιασμού χάριν, να λάβωσι κρυφίως μέρος της ιεράς αυτού γενειάδος. Όμως το τίμιον αυτού σώμα ανακομισθέν, ευρέθη πάλιν σώον, τη του Θεού χάριτι, έχον την γενειάδα ολόκληρον. Όπερ και κατετέθη ευλαβώς εις την Μητρόπολιν των Κερκυραίων, θαύματα και ιάσεις βρύον εκάστοτε εις αίνον Χριστού του Θεού ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου