Κανίδης ο Όσιος πατήρ ημών έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τοθ΄ (379), υιός γονέων ευσεβών και θεοφιλών, Θεοδότου και Θεοφανούς, κατοικών εις την χώραν της Καππαδοκίας. Λέγεται δε ότι η μήτηρ τού Αγίου τούτου δεν έτρωγε παχέα φαγητά εις τους εννέα μήνας, κατά τους οποίους εβάσταζεν αυτόν εν τη κοιλία της, αφού δε εγεννήθη ο Άγιος λέγουσιν ότι δεν εθήλαζε τελείως από τον αριστερόν μαστόν, αλλά μόνον από τον δεξιόν, και ότι εάν ετύχαινε να φάγη η μήτηρ του φαγητόν περισσότερον από το πρέπον, τότε ουδέ από τον δεξιόν μαστόν το βρέφος εθήλαζεν. Αφού δε εβαπτίσθη ο Άγιος και απεγαλακτίσθη, και αφού επέρασε την παιδικήν ηλικίαν, ήγουν έγεινεν υπέρ τους επτά χρόνους, τότε αφήσας όλα τα του κόσμου πράγματα υπήγεν εις το εκεί βουνόν και εμβάς εις εν μικρόν σπήλαιον έκλεισεν εκεί εαυτόν, σχολάζων μεν και καταγινόμενος εις την νηστείαν και ιεράν προσευχήν, τρώγων δε ολιγώτατα ωμά λάχανα χωρίς άλας, μίαν φοράν την εβδομάδα, και ούτω διήλθεν ο τρισόλβιος χρόνους ολοκλήρους εβδομήκοντα τρεις. Επειδή δε ο τόπος του σπηλαίου του ήτο κατηφορικός, έτρεχον από εκεί τα νερά και επροξένουν νοτίδα πολλήν εις το σπήλαιον. Όθεν από την υπερβολικήν νοτίδα εφθάρησαν και έπεσον αι τρίχες της κεφαλής του και των γενείων του. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος ο μακάριος απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου