Θεοφάνης ο Όσιος ήτο από την Αντιόχειαν, γεννηθείς από γονείς απίστους και ασεβείς, ταχέως όμως προσήλθε προς την εις Χριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Ούτος δεκαπενταετής γενόμενος, τη προτροπή των γονέων του, έλαβε σύζυγον δια γάμου και ζήσας με αυτήν χρόνους τρεις, αφού εκείνη απέθανεν, ευθύς αυτός προσήλθεν εις την του Χριστού Εκκλησίαν και εδέχθη το Άγιον Βάπτισμα, κτίσας δε κελλίον στενώτατον, πλησίον εις την πόλιν της Αντιοχείας, εκλείσθη εντός αυτού ο αοίδιμος καθαριζόμενος πάντοτε από όλα τα πάθη και αποκτών όλα εκείνα τα μέσα και όργανα, τα οποία συνεργούσι προς την τελειότητα και άκραν αρετήν. Μαθών μετά ταύτα περί μιας δημοσίας πόρνης, Πανσέμνης ονομαζομένης, ότι γίνεται εις πολλούς αιτία απωλείας, προσηυχήθη πρώτον και αφιέρωσεν εαυτόν εις τον Θεόν, έπειτα εβγήκεν από το κελλίον του και εκδυθείς το τρίχινον ένδυμά του, ενεδύθη ενδύματα πολύτιμα.
Επήρε δε από τον πατέρα του και δέκα λίτρας χρυσίου, λέγων εις αυτόν ότι θα λάβη άλλην γυναίκα. Ελθών λοιπόν προς την Πανσέμνην συνέφαγε με αυτήν και συνέπιε· μετά δε τινας ομιλίας ηρώτησεν αυτήν πόσον καιρόν έχει εις την μιαράν εκείνην εργασίαν. Εκείνη δε απεκρίθη ότι είχε χρόνους δώδεκα, και ότι από όλους τους εραστάς, όσους απέκτησεν, αυτός είναι ο ωραιότερος· ο δε Άγιος πάλιν είπεν εις αυτήν· εγώ θέλω και βούλομαι να σε λάβω γυναίκα με γάμον σεμνόν. Η δε εδέχθη τον λόγον μετά χαράς, στοχαζομένη ότι ήτο μέγα πράγμα δι’ αυτήν, αν τοιαύτη πόρνη και άτιμος ήθελεν αξιωθή τοιούτου γάμου εντίμου και ζηλευτού. Όθεν έδωκεν εις αυτήν το χρυσίον όπερ εβάστα και είπεν, ότι υπάγει να ετοιμάση τα προς τον γάμον επιτήδεια· ελθών δε ο Όσιος έκτισεν άλλο κελλίον πλησίον του ιδικού του, και πάλιν επιστρέψας εις αυτήν τη είπεν, ότι εάν δεν πιστεύση εις την πίστιν του Χριστού και γίνη χριστιανή δεν δύναται να συγκατοικήση με αυτήν. Η δε Πανσέμνη πρώτον μεν εδυσκολεύετο εις τούτο και ανέβαλλε τον καιρόν, ύστερον δε κατηχηθείσα εις ημέρας επτά και ακούσασα περί της μελλούσης κρίσεως, ότι οι μεν τα καλά έργα πράττοντες θα απολαύσωσι ζωήν και αγαθά αιώνια, οι δε τα κακά έργα ποιούντες μέλλουσι να λάβωσιν αιώνιον κόλασιν, εφωτίσθη κατά την διάνοιαν και ήλθεν εις κατάνυξιν με την χάριν του Χριστού. Δεχθείσα όθεν η μακαρία Πανσέμνη το Άγιον Βάπτισμα ηλευθέρωσε μεν τους δούλους και τας δούλας, όσας είχε, τα δε χρήματα, όσα είχε συνάξει από την αισχράν εργασίαν, τα κατεσκεύασεν εύχρηστα σκεύη και κειμήλια και τα αφιέρωσεν εις τον Θεόν, και ούτως επήγε και εμβήκεν εις το κελλίον εκείνο, το οποίον ητοίμασε δι’ αυτήν ο Όσιος Θεοφάνης, και τοσούτον επρόκοψεν η μακαρία εις την αρετήν, ώστε ηξιώθη να εκβάλλη δαιμόνια δια προσευχής της και να ιατρεύη όλα τα πάθη και τας ασθενείας. Ζήσασα δε εκεί ένα χρόνον και δύο μήνας, απήλθε προς Κύριον, ομού με τον Όσιον και θαυματουργόν Θεοφάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου