Φιλονείδης ο Άγιος έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει τ΄ (300), εγκεκλεισμένος εν τη νήσω Κύπρω εις φυλακήν δια την του Χριστού ομολογίαν ομού με τους Αγίους Αριστοκλήν, Δημητριανόν και Αθανάσιον τον αναγνώστην. Αφού δε εκείνοι οι μακάριοι ετελειώθησαν με το μαρτύριον, μετ’ ολίγας ημέρας εξέδωκε δόγμα ο μιαρός Διοκλητιανός, ίνα οι άσωτοι και ακόλαστοι Έλληνες βιάζωσι τους Χριστιανούς εις το να μολύνωσιν αυτούς με την φθοράν των σωμάτων αυτών. Τούτο δε το διαβολικόν δόγμα μαθών ο Άγιος Φιλονείδης, και μη θέλων να μολυνθή το σώμα του από τους ασεβείς, ανέβη εις ένα υψηλόν τόπον, και δέσας την κεφαλήν του και το πρόσωπόν του σκεπάσας με το ένδυμά του, έκλινε τα γόνατα εις προσευχήν.
Αφού δε προσηυχήθη επί πολλήν ώραν, έρριψε τον εαυτόν του κάτω όρθιον. Προτού δε το σώμα να πέση εις την γην, εν τω μεταξύ τούτο παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν δύο άνθρωποι περιεπάτουν εις μεγάλην απόστασιν από της πόλεως· εις τούτους λοιπόν εφάνη ο Άγιος ούτος Φιλονείδης τρέχων γυμνός έμπροσθέν των και φορών μεν στέφανον εις την κεφαλήν, αλειμμένος δε ων με μύρα ευώδη, όστις κρατών κλάδον βαΐων εις τας χείρας του έλεγεν. «Ευχαριστώ σοι, Χριστέ μου, ότι εν σοι νενίκηκα, διότι από την επίγειον θύραν με ανεβίβασας εις την πύλην των ουρανών». Ότε δε οι περιπατούντες εκείνοι άνθρωποι έφθασαν πλησίον της πόλεως, έγινεν άφαντος από αυτούς ο Άγιος· όθεν ελθόντες εις τν τόπον εκείνον, όπου έπεσε το σώμα του μάρτυρος, εγνώρισαν ότι αυτό ήτο εκείνου του ιδίου, όστις εφάνη αυτοίς εις τον δρόμον. Μετά ταύτα σηκώσαντες οι Έλληνες το λείψανον και βαλόντες αυτό εις ένα σάκκον, το εβύθισαν εις την θάλασσαν. Αλλ’ η θάλασσα παρευθύς εταράχθη και το έρριψεν έξω. Ύστερον δε ευρόντες το τίμιον λείψανον Χριστιανοί τινές ενεταφίασαν αυτό. Σημείωσε ότι ο τότε Επίσκοπος, Αρίστων ονομαζόμενος, συνελήφθη μεν από τους Έλληνας, ύστερον δε ελευθερωθείς από αυτούς, δεν ηξεύρω με ποίον τρόπον, συνέγραψε το μαρτύριον τούτο και Συναξάριον του Αγίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου