Υπάτιος ο Άγιος ήτο κατά τους χρόνους Ονωρίου και Αρκαδίου, εν έτει τψε΄ (395), εγεννήθη δε εις την Φρυγίαν, και τυραννούμενος από τον πατέρα του εδάρη από αυτόν· ότε δε έγινε δεκαοκτώ ετών έφυγεν από τους γονείς του και επέρασεν εις την Θράλην. Εκεί δε ελθών εις εν Κοινόβιον έγινε Μοναχός, και από τας αρετάς του κατέστη εις όλους αιδέσιμος και σεβαστός, διότι οίνον ουδέποτε έπινε και όταν μίαν φοράν επολεμήθη από τον δαίμονα της πορνείας διήλθεν ολοκλήρους οκτώ ημέρας χωρίς να φάγη ή να πίη ολοτελώς.
Τούτο δε μαθών ο προεστώς του μοναστηρίου, έδωκεν εις αυτόν ιδιοχείρως εν ποτήριον οίνου και ένα άρτον δια να φάγη και να πίη μετά το απόδειπνον ενώπιον των άλλων αδελφών. Ταύτα δε φαγών και πιών, ευθύς ηλευθερώθη από τον πόλεμον και ηυχαρίστησε τον Θεόν και τον διδάσκαλον και ηγούμενόν του. Αφού παρήλθον αρκετοί χρόνοι, απήλθεν εις μίαν πόλιν με την άδειαν και βουλήν του ηγουμένου δια να βοηθήση ένα αδελφόν, όστις έπεσεν εις πειρασμόν· εκεί λοιπόν ευρισκόμενος, εβοήθησε και τον σαρκικόν πατέρα του και τον απέστειλεν εις τον οίκον του. Αυτός δε ενωθείς με δύο αδελφούς και διελθών εις την Χαλκηδόνα μετέβη εις το του Ρουφίνου μοναστήριον, το οποίον τότε ήτο ακατοίκητον και ακαλλώπιστον, ή μάλλον ειπείν ήτο άγριον και φοβερόν. Ούτος δηλαδή ο Ρουφίνος, ελθών από την Ρώμην εις Χαλκηδόνα, έκτισε μοναστήριον ένδοξον, και συναθροίσας εις αυτό Μοναχούς Αιγυπτίους εδούλευε τω Θεώ. Αφού δε ο Ρουφίνος ετελεύτησε και ενεταφιάσθη εις το αυτό μοναστήριον, οι Μοναχοί ανεχώρησαν και επέστρεψαν έκαστος εις την πατρίδα του. Όθεν έμεινε το μοναστήριον τόσον έρημον, ώστε εφύτρωσαν εντός αυτού άκανθαι και τρίβολοι, τα οποία έκαμον το μοναστήριον ακαλλές και άγριον, αλλά και πονηρά δαιμόνια εισήλθον εκεί και κατήκησαν, δια τούτο και έκαμαν αυτό εις όλους φοβερόν και άβατον. Τούτο λοιπόν το μοναστήριον ευρών έρημον ο Άγιος Υπάτιος, τα μεν δαιμόνια τα κατοικούντα εις αυτό απεδίωξε με την προσευχήν του, την δε αμορφίαν και ερημίαν του μοναστηρίου καθαρίσας με τους συν αυτώ αδελφούς, έφερεν αυτό εις το αρχαίον κάλλος και ωραιότητα. Όθεν εκάθησεν εις αυτό ομού με την συνοδείαν του· και άλλος μεν από αυτούς κατεσκεύαζεν υφάσματα από τρίγας αιγός, άλλος δε έπλεκε σπυρίδας, και άλλος ειργάζετο τον κήπον. Μετά τινα καιρόν επέρασεν ο Άγιος εις την Θράκην, και ήλθεν εις το παλαιόν μοναστήριόν του· αλλ’ ελθόντες εκεί οι μοναχοί του εν Ρουφινιαναίς μοναστηρίου, εζήτησαν Ηγούμενόν των τον Υπάτιον και ούτως έλαβον αυτόν. Έκτοτε λοιπόν, επειδή μετεχειρίσθη ο Άγιος πολλούς αγώνας και άσκησιν, τούτου χάριν πολλοί μιμηθέντες αυτόν επήγαν εκεί και έγιναν Μοναχοί, εις ολίγον δε καιρόν έγιναν τριάκοντα τον αριθμόν και επρόκοπτον εις την αρετήν. Ο δε θείος Υπάτιος λαβών εκ Θεού το χάρισμα των ιαμάτων εθεράπευε τυφλούς, χωλούς, ξηρούς, υδρωπικούς, αλλά και γυναίκας πολλάς αιμορροούσας ιάτρευε και τας ατέκνους και στείρας τεκνογόνους εποίησε, και τας μη εχούσας γάλα γαλακτοφόρους απέδειξε, και πολλούς δαιμονισμένους των δαιμόνων ηλευθέρωσε. Πολλάκις δε και ύδωρ και σίτον και άλλα χρειώδη εν καιρώ ανάγκης δια προσευχής του ο Άγιος επλήθυνε και πάσαν άλλην ασθένειαν εδίωξε και από ανθρώπους και από ζώα άλογα. Η τροφή δε του Αγίου τούτου ήτο όσπρια και λάχανα και ολίγος άρτος, τα οποία έτρωγε κατά την ενάτην ώραν· ότε δε εγήρασεν έπινε και ολίγον οίνον. Ότε δε έγινεν ογδοήκοντα ετών ελευκάνθησαν ως χιών αι τρίχες της κεφαλής του. Όθεν ο μακάριος ήτο αιδέσιμος και σεβάσμιος, και κατά την πράξιν και κατά την θεωρίαν. Ποιμάνας λοιπόν τεσσαράκοντα χρόνους το του Χριστού ποίμνιον και την ιερωσύνην τιμήσας, και ογδοήκοντα μαθητάς αποθανόντας αποστείλας πρότερον εις τον Κύριον, ύστερον και αυτός απήλθε προς Αυτόν ίνα λάβη τας αντιμισθίας των πόνων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου