Κικιλία η Αγία Μάρτυς και οι μετ’ αυτής μαρτυρήσαντες Άγιοι Μάρτυρες Βαλεριανός και Τιβούρτιος ήθλησαν εις την Ρώμην κατά τους χρόνους του βασιλέως Αλεξάνδρου Σεβήρου εν έτει σλ΄ (230), και η μεν Κικιλία εγεννήθη εις την Ρώμην από γονείς ευγενείς και περιφανείς, πλην ειδωλολάτρας. Εσέβετο δε η κόρη τον Χριστόν εκ νεότητος· διότι ήτο εκ φύσεως γνωστική και φρόνιμος και ηννόησε των αψύχων ειδώλων τον δόλον και την ματαιότητα. Όθεν αυτά μεν ως άχρηστα εβδελύσσετο, τον δε Χριστόν, ως ευεργέτην και Σωτήρα πάντων ολοψύχως επόθησε και είχεν εις αυτόν όλον αυτής τον πόθον και έρωτα. Καθ’ εκάστην ενήστευε και έκαμνε μετανοίας, προσηύχετο κρυφίως, έδιδε πολλάς ελεημοσύνας και άλλας πράξεις εναρέτους ετέλει η παναοίδιμος.
Εξόχως δε εφόρει τρίχινον ιμάτιον έσωθεν δια να δαμάζη τα κινήματα της σαρκός και να την υποτάσση εις το πνεύμα. Οι δε γονείς τής Αγίας, αγνοούντες την ευσεβή και ένθεον γνώμην αυτής, την υπάνδρευσαν και μη θέλουσαν και επήραν γαμβρόν πλούσιον, Βαλεριανόν καλούμενον, ειδωλολάτρην. Η δε κόρη, ελπίζουσα να τον επιστρέψη εις την ευσέβειαν, εδέχθη να γίνη το συνοικέσιον. Όμως δεν είχεν αύτη ποσώς τον νουν της εις τα των γαμων. Αλλ’ εκείνοι μεν έπαιζον τραγωδούντες και εχόρευον κατά την του κόσμου συνήθειαν, αυτή δε εισερχομένη πολλάκις εις το δωμάτιον έπιπτε κατά γης και μετά δακρύων προσηύχετο εις τον Δεσπότην Χριστόν να της δώση χάριν και δύναμιν να φυλάξη την παρθενίαν της άφθορον και να επιστρέψη τον άνδρατης εις την ευσέβειαν. Ο δε Κύριος ο θέλων πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, ωκονόμησε τα πράγματα καθώς ήθελεν η κόρη. Όταν λοιπόν έμειναν μόνοι ο Βαλεριανός και η Κικιλία εις τον νυμφικόν θάλαμον και ητοιμάζετο να κοιμηθή μετ’ αυτής, του είπε ταύτα η πάνσοφος· «Κάμε μοι όρκον, να μη ομολογήσης ό,τι σου ειπώ, και να σου φανερώσω μέγα μυστήριον». Ο δε ώμοσεν εις αυτήν να μη ειπή ουδενός τίποτε. Τότε του λέγει· «Γίνωσκε ότι έχω φοβερόν και θαυμάσιον Άγγελον του Θεού, όστις φυλάττει επιμελώς το σώμα μου, να μη με μολύνη άνθρωπος και αν σε ιδή, ότι βούλεσαι να μου εγγίσης δι’ αγάπην σαρκός, θέλει θυμωθή και θέλει σε θανατώσει πάραυτα να χάσης το άνθος της νεότητός σου. Εάν δε σε ίδη ότι με αγαπάς εκ καθαράς και αγνής αγάπης ως αδελφήν σου, θα σε αγαπά ως εμέ, και θα σου φανερώση την χάριν του». Ταύτα ακούσας ο νέος εθαύμασε και λέγει εις την Αγίαν· «Εάν θέλης να σου πιστεύσω, δείξε μοι αυτόν τον ουράνιον φύλακα, και εάν είναι κατά αλήθειαν Άγγελος, να κάμω ό,τι με προστάξης από τώρα και έμπροσθεν». Η δε απεκρίθη· «Εάν δεν καθαρισθής από τον μολυσμόν των ειδώλων πρότερον και βαπτισθής εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, Πατρός, Υιού και του Αγίου Πνεύματος, να πιστεύσης εις αυτόν τον ένα και τρισυπόστατον Θεόν, δεν αξιώνεσαι να ιδής τους πυρφόρους Αγγέλους του». Ο δε της λέγει· «Και ποίος ημπορεί να με καθαρίση»; Λέγει η κόρη· «Ύπαγε έξω της πόλεως τρία μίλια και εις τον δείνα τόπον θα εύρης πτωχούς τινάς ζητούντας ελεημοσύνην, τους οποίους πολλάκις ηλέησα. Τούτους ερώτησε από μέρους μου, να σου δείξωσι τον Αρχιεπίσκοπον Ουρβανόν, προς τον οποίον ειπέ το μυστήριον και αυτός θα τελέση το χρειαζόμενον, και τότε θα ίδης τον Άγιον Άγγελον». Απήλθε λοιπόν ο Βαλεριανός, και ευρίσκων τον Αρχιερέα, είπεν εις αυτόν καταλεπτώς την υπόθεσιν, ο οποίος τον υπεδέχθη αγαλλόμενος και κλίνας τα γόνατα προσηύξατο μετά δακρύων προς Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Ιησού Χριστέ, ο σπορεύς της αγνείας, ότι εφώτισας τον δούλον σου Βαλεριανόν, όστις ήτο ως λέων άγριος και δια της διδαχής της αμώμου σου νύμφης Κικιλίας έγινεν ως αρνίον πραότατον». Αφού ο Αρχιεπίσκοπος ετελείωσε την προσευχήν εφάνη έμπροσθεν αυτών γηραιός τις ευπρεπέστατος, ενδεδυμένος λαμπρά ιμάτια, κρατών εις χείρας βιβλίον μετά χρυσών γραμμάτων. Τότε ο Βαλεριανός έπεσεν εις την γην ως νεκρός από τον φόβον του, ο δε γηραιός ήγειρεν αυτόν και του λέγει· «Ανάγνωσε ταύτην την βίβλον και ειπέ μοι εάν πιστεύης τα γεγραμμένα εις ταύτην ως αληθέστατα». Ήσαν δε εις την βίβλον ούτοι οι λόγοι: «Ένας είναι ο αληθής Θεός. Μία η πίστις των Χριστιανών. Και εν άγιον και αληθέστατον Βάπτισμα». Ταύτα αναγνώσας ο νέος εξέστη και μεγαλοφώνως ούτος εβόησε· «Τα πιστεύω εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν ο μεν γηραιός έγινεν άφαντος, ο δε νέος μετά χαράς εδέχθη από τον Αρχιερέα το Άγιον Βάπτισμα και επιστρέψας εύρε την Κικιλίαν συνομιλούσαν με τον Άγιον Άγγελον, όστις έφερεν από τον Παράδεισον δύο στεφάνους από ρόδα και κρίνα ευώδη και χαρίζει τον ένα εις τον Βαλεριανόν και τον άλλον εις την Κικιλίαν λέγων· «Φυλάξατε χωρίς μολυσμόν ψυχής και σώματος αυτούς τους εκλεκτούς και θαυμασίους στεφάνους, τους οποίους σας έστειλε ο Δεσπότης Χριστός από τον Παράδεισον· και εις σημείον αψευδές ότι είναι ουράνιοι και ουχί επίγειοι, να μη λείψη ούτε να ελαττωθή η ευωδία των πώποτε, ούτε να μαρανθώσι τα φύλλα των, ουδέ τις άλλος να τους ίδη ειμή όσοι φυλάξωσι σωφροσύνην και πιστεύωσιν εις τον Χριστόν, καθώς υμείς εποιήσατε. Συ δε, Βαλεριανέ, αίτησαι οιανδήποτε χάριν θέλεις να γίνη, επειδή επίστευσες την ψυχωφελή συμβουλήν της συζύγου». Ο δε απεκρίθη προς τον Άγγελον, λέγων· «Άλλο δεν επιθυμώ και διψώ τοσούτον, όσον να πιστεύση εις τον Δεσπότην Χριστόν ο αδελφός μου, δια να γίνη και αυτός ταύτης της Χάριτος μέτοχος». Ο δε Άγγελος του λέγει· «Αυτό και ο Δεσπότης Χριστός επιθυμεί, όστις θα εκπληρώση το ζήτημά σου, να έλθετε ομού ταχέως εις τον Παράδεισον». Μετά ταύτα ιδού έφθασε κατ’ εκείνην την ώραν και ο αδελφός τού Βαλεριανού, την κλήσιν Τιβούρτιος, και εισήλθεν εις το δωμάτιον όπου ο Βαλεριανός και η Κικιλία συνδιαλέγοντο. Αισθανόμενος δε ευωδίαν γλυκυτάτην και πάντερπνον εθαύμαζεν. Όθεν λέγει προς τον Βαλεριανόν· «Τι ευωδία είναι αυτή η εξαίσιος, η οποία δεν ομοιάζει με τα μυρωδικά τα επίγεια»; Ο δε Βαλεριανός απεκρίθη· «Εγώ εποίησα προς τον Θεόν δέησιν. Και εάν πιστεύης εις αυτόν, καθώς και ημείς εποιήσαμεν, θ’ αξιωθής και συ να ίδης δύο στεφάνους από άνθη ωραία και ευωδέστατα, τους οποίους μας έφεραν από τον Παράδεισον σήμερον». Λέγει προς αυτόν ο Τιβούρτιος· «Πως είναι δυνατόν να σας έφεραν από τον Παράδεισον χάρισμα»; Ο δε απεκρίθη· «Πίστευσόν μοι, αδελφέ μου φίλτατε, ότι έως τώρα ευρισκόμεθα τυφλωμένοι και άγνωστοι προσκυνούντες είδωλα κωφά και αναίσθητα, έργα δαιμόνων και βδελύγματα άχρηστα. Αλλ’ ο αληθής Θεός είναι επάνω υψηλά εις τους ουρανούς, όστις έκτισεν όλον τον κόσμον και κυβερνά άπαντα τα ορατά και αόρατα πράγματα». Λέγει ο Τιβούρτιος· «Πως έμαθες συ τοιαύτα θαυμάσια και απόκρυφα μυστήρια»; Ο δε απεκρίθη· «Ο Άγγελος του Θεού τα εφανέρωσεν εις εμέ δια την αγνείαν και αγαθότητα της Κικιλίας, θέλεις δε αξιωθή και συ να τον ίδης, εάν βαπτισθής εις το όνομα του Χριστού, όστις εσταυρώθη δια τους αμαρτήσαντας και να μισήσης τα πονηρά και άχρηστα είδωλα». Λέγει ο Τιβούρτιος· «Δεν δύναμαι να εννοήσω τοιούτους λόγους». Λέγει εις αυτόν η Κικιλία· «Πολλά σε θαυμάζω πως δεν γνωρίζεις ότι τα είδωλα είναι ώσπερ νεκρά και ακίνητα σώματα. Όθεν αν και έχουσιν όλα τα μέλη, δεν εργάζονται όμως ούτε αισθάνονται». Ταύτα και άλλα περισσότερα λέγουσα η Αγία ωδήγησε τον Τιβούρτιον προς την ευσέβειαν, όστις ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθέστατον. Η δε Κικιλία τον ενηγκαλίσθη και εφίλησεν εις το μέτωπον λέγουσα· «Τώρα σε ομολογώ ως συγγενή μου κατά αλήθειαν, επειδή επίστευσας εις τον αληθή Θεόν, και τα ψεύδη και μάταια είδωλα κατεφρόνησας. Ύπαγε λοιπόν μετά του αδελφού σου, να εύρητε τον Αρχιεπίσκοπον Ουρβανόν να σε αξιώση του θείου Βαπτίσματος». Λέγει προς αυτήν ο Τιβούρτιος· «Εγώ ήκουσα τον έπαρχον, όστις διέταξε να εύρωσι τον Ουρβανόν και να του δώσωσι πικρότατον θάνατον. Και φοβούμαι, εάν τύχωμεν εις την συνοδείαν του, μη φυλακίσωσι και ημάς και μας θανατώσωσιν ομού μετ’ αυτού». Του απαντά η κόρη· «Εάν δεν ήτο άλλη ζωή μετά θάνατον, είχομεν δίκαιον να ποθούμεν την παρούσαν ως μόνιμον. Αλλ’ επειδή υπάγομεν εις άλλην ζωήν πανευφρόσυνον να συναγαλλώμεθα μετά του Δεσπότου ημών πάντοτε, δεν είναι πρέπον να δειλιώμεν πρόσκαιρον θάνατον». Λέγει ο Τιβούρτιος· «Εγώ δεν ήκουσα ποτέ ότι υπάρχει και άλλη ζωή». Απαντά η παρθένος· «Η πρόσκαιρος αύτη ζωή είναι γεμάτη θλίψεις, πόνους και βάσανα. Και μετά ταύτα ακολουθεί ο απαραίτητος θάνατος, όστις μεταφέρει την αθάνατον ψυχήν του δικαίου εις αγαλλίασιν ατελεύτητον, την δε του αμαρτωλού εις θλίψιν απαραμύθητον και κόλασιν ακατάπαυστον». Λέγει ο Τιβούρτιος· «Ανέστη ποτέ νεκρός φέρων προς τους ζώντας τοιαύτα θαυμαστά Ευαγγέλια»; Η δε Κικιλία απεκρίθη· «Ο παντοδύναμος Θεός και ποιητής των απάντων απέστειλε τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, όστις σαρκωθείς εξ Αγίου Πνεύματος έγινεν άνθρωπος εκ της παναμώμου Παρθένου Μαρίας και εποίησεν εξαίσια θαύματα, ανέστησε νεκρούς, εθεράπευσε παραλύτους και πάσαν άλλην ασθένειαν. Περιεπάτησεν ως εις ξηράν επάνω εις τα ύδατα, εφώτισε τυφλούς και άλλα θαυμασιώτερα έκαμε δια της θείας αυτού παντοδυνάμου δυνάμεως». Ταύτα και τα επίλοιπα άπαντα του Δεσπότου μεγαλουργήματα, έως και την φρικτήν Ανάληψιν, διηγήθη η Κικιλία προς τον Τιβούρτιον. Εις το τέλος δε είπε και ταύτα η πάνσοφος· «Εάν λοιπόν πιστεύσης ταύτα εξ όλης καρδίας σου, και καταφρονήσης τα πρόσκαιρα, τότε θα κληρονομήσης εκείνα τα αεί διαμένοντα συνευφραινόμενος εις την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Δεσπότου Χριστού ατελεύτητα. Ει δε και προτιμήσης απόλαυσιν πρόσκαιρον, ματαίαν δόξαν και πλούτον φθειρόμενον, αύριον αποθνήσκεις και υπάγεις εις ατελεύτητον κόλασιν». Τότε ο Τιβούρτιος πεσών εις τους πόδας της Αγίας μετά δακρύων είπε· «Δεν μοι φαίνονται οι λόγοι σου ανθρώπινοι, αλλ’ αγγελικά ρήματα. Ας υπάγωμεν, αδελφέ Βαλεριανέ, εις εκείνον τον άγιον άνθρωπον, να με βαπτίση το συντομώτερον, δια να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον». Ούτω λοιπόν απελθόντες ανήγγειλαν εις τον Αρχιερέα την υπόθεσιν, εκείνος δε εβάπτισε τον Τιβούρτιον, ο οποίος ηξιώθη πολλάκις μετά άγιον Βάπτισμα και είδε τον Άγγελον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο εκεί εις την Ρώμην έπαρχος σκληρός τις και απάνθρωπος, ονόματι Δαλμάτιος, όστις έκαμνεν εις τους Χριστιανούς διάφορα παιδευτήρια και κολαστήρια, έπειτα τους εθανάτωνεν άσπλαγχνα, ρίπτων δε εις τας πλατείας τα λείψανα, δεν άφηνε να τα θάπτωσι, προς εκφοβισμόν των πιστών, ίνα μη ομολογώσι το του Χριστού πανσέβαστον όνομα. Οι δε Βαλεριανός, Κικιλία και Τιβούρτιος την νύκτα κρυφίως τα άθαπταν και έδιδαν πολλάς ελεημοσύνας εις τους Χριστιανούς, οίτινες δια τον φόβον των ειδωλολατρών εκρύπτοντο. Από τας πολλάς φοράς τους είδον τινές μίαν φοράν και τους κατήγγειλαν εις τον έπαρχον, όστις διέταξε και εφυλάκισαν τον Βαλεριανόν και τον Τιβούρτιον, δίδων την φροντίδα να τους φυλάττη ακριβώς καπιτουλάριος τις ονόματι Μάξιμος. Πρωϊας δε γενομένης επήγεν η Κικιλία να τους παρηγορήση και τους λέγει· «Τώρα, στρατιώται του Χριστού, ήλθεν η ώρα να δείξετε την ανδρείαν σας. Λοιπόν μη δειλιάσητε πρόσκαιρον θάνατον, αλλά νομίμως αθλήσατε, ίνα λάβητε εκ χειρός Κύρίου τον αμάραντον στέφανον». Κατά την στιγμήν εκείνην διέταξε και ο έπαρχος τον Μάξιμον να τους οδηγήση έξω της πόλεως, εις τινα ναόν των ειδώλων και, εάν δεν προσκυνήσωσι, να κόψη τας κεφαλάς των. Ο δε Τιβούρτιος και ο Βαλεριανός εμυκτήρισαν τα είδωλα, λέγοντες· «Αυτά δεν είναι θεοί, αλλά δαίμονες· όθεν ημείς δεν προσκυνούμεν έργα χειρών ανθρώπων, αλλά μόνον τον Ιησούν Χριστόν τον αληθή Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και όλα τα επίλοιπα κτίσματα». Όθεν επειδή δεν ηθέλησαν να προσκυνήσωσιν, έκοψε τας κεφαλάς των ο Μάξιμος, τας δε ψυχάς των έλαβον Άγιοι Άγγελοι εις τους ουρανούς δορυφορούντες και ψάλλοντες. Τούτους βλέπων ο Μάξιμος και οι επίλοιποι Έλληνες, οίτινες έτυχον παρόντες, επίστευσαν και αυτοί εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν. Αφού δε ενύκτωσεν, απήλθεν η Κικιλία κρυφίως, μεθ΄όσων Χριστιανών ηδύναντο, και έλαβον ευλαβώς εκείνα τα άγια λείψανα, τα οποία και ενεταφίασαν εντίμως καθώς έπρεπεν. Μετά ταύτα εξήτασεν ο Δαλμάτιος να εύρη του Βαλεριανού και του Τιβουρτίου τα πράγματα, μαθών δε ότι και η Κικιλία ήτο Χριστιανή, την συνεβούλευσε να απαρνηθή τον Δεσπότην Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα. Η δε είπε προς αυτόν εν αφοβία και παρρησία· «Εγώ ποτέ μου δεν θα προσκυνήσω δαίμονες». Τότε προστάσσει τους υπηρέτας να της κάμωσι διάφορα μαρτύρια και ποικίλα βασανιστήρια, έπειτα να την φυλάττωσιν εις οικίαν έως δευτέρας εξετάσεως. Η δε μακαρία έλεγε ταύτα προς τους δημίους όταν την εβασάνιζαν· «Εγώ, αδελφοί μου, χαίρω δια την αγάπην του Χριστού μου εις ταύτα τα δεινά παιδευτήρια, μόνον εσάς λυπούμαι, οι οποίοι υποτάσσεσθε εις αυτούς τους πονηρούς και ασπλάγχνους άρχοντάς σας, τον δε ποιητήν και Σωτήρα σας, τον πανάγαθον και πολυεύσπλαγχνον παροργίζετε, ο οποίος δύναται να σας δώση ζωήν αιώνιον». Οι δε δήμιοι ελυπήθησαν δια τους ραβδισμούς τους οποίους της έδιδον και της έλεγον· «Μη θελήσης, ευγενεστάτη κόρη, να αποθάνης ούτως άτιμα και καταφρονεμένη, ως κακούργος τις και λήσταρχος, να ζημιωθής ζωήν πολυπόθητον». Η δε απεκρίθη· «Ω άφρονες· αυτή δεν λογίζεται ζωής ζημίωσις, αλλά μάλλον σοφωτάτη ανταλλαγή, διότι δίδω πηλόν άτιμον και λαμβάνω χρυσίον πολύτιμον· αντί του προσκαίρου τούτου και βραχυτάτου θανάτου, λαμβάνω ζωήν ατελεύτητον, και δια των μικρών τιμωριών αντιλαμβάνω δόξαν αιώνιον». Ταύτα και άλλα πλειότερα λέγουσα η Μάρτυς έκαμε τους φύλακας και τους παρεστώτας όλους και επίστευσαν εις τον Χριστόν λέγοντες· «Και ημείς Χριστιανοί είμεθα άπαντες, δια τα αληθέστατα και άγια λόγια σου». Την δε νύκτα επήγεν ο Άγιος Επίσκοπος εις την οικίαν, εις την οποίαν εφύλαττον την Αγίαν, κα εβάπτισε τετρακοσίας ψυχάς, ετέλεσαν δε όλην εκείνην την νύκτα αγρυπνίαν, ευχαριστούντες τον Κύριον. Κατά δε την επαύριον, μαθών ταύτα ο Δαλμάτιος εθυμώθη και λέγει εις την Μάρτυρα· «Δεν γνωρίζεις ακόμη την μεγάλην μου δύναμιν και ότι φονεύω όσους Χριστιανούς εύρω εις όλην την επαρχίαν μου, αλλά τολμάς να διαστρέφης τους υπηρέτας μου και να καταφρονής τα βασιλικά διατάγματα, τα οποία προστάσσουν να αρνούνται άπαντες τον Χριστόν και να προσκυνώσι τα είδωλα»; Η δε Μάρτυς αφόβως του απεκρίθη λέγουσα· «Η δύναμις υμών και των θεών σας είναι ώσπερ σφαίρα δερματίνη, γεμάτη αέρα, ήτις, όταν την τρυπήση βελόνι, μένει άχρηστος». Λέγει εις αυτήν ο άρχων· «Άφες τας φλυαρίας, αναίσχυντον γύναιον, και ή προσκύνησον τους θεούς ή σου δίδω πάραυτα πικρόν και επώδυνον θάνατον, διότι συ εμώρανες τον άνδρα σου και τον Τιβούρτιον, πάντολμε, και τους επροξένησες άωρον θάνατον». Λέγει η Μάρτυς· «Δος μοι όσας τιμωρίας θέλεις· όσον με κολάσης περισσότερον, τόσον μου δίδεις περισσοτέραν τέρψιν και αγαλλίασιν». Λέγει ο έπαρχος· «Διατί λαλείς με τόσην έπαρσιν, υπερήφανε»; Η δε απεκρίνατο· «Άλλο είναι υπερηφάνεια, ήτις είναι αμαρτία, και άλλο γενναίον φρόνημα, το οποίον είναι αρετή μάλλον και όχι ελάττωμα· διότι όστις δεν φοβείται τον θάνατον και εξόχως έχει την αγάπην εις τον Χριστόν τον μόνον Θεόν, εκείνος δεν λέγεται υπερήφανος, αλλά ανδρείος και γενναιότατος». Ακούων ταύτα ο τύραννος προσέταξε και την έβαλαν εις μεγάλον λέβητα γεμάτον ύδωρ βραστόν, κάτωθεν δε έκαιε πυρά μεγάλη· έβαλλον δε και ξύλα περισσά οι υπηρέται όσα ηδύναντο. Αλλά μάτην εκοπίαζον, διότι το μεν ύδωρ έβραζε πολύ, η δε Αγία ποσώς δεν εβλάπτετο, αλλά μάλλον εδροσίζετο. Όταν είδεν ο μωρός και αναίσθητος ότι την έβραζαν ένα ημερονύκτιον και δεν διελύετο, αλλ’ ίστατο αγαλλομένη και ψάλουσα, ενόμισε μαγείαν το θαυματούργημα και προστάσσει να την σφάξουν εκεί εις τον λέβητα. Τότε έδραμεν ο δήμιος και την έπληξε τρις δια μαχαίρας. Και ούτως αφήσας αυτήν νεκράν ελύθη το θέατρον· την δε νύκτα επήγαν οι Χριστιανοί να λάβουν κρυφίως το άγιον λείψανον, και την εύρον ζώσαν και προσηύχετο, ήτις είπε προς αυτούς· «Εγώ εζήτησα χάριν από τον Κύριον, να μη αποθάνω ακόμη, έως να ποιήσω Εκκλησίαν τον οίκον μου, να την αφιερώσω εις τον Δεσπότην Χριστόν και να κηρύξω την αλήθειαν». Τούτο το εξαίσιον θαύμα βλέποντες οι πιστοί ελάμβανον το άγιον αίμα, το οποίον έτρεχεν από τας πληγάς της, δια να το έχουν ιατρείον ψυχής και σώματος. Έζησε δε ακόμη η Μάρτυς τρεις ημέρας κηρύττουσα την πίστιν εις όσους ήρχοντο να την βλέπωσι και πολλούς των Ελλήνων επέστρεψεν. Ο δε Άγιος Ουρβανός ο Αρχιεπίσκοπος επήγε την νύκτα και αφιέρωσεν έμπροσθεν αυτής την οικίαν της, η οποία έως την σήμερον ευρίσκεται εις την Ρώμην και την έχουν εις πολλήν ευλάβειαν άπαντες. Ούτω λοιπόν εδίδαξεν ικανώς η Αγία τους πιστούς να μη προδώση τις την αλήθειαν, αλλά να φυλάξουν την πίστιν μέχρι αίματος, να καταφρονήσουν ζωήν ματαίαν και ρέουσαν, δια να απολαύσουν εις τους ουρανούς την ατελεύτητον. Ταύτα δε ειπούσα και τω Θεώ κατά χρέος ευχαριστήσασα, παρέδωκεν εις αυτόν την μακαρίαν ψυχήν η πανεύφημος την κβ΄ (22) Νοεμβρίου. Ο δε Αρχιερεύς με τους Κληρικούς ενεταφίασαν εις την οικίαν αυτής με πολλήν ευλάβειαν εκείνο το σεβάσμιον λείψανον, το οποίον ετέλεσε και θαυμάσια εις δόξαν Θεού. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου