Μένιγνος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σνα΄ (251), καταγόμενος από την Κολωνίαν του Ελλησπόντου, από την πόλιν Πάριον, ήτις ούτως επωνομάσθη, διότι ήτο κτίσμα των Παρίων των κατοίκων της νήσου Πάρου και ευρίσκεται μεταξύ της Κυζίκου και της Λαμψάκου· τέχνην δε είχεν ο Άγιος να λευκαίνη τα υφάσματα. Επειδή δε κατ’ εκείνους τους χρόνους έγινε μέγας διωγμός κατά των Χριστιανών, ο δεσπόζων της Ασίας, άνθρωπος αυτόχρημα λυμεών και θηριώδης, κατέβη εις τους παραλίους τόπους και όσους εύρισκε Χριστιανούς, όλους τους έδερε και τους έκλειεν εις σκοτεινήν φυλακήν ασφαλίζων τους πόδας των εις το τιμωρητικόν ξύλον.
Όταν λοιπόν ενύκτωσεν, εφώναξαν όλοι οι δεσμώται Χριστιανοί προς τον Θεόν ταύτα· «Δέσποτα Κύριε, ο τον κορυφαίον Πέτρον δια θείου Αγγέλου λύσας από τα δεσμά και από την φυλακήν και εξαγαγών αυτόν άνευ ουδενός κρότου και κτυπήματος, αυτός νυν εξαπόστειλον και εις ημάς την βοήθειάν σου και λύτρωσαι ημάς από την στρέβλωσιν ταύτην των ποδών μας και από την σκοτεινήν φυλακήν, όπως γνωρίσωσιν αυτοί οι άπιστοι οι καταφρονούντες το Άγιόν σου όνομα, ότι συ μόνος είσαι Θεός και Βασιλεύς αιώνιος».Ταύτα των Αγίων προσευξαμένων, ιδού έφθασεν εις αυτούς ο Κύριος και το μεν σκότος εξηλείφθη, φως δε ουράνιον εξήστραψεν εις την φυλακήν. Είπε δε προς αυτούς ο Δεσπότης· «Μη φοβείσθε, διότι εγώ μεθ’ ημών ειμι». Πάραυτα δε ελύθησαν όλα τα δεσμά ως κηρίον και η φυλακή ήνοιξεν αφ’ εαυτής. Ο δε Κύριος αφού τους ωμίλησε και πάλιν και είπεν· «Εξέλθετε από εδώ και κηρύττετε πανταχού την ιδικήν μου δύναμιν», ανέβη εις τους ουρανούς, οι δε Άγιοι εξήλθον εκ τηε φυλακής. Το πρωϊ λοιπόν ελθόντες οι στρατιώται, ως είδον μεν σώας τας σφραγίδας της φυλακής, εντός δε αυτής δεν εύρον ουδένα, εξεπλάγησαν· όθεν εξερχόμενοι εφώναζον· «Ω της βίας! Ω της βίας! Ο Ναζωραίος Χριστός, ελθών δια νυκτός, έκλεψε τους δεδεμένους». Και άλλοι μεν Έλληνες εθαύμαζον δια το γεγονός, άλλοι δε εχλεύαζον τους φύλακας. Ταύτα ακούσας ο μακάριος Μένιγνος επληρώθη πίστεως και αγάπης και εφλέγετο η καρδία του πως να τύχη του Μαρτυρίου. Ευρισκόμενος δε ο Άγιος εις τον ποταμόν εις τον οποίον έπλυνεν, ήκουσε φωνήν τινα, ήτις εκάλει αυτόν εις το Μαρτύριον λέγουσα· «Μένιγνε, ελθέ εις εμέ και θέλω σοι δώσει χάριν πολλήν». Έμφοβος δε ο Άγιος γενόμενος εταράχθη, και πάλιν σκύψας έπλυνε τα ιμάτια. Η δε φωνή πάλιν λέγει προς αυτόν· «Μένιγνε, ελθέ εις εμέ, ίνα απολαύσης τα ητοιμασμένα αγαθά εις τους αγαπώντας το όνομά μου». Τότε ο θείος Μένιγνος δεν περιέμεινε πλέον να ακούση και εκ τρίτου την φωνήν ταύτην , αλλά πορευθείς έδωκεν όσα ξένα ιμάτια είχε και ούτως ητοίμασε τον εαυτόν του προσμένων να έλθη ο άρχων, όστις ήλθε μετά τινας ημέρας και εκάθισεν εις το κριτήριον και ανεγίνωσκε τα γράμματα του βασιλέως, τα οποία προσέτασσον να τιμωρώνται οι Χριστιανοί. Τότε ο γενναίος ούτος Μένιγνος, λαβών θεϊκόν θάρρος, επήδησεν εις το μέσον και αρπάσας τα βασιλικά γράμματα εκ των χειρών του άρχοντος κατέκοψεν αυτά εις λεπτά τεμάχια και κατεπάτησε με τους πόδας του ειπών· «Εν ονόματι του Ιησού Χριστού του Θεού μου, επιβαίνω επάνω εις «ασπίδα και βασιλίσκον» (Ψαλμ. 90:13) και καταπατώ τα παράνομα του βασιλέως Δεκίου προστάγματα». Ταύτα ως ήκουσαν και είδον οι του παρανόμου άρχοντος παρανομώτεροι υπηρέται έρριψαν τον Άγιον χαμαί και κατεπάτουν αυτόν. Αφού δε έδειραν αυτόν δυνατά και κατέστησαν ημιθανή, ήγειρεν αυτόν ο άρχων και λέγει προς αυτόν· «Κακή κεφαλή, εις ποίον θαρρών έπραξας τούτο»; Ο Άγιος είπεν· «Εις τον Χριστόν μου». Τότε ο έρχων είπε· «Τούτον τον μωρόν και θρασυκάρδιον και αυθάδη κρεμάσατε εις ξύλον και ξεσχίζετε τας σάρκας του δυνατά». Τόσον δε εξέσχισαν τον Μάρτυρα με τας σιδηράς χειράγρας οι άνομοι, ώστε εφαίνοντο τα εντόσθια αυτού έξωθεν εκ των πλευρών του. Και ο μεν Μάρτυς εκαρτέρει, προσευχόμενος και υβρίζων τον άρχοντα, ο δε άρχων εβλασφήμει και εθεομάχει βλέπων την τοσαύτην υπομονήν του Μάρτυρος και εξαφθείς είπε· «Προστάσσω να κατακοπώσιν εις λεπτά τεμάχια τα δάκτυλα εκείνα, τα οποία έκοψαν τα προστάγματα του βασιλέως». Και ευθύς εθέρισαν τα δάκτυλα των χειρών του Αγίου από μέσους τους αρμούς· και ω του θαύματος! αντί δι’ αίμα έρρευσε γάλα. Έπειτα εφυλάκισεν αυτόν. Κατά δε την επομένην τον έφερε πάλιν εις εξέτασιν· ο δε Άγιος, τον Χριστόν ομολογήσας ενώπιον πάντων και τον βασιλέα αναθεματίσας και τον άρχοντα υβρίσας, εξέπληξεν άπαντας, διο και απεφασίσθη να αποκεφαλισθή. Απερχομένου λοιπόν του Αγίου εις τον τόπον της καταδίκης, ηκολούθει η σύζυγός του κλαίουσα και άλλοι πολλοί. Όταν δε έφθασεν εις τον τόπον, εστάθη υψηλά και εδίδαξε τον λαόν, την δε συμβίαν του αφιέρωσεν εις τους επιτρόπους τους οποίους διώρισε και ούτως απεκεφαλίσθη ο τρισμακάριος Μένιγνος. Εφάνη δε εις τους παρεστώτας θαύμα εξαίσιον, διότι είδον ως μίαν τρυγόνα καθαράν, η οποία εξήλθεν από το στόμα του Μάρτυρος και επέταξεν εις τον ουρανόν· όθεν κατεπλάγησαν άπαντες και έλεγον· «Αληθώς μέγας είναι ο του Μενίγνου Θεός». Εκ δε της βοής του λαού εσείσθη όλη η πόλις, ώστε και αυτός ο ανθύπατος εδειλίασεν. Αφού δε έμαθε την αιτίαν της βοής είπεν· «Άφετε αυτόν άταφον, ίνα ίδωμεν εάν ο Θεός του θάψη αυτόν». Όθεν διώρισε στρατιώτας δια να φυλάττωσι το άγιον λείψανον. Τότε δια νυκτός ελθόντες οι αδελφοί του Αγίου, εν ω οι φύλακες εκοιμώντο, έλαβον το λείψανον, φθάσαντες δε εις τον τόπον εις τον οποίον ο Άγιος επόθει να ενταφιασθή, εκεί απεκοιμήθησαν. Τότε ο Άγιος εφάνη εις ένα εκ των αδελφών και του είπεν· «Αδελφέ, σεις, σπεύδοντες να λάβητε ταχέως το λείψανόν μου, ελησμονήσατε να λάβητε την κεφαλήν μου, δια της οποίας ωμολόγησα τον Χριστόν». Εξυπνήσας δε ο αδελφός διηγήθη το όραμα εις τους άλλους· όθεν επιστρέψας οπίσω εσκέπτετο περί του πρακτέου, επειδή ήτο νυξ βαθεία και σκοτεινή. Πλησιάσας δε εις τον τόπον, ω του θαύματος! βλέπει αστέρα λάμποντα επί της κεφαλής του Μάρτυρος· όθεν λαβών αυτήν επανήλθε μετά χαράς εις τους αδελφούς. Εν ω δε οι αδελφοί ήθελον να υπάγωσι μακρύτερα, δια να ενταφιάσουν το λείψανον, εφάνη εις αυτούς ο Άγιος και προσέταξεν αυτούς να το ενταφιάσωσιν εκεί όπου ευρίσκοντο, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου